ΕΡΣΗ
Member
Jaipur
Το πρωί, αφού το βράδυ σκάσαμε και πετάξαμε παπλώματα και κουβέρτες σηκωθήκαμε και προσήλθαμε στο πρωινό. Η πρωινή καταχνιά ήταν έντονη παντού, και η ψύχρα περόνιαζε, αλλά αφού αποφάγαμε είδαμε με χαρά ότι θα είχαμε λιακάδα. Χαζέψαμε τους κήπους του ξενοδοχείου μας, την όμορφη υπαίθρια πισίνα μας, στην οποία ούτε κατ΄ ιδέα δε θα μπορούσαμε να μπούμε και συναντήσαμε τον ξεναγό μας τον Χανουμαν. Εξαιρετικά συμπαθής και φιλότιμος.
Φύγαμε μες την καλή χαρά να πάμε να δούμε το Amber Fort. Περάσαμε όμως μέσα από την πόλη, χαζέψαμε το ροζ χρώμα των κτιρίων της. Η Jaipur δεν ξεκίνησε την καριέρα της ως ροζ πόλη, αλλά έγινε έτσι προς τιμήν του συζύγου της Βασίλισσας Βικτορίας του Αλβέρτου ο οποίος κάποτε την επισκέφθηκε. Το ροζ είναι το χρώμα του καλωσορίσματος στους Ινδούς. Μας άρεσε αυτή η πόλη με τα ωραία κτίρια τους φαρδεις δρόμους. Τα μαγαζιά δεν είχαν ανοίξει ακόμη και η τρελή κίνηση της Ινδίας ήταν κάπως περιορισμένη. Σταματήσαμε στο Hava Mahal για να βγάλουμε την κλασσική φωτογραφία. Να το αναφέρω ξανά, και η Vario-Athens το γράφει άλλωστε και στην ιστορία της, ότι αυτό το παλάτι –το Παλάτι των Ανέμων –όπως συνηθίζεται να μεταφράζεται, στην ουσία είναι μια πρόσοψη όπου από πίσω υπάρχει ένας διάδρομος. Εκεί καθόντουσαν οι κυρίες του παλατιού οι οποίες δεν έπρεπε να δείξουν το πρόσωπο του δημοσίως και χάζευαν την κίνηση του δρόμου και τις παρελάσεις όποτε γινόντουσαν. Ήταν ένα είδος θεωρείου. Επίσης από κατασκευής έγερνε και λίγο μπροστά έτσι ώστε οι κυρίες να μπορούν να παίρνουν μάτι τα τεκταινόμενα χωρίς κανείς να μπορεί να πάρει μάτι αυτές. Εκεί ήβρα και τρεις οργανοπαίκτες εξαιρετικά φωτογενείς με τις σχετικές κόμπρες να λικνίζουν τα φιδίσια κορμιά τους και τους φωτογράφησα, οπότε και τελείωσα και με αυτό το φωτογραφικό πλάνο.
Η πόλη μας άφησε πολύ ευχάριστες εντυπώσεις, τώρα ίσως και το contrast με την Agra να τη βοήθησε, αλλά και πάλι νομίζω ότι αξίζει. Το ότι κτίσθηκε βάσει πολεοδομικού σχεδίου είναι ολοφάνερο. Ο μαχαραγιάς χρησιμοποίησε τις αρχές της βεδικής αρχιτεκτονικής –δηλαδή αρχές οι οποίες βρίσκονται στις Βέδες, ιερές γραφές του Ινδουισμού οι οποίες γράφηκαν περίπου το 1500 π.Χ. με 1000 π.Χ.- για τον σχεδιασμό της πόλης του. Το σχέδιο της πόλης περιελάμβανε παράλληλους και κάθετους δρόμους οι οποίοι σχημάτιζαν τετράγωνα. Τα τετράγωνα στα οποία θα χτιζόντουσαν τα δημόσια κτίρια και οι ναοί ήταν κεντρικά και μεγαλύτερα από τα τετράγωνα στα οποία θα κτιζόντουσαν τα ιδιωτικά κτίρια τα οποία βρισκόντουσαν στην περιφέρεια, ανάλογα με την κάστα στην οποία θα ανήκαν οι ένοικοι τους. Ο λόγος τους ήταν σταθερός και είχε να κάνει με κάποιους αριθμούς τους οποίους δε θυμάμαι και οι οποίοι θεωρούνταν μαγικοί. Θυμήθηκα το Ιπποδάμειο Σύστημα. Κάτι ανάλογο εφάρμοζε και ο Ιππόδαμος τον 5ο αι. π.Χ. Η Μίλητος και η Πριήνη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας πολεοδομίας. Το μυαλό μου άρχισε να τρέχει και σε άλλες αναλογίες: ο Ιππόδαμος φαίνεται ότι είχε σχέσεις και ήταν επηρεασμένος από τη πυθαγόρεια φιλοσοφία. Το Πυθαγόρειο θεώρημα, η απόδειξη του οποίου έγινε από τον Πυθαγόρα, διατυπώθηκε ως εμπειρική παρατήρηση γύρω στα 800π.Χ από κάποιον Ινδό σε ένα βιβλίο του σχετικά την κατασκευή ναών. Ο Πυθαγόρας ήταν εκείνος ο οποίος εισήγαγε στην αρχαιοελληνική θεολογική σκέψη την ιδέα της μετεμψύχωσης. Η ιδέα αυτή ξένισε πολύ άλλους φιλόσοφους, όπως για παράδειγμα τον Ζήνωνα, ο οποίος την έσπαγε στους πυθαγόρειους κάνοντας μακροσκελείς συζητήσεις με ένα αδέσποτο σκύλο στην αγορά, αποκαλώντας τον με το όνομα ενός νεκρού φίλου του και ισχυριζόμενος ότι αναγνώρισε στα σουσούμια του τον εκλιπόντα. Δεν γνωρίζουμε τι απαντούσε στον Ζήνωνα ο σκύλος. Όμως στον Πυθαγόρα η ιδέα της μετεμψύχωσης παίρνει μια τελείως διαφορετική τροπή. Οι μυημένοι ξεχωρίζουν από τους αμύητους: οι πρώτοι υπερέχουν όλων των υπολοίπων, ανεξαρτήτως φύλου η κοινωνικής καταγωγής και μεταξύ τους υπάρχει ισότητα. Είναι αυτοί που μέσα από μια διαδικασία επίπονη προσπαθούν (και ίσως καταφέρνουν) να θυμηθούν τις προγενέστερες ζωές τους. Για τον ίδιο τον Πυθαγόρα λένε ότι είχε θυμηθεί καταλεπτώς όλες τις προηγούμενες ζωές του. Κατά την απω ανατολίτικη θεολογία ήταν ένας φωτισμένος. Η ιδέα της μετεμψύχωσης όμως στους ινδουιστές έχει ακολουθήσει τελείως διαφορετικά μονοπάτια. Η κοινωνία τους χωρίζεται σε κάστες οι οποίες είναι αυστηρά διαχωρισμένες με παντελή έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας. Η υπαγωγή του καθενός στην κάστα στην οποία γεννήθηκε εξαρτάται από την προηγούμενη ζωή του: αν ήταν καλός και πονετικός ανταμείφθηκε με τη γέννηση του στην κάστα των ιερέων (βραχμάνων), είτε στην κάστα των πολεμιστών και οριακά σε εκείνη των εμπόρων. Από εκεί και έπειτα αυτοί οι καημένοι που ανήκουν στην τάξη των ανέγγιχτων προφανώς έκαναν κάτι πολύ κακό στην προηγούμενη ζωή τους και τώρα πληρώνουν τις αμαρτίες τους. Ο ΤΑΤΑ (αυτού που του ανήκει η μισή Ινδία δηλαδή) ήταν πολύ πρώτο παιδί στην προηγούμενη ζωή του και τώρα ανταμείβεται με πλούτη και κοινωνική αναγνώριση (και την εξαγορά της Jaguar για να πάρει το αίμα του πίσω από τους πρώην αποικιοκράτες τους). Όλοι αυτοί οι κατατρεγμένοι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, στην επόμενη ζωή τους θα είναι εγγόνια του. Άψογα! Άντε μετά να υπάρξουν κοινωνικές διεκδικήσεις: Μια συλλογική και παραλληλα απολυτως προσωπικη ενοχή πλανάται πάνω από όλους τους κολασμένους της ινδικής γης για τα αμαρτήματα των προηγούμενων ζωών και παράλληλα μια υπόσχεση για ανταμοιβή σε επόμενη ζωή αν αδιαμαρτύρητα υποστούν την τιμωρία τους σε τούτη εδώ. Πιο σατανικό σύστημα χειραγώγησης, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Εδώ που τα λέμε η ινδουιστική θρησκεία είναι η αρχαιότερη θρησκεία που εξακολουθεί να υπάρχει, άρα είχε λοιπόν όλον τον χρόνο να σκεφθεί σατανικές λύσεις για τον έλεγχο του λαού.
Δρόμο πήραμε δρόμο αφήσαμε, παίξαμε και το προσφιλές μας παιχνίδι που θα βρούμε ΑΤΜ που να δέχεται την κάρτα μας, να αντιλαμβάνεται το τι του γίνεται, να έχει λεφτά κλπ κλπ. Το ίδιο παιχνίδι έπαιζαν διάφοροι τουρίστες μαζί με εμάς και έτσι είχαμε χαριτωμένες συναντήσεις: «α, γεια σας και πάλι; Δίνει χρήματα τούτο εδώ;» «τι να σας πω δεν ξέρω: δοκιμάστε και εσείς ίσως να είστε πιο τυχεροί από εμένα: εγώ χρήματα δεν πήρα, η σύζυγος μου όμως τα κατάφερε». Τι να πει κανείς! Incredible India! Κάποια στιγμή βρήκαμε ένα που μας συμπάθησε και είχε λεφτά, δεν είχε αδειάσει. Νομίζω ότι οποίο αδειάζει μένει αδειανό για αρκετό καιρό. Δεν σπεύδουν να το ανεφοδιάσουν οι ιθύνοντες. Με αυτά όμως και με εκείνα και όσο απομακρυνόμαστε από τη Jaipur η ομίχλη αρχίζει και ξαναπέφτει. Κοντοζυγώνουμε στο Amber Fort και κοντεύω να κλάψω από τη λύσσα μου όσο ακούω τον ξεναγό να λέει διαφορά του τύπου: «από εδώ θα είχαμε μια πολύ ωραία θέα της λίμνης και του κάστρου αν δεν είχε ομίχλη. Ας ελπίσουμε ότι στο γυρισμό θα έχει καθαρίσει». Φθάνουμε στο σημείο εκείνο στο οποίο επιβιβαζόμαστε πάνω στους ελέφαντες για να ανέβουμε τον ανηφορικό δρόμο. Ο Lonely Planet συνιστά να μην χρησιμοποιούμε ελέφαντες για την άνοδο μας, γιατί οι ελέφαντες δεν είναι ενδημικό είδος του Ρατζαστάν και ταλαιπωρούνται πολύ κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών επειδή αυτοί χρειάζονται πολύ υγρασία και η ατμόσφαιρα στο Ρατζασταν είναι πολύ ξερή με αποτέλεσμα να παθαίνουν το δέρμα τους διάφορες ασθένειες καθώς δεν υγραίνεται με μπάνια σε λιμνούλες και ποτάμια. Ίσως έχουν δίκιο, αλλά εκείνη την ημέρα μέσα στο ψοφοκρυο, δεν υπήρχε τέτοιο θέμα: τα ζωντανά για να ζεσταθούν από το ψοφοκρυο είχαν γκαζώσει και ανέβαιναν τρέχοντας. Εμείς μάλιστα είχαμε ανέβει στο πιο γκαζιάρικο ζωντανό απ’ όλα τα υπόλοιπα, το οποίο έτρεχε και προσπερνούσε ότι έβρισκε στο διάβα του. Συγχρόνως από την άλλη μεριά του δρόμου κατέβαιναν αδειανοί οι άλλοι ελέφαντες, επομένως εμείς μονίμως ήμασταν στην προσπέραση και στο να τρίβεται το σώμα του ελέφαντα μας στα σώματα των άλλων ζωντανών. Ίσως και ο καημένος ο ελέφαντας ο οποίος προφανώς κρύωνε έβρισκε αυτόν τον τρόπο να ζεσταθεί. Ανεβαίναμε λοιπόν προς έναν λόφο παρόλο που οι πυκνές ομίχλες κάλυπταν αυτό που είχαμε έρθει να δούμε. Αλλά όσο πλησιάζαμε, τόσο διακρινόταν καλύτερα το κάστρο και από κάτω μας άστραφτε μέσα από τις ομίχλες μια μικρή λίμνη μέσα στην οποία αχνοφαινόντουσαν οι γεωμετρικοί κήποι ενός τεχνητού νησιού. Φτάσαμε στην κεντρική πύλη εισόδου του κάστρου και μπήκαμε μέσα καβάλα στον ελέφαντα. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που κάλυπτε κατά κάποιον τρόπο την άλλη άκρη της αυλής. Αλλά εκείνο που ήταν το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι στον λόφο που δέσποζε στην περιοχή, πάνω από το κάστρο το οποίο είχαμε έρθει να δούμε, υπήρχε ένα έτερο μεγαλόπρεπο κάστρο. Κατά πως μας εξήγησε ο ξεναγός μας μέρος αυτού του κάστρου που ήρθαμε να δούμε ανήκει στο ινδικό κράτος και είναι επισκέψιμο και το δε υπόλοιπο ανήκει στον μαχαραγιά και δεν είναι επισκέψιμο. Επίσης αυτό που χαζεύαμε από μακριά, εκεί πάνω ψηλά, ανήκει εξ ολόκληρου στον μαχαραγιά. Ξεκίνησε η ξενάγηση. Ήμασταν πολύ τυχεροί γιατί ο Χανουμαν ήταν εξαιρετικός ξεναγός, ήξερε τα πάντα και χαιρόταν να τον ρωτάς και να ενδιαφέρεται. Όταν λέγαμε πόσο πολύ μας άρεσε το παλάτι, ευχαριστούσε λες και είχαμε παινέψει το σπιτικό του. Ήταν απόλαυση να μας ξεναγεί. Είδα πολλά παλάτια στο ταξίδι αυτό και όλα τους ήταν πολύ όμορφα, αλλά νομίζω ότι αυτό ήταν το ομορφότερο. Ίσως ήταν η απόκρημνη τοποθεσία, ίσως ήταν το πρώτο που είδα και μετά το μάτι άρχιζε να συνηθίζει, αλλά δεν νομίζω. Νομίζω ότι ήταν το ομορφότερο παλάτι- κάστρο Μαχαραγιά που επισκεφθήκαμε. Πρέπει επίσης να αναφέρω ότι μας εντυπωσίασε η χειμερινή πτέρυγα με τους καθρέφτες. Το παλάτι το επισκέπτεται κανείς αποψιλωμένο από τα έπιπλα του και τις διακοσμήσεις του. Υποθέτω ότι θα ήταν το απίστευτα όμορφο όταν θα ήταν σε όλη του τη λαμπρότητα.
Μου αρέσουν πολύ αυτά τα ανατολικής αρχιτεκτονικής παλάτια. Παρόλο που το συγκεκριμένο ήταν πολύ μεγάλο και ο όγκος του καθώς διαπιστώσαμε κατόπιν δέσποζε στην περιοχή, στο εσωτερικό του οι διαστάσεις του ήταν προσαρμοσμένες στα ανθρώπινα μέτρα και παράλληλα προσπαθούσαν με εσωτερικές αυλές και κήπους να σπάσουν τον όγκο του κτίσματος σε επί μέρους ενότητες. Κάτι που πολύ μου αρέσει και με γοητεύει. Το ενιαίο μονομπλοκ της δυτικής αρχιτεκτονικής με κουράζει. Επίσης να πω ότι η μογγολική αρχιτεκτονική ήταν πιο κοντά στα γούστα μου: ίσως να μην είχαν περάσει τόσος καιρός από την εποχή που ήταν νομάδες, όποτε να τους άρεσαν περισσότερο τα συμπλέγματα παρά τα ενιαία κτίρια. Στο Rajashtan οι μαχαραγιάδες είχαν πιο μεγάλους όγκους κτιρίων. Ίσως η Ινδία να είχε αστικούς πληθυσμούς πολύ νωρίτερα από τους μογγολους. Τέλος πάντων δικές μου υποθέσεις είναι αυτές, μην τις πάρετε τις μετρητοίς και εκτεθούμε πουθενά.
Μετά από λίγο καθάρισε και ο καιρός και Βάσου μια λαμπρή λιακάδα! Όποτε σκάσαμε και αρχίσαμε να βγάζουμε μπουφάν, κασκόλ, μπλούζες, ζακέτες, πουλόβερ και να τα έχουμε αγκαλιά!
Επιτέλους είδαμε από ψηλά τη λίμνη με το τεχνητό νησί και τους γεωμετρικούς κήπους. Ο Χανουμαν μας είπε ότι κάποιος μαχαραγιάς προσπάθησε να μεταφυτέψει σαφραν από το Κασμίρ ματαίως όμως. Με ρώτησε αν γνωρίζω το σαφραν. Αλίμονο, απάντησα: τίγκα στον κρόκο είναι η Κοζάνη και κάπως μαράθηκε ο ξεναγός μας. Ίσως να νόμιζε ότι όντως το σαφραν απαντάται μόνο στην Ινδία.
Φεύγοντας από εκεί σταματήσαμε στο σημείο εκείνο που πριν κόβαμε την ομίχλη με το μαχαίρι και πράγματι είχε καθαρίσει, ο ουρανός γελαστός και ο ήλιος λαμπερός.
Έτσι καταφέραμε και είδαμε το κάστρο σε όλο του το μέγεθος και σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια του και με την αντανάκλαση του στα νερά της λίμνης.
Ωραία και τώρα φεύγουμε, γυρνάμε στην Jaipur. Καθοδόν σταματάμε σε εταίροι λίμνη και εκ του μακρόθεν βλέπουμε έτερο τεχνητό νησάκι στο οποίο έχει κτισθεί από τον μαχαραγιά ένα θερινό ανάκτορο, όπου νησί και παλάτι ταυτίζονται. «Ο μαχαραγιάς μας είναι σε συμφωνία με κάποια ξενοδοχειακή εταιρεία για να γίνει ξενοδοχείο. Του χρόνου μάλλον θα λειτουργεί. Θα είναι το δικό μας Lake Palace». Καλό θα είναι, αλλά Lake Palace δε θα είναι.
Κάπου εκεί αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με την τύχη της χαμένης. Ανακαλύψαμε ότι παρέμενε χαζοχαρούμενα στην Ντοχα. Έψαχνε να κάνει την τύχη της με ντόπιο πετρέλαια, γιατί με εμάς είδε και απόειδε και χαΐρι δεν είδε, ειχε να σκεφθει και τον εαυτο της, το μελλον της, θα περασουν τα νιάτα της και η εμορφία της και τι θα καταλάβει; Μάλιστα. Και τώρα τι; Αποφασίσαμε νέο γύρο αγορών σε εκείνα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα απέναντι από το ξενοδοχείο μας. Ο αφέντης έκλαιγε το ζευγάρι τα timberland που είχε μέσα η σκληρόκαρδη και τα παρακρατούσε!
Αλλά προς ώρας έπρεπε να πάμε να δούμε το Jantar Mantar, δηλαδή τα όργανα υπολογισμού τα οποία βοηθούσαν τους μελετητές της αστρονομίας στις μετρήσεις τους και τα οποία επινόησε και κατασκεύασε ο μαχαραγιάς που ίδρυσε την Jaipur. Ο μαχαραγιάς αυτός, εκτός από καλός πολιτικός, στρατιωτικός και διπλωμάτης, το είχε κρυφό μεράκι την ενασχόληση με τις επιστήμες. Μετέφραζε μάλιστα στη γλώσσα του τα επιστημονικά έργα της Δύσης εκείνης της εποχής. Ίδρυσε πέντε τέτοια παρατηρητήρια: ένα στο Δελχί, ένα στο Βαρανάσι, ένα στην Jaipur, στη Mathura και στη Ujjain. Οι διάδοχοι του ήταν επιεικώς άσχετοι και τα παρατηρητήρια αυτά έπεσαν σε αχρησία. Το όνομα Jantar Mantar σημαίνει όργανα υπολογισμού: Jantar=όργανα, Mantar =υπολογισμός. Αναρωτιέμαι αν η έκφραση «τα έκανα μαντάρα» που σημαίνει ότι έκανα λάθη, κακούς υπολογισμούς, έχει κάποια μακρινή σχέση με αυτήν τη λέξη. Ο Μπαμπινιώτης δε συμφωνεί μαζί μου και παραπέμπει τη λέξη σε κάποια αρχαία λέξη «μαδάρα» που σημαίνει ορεινή και άγονη περιοχή εξ ου και το μαδώ, ενώ το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών δεν είναι τόσο σίγουρο και της αποδίδει με ένα ερωτηματικό μια αραβική καταγωγή. Μάλλον θα μείνω με την απορία.
Η λαμπρή ημέρα διευκόλυνε την κατανόηση της λειτουργίας των οργάνων αυτών. Αλλά ούτως η άλλως εμένα μου άρεσαν και χωρίς τις επεξηγήσεις τους. Σκάλες που ανεβαίνουν στο πουθενά η κατεβαίνουν σε περίεργα κοίλα. Μου θύμιζαν πίνακες του Delvaux η του de Kiriko. Αδυνατώ να περιγράψω τα όργανα αυτά και ούτε μπορώ να αναπαράγω το τι ακριβώς μας εξήγησε ο Χανουμαν, τις οποίες τις αντιλαμβανόταν πολύ καλά και ο αφέντης, των θετικών επιστήμων άνθρωπος, δεν είχε αντιρρήσεις. Εκείνο που τον εντυπωσίασε πολύ ήταν το φινίρισμα της κατασκευής τους το οποίο ήταν απαραίτητο για την ακρίβεια των υπολογισμών. Ο Χανουμαν για παράδειγμα μας μίλησε για ένα κυκλικό τύμπανο από μέταλλο το οποίο προκείμενου να μην έχει μεταβολές από τη συστολή και διαστολή το κατασκεύασαν με κάποια πολύ ιδιαίτερη μίξη μέταλλων και κάποια νεωτεριστική τεχνική έτσι ώστε το κράμα να μην μεταβάλλει το μέγεθος του στις αλλαγές της θερμοκρασίας.
Κατόπιν αποφασίσαμε να πάμε στο Albert Ηall. Καλά τώρα μη φανταστείτε Λονδίνο και τα σχετικά. Ένα μουσείο είναι, όλο και όλο. Το θεμελίωσε ο πρίγκιπας Αλβέρτος, σύζυγος της Βικτορίας, όταν είχε έρθει επίσημη επίσκεψη στην Jaipur. Το κτίριο τελείωσε αρκετά αργότερα και ο Αλβέρτος ούτε που το είδε. Δεν είχαν κανέναν συγκεκριμένο σκοπό όταν το έφτιαξαν, το κατασκεύασαν πιο πολύ γιατί κάτι έπρεπε να θεμελιώσει ο βασιλικός σύζυγος μια που έφτασε η Υψηλοτης του ως εκεί, παρά γιατί είχαν κάτι συγκεκριμένο κατά νου. Αφού τελείωσε, αποφάσισαν να το κάνουν μουσείο. Οπότε έβαλαν μέσα ότι βρήκαν από τις συλλογές των άγγλων αποικιοκρατών. Οι ινδοί δεν είχαν στην κουλτούρα τους την έννοια του μουσείου και δε μπορούσαν να καταλάβουν σε τι χρησίμευε και τι θα έπρεπε να δωρίσουν. Με συνέπεια ότι διασκεδάσαμε βλέποντας τις δωρεές των άγγλων αποικιοκρατών: κάτι αιγυπτιακές μούμιες και κάτι ρωμαϊκά αγαλματίδια (σαν χαζά πάθαμε έναν απροσδόκητο ενθουσιασμό με την απεικόνιση του αρχαίου ελληνικού δωδεκαθέου σε κάτι μαρμάρινα αγαλματίδια της ρωμαϊκής εποχής. Ο Χανουμαν μας κοίταζε με τον σεβασμό ενός θρησκευόμενου ανθρώπου ο οποίος συναντά τους οπαδούς κάποιας άλλης θρησκείας, οι οποίοι τυχαίως βρήκαν μπροστά τους τα ιερά και τα όσια της θρησκεία τους. Συνοπτικά: μας πέρασε για πολυθεϊστές. Και μας εκτίμησε γι αυτό). Το μουσείο σπουδαίο δεν ήταν. Ο Χανουμαν ισχυριζόταν ότι είναι καλύτερο από το μουσείο του City Palace και δεν έχω λόγο να τον αμφισβητήσω. Πάντως οι Ινδοί στα μουσεία δεν το έχουν. Το μόνο καλό κομμάτι για όσους ενδιαφέρονται ήταν το τμήμα με τα όπλα. Είχε και ένα τμήμα με ζωγραφική, με μινιατούρες δηλαδή, αλλά ήταν τόσο υποφωτισμένο και τις είχαν τοποθετήσει πάνω σε τραπέζια όπου έπρεπε να σκύβει κανείς για να τις βλέπει και συγχρόνως να ρίχνει και τη σκιά του πάνω τους, πράγμα που δε βοηθούσε καθόλου.
Σειρά είχε το εμπορικό κέντρο. Ευτυχώς βρήκαμε από όλα τα χρειαζούμενα και στις γνωστές φθηνές τιμές. Εγώ που ψιλοβαριόμουνα έκανα χάζι στο γυναικείο τμήμα και χάζευα τον χώρο που ήταν αφιερωμένο στο παραδοσιακό ντύσιμο, στα σάρι κλπ. Σαν να μην πέρασε μια μέρα! Εκεί ήταν όλη η μόδα της τρυφερής μου νιότης! Όλες οι φούστες με τα καθρεφτακια και τα κρόσσια ήταν εκεί παρούσες! Και οι πουκαμίσες και τα σαλβάρια (Οφείλω να δηλώσω ότι τέτοιο πράγμα δε φόρεσα ποτέ! Κάθε τι έχει και τα όρια του. Εγώ δεν τα ξεπέρασα ποτέ-ενδυματολογικως!). Άφησα αυτόν τον εφιάλτη του déjà vu και βγήκα να πιω ένα καπουτσίνο: Που να ήξερα ότι ήταν ο τελευταίος καλός καφές που θα έπινα σε όλο το Rajasthan.
H συνέχεια είχε μια μικρή βόλτα στα παραδοσιακά μαγαζιά της Jaipur, η οποία δεν κράτησε και πολύ, καθότι είχαμε ένα κέρασμα από το πρακτορείο μας: θα μας πήγαιναν σε ένα εστιατόριο να ακούσουμε παραδοσιακή ινδική μουσική.
Το περιβάλλον ψυχρό: το εστιατόριο ενός ξενοδοχείου. Αλλά τα παιδία έπαιζαν πολύ ωραία μουσική και πολύ ωραία τραγούδια όποτε και το καταφχαριστηθηκαμε. Εκεί είδαμε και τον τοπικό παραδοσιακό χορό: η κοπέλα βάζει στο κεφάλι της κάτι πήλινα δοχεία και χορεύει. Και προσθέτει και προσθέτει γαβάθες μέχρι να γίνουν επτά τον αριθμό. Και μετά συνεχίζει να χορεύει κάνοντας και διάφορες δύσκολες φιγούρες. Εμένα αυτός ο χορός μου θύμιζε ένα είδους τεσταρισμα ενώπιον της δημογεροντίας του χωριού: « Ααα καλά τα πάει η Padmini δεν έσπασε καμία γαβάθα. Ήρθε η ώρα της για γάμο λοιπόν.» « Η Rani όμως πρέπει να συνεχίσει την προσπάθεια, τρία σερβίτσια κατέστρεψε. Δεν συμφέρει οικονομικά, θα του βγει ο κούκος αηδόνι του ταλαίπωρου που θα την παντρευτεί». Κάπως έτσι.
Κάποια στιγμή, ενώ το πρόγραμμα συνεχιζόταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω στο ξενοδοχείο μας. Πράγμα που πράξαμε, αλλά καθώς γυρίζαμε και ψιλοχαζεύαμε το μαγαζάκι του ξενοδοχείου μας που πωλούσε όμορφα και λίγο πιο δυτικοποιημενου γούστου ρούχα και αξεσουάρ, αντιληφθήκαμε ότι λίγο παρά εκεί υπήρχε μπαράκι στο οποίο με μια μεγάλη ευκολία επέτρεψαν στον αφέντη να κάτσει και να καπνίσει. Κοπανήσαμε τα ποτάκια μας στο όμορφο αυτό μπαράκι και χαλαρωμένοι εντελώς πήγαμε για ύπνο. Πριν κατεβάσουμε τους διακόπτες ανοίξαμε την τηλεόραση και στο κανάλι ΤΑΤΑ για να μάθουμε καμιά είδηση: Breaking News: Το κρύο στην Ινδία. Ποτέ σε όσα χρόνια λειτουργεί η ινδική μετεωρολογική υπηρεσία- και αυτά είναι πάνω από εκατό- και έχουν καταγεγραμμένες θερμοκρασίες δεν είχαν ξαναπαρουσιαστεί τόσο μα τόσο χαμηλές θερμοκρασίες. Θέμα μεγάλο το Ταζ Μαχαλ μέσα στην ομίχλη αόρατο ουσιαστικά και το για δεύτερη ημέρα κλειστό αεροδρόμιο. ΟΚ πέσαμε σε ακραίο! Οι προβλέψεις έλεγαν ότι το κρύο θα συνεχιστεί και τις επόμενες ημέρες. Μάλιστα! Ένιωσα λίγο σαν την Ιωάννα που πήγε στο Νεπάλ και δε έβλεπε τα Ιμαλάια, σαν την Cocobill που της ήρθε το τσουναμι στα μούτρα, σαν την Mariath και τον DimPan που περίμεναν στο Narita να φυσήξει και να καθαρίσει η στάχτη του ηφαιστείου και σαν τον Αντώνη που του συμβαίνουν διαρκώς χίλια μύρια όσα. Μέχρι τώρα, σε όλα τα ταξίδια μας, τέτοιο ακραίο δε μας είχε ξανασυμβεί. Είχε έρθει λοιπόν η σειρά μας.
Το πρωί, αφού το βράδυ σκάσαμε και πετάξαμε παπλώματα και κουβέρτες σηκωθήκαμε και προσήλθαμε στο πρωινό. Η πρωινή καταχνιά ήταν έντονη παντού, και η ψύχρα περόνιαζε, αλλά αφού αποφάγαμε είδαμε με χαρά ότι θα είχαμε λιακάδα. Χαζέψαμε τους κήπους του ξενοδοχείου μας, την όμορφη υπαίθρια πισίνα μας, στην οποία ούτε κατ΄ ιδέα δε θα μπορούσαμε να μπούμε και συναντήσαμε τον ξεναγό μας τον Χανουμαν. Εξαιρετικά συμπαθής και φιλότιμος.
Φύγαμε μες την καλή χαρά να πάμε να δούμε το Amber Fort. Περάσαμε όμως μέσα από την πόλη, χαζέψαμε το ροζ χρώμα των κτιρίων της. Η Jaipur δεν ξεκίνησε την καριέρα της ως ροζ πόλη, αλλά έγινε έτσι προς τιμήν του συζύγου της Βασίλισσας Βικτορίας του Αλβέρτου ο οποίος κάποτε την επισκέφθηκε. Το ροζ είναι το χρώμα του καλωσορίσματος στους Ινδούς. Μας άρεσε αυτή η πόλη με τα ωραία κτίρια τους φαρδεις δρόμους. Τα μαγαζιά δεν είχαν ανοίξει ακόμη και η τρελή κίνηση της Ινδίας ήταν κάπως περιορισμένη. Σταματήσαμε στο Hava Mahal για να βγάλουμε την κλασσική φωτογραφία. Να το αναφέρω ξανά, και η Vario-Athens το γράφει άλλωστε και στην ιστορία της, ότι αυτό το παλάτι –το Παλάτι των Ανέμων –όπως συνηθίζεται να μεταφράζεται, στην ουσία είναι μια πρόσοψη όπου από πίσω υπάρχει ένας διάδρομος. Εκεί καθόντουσαν οι κυρίες του παλατιού οι οποίες δεν έπρεπε να δείξουν το πρόσωπο του δημοσίως και χάζευαν την κίνηση του δρόμου και τις παρελάσεις όποτε γινόντουσαν. Ήταν ένα είδος θεωρείου. Επίσης από κατασκευής έγερνε και λίγο μπροστά έτσι ώστε οι κυρίες να μπορούν να παίρνουν μάτι τα τεκταινόμενα χωρίς κανείς να μπορεί να πάρει μάτι αυτές. Εκεί ήβρα και τρεις οργανοπαίκτες εξαιρετικά φωτογενείς με τις σχετικές κόμπρες να λικνίζουν τα φιδίσια κορμιά τους και τους φωτογράφησα, οπότε και τελείωσα και με αυτό το φωτογραφικό πλάνο.
Η πόλη μας άφησε πολύ ευχάριστες εντυπώσεις, τώρα ίσως και το contrast με την Agra να τη βοήθησε, αλλά και πάλι νομίζω ότι αξίζει. Το ότι κτίσθηκε βάσει πολεοδομικού σχεδίου είναι ολοφάνερο. Ο μαχαραγιάς χρησιμοποίησε τις αρχές της βεδικής αρχιτεκτονικής –δηλαδή αρχές οι οποίες βρίσκονται στις Βέδες, ιερές γραφές του Ινδουισμού οι οποίες γράφηκαν περίπου το 1500 π.Χ. με 1000 π.Χ.- για τον σχεδιασμό της πόλης του. Το σχέδιο της πόλης περιελάμβανε παράλληλους και κάθετους δρόμους οι οποίοι σχημάτιζαν τετράγωνα. Τα τετράγωνα στα οποία θα χτιζόντουσαν τα δημόσια κτίρια και οι ναοί ήταν κεντρικά και μεγαλύτερα από τα τετράγωνα στα οποία θα κτιζόντουσαν τα ιδιωτικά κτίρια τα οποία βρισκόντουσαν στην περιφέρεια, ανάλογα με την κάστα στην οποία θα ανήκαν οι ένοικοι τους. Ο λόγος τους ήταν σταθερός και είχε να κάνει με κάποιους αριθμούς τους οποίους δε θυμάμαι και οι οποίοι θεωρούνταν μαγικοί. Θυμήθηκα το Ιπποδάμειο Σύστημα. Κάτι ανάλογο εφάρμοζε και ο Ιππόδαμος τον 5ο αι. π.Χ. Η Μίλητος και η Πριήνη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας πολεοδομίας. Το μυαλό μου άρχισε να τρέχει και σε άλλες αναλογίες: ο Ιππόδαμος φαίνεται ότι είχε σχέσεις και ήταν επηρεασμένος από τη πυθαγόρεια φιλοσοφία. Το Πυθαγόρειο θεώρημα, η απόδειξη του οποίου έγινε από τον Πυθαγόρα, διατυπώθηκε ως εμπειρική παρατήρηση γύρω στα 800π.Χ από κάποιον Ινδό σε ένα βιβλίο του σχετικά την κατασκευή ναών. Ο Πυθαγόρας ήταν εκείνος ο οποίος εισήγαγε στην αρχαιοελληνική θεολογική σκέψη την ιδέα της μετεμψύχωσης. Η ιδέα αυτή ξένισε πολύ άλλους φιλόσοφους, όπως για παράδειγμα τον Ζήνωνα, ο οποίος την έσπαγε στους πυθαγόρειους κάνοντας μακροσκελείς συζητήσεις με ένα αδέσποτο σκύλο στην αγορά, αποκαλώντας τον με το όνομα ενός νεκρού φίλου του και ισχυριζόμενος ότι αναγνώρισε στα σουσούμια του τον εκλιπόντα. Δεν γνωρίζουμε τι απαντούσε στον Ζήνωνα ο σκύλος. Όμως στον Πυθαγόρα η ιδέα της μετεμψύχωσης παίρνει μια τελείως διαφορετική τροπή. Οι μυημένοι ξεχωρίζουν από τους αμύητους: οι πρώτοι υπερέχουν όλων των υπολοίπων, ανεξαρτήτως φύλου η κοινωνικής καταγωγής και μεταξύ τους υπάρχει ισότητα. Είναι αυτοί που μέσα από μια διαδικασία επίπονη προσπαθούν (και ίσως καταφέρνουν) να θυμηθούν τις προγενέστερες ζωές τους. Για τον ίδιο τον Πυθαγόρα λένε ότι είχε θυμηθεί καταλεπτώς όλες τις προηγούμενες ζωές του. Κατά την απω ανατολίτικη θεολογία ήταν ένας φωτισμένος. Η ιδέα της μετεμψύχωσης όμως στους ινδουιστές έχει ακολουθήσει τελείως διαφορετικά μονοπάτια. Η κοινωνία τους χωρίζεται σε κάστες οι οποίες είναι αυστηρά διαχωρισμένες με παντελή έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας. Η υπαγωγή του καθενός στην κάστα στην οποία γεννήθηκε εξαρτάται από την προηγούμενη ζωή του: αν ήταν καλός και πονετικός ανταμείφθηκε με τη γέννηση του στην κάστα των ιερέων (βραχμάνων), είτε στην κάστα των πολεμιστών και οριακά σε εκείνη των εμπόρων. Από εκεί και έπειτα αυτοί οι καημένοι που ανήκουν στην τάξη των ανέγγιχτων προφανώς έκαναν κάτι πολύ κακό στην προηγούμενη ζωή τους και τώρα πληρώνουν τις αμαρτίες τους. Ο ΤΑΤΑ (αυτού που του ανήκει η μισή Ινδία δηλαδή) ήταν πολύ πρώτο παιδί στην προηγούμενη ζωή του και τώρα ανταμείβεται με πλούτη και κοινωνική αναγνώριση (και την εξαγορά της Jaguar για να πάρει το αίμα του πίσω από τους πρώην αποικιοκράτες τους). Όλοι αυτοί οι κατατρεγμένοι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, στην επόμενη ζωή τους θα είναι εγγόνια του. Άψογα! Άντε μετά να υπάρξουν κοινωνικές διεκδικήσεις: Μια συλλογική και παραλληλα απολυτως προσωπικη ενοχή πλανάται πάνω από όλους τους κολασμένους της ινδικής γης για τα αμαρτήματα των προηγούμενων ζωών και παράλληλα μια υπόσχεση για ανταμοιβή σε επόμενη ζωή αν αδιαμαρτύρητα υποστούν την τιμωρία τους σε τούτη εδώ. Πιο σατανικό σύστημα χειραγώγησης, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Εδώ που τα λέμε η ινδουιστική θρησκεία είναι η αρχαιότερη θρησκεία που εξακολουθεί να υπάρχει, άρα είχε λοιπόν όλον τον χρόνο να σκεφθεί σατανικές λύσεις για τον έλεγχο του λαού.
Δρόμο πήραμε δρόμο αφήσαμε, παίξαμε και το προσφιλές μας παιχνίδι που θα βρούμε ΑΤΜ που να δέχεται την κάρτα μας, να αντιλαμβάνεται το τι του γίνεται, να έχει λεφτά κλπ κλπ. Το ίδιο παιχνίδι έπαιζαν διάφοροι τουρίστες μαζί με εμάς και έτσι είχαμε χαριτωμένες συναντήσεις: «α, γεια σας και πάλι; Δίνει χρήματα τούτο εδώ;» «τι να σας πω δεν ξέρω: δοκιμάστε και εσείς ίσως να είστε πιο τυχεροί από εμένα: εγώ χρήματα δεν πήρα, η σύζυγος μου όμως τα κατάφερε». Τι να πει κανείς! Incredible India! Κάποια στιγμή βρήκαμε ένα που μας συμπάθησε και είχε λεφτά, δεν είχε αδειάσει. Νομίζω ότι οποίο αδειάζει μένει αδειανό για αρκετό καιρό. Δεν σπεύδουν να το ανεφοδιάσουν οι ιθύνοντες. Με αυτά όμως και με εκείνα και όσο απομακρυνόμαστε από τη Jaipur η ομίχλη αρχίζει και ξαναπέφτει. Κοντοζυγώνουμε στο Amber Fort και κοντεύω να κλάψω από τη λύσσα μου όσο ακούω τον ξεναγό να λέει διαφορά του τύπου: «από εδώ θα είχαμε μια πολύ ωραία θέα της λίμνης και του κάστρου αν δεν είχε ομίχλη. Ας ελπίσουμε ότι στο γυρισμό θα έχει καθαρίσει». Φθάνουμε στο σημείο εκείνο στο οποίο επιβιβαζόμαστε πάνω στους ελέφαντες για να ανέβουμε τον ανηφορικό δρόμο. Ο Lonely Planet συνιστά να μην χρησιμοποιούμε ελέφαντες για την άνοδο μας, γιατί οι ελέφαντες δεν είναι ενδημικό είδος του Ρατζαστάν και ταλαιπωρούνται πολύ κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών επειδή αυτοί χρειάζονται πολύ υγρασία και η ατμόσφαιρα στο Ρατζασταν είναι πολύ ξερή με αποτέλεσμα να παθαίνουν το δέρμα τους διάφορες ασθένειες καθώς δεν υγραίνεται με μπάνια σε λιμνούλες και ποτάμια. Ίσως έχουν δίκιο, αλλά εκείνη την ημέρα μέσα στο ψοφοκρυο, δεν υπήρχε τέτοιο θέμα: τα ζωντανά για να ζεσταθούν από το ψοφοκρυο είχαν γκαζώσει και ανέβαιναν τρέχοντας. Εμείς μάλιστα είχαμε ανέβει στο πιο γκαζιάρικο ζωντανό απ’ όλα τα υπόλοιπα, το οποίο έτρεχε και προσπερνούσε ότι έβρισκε στο διάβα του. Συγχρόνως από την άλλη μεριά του δρόμου κατέβαιναν αδειανοί οι άλλοι ελέφαντες, επομένως εμείς μονίμως ήμασταν στην προσπέραση και στο να τρίβεται το σώμα του ελέφαντα μας στα σώματα των άλλων ζωντανών. Ίσως και ο καημένος ο ελέφαντας ο οποίος προφανώς κρύωνε έβρισκε αυτόν τον τρόπο να ζεσταθεί. Ανεβαίναμε λοιπόν προς έναν λόφο παρόλο που οι πυκνές ομίχλες κάλυπταν αυτό που είχαμε έρθει να δούμε. Αλλά όσο πλησιάζαμε, τόσο διακρινόταν καλύτερα το κάστρο και από κάτω μας άστραφτε μέσα από τις ομίχλες μια μικρή λίμνη μέσα στην οποία αχνοφαινόντουσαν οι γεωμετρικοί κήποι ενός τεχνητού νησιού. Φτάσαμε στην κεντρική πύλη εισόδου του κάστρου και μπήκαμε μέσα καβάλα στον ελέφαντα. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που κάλυπτε κατά κάποιον τρόπο την άλλη άκρη της αυλής. Αλλά εκείνο που ήταν το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι στον λόφο που δέσποζε στην περιοχή, πάνω από το κάστρο το οποίο είχαμε έρθει να δούμε, υπήρχε ένα έτερο μεγαλόπρεπο κάστρο. Κατά πως μας εξήγησε ο ξεναγός μας μέρος αυτού του κάστρου που ήρθαμε να δούμε ανήκει στο ινδικό κράτος και είναι επισκέψιμο και το δε υπόλοιπο ανήκει στον μαχαραγιά και δεν είναι επισκέψιμο. Επίσης αυτό που χαζεύαμε από μακριά, εκεί πάνω ψηλά, ανήκει εξ ολόκληρου στον μαχαραγιά. Ξεκίνησε η ξενάγηση. Ήμασταν πολύ τυχεροί γιατί ο Χανουμαν ήταν εξαιρετικός ξεναγός, ήξερε τα πάντα και χαιρόταν να τον ρωτάς και να ενδιαφέρεται. Όταν λέγαμε πόσο πολύ μας άρεσε το παλάτι, ευχαριστούσε λες και είχαμε παινέψει το σπιτικό του. Ήταν απόλαυση να μας ξεναγεί. Είδα πολλά παλάτια στο ταξίδι αυτό και όλα τους ήταν πολύ όμορφα, αλλά νομίζω ότι αυτό ήταν το ομορφότερο. Ίσως ήταν η απόκρημνη τοποθεσία, ίσως ήταν το πρώτο που είδα και μετά το μάτι άρχιζε να συνηθίζει, αλλά δεν νομίζω. Νομίζω ότι ήταν το ομορφότερο παλάτι- κάστρο Μαχαραγιά που επισκεφθήκαμε. Πρέπει επίσης να αναφέρω ότι μας εντυπωσίασε η χειμερινή πτέρυγα με τους καθρέφτες. Το παλάτι το επισκέπτεται κανείς αποψιλωμένο από τα έπιπλα του και τις διακοσμήσεις του. Υποθέτω ότι θα ήταν το απίστευτα όμορφο όταν θα ήταν σε όλη του τη λαμπρότητα.
Μου αρέσουν πολύ αυτά τα ανατολικής αρχιτεκτονικής παλάτια. Παρόλο που το συγκεκριμένο ήταν πολύ μεγάλο και ο όγκος του καθώς διαπιστώσαμε κατόπιν δέσποζε στην περιοχή, στο εσωτερικό του οι διαστάσεις του ήταν προσαρμοσμένες στα ανθρώπινα μέτρα και παράλληλα προσπαθούσαν με εσωτερικές αυλές και κήπους να σπάσουν τον όγκο του κτίσματος σε επί μέρους ενότητες. Κάτι που πολύ μου αρέσει και με γοητεύει. Το ενιαίο μονομπλοκ της δυτικής αρχιτεκτονικής με κουράζει. Επίσης να πω ότι η μογγολική αρχιτεκτονική ήταν πιο κοντά στα γούστα μου: ίσως να μην είχαν περάσει τόσος καιρός από την εποχή που ήταν νομάδες, όποτε να τους άρεσαν περισσότερο τα συμπλέγματα παρά τα ενιαία κτίρια. Στο Rajashtan οι μαχαραγιάδες είχαν πιο μεγάλους όγκους κτιρίων. Ίσως η Ινδία να είχε αστικούς πληθυσμούς πολύ νωρίτερα από τους μογγολους. Τέλος πάντων δικές μου υποθέσεις είναι αυτές, μην τις πάρετε τις μετρητοίς και εκτεθούμε πουθενά.
Μετά από λίγο καθάρισε και ο καιρός και Βάσου μια λαμπρή λιακάδα! Όποτε σκάσαμε και αρχίσαμε να βγάζουμε μπουφάν, κασκόλ, μπλούζες, ζακέτες, πουλόβερ και να τα έχουμε αγκαλιά!
Επιτέλους είδαμε από ψηλά τη λίμνη με το τεχνητό νησί και τους γεωμετρικούς κήπους. Ο Χανουμαν μας είπε ότι κάποιος μαχαραγιάς προσπάθησε να μεταφυτέψει σαφραν από το Κασμίρ ματαίως όμως. Με ρώτησε αν γνωρίζω το σαφραν. Αλίμονο, απάντησα: τίγκα στον κρόκο είναι η Κοζάνη και κάπως μαράθηκε ο ξεναγός μας. Ίσως να νόμιζε ότι όντως το σαφραν απαντάται μόνο στην Ινδία.
Φεύγοντας από εκεί σταματήσαμε στο σημείο εκείνο που πριν κόβαμε την ομίχλη με το μαχαίρι και πράγματι είχε καθαρίσει, ο ουρανός γελαστός και ο ήλιος λαμπερός.
Έτσι καταφέραμε και είδαμε το κάστρο σε όλο του το μέγεθος και σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια του και με την αντανάκλαση του στα νερά της λίμνης.
Ωραία και τώρα φεύγουμε, γυρνάμε στην Jaipur. Καθοδόν σταματάμε σε εταίροι λίμνη και εκ του μακρόθεν βλέπουμε έτερο τεχνητό νησάκι στο οποίο έχει κτισθεί από τον μαχαραγιά ένα θερινό ανάκτορο, όπου νησί και παλάτι ταυτίζονται. «Ο μαχαραγιάς μας είναι σε συμφωνία με κάποια ξενοδοχειακή εταιρεία για να γίνει ξενοδοχείο. Του χρόνου μάλλον θα λειτουργεί. Θα είναι το δικό μας Lake Palace». Καλό θα είναι, αλλά Lake Palace δε θα είναι.
Κάπου εκεί αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με την τύχη της χαμένης. Ανακαλύψαμε ότι παρέμενε χαζοχαρούμενα στην Ντοχα. Έψαχνε να κάνει την τύχη της με ντόπιο πετρέλαια, γιατί με εμάς είδε και απόειδε και χαΐρι δεν είδε, ειχε να σκεφθει και τον εαυτο της, το μελλον της, θα περασουν τα νιάτα της και η εμορφία της και τι θα καταλάβει; Μάλιστα. Και τώρα τι; Αποφασίσαμε νέο γύρο αγορών σε εκείνα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα απέναντι από το ξενοδοχείο μας. Ο αφέντης έκλαιγε το ζευγάρι τα timberland που είχε μέσα η σκληρόκαρδη και τα παρακρατούσε!
Αλλά προς ώρας έπρεπε να πάμε να δούμε το Jantar Mantar, δηλαδή τα όργανα υπολογισμού τα οποία βοηθούσαν τους μελετητές της αστρονομίας στις μετρήσεις τους και τα οποία επινόησε και κατασκεύασε ο μαχαραγιάς που ίδρυσε την Jaipur. Ο μαχαραγιάς αυτός, εκτός από καλός πολιτικός, στρατιωτικός και διπλωμάτης, το είχε κρυφό μεράκι την ενασχόληση με τις επιστήμες. Μετέφραζε μάλιστα στη γλώσσα του τα επιστημονικά έργα της Δύσης εκείνης της εποχής. Ίδρυσε πέντε τέτοια παρατηρητήρια: ένα στο Δελχί, ένα στο Βαρανάσι, ένα στην Jaipur, στη Mathura και στη Ujjain. Οι διάδοχοι του ήταν επιεικώς άσχετοι και τα παρατηρητήρια αυτά έπεσαν σε αχρησία. Το όνομα Jantar Mantar σημαίνει όργανα υπολογισμού: Jantar=όργανα, Mantar =υπολογισμός. Αναρωτιέμαι αν η έκφραση «τα έκανα μαντάρα» που σημαίνει ότι έκανα λάθη, κακούς υπολογισμούς, έχει κάποια μακρινή σχέση με αυτήν τη λέξη. Ο Μπαμπινιώτης δε συμφωνεί μαζί μου και παραπέμπει τη λέξη σε κάποια αρχαία λέξη «μαδάρα» που σημαίνει ορεινή και άγονη περιοχή εξ ου και το μαδώ, ενώ το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών δεν είναι τόσο σίγουρο και της αποδίδει με ένα ερωτηματικό μια αραβική καταγωγή. Μάλλον θα μείνω με την απορία.
Η λαμπρή ημέρα διευκόλυνε την κατανόηση της λειτουργίας των οργάνων αυτών. Αλλά ούτως η άλλως εμένα μου άρεσαν και χωρίς τις επεξηγήσεις τους. Σκάλες που ανεβαίνουν στο πουθενά η κατεβαίνουν σε περίεργα κοίλα. Μου θύμιζαν πίνακες του Delvaux η του de Kiriko. Αδυνατώ να περιγράψω τα όργανα αυτά και ούτε μπορώ να αναπαράγω το τι ακριβώς μας εξήγησε ο Χανουμαν, τις οποίες τις αντιλαμβανόταν πολύ καλά και ο αφέντης, των θετικών επιστήμων άνθρωπος, δεν είχε αντιρρήσεις. Εκείνο που τον εντυπωσίασε πολύ ήταν το φινίρισμα της κατασκευής τους το οποίο ήταν απαραίτητο για την ακρίβεια των υπολογισμών. Ο Χανουμαν για παράδειγμα μας μίλησε για ένα κυκλικό τύμπανο από μέταλλο το οποίο προκείμενου να μην έχει μεταβολές από τη συστολή και διαστολή το κατασκεύασαν με κάποια πολύ ιδιαίτερη μίξη μέταλλων και κάποια νεωτεριστική τεχνική έτσι ώστε το κράμα να μην μεταβάλλει το μέγεθος του στις αλλαγές της θερμοκρασίας.
Κατόπιν αποφασίσαμε να πάμε στο Albert Ηall. Καλά τώρα μη φανταστείτε Λονδίνο και τα σχετικά. Ένα μουσείο είναι, όλο και όλο. Το θεμελίωσε ο πρίγκιπας Αλβέρτος, σύζυγος της Βικτορίας, όταν είχε έρθει επίσημη επίσκεψη στην Jaipur. Το κτίριο τελείωσε αρκετά αργότερα και ο Αλβέρτος ούτε που το είδε. Δεν είχαν κανέναν συγκεκριμένο σκοπό όταν το έφτιαξαν, το κατασκεύασαν πιο πολύ γιατί κάτι έπρεπε να θεμελιώσει ο βασιλικός σύζυγος μια που έφτασε η Υψηλοτης του ως εκεί, παρά γιατί είχαν κάτι συγκεκριμένο κατά νου. Αφού τελείωσε, αποφάσισαν να το κάνουν μουσείο. Οπότε έβαλαν μέσα ότι βρήκαν από τις συλλογές των άγγλων αποικιοκρατών. Οι ινδοί δεν είχαν στην κουλτούρα τους την έννοια του μουσείου και δε μπορούσαν να καταλάβουν σε τι χρησίμευε και τι θα έπρεπε να δωρίσουν. Με συνέπεια ότι διασκεδάσαμε βλέποντας τις δωρεές των άγγλων αποικιοκρατών: κάτι αιγυπτιακές μούμιες και κάτι ρωμαϊκά αγαλματίδια (σαν χαζά πάθαμε έναν απροσδόκητο ενθουσιασμό με την απεικόνιση του αρχαίου ελληνικού δωδεκαθέου σε κάτι μαρμάρινα αγαλματίδια της ρωμαϊκής εποχής. Ο Χανουμαν μας κοίταζε με τον σεβασμό ενός θρησκευόμενου ανθρώπου ο οποίος συναντά τους οπαδούς κάποιας άλλης θρησκείας, οι οποίοι τυχαίως βρήκαν μπροστά τους τα ιερά και τα όσια της θρησκεία τους. Συνοπτικά: μας πέρασε για πολυθεϊστές. Και μας εκτίμησε γι αυτό). Το μουσείο σπουδαίο δεν ήταν. Ο Χανουμαν ισχυριζόταν ότι είναι καλύτερο από το μουσείο του City Palace και δεν έχω λόγο να τον αμφισβητήσω. Πάντως οι Ινδοί στα μουσεία δεν το έχουν. Το μόνο καλό κομμάτι για όσους ενδιαφέρονται ήταν το τμήμα με τα όπλα. Είχε και ένα τμήμα με ζωγραφική, με μινιατούρες δηλαδή, αλλά ήταν τόσο υποφωτισμένο και τις είχαν τοποθετήσει πάνω σε τραπέζια όπου έπρεπε να σκύβει κανείς για να τις βλέπει και συγχρόνως να ρίχνει και τη σκιά του πάνω τους, πράγμα που δε βοηθούσε καθόλου.
Σειρά είχε το εμπορικό κέντρο. Ευτυχώς βρήκαμε από όλα τα χρειαζούμενα και στις γνωστές φθηνές τιμές. Εγώ που ψιλοβαριόμουνα έκανα χάζι στο γυναικείο τμήμα και χάζευα τον χώρο που ήταν αφιερωμένο στο παραδοσιακό ντύσιμο, στα σάρι κλπ. Σαν να μην πέρασε μια μέρα! Εκεί ήταν όλη η μόδα της τρυφερής μου νιότης! Όλες οι φούστες με τα καθρεφτακια και τα κρόσσια ήταν εκεί παρούσες! Και οι πουκαμίσες και τα σαλβάρια (Οφείλω να δηλώσω ότι τέτοιο πράγμα δε φόρεσα ποτέ! Κάθε τι έχει και τα όρια του. Εγώ δεν τα ξεπέρασα ποτέ-ενδυματολογικως!). Άφησα αυτόν τον εφιάλτη του déjà vu και βγήκα να πιω ένα καπουτσίνο: Που να ήξερα ότι ήταν ο τελευταίος καλός καφές που θα έπινα σε όλο το Rajasthan.
H συνέχεια είχε μια μικρή βόλτα στα παραδοσιακά μαγαζιά της Jaipur, η οποία δεν κράτησε και πολύ, καθότι είχαμε ένα κέρασμα από το πρακτορείο μας: θα μας πήγαιναν σε ένα εστιατόριο να ακούσουμε παραδοσιακή ινδική μουσική.
Το περιβάλλον ψυχρό: το εστιατόριο ενός ξενοδοχείου. Αλλά τα παιδία έπαιζαν πολύ ωραία μουσική και πολύ ωραία τραγούδια όποτε και το καταφχαριστηθηκαμε. Εκεί είδαμε και τον τοπικό παραδοσιακό χορό: η κοπέλα βάζει στο κεφάλι της κάτι πήλινα δοχεία και χορεύει. Και προσθέτει και προσθέτει γαβάθες μέχρι να γίνουν επτά τον αριθμό. Και μετά συνεχίζει να χορεύει κάνοντας και διάφορες δύσκολες φιγούρες. Εμένα αυτός ο χορός μου θύμιζε ένα είδους τεσταρισμα ενώπιον της δημογεροντίας του χωριού: « Ααα καλά τα πάει η Padmini δεν έσπασε καμία γαβάθα. Ήρθε η ώρα της για γάμο λοιπόν.» « Η Rani όμως πρέπει να συνεχίσει την προσπάθεια, τρία σερβίτσια κατέστρεψε. Δεν συμφέρει οικονομικά, θα του βγει ο κούκος αηδόνι του ταλαίπωρου που θα την παντρευτεί». Κάπως έτσι.
Κάποια στιγμή, ενώ το πρόγραμμα συνεχιζόταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω στο ξενοδοχείο μας. Πράγμα που πράξαμε, αλλά καθώς γυρίζαμε και ψιλοχαζεύαμε το μαγαζάκι του ξενοδοχείου μας που πωλούσε όμορφα και λίγο πιο δυτικοποιημενου γούστου ρούχα και αξεσουάρ, αντιληφθήκαμε ότι λίγο παρά εκεί υπήρχε μπαράκι στο οποίο με μια μεγάλη ευκολία επέτρεψαν στον αφέντη να κάτσει και να καπνίσει. Κοπανήσαμε τα ποτάκια μας στο όμορφο αυτό μπαράκι και χαλαρωμένοι εντελώς πήγαμε για ύπνο. Πριν κατεβάσουμε τους διακόπτες ανοίξαμε την τηλεόραση και στο κανάλι ΤΑΤΑ για να μάθουμε καμιά είδηση: Breaking News: Το κρύο στην Ινδία. Ποτέ σε όσα χρόνια λειτουργεί η ινδική μετεωρολογική υπηρεσία- και αυτά είναι πάνω από εκατό- και έχουν καταγεγραμμένες θερμοκρασίες δεν είχαν ξαναπαρουσιαστεί τόσο μα τόσο χαμηλές θερμοκρασίες. Θέμα μεγάλο το Ταζ Μαχαλ μέσα στην ομίχλη αόρατο ουσιαστικά και το για δεύτερη ημέρα κλειστό αεροδρόμιο. ΟΚ πέσαμε σε ακραίο! Οι προβλέψεις έλεγαν ότι το κρύο θα συνεχιστεί και τις επόμενες ημέρες. Μάλιστα! Ένιωσα λίγο σαν την Ιωάννα που πήγε στο Νεπάλ και δε έβλεπε τα Ιμαλάια, σαν την Cocobill που της ήρθε το τσουναμι στα μούτρα, σαν την Mariath και τον DimPan που περίμεναν στο Narita να φυσήξει και να καθαρίσει η στάχτη του ηφαιστείου και σαν τον Αντώνη που του συμβαίνουν διαρκώς χίλια μύρια όσα. Μέχρι τώρα, σε όλα τα ταξίδια μας, τέτοιο ακραίο δε μας είχε ξανασυμβεί. Είχε έρθει λοιπόν η σειρά μας.