xlapakosayros
Member
- Μηνύματα
- 10
- Likes
- 52
- Ταξίδι-Όνειρο
- Η εκάστοτε διαδρομή...
Το ποτάμι κυλούσε με μία απρόσκοπτη, εικονικά αυτοελεγχόμενη, σταθερότητα. Εμφανιζόταν ξαφνικά πίσω από ένα νησί. Ένα νησί, ασφυκτικά φορτωμένο με πυκνή, φρενιασμένη, βλάστηση. Ένα νησί-δάσος που δεχόταν αδιαμαρτύρητα την κυκλωτική κίνηση, τον σφιχτό εναγκαλισμό των δύο κλάδων του ποταμού. Η ερωτική πράξη του νερού με το μικρό, ανεξάρτητο κομμάτι ξηράς είχε μικρή διάρκεια. Το ποτάμι, οδοιπορώντας σταθερά μπροστά, συναντούσε μια γέφυρα, ένα σύμβολο ένωσης, μια ανθρώπινη κατασκευή που στους ώμους της φιλοξενούσε τον στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Την προσπερνούσε αδιάφορα και, ασυγκράτητο, ξεχυνόταν στην μικρή, ρηχή, κοιλάδα πλημμυρίζοντάς την. Δημιουργούσε στροβιλισμούς που προκαλούσαν τις ψιλόλιγνες καλαμιές να λικνίσουν τα κορμιά τους με μια πρωτόγονη, απέριττη, λαγνεία. Σχημάτιζε μικρούς κόλπους. Τα νερά εισχωρούσαν ξεδιάντροπα μέσα στην σκληρή σάρκα της γης με αδιόρατους, σχεδόν αέρινους παφλασμούς. Γονιμοποιούσαν το ικανό χώμα και έδιναν ζωή στο πυκνό χορτάρι, στα ακμαία δένδρα και στην ανεξάντλητη χρωματική ποικιλία της χαμηλής βλάστησης και των αιδημόνων λουλουδιών. Εκπληρώνοντας την ζείδωρη αποστολή τους, τα ύδατα συνέχιζαν ακάθεκτα το ταξίδι τους προς την έξοδο της μικρής κοιλάδας, η οποία στο τελείωμά της στένευε προοδευτικά σχηματίζοντας ένα νεαρό φαράγγι, μια εικονική είσοδο του νερού σε μία διαφορετική σκηνή, σε μία καινούρια περιπέτεια, σε μία, πιθανόν, αλλότρια κατάσταση ΄΄ύπαρξης’’…
Με την άκρη του ματιού του διέκρινε, στην όχθη της μικρής κοιλαδολίμνης, δυο ανθρώπινες φιγούρες. Έναν άνδρα και μία γυναίκα. Η απόσταση δεν του επέτρεπε να προσδιορίσει την ηλικία τους. Δεν είχε σημασία άλλωστε. Απείρως σημαντικότερη ήταν η θέση και η στάση τους μέσα στο όλο σκηνικό: Καθισμένοι πάνω σε μία μεγάλη πέτρα, σφιχταγκαλιασμένοι, με τα κεφάλια τους να ακουμπάνε μεταξύ τους, τα βλέμματά τους να ατενίζουν την ροή του ποταμού. Μια απόλυτη, σχεδόν νεκρική, ακαμψία χαρακτήριζε τα κορμιά τους. Το σύμπλεγμά τους, όμως, εξέπεμπε δυνατούς, σεισμικούς παλμούς ΖΩΗΣ που ενώνονταν με την ενέργεια της οργιάζουσας φύσης. Όλη αυτή η σκηνή πλαισιωνόταν από μία σειρά ημίγυμνων βουνών. Κάτω από τον ηδονοβλεψία ουρανό της Σκοτίας….
Ένιωθε τα ρουθούνια του διασταλμένα σε βαθμό πόνου. Σαν να προσπαθούσε να εισπνεύσει κάτι τόσο βαρύ και πυκνό όσο η ίδια η ζωή. Οι μύες των ματιών του κατέβαλλαν έντονη προσπάθεια να κρατήσουν τους βολβούς μέσα στις κόγχες. Τα αισθητήρια όργανα της όρασής του, άπληστα, προσπαθούσαν σαν ένας υπέρ-ευρυγώνιος φακός να χωρέσουν μέσα στο οπτικό του πεδίο όλη την ομορφιά που θωρούσαν μπροστά τους. Μια ουσιαστική, κεφαλαιώδης, ομορφιά που το μυαλό του δυσκολευόταν να την δεχθεί σαν αληθινή, πραγματική, υπαρκτή. Από εκεί ψηλά που στεκόταν, ένιωθε να κυριαρχεί στο τοπίο. Άνοιξε τα χέρια του. Περιέκλεισε μέσα στην αγκαλιά του όσα παγίδευε το βλέμμα του. Τα έκανε, τι περίεργο, με μια κίνηση κτήμα του. Τι, περίτεχνα απατηλή, ψευδαίσθηση…
Η ώρα είχε περάσει από μπροστά του βιαστική. Απαρατήρητη. Ήταν καιρός να συνεχίσει τον δρόμο του. Έπρεπε να φύγει. ΗΘΕΛΕ να φύγει. Μακριά…. Ανέκαθεν προσπαθούσε, ο μωρός, να αποστασιοποιείται από οτιδήποτε του δονούσε συθέμελα την καρδιά. Η Μάχη, υπερφορτωμένη και στηριγμένη στο πλαϊνό στάντ, τον περίμενε, υπομονετικά, στην άκρη του στενού δρόμου. Στα αλλήθωρα, εστιασμένα πάνω του, μάτια της διέκρινε μια αμυδρή υποψία οίκτου…
Το Σκοτσέζικο τοπίο και η, συναρπαστικά επιβλητική, αγριότητά του, είχαν εκμηδενίσει κάθε διάθεση βιασύνης. Η ράθυμη οδήγησή του, απαξίωνε την ταχύτητα κύλισης του χρόνου. Κρατούσε ρυθμό χαλαρό. Με συχνές στάσεις για φωτογραφίες. Ακόμα και για απλό χουζούρεμα. Ξαπλωμένος πάνω στο παχύ, καταπράσινο γρασίδι. Με το οπτικό του πεδίο να γεμίζει από το αρχέγονο, θυμωμένο τοπίο των Highlands. Υπό την σκέπη του αναποφάσιστου ουρανού. Το απόγευμα παραχωρούσε αργά-αργά τη θέση του στο βράδυ. Η μέρα ξεψυχούσε με αξιοπρέπεια. Ο φωτεινός δίσκος του Ήλιου αποχωρούσε σιωπηλά, ηττημένος από την, καλά προσχεδιασμένη, επέλαση της νύχτας. Το σκοτάδι λοιπόν θα τον έβρισκε στη μέση του πουθενά. Ακριβώς όπως το είχε σχεδιάσει εκείνος ο περίεργος, μοναχικός, σαδομαζοχιστής, αναρχοαυτόνομος τύπος που κατοικοέδρευε στο τέταρτο υπόγειο του μυαλού του…
….Βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την κοντινότερη πόλη, αλάργα από τον πλησιέστερο οικισμό. Ήταν μόνος. Μέσα στο ημιθανές φως, μπορούσε να διακρίνει υπερόπτες ορεινούς όγκους, αυθάδεις κορυφές, κρυψίνοες χαράδρες, ελάχιστες θαρραλέες οάσεις βλάστησης και μερικές σκόρπιες, γαλήνιες λίμνες που τις συνέδεαν έφηβοι ποταμοί και παιχνιδιάρικα ρέματα. Οι υδάτινοι ταξιδιώτες αναχωρούσαν από την μία άκρη του ορίζοντα και, άοκνα, κατέληγαν στην άλλη. Ναι, σε αυτή την μικρή γωνιά της Σκοτίας, η ομορφιά της Φύσης κορυβαντιούσε αναίσχυντα με ένα δικό της πρωτότυπο, μοναδικό τρόπο. Η μόνη ανθρώπινη παρέμβαση στο τοπίο, ήταν η στενή λωρίδα ασφάλτου που έσκιζε στα δύο τον μουντό ζωγραφικό πίνακα και πλήγωνε την εμπνευσμένη λιτότητα του φυσικού περιβάλλοντος.
Έπρεπε να σταματήσει πριν το σκοτάδι γίνει απόλυτο. Να οργανωθεί πριν το έρεβος της νύχτας των Highlands γίνει απαγορευτικό για οποιαδήποτε κίνηση. Στην άκρη του δρόμου, δίπλα σε ένα passing place είδε ένα υποτυπώδες parking. Μπήκε μέσα βιαστικά. Σταμάτησε, κατέβηκε από την Μάχη και ξεφόρτωσε από πάνω της το αντίσκηνο, τον υπνόσακο, ένα μπουκάλι νερό, δύο μήλα και ένα σακουλάκι με μπισκότα. Αρκετή τροφή, προσωρινά, για το κορμί του. Ήλπιζε, τις επόμενες ώρες, να βρει τροφή και για ….Με βιαστικές κινήσεις τοποθέτησε την Μάχη κολλητά σε κάποιους μεγάλους βράχους. Ξερίζωσε, με βαριά καρδιά, μερικούς θάμνους και ΄΄καμουφλάρισε΄΄ όσο αυτό ήταν δυνατόν την μηχανική του ΄΄σύντροφο΄΄. Περιττό, ίσως. Ποιος (άλλος) ΄΄τρελός΄΄, θα περνούσε μέσα στην νύχτα από αυτήν την απόλυτη ερημιά;…
Με το λιγοστό φως που του προσέφεραν οι τελευταίοι επιθανάτιοι ρόγχοι του Ήλιου, χρησιμοποίησε την πυξίδα που είχε μαζί του. ΄΄Έκοψε΄΄ αζιμούθιο προς μία μικρή λίμνη σε απόσταση ενός, περίπου, χιλιομέτρου και ξεκίνησε με φακό κεφαλής στο μέτωπο και φτερά στα πόδια για να συναντήσει τον Εαυτό του. Γιατί όσο και αν προσπαθήσει κανείς, ποτέ δεν θα είναι απόλυτα μόνος. Πάντα θα είναι μαζί του η πλέον, ίσως, απαιτητική ΄΄παρέα΄΄….Μετά από είκοσι περίπου λεπτά βρισκόταν δίπλα στην μικρή υδάτινη έκταση. Επέλεξε μία χαμηλή έξαρση του, κατά τα άλλα, επίπεδου εδάφους. Σε ελάχιστα λεπτά έστησε το αντίσκηνο, με την βοήθεια του φακού κεφαλής που του επέτρεπε να έχει και τα δύο του χέρια ελεύθερα. Έχοντας πλέον εξασφαλίσει κατάλυμα για την νύχτα, φρόντισε να ενυδατώσει τον ταλαιπωρημένο του οργανισμό και να καταλαγιάσει με λίγα μπισκότα το, όπως πάντα, πεινασμένο του στομάχι….
Μία ώρα πριν τα μεσάνυχτα. Καθισμένος έξω από το αντίσκηνο. Πάνω στο θρεμμένο χορτάρι της μάνας Γης. Με ένα αναπόδραστο τσιγάρο στο χέρι. Η μόνη πηγή φωτός που ανέπνεε μέσα στο οπτικό του πεδίο. <<Η μόνη>>?? Λάθος! Πάνω από το κεφάλι του έλαμπε απόκοσμα ολόκληρος ο ουράνιος θόλος. Χιλιάδες, εκατομμύρια αστέρια και ένα δειλό φεγγάρι τον έλουζαν με το αρχαίο τους φως. Η ατμόσφαιρα ήταν καθάρια, διαυγής. Μια απόλυτα διαφανής, διαπερατή μεμβράνη που επέτρεπε την ώσμωση μεταξύ της μοναδικότητάς του και του Σύμπαντος. Συνήθως η νύχτα αποτελούσε, για την σκέψη του, μια ΄΄φωτεινή΄΄ κηλίδα που διατάρασσε την πεζή, ομοιογενή, ΄΄σκοτεινή΄΄ λαμπρότητα της ηλιόλουστης μέρας και εκμαίευε από τα βάθη των μαιάνδρων του εγκεφάλου του, τους πιο απρόβλεπτους συλλογισμούς. Παρόλα αυτά, εκείνες τις στιγμές, το μυαλό του παρέμενε κενό από σκέψεις, από στοχασμούς. Ήταν όμως γεμάτο από όλη την ύλη και την ενέργεια του Κόσμου….
Το τσιγάρο έφτασε στο τέλος του. Το έσβησε πάνω σε μία μικρή πέτρα, το έκλεισε μέσα στην, άδεια πλέον, σακούλα των μπισκότων και άνοιξε την μνήμη των τελευταίων δέκα ημερών…
Έγειρε πίσω και αγκάλιασε πάλι με το βλέμμα του τον νυχτερινό ουρανό. Πάει καιρός που είχε ξαναζήσει μια τόσο καθαρή και ξάστερη νύχτα. Βέβαια το κρύο ήταν έντονο, χωρίς όμως υπερβολική υγρασία. Το εντελώς αντίθετο δηλαδή από εκείνο το βράδυ, πριν δέκα ημέρες, όταν είχε κοιμηθεί στο παγκάκι ενός parking των Γερμανικών Autobahn. Το απόγευμα της επόμενης μέρας τον είχε βρει στο Βελγικό λιμάνι Zeebrugge να τσεκάρει το εισιτήριό του για να επιβιβαστεί στο πλοίο που το επόμενο πρωί θα τον αποβίβαζε στο Σκοτσέζικο λιμάνι Rosyth, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Εδιμβούργο. Στην διάρκεια της αναμονής γνώρισε αρκετούς ανθρώπους, μοτοσικλετιστές και μη. Τον Γουίλιαμ. Έναν Σκοτσέζο μοτοσικλετιστή με εμφάνιση μεσαιωνικού Highlander. Ο Άλαν, ένας 62άχρονος ποδηλάτης από το Αberdeen της Σκοτίας, που με το α-π-ί-σ-τ-ε-υ-τ-ο τρίκυκλο ποδήλατό του επέστρεφε από τον γύρο της Ολλανδίας. Έναν Γερμανό με μία GS 1150 που του ‘’έδειξε’’ κατευθύνσεις και σημαντικούς προορισμούς για την Βόρεια και Δυτική Σκοτία. Με αυτούς και άλλους συγκροτήθηκε μία παρέα περίπου δέκα ανθρώπων που το βραδάκι μέσα στο μπαρ του πλοίου πέρασαν υπέροχες ώρες βουτηγμένες στο αλκοόλ και τα τσιγάρα….
Μέσα σε αυτήν την παρέα γνώρισε τον Τζόννυ και την Μάργκο. Ένα ζευγάρι σαρανταπεντάρηδων Σκοτσέζων μοτοσικλετιστών που επέστρεφαν σπίτι τους, στο STIRLING. Μονίμως χαμογελαστοί, κάθονταν στον μικρό καναπέ, ο ένας δίπλα στον άλλον. Ακουμπούσαν ελαφρά τους μηρούς τους, τα μπράτσα τους. Το δεξί χέρι της Μάργκο είχε φωλιάσει μέσα στην αριστερή παλάμη του Τζόννυ. Παρακολουθούσαν την συζήτηση με ενδιαφέρον, ενίοτε συμμετείχαν διακριτικά….
Ένιωσε μία αλλόκοτη, αλλά ταυτόχρονα οικεία, μορφή ενέργειας να γεμίζει με ιόντα τον χώρο και να περιδινεί την ύλη γύρω του. Μια ενέργεια γλυκιά σαν σοκολάτα, εκμαυλίστρια σαν Κρητική ρακή. Μια ενέργεια τρομακτικά συμπυκνωμένη σαν ώριμο ηφαίστειο του Ειρηνικού. Μια ενέργεια που έκανε τον χωροχρόνο να πάλλεται μεταβαλλόμενος διαρκώς και στις τέσσερις διαστάσεις του. Μία δίνη που την προκαλούσε η αλληλεπίδραση δύο κόσμων: Του Τζόννυ και της Μάργκο. Κατάλαβε. Είδε με τα μάτια της ψυχής του. Διαισθάνθηκε με την κουβέντα που είχε μαζί τους. Δύο ενδότατοι πυρήνες είχαν συναντηθεί πριν πολλά χρόνια, είχαν λιώσει ο ένας μέσα στον άλλον και είχαν επανασυσταθεί σαν αδιαίρετα τμήματα ενός ενιαίου συνόλου. Ναι, έβλεπε μπροστά του δύο ανθρώπους απαράμιλλα, στο διηνεκές, ερωτευμΕνους…
Απέφυγε το Εδιμβούργο. Ούτε που πλησίασε την Γλασκόβη. Δεν τον ενδιέφεραν. Δεν ένιωθε την ανάγκη να γνωρίσει τις μεγαλύτερες πόλεις της Σκοτίας. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η Απόσταση. Ήθελε να πάει όσο το δυνατόν πιο μακριά. Μακριά από τους μεγάλους πληθυσμούς, από την πυκνή δόμηση. Μακριά… Μια λέξη υπήρχε στο μυαλό του. Highlands....
Πρώτη στάση το Stirling. Πόλη ιστορική. Αυτόπτης μάρτυρας των περισσότερων πολεμικών αναμετρήσεων των Σκοτσέζων εναντίων των Άγγλων. Η στρατηγική της θέση είχε εκτιμηθεί από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους. Ένα υπέροχο κάστρο δεσπόζει και κυριαρχεί πάνω στην πόλη. Τρία χιλιόμετρα μακρύτερα, πάνω σε έναν λόφο, βρίσκεται το μνημείο που χτίστηκε στην μνήμη του εθνικού ήρωα της Σκοτίας, William Wallace. Ένας Βικτοριανός, εντυπωσιακός πύργος που από την κορυφή του(πολλααααααά σκαλοπάτια!) μπόρεσε να δει τα επτά πεδία μεσαιωνικών μαχών που περιτριγυρίζουν την πόλη του Stirling. Μέσα σε μία από τις αίθουσες του πύργου-μνημείου βρίσκεται το σπαθί του Μr. Braveheart, William Wallace. Οι ιστορικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι ήταν ένας εντυπωσιακός, στο ύψος και στην σωματική διάπλαση, άνδρας. Και άσε τον Μel Gibson να λέει τα δικά του…
Στο INVERNESS, την θεωρητική πρωτεύουσα των Highlands στην άκρη της λίμνης Loch Ness, έμεινε σε ένα υπέροχο Bed and Breakfast. Το βράδυ περπάτησε μέσα στην πόλη. Κατέληξε σε ένα μπαράκι όπου έπαιζε ένα εκπληκτικό ροκ γκρουπ. Μια παρέα θεόμουρλων Σκοτσέζων τον κέρασε μια μπύρα. Το αποτέλεσμα ήταν να επιστρέψει μετά από αρκετές ώρες στο δωμάτιο έχοντας καινούριες εμπειρίες από υπέροχους ανθρώπους, έχοντας καταναλώσει περίπου τρία λίτρα μαύρης μπύρας και διαγράφοντας εντυπωσιακά οχτάρια(και εννιάρια…και δεκάρια…) στο πεζοδρόμιο. Όλη την υπόλοιπη νύχτα η τουαλέτα έγινε ο επίσημος εξομολογητής του ουροποιητικού του συστήματος…
Η λίμνη Loch Ness (Loch=λίμνη) είναι μία τεράστια υδάτινη μάζα μήκους 37 χλμ, πλάτους 8 χλμ και μέγιστου βάθους 230 μέτρων. Αποτελεί τμήμα του Caledonian Canal, ενός καναλιού που αποτελείται από λίμνες και διώρυγες, κόβει στην μέση την Σκοτία και ενώνει τον Ατλαντικό με την Βόρεια Θάλασσα. Το περίφημο πλέον τέρας, η Nessie, αποτελεί τη βάση μιας τεράστιας τουριστικής βιομηχανίας που ανθεί στην περιοχή της λίμνης και που προσπαθεί να πουλήσει τα πάντα, από μπλουζάκια και καπέλα μέχρι φαγητό και διαμονή.(Πάντα με το έμβλημα του «τέρατος»). Πολλοί τυποποιημένοι τουρίστες, όλα προβλέψιμα, πληκτικά. Μακριά….
Το ταξίδι από το INVERNESS προς το THURSO ήταν γεμάτο από την προσοχή που έπρεπε να επιδεικνύει στο δρόμο λόγο της πυκνής ομίχλης και του αέρα. Ένας στενός επαρχιακός δρόμος. Μα η ποιότητα του οδοστρώματος…απίστευτη! Η λέξη «γυαλόχαρτο» είναι φτωχή για να την περιγράψει. Είχε ήδη αρχίσει να ανησυχεί για την διάρκεια ζωής του πίσω ελαστικού…
Επόμενη στάση το μικρό, άσχημο λιμάνι Scrabster στις βόρειες ακτές της ηπειρωτικής Σκοτίας. Σκόπευε να πάει στα νησιά ORKNEY, βόρεια της Σκοτίας στα όρια μεταξύ Ατλαντικού και Βόρειας Θάλασσας. Αναμένοντας την αναχώρηση του πλοίου HAMNAVOY, κάθισε σε ένα μικρό καφέ-μπαρ. Εκεί γνωρίστηκε με τον Bill, έναν μεσήλικα κάτοικο των νησιών ORKNEY. Έναν άνθρωπο πρόσχαρο, γλυκομίλητο, γελαστό. Περίμενε και αυτός το πλοίο για να πάει στο σπίτι του, σε ένα από τα βορειότερα νησιά του συμπλέγματος των ORKNEY. Ο Bill λοιπόν περνούσε τα καλοκαίρια στην πατρίδα του. Τους χειμώνες όμως κατέβαινε στην Ελλάδα! Στην Κρήτη! Νοίκιαζε ένα σπίτι στην Αγία Γαλήνη και μόλις η Άνοιξη εμπέδωνε την παρουσία της στο Βόρειο Ημισφαίριο επέστρεφε στην γενέθλια γη. Στην ερώτηση ποιος τόπος του άρεσε περισσότερο, απάντησε ότι δεν μπορεί να γίνει σύγκριση. Την πατρίδα του την ΑΓΑΠΟΥΣΕ. Με την Κρήτη ήταν ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ….
Αγάπη και Έρωτας….Η Αγάπη είναι στοργή, εμβριθής ψυχική συνύπαρξη, βαθιά και ουσιαστική. Είναι ενόραση, διείσδυση μέσα στον πυρήνα της αντικρινής ψυχής. Είναι προσφορά χωρίς την προσμονή της ανταπόδοσης. Η Αγάπη καλλιεργείται, αναπτύσσεται, έχει βάση, θεμέλια, έρεισμα. Η Αγάπη είναι ευθύνη οικειοθελής, είναι υπόσχεση, είναι δέσμευση. Ίσως γι’ αυτό οι άνθρωποι δεν αναφέρονται πολύ σε αυτήν…..
Ο Έρωτας δεν χρειάζεται τέτοια πολυπλοκότητα. Απλά εμφανίζεται σαν κεραυνός εν αιθρία, σχεδόν ακαριαία, ξαφνικά, αναπάντεχα, ακόμη και(το πιο γοητευτικό) χωρίς λογική βάση ή εξήγηση.
Σε κάποιο βιβλίο είχε διαβάσει και μια διαφορετική άποψη. Ότι, ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Την ιδανική εικόνα που σχηματίζουμε για κάποιον, αυτήν αγαπάμε. Στην πραγματικότητα αγαπάμε μία δική μας κατασκευή, αγαπάμε μόνο τον ΕΑΥΤΟ μας. Όταν κάνουμε έρωτα κυνηγούμε την ΔΙΚΗ μας ηδονή έχοντας σαν μεσολαβητή ένα αλλότριο κορμί. Στον έρωτα έξω από την σεξουαλική πράξη ζητάμε την ηδονή μέσω της ιδέας που έχουμε διαμορφώσει για κάποιον άνθρωπο. Ίσως τελικά ο αυνανιστής να έχει την μόνη, πραγματικά τίμια «ερωτική» σχέση. Δεν εξαπατά κανέναν, δεν εξαπατά τον εαυτό του….
Η σκέψη του έκανε ένα απρόσμενο, ασυνήθιστο ταξίδι στον χωροχρόνο. Πίσω στην πατρίδα. Πίσω στον χρόνο. Πίσω αρκετά έτη. Πίσω στην πρώτη του νεότητα. Πίσω… Σε ένα αγαπημένο του ζευγάρι. Σε δύο ανθρώπους για τους οποίους ένιωθε προνομιούχος που τους είχε γνωρίσει. Ο Φίλος και η Φίλη που, έστω και άθελά τους, του είχαν θυμίσει ότι ο Έρωτας είναι αποφασιστικότητα, διεκδίκηση, αντικομφορμισμός, συντριβή της οποιασδήποτε σύμβασης, αγόγγυστη υπερπήδηση κάθε εμποδίου. Είναι πάλη του Εαυτού με την Επιθυμία. Είναι ανυπακοή στα προσκόμματα και στις ενστάσεις του μυαλού. Είναι σύμπλευση με την ρότα της καρδιάς. Είναι-πάνω απ’ όλα-Ρ Ι Σ Κ Ο. Πολλές φορές η οπισθοχώρηση και η φυγή προβάλλουν σαν η εύκολη, ίσως η μόνη, λύση. Ευτυχώς, κάποτε, ο Φίλος θα συνειδητοποιούσε αυτό που, ενδόμυχα, γνώριζε: Ο φόβος της ρήξης με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και με το παραδοσιακά αποδεκτό, το δέος απέναντι στην πάνδημη έκθεση, η αντιπαράθεση με τον ίδιο μας τον εαυτό, η ανασφάλεια και η αοριστία του μέλλοντος και εντέλει ο ίδιος ο θάνατος μας κάνουν να θέλουμε να διαβιούμε με ΄΄ασφάλεια΄΄. Είναι χαμένο παιχνίδι. Αν δεν μπεις στο δρόμο που δείχνει η καρδιά σου θα είσαι μονίμως μάταιος. Αν, για οποιοδήποτε λόγο, αρνηθείς το ΠΑΘΟΣ θα είσαι ήδη ΝΕΚΡΟΣ…
Η ζωή είναι πεπερασμένη. Και μικρή. Απελπιστικά μικρή. Δεν έχει χώρο για δισταγμούς, μιζέριες και αναβλητικότητες…
Η σκέψη του συνέχισε τις μικρές, σύντομες αναδρομές σε πρόσωπα, γεγονότα, τόπους… Το πολύχρωμο «μνημείο» για τον John Lennon πού είχαν δημιουργήσει με πολύ μεράκι οι κάτοικοι της μικρής πόλης Durness όπου το «σκαθάρι» παραθέριζε κατά την παιδική του ηλικία. Το εκπληκτικής τοποθεσίας camping, στην ίδια πόλη, στην άκρη του γκρεμού με θέα τον αφρισμένο Ατλαντικό. Οι υπέροχες σπηλιές Smoo. Οι εκπληκτικές παραλίες στον Ατλαντικό με την κατάλευκη ψιλή άμμο, παράδεισος για λουόμενους και windserfers.Η ομίχλη και οι συχνές, απρόβλεπτες βροχές της Σκοτίας. Οι ίδιοι οι Σκοτσέζοι. Υπέροχοι άνθρωποι! H «μάχη» πού έδωσε στην παραλία της πόλης Ullapool με ένα κοπάδι θρασύτατων γλάρων που προσπαθούσαν να απαλλοτριώσουν τα fish and chips που κρατούσε. Το «πανηγύρι» των Σκοτσέζων τις ηλιόλουστες μέρες( με μαζική ηλιοθεραπεία στα πάρκα). Η πανύψηλη, εντυπωσιακή Γερμανίδα από το DORTMUND που με ένα KLE 400 αλώνιζε την Σκοτία. Τα Μεγαλιθικά μνημεία της Νεολιθικής εποχής στα νησιά ORKNEΥ. Το SKARA BRAE, το καλύτερα διατηρημένο προϊστορικό χωριό της Β. Ευρώπης. Η νεαρή Σκοτσέζα στην πόλη φορτ ουίλιαμ που, ντυμένη με την παραδοσιακή σκοτσέζικη ενδυμασία, έπαιξε με την γκάιντά της, μόνο γι’ αυτόν, ένα παραδοσιακό σκοπό. Η εκπληκτική πρόσφυση της Σκοτσέζικης ασφάλτου που σου ρημάζει τα λάστιχα σε χρόνο ρεκόρ. Η κίνηση των οχημάτων στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Δύο φορές το ξέχασε, δύο φορές κινδύνεψε. Η, απρόσμενα πολυσήμαντη μοναξιά, των στενών δρόμων στα Highlands. Η γλυκύτατη κυρία Margaret, ιδιοκτήτρια του Ardross Guest House στο Inverness. Η υπέροχη τετραμελής οικογένεια ενός εμπνευσμένου ζευγαριού Ιταλών στο πλοίο HAMNAVOY, στη διαδρομή προς τα ORKNEY. Η συζήτηση που είχε μαζί τους σημάδεψε ανεξίτηλα την ψυχή του για το υπόλοιπο της ζωής του….
Το οκνό φεγγάρι είχε ήδη διατρέξει αρκετή από την προδιαγεγραμμένη πορεία του στον νυκτερινό ουρανό. Είχε συμπληρωθεί η πρώτη ώρα του νέου εικοσιτετραώρου. Άλλη μια μέρα είχε περάσει. Μια μέρα πιο μακριά από την Αρχή. Μια μέρα πιο κοντά στο Τέλος. Μια μέρα χαμένη? Όχι! Μια μέρα ταξιδιού δεν είναι ποτέ μάταιη! Η ίδια η Ζωή είναι το μέγιστο Ταξίδι….
Το κουρασμένο του κορμί διεκδικούσε επιτακτικά το δικαίωμά του στην ανάπαυση. Ένα μεγαλοπρεπές χασμουρητό ήρθε σαν επιβεβαίωση. Γύρισε το βλέμμα του δυτικά. Τα αστέρια σε εκείνο το σημείο του ορίζοντα είχαν καλυφθεί από νεαρά νέφη που, γοργά, ενηλικιώνονταν. Μικρές ρυτίδες στην απαστράπτουσα επιδερμίδα της νύχτας. Θυμήθηκε την φράση που είχε ακούσει πολλές φορές αναφορικά με την ταχύτητα των κλιματικών αλλαγών της Σκοτίας: <<If you don’t like the weather, just wait for five minutes.>> Σε ένα τέταρτο περίπου το λαμπερό πρόσωπο του νυκτερινού ουρανού είχε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σκοτεινιάσει. Έμοιαζε με το πρόσωπο ενός γίγαντα γεμάτου οδύνη, με μάτια βαριά, υγρά, έτοιμα να κλάψουν με δύναμη πρωτόγνωρη. Να απελευθερώσουν, ασυγκράτητα, το δυσβάσταχτο βάρος που πλημμύριζε την Κτίση και να αφήσουν τα ουρανόσταλτα δάκρυα να ξεπλύνουν την γη, να γίνουν σπέρμα για την γονιμοποίησή της. Κοιτούσε τα πηχτά, πλέον, σύννεφα. Ανήσυχος? Πιθανό. Ανυπόμονος? Πιθανότερο. Την περίμενε αυτή την βροχή. Την ανέμενε. Την προσδοκούσε. Εκείνη την στιγμή την είχε τόσο ανάγκη. Να πέσει πάνω στο κορμί του και να εξατμιστεί παίρνοντας μαζί της τις πυρακτωμένες επιθυμίες του, που του προκαλούσαν πυρετό. Μικρές, αυτονομημένες, βιαστικές σταγόνες αφίχθηκαν στην Γη. Σηκώθηκε, μπήκε στο αντίσκηνο, τακτοποίησε τον υπνόσακο και γδύθηκε. Αποφάσισε να βγάλει το κεφάλι του έξω για ένα τελευταίο έλεγχο στην, άρτι αφιχθείσα, κακοκαιρία….
Έβρεχε. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, θλιμμένος, ΄΄έκλαιγε΄΄ γοερά. Οι χονδρές στάλες της βροχής δονούσαν ρυθμικά την τέντα της σκηνής. Οι αστραπές, με ένα φρενήρη ρυθμό, πλήγωναν χωρίς αιδώ το προσκέφαλο του Γήινου κόσμου. Το νυχτερινό όργιο του χαμηλού βαρομετρικού, το συνόδευαν τα εκκωφαντικά, παθιασμένα αγκομαχητά των κεραυνών. Έβαλε πάλι το κεφάλι του μέσα στο αντίσκηνο. Απρόθυμα, βυθίστηκε στη ζεστή αγκαλιά του υπνόσακου. Βαριά η καρδιά του, του σύντριβε το στήθος. Λες και η μάζα όλου του σύμπαντος είχε συμπυκνωθεί πάνω στο στέρνο του. Έψαχνε απεγνωσμένα μέσα στις ατραπούς του εγκεφάλου του να βρει τον λωτό της λήθης. Έπρεπε να πάψει να την σκέφτεται. Να την απωθήσει από το μυαλό του. Κι όμως, ποθούσε τόσο πολύ να βρίσκονταν μαζί εκείνη την νύχτα. Να συμπύκνωνε μια απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων σε ένα μηδενικό. Να την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του. Τόσο σφιχτά όσο δεν είχε κρατήσει ποτέ τίποτα και κανέναν. Να αναταράξει, με την πνοή του, την ροή του καταρράκτη της κόμης της. Να τυφλωθεί από την λάμψη των μαργαριταριών του χαμόγελού της. Να καταδυθεί στις απύθμενες, ζωντανές, ΄΄εκτυφλωτικά΄΄ σκοτεινές, τρικυμισμένες λίμνες των ματιών της. Μέσα σε αυτούς τους υγρούς οφθαλμούς να θωρήσει τον κατοπτρισμό του κόσμου όλου. Να ρουφήξει άπληστα, των χειλιών της το ροδόμελο. Να εισπνεύσει ζωή μέσα από τα πνευμόνια της. Να οσμιστεί το μύρο που εκλύουν οι πόροι του κρουστού δέρματός της. Και εκείνη να του ψιθυρίσει στο αυτί λόγια τρυφερά και μελωμένα. Την καρδιά να του γαληνέψει και το μυαλό να του συγκλονίσει. Σαν βόμβα βυθού να ποντιστεί μέσα στην άβυσσο του ΄΄είναι΄΄ του και με μια κατακλυσμιαία έκρηξη να πληρώσει τις σκοτεινές γωνιές της υπόστασής του με ήχους, φως, χρώματα. Να ακυρώσει την ματαιότητα της ύπαρξής του. Να γεμίσει με σήματα τους νευροδιαβιβαστές του. Να του πυρώσει την ψυχή και να του πυρπολήσει το σώμα. Να αισθανθεί μαζί της. Με Εκείνη, για Εκείνη, από Εκείνη, μέσω Εκείνης…Μόνο ΕΚΕΙΝΗ. Να βυθιστεί με το μυαλό του μέσα στο κορμί και την ψυχή της. Με τις αισθήσεις της άυλης ουσίας του, να ανιχνεύσει κάθε ίνα του σώματός της. Να διοχετευθεί μέσα στις αρτηρίες της και να πάει έως τα πέρατα της ύλης της. Να καταδυθεί στα βάθη της σκέψης της. Να μάθει τα πάντα γι’ αυτήν. Να γίνει ΕΝΑ με αυτήν…
Έξω η βροχή επέμενε ασθμαίνοντας. «Μέσα»,το ίδιο. Σιγά-σιγά, εξουθενωτικά αργά, τα βλέφαρα βάρυναν. Αποκοιμήθηκε με το ρυθμικό, μονότονο ποδοβολητό του καλπασμού της, κουρασμένης ήδη, καταιγίδας πάνω στο αντίσκηνο και με τους, εναγώνια ενδοσκοπικούς, στίχους του ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ να εμβολίζουν λυσσαλέα τα ετοιμόρροπα τείχη του μυαλού του…
«Πέρασα όλη τη νύχτα άυπνος, βλέποντας, δίχως χώρο, το είδωλό της
και βλέποντάς την πάντα με τρόπους διαφορετικούς απ’ όπως τη συναντώ.
Κάνω σκέψεις με την ανάμνηση αυτού που είναι όταν μου μιλάει
και σε κάθε σκέψη διαφέρει σύμφωνα με την ομοιότητά της.
Αγαπώ σημαίνει σκέφτομαι.
Κι εγώ σχεδόν ξεχνάω να νιώσω μόνο πως τη σκέφτομαι.
Δεν ξέρω καλά τι θέλω, ακόμα κι απ’ αυτήν και δεν σκέφτομαι παρά αυτήν.
Έχω μεγάλη αφηρημάδα διεγερμένη.
Σαν επιθυμώ να τη συναντήσω
σχεδόν προτιμώ να μην τη συναντήσω
για να μην πρέπει να την αφήσω μετά.
Δεν ξέρω καλά τι θέλω, ούτε θέλω να ξέρω τι θέλω. Θέλω μόνο
να τη σκέφτομαι.
Δεν ζητάω τίποτ’ από κανέναν, ούτ’ απ’ αυτήν.
Μόνο να σκέφτομαι.»
Attachments
-
122,4 KB Προβολές: 130