• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Αύγουστο 2020 !

Ιταλία ΣΙΚΕΛΙΑ-Προσκύνημα στο Χτές, Γνωριμιά με το Σήμερα

coccobill

Member
Μηνύματα
326
Likes
348
Ταξίδι-Όνειρο
Σανγκρι-Λα
Βρε, samion, κανεις μας ,νομιζω, δεν μπορει να υποστηριξει πως προσλαμβανει αντικειμενικα τα γεγονοτα της καθημερινης ζωης- ποσο μαλλον αυτα των χωρων που επισκεπτομαστε. Η κ.Στελλα αυτα ειδε, ακουσε, ενιωσε κι αυτα μας περιγραφει..και πολυ καλα κανει γιατι οι ιστοριες της ειναι και στο χωρο και στο χρονο και ειναι εξαιρετικα πολυτιμες.
 

ΕΡΣΗ

Member
Μηνύματα
6.454
Likes
2.541
Επόμενο Ταξίδι
Βερολίνο (ξανά!)
Ταξίδι-Όνειρο
Λάος, Βιετνάμ, Καμπότζη
-Πουθενά δεν διάβασα να έχει γράψει η κυρία Αδαμαντίδου οτι όλοι οι σικελοί είναι μαφιόζοι. Εμένα Samion περισσότερο μου φάνηκε οτι εσύ έχεις κάποιο είδος μύγας και μυγίαζεσαι.

-Πουθενά δε διάβασα να έχει γράψει κατι υποτιμητικό για αυτούς. Το "κλείνομαι στο καβούκι μου σα σαλιγκάρι" δεν νομίζω οτι είναι τυπική μειωτική έκφραση σε αναφορά με κάποιον πληθυσμό. Eμάς τους έλληνες που έφερες σαν παράδειγμα, στην ξενιτειά που βρεθηκαμε για πολυ χειρότερα πράγματα μας είχαν κατηγορήσει παρά για το οτι δεν ανοίγουμε το στόμα μας να απαντήσουμε σε ερωτήσεις που μας τίθενται από τουρίστες. Πρόχειρο παραδειγμα το πογκρόμ κατά ελληνικών περιουσιών στο Τορόντο του Καναδά που εγινε το 1918, αιτία ηταν οτι οι έλληνες μετανάστες δεν είχαν καταταγεί στον καναδικό στρατό κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και όχι το οτι ήταν σιωπηλοί ως σαλιγκάρια.

-Οι σικελοί με τους οποίους ήρθε σε επαφή η κυρία Αδαμαντίδου, προ σαράντα ετών, απέφυγαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις της για τη μαφία. Αν έχεις οποιαδήποτε απόδειξη οτι η κυρία Αδαμαντίδου πήρε απαντήσεις στις ερωτήσεις της και σκοπίμως μας λέει ψέματα, παρακαλώ πολυ να μας την παραθέσεις. Αλλώς ησύχασε σε παρακαλώ. Το οτι εσένα σήμερα σου απαντάνε σήμερα στις ερωτήσεις σου, καμία σχέση δεν έχει με τα γεγονότα που βίωσε κατά το ταξίδι της προ σαράντα ετών. Δεν είναι αποκλειστικά είτε το ένα είτε το άλλο. Κάλλιστα μπορεί να ισχύουν και τα δύο. Και άλλωστε μπορεί να πάω στην Σικελία και να ρωτήσω κάτι σχετικό με την Μαφία και να μην μου απαντήσουν σχετικά γιατί αυτόν που ρώτησα δεν μπορεί να εκφραστεί πολύ άνετα σε ξενη γλώσσα και πολύ λογικά να μην θέλει να παρερμηνευτούν τα λεγόμενά του σε ένα όπως και να το κάνουμε ευαίσθητο θέμα και σε εσένα που μιλάς την γλώσσα να νιώθει πιο άνετα να μιλήσει γιατί θα μιλά στη γλώσσα του. Γιατί παραγνωρίζεις και τον παράγοντα της γλώσσας στο αν κάποιος έλαβε απάντηση η όχι σε ερωτήσεις του; Το οτι στην Ιταλία γίνεται ευρεία συζήτηση (και όχι μόνο, αλλά και δράσεις εναντίον της μαφίας και οι οποίες έχουν στοιχίσει πολλές ζωές) δεν είναι κάτι με το οποίο η κυρία Αδαμαντίδου ήρθε σε επαφή κατά το ταξίδι της προ σαράντα ετών, οπότε έκρινε κατά τη συγγραφή της ιστορίας της οτι δεν χρειαζόταν να κάνει σχετική έρευνα ώστε να κάνει μια παρέκβασει και να αναφέρει στα σχετικά θέματα σε μια ταξιδιωτική ιστορία. Αυτή γράφει την ιστορία, αυτή κρίνει σε τι θα αναφερθεί. Αν δε σου αρέσει ο τρόπος που τα γράφει μπορείς να μην την διαβάζεις και να αφησεις εμάς που μας αρέσει να την διαβάζουμε απερίσπαστα.

-Δεν ζητησαμε πληροφορίες για το αν είναι ασφαλή ή όχι τα στενά του Παλέρμο. Μην συγχέεις την αναζήτηση πληροφοριών με τις ταξιδιωτικές ιστορίες. Μπορεί η κυρία Αδαμαντίδου σε άγνωστο και σκοτεινό τόπο που βρέθηκε πριν σαράντα χρόνια παρά τις περί του αντιθέτου συμβουλές του ξεναγού της, λογικά, η εντελώς παράλογα κατ΄εσέ, να ένιωσε ανασφαλής. Εμένα δε με ενδιαφέρει αν το λογικό θα ήταν να νιώθει απολύτως ασφαλής. Θεωρείς λοιπόν οτι και σε αυτό το σημείο λέει σκοπίμως ψέματα για την ψυχολογική της κατάστασης; Πληροφορίες περί την ασφάλεια των στενών του Παλέρμο αν μου χρειασθούν θα τις αναζητήσω με ερώτησή μου στην αναζήτηση πληροφοριών. Εδώ όμως με ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο η οπτική της κυρίας Αδαμαντίδου, είτε λογικός ήταν ο φόβος της, είτε υπερβολικός. Ταξιδιωτική ιστορία θέλω να διαβάσω, χωρίς παράσιτα και παρεμβολές. Οπότε παρακαλώ οτι αντίρρηση έχεις, είτε την κρατάς για τον εαυτό σου, είτε ανοίγεις δικό σου ποστ και καταχωρείς οτι πληροφορία θέλεις για την Σικελία, το Παλέρμο κλπ οι οποίες μπορεί να χρησιμεύσουν σε μελλοντικούς ταξιδιώτες στην περιοχή.

-"αλλά αυτό είναι άλλο μεγάλο θέμα, να μην σου " αμαυρώνω" κι εγώ την ιστορία.."
Σκέψου δηλαδή και να ήθελες να αμαυρώσεις την ιστορία της κυρίας Αδαμαντίδου τι άλλο θα έγραφες!
 

Samion

Member
Μηνύματα
10.490
Likes
9.494
Επόμενο Ταξίδι
Παλέρμο
1.Πουθενά δεν διάβασα να έχει γράψει η κυρία Αδαμαντίδου οτι όλοι οι σικελοί είναι μαφιόζοι. Εμένα Samion περισσότερο μου φάνηκε οτι εσύ έχεις κάποιο είδος μύγας και μυγίαζεσαι.
2. Πουθενά δε διάβασα να έχει γράψει κατι υποτιμητικό για αυτούς. Το "κλείνομαι στο καβούκι μου σα σαλιγκάρι" δεν νομίζω οτι είναι τυπική μειωτική έκφραση σε αναφορά με κάποιον πληθυσμό.
3.Οι σικελοί με τους οποίους ήρθε σε επαφή η κυρία Αδαμαντίδου, προ σαράντα ετών, απέφυγαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις της για τη μαφία. Αν έχεις οποιαδήποτε απόδειξη οτι η κυρία Αδαμαντίδου πήρε απαντήσεις στις ερωτήσεις της και σκοπίμως μας λέει ψέματα, παρακαλώ πολυ να μας την παραθέσεις. Αλλώς ησύχασε σε παρακαλώ.
4.Γιατί παραγνωρίζεις και τον παράγοντα της γλώσσας στο αν κάποιος έλαβε απάντηση η όχι σε ερωτήσεις του;
5. Αυτή γράφει την ιστορία, αυτή κρίνει σε τι θα αναφερθεί.
6. Αν δε σου αρέσει ο τρόπος που τα γράφει μπορείς να μην την διαβάζεις και να αφησεις εμάς που μας αρέσει να την διαβάζουμε απερίσπαστα.
7.Δεν ζητησαμε πληροφορίες για το αν είναι ασφαλή ή όχι τα στενά του Παλέρμο. Μην συγχέεις την αναζήτηση πληροφοριών με τις ταξιδιωτικές ιστορίες.
8. Ταξιδιωτική ιστορία θέλω να διαβάσω, χωρίς παράσιτα και παρεμβολές. Οπότε παρακαλώ οτι αντίρρηση έχεις, είτε την κρατάς για τον εαυτό σου,
είχα πει να μην ξαναγράψω για το ίδιο σημείο, η συγγραφέας ξεκαθάρισε-θέμα λήξαν, προέκυψαν όμως αυτόκλητοι υπερασπιστές του δικαίου και υποχρεούμαι να απαντήσω σε coccobill-ΕΡΣΗ.
1. πουθενά δεν έγραψα ότι είπε τέτοιο πράγμα. εμένα μου φάνηκε ότι διάβασες επιφανειακά. είπα ότι έγραψε ότι παραμενουν σιωπηλοί μπροστά στο φαινόμενο και εκεί έφερα τις αντιρρήσεις μου.
2. γνώμη σου. που διαφέρει από τη δική μου. η παρομοίωση με σάλιαγκα είναι το λιγότερο ατυχής και προσβλητική όσο και να λες ότι μένει σιωπηλός για να εξασφαλίσει την ασφάλειά του.
3. πόσες φορές πρέπει να το επαναλάβω? οι αντιρρήσεις μου ήταν συγκεκριμμένες. αφορούν τη σχέση Σικελού-μαφίας οπως την περιέγραψε η συγγραφέας. ότι μενουν σιωπηλοί και μπαίνουν σαν σαλιαγκες στα καβούκια τους. χρησιμοποίησε δε ενεστώτα και δεν είπε καν σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται. ε όχι λοιπόν, το ξαναλέω οι Σικελοί δεν είναι έτσι, έχουν φωνή και μιλούν. όπως μιλάω κι εγώ και θα εκφράζω τις αντιρρήσεις μου γι αυτά που γράφονται.
4. αυτός ο πάραγοντας δεν αναφερθηκε καθόλου, ούτε κι εγω. που να ξέρω σε τι γλώσσα μιλούσε? που έχει κ μικρή σημασία εξάλλου.
5. κι εγώ κρίνω σε τι θα απαντησω βάσει των κανόνων του φόρουμ και όχι των δικών σου υποδέιξεων.
6. κι εσύ αν έχεις κάτι να γράψεις επί του θέματος σικελού-μαφίας γράψτο, αλλιώς άσε το σπαμ και ασε με να γραψω αυτό που νομιζω.
7. το θέμα ασφάλειας το συζήτησα εφόσον δεν είχε ξεκαθαριστεί ο χρόνος. κι επειδή θα μπορούσε να αναφερόταν στην προηγούμενη εβδομάδα σχολίασα πόσο διαφορετική είναι η κατασταση στην πραγματικότητα από αυτήν που περιγραφεται στο κειμενο.
8. τέτοιες κρίσεις και υποδείξεις να τις κρατάς για τον εαυτό σου. η ταξιδιωτική ιστορία δεν ειναι απλή παράθεση κειμένων και "χειροκροτηματικών"-αποθεωτικών ποστ (τα οποία προφανώς δεν ειναι παράσιτα για σενα) αλλά και σχολιασμού όσων γράφονται, από τα μέλη. θα συνεχίσω λοιπόν να γράφω ότι, όποτε και όπου θέλω βασει των κανονων του φόρουμ. όποιος έχει προβλημα με κάνει ignore ή αναφέρει το θέμα σε mod. κρίσεις και υποδείξεις για τα ποστ μου επαναλαμβάνω τις κρατας για τον εαυτό σου.
ps. α το ευχαριστώ προφανώς το πάτησα κατά λάθος..
 
Μηνύματα
1.666
Likes
1.327
Επόμενο Ταξίδι
Κρακοβία-Βαρσοβία
Ταξίδι-Όνειρο
...Ιθάκη...
Ελπίζω μετά τις τελευταίες διευκρινήσεις να έχει τελειώσει η διύλιση του κώνωπα.

Η Σικελίας με έχει ενθουσιάσει, ελάχιστες γνώσεις είχα σχετικά με την ιστορία της Σικελίας και αυτές ήταν στείρες και υποχρεωτικές. Όμως ο τρόπος γραφής της St. Adamantidou είναι σαν να ακούω μια κουτσομπόλα να απαριθμεί τους μνηστήρες της άτακτης γειτονοπούλας. Φρέσκια, ζουμερή και ναζιάρικη διήγηση, απορροφά όλη την προσοχή και η ιστορία γίνεται απόλαυση.
 
Μηνύματα
245
Likes
897
ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ- Το μαργαριτάρι στο πέτο τής Σικελίας!




ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ
Η μαργαριταρένια καρφίτσα, στο πέτο της Σικελίας!



Στη Συρακούσα φτάσαμε απομεσήμερο. Ο ανοιξιάτικος ήλιος έκαιγε, και κάτω από το ζεστό φως ξαπλώνονταν αποκαμωμένη η ένδοξη πόλη της Μεγάλης Ελλάδος. Από το νησάκι της Ορτυγίας, στο έμπα του λιμανιού, μέχρι το τέλος του ορίζοντα, έβλεπες την πόλη αστραφτερή, πεντακάθαρη, ήμερη και νωχελικά παραδομένη στον χλιαρό κόρφο του φωτεινού μεσημεριού. Δεν ξέρω γιατί, αλλά την Συρακούσα την έδεσα ερωτικά με το Φως. Ίσως να ήταν η ώρα που την πρωτοαντίκρισα, ίσως να ήταν το κοπάδι των αναμνήσεων που με έζωσε, καθώς την περπατούσα, ίσως και να ήταν τέτοια η διάθεση τής στιγμής, δεν ξέρω. Πάντως, έτσι τη φανταζόμουν πάντα και, δόξα τω Θεώ, ανταποκρίθηκε στην εικόνα.
Καθώς τριγυρνάμε στα σοκάκια τα γραφικά της παλιάς πόλης, κομμάτι κομμάτι θυμόμαστε την ιστορία.

Ξεσηκωμένοι από την Ελλάδα οι Κορίνθιοι, (Πελοποννήσιοι ήταν οι άνθρωποι, θυμηθείιτε το αυτό, γιατί σε λίγο θα το βρούμε μπροστά μας ), φτάνουν εδώ γύρω στα 734 πΧ., και χτίζουν την μικρή τους πόλη πάνω στο νησάκι της Ορτυγίας. Το όνομά της το δανείστηκαν από το κοντινό έλος Συρακώ. Τα χρόνια περνούν. Η Συρακούσα μεγαλώνει, ασφυκτιά στην Ορτυγία και περνά στην μεσογειακή Σικελία. Κι εκεί αναπτύσσεται άνετα και γρήγορα. Λογαριάζουν πως, στο καιρό της ακμής της, η Συρακούσα μετρούσε μισό εκατομμύριο ψυχές! Σήμερα οι Συρακούσιοι είναι μόλις 90.000. ( Μιλάω πάντα για το 1973. Δεν έχω ιδέα τι γίνεται σήμερα.). Η παλιά πόλη δένεται με την καινούργια, με μια πλατειά γέφυρα, τη σημερινή Ponte Nuova. Ο τύραννος Γέλων έκανε την κορινθιακή αποικία μητρόπολη της Σικελίας. Έτσι, η πόλη αρχίζει την ιστορική της διαδρομή. Οι τύραννοι νοιώθουν χρέος τους να ενισχύσουν τις τέχνες, και να προστατέψουν τους ποιητές. Ο Ιέρων αγκάλιασε τον Αισχύλο, τον Πίνδαρο, τον Επίχαρμο, και στο τεράστιο πέτρινο ελληνικό θέατρο, ακούστηκαν στίχοι δικοί τους. Ίσως και σήμερα ακόμη, αν στήσεις αυτί, να ακούσεις την ηχώ να σου μουρμουρίζει τα παθήματα του Ορέστη, και τα εγκλήματα του οίκου των Ατρειδών. Τι σου είναι λοιπόν αυτές οι πέτρες. Ποτέ δεν ξεχνούν. Όσο ζουν θυμούνται, κι όσο θυμούνται διηγούνται.

Όμως κάποτε, η μοιραία ώρα σήμανε. Ο τύραννος Ιερώνυμος έδειξε φιλοκαρχηδόνια πολιτική, που έκανε τους Ρωμαίους έξω φρενών. Κι ο Υπατος Μάρκελλος επέβαλε στην πόλη, μια από τις πιο περιώνυμες πολιορκίες τής αρχαιότητας γύρω στα 212 π.Χ. Τότε ήταν που Αρχιμήδης έδειξε την μεγαλοφυΐα του, καίγοντας τα πλοία του εχθρού από μακριά, με δυνατά κάτοπτρα. Όμως ο Μάρκελλος κατέλαβε με προδοσία την Ορτυγία, στης οποίας την άμυνα μετείχε κι ο μεγάλος σοφός, που τότε ήταν κιόλας 75 χρονών. Η Συρακούσα έπεφτε πια στα χέρια των Ρωμαίων κι η δόξα της τελείωνε εδώ. Στη μεγάλη σφαγή που ακολούθησε την εισβολή των Ρωμαίων στην πόλη, σκοτώθηκε από κάποιον άξεστο στρατιώτη και ο Αρχιμήδης. Ο Μάρκελλος έγινε θηρίο. Είχε δώσει σαφείς οδηγίες στο στράτευμα, να σεβαστούν το μεγάλο άνδρα. Τα βιβλία αναφέρουν με συγκρατημένη συγκίνηση, πως η κηδεία τού μεγαλοφυούς Έλληνα, έγινε με μεγάλες τιμές, κι ο Ρωμαίος στρατηγός συλλυπήθηκε προσωπικά την πενθούσα οικογένεια.

Στάθηκα ξεχωριστά σε τούτο το ιστορικό γεγονός, που τιμά τον νικημένο μα, προ πάντων, τιμά τον νικητή. Ο Αρχιμήδης κατάκαψε τον ρωμαϊκό στόλο, πολέμησε γενναία στην άμυνα της πόλης, αλλά έστω κι αν ήταν αντίπαλος, ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Κι έτσι ακριβώς τον αντιμετώπισε νεκρό κι ο ΄Υπατος. Εχθρούς για να εκδικηθείς βρίσκεις σωρό. Μα ένα μόνον Αρχιμήδη!...
.
Από κει κι ύστερα, η Συρακούσα ακολουθεί την τύχη της Σικελίας, πέφτοντας διαδοχικά στα χέρια των Βυζαντινών, των Σαρακηνών, των Νορμανδών, των Γερμανών, των Γάλλων, των Ισπανών….

Όμως είναι καιρός να κάνουμε, τη γνωριμία της πόλης. Πρώτο μας μέλημα να δούμε την πηγή της Αρέθουσας. Από υπερυψωμένο επίπεδο της δημοσιάς, αγναντεύουμε μια μικρή λίμνη, γεμάτη φυτά, που ξεχωρίζει με μικρό φράγμα από τη θάλασσα, της οποίας κανονικά είναι συνέχεια προς την στεριά. Μέσα σε τούτο λοιπόν το θαλασσινό νερό, αναβλύζει πλούσια πηγή νερού γλυκού, που τρέφει παπύρους. Η ιστορία της πηγής είναι πολύ ρομαντική. Να, τι λέει το αρχαίο παραμύθι. Ο μπάρμπα-Νηρέας είχε μια κόρη όμορφη σαν ανοιξιάτικο ξημέρωμα. Την έλεγαν Αρέθουσα, κι ήταν νύμφη της πηγής της Πισάτιδας, στην Ήλιδα. Τα μάτια της ήταν δύο λίμνες γκριζογάλανες, τα μαλλιά της μελένιοι καταρράκτες, το στόμα της σαν φράουλα που ρόδισε καλά, τα δόντια της δύο σειρές κάτασπρα αστραφτερά χαλίκια, από το βασίλειο του πατέρα της, και τα μάγουλα της δύο μελορόδινα βελουδένια ροδάκινα! Φαίνεται πως η κοπελιά δεν ήταν μονάχα όμορφη αλλά και … τσαχπίνα. Κι όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η μικρή Νύμφη δεν κατάφερε να μάθει μέχρι που μπορούσε να παίζει με την ομορφιά της. Έτσι, μια μέρα ο Αλφειός, το τρομερό ποτάμι, είδε την Αρέθουσα, και για λίγες στιγμές του κόπηκε η ανάσα. Τα νερά σταμάτησαν να κυλούν στην κοίτη τους, μόνο στάθηκαν να καμαρώνουν τούτη τη νεράιδα. Η μικρή είδε τον Αλφειό αλαφιασμένο και, σαν όλες τις μικρές άμυαλες νεραϊδούλες, κολακεύτηκε. Για δες, με ένα της βλέμμα, μπορούσε να ακινητοποιήσει τούτο το τρομερό θεριό. Μα ήταν θαύμα. Για να δούμε, ως που μπορούμε, άραγε, να παίζουμε με αυτό το παιγνιδάκι; Κι η Αρέθουσα, σαν όλες τις Αρέθουσες, έβαλε τα δυνατά της να γητέψει το ποτάμι. Κι όταν νόμισε πως τα κατάφερε, σκέφτηκε πως πια τα ποτάμια δεν είχαν ενδιαφέρον, κι είπε να πάει κατά τη θάλασσα. Και τότε ήταν που ο Αλφειός άφρισε και θόλωσε. Φούσκωσε, βόγκηξε και πήρε το κατόπι την κοπελιά!

Εκείνη τρόμαξε. Ποτέ της δεν φαντάστηκε πως το ειρηνικό παιχνίδι της θα γίνονταν ξαφνικά στοιχειό να την αφανίσει. Μέρες και νύχτες έτρεχε κλαίγοντας στις κοιλάδες, και ξοπίσω της βούιζαν τα νερά. Ώρα την ώρα θα την έφτανε. Τότε η Άρτεμη λυπήθηκε την κόρη και, ανοίγοντας χάσμα βαθύ την έκρυψε, ταξιδεύοντας την, μέσα από τα έγκατα της γης ως την Ορτυγία. Κι εκεί η Αρέθουσα ανάβλυσε τα δροσερά νερά της, μέσα στην αλμυρή θάλασσα. Κι ο προδομένος εραστής έμεινε πίσω στην Ελλάδα, να θρηνεί την χαμένη του αγάπη…
Λέγεται πως ο μύθος είναι αλεξανδρινής καταγωγής, κι ότι έτσι οι μυθογράφοι προσπάθησαν να εξηγήσουν την ίδια ονομασία των πηγών της Πισάτιδας στην Ήλιδα και της Ορτυγίας στην Σικελία, καθώς και την ύπαρξη του ρεύματος γλυκού νερού, μέσα στην θάλασσα της Συρακούσας…..

Λίγα τετράγωνα παρακεί είναι η Piazza Archimeda. Στη μέση της πλατείας μια κομψή κρήνη, στολισμένη με αγάλματα, λούζει τις μαρμάρινες φιγούρες, και μέσα από τους λυγμούς της, ιστορεί την αγάπη του Αλφειού, και την φυγή της Αρέθουσας.!!!

Καθώς το φως της μέρας χαμηλώνει, φτάνουμε στον αρχαίο χώρο, όπου βρίσκονται το αρχαίο ελληνικό θέατρο, τα λατομεία και το Αυτί του Διονυσίου. Το θέατρο, ένα από τα μεγαλύτερα του αρχαίου κόσμου, διατηρείται αρκετά καλά. Και σήμερα δίνονται εκεί παραστάσεις.

Λαξεμένο πάνω στο βράχο, είναι τεράστιο. ΄Εχει την τέλεια καμπύλη του πετάλου, και σου επιβάλλεται με τον όγκο και το βάρος του. Ο απογευματινός ήλιος σέρνει το φως του πάνω στις φαρδιές κερκίδες, και δίνει στην σκληρή πέτρα τόνους χρυσαφιούς. Και τότε το τεράστιο πέταλο χάνει την αυστηρότητά του, και γεμίζει θαρρείς χαμόγελα - ξανθό κοχύλι, στον κόρφο του απογευματινού φωτός.
Για να φτάσεις μέχρι το θέατρο, πρέπει να περάσεις μέσα από τα περίφημα Λατομεία. Παλιά ήταν στοά, και μέσα σε αυτήν δούλευαν κατάδικοι, κόβοντας την πέτρα. Αργότερα από σεισμό, η στοά κατέρρευσε, και τα Λατομεία έμειναν στο ύπαιθρο.

Στη Συρακούσα, όταν κάποιον τον έριχναν μέσα εκεί, οι δικοί του τον είχαν ξεγραμμένο. Δεν ξαναγύριζε ανάμεσα στους ζωντανούς. Κι ήταν αυτός ο φριχτός τόπος, που διάλεξαν οι Συρακούσιοι για να κλείσουν τους Αθηναίους αιχμαλώτους, μετά την αποτυχία των Σικελικών Πολέμων. Μόνο τρεις μήνες κατάφεραν να ζήσουν εκεί οι δυστυχισμένοι. Πέθαναν από τις κακουχίες και την ταλαιπωρία, «τραγουδώντας χορικά του Ευριπίδη! Τέτοιας λογής ήταν οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι», γράφει σ’ ένα ταξιδιωτικό βιβλίο του ο Ι.Μ .Παναγιωτοπουλος. . Ένας από τους παλιούς αυτούς βράχους έχει ένα άνοιγμα περίεργο. Μοιάζει σαν ένα τεράστιο « «αυτί», που αφουγκράζεται τον ουρανό. Έχει ύψος 23μ, φάρδος 11μ και βάθος 65μ. Εκεί ζούσαν οι φυλακισμένοι. Πάνω στο βράχο ήταν χτισμένο το παλάτι τού Διονυσίου. Ο τύραννος έβαζε κάθε τόσο το αυτί του σε κάποιο σημαδεμένο σημείο, κι από κει πάνω άκουγε ως και την πιο χαμηλόφωνη κουβέντα των καταδίκων! Και συχνά μάθαινε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Κι αλήθεια η ακουστική τής «σπηλιάς» είναι καταπληκτική.

Το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, αν και νεώτερο από το ελληνικό, είναι σχεδόν κατεστραμμένο. Οι κερκίδες του φαγωμένες, τα τόξα των 2 εισόδων του έτοιμα να καταρρεύσουν. Μένει μονάχα ο χώρος, από όπου οι αιώνες προσπάθησαν να ξορκίσουν τις βάρβαρες μνήμες, και να ακουμπήσουν πάνω σε τούτο το λείψανο το φίλημα της ελληνικής σκέψης….. Διότι έρχεσαι εδώ και φεύγεις, νομίζοντας πως βλέπεις ελληνικά ερείπια. Δεν ξέρω, αλλά στην Συρακούσα όλα θυμίζουν έντονα, τυραννικά θα έλεγα, Ελλάδα. ΄Όπως και στον Ακράγαντα. Τίποτε δεν σου μιλάει για τη Ρώμη. Ίσως γιατί τούτη η πόλη ήταν τόσο ελληνική, όσο και η Αθήνα, κι ας ήταν οι ρίζες της στην Πελοπόννησο….. Έτσι, τα ρωμαϊκά απομεινάρια δεν μπορούν να την σπιλώσουν, αλλά χωνεύονται μέσα στην ελληνικότητά της. «Ο τόπος όλος εκεί πέρα ανασαίνει Ελλάδα» γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.

Ξαναγυρίζοντας στην πόλη, στεκόμαστε στον παράξενο καθεδρικό ναό της Συρακούσας. Είναι χτισμένος πάνω στα θεμέλια του τέμπλου της Αθηνάς. Οι δωρικές κολώνες τους βαρειές και σοβαρές, προσπαθούν μάταια να «δέσουν» με το μπαρόκ σύνολο της σημερινής εκκλησίας. Το αιώνιο γνώρισμα της σικελικής τέχνης! Τίποτε να μη χαλάσει, όλα να ζήσουν , μακάρι κι ανακατεμένα… Έτσι, μέσα σε μιαν ωραιότατη πλατεία, που την σχηματίζουν κτίρια μπαρόκ, η μητρόπολη κρατά , σφιχτά στους τοίχους της, την ελληνική μνήμη……

Και η δική μας καρδιά κλωτσά κάθε φορά που σκοντάφτουμε πάνω σε τέτοιες θύμησες. Κι αλήθεια σε τούτο το νησί κλώτσησε η καρδιά μας χιλιάδες φορές.

Το πρωινό της άλλης μέρας μας βρίσκει στο Μουσείο εκστασιασμένους, μπρος στην Αναδυομένη των Συρακουσών. Μια αναδυομένη που, η συγκρατημένη χάρη της, δίνει στην κίνησή της μια φωτεινή ομορφιά. Σου ‘ρχεται να απλώσεις και να χαϊδέψεις τους χαλαρούς μηρούς, την απαλή γραμμή της κοιλιάς, τους στρογγυλούς ώμους! Την ελαφρά γυρτή πλάτη, καθώς το μοναδικό της χέρι κρατά, ξένοιαστα, τον μανδύα πού ‘χει μαλακά γλιστρήσει, ξεσκεπάζοντας τους νεανικούς κόρφους. Κι είναι σαν να χαϊδεύεις τρυφερά, με τα μάτια, τη μνήμη τής Magna Graecia, την περηφάνια της και την μεγαλοσύνη της. Η Αφροδίτη είναι τοποθετημένη στη μέση μιας αίθουσας μικρής, αλλά από το αντικρινό παράθυρο, το πρωινό φως περιχέεται πάνω στο στιλπνό μάρμαρο, κάνοντας το διάφανο θαρρείς. Αν μια στιγμή ξεχάσεις τους γκρίζους τοίχους του Μουσείου, θα δείς να αναδύεται, μέσα από τα γλαυκά νερά τού Ιονίου, η Ομορφιά, και να στράφτει ξαφνικά ό τόπος!..Θα δείς τον ήλιο να γίνεται φωτεινότερος και τη θάλασσα γλαυκότερη. Η Συρακούσα ήταν πάντα περήφανη για τον Έρωτα και τη Ζωή, προ πάντων τότε, όταν ο τεχνίτης σμίλευε τούτο το αριστούργημα. Ήταν μέχρι την στιγμή, που το σπαθί του Ρωμαίου στρατιώτη σταμάτησε το χέρι του σοφού που έγραψε πάνω στη γη των Συρακουσών, τους απανωτούς «κύκλους της Μοίρας».

Οι κύκλοι έκλεισαν. Η Μοίρα τους είδε, κι απέστρεψε το πρόσωπο! Και η ιστορική κοσμοχαλασιά σάρωσε την Συρακούσα. Μονάχα η Αφροδίτη έμεινε, ήρεμη, απόμακρη, γαλήνια…. Το καμάρι της ελληνικής πολιτείας, που κάποτε λάτρεψε σαν θεότητα το Κάλλος

Κι άλλη μια φιγούρα στο Μουσείο μας σταματά. Η Γή που θηλάζει τους βλαστούς της κι από τους δύο μαστούς, καθισμένη ήμερα, δίχως κεφάλι , με τό τεράστιο βαρύ κορμί της, ένα κορμί που, από αιώνες, ξέρει να δίνει αφειδώλευτα τη Ζωή, σαν όλα τα μητρικά κορμιά.

Αφήνουμε πίσω μας τη Συρακούσα, με την ψυχή θλιμμένη. Ήταν τόσο όμορφη! Στη φωτεινή της ατμόσφαιρα νοιώσαμε τόσες συγκινήσεις! ΄Εχουμε την αίσθηση ότι πίσω μας αφήνουμε κάτι δικό μας. Κατάδικό μας! Αυτό, το φωνάζει η Ιστορία!. Το κραυγάζουν οι πέτρες! Και μάς το ψιθυρίζουν οι στοίχοι των Ελλήνων τραγικών που, οι μισοπεθαμένοι Αθηναίοι κατάδικοι, έψαλλαν στην αιχμαλωσία τους, στα τρομερά Λατομεία του Διονυσίου !!!!

« Τέτοιας λογής ήταν οι Αθηναίοι » !!!!

Τ Ο Τ Ε, λέμε…………..
 
Last edited by a moderator:
Μηνύματα
245
Likes
897
Σικελία

Εώ σάς ευχαριστώ,παιδιά, και ιδιαιτέρως την Ιωάννα Καραγιάννη που ανάλωσε χρόνο να ξαναγράψει από το κιτάπι μου, αυτό το, γιαμένα, μοναδικό ταξίδι.
 
Μηνύματα
245
Likes
897
Σικελική εκστρατεία Μέρος 1ο

ΣΙΚΕΛΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Μέρος 1ο

Έτος 416 π.Χ. χειμωνιάτικο απομεσήμερο στην Αγορά των Αθηνών. Πλήθος σκουντιέται, τσαλαπατιέται, χειρονομεί, πότε ξεφωνίζει και διαμαρτύρεται θυμωμένο, και πότε αφουγκράζεται με περίσκεψη. Στο βήμα ο Νικίας. Πασχίζει να ακουστεί, να βάλη τη δικιά του φωνή πάνω από το βουητό των συμπολιτών του.

«Φίλοι μου, κι αν ακόμα νικήσουμε τους Σικελιώτες, θα είναι αδύνατο να τους κρατήσουμε κάτω από την εξουσία μας, εξ αιτίας της μεγάλης απόστασης και του μεγάλου τους πλήθους. Κι είναι ανόητο, νομίζω, να εκστρατεύσει κανείς ενάντια σε έναν λαό που η ήττα του δε θα εξασφαλίσει και την υποταγή του. Τολμώ να πω ότι οι Σικελοί, θα είναι για μας, λιγότερο επικίνδυνοι εάν βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία των Συρακουσών, άποψη με την οποία οι Εγεσταίοι ζητούν να μας φοβίσουν. Αν θέλουμε να μας φοβούνται οι Σικελοί, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε έιναι να μη πάμε εκεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πως οι άνθρωποι θαυμάζουν εκείνο που βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση, καθώς κι εκείνα που δεν δίνουν ευκαιρία να υποβληθεί η φήμη του σε δοκιμασία…..
… εάν πάλι κανείς ευτυχής, γιατί τον διάλεξαν στρατηγό, συνιστά την εκστρατεία, (υπονοεί τον Αλκιβιάδη), επειδή αποβλέπει μονάχα στο δικό του συμφέρον, άλλωστε είναι και πολύ νέος, για να είναι αρχηγός, για να θαυμαστεί για τα άλογα που τρέφει, και να ωφεληθεί κάτι από την αρχηγία, για να επαρκέσει στην πολυτέλειά του, μήτε σε αυτόν να δώσετε την ευκαιρία να επιδειχτεί προσωπικά, βάζοντας σε κίνδυνο την πόλη» (Θουκ. Βιβλ. ΣΤ΄, εδάφ. 11-12).

Άδικα ο συνετός Νικίας προσπαθεί να συνεφέρει τους Αθηναίους. Τι στο δαίμονα θέλουν τη Σικελία, στην άλλη άκρη του Ιονίου; Ξέρει, σαν καλός στρατηγός, ότι σχεδόν ποτέ οι επιθετικοί πόλεμοι δεν βγαίνουν σε καλό, εκείνων που τους αρχίζουν. Αυτός που σηκώνει το όπλο για να αμυνθεί, είναι απελπισμένος. Κι η απελπισία τον κάνει τραχύ κι αποφασισμένο. Διοτι έχει πίσω του ένα σπίτι με έναν ανθόκηπο, όπου κάθε καλοκαίρι μοσχομυρίζει ένα γιασεμί. Έχει ένα μικρό λαχανόκηπο, από όπου μαζεύει τα πρωινά τις δροσερές ντομάτες, τα τραγανά φασολάκια. Έχει τη συνήθεια να σεργιανάει στην Αγορά και να κουβεντιάζει τα προβλήματα της πόλης του. Έχει την ελευθερία να πηγαίνει όπου θέλει κι όποτε θέλει, και να μη δίνει λογαριασμό μήτε και σε αυτή την γυναίκα του! Κι όλα αυτά, ξαφνικά, κινδυνεύουν να χαθούν. Κάποιος, συνήθως απρόσκλητος, μουσαφίρης βρίσκεται αρματωμένος μπρος στη θύρα του, και του ζητά να μπει με τη βία στο σπιτικό του, στον ανθόκηπο του, στο λαχανόκηπό του, είναι αποφασισμένος να του κλείσει το στόμα στην Αγορά, ή να του απαγορεύσει να πηγαίνει στην εκκλησία του Δήμου. Μήτε γιασεμί πια, μήτε φασολάκια τραγανά, μήτε κόχη να κουρνιάσει, μήτε γνώμη για το τι θα γίνει στην πόλη που ζει, ποιος θα την κουμαντάρει, κι αν θα του αρέσει το πώς θα την κουμαντάρει…. Μα, αυτό δεν είναι ζωή! Παίρνει, λοιπόν, το όπλο, βγαίνει στο κατώφλι του σπιτιού του και στον απρόσκλητο μουσαφίρη φυτεύει ένα βέλος, ένα ακόντιο, μια σφαίρα, μια βόμβα, ανάλογα με την εποχή. Όποιος προλάβει σκοτώνει πρώτος. Και συνήθως προλαβαίνει εκείνος που αμύνεται. Διότι γι αυτόν χάνονται όλα. Ενώ για αυτόν που επιτίθεται, μια νίκη ή μια ήττα, ε, δεν είναι, πια, και ζήτημα ζωής ή θανάτου. Είναι μονάχα ζήτημα γοήτρου. Αν τα καταφέρει, θα επεκτείνει τα σύνορά του, θα βάλει χέρι στα «καλά» του νικημένου, και θα θεωρείται ο δυνατός. Αν νικηθεί, θα μετρήσει τους σκοτωμένους του, τους λαβωμένους του, θα υπολογίσει τους ζωντανούς, θα πει, «πάλι καλά», και θα γυρίσει στην πατρίδα. Τσαλακωμένος, βέβαια, μα επί τέλους, μήτε το ψωμί, μήτε η ελευθερία θα του λείψουν.
Έτσι ο επιτιθέμενος έχει μετριοπάθεια. Δεν παθιάζεται. Δεν απελπίζεται, δεν τρελαίνεται, μια και τίποτε δεν το πονάει, δεν τον ζεματάει. Και ο πόλεμος για να κερδηθεί θέλει τρέλα, θέλει καημό, θέλει την αποκοτιά που φέρνει η απελπισία. Κι είναι η τρέλα αυτή, κι η αποκοτιά, όμορφες. Μεθούν. Κάνουν ακόμα και τους δειλούς ήρωες, τα ανθρωπάκια άντρες. « Να σώσουμε το γιασεμί στον κήπο του σπιτιού μας αδέλφια! Να μη μας ξεραθούν οι ντομάτες στο λαχανόκηπο! Το στάρι, φέτος, έγινε μισό μπόι, θα έχουμε καλή σοδειά. Κουράγιο! Θα διώξουμε τον εχθρό, για να είμαστε πίσω στο χωράφι εγκαίρως για το θερισμό. Δική μας η συμφορά αν νικηθούμε, και δική μας η ευτυχία αν νικήσουμε. Κουράγιο αδέλφια!!!. …»

Ο Νικίας κάπως έτσι σκέφτεται για τον πόλεμο που οι Εγεσταίοι τους προτείνουν. Και φοβάται. Προβλέπει τον αφανισμό. Μα κανείς δεν τον προσέχει. Έχει δύο δυναμικούς αντιπάλους. Τον Αλκιβιάδη, που ολοένα ξεσηκώνει τον κόσμο, και την φιλαρχία των Αθηναίων. Χρόνια τώρα έχουν στο μάτι τη Σικελία. Την θέλουν! Τους ερεθίζει η ύπαρξή της και η προκοπή της. Μα είναι κι έντιμοι αντίπαλοι. Δεν θέλουν να κινήσουν ενάντιά της, δίχως αφορμή. Ε, λοιπόν, αυτή την αφορμή, έρχονται να τους δώσουν, σήμερα, οι Εγεσταίοι.

Αυτά τα καλόπαιδα, που κατοικούσαν την Εγέστη, στα δυτικά της Σικελίας, είχαν κάτι ψιλοπροβλήματα με τους γείτονες τους, τους Σελινούντιους. «Εδαφικές διαφορές» (αμ τι άλλο?), και «θέματα επιγαμίας» (αυτό πάλι το φρούτο, τι σας λέει?), μάς λέει ο Θουκυδίδης. Οι Σελινούντιοι, σαΐνια καταπώς φαίνεται, δεν κάθισαν να χολοσκάσουν. Τραβούν μια και δύο στον κηδεμόνα τους, την παντοδύναμη Συρακούσα.

- Μας τις βρέχουν οι Εγεσταίοι! Είσαι να μας βοηθήσεις να τους « σφίξουμε» κομματάκι , να δούνε πόσα απίδια βάζει ο σάκος τους; Μας έπρηξαν το συκώτι, ξέρετε…
- Και γιατί το πατιρντί παρακαλούμε;
- Τα μπερδεύουμε στα χωράφια και τους γάμους.
- Και πως γίνεται αυτό;
- Γίνεται! Πες, πως μια Εγεσταία αγάπησε, παναθεμά τηνε, έναν Σελινούντιο. Ξέρεις τι θα γίνει;
- Όχι!
- Ε, κάτσε να ακούσεις και να ευφρανθείς.


Η σκηνή στην Εγέστη.

- Θα τον πάρω!!!
- Να κάτσεις στα αυγά σου!
- Μα τον αγαπώ…
- Μωρέ τι μας λες! Σελινούντιο βρήκες να αγαπήσεις;
- Κι ύστερα; Τι το στραβό έχουν οι Σελινούντιοι?
- Μπα; Και τα χωράφια που θα πάρεις προίκα; Θα πάνε στα χέρια αυτού του αχαΐρευτου….
- Και τι πειράζει;
- Τον κακό σου! Με το δικό σου το μυαλό, θα πρέπει, κάποια μέρα, γης δικιά μας, να βρεθεί στα χέρια των Σελινούντιων. Κι ύστερα αντίο ωραία πόλη των Εγεσταίων.

Αντίστοιχη σκηνή στόν Σελινούντα.

- Εγώ μια φορά θα τον πάρω.
- Για κότησε!...
- Μα τι σας έκανε το παιδί; Επειδή είναι από την Εγέστη; Ψηλός είναι, ωραία μάτια έχει, στήθος δασύ έχει, τι του λείπει;
- Γης μωρέ του λείπει, γης! Και θα πάρει την δική μας, κοκορόμυαλη!!!
- Ε, κι έπειτα;
- Γη των Σελινούντιων στα χέρια Εγεσταίου; Ω θεοί της Σικελίας, κι όλης τής Μεγάλης Ελλάδας, είναι έγκλημα!!! Να τον ξεχάσεις! Αμέσως. Πάρε τον Πυστίλο. Δεν έχει βέβαια ωραία μάτια, ίσως να είναι και κομμάτι αλλήθωρος, μα είναι 1.89! Θα μου πεις, πως δεν έχει τρίχες στο στήθος, μα τι τις θες τώρα τις τρίχες; Θα τις γνέσεις; Καλός είναι. Θα πάρεις τον Πυστίλο…

Σημ. Για την αυθεντικότητα των διαλόγων, δεν παίρνω όρκο!... Δυστυχώς, ο μπαρμπα- Θουκυδίδης είναι πολύ φειδωλός σε αυτού του είδους τις πληροφορίες. Μα, γιατί τάχα, να μη γίνονταν και τότε, αυτά που γίνονται και σήμερα; Οι εποχές αλλάζουν μα τα αισθήματα, αλλά και τα συμφέροντα των ανθρώπων, μένουν πάντα τα ίδια. Αιωνίως……..

Άκουσε, λοιπόν, η Συρακούσα, και πολύ τη γλέντησε την κατάσταση. Βέβαια, πόλεμος για το μαλλιαρό στήθος του Εγεσταίου, και τα αλλήθωρα μάτια τού Πυστίλου πήγαινε κομμάτι πολύ. Όμως, πάλι, ο τρωικός πόλεμος δεν έγινε για τα τσακίρικα μάτια της Ωραίας Ελενίτσας; Και βάσταξε και 10 χρόνια, να σας χαρώ! Και χάθηκε κόσμος και ντουνιάς από Αχιλλέα και Έκτορα μέχρι την έρμη εκείνη, την καλή μας Ιφιγένεια!..Τήν θυμάστε? Εν Αυλίδι ήτανε…..
- Λοιπόν;
- Λοιπόν θα σας βοηθήσουμε να δώσετε ένα μπερντάχι στους Εγεσταίους, να μάθουν να ξελογιάζουν τα κορίτσια σας…..
Και η Συρακούσα, με τον τρόπο της,έσφιξε τα λουριά των Εγεσταίων. Και, μάλιστα, πάρα πολύ. Τόσο που, οι ταλαίπωροι αποφάσισαν να στείλουν πρέσβεις στην Αθήνα, για να ζητήσουν βοήθεια.

Η σκηνή στην Αθήνα, στην υποδοχή των Εγεσταίων από τους Αθηναίους.
΄ - Καλώς τους, καλώς τους! Τι χαμπάρια παιδιά;
- Χάλια! Το και το! Μας άλλαξαν τα λυχνάρια οι γείτονες!
- Συμμαζέψτε τα θηλυκά σας…
- Αδύνατο, το σκάνε από τα παράθυρα!
- Κι από μας τι θέλετε, να έχουμε καλό ρώτημα; Αμπάρες;
- Όχι! Ναυτική βοήθεια.
- Σα μακριά μας πέφτετε..
- Ναι, αλλά σας προσφέρουμε αιτία για να αφαλοκόψετε, επί τέλους, την Συρακούσα! Που το ψήλωσε τελευταία. Κι όλο και τρώει πόλεις του νησιού, κι όλο δυναμώνει. Σε λίγο θα κυριαρχήσει σε όλη τη Σικελία. Κι αν αυτό γίνει, ταχιά περιμένετε επισκέψεις και φλάμπουρα στον Πειραιά…
- Δεν έχουμε φτιάξει τηγανίτες για την υποδοχή.
- Δεν πειράζει, θα φαν εσάς. Και δε θα δυσκολευτούν καθόλου, ξέρετε, τώρα!. Δωριείς δεν είναι οι άποικοι της Σικελίας; Δωριείς δεν έχει κι η Πελοπόννησος; Κοντά στο νου κι η γνώση. Θα τα συμφωνήσουνε μεταξύ τους, και θα δείτε ένα πρωί τον αττικό ουρανό σφοντύλι. Πάνε τα μεγαλεία σας, πάνε οι δόξες σας και το καλός όνομα. Η Σπάρτη θα σας κάτσει στον σβέρκο, κι άντε να της πείτε να σηκωθεί από κει.

Έπεσαν σε συλλογή οι Αθηναίοι. Σχεδόν αλαφιάστηκαν. «Λες; Και γιατί όχι; Όλα γίνονται». Η Συρακούσα, αλήθεια, είχε περίπου 500.000 ψυχές, και δύναμη, κι επιβολή τρομερή στις ελληνικές αποικίες της «Μεγάλης Ελλάδας». Συναγωνίζονταν την Αθήνα, όχι μονάχα σε δύναμη και κύρος, μα και σε πνευματική προβολή. Στο περίφημο θέατρό της ανέβαζαν τραγωδίες τους όλοι οι τραγικοί. Σε πολύ το είχε να αριβάρει στον Πειραιά;
Έπειτα, για να το δούμε κι αλλιώς. Οι Αθηναίοι τόσα χρόνια αυτό δε γύρευαν; Μια αιτία να τσαλακώσουν τη φήμη της νησιωτικής πολιτείας. Να την η αιτία. Α, κάλλιο ο πόλεμος στη Σικελία, παρά στην Αθήνα.
Όμως χρειάζονταν λεφτα, πολλά λεφτά για μια τέτοια εκστρατεία.

- Θα πέσουν τα όβολα; Οι πρεσβευτές κοιτάχτηκαν.
- Μμ βέβαια. Έχουμε πολύ παρά στην Εγέστη.
- Μα το Δία?
- Μα το Δία, είπαν οι Εγεσταίοι, μα πίσω από την πλάτη τους δίπλωναν τον παράμεσο πάνω από τον δείχτη. Αλλά οι Αθηναίοι δεν ήταν χάνοι. Πολλά κινδύνευαν σε τούτον τον πόλεμο και δεν είχαν καθόλου διάθεση να τα παίξουν κορώνα γράμματα.
- Καλοί οι όρκοι, δε λέμε, μα εμείς θα στείλουμε ανθρώπους να δουν με τα μάτια τους τι και τι έχετε.

Κιτρίνισαν οι Εγεσταίοι, μα δεν μπορούσαν, τώρα πια, να κάνουν πίσω.
- Να στείλετε, να στείλετε, και πολύ θα τους περιποιηθούμε.
Και πραγματικά τους περιποιήθηκαν. Θαμπώθηκαν οι άνθρωποι από τα πλούτη. Φάγαν μέσα σε ασημένια πιάτα, ήπιαν κρασί μέσα σε χρυσά ποτήρια, είδαν πολύτιμα σκεύη στους ναούς και πίστεψαν.
- Τον έχετε τον τρόπο σας ε;
- Αμέ, τι μας περάσατε;

Οι Αθηναίοι ήταν ντόμπροι άνθρωποι. Δεν ξέραν από λοβιτούρες και πολυεθνικές κομπίνες. Μη βλέπετε που σήμερα γίναν τζίνια στα τέτοια. Άλλο το τότε κι άλλο το τώρα. Διαφορά 3.000 χρόνια. Ε, τι να σου κάνουμε; Σκαρτέψαμε κομματάκι. Δεν μπορούσαν, λοιπόν, οι άτυχοι, να φανταστούν πως όταν έφτασε η πληροφορία, «Έρχονται οι Αθηναίοι, ξαμοληθείτε», οι Εγεσταίοι θα φτάναν μέχρι τις αποικίες της Καρχηδόνας για …..δανεικά!!!Αμέ?.

- Κυρά Ξανθίππη μου, μας δανείζεις, παρακαλούμε, την χρυσή σου κούπα για απόψε;
- Μετά χαράς κυρά Ανδρομέδα μου. Τίποτε γαμπρός για να τον ξεστραβώσετε, λέω;
- Αχ , μακάρι κυρά Ξανθίππη μου, μα πούντος ο αναθεματισμένος. Άλλη σφίξην έχουμε προς ώρας. Άλλους θέμε να ξεστραβώσουμε.

Κάπως έτσι οι πονηροί Εγεσταίοι, λέει ο Θουκυδίδης, κορόιδεψαν τους Αθηναίους πρέσβεις. Κι εκείνοι μεν γύρισαν με καλές ειδήσεις, τα δε σερβίτσια επεστραφησαν στους νοικοκυραίους τους. Όλα, τώρα πια, έμοιαζαν καλά για τους Αθηναιους. Η εκστρατεία είχε εξασφαλίσει πιά και πόρους. Όμως του Νικία κάτι του μύριζε στην υπόθεση, μα ποιος να τον ακούσει; Κι όχι μονάχα αυτό, μα του δώσαν και την αρχηγία με το ζόρι. Ύστερα ήταν κι εκείνος ο φιγουρατζής ο Αλκιβιάδης, με τα μεγάλα λόγια. Φιλόδοξος πολύ, και πολιτικός αντίπαλος του Νικία, αποζητούσε «να ασκήσει την αρχηγία της εκστρατείας με την ελπίδα να κατακτήσει ολόκληρο το νησί, και με τις πολεμικές του επιτυχίες να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα αποκομίζοντας πλούτη και δόξα» (Θουκ. Βιβ. ΣΤ εδάφ. 15). Έτσι, όταν ανέβηκε στο βήμα για να αντικρούσει τον Νικία, μίλησε με πολλή αλαζονεία για τον εαυτό του. Λάβετε πατρόν και κόψετε μετριοφροσύνη: «Και περισσότερον αρμόζει σε με η αρχηγία, παρά εις άλλους, κι άξιος αυτής νομίζω ότι είμαι. Γιατί εξ αιτίας της μεγαλόπρεπης συμμετοχής μου στους Ολυμπιακούς αγώνες, οι Έλληνες, οι οποίοι ως τότε νόμιζαν τους Αθηναίους εξευτελισμένους, λόγω πολέμου, συνειδητοποίησαν τη δύναμη των Αθηνών»!! (Τώρα, γιατί οι ολυμπιακές φιγούρες του Αλκιβιάδη θα μπορούσαν να τρομάξουν τους ‘ποδέλοιπους Έλληνες, αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω. Δεν πειράζει όμως, φτάνει που το καταλάβαινε ο ίδιος).

Τέτοια και άλλα παρόμοια ξεφούρνισε στο ακροατήριο. Κι αφού το φλόμωσε με τα μεγαλεία του, το τσίγκλησε άγρια στο ευαίσθητο του σημείο: «…διότι θα κινδυνεύαμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι υποτελείς, αν παύαμε να κυριαρχούμε πάνω στους άλλους….» (Θουκ. Βιβ. ΣΤ. Εδαφ. 18). Μπράβο του Αλκιβιάδη μας, μαέστρος στο είδος που σήμερα, όχι απλώς ανθεί, αλλά κοντεύει να μας πνίξει η άνθηση του!. Παστρικός ιμπεριαλισμός και η αιτία πάντα η ίδια. Τίποτε δεν εξελίχτηκε από τότε μέχρι σήμερα. Α, ναι, τώρα υπάρχουν και οι…κομπιούτερς…
 
Μηνύματα
245
Likes
897
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
Μέρος 2ο

Με τις προετοιμασίες και τους καυγάδες. έφτασε το καλοκαίρι. Κι ένα πρωί, «μεσούντος του θέρους», μάς λέει ο ιστορικός, πλήθος παρδαλό κατέβηκε στο Πειραιά να αποχαιρετήσει αυτούς που κινούσαν. Άλλοι σεργιάνιζαν χαζεύοντας, άλλοι χειρονομούσαν ενθουσιασμένοι, άλλοι έστεκαν σκεφτικοί. Κι οι Μανάδες, οι αδερφές, οι γυναίκες σαν τις Μανάδες τις αδερφάδες και τις γυναίκες όλων των εποχών, κρατούσαν τούς άντρες αγκαλιασμένους σφικτά, και θρηνούσαν.
- Γιατί πρέπει να φύγεις, γιέ μου, αδερφέ μου, καλέ μου; Γιατί;
- Μη στεναχωριέσαι Μάνα, αδερφή μου, και καλή μου. Θα γυρίσω, θα δεις! Κι όταν γυρίσω, η Αθήνα θα είναι μεγαλύτερη, δυνατότερη και πιο περήφανη. Θα είναι η πόλη των πόλεων. Θα είναι αρχηγός του ελληνισμού……..
- Και τι να τα κάνω εγώ όλα αυτά, αν εσύ αφήσεις τα κοκαλάκια σου σε κάποιο λάκκο, κάτω κει, στην άκρη του κόσμου; Και ποιος ο λόγος, να σε χαρώ, να είσαι έτσι δα ευχαριστημένος, που μας αφήνεις και μισεύεις; Δεν είχαμε το χωραφάκι μας; Δεν είχαμε τον αχυρώνα μας, δεν τρέφαμε τα ζωντανά μας; Δε χορταίναμε ψωμί; Δεν πίναμε το κρασί από τα αμπέλια μας; Τι τη θέλαμε, στα καλά καθούμενα, τη Σικελία; Τι μας έφταιξαν τόσο μακριά οι ξένοι άνθρωποι? Κι εκείνοι θα έχουν τα σπιτάκια τους, τα χωραφάκια τους, τα αμπελάκια τους, θα κάνουν τα τσιμπούσια τους, θα μεγαλώνουν τα παλικάρια και τις κοπελιές τους, ελπίζοντας να δουν εγγόνια….. Και ξαφνικά θα πάτε εσείς, τα δικά μας παλληκάρια, να τους ξεκληρίσετε ή να σας ξεκληρίσουν. Τι κακό θα παθαίναμε δηλαδή, αν δεν πηγαίναμε στη Σικελία, να αφανίσουμε τους άγνωστούς μας άνρθώπους; Να τι δεν καταλαβαίνω εγώ. Κι είμαι σίγουρη, πως καμιά Μάνα στον κόσμο δεν το καταλαβαίνει, μα μήτε και θα το καταλάβει ποτέ!.... Γιατί, κάποιοι αποφασίζουν ένα μακελειό, και στο μακελειό αυτό, πρέπει να τρέξει το δικό της παιδί, το δικό μου παιδί, και μάλιστα ενθουσιασμένο? Α, θεοί, θεοί! Άραγε δε βλέπετε την τρέλα μας; Γιατί την ευλογάτε; Αλλά γιατί να μην την ευλογάτε κι εσείς. Πριν από κάθε πόλεμο, σας ταϊζουμε καλά, με εκατόμβες, με σπονδές, με προσευχές με παρακλήσεις. Ε, τι κι αν είστε θεοί, κολακεύεστε, και να με συμπαθάτε!!!. Κι αντί να βάλετε νου στο κεφάλι των ανθρώπων, τους φυτεύετε την ιδέα του πολέμου. Τι να σας πω κι εσάς, τι να σας πω…

Άδικα πήγαιναν τα δάκρια των γυναικών. Οι άντρες ήταν τυφλοί από το πάθος του πολέμου και της περιπέτειας. Το αλάθητο ένστικτο του θηλυκού δεν λογαριάζόταν. Σάμπως λογαριάστηκε ποτέ; Αν λογαριαζόταν, ίσως τούτος ο κόσμος, σήμερα, να ταν καλύτερος. Γιατί οι Αλκιβιάδηδες δεν θα ‘χαν τη δυνατότητα να ανεβαίνουν στο βήμα……

Μες το λιμάνι, ο στόλος ήταν μια χαρά ματιών. 134 τριήρεις, 2 ροδίτικα πλοία με 50 κουπιά, - οι πεντηκόντοροι-, 5.000 οπλίτες, 480 τοξότες, 700 Ρόδιοι σφενδονιστές, 120 φίλοι Μεγαρείς, 30 καβαλλαρέοι. Τι θέαμα! Οι τριήρεις ήταν κομψές και χρυσοστόλιστες, γεμάτες πλουμίδια, παντιέρες χρωματιστές, με θαυμαστά ακρόπρωρα, σκαλισμένα με τέχνη στο ξύλο. Οι ναύτες πηγαινοέρχονταν στα καταστρώματα, οι αξιωματούχοι δίναν όρντινα, οι κωπηλάτες παίρναν σιγά σιγά τις θέσεις τους μπροστά στα χαλαρά κουπιά, με τα μυώνια έτοιμα να φουσκώσουν. Μια σάλπιγγα ξαφνικά έδωσε το σήμα της σιωπής. Σημάδι ότι έπρεπε να αρχίσουν οι δεήσεις, πάνω σε κάθε πλοίο χωριστά, για την ευόδωση των επιχειρήσεων. Αξιωματούχοι και στρατιώτες έχυναν, από χρυσά κι αργυρά ποτήρια, σπονδές από κρασί, που έπαιρναν από κρατήρα, ειδικά ετοιμασμένο για αυτό το λόγο. Την ίδια ώρα, το πλήθος στην προβλήτα, έστελνε τις ευχές του στους συγγενείς, στους φίλους, στους συμπολίτες….. Κι όταν κι αυτά τελείωσαν, στρατός και λαός έψαλαν μαζί τον παιάνα, κι η πρώτη τριήρης ξεκίνησε λικνιστή και σκερτσόζα, με τα κουπιά της να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά, πλαφ-πλουφ, στα νερά του Σαρωνικού, σα να έφευγε για πανηγύρι!. Πίσω της, μια δεύτερη, και μετά μια τρίτη, και σε λίγο το πέλαγο άνθισε, θαρρείς, από τα χρώματα των μπαϊρακιών και των καραβιών!..., Κι άστραψαν στον ήλιο τα χρυσά πλουμίδια, και τα ακρόπρωρα ψήλωσαν λες, μέσα στην ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού. Κι ολοένα ακούγονταν το ρυθμικό πλατάγισμα των κουπιών, πλαφ-πλουφ, πλαφ-πλουφ, τώρα δα κοντινό, κι ύστερα μακρινότερο, και ακόμα μακρινότερο. Κι ύστερα, μονάχα τα μάτια έβλεπαν ένα κάμπο ανθισμένο, πάνω στη θάλασσα, να απομακρύνεται βουβά, αργά τελετουργικά. Και, ξαφνικά δε αινόταν,πια, τίποτα. Όλα χάθηκαν, και πλοία και παντιέρες κι άνθρωποι. Τα κατάπιε ο ορίζοντας….

Έτσι ξεκίνησε η εκστρατεία στη Σικελία. Ο Θουκυδίδης λέει πως, «ουδέποτε τω όντι, μέχρι της εποχής εκείνης, δαπανηροτέρα και μεγαλοπρεπεστέρα ελληνική στρατιωτική δύναμις είχε εκπεμφθεί εις υπερπόντιον εκστρατείαν, υπό μιας και μόνης πόλεως.» (Βιβλ. ΣΤ΄εδαφ. 31).

Οι Αθηναίοι, ύστερα από μακρύ κι επικίνδυνο ταξίδι, φτάσαν στην Κάτω Ιταλία. «Καμιά πόλις όμως δεν τους ήνοιξε τας πύλας της, ουδέ την αγοράν της» (Θουκ. Βιβλ. ΣΤ’ εδαφ. 44). Τέλος, ο στόλος ολόκληρος συγκεντρώθηκε στο Ρήγιο, που βρίσκεται στην ιταλική ακτή, απέναντι ακριβώς από τη Σικελιώτικη Μεσσήνα. Κι εκεί στροτοπέδεψε, έξω από τα τείχη της πόλης.

Εν τω μεταξύ τα μαντάτα έφταναν στη Σικελία. Στην αρχή σαν απλές φήμες.
- Λένε πως η Αθήνα κινάει για να μας επιτεθεί.
- Σώωωωπα.!!!
- Ναι ναι κοροϊδεύετε όσο θέλετε τώρα, όμως όταν, ένα πρωί, θα δείτε τα καράβια των Αθηναίων μπροστά στο λιμάνι της Ορτυγίας, θα τρίβετε τα μάτια μας….
- Μα τι τους νομίσατε τους Αθηναίους, βρε παιδιά! Τρελλούς? Τι να έρθουν να κάνουν εδώ, στην άκρη του Ιονίου; Και στο κάτω - κάτω τι έχουν μαζί μας; Τι τους φταίξαμε; Δεν έχουν λόγο. Άστε, λοιπόν, την κινδυνολογία…..

Σοφοί οι Συρακούσιοι. Δεν βλέπαν καμιά αιτία, μια και δεν υπήρχε. Μονάχα να, οι πόλεμοι δεν γνωρίζουν τέτοιες σοφίες. Αντίθετα, είναι παιδιά της τρέλας, κι η τρέλα δεν κάθεται να λογαριάσει το πώς και το γιατί. Απλώς ξεκινάει.
Έτσι ξεκίνησε η εκστρατεία της Σικελίας, έτσι ξεκίνησαν οι Περσικοί πόλεμοι, έτσι ξεκίνησαν ο πρώτος και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μετά Χριστόν, έτσι ξεκινάνε πάντα οι πόλεμοι…

Στην αρχή οι νησιώτες είχαν θέμα να αστειεύονται και να αλληλοπειράζονται στην αγορά τους, στη συναναστροφή τους και να περνούν με τρόπο ιλαρό τις ώρες της κάθε σκόλης τους. Όταν όμως ο εχθρός ήρθε κι έστησε τις σημαίες του αντίκρα από τη Μεσσήνα, τότε τα αστεία τελείωσαν. Έγιναν τραγική πραγματικότητα. Η Συρακούσα βρέθηκε, από τη μια μέρα στην άλλη, «επί ποδός πολέμου». Όλοι ανασκουμπώθηκαν, κι άρχισαν να δουλεύουν σαν τρελοί. Επιθεώρησαν τα όπλα και τα φρούρια, βάλαν φρουρές στα οχυρά, στείλαν και φρουρές στις μικρές πόλεις για να τις προστατέψουν, και πρέσβεις στις μεγάλες για να βολιδοσκοπήσουν τις διαθέσεις τους. Γιατί στη Σικελία οι συμμαχίες ήταν πολύ ανακατωμένες. Ο κάθε τόπος θεωρούσε υποχρέωση του να τα έχει καλά με τον τόπο της προέλευσης του. Οι Λεοντίνοι ας πούμε, που προέρχονταν από την Χαλκίδα, ζήτησαν βοήθεια από τους Ρήγιους που ήταν κι αυτοί Χαλκιδιώτες. Ψάχναν οι Έλληνες των αποικιών να βρουν συμπεθεριό, κοινή καταγωγή, συγγένεια ανάμεσα στα διάφορα μιλέτια του νησιού, για να τους συντρέξουν, και να ζητήσουν συμμαχία. Χώρια όμως από αυτή τη λεπτομέρεια, όλες οι πόλεις λογάριαζαν και φοβόντουσαν τη Συρακούσα και την τεράστια δύναμη της. Προτιμούσαν δηλαδή να τα έχουν καλά μαζί της, μια και βρίσκονταν στον ίδιο τόπο, παρά με την Αθήνα που ήταν μίλια μακριά. Έτσι οι Συρακούσιοι δεν είχαν σοβαρά προβλήματα συμμαχίας. Έβρισκαν όλες σχεδόν τις πόρτες ανοιχτές, και τη διάθεση των ντόπιων καλή. Βέβαια υπήρχαν που και που και οι εξαιρέσεις, που συνήθως ξεκινούσαν από την καιροσκοπία, όπως το παράδειγμα της Καμάρινας, που περίμενε, η πονηρή, να δει πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα και ποιος νικά, για να αποφασίσει να πάει μαζί του!...
.
Το πολιτικά πράματα λοιπόν στη Σικελία, ήταν κάμποσο ασαφή. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει, με σιγουριά. πόσους φίλους μετράει και πόσους εχθρούς.
Κατά την παραμονή τους στο Ρήγιο, οι Αθηναίοι πήραν και την πρώτη ψυχρολουσία. Τα τρία πλοία που έστειλαν στην Εγέστη για να ζητήσουν τα χρήματα για τα έξοδα της εκστρατείας, έφεραν μαύρα μαντάτα. Οι Εγεσταίοι αναγκάστηκαν να ομολογήσουν την απάτη.

- Συμπαθάτε μας αλλά πέσατε εις λούμπαν
- Τι είναι αυτό?
- Φάβα!
- Φαγητό?
- Χάπι, και το χάψατε! Ποιος σας φταίει; Εδώ δεν υπάρχει έλεος. Πορευτείτε καταπώς δύναστε.

Έπεσε γκρίνια στο στρατόπεδο των Αθηναίων, σαν επιδημία. Όλοι μουρμούριζαν κατσουφιασμένοι. Η αναμονή και η απραξία τούς τσάκιζαν τα νεύρα. Καιρός να ξεκινήσουν δράση, γιατί αλλιώτικα θα είχαν κακά ξεμπλέγματα μεταξύ τους.

Έτσι, ένα πρωί, ο στόλος ο Ελληνικός έφτασε στη Θάψο, ξεγελώντας τους Συρακούσιους, που βρίσκονταν στην πεδιάδα για επιθεώρηση, κι αποβίβασε στρατό, που κατάφερε να φτάσει στην Επίπολη. Εκεί, ήρθαν σε βοήθειά τους, επί τέλους, 300 Εγεσταίοι καβαλαρέοι, και Νάξιοι και Σικελοί περίπου 100. Το ιππικό των Αθηναίων, εν τω μεταξύ, αύξαινε. Έφτασε τους 650. Στις πρώτες μικροσυγκρούσεις, οι Αθηναίοι μανουβράριζαν καλά τους Συρακούσιους. Παρ’ όλες όμως τις μικρές επιτυχίες. φαίνεται ότι η τύχη τούς έπαιζε άσχημο παιγνίδι. Γιατί σε κάποια συμπλοκή, σκοτώθηκε ο Λαμάχος, ο ένας από τους τρεις στρατηγούς της εκστρατείας, και στη Σικελία έμενε ουσιαστικά ένας μόνο αρχηγός, ο Νικίας, μια κι ο Αλκιβιάδης είχε από καιρό ανακληθεί στην Αθήνα, για να δικαστεί για την υπόθεση των Ερμών, και την προσβολή των Ελευσινίων Μυστηρίων….

Λυπάμαι που εδώ δεν μπορώ να μιλήσω για αυτές τις κατηγορίες κατά του Αλκιβιάδη γιατί, χώρια από το χώρο που θα έπαιρναν, είναι και κομμάτι … σόκιν… Πώς να γράψει κανείς για πράγματα, που θα έκαναν, ακόμα και το χαρτί, να κοκκινίσει?. Τα αφήνουμε λοιπόν, αλλά για όποιον θέλει, σώνει και καλά να μάθει, ας ανοίξει το Θουκυδίδη στο ΣΤ΄ βιβλίο, εδάφ.53-60 και θα φωτιστεί.

Όμως ο Νικίας είχε αρρωστήσει κιόλας, κι ένας άρρωστος στρατηγός είναι παθητικό για μιαν εκστρατεία. Αλλά οι ατυχίες των Αθηναίων δεν τελείωναν εδώ, γιατί μαζί με την αρρώστια του Νικία, το θάνατο του Λαμάχου και το φευγιό του Αλκιβιάδη, έφτασε στη Σικελία ο Γύλιππος ο Λακεδαιμόνιος. Είμαστε στο έτος 414.

Μπαίνουμε στο δεύτερο χρόνο της εκστρατείας, και τίποτε θετικό δεν έχει ακόμα γίνει. Με τις διαπραγματεύσεις, οι Αθηναίοι χάνουν χρόνο πολύτιμο, και δίνουν την ευκαιρία στους Συρακούσιους να ετοιμάσουν στρατό, να οχυρώσουν τις στρατηγικές τους θέσεις, να ζητήσουν και να πάρουν ενισχύσεις. Μέσα σε αυτό το πρόγραμμα των ενισχύσεων, είναι και οι άφιξη του Γύλιππου με 3.000 άντρες. Βρίσκει τους Συρακούσιους σε πλήρη σύγχυση και κακά οργανωμένους. Αποτέλεσμα; Η ήττα τους στην Επίπολη, όπου οι δύο αντίπαλοι έφτασαν στα χέρια.
Ο Γύλιππος είδε την κατάσταση κι έγινε θηρίο. Έβαλε τις φωνές θυμίζοντάς τους, ότι θα έδειχναν αφόρητη έλλειψη αποφασιστικότητας, αν δεν θεωρούσαν καθήκον τους, χρέος τιμής σαν Δωριείς και Πελοποννήσιοι, να νικήσουν και να αποδιώξουν από την χώρα τους, τους Ίωνες….( Αχ, αρχαίο συνήθειο, η φαγωμάρα μεταξύ των Ελλήνων! Κι αν κάποιος σύγχρονος αμφιβάλλει για το δικό μας, σημερινό DNA, άς ανατρέξει στην Ελληνική Ιστορία!..)

Οι Συρακούσιοι καταντράπηκαν, που ο σύμμαχος τους βρήκε σε τέτοια χάλια, και κατάλαβαν πως πρέπει να σφιχτούν, γιατί τούτος ο πόλεμος δεν ήταν αστείος. Έτσι, στην δεύτερη συνάντηση των δύο στρατών, το ιππικό των Συρακουσίων ανάγκασε τους Αθηναίους να υποχωρήσουν.

Πρώτη νίκη της Συρακούσας, κι ο πόλεμος αρχίζει να παίρνει μιαν άλλη, απρόσμενη μορφή. Στην ουσία δεν πολεμά πια η Αθήνα με την Συρακούσα, μα η Αθήνα με την Πελοπόννησο (δηλαδή με την Σπάρτη, την προαιώνια εχθρά της!), και τους συμμάχους της. Τώρα, γιατί έπρεπε αυτοί οι δύο άσπονδοι αντίπαλοι, να αναμετρηθούν, τόσο μακριά από τα χώματα τους, πράμα που τους στοίχιζε διπλά -σε χρόνο και χρήμα - είναι μια τρέλα τού πολέμου, κι αυτή δίχως λογική εξήγηση. Διότι οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας τους Αθηναίους να απειλούν να κατακτήσουν τη Σικελία, αλαφιάστηκαν. Τρέμαν στην σκέψη του πολλαπλασιασμού της δύναμης της Αθήνας. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και το θέμα της εθνικής συγγένειάς τους με τους νησιώτες, τότε η τρέλα έχει την τρελή… λογική της. Δε θα άφηναν αβοήθητους τους Συρακούσιους. Και με το αζημίωτο μάλιστα. Θα τις έβρεχαν των Αθηναίων και θα τους τσαλάκωναν τη φήμη. Με αυτή λοιπόν την προοπτική, άρχισαν να φτάνουν στη Σικελία ενισχύσεις από όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου, κι ακόμα από σύμμαχες πόλεις από όλη την Ελλάδα. Παράλληλα όμως με αυτές τις ενέργειες, η Πελοπόννησος άνοιξε και δεύτερο μέτωπο. Άρχισε να ενοχλεί την Αττική. Η Αθήνα αναγκάστηκε να στείλει στόλο στην Πελοπόννησο. Εχθροπραξίες οι μεν, εχθροπραξίες οι δε - σε ελληνικά εδάφη πια! Ο πόλεμος είχε τον ασυμμάζευτο. Οι Αθηναίοι έμοιαζε - με την παλαβή τους απόφαση για πόλεμο στη Σικελία - να έχουν γκρεμίσει το φράγμα κάποιου ποταμού, που τώρα ήταν αδύνατο να δαμάσουν. Η καταστροφή ερχόταν καταπάνω τους, την έβλεπαν, μα δε μπορούσαν να κάνουν πίσω.

Φυσικά έπρεπε να βοηθήσουν το στρατό της Σικελίας. Δεν μπορούσαν να αφήσουν το πρώτο κλιμάκιο δίχως ενισχύσεις, τη στιγμή που στη Συρακούσα έφταναν καθημερινά νέα τμήματα στρατού. Άρχισαν λοιπόν να στέλνουν κάθε τόσο άνδρες και πλοία και χρήματα στο μακρινό νησί. Κι από την άλλη μεριά, έπρεπε να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, μήπως τους ξαφνιάσουνε με μιαν έφοδο οι Πελοποννήσιοι, που είχαν επιδειχτικά στρατοπεδεύσει στη Δεκέλεια, 120 στάδια μακριά από την Αθήνα με επικεφαλής τον βασιλιά Άγι.

Μπήκαμε κιόλας στο έτος 413. Έτος μοιραίο. Τα πράματα στο νησί πάνε άσχημα για τους Αθηναίους. Οι ατυχίες τους στις επιχειρήσεις είναι απανωτές. Στο πολεμικό συμβούλιο γίνεται γνωστό, ότι οι στρατιώτες έχουν αποθαρρυνθεί. Τους εξαντλούν οι αρρώστιες, και μουρμουρίζουν για την παράταση της παραμονής τους στον ξένο τόπο. Νοστάλγησαν τα σπίτια και τους δικούς τους. Αλλιώς φαντάζονταν την εκστρατεία -ίσως σαν παιγνίδι! - και αλλιώς τη βρήκαν, δύσκολη και τραχιά, με αποτελέσματα αβέβαια. Χώρια από αυτά, είναι και το θέμα το οικονομικό. Τα έξοδα της εκστρατείας έφτασαν τα 2.000 τάλαντα, και χρήματα άλλα δεν υπήρχαν για την καταβολή των μισθών των στρατιωτών……

Το μεγάλο χτύπημα ήρθε με τη ναυμαχία στο λιμάνι της Συρακούσας. 2.000 πλοία χτυπήθηκαν μεταξύ τους, σε χώρο τόσο στενό, που συχνά δύο ή περισσότερα πλεούμενα τρυπούσαν το ένα το άλλο, «και βρίσκονταν συχνά πλοία μπλεγμένα με τα έμβολά τους, γύρω από ένα τρίτο, ενώ οι πρωρείς ήταν αναγκασμένοι να προφυλάγονται από το ένα μέρος, και να επιτίθενται από το άλλο, και μάλιστα όχι προς ένα σημείο αλλά προς πολλά και, συγχρόνως, προς όλες τις κατευθύνσεις. Με άλλα λόγια, σε αυτήν την ναυμαχία, έχανε η μάνα το παιδί κι ο σκύλος τον αφέντη. Εξ άλλου ο κρότος που έκαναν τα πλοία που συγκρούονταν, σκέπαζε όλα τα παραγγέλματα των κελευστών των δύο στόλων. Οι κραυγές και ο πάταγος σηκώνονταν στον ουρανό, και κανείς δεν ήξερε ποιος νικά και ποιος νικιέται. Μπορούσες, μέσα στον ίδιο στόλο - τον αθηναϊκό ή το σικελικό - να τα ακούσεις συγχρόνως όλα! Ολοφυρμούς, αλαλαγμούς «νικάμε», και την ίδια ώρα, «χανόμαστε»………….

Το τέλος αυτής τής, τόσο ανακατεμένης ναυμαχίας, βρήκε νικήτρια τη Συρακούσα, και τους Αθηναίους περιδεείς. Έννοια τους μοναδική η φυγή. Ούτε καν αξιοπρεπής αποχώρηση. Σχεδίαζαν να φύγουν νύχτα για να γλυτώσουν το κυνήγι του εχθρού. Το αναπάντεχο μέγεθος της συμφοράς τους, τους αλάφιασε. Κι όμως, έπρεπε να το περιμένουν. Διότι, ενώ εκείνοι, επί δύο χρόνια, χρονοτριβούσαν άσκοπα, διαπραγματευόμενοι, οι Συρακούσιοι βρήκαν τρόπο να οργανωθούν και να κάνουν πρόγραμμα άμυνας. Και φαίνεται ότι το πρόγραμμά τους δεν ήταν μονάχα αμυντικό, ήταν και επιθετικό. Γιατί, από δω και μπρος, η Συρακούσα θα κυνηγάει ανελέητα τους Αθηναίους, σε όλο το νησί.

Έτσι, το σχέδιο των Αθηναίων να το σκάσουν κρυφά από το λιμάνι, δεν πραγματοποιήθηκε. Διότι, ο Ερμακράτης «μυρίστηκε» τις βουλές των αντιπάλων, και τους έστησε παγίδα. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, έστειλε στο αθηναϊκό στρατόπεδο φίλους του, με την συνοδεία καβαλαραίων. Αυτοί πλησίασαν αθώα τον εχθρό και προσποιούμενοι τους φίλους, παράγγειλαν στο Νικία να μην αποσύρει τον στρατό του κατά τη διάρκεια της νύχτας, γιατί τάχα οι Συρακούσιοι φύλαγαν όλα τα περάσματα και θα τους πετσόκοβαν. Να προτιμήσουν να φύγουν μέρα!!!
.
Το κόλπο ήταν αφελές. Μύριζε απάτη, από σταδίους μακριά. Αν ήταν δύσκολο να φύγουν οι Αθηναίοι νύχτα, που ίσως να μπορούσαν μέσα στο σκοτάδι να γελάσουν τους Συρακούσιους, θα ήταν χίλιες φορές πιο δύσκολο να το σκάσουν μέρα μεσημέρι. Όμως καλά λένε ότι «μωραίνει Κύριος…»

Ο Νικίας λοιπόν ησυχασμένος, καθυστέρησε την αναχώρηση των 40.000 στρατιωτών του, δίνοντας τους έτσι καιρό να ετοιμαστούν με την ησυχία τους. Στόλος βέβαια δεν υπήρχε πια. Είχε αφανιστεί. Η υποχώρηση έπρεπε να γίνει από τη στεριά, σε αναζήτηση φιλικής πόλης πάνω στο νησί, που θα μπορούσε να τους προσφέρει άσυλο.

Η συνήθως ψυχρή πέννα του ιστορικού, όταν περιγράφει την αναχώρηση των Αθηναίων από το νησί, γίνεται χορδή που πάλλει από συναισθηματισμό. Ανάμεσα στις γραμμές διαβάζει κανείς εύκολα την οδύνη του Θουκυδίδη, για την πρωτάκουστη καταστροφή. Θα μεταφέρω εδώ, όσο πιστότερα γίνεται, το κείμενό του, σε μετάφραση τού Ελευθέριου Βενιζέλου:

« Η κατάσταση των Αθηναίων ήταν αληθινά τρομακτική. Όχι μονάχα γιατί έφευγαν, αφού είχαν χάσει ολόκληρο το στόλο τους, και αντί για τις μεγάλες ελπίδες, με τις οποίες είχαν έρθει, αντιμετώπιζαν τώρα κίνδυνο για την πατρίδα τους και τον εαυτό τους, αλλά ήταν αξιολύπητοι και για όσα έτυχε ο καθείς να ζήσει, όταν εγκατέλειπε το στρατόπεδο. Οδυνηρά για τα μάτια και την ψυχή. Διότι, επειδή οι νεκροί έμεναν άταφοι, όταν κανείς τύχαινε να δει το κουφάρι κάποιου δικού του, βυθίζονταν σε λύπη ανάμικτη με φόβο, ενώ οι άρρωστοι κι οι τραυματισμένοι, που εγκαταλείπονταν ζωντανοί, προξενούσαν πολύ μεγαλύτερη λύπη από τους σκοτωμένους. Γιατί αυτοί οι δυστυχισμένοι, με τους θρήνους και τα παρακάλια τους, έφερναν τους φυγάδες σε ψυχολογικό αδιέξοδο. Ζητούσαν κλαίγοντας, να τους πάρουν μαζί τους, να μη τους εγκαταλείψουν ανήμπορους σε ξένο τόπο. Φώναζαν με τα μικρά τους ονόματα τον κάθε φίλο και συγγενή που έβλεπαν. Μάζευαν τις τελευταίες τους δυνάμεις, και σέρνονταν ως τις γραμμές της πορείας, κι έδεναν τα χέρια τους γύρω από τα γόνατα των συντρόφων τους, και τους ακολουθούσαν, σερνάμενοι και κλαίγοντας, όσο που οι δυνάμεις τους τούς εγκατέλειπαν!..... Τότε πέφταν καταγής κι έσκουζαν από απελπισία. Έτσι, ολόκληρος ο στρατός, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, και μη ξέροντας πια τι να αποκάμει με αυτούς τους δυστυχισμένους, με δυσκολία αποφάσιζε να ξεκινήσει, παρόλο ότι εγκατέλειπε χώρα εχθρική κι άφηνε πίσω του όλα όσα είχε ως τα τότε υποφέρει. ΄Ετσι οι γεροί ακόμα, στρατιώτες, που έφευγαν προς το πουθενά, έσκυβαν, έλυναν από τα γόνατά τους τα χέρια των ετοιμοθάνατων και των τραυματισμένων και, δίχως να γυρίσουν πίσω το κεφάλι, εξακολουθούσαν το φευγιό τους…….», λέει ο ιστορικός.

Ένα φευγιό που, έτσι κι αλλοιώς η Μοίρα είχε ήδη διαγράψει, ζοφερό…

Μα τα δεινά που τους φύλαγε το μέλλον ήταν τέτοια, που ούτε και κατακλυσμός δακρύων θα μπορούσε ποτέ να ανακουφίσει. Και δεν ήταν μονάχα αυτά. Οι Αθηναίοι, αμάθητοι σε ήττες, ένοιωθαν ντροπιασμένοι. Νόμιζε κανείς πως δεν επρόκειτο αλήθεια για στρατό, μα για πληθυσμό πόλης πολιορκημένης, που παραδόθηκε ύστερα από μακριά πολιορκία. Και, μάλιστα, πόλης μεγάλης, γιατί το πλήθος που έφευγε δεν ήταν λιγότερο από 40.000.!!!!

Αλλά τα τρόφιμά τους ήταν λιγοστά, γιατί οι τροφές του στρατοπέδου είχαν εξαντληθεί. Κι όσο συλλογίζονταν από ποια λαμπρότητα και δόξα των πρώτων ημερών είχαν σήμερα φτάσει σε τούτο το κατάντημα , η δυστυχία τους γίνονταν δυσβάσταχτη. Διότι, ποτέ, πραγματικά, ελληνικό στράτευμα δεν είχε τέτοια παράξενη τύχη. Ενώ είχαν έρθει να υποδουλώσουν άλλους, κινδύνευαν τώρα να υποδουλωθούν αυτοί. Αντί για τις ευχές και τους παιάνες, που τους ξεπροβόδιζαν στον Πειραιά, επέστρεφαν τώρα ακούγοντας λόγια δυσοίωνα. Αντί να είναι ναύτες στα καράβια τους, πορεύονταν πεζή. Κι όμως όλα τούτα τους φαίνονταν για την ώρα υποφερτά, εξ αιτίας του κινδύνου που παραμόνευε τα βήματα της υποχώρησης τους.

Η υποχώρηση αποφασίστηκε να γίνει με το στρατό χωρισμένο σε δύο τμήματα. Το ένα με αρχηγό το Νικία, το άλλο με αρχηγό το Δημοσθένη. Κι αφού οι δύο αρχηγοί μίλησαν στους καταπονημένους στρατιώτες για να τούς δώσουν κουράγιο: «Εάν ξεφύγετε, τώρα, τους εχθρούς σας, άλλοι θα πετύχετε εκείνο που καθείς σας επιθυμεί, οι δε Αθηναίοι θα αναστηλώσετε την καταπεσμένη δύναμη της πόλης. Διότι, οι άντρες αποτελούν τις πόλεις κι όχι τα τείχη και τα πλοία, κενά ανδρών», ξεκίνησαν, χωρίς πραγματικά να ξέρουν καταπού πάνε. Φυσικά οι Συρακούσιοι τους περίμεναν στην «στροφή» που λεν. Άρχισαν ένα ανελέητο κυνηγητό. Τους ενοχλούσαν ασταμάτητα, αναγκάζοντάς τους να πολεμούν καθώς πορεύονταν, κατάκοποι και αποθαρρημένοι, μάταια ζητώντας το σωσμό. Πίσω τους, η συντελεσμένη καταστροφή. Μπροστά τους η συμφορά, που ερχόταν με βήματα ανοιχτά, οργισμένα. Η τραγωδία έσερνε, μοιραία, μαζί της την Κάθαρση. Κι η Κάθαρση ζητούσε κι άλλο αίμα. Το τελευταίο…..Το πιο ακριβό! Το πιο πολύτιμο! Αυτό που, τόσο άδικα κι αδικαιολόγητα, θα χυνόταν στην ξένη γή…

Ο Νικίας είχε πειστεί πως μονάχα η σβελτάδα της πορείας μπορούσε, ίσως, να τους σώσει, και βίαζε τα στρατεύματά του. Αντίθετα ο Δημοστένης χρονοτριβούσε. Ώσπου μια μέρα, παγιδευμένος μέσα σε έναν ελαιώνα, κυνηγήθηκε από τους Συρακούσιους και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ο Θουκυδίδης λέει, ότι όσοι παραδόθηκαν ήταν 6.000. Ο όρος της παράδοσης ήταν να μη θανατωθεί κανείς, ούτε να πουληθεί σαν δούλος. Κι οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν αμέσως στην πόλη.

Εν τω μεταξύ ο Νικίας είχε προχωρήσει. Παρ’ όλα αυτά όμως, τα τσακάλια οι Συρακούσιοι τον έφτασαν, και του μήνυσαν την παράδοση του Δημοσθένη. Ζήτησαν να κάνει κι αυτός το ίδιο. Ο Νικίας όμως ήταν πεισματάρης κι είχε την αίσθηση της στρατιωτικής τιμής. Μολονότι δεν ήθελε την εκστρατεία, και την πολέμησε με πάθος στην προετοιμασία της, εν τούτοις, όταν υποχρεώθηκε να βγει στον πόλεμο, στάθηκε λεβέντης. Έμεινε τελευταίος. Και παρ’ ότι σε απελπιστική κατάσταση, δε σκόπευε να παραδοθεί. Προσπαθούσε να κερδίσει καιρό και να βρει κάποιο τέχνασμα να ξεγελάσει τους Συρακούσιους, ελπίζοντας σε κάποιο θαύμα!!!
.
Μάταιος κόπος. Οι νησιώτες ήταν αποφασισμένοι να τους λιανίσουν κι είχαν τα μάτια ανοιχτά. Κι όταν οι Αθηναίοι φτάσαν στον ποταμό Ασσίναρο, η τραγωδία κορυφώθηκε.

Οι Αθηναίοι, στην ταραχή τους, νόμισαν πως, αν κατάφερναν να βάλουν, ανάμεσα σε αυτούς και τον εχθρό, το ποτάμι, θα είχαν μια ελπίδα σωτηρίας. Όμως, όταν φτάσαν στις όχθες, έπαψε πια να ισχύει κάθε έννοια τάξης και πειθαρχίας ανάμεσά τους. Ήταν κι η καταραμένη δίψα τόσων ημερών που τους τρέλαινε. Έτσι άρχισαν να ρίχνονται στο νερό ο ένας πάνω από τον άλλον, να τσαλαπατιούνται και να πνίγονται. Γιατί, μια και οι Συρακούσιοι δεν είχαν πάψει στιγμή να τους κυνηγούν, ήταν, οι δύστυχοι, υποχρεωμένοι να βρίσκονται συγκεντρωμένοι, και να περνούν το ποτάμι πολεμώντας. Έτσι άλλοι πνίγονταν, άλλοι σκοτώνονταν πέφτοντας πάνω στα δόρατα εκείνων που είχαν πέσει πριν από αυτούς, άλλοι μπλέκονταν στην εξάρτυση τους και, καθώς δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν, τους παρέσυρε το ρέμα και πνίγονταν………… Μακελειό.

Οι Συρακούσιοι, μανιασμένοι από οργή για τον άδικο πόλεμο, δεν ένοιωθαν έλεος. Είχαν πιάσει τα υψώματα τής μιας όχθης, κι από κει λιάνιζαν. Από μακριά. Οι σύμμαχοί τους οι Πελοποννήσιοι όμως, αποδείχτηκαν χειρότεροι. Κατέβηκαν μέχρι το ποτάμι κι έσφαξαν αυτούς που πάλευαν να γλυτώσουν τον πνιγμό.
Κάποια στιγμή το νερό μαύρισε, καθώς η ίλύς του ποταμού, ανακατεμένη από τόσα πόδια, ανέβηκε στην επιφάνεια και σε λίγο κοκκίνισε. Λάσπη κι αίμα βούρκωσαν και μόλυναν τα νερά. Όμως οι στρατιώτες, που ολοένα φτάναν στο ποτάμι διψασμένοι, ρίχνονταν με μανία πάνω στην όχθη, από όπου έπιναν αχόρταγα το αίμα των συντρόφων τους, μαζί με τις λάσπες του βυθού! Τους περισσότερους τους έβρισκε ο θάνατος καθώς ξεδίψαγαν ευδαιμονικά, με τούτο το ακατονόμαστο υγρό……

Οι νεκροί είχαν κάνει σωρούς μέσα στο ποτάμι. Ο στρατός των Αθηναίων είχε αποδεκατιστεί. Ελάχιστοι είχαν ξεφύγει από το σφαγείο του Ασσίναρου, αλλά κι αυτούς τους περίμενε στα μετόπισθεν το ιππικό, που τούς πετσόκοβε ανελέητα. ΄Ετρεχαν οι Αθηναίοι μακρυά από το ποτάμι, -μη ξέροντας φυσικά τι τους περίμενε παραπίσω. Και στο αγωνιώδες τρεχαλητό τους, ένοιωθαν πάλι, κάποια μπράτσα να τυλίγονται γύρω από τα γόνατά τους, και κάποιες ξεψυχισμένεςφωνές να παρακαλούν. «Μη φεύγεις χωρίς εμένα! Πάρε με μαζί σου!! Αν μείνω εδώ, θα με σφάξουν! Βοήθησέ με, να σηκωθώ, σε ικετεύω…» ΄Ηταν οι τραυματισμένοι συμπατριώτες, φίλοι και γείτονες και γνωστοί, που ζητούσαν βοήθεια, από αυτούς που έτρεχαν να σωθούν…….Σάμπως δεν ήξεραν ότι και ίδιοι, αργά ή γρήγορα, θα αντάμωναν με το Θάνατο? Το νησιωτικό ιππικό τούς περίμενε με τα δόρατα προτεταμένα. Πουθενά διέξοδος. Πουθενά σωτηρία. Η Μοίρα έκλεινε σιγά-σιγά τον κύκλος της, παγιδεύοντας μέσα του, χιλιάδες γενναίους……….

Ο Νικίας απελπίστηκε. Δεν του έμενε πραγματικά άλλη λύση από την παράδοση, αν δεν ήθελε να αφανιστεί το στράτευμα του μέχρις ενός. Κι έθεσε ένα και μοναδικό όρο γι αυτό. Όρο λεβέντικο, περήφανο, άξιο της καταγωγής του και του τίτλου του, σαν αρχηγού της εκστρατείας. Αυτόν το ίδιο, τον Νικία, θα μπορούσαν να τον κάνουν ό,τι ήθελαν. Όμως έπρεπε να δώσουν εντολή να πάψει το φονικό των στρατιωτών του.

Έτσι παραδόθηκαν κι οι τελευταίοι Αθηναίοι με τους συμμάχους τους, όσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν και να πλανιούνται κατατρεγμένοι σε όλο το νησί.
Οι Συρακούσιοι μάζεψαν όλους τους Αθηναίους –του Νικία και του Δημοστένη- και τους έκλεισαν στα λατομεία της Συρακούσας. Τους έριξαν σε λάκκο στενό, δίχως στέγη. Εκεί μέσα οι άμοιροι δεν είχαν τόπο μήτε να κουνηθούν, κι ήταν υποχρεωμένοι «να κάνουν το κάθε τι εις το αυτό μέρος». Την ημέρα τούς έκαιγε ο ήλιος, και τους έπνιγε η ζέστη. Και τα χειμωνιάτικα ψυχρά βράδια, πάγωναν. Έτσι, αρρώσταιναν και πέθαιναν κατά εκατοντάδες. Τα πτώματα δεν τα μετακινούσε κανείς. Σάπιζαν εκεί, ανάμεσα στους ζωντανούς, στοιβαγμένα σε σωρούς, κι η βρώμα τους, μπούκωνε τους φυλακισμένους. Χώρια όμως από αυτά, οι Αθηναίοι πεινούσαν και διψούσαν. Για οκτώ μήνες έτρωγαν «δύο κοτύλας σίτου και μιαν κοτύλην ύδατος»

Επί 70 μέρες έζησαν μέσα στο λάκκο του θανάτου, όλοι οι αιχμάλωτοι μαζί. Μετά οι Συρακούσιοι άρχισαν να πουλούν δούλους τους συμμάχους των Αθηναίων, και τους κατοίκους του νησιού, που συμμάχησαν με τον εχθρό……..

Ο Θουκυδίδης κλείνει το ΣΤ’ βιβλίο της ιστορίας του, που αναφέρεται στην Σικελική εκστρατεία, με αυτά τα σχόλια:

« Τον ολικόν αριθμό των αιχμαλώτων του κράτους δεν μπορώ να μεταδώσω με απόλυτη ακρίβεια, δεν ήταν όμως κατώτερος των 7.000. Από όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις από τις οποίες διατηρήθηκε η παράδοση, η εκστρατεία αυτή υπήρξε η σημαντικότερη, ενδοξότατη για τους νικητές, καταστρεπτικότατη για τους νικημένους. Γιατί αυτοί, νικημένοι κατά κράτος, και σε όλα τα σημεία, υπέστησαν όχι μέτριες καταστροφές, αλλά αληθινή πανωλεθρία. Και στρατός, και στόλος και τα πάντα χάθηκαν. Και λίγοι από τους πολλούς ξαναείδαν τις εστίες τους.


Αυτή υπήρξε η ιστορία του Σικελικού πολέμου…»

_______________
 
Μηνύματα
1.666
Likes
1.327
Επόμενο Ταξίδι
Κρακοβία-Βαρσοβία
Ταξίδι-Όνειρο
...Ιθάκη...
Τι εκστρατεία και αυτή :shock: πανωλεθρία. Είναι από τα κείμενα που όταν τα διαβάζω πρέπει να θυμίζω συνεχώς στον εαυτό μου ότι τα γεγονότα που διαβάζω συνέβησαν πραγματικά. Μετά από τόσους αιώνες παραμένει συγκλονιστική ιστορία.
 
Μηνύματα
245
Likes
897
ΠΑΛΕΡΜΟ

Η πόλη των έρημων παλατιών

Θεωρώ σκόπιμο να αρχίσω το ταξίδι στη Σικελία κρατώντας αυστηρά το δρομολόγιο που ακολουθήσαμε στην πραγματικότητα, για να γευτούμε μαζί τις εκπλήξεις με την σωστή τους σειρά. Τα ξαφνιάσματα δεν έλειψαν και θα είναι όμορφο, για μένα να τα ξαναθυμηθώ ένα προς ένα, μολονότι, μερικά από αυτά, ήταν οδυνηρά.
Ας είναι, όταν τα βλέπει κανείς από κάποιαν απόσταση γίνονται απλώς ενδιαφέροντα και μερικές φορές. αστεία, γιατί, πράγμα περίεργο, η τρομάρα κι ο φόβος αμβλύνονται με τον καιρό. Κι υπήρξε και τρομάρα και φόβος πολύς, πιστέψτε με. Όμως όλα άξιζαν τον κόπο. Και τούτο για να γνωρίσει κανείς το παράξενο αυτό νησί.
Στο Παλέρμο φτάσαμε γύρω στις 8 το βράδυ. Η κίνηση στον κεντρικό δρόμο όπου και το ξενοδοχείο μας ήταν πυκνή. Εκπλαγήκαμε! Κυκλοφορούν, λοιπόν, την νύχτα οι Σικελοί? Στους κεντρικούς δρόμους, ναι. Και κυκλοφορούν με όλα τα μέσα. Με τα πόδια τους, με τα FIATτους, με λαμπρέττες, με μηχανάκια, με ποδήλατα, ξελαρυγγιάζονται, γελούν πληθωρικά, καυγαδίζουν μαρσάρουν τις μηχανές τους, χτυπούν τα κλάξον (αχ αυτά τα κλάξον, η ενδέκατη πληγή του Φαραώ), δίχως λόγο και αιτία. Βρισκόμαστε καταμεσής σε ένα κυκεώνα, σε μια χάβρα, σε μια κόλαση ορυμαγδού. Ξεφορτώνουμε όπως - όπως τις βαλίτσες μας, έχοντας τα μάτια 14 μη κάνουν, κάτω από την μύτη μας, φτερά, και τρυπώνουμε στο ξενοδοχείο.
Έκπληξη πρώτη: δεν είναι ξενοδοχείο. Είναι ένα εκπληκτικό PALAZZO. Καθώς ανεβαίνουμε την μεγαλοπρεπή σκάλα, θαυμάζουμε το ροζ μάρμαρο με τις χρωματιστές φλέβες, τα πανύψηλα σκαλιστά ταβάνια, τις θαυμάσιες τοιχογραφίες, τα αγάλματα στις γωνίες. Και, ξαφνικά, χανόμαστε!... Που είμαστε; Κανείς δεν ξέρει. Μπλέξαμε σε ένα δαίδαλο διαδρόμων, με τεράστιους παλιούς πολύτιμους καθρέφτες, σε μικρά κομψά σαλόνια, όπου η πρασινάδα εξουδετερώνει την θλιβερότητα των σανιδένιων καναπέδων, σε ατελείωτες σειρές δωματίων που, όμως, κανένα τους δεν έχει το νούμερο μας. Είμαστε ξεθεωμένες, κουρασμένες, κάθιδρες, αναζητάμε τα κρεβάτια μας αλλά, φευ! Κι όμως, εδώ πρέπει να είναι αυτό που ζητάμε. Η receptionείπε "secondopiano". Κι εμείς μετρήσαμε επιμελώς δύο πατώματα ανεβαίνοντας. Όμως τα νούμερα είναι άλλ' αντ' άλλων. Συμφορά. Και τώρα; Ακουμπάμε κάτω τις βαριές βαλίτσες μας, κι απελπισμένες καθόμαστε πάνω τους. Κι εκεί, στη δυστυχία μας, να σου μπρος μας γελαστός ένας μαυριδερός γκρουμ. «Έλα χριστιανέ μας να μας δείξεις το δρόμο. Στο ξενοδοχείο του Παλέρμου ήρθαμε ή στα ανάκτορα του Μίνωα στην Κρήτη; Έχεις μίτο;» Γελάει πλατειά, θορυβώδικα: "secondopianosignora", λέει.
Βιαζόμαστε να συμφωνήσουμε. Εκείνος όμως διαφωνεί. «Μα είστε στο πρώτο», ξαναλέει. «Πώς πρώτο άνθρωπέ μου? Μετρήσαμε δύο πατώματα». «Λάθος! Το μετζο-πάτωμα δεν είναι όροφος». Δεν μας είχαν ειδοποιήσει, ότι το mezzoπάτωμα ήταν ψηλό, όσο κι ένας κανονικός όροφος σύγχρονου σπιτιού!! Αυτά έχουν τα palazzι. Έτσι, τώρα, πρέπει να ξαναθυμηθούμε να μετράμε!!!. Τέλος, το δωμάτιο βρίσκεται, κι είναι κούκλα. Καθαρό, ευρύχωρο, χαρούμενο και φυσικά θορυβώδες. Βάζουμε μπαμπάκια στα αυτιά, χώνουμε το κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι και, ω τού θαύματος, κοιμόμαστε..Καιρός ήταν.
Το πρωί ξυπνάμε με ένα περίεργο αίσθημα. Πνιγόμαστε; Όχι, δεν πνιγόμαστε, βράζουμε, βράζουμε από την ζέστη. Για το όνομα του Θεού. Τρελάθηκαν οι Παλερμινοί; Τι τους ήρθε κι άναψαν το καλοριφέρ; Δεν μας ειδοποίησαν ότι, μέσα στο σέρβις του ξενοδοχείου, είναι και η. σάουνα. Τρέχουμε αλλοσούσουμες, κι ανοίγουμε τα παράθυρα. Τι έμπνευση! Στο δωμάτιο ορμά αέρας ζεματιστός, σαν όπως όταν ανοίγεις τον φούρνο της ηλεκτρικής κουζίνας, να ελέγξεις το ψητό σου, κι η ζέστα σου καψαλιάζει το πρόσωπο!. Αμάν, τι κλίμα είναι τούτο; Να φορέσουμε τα ρούχα μας ή να βάλουμε μαγιό; Πώς θα κυκλοφορήσουμε σε τέτοιο καμίνι; Τέτοια περίεργη ζέστη δεν την καταλαβαίνουμε. «Φύσηξε τη νύχτα ο χαμσίν» μας λένε στην ρεσεψιόν, «και προσευχηθείτε να είναι μόνο για 24 ώρες και όχι για 24 μέρες». Μάλιστα, τούτο μονάχα μας έλειπε...
Κινάμε, σερνάμενοι όλοι για την ξενάγηση, μόλις καταφέρνοντας να ανασάνουμε.
Η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη φως, μα δίχως ήλιο. Σαν, μέσα στον αέρα, να χορεύουν δισεκατομμύρια μόρια σκόνης και να δημιουργούν μια λεπτή ομίχλη.
Είναι φρούτο από την γειτονική Αφρική. Θα το γευτούμε, μια και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.
Ο ξεναγός μας θυμίζει ότι το Παλέρμο, ή αρχαία Πάνορμος, υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη των Καρχηδονίων στην Β. Σικελία. Η τύχη της, δεμένη με την τύχη του νησιού, την έριξε διαδοχικά, στα σπαθιά των Ρωμαίων, στην αυστηρότητα των Βυζαντινών, στην μυστικοπάθεια των Αράβων, στην ρωμαλεότητα των Νορμανδών, στον καθολικό φανατισμό των Αραγωνέζων, και στην αγκαλιά των Βουρβώνων...
Πρώτος μας σταθμός ο καθεδρικός ναός του Παλέρμο. Είναι η Σάντα Ροζαλία, η προστάτις της πόλης. Απ' έξω μοιάζει αραβικό τέμενος. Μέσα είναι φτωχά διακοσμημένη καθολική εκκλησία, με τους τάφους των βασιλιάδων της πόλης.
Η Καπέλα Παλατίνα, το παρεκκλήσι του παλατιού, πολύ βυζαντινό, κάμποσο αράπικο, λίγο κλασσικό, και αρκετά καθολικό, είναι ο επόμενος σταθμός μας.
Κτίστηκε στα 1140 από τον Νορμανδό βασιλιά Roger τον Β' σε αραβονορμανιδκό ρυθμό, με αστραφτερά βυζαντινά μωσαϊκά.
Η Μαρτοράνα είναι εκθαμβωτική. Εκκλησία κτισμένη στα 1143, ανήκει στη Νορμανδική περίοδο, αλλά δέχτηκε διάφορες αλλαγές κατά τον 16Ο και 17ο αιώνα. Τα χρυσά μωσαϊκά της, στους τοίχους και την οροφή, είναι εκπληκτικά.
Η εντύπωσή μου, όταν μπήκα στο μισοσκόταδο και τη δροσιά της, ήταν σαν αυτήν του παιδιού, που τού ανοίγουν ξαφνικά, ακαρτέρευτα, μια πόρτα, και το σπρώχνουν σε ένα ζωντανό κόσμο παραμυθιού. Στραφτολογούσαν οι χρυσοί τοίχοι, έλαμπαν τα χρώματα των μωσαϊκών, κι όπου τρύπωναν ηλιαχτίδες, το κομμάτι εκείνο γινόταν σαν ήλιος, που έφεγγε μέσα στο μισοσκόταδο. Μου είναι αδύνατο να θυμηθώ και να ξεχωρίσω στο μυαλό μου παραστάσεις και εικόνες. Θα θυμάμαι όμως πάντα την αστραφτερή εντύπωση, που δημιούργησε στα απροετοίμαστα μάτια μου, η Μαρτοράνα.
Η εκκλησία του St. GiovanniDegliEremitiήταν αραβικό τέμενος και, στα 1132 ο Ruggeroο Β΄ έχτισε πάνω του τη σημερινή εκκλησία που, πάλι πάνω της, στέκουν ακόμα και σήμερα, οι 4 αραβικοί τρούλοι, βαμμένοι κατακόκκινοι. Κατά τα άλλα το μοναστήρι των Ερημιτών είναι χριστιανικό. Στο κήπο του ανθίζουν κάμποσες ποικιλίες ξωτικών φυτών. Το περιστύλιο του μοναστηριού είναι μικρό και μισογκρεμισμένο. Καμιά σχέση με το πολύτιμο, θα έλεγα, περιστύλιο του Μονρεάλε. Όμως εδώ τους μισογκρεμισμένους στύλους ζώνουν σφιχτά με την πρασινάδα τους, φυτά αναρριχώμενα, ολάνθιστα, και, πάνω στις πληγές του παλιού πηγαδιού, φυτρώνουν χρωματιστά λουλούδια. Μπαίνεις μέσα και, πριν προλάβεις να πεις πως βρίσκεσαι σε περιστύλιο, θαρρείς πως είσαι σε περβόλι. Και καθώς ο ήλιος καίει, ο τόπος αστράφτει από χρώμα και ξεχειλίζει από την αψιά μυρωδιά του χόρτου.
Η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος είναι γνωστή στην ιστορία σαν «η εκκλησία του εσπερινού», chiesadelbespro, μια και στον αυλόγυρο της στα 1281 ξέσπασε η περίφημη ανταρσία των Παλερμιτών, ενάντια στους γάλλους κι έτσι άρχισαν οι γνωστοί «Σικελικοί Εσπερινοί».
Η εκκλησία της SantaMariaDellaCatena, καταλανο-γοτθικού και αναγεννησιακού ρυθμού.
Το PalazzodeiNormanniή το Βασιλικό παλάτι. Χτισμένο τον 9Ο αιώνα από τους Άραβες, μεγάλωσε τον 12ο αιώνα από τους Νορμανδούς, που το έκαναν και κυβερνητική κατοικία, με θαυμαστές τοιχογραφίες, φτιαγμένες από τον G. Velasquez, στην αίθουσα του Κοινοβουλίου.
Η περίφημη πλατεία QuatroCanti, με αγάλματα και κρήνες και δαντελλένιες διακοσμήσεις, είναι ένα μικρό αριστούργημα, μέσα στο κέντρο της πόλης, δύο βήματα από το ξενοδοχείο μας. Την QuatroCantiείχαμε πάντα για σημάδι, όταν επιστρέφαμε από τις πολύωρες και εξοντωτικές περιηγήσεις μας. Τέτοια πλατεία δεν είναι από τα πράγματα που ξεχνιούνται εύκολα.
Το ανάκτορο με το όνομα Aiutαmichristoβρίσκεται στην ViaGaribaldi που οδηγεί στην PiazzaDellaRevoluzione, όπου στα 1848 ο λαός επαναστάτησε κατά των Βουρβώνων.
Το FordUmberto Ι, ο παραλιακός δρόμος, ιδιαίτερα φημισμένος τον περασμένο αιώνα, με θέα στο MontePellegrino και στο MonteCatalzano. Κοντά του η πλατεία της Kalsaστην αραβική συνοικία ElKhalisa που σημαίνει «η καθαρή».
Ευφημισμός σίγουρα, μια και η Khalisaείναι βρώμικη, άθλια, αλλά πολύ γραφική. Στην πλατεία της όμως έχει την εκκλησία της Αγίας Τερέζας, με την θαυμάσια μπαρόκ όψη (17ος αι). Θυμηθείτε, σας παρακαλώ, την Khalisaή Calsa.
Θα την αναφέρω ξανά σε κάποια βραδινή μας περιπέτεια...
Η πηγή της Pretoria, μπρος στο Δημαρχείο είναι κάτι αναπάντεχο. Μια μικρούτσικη πλατεία, με το ίδιο όνομα, είναι όλη καμωμένη ένα. σιντριβάνι, με θαυμάσια αγάλματα σε φυσικό μέγεθος, λαξεμένα σε πάλλευκο μάρμαρο. Είναι έργο των γλυπτών F. Camiliani και M. Maccerino (16ο αιώνας) και αρχικά προωρίζονταν για την βίλλα κάποιου πλούσιου Φλωρεντινού αριστοκράτη.. Για λόγους, που δεν μπόρεσα να μάθω, η βίλλα στερήθηκε τούτο το αριστούργημα, που σήμερα στολίζει την πλατεία του Δημαρχείου, και που όλοι την ξέρουν όχι σαν PiazzaPretoria, αλλά σαν PiazzaVergonia, η «πλατεία της ντροπής», διότι όλα τα αγάλματα είναι γυμνά.
Σίγουρα δεν πρέπει να ξεχάσω το πάρκο Favorita, φτιαγμένο από τον βασιλιά Φερδινάνδο τον Γ΄ των Βουρβώνων, γύρω στα 1800. Σήμερα είναι δημόσιος κήπος.
Μέσα βρίσκεται η παγόδα, που ήταν άλλοτε κατοικία του βασιλιά, και το Εθνογραφικό Μουσείο Pitre, με φολκλορικούς θησαυρούς του νησιού. Δεν ξεχνώ επίσης και την κουκλίστικη πλατεία των QuatroPalazzi, των τεσσάρων όμοιων παλατιών στην αγορά του Παλέρμο, την όπερα Massimo, την PortaNuova, την .
Αλήθεια δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ από την πρωτεύουσα της Σικελίας. Είναι ολόκληρη σαν μια πολύτιμη γκραβούρα, που την κοιτάς και σε γοητεύει. Σού θυμίζει παλιούς καιρούς, μεγαλεία, αρχοντιά, φινέτσα, την γνωστή ιταλική Nobilita.
Όμως στο Παλέρμο νοιώθω παράξενα. Θέλω να κλάψω. Να κάτσω στο βρώμικο πεζοδρόμιο, μπρος στην σαραβαλιασμένη πόρτα ενός ερειπωμένου Palazzo, και να κλάψω, να κλάψω ατελείωτα, για την αδιαφορία, για την εγκατάλειψη αυτού του αρχιτεκτονικού θησαυρού, για το γκρέμισμα ενός κόσμου, που δεν του έλειψε η ευαισθησία και η καλλιτεχνική διάθεση. Όλα ρημάζουν, όλα ερημώνονται, όλα σιγά σιγά χάνονται, σβήνουν. Το Παλέρμο είναι η πόλη των «στοιχειωμένων παλατιών». Άλλα κατεστραμμένα από τους φοβερούς βομβαρδισμούς του τελευταίου πολέμου, άλλα ερειπωμένα από έλλειψη χρημάτων για την συντήρηση τους, μοιάζουν, τη νύχτα, γεμάτα φαντάσματα. Καθώς περνώ βραδάκι μπροστά από τις σαρακοφαγωμένες πόρτες τους, στέκω λίγο και κλείνω τα μάτια. Πώς να ήταν, ας πούμε, τούτο το τεράστιο σπίτι, σε κάποια νύχτα γιορτής; Φανάρια, καρότσες, υπηρέτες, κρινολίνα, δαντελλένια πουκάμισα, θροΐσματα ακριβών μεταξωτών στις μνημειώδεις κλίμακες, μενουέτα, άφθονο LacrimaCristi, κρυφοί έρωτες και πονηρά χαμόγελα.....
Στην σκοτεινή και βρώμικη πέτρινη αυλή, στις ρημαγμένες σκάλες και στις αίθουσες, που τώρα τις κάνουν τρομακτικές οι νυχτερίδες, ψυχορραγούν τα απομεινάρια του παραμυθιού. «Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μεγάλο παλάτι ζούσε ο κόμης Guidoμε την πανέμορφη θυγατέρα του Μαρία.». Τι αστείο, τι τραγικό αστείο. Ούτε τα νήπια σήμερα δεν θα πίστευαν στον άρχοντα Guidoκαι το παλάτι του. Κι όμως το παλάτι υπάρχει, κι ο κόμης, πιασμένος χέρι χέρι με την BellaContessina, θα τριγυρνούν κάθε βράδυ στις άδειες κάμαρες, στις βρώμικες αυλές, στα χαλάσματα των υποστατικών, θα χαϊδεύουν τους γδαρμένους τοίχους, θα θυμούνται το «κάποτε» και θα χαμογελούν, θα κοιτιούνται με την κατανόηση των φαντασμάτων, και θα σκέφτονται. « Για φαντάσου, δεν υπάρχουν χρήματα! Μα είναι για γέλια!!. ». Φυσικά! Ο κόμης είχε πάντα τόσα πολλά χρήματα που, η έλλειψη τους, να του φαίνεται σαν ένα κακόγουστο αστείο, σήμερα.
Που, ωστόσο, θα το ανέχεται, έως ότου πέσει και η τελευταία πέτρα του παλατιού του. Τότε, θα πάρει την κόρη του, και θα τραβήξει για το Μόντε Πελεγκρίνο. Και από κει, θα αγναντεύουν μαζί την πόλη, που δεν μπόρεσε να κρατήσει το παρελθόν της, για ένα πολύ «αστείο» λόγο: γιατί ήταν φτωχή! Πολύ φτωχή. Κρίμα!!!!
Ο ξεναγός μάς εξηγεί, πως η συντήρηση των τεράστιων κτιρίων με τα 30-40 δωμάτια, στοιχίζει μια περιουσία και οι κληρονόμοι, συνήθως ξεπεσμένοι, ούτε που διανοούνται να τα αναστηλώσουν. Και το Κράτος; Ο ξεναγός κοιτά πάνω από τα κεφάλια μας και δεν απαντά. Η μαφία προφανώς δεν νοιάζεται για καλές τέχνες, για τουρισμό, για ιστορία.
Χίλιες φορές κρίμα. Όταν ένας τόπος χάνει τα μνημεία του, είναι σαν να χάνει τις ρίζες του. Η καταστροφή δεν θα αργήσει...
 

Samion

Member
Μηνύματα
10.490
Likes
9.494
Επόμενο Ταξίδι
Παλέρμο
,
1. με λαμπρέττες,
2. δεν είναι ξενοδοχείο. Είναι ένα εκπληκτικό PALAZZO.
3. Πρώτος μας σταθμός ο καθεδρικός ναός του Παλέρμο. Είναι η Σάντα Ροζαλία, η προστάτις της πόλης.
4. Η καταστροφή δεν θα αργήσει…..
1. τι θυμίζεις..δεν είναι πλέον ιταλικά από το 1972...
2. μήπως θυμάσαι το όνομα? θα μπορούσε να ήταν αυτό?
Grand Hotel et Des Palmes Palermo – Centre of Palermo Four-Star Accommodation
3. για την ακρίβεια ο ναός της Σάντα Ροζαλία είναι στο Μόντε Πελεγκρίνο.
Cattedrale di Palermo - Wikipedia
Monte Pellegrino - Wikipedia
4. θα αργήσει..
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.655
Μηνύματα
906.547
Μέλη
39.405
Νεότερο μέλος
Ioanna Kara

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom