Traveller
Member
- Μηνύματα
- 3.938
- Likes
- 3.932
Την πρώτη φορά που άκουσα στη ζωή μου κάτι συγκεκριμένο για την Κολομβία, αυτή την τόσο αμφιλεγόμενη χώρα της Νοτίου Αμερικής, ήταν το μακρινό 1982. Παιδάκι τότε, έμαθα μέσα από τις αθλητικές ειδήσεις της κρατικής τηλεόρασης, για την αφαίρεση της διοργάνωσης του παγκοσμίου κυπέλου του 1986 από την παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου. Η ανακοίνωση, το θυμάμαι σαν τώρα, ήταν λακωνική. Λόγω οικονομικών προβλημάτων και λόγω αυξημένης εγκληματικότητας, η παγκόσμια ομοσπονδία αποφάσισε να αφαιρέσει την διοργάνωση του παγκοσμίου κυπέλλου από την Κολομβία. Για την ιστορία, ένα χρόνο μετά, το 1983, το παγκόσμιο κύπελλο του 1986 ορίστηκε να διοργανωθεί στο Μεξικό. Η οργάνωση κρίθηκε άκρως πετυχημένη και τελείωσε με τον μεγάλο θρίαμβο της Αργεντινής.
Από τότε άρχισε να στριφογυρίζει στο μυαλό μου η επίσκεψη σε αυτή την εξωτική χώρα, απόφαση που άρχισε πλέον να εδραιώνεται 11 χρόνια μετά, όταν και από κάποιο ραδιόφωνο έμαθα για τον θάνατο από πυρά αστυνομικών, ενός από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους στον κόσμο, του διαβόητου ναρκωβαρόνου Πάμπλο Εσκομπάρ. Θα πέρναγαν ακόμη είκοσι χρόνια για να γίνει η εφηβική παρόρμηση πραγματικότητα. Χρειάστηκε να θρηνήσει η χώρα εκατόμβες θυμάτων, να περάσει δια πυρός και σιδήρου από εμφύλιους πολέμους και πολέμους συμμοριών για να μπορέσει επιτέλους να βρει τον δρόμο της και περίπου τριάντα χρόνια από την εθνική ξεφτίλα της αφαίρεσης του παγκοσμίου κυπέλλου να θεωρείτε ένας από τους ωραιότερους και ασφαλέστερους προορισμούς στην Λατινική Αμερική.
Και το ταξίδι ξεκινάει...
Το Βενιζέλος μάλλον είναι το ιδανικό μέρος για να διαβάσει κανείς το «Οι δέκα μικροί Νέγροι» της Αγκάθα Κρίστι... διαβάζοντας το σιγά-σιγά μπαίνεις στο πνεύμα του αεροδρομίου… χρόνο με τον χρόνο, μήνα με τον μήνα, βδομάδα με την βδομάδα, η ρουφιάνα η κρίση, ως άλλος αιμοσταγής δολοφόνος εξαφανίζει την μια αεροπορική εταιρία μετά την άλλη και υποβιβάζει τα άλλοτε λαμπρά καταστήματα του αεροδρομίου σε θλιβερούς κομπάρσους της υποκατανάλωσης. Άλλες φορές οκτώ παρά το πρωί το αεροδρόμιο ήταν λαμπρό πεδίο δόξας. Γεμάτο νεοέλληνες να καταναλώνουν απίστευτες ποσότητες καφέ για να ανοίξει το μάτι , κακομαθημένα καλόπαιδα να καταβροχθίζουν αμφιβόλου νοστιμάδας εδέσματα, και κυρίες κάθε ηλικίας, να καταλαμβάνουν αλαλάζουσες τα free shop ψωνίζοντας από την πλήρη σειρά μανό της Chanel μέχρι παρακμιακά πατσουλί κάθε επώνυμης μάρκας… και όλα αυτά βέβαια με το άρογκανς μιας ψευδεπίγραφης καθώς αποδείχθηκε, ευμάρειας…
Τώρα τελευταία τα πράγματα είναι πασιφανώς αλλαγμένα… ο κόσμος είναι φανερά ελαττωμένος, μια που οι πτήσεις φυλλοροούν, οι εταιρίες σίτισης άρχισαν να προσγειώνουν ανώμαλα τις διαστημικές τους τιμές, τα κωλόπαιδα αντί για ευφάνταστα εδέσματα ντερλίκωναν ταπεινά σαντουιτσάκια από το σπίτι και οι κυρίες έριχναν αδιάφορες ματιές στα καλάθια των freeshop φλερτάροντας με καλλυντικά της ένδοξης δεκαετίας του 90, που προσφέρονταν στο χριστεπώνυμο πλήθος υπό τύπου προσφοράς… καταραμένη κρίση που μας καταβαράθρωσες…
Αλλά μετά από αυτό το σπαραξικάρδιο flash back ας επανέλθουμε στα της πτήσης. Μετά από πολύ καιρό, ίσως και πάνω από δέκα χρόνια, αποφάσισα να ρισκάρω τον αποχωρισμό με την βαλίτσα μου και να την στείλω στην ευχή της Παναγίας, στα αμπάρια του 320 του Θόδωρα… το τετράωρο περίπου κονέξιον στο χαοτικό υπερhub της Φρανκφούρτης, σε συνδυασμό με το ότι δεν πέταγα με Alitalia, με έκαναν να πάρω αβίαστα την μεγάλη απόφαση… για καλό και κακό πέταξα στη μικρή μου χειραποσκευή δύο σωβρακοφανέλες σκεπτόμενος πως ένα μικρό ρίσκο στη ζωή ποτέ δεν βλάπτει…
Check in είχα κάνει 23 ώρες νωρίτερα από την οικία του σπιτιού μου, που έλεγε και κάποιος φαιδρός πολιτικός της δεκαετίας του 70, για όλα τα σκέλη των πτήσεων και το μόνο που έμενε ήταν να παραδώσω τις αποσκευές μου στις τσεκινατζούδες της Α3… η ουρά της αναμονής αρκετά μεγάλη, μια που την ίδια έμπνευση είχαν και δεκάδες άλλοι συνταξιδιώτες αλλά ας μην το κάνουμε θέμα… σε δέκα λεπτά οι διαδικασίες είχαν τελειώσει κι εγώ με το μαγικό χαρτάκι του check in ανά χείρας, έσπευδα να συναντήσω την σεμνή «κόρη» του Θόδωρα SX-DVU που λιάζονταν στην Β1…
Για την πτήση τι να πω, τα ξέρετε όλα… όποιος έχει πετάξει πάνω από δύο φορές με την Αιγαίου γνωρίζει τα πάντα… ίδιο προκάτ χαμόγελο από τις άνω του μετρίου σε εμφάνιση δεσποσύνες, ίδια προκάτ σκόνη ομελέτα για πρωινό, ίδιο γιαούρτι με μέλι, ίδια προσπάθεια εκτίμησης της αγοραστικής δύναμης των επιβατών μέσω ιπτάμενων free shop, ίδιο σχετικά άνετο seat pitch, ίδια, για να λέμε και τα καλά, ακρίβεια πτήσης και άφιξης στον προορισμό… σα να ζεις σε repeat mode την ίδια πτήση… μόνο ο προορισμός και η ημερομηνία αλλάζει… αυτό βέβαια δεν είναι κακό, μια που ξέρεις ακριβώς τι σε περιμένει, αλλά για μας, τους aviation enthusiasts, αυτή η άχαρη ρουτίνα της μέτριας επανάληψης, μας ρίχνει το ηθικό…
Με τα πολλά και τα λίγα, ακριβώς στην ώρα μας, παρκάραμε δίπλα σε ένα 321 της μητρικής Lufthansa και λίγο αργότερα βρεθήκαμε στον μίζερο κόσμο του Frankfurt International…
Από τότε άρχισε να στριφογυρίζει στο μυαλό μου η επίσκεψη σε αυτή την εξωτική χώρα, απόφαση που άρχισε πλέον να εδραιώνεται 11 χρόνια μετά, όταν και από κάποιο ραδιόφωνο έμαθα για τον θάνατο από πυρά αστυνομικών, ενός από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους στον κόσμο, του διαβόητου ναρκωβαρόνου Πάμπλο Εσκομπάρ. Θα πέρναγαν ακόμη είκοσι χρόνια για να γίνει η εφηβική παρόρμηση πραγματικότητα. Χρειάστηκε να θρηνήσει η χώρα εκατόμβες θυμάτων, να περάσει δια πυρός και σιδήρου από εμφύλιους πολέμους και πολέμους συμμοριών για να μπορέσει επιτέλους να βρει τον δρόμο της και περίπου τριάντα χρόνια από την εθνική ξεφτίλα της αφαίρεσης του παγκοσμίου κυπέλλου να θεωρείτε ένας από τους ωραιότερους και ασφαλέστερους προορισμούς στην Λατινική Αμερική.
Και το ταξίδι ξεκινάει...
Το Βενιζέλος μάλλον είναι το ιδανικό μέρος για να διαβάσει κανείς το «Οι δέκα μικροί Νέγροι» της Αγκάθα Κρίστι... διαβάζοντας το σιγά-σιγά μπαίνεις στο πνεύμα του αεροδρομίου… χρόνο με τον χρόνο, μήνα με τον μήνα, βδομάδα με την βδομάδα, η ρουφιάνα η κρίση, ως άλλος αιμοσταγής δολοφόνος εξαφανίζει την μια αεροπορική εταιρία μετά την άλλη και υποβιβάζει τα άλλοτε λαμπρά καταστήματα του αεροδρομίου σε θλιβερούς κομπάρσους της υποκατανάλωσης. Άλλες φορές οκτώ παρά το πρωί το αεροδρόμιο ήταν λαμπρό πεδίο δόξας. Γεμάτο νεοέλληνες να καταναλώνουν απίστευτες ποσότητες καφέ για να ανοίξει το μάτι , κακομαθημένα καλόπαιδα να καταβροχθίζουν αμφιβόλου νοστιμάδας εδέσματα, και κυρίες κάθε ηλικίας, να καταλαμβάνουν αλαλάζουσες τα free shop ψωνίζοντας από την πλήρη σειρά μανό της Chanel μέχρι παρακμιακά πατσουλί κάθε επώνυμης μάρκας… και όλα αυτά βέβαια με το άρογκανς μιας ψευδεπίγραφης καθώς αποδείχθηκε, ευμάρειας…
Τώρα τελευταία τα πράγματα είναι πασιφανώς αλλαγμένα… ο κόσμος είναι φανερά ελαττωμένος, μια που οι πτήσεις φυλλοροούν, οι εταιρίες σίτισης άρχισαν να προσγειώνουν ανώμαλα τις διαστημικές τους τιμές, τα κωλόπαιδα αντί για ευφάνταστα εδέσματα ντερλίκωναν ταπεινά σαντουιτσάκια από το σπίτι και οι κυρίες έριχναν αδιάφορες ματιές στα καλάθια των freeshop φλερτάροντας με καλλυντικά της ένδοξης δεκαετίας του 90, που προσφέρονταν στο χριστεπώνυμο πλήθος υπό τύπου προσφοράς… καταραμένη κρίση που μας καταβαράθρωσες…
Αλλά μετά από αυτό το σπαραξικάρδιο flash back ας επανέλθουμε στα της πτήσης. Μετά από πολύ καιρό, ίσως και πάνω από δέκα χρόνια, αποφάσισα να ρισκάρω τον αποχωρισμό με την βαλίτσα μου και να την στείλω στην ευχή της Παναγίας, στα αμπάρια του 320 του Θόδωρα… το τετράωρο περίπου κονέξιον στο χαοτικό υπερhub της Φρανκφούρτης, σε συνδυασμό με το ότι δεν πέταγα με Alitalia, με έκαναν να πάρω αβίαστα την μεγάλη απόφαση… για καλό και κακό πέταξα στη μικρή μου χειραποσκευή δύο σωβρακοφανέλες σκεπτόμενος πως ένα μικρό ρίσκο στη ζωή ποτέ δεν βλάπτει…
Check in είχα κάνει 23 ώρες νωρίτερα από την οικία του σπιτιού μου, που έλεγε και κάποιος φαιδρός πολιτικός της δεκαετίας του 70, για όλα τα σκέλη των πτήσεων και το μόνο που έμενε ήταν να παραδώσω τις αποσκευές μου στις τσεκινατζούδες της Α3… η ουρά της αναμονής αρκετά μεγάλη, μια που την ίδια έμπνευση είχαν και δεκάδες άλλοι συνταξιδιώτες αλλά ας μην το κάνουμε θέμα… σε δέκα λεπτά οι διαδικασίες είχαν τελειώσει κι εγώ με το μαγικό χαρτάκι του check in ανά χείρας, έσπευδα να συναντήσω την σεμνή «κόρη» του Θόδωρα SX-DVU που λιάζονταν στην Β1…
Για την πτήση τι να πω, τα ξέρετε όλα… όποιος έχει πετάξει πάνω από δύο φορές με την Αιγαίου γνωρίζει τα πάντα… ίδιο προκάτ χαμόγελο από τις άνω του μετρίου σε εμφάνιση δεσποσύνες, ίδια προκάτ σκόνη ομελέτα για πρωινό, ίδιο γιαούρτι με μέλι, ίδια προσπάθεια εκτίμησης της αγοραστικής δύναμης των επιβατών μέσω ιπτάμενων free shop, ίδιο σχετικά άνετο seat pitch, ίδια, για να λέμε και τα καλά, ακρίβεια πτήσης και άφιξης στον προορισμό… σα να ζεις σε repeat mode την ίδια πτήση… μόνο ο προορισμός και η ημερομηνία αλλάζει… αυτό βέβαια δεν είναι κακό, μια που ξέρεις ακριβώς τι σε περιμένει, αλλά για μας, τους aviation enthusiasts, αυτή η άχαρη ρουτίνα της μέτριας επανάληψης, μας ρίχνει το ηθικό…
Με τα πολλά και τα λίγα, ακριβώς στην ώρα μας, παρκάραμε δίπλα σε ένα 321 της μητρικής Lufthansa και λίγο αργότερα βρεθήκαμε στον μίζερο κόσμο του Frankfurt International…