Το ταξίδι αυτό, όπως και το περσινό που κάναμε στην Καππαδοκία, τα παράλια της Μεσογείου & Μ. Ασίας, μάλλον προσκύνημα πρέπει να ονομαστεί και όχι οδοιπορικό γιατί ο κύριος λόγος για τον οποίο πραγματοποιήθηκαν δεν ήταν άλλος παρά η αναζήτηση, η ευλαβική αναζήτηση για να ακριβολογώ, του ελληνικού στοιχείου μέσα στο πέρασμα των αιώνων στις περιοχές αυτές που σήμερα προσδιορίζονται με το όνομα «Τουρκία». Κι αυτή η αναζήτηση δεν έχει καμιά σχέση με τα συνηθισμένα ταξίδια γιατί είναι πάντα συναισθηματικά φορτισμένη. Εκεί δεν πας για αναψυχή ούτε για ξεκούραση. Ψάχνεις να βρεις κτίσματα, μνημεία, ανθρώπους και ό,τι άλλο μπορεί να κρύβει κάτι από το παρελθόν που αναζητάς. Κι όταν το βρίσκεις ανακαλύπτεις πρωτόγνωρα συναισθήματα. Σαν να βρήκες ένα κομμάτι από τον ίδιο σου τον εαυτό που αγνοούσες ότι υπάρχει. Λογικό εξάλλου μετά από τόσα & τόσα που έχεις διαβάσει όχι μόνο σε ιστορικά βιβλία αλλά και σε αφηγήσεις ανθρώπων όπως αυτές αποτυπώθηκαν σε ημερολόγια και διηγήματα.
Επίσης, ειδικά για τον Πόντο η συγκίνηση είναι ακόμη μεγαλύτερη αν οι πρόγονοί σου κατάγονταν απ’ αυτά τα μέρη όπως οι δικοί μου. Πόσες ιστορίες δεν μου είχε διηγηθεί η μακαρίτισσα η γιαγιά μου για τον Πόντο! Κερασούντα, Τραπεζούντα, χωριά της Σάντας, Καρς, Χόρτοκοπ, ονόματα που ακόμα στοιχειώνουν τη φαντασία μου με ανθρώπους, γιορτές, πανηγύρια, βάσανα, πίκρες, χαρές που δεν είχα δει ούτε ζήσει αλλά που γνώριζα τόσο καλά! Ένας ολόκληρος κόσμος δούλευε στη φαντασία μου, ένας κόσμος οικείος, όμορφος, με ιστορία και παράδοση που όμως από τη μια μέρα στην άλλη φορτώθηκε κακήν κακώς με τρόμο στα καράβια και έχασε τα πάντα.
Το ταξίδι έγινε από 13 έως 24 Ιουλίου 2011 πάλι με αυτοκίνητο, αφενός για να μη δεσμευόμαστε με τα προγράμματα των πρακτορείων και αφετέρου γιατί ο απώτερος σκοπός δεν ήταν μόνο να δούμε μέρη αλλά προπαντός να μιλήσουμε με ανθρώπους που έμειναν πίσω όταν έγινε η ανταλλαγή, κι’ αυτό θέλει τον χρόνο του. Αφού διαβάσαμε αρκετά για όσα επρόκειτο να επισκεφτούμε και αφού ρώτησα για άλλη μια φορά συγγενείς μου που θυμόταν από διηγήσεις πού περίπου ήταν το σπίτι του παππού μου στο Χόρτοκοπ και της γιαγιάς μου στην Κερασούντα, ξεκινήσαμε μεσημέρι για Κωνσταντινούπολη στην οποία φτάσαμε βράδυ και πέσαμε για ύπνο γιατί την άλλη μέρα είχαμε μεγάλο ταξίδι.
Πρωί φύγαμε με κατεύθυνση Άγκυρα και πρώτο προορισμό μας την Αμάσεια. Μετά από ένα σημείο εγκαταλείψαμε τον αυτοκινητόδρομο και κατευθυνθήκαμε ανατολικά προς Σαμψούντα. Ο δρόμος καλός, αλλά σε πολλά σημεία γίνονται έργα και χρειάζεται προσοχή. Αμάσεια φτάσαμε απόγευμα και μας εντυπωσίασε με την ομορφιά της! Διασχίζεται από τον Ίρη ποταμό (Yesil Irmak), ο οποίος χωρίζει την παλιά από την νέα πόλη. Έχει 80.000 περίπου κατοίκους και είναι η πατρίδα του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Στράβωνα, άγαλμα του οποίου (σε αλα Τούρκα έκδοση..) υπάρχει στην δεξιά όχθη του ποταμού. Στην ίδια όχθη υπάρχουν και πολλές προτομές Οθωμανών Σουλτάνων. Στις αρχές του 20ού αιώνα, το ελληνικό στοιχείο της περιοχής αριθμούσε 155.000 κατοίκους σε 392 ενορίες με ισάριθμες εκκλησίες, και 325 σχολεία, όπου φοιτούσαν 10.000 μαθητές και δίδασκαν 565 δάσκαλοι Στην πόλη σήμερα επιβιώνουν οι παλιές ελληνικές γειτονιές, με σπίτια-φαντάσματα, τα περισσότερα στην αριστερή όχθη του ποταμού, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αναπαλαιωθεί και χρησιμοποιούνται σαν ξενώνες και καφετέριες.
Με την Αμάσεια έχουν συνδεθεί τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν εδώ από τους Τούρκους οι Έλληνες του Πόντου σε φυλακές-κάτεργα. Από τον Ιανουάριο του 1921 μέχρι και το 1923 πέρασαν από τα λεγόμενα «λευκά κελιά» εκατοντάδες Έλληνες, πολλοί από αυτούς με διακρίσεις στην οικονομική ζωή του Πόντου. Τον Σεπτέμβριο του 1921 εκτελέστηκαν με απαγχονισμό, ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, καθηγητές και μαθητές του Ελληνοαμερικανικού Κολεγίου Μερζιφούντας. Τις ίδιες ημέρες τουρκικά δικαστήρια καταδίκασαν σε θάνατο, χωρίς απολογία, άλλους 180 Πόντιους πατριώτες. Στην κεντρική πλατεία κρεμάστηκαν από τους Τούρκους περισσότεροι από 70. Αυτά λέει η ιστορία.
Στην ίδια πλατεία υπάρχει σήμερα ένα τεράστιο άγαλμα του Κεμάλ, μια σύνθεση για την ακρίβεια όπου ο ίδιος εμφανίζεται έφιππος και γύρω του όλοι οι πρωταγωνιστές της γενοκτονίας των Ποντίων. Ένας απ’ αυτούς είναι ο διαβόητος Τοπάλ Οσμάν ο οποίος στο λεγόμενο φαράγγι του διαβόλου με τους Τσέτες του έσφαξε άνανδρα τους εξόριστους Πόντιους από τη Σαμψούντα που περπατούσαν 170 χιλιόμετρα για να φτάσουν στο Τσόρουμ. Φυσικά, δεν το φωτογράφησα. Αφού επισκεφτήκαμε πίσω από τα ελληνικά αρχοντικά τους λαξευμένους στο βράχο τάφους των Μιθριδατών φύγαμε για Σαμψούντα, όπου φτάσαμε βράδυ και πέσαμε για ύπνο γιατί την άλλη ημέρα θα φεύγαμε νωρίς για Τραπεζούντα. Την Σαμψούντα είχαμε σκοπό να τη δούμε λεπτομερώς στην επιστροφή.
Πριν φύγουμε επισκέφτηκα το συνεργείο γιατί είχα ξεκινήσει από Ελλάδα με πρόβλημα στον κινητήρα που δεν πρόλαβα να επισκευάσω και το οποίο στο μεταξύ επιδεινώθηκε. Αξίζει όμως εδώ να πω για τη συμπεριφορά των ανθρώπων στα συνεργεία (το ξαναπήγα στην Τραπεζούντα). Στη Σαμψούντα με που το άφησα, όλοι οι τεχνικοί άφησαν τις δουλειές τους, έπεσαν πάνω στο αμάξι και επί μία ώρα προσπαθούσαν –μάταια- να το επισκευάσουν. Αφού έδεσαν με τσέρκι τα τάσια των τροχών γιατί ήταν έτοιμα να φύγουν όπως μου είπαν και έκαναν ένα γενικό έλεγχο του αυτοκινήτου (τιμόνι, φρένα κλπ.) μας διαβεβαίωσαν ότι δεν πρόκειται να με αφήσει στο δρόμο και ευγενέστατα μας ξεπροβόδησαν. Στην Τραπεζούντα που το ξαναπήγα μήπως και ξέρουν κάτι παραπάνω (η Τουρκία έχει μεγάλη παράδοση στην υγραεριοκίνηση απ’ όπου και το πρόβλημα) ο αρχιμηχανικός μου είπε αν το άφηνες δυο μέρες θα στο διόρθωνα εντελώς. Τέτοιος χρόνος όμως δυστυχώς δεν υπήρχε οπότε αφού με διαβεβαίωσε κι αυτός ότι με προσοχή μπορώ να συνεχίσω το ταξίδι έφυγα. Στο μεταξύ όμως και αφού του είπαμε το σκοπό της επίσκεψής μας, μάθαμε ότι ήταν Πόντιος καταγόμενος από τη Σάντα, προσφέρθηκε μάλιστα ο ίδιος να μας ξεναγήσει στα χωρία της περιοχής. Μετά απ’ αυτά και αφού είπαμε πολλά για τον Πόντο (είχε μαζευτεί στο μεταξύ γύρω μας όλο το συνεργείο) σε πολύ εγκάρδιο και οικείο κλίμα ανταλλάξαμε τηλέφωνα και τον προσκαλέσαμε στη Θεσσαλονίκη να τον φιλοξενήσουμε κι αυτόν και την κοπέλα στην υποδοχή, η οποία επίσης μας βοήθησε πάρα πολύ. Εννοείται πως ούτε εδώ πήρε χρήματα, παρά τον πολύ χρόνο που αφιέρωσε και στο τέλος μας είπε «ό,τι χρειαστείτε τις μέρες που θα είστε εδώ πάρτε με τηλέφωνο».
Και πέρσι είχα γράψει για την φιλοξενία και την εγκαρδιότητα που εισπράττει ξένος στην Τουρκία, ειδικά –όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο- αν είναι Έλληνας. Εδώ μπορεί κάποιος να έχει αντίθετη γνώμη, αλλά γράφω για εμπειρίες που έζησα και έζησα πολλές. Μια απ’ αυτές? στην επιστροφή, στην πόλη Bolu (το αρχαίο Βιθύνιο), ρώτησα κάποιον Τούρκο γύρω στα 50, για ένα αξιοθέατο της περιοχής. Επειδή δεν κατάλαβα ακριβώς, μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Μπρος αυτός (με τα πόδια σχεδόν τρέχοντας) πίσω εγώ με το αμάξι για τουλάχιστον πεντακόσια μέτρα, μέχρι το σημείο που δεν μπορούσα να χαθώ, όπως νόμιζε ο ίδιος, σε σημείο που ένοιωσα υπερβολικά άσχημα για την ταλαιπωρία του ανθρώπου. Το είχα ακούσει παλιότερα και από φίλη ξεναγό που πηγαίνει κάθε χρόνο Καππαδοκία, «είναι όπως οι Έλληνες την εποχή του ‘60». Εννοείται βέβαια ο απλός λαός και όχι βέβαια στην Κωνσταντινούπολη που ο τουρισμός έχει αλλοιώσει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Ο δρόμος από Σαμψούντα μέχρι Τραπεζούντα είναι παραλιακός πολύ καλός και με αρκετή κίνηση. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι τα βουνά που επεκτείνονται παράλληλα με τις ακτές (Ποντιακές Άλπεις) είναι καταπράσινα και γεμάτα ποταμούς. Μετρήσαμε μέχρι Τραπεζούντα τουλάχιστον 30 μικρά και μεγάλα ποτάμια που κατέβαιναν θολά από τα βουνά στα οποία σχεδόν κάθε μέρα βρέχει, και των οποίων οι κορυφές είναι μόνιμα σε ένα πέπλο ομίχλης. Το σκούρο γαλάζιο της θάλασσας διακόπτονταν κάθε τόσο από μεγάλες λωρίδες θολού νερού που εισέρχονταν σε βάθος χιλιομέτρων, σημάδι εκβολής κάποιου ποταμού. Επίσης εντύπωση κάνει το γεγονός ότι σε μια διαδρομή πάνω από 300 χιλιόμετρα δεν είδαμε παρά ελάχιστες οργανωμένες παραλίες, κι αυτές με ποιότητα νερών και άμμου άστα να πάνε σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα ή τα παράλια της Μικράς Ασίας. Μαύρη θάλασσα, όνομα και πράμα..
Η διαδρομή είναι πανέμορφη και κατοικήσιμη σε όλο σχεδόν το μήκος της. Μας έκαναν εντύπωση οι ατέλειωτες φυτείες φουντουκιών και από ένα σημείο και μετά τσαγιού. Ελάχιστες περιοχές δεν είχαν σπίτια. Οι πόλεις που διασχίζεις μέχρι Τραπεζούντα, διατηρούν ακόμα έντονα τα ελληνικά στοιχεία τους. Η Θέρμη, η Οινόη, την οποία αναφέρει ο Αρριανός ως αποικία της Αττικής, η αρχαία Φασιδανή, σήμερα Φάτσα, το Πολεμώνιο, ο όρμος των Βοών, που σήμερα λέγεται Περσεμπέ, τα Κοτύωρα, που σήμερα λέγονται Ορντού, τα Πλάτανα είναι οι κυριότερες απ’ αυτές. Στα Κωτύωρα, στην είσοδο της πόλης δεξιά, δεσπόζει ο ναός της Υπαπαντής κτισμένος με πωρόλιθο, ο οποίος τώρα έχει μετατραπεί σε χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων. Δίπλα είναι τα ερείπια της Ψωμιαδείου Σχολής, την οποία έκτισε ο Κωνσταντίνος Ψωμιάδης, με 3000 χρυσές λίρες Τουρκίας, το 1877 και στη γύρω περιοχή πολλά παλιά αρχοντικά που άφησαν φεύγοντας οι Έλληνες. Η θέα από εδώ είναι φανταστική. Στη συνέχεια και αφού περάσαμε την Πουλαντζάκη φτάσαμε στην Κερασούντα την πόλη της γιαγιά μου. Στην κεντρική πλατεία υπάρχει ένα μνημείο που δείχνει Πόντιους αντάρτες.
Αυτό που σου κάνει εντύπωση είναι πως πολλά στοιχεία των Ποντίων τα έχουν ενσωματώσει οι σημερινοί Τούρκοι στην ιστορία και την κουλτούρα τους, άγνωστο πως και φαίνεται να έχουν γίνει αποδεκτά απ’ όλους, όπως για παράδειγμα η ενδυμασία, οι χοροί και η ποντιακή λύρα. Πολλά κανάλια τηλεόρασης από την περιοχή Karadeniz όπως αποκαλούν την Μαύρη θάλασσα εκπέμπουν εκδηλώσεις & διάφορες γιορτές που αν δεν ξέρεις νομίζεις πως είναι καθαρά ελληνικές. Αναρωτιέσαι: Μα καλά δεν ξέρουν οι Πόντιοι κάτοικοι των περιοχών αυτών πως είναι Έλληνες που έμειναν και εξισλαμίστηκαν; Δεν αναρωτιούνται οι νεότεροι για την ιστορία της περιοχής τους, τη γλώσσα που ακόμα κάποιοι μιλούν και είναι η Ποντιακή, τα σπίτια και οι εκκλησίες που βοούν και δεν προβληματίζονται για όλα αυτά; Μου έκανε φοβερή εντύπωση πως στο γυρισμό στην Σαμψούντα, στην παραλία της γινόταν διεθνές φεστιβάλ Φολκλορικής μουσικής και χορού που είχε μάλιστα και ελληνική συμμετοχή (που δυστυχώς δεν προλάβαμε να δούμε αν και ευχόμασταν να ήταν Ποντιακή μουσική, μήπως και καταλάβουν την ιστορία τους). Η επίσημη λοιπόν συμμετοχή της Τουρκίας στο φεστιβάλ ήταν ποντιακή μουσική και χορός. Να πονάει η ψυχή σου να βλέπεις την ποντιακή ενδυμασία και τα ποντιακά όργανα κάτω από τη σημαία της Τουρκίας! Σου έρχεται να φωνάξεις με όλη σου τη δύναμη, «δεν έχετε καμιά απολύτως σχέση με τους Τούρκους και την Τουρκία εσείς, μοίρα κακή και δίσεκτα χρόνια σας κράτησαν σ’ αυτήν κι αφού σας πήραν πίστη και πατρίδα οικειοποιήθηκαν τα πάντα μήπως και ξεχάσετε την ιστορία κι απαρνηθείτε την ίδια σας τη ψυχή».
Τι δουλειά είχε το άγαλμα των Ποντίων πολεμιστών στην πλατεία της Κερασούντας; Να το δεις στη Θεσσαλονίκη, στο Κιλκίς λογικό. Εδώ όμως τι σημαίνει; Εναντίων ποιών πολέμησαν αυτοί οι αντάρτες; Ο συνειρμός λέει εναντίων των Τούρκων! Τότε τι δουλειά έχει αυτό το άγαλμα. Μήπως άλλαξαν και την ιστορία; Μάλλον, γιατί όπως διαπιστώσαμε αργότερα στην Σαφράμπολη σε μια κουβέντα που κάναμε με κάποια νέα παιδιά σε ένα εστιατόριο που φάγαμε είχαν παντελή άγνοια για Έλληνες και Πόντο. «Ρε παιδιά αυτά τα σπίτια αυτοί οι ναοί τίνος είναι;;» Όσο κι αν ακούγεται λυπηρό, οι νέοι του Πόντου, οι απόγονοι των Ποντίων που έμειναν και εξισλαμίστηκαν δηλώνουν Τούρκοι και κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα φανατικοί. Μόνον ένας γέρος στο Χόρτοκοπ μας είπε εμπιστευτικά στο αυτί όλο παράπονο «αχ πουλίμ’ κι εμείς από σας είμαστε? εσείς φύγατε, εμείς μείναμε..»
Αφού κάναμε μια βόλτα στην αγορά όπου εκτός από κεράσια –σήμα κατατεθέν της πόλης- είδαμε και πολλούς πλανόδιους να πουλάν μανιτάρια που αφθονούν στα γύρω βουνά, ανεβήκαμε στο κάστρο της στο λόφο που δεσπόζει της πόλης και ο οποίος προσφέρει μια καταπληκτική θέα όλης της περιοχής. Δυτικότερα από το κάστρο και σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων υπάρχει μια σπηλιά και λίγο πιο πέρα πινακίδα με τα «κατορθώματα» του εγκληματία Τοπάλ Οσμάν. Σύμφωνα με την ιστορία πάνω στο λόφο είχαν μαζευτεί για να προστατευθούν οι Έλληνες στα χρόνια των διωγμών. Τότε ο Οσμάν τους φωνάζει να κατεβούν κάτω με την υπόσχεση ότι δεν πρόκειται να τους πειράξει καθόλου. Αυτοί πείστηκαν κι όταν κατέβηκαν τους έβαλε σε μία εκκλησία που ήταν κάτω από το λόφο και τους έκαψε. Η πόλη έχει και μουσείο δίπλα στον κεντρικό δρόμο το οποίο είναι ο πρώην Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου και ένα από τα εκθέματα είναι και ο σφαγιαστής των κατοίκων της Κερασούντας Τοπάλ Οσμάν για τον οποίο πολλοί Τούρκοι ντρέπονται σήμερα.
Κατεβαίνοντας από τον λόφο και σύμφωνα με τις περιγραφές που είχα ακούσει αναζήτησα το σπίτι της γιαγιάς μου. Μετά από αρκετή αναζήτηση γιατί η πόλη έχει αλλάξει πάρα πολύ σε σχέση μ’ αυτά που ήξερα, βρήκαμε ένα που ταίριαζε πάρα πολύ στις περιγραφές, σε κακή κατάσταση και το οποίο παραδόξως κατοικούνταν ακόμα από κάτι φουκαράδες Τούρκους. Στη μικρή κουβέντα που κάναμε μαζί τους επιβεβαίωσαν πως το σπίτι ήταν ελληνικό. Εμφανώς συγκινημένοι φύγαμε.
Αφού περάσαμε την Έσπιε, την κωμόπολη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η Ταμάμα, η οποία έζησε τη ζωή της ως Τουρκάλα στην Άγκυρα και της οποίας η ιστορία διασώθηκε από τον Ανδρεάδη και την Τρίπολη, φτάσαμε στα Πλάτανα (σημερινά Akcaabat) όπου σταματήσαμε για φαγητό που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά τα περίφημα κεφτεδάκια της περιοχής. Τα Πλάτανα αποτελούν σχεδόν προάστιο της Τραπεζούντας στην οποία φτάσαμε αργά το βράδυ. Το ξενοδοχείο ήταν ένα δρόμο πίσω από την κεντρική πλατεία της πόλης, κάτι που βοήθησε αρκετά στις ατέλειωτες ώρες που την περπατήσαμε. Τραπεζούντα! Η χιλιοτραγουδισμένη πόλη των Ποντίων! Μετά από 1700 χιλιόμετρα, επιτέλους ήμασταν στην καρδιά και την ψυχή του Πόντου...
Την επόμενη ημέρα σηκωθήκαμε πρωί γιατί εκτός από την επίσκεψη στην Παναγία Σουμελά θα ψάχναμε να βρούμε το σπίτι του παππού μου στο Χόρτοκοπ. Πράγματι, αναχωρήσαμε για την Ματσούκα, αλλά είπαμε πρώτα μιας και ήταν στο δρόμο μας να επισκεφτούμε τη μονή του Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα. Ο καιρός ήταν βροχερός και θύμιζε δικό μας Νοέμβρη. Αφού ρωτήσαμε κάποιον σε ένα παντοπωλείο μας υπέδειξε το δρόμο για το μοναστήρι. Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα ιδρύθηκε το 752 μ.Χ. στο όρος Πυργί στην περιοχή Γαλλίαινα της Ματσούκας, 30 χλμ. Ν.Α. από την Τραπεζούντα. Ονομάστηκε Περιστερεώτα, γιατί κατά την παράδοση τρία περιστέρια οδήγησαν τους ισάριθμους ιδρυτές μοναχούς από τα δάση των Σουρμένων, απόσταση 50 χλμ. από την τοποθεσία της Μονής. Η Μονή αφού πέρασε από πολλά στάδια δόξας και παρακμής, λειτούργησε για έντεκα και πλέον αιώνες διαδραματίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και διατήρηση της ελληνοχριστιανικής συνείδησης, ερημώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1923 και οι εναπομείναντες μοναχοί, ακολουθώντας τη μοίρα του υπολοίπου ελληνισμού πέρασαν στην Ελλάδα.
Ο δρόμος όμως όσο πήγαινε εν τω μεταξύ χειροτέρευε. Από άσφαλτος που ήταν στην αρχή έγινε χωματόδρομος γεμάτος νεροφαγώματα τα οποία ήταν γεμάτα από το νερό της βροχής που έπεφτε αδιάκοπα. Καθώς ψάχναμε πινακίδες και βλέπαμε στο χάρτη μας προσπέρασε ένα παλιό μίνιμπας που λίγο παρακάτω σταμάτησε κι όπως το πλησιάζαμε ο οδηγός μας έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσουμε. Πράγματι σταματήσαμε δίπλα του και είδαμε έναν κύριο γαλανομάτη γύρω στα 60 με τη κόρη του δίπλα η οποία φορούσε μαντήλα να μας ρωτάει μήπως χρειαζόμαστε κάποια βοήθεια. Του εξηγήσαμε τι ψάχναμε και προθυμοποιήθηκε να μας οδηγήσει μέχρι ένα σημείο. Τον ακολουθήσαμε μέσα από μια πανέμορφη διαδρομή με φαράγγια ποτάμια & καταρράκτες, αλλά με έναν δρόμο που ολοένα στένευε και ανέβαινε προς την κορυφή του βουνού γεμάτο λακκούβες και λάσπες.
Μετά από κάμποση ώρα σταμάτησε σ’ ένα μέρος όπου ήταν το σπίτι του και προθυμοποιήθηκε να στείλει το γιό του ή τη γυναίκα του μαζί μας να μας πάει μέχρι το μοναστήρι. Αρνηθήκαμε ευγενικά αλλά αυτός επέμενε. Αφού του είπαμε πάλι ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει μας έδωσε το κινητό του σε περίπτωση που χαθούμε ή χρειαστούμε κάτι να τον πάρουμε τηλέφωνο. Κάτω από το νούμερο έγραψε το όνομά του, Vaisel. Τον ρωτήσαμε «Πόντιος είσαι;» Έσκυψε πιο κοντά στο τζάμι, «ναι είπε, και το όνομα Vaisel είναι από το Βασίλης». Τότε, εκδηλώθηκε ακόμα περισσότερο και αφού είπαμε πολλά μας αποχαιρέτισε με δάκρυα στα μάτια.
Συνεχίσαμε κάμποσο για το μοναστήρι έως ένα σημείο όπου ο δρόμος γινόταν πολύ κατηφορικός και φοβήθηκα να κατέβω μήπως κολλήσω στην επιστροφή λόγω της λάσπης. Άφησα το αμάξι σε ένα από τα λίγα μέρη που είχε λίγο πλάτος ο δρόμος φορέσαμε κάτι πρόχειρα αδιάβροχα και συνεχίσαμε με τα πόδια. Μετά από λίγη ώρα, χωρίς το μοναστήρι να φαίνεται πουθενά και έχοντας γίνει στο μεταξύ μούσκεμα στα πόδια αποφασίσαμε με βαριά καρδιά να γυρίσουμε πίσω. Βγήκαμε στον κεντρικό για Ματσούκα και από κει ανηφορήσαμε για Παναγία Σουμελά.
Δεν χρειάζεται να πω τίποτα για το μοναστήρι αυτό παρά μόνο πως ήταν είναι και θα είναι το αιώνιο σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού. Ήταν Σάββατο όταν πήγαμε και ο δρόμος ήταν γεμάτος τούρκικα αυτοκίνητα, λεωφορεία και ντολμούζ που ανηφόριζαν προς τη μονή. Σε κάποια στιγμή ξέσπασε μια πολύ δυνατή βροχή σε σημείο που όλα τα αυτοκίνητα ακινητοποιήθηκαν μέχρι να σταματήσει. Πλημμύρισαν τα πάντα. Ο δε ποταμός Πυξίτης μούγκριζε δίπλα μας φουσκωμένος από τα νερά της βροχής. Φτάσαμε τελικά στη μονή όπου γινόταν το αδιαχώρητο. Με χίλια ζόρια βρήκα μέρος να παρκάρω κι ανηφορίσαμε για τη μονή. Το ήξερα και από παλιά αλλά αν δεν το δεις δεν το πιστεύεις. Λόγω προφανώς και της ημέρας εκατοντάδες Τούρκοι ανέβαιναν προς τη μονή κάθε ηλικίας, μέχρι και ανάπηροι. Ο δρόμος είναι μονοπάτι γεμάτος ρίζες απ’ τα δένδρα που είναι δεξιά και αριστερά, σκαλοπάτια και βαρύς ανήφορος για τέτοια άτομα. Αναρωτήθηκα: Έρχονται να δουν ένα αξιοθέατο ως τουρίστες ή ως προσκυνητές; Δεν μπόρεσα να δώσω απάντηση. Πάντως είδα αρκετές τουρκάλες στο Ναό να μουρμουρίζουν λόγια προσευχής προς την Παναγία. Τι να πεις;; Τούρκοι ή Έλληνες κρυπτοχριστιανοί; Ο Θεός κι η ψυχή τους..
Και μόνο για την Παναγία Σουμελά αξίζει να κάνει κάποιος ένα ταξίδι στον Πόντο. Σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του όρους Μελά σκαμμένη σε έναν απόκρημνο βράχο σε ένα άγριο και απόκοσμο περιβάλλον σε πιάνει δέος και μόνο που τη βλέπεις. Αν μάλιστα σκεφτείς πως η ιστορία της μονής, ιστορία πόνου και δακρύων είναι συνυφασμένη με την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού δύσκολα μπορείς να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου.
Φύγαμε για το χωριό του παππού μου το Χόρτοκοπ. Φυσικά τώρα έχει άλλο όνομα και δυσκολευτήκαμε να το βρούμε γιατί ήταν δύο χωριά, το Άνω & το Κάτω Χόρτοκοπ. Στο δρόμο έξω από ένα χωριό ρωτήσαμε δύο κυρίους που προθυμοποιήθηκαν να μας βοηθήσουν. Μας κάλεσαν στο καφενείο του χωριού, μας κέρασαν τσάι και θα καλούσαν έναν Πόντιο που ήξερε καλά τα ποντιακά να μας βοηθήσει. Αφού ο ένας πήρε πολλά τηλέφωνα να τον βρει, δυστυχώς μας είπε ότι ήταν σ’ έναν γάμο στη Ματσούκα όπου έπαιζε λύρα. Τότε τηλεφώνησε σε έναν άλλο Πόντιο που ήξερε το Χόρτοπ. Μπήκαν στο αμάξι τους και μας είπαν να τους ακολουθήσουμε να τον βρούμε. Για περίπου 10 χιλιόμετρα μπρος αυτοί πίσω εμείς φτάσαμε σε ένα άλλο πρώην ποντιακό χωριό πάλι στο καφενείο, όπου μας γνώρισαν τον Μουράτ και έναν άλλο ηλικιωμένο κύριο που ήξερε πολύ καλά τα ποντιακά. Φεύγοντας μαζί με τον Μουράτ για να μας δείξει το χωριό και το σπίτι του παππού μου (όπως του το περιέγραψα) χαιρετήσαμε και ευχαριστήσαμε τους δύο κυρίους που μας οδήγησαν στον Μουράτ και όλους όσοι ήταν στο καφενείο. Λίγο πριν φύγουμε έσκυψε ο παππούς και μου είπε με πολύ πόνο «Αχ πουλίμ, εμείς πα απ’ εσάς είμες. Αλλά επόμναμ αδά κες άμον σάαψουζ και ένουμνες Τουρκάντ» (Αχ πουλάκι μου κι εμείς από σας είμαστε. Αλλά μείναμε εδώ σαν ορφανά και γίναμε Τούρκοι)..
Πολύ συγκινήθηκα. Τόσο που δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Είχα για άλλη μια φορά μπροστά μου (μετά τον Βασίλη) έναν που αποτελούσε ζωντανό κρίκο στην αλυσίδα του τότε και του τώρα πριν η μοίρα μας χωρίσει σ’ αυτούς και σε μας. «Ανάθεμα σ’ αυτούς που έγιναν αιτία και χάθηκαν τόσοι άνθρωποι και τόσες πατρίδες» όπως έλεγε η γιαγιά μου. Πολύ άτυχη η γενιά των παππούδων μου και δύσκολα τα χρόνια των γονιών μου..
Συνεχίσαμε τον δρόμο βόρεια με τον Μουράτ να μας καθοδηγεί. Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα τόσο στενούς δρόμους να χάσκουν δίπλα σε γκρεμούς. Ίσα που χώραγε ένα αυτοκίνητο κι αυτό σε διαδρομή χιλιομέτρων. Αν ερχόταν κάποιος από απέναντι θα έπρεπε ο ένας να κάνει πολύ ώρα όπισθεν για να βρεθεί λίγος χώρος να περάσει ο άλλος. Ευτυχώς όμως κανείς δεν ήρθε. Η θέα όμως καταπληκτική (όσο μπορούσα βέβαια να δω γιατί είχα το νου μου στον δρόμο. Σύριζα στο γκρεμό πήγαινα..). Θεόρατα βουνά μέσα στα σύννεφα και αλπική καταπράσινη βλάστηση. Δύσκολη όμως η ζωή για τους κατοίκους της. Όπως φαίνεται οι Πόντιοι για τον φόβο των Τούρκων ανέβηκαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν για να νοιώθουν ασφαλείς. Τελικά φτάσαμε στο χωριό και ο Μουράτ μας οδήγησε στην περιοχή όπου έπρεπε, σύμφωνα πάντα με τις περιγραφές που είχα ακούσει να ήταν το σπίτι του παππού μου. Μέσα από ένα καλντερίμι γεμάτο χόρτα μας έδειξε ένα ερειπωμένο σπίτι που το είχαν τυλίξει γύρω γύρω χόρτα μέχρι την οροφή. Αυτό πρέπει να είναι μας είπε. Έμεινα για κάμποση ώρα χωρίς να πω λέξη. Ίσως ήταν ίσως όχι, όπως άλλωστε και στην Κερασούντα, σημασία για μένα όμως είχε πως με μιας πήραν σάρκα και οστά όλα όσα είχα ακούσει από τον παππού μου. Το φανταστικό έγινε πραγματικό, ένα όνειρο ζωής εκπληρώθηκε. «Έλα να σου δείξω και μια από τις εκκλησίες του χωριού» είπε ο Μουράτ. Ό,τι είχε απομείνει από την εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη, ήταν τέσσερεις τοίχοι, κι αυτοί σχεδόν γκρεμισμένοι γεμάτη χόρτα και δέντρα που φύτρωσαν μέσα. Εκείνη την ώρα απορημένες ήρθαν και δυο τουρκάλες κοντά μας και προθυμοποιήθηκαν να μας φιλοξενήσουν. Φτώχεια και πάλι φτώχεια. Με εξαίρεση τα χωριά της Τόνιας, τα χωριά της περιοχής Ματσούκας και Σάντας είναι σαν τα δικά μας την εποχή του 50 κι ακόμα παραπίσω. Να βλέπεις γυναίκες να κουβαλούν χόρτα φορτωμένες σαν ζώα και να κάνουν γεωργικές εργασίες με εργαλεία που ούτε στο τελευταίο χωρίο μας δεν υπάρχουν πλέον. Στην Σαμψούντα όταν καλέσαμε μια Τουρκάλα με την οποία γνωριστήκαμε να έρθει στην Ελλάδα μας είπε: «Εμείς δεν είμαστε σαν κι εσάς που μπορείτε να ταξιδεύετε. Αν μπορέσουμε να κάνουμε ένα σπίτι και να βγάζουμε το καθημερινό φαγητό, μας φτάνει..»
Έρημα χωριά με λίγους ηλικιωμένους κατοίκους χαμένα στις απόκρημνες πλαγιές των Ποντιακών Άλπεων, με κατ’ ευφημισμό δρόμους και υποδομές, τις πιο πολλές μέρες του χρόνου χαμένα στα σύννεφα και τις βροχές. Αν Ιούλιο μήνα είχε ομίχλες και βροχές, Δεκέμβριο τι έχει; Αφήσαμε τον Μουράτ στο καφενείο του χωριού που τον πήραμε, τον ευχαριστήσαμε εγκάρδια για τη βοήθεια και τον κόπο του και φύγαμε για Τραπεζούντα γιατί στο μεταξύ είχε ήδη νυχτώσει.
Πρωί της επόμενης αποφασίσαμε να πάμε στο Ουζούνγκιολ. Περάσαμε τα Σούρμενα και στρίψαμε δεξιά παράλληλα με τον Όφι ποταμό κι αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε στις Ποντιακές Άλπεις. Η διαδρομή είναι πανέμορφη. Παντού νερά. Δεν υπήρχε μικρή ή μεγάλη χαράδρα να μη κυλούν νερά. Τόσους μικρούς ή μεγάλους καταρράκτες δεν είχα δει πουθενά. Το Ουζούνγκιολ είναι ένα πανέμορφο χωριό, αξιοποιημένο τουριστικά με ξύλινα ξενοδοχεία και ταβέρνες, στις όχθες μιας λίμνης που σχηματίζεται από έναν ποταμό που έρχεται από τα βουνά, γεμάτο πέστροφες. Συνεχίσαμε τον χωματόδρομο μετά τη λίμνη προς τα παρχάρια (καλοκαιρινοί βοσκότοποι) και βλέπαμε ανθρώπους να έχουν κατασκηνώσει δίπλα στο ποτάμι και αρκετούς να ψαρεύουν.
Επιστρέψαμε απόγευμα Τραπεζούντα και είπαμε να δούμε τα «κλασικά» αξιοθέατα της πόλης αρχίζοντας από την Αγία Σοφία. Χτίστηκε τον 13ο αιώνα από τους Μεγάλους Κομνηνούς με πρότυπο την Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης και διακοσμείται με θαυμάσιες τοιχογραφίες και μωσαϊκά, εξαιρετικά δείγματα τέχνης της εποχής της, διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο. Δίπλα από το Ναό σώζονται ερείπια ενός αρχαίου Ναού προς τιμήν του Απόλλωνα. Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στη βίλλα Καππαγιαννίδη, κι αυτή μουσείο, την οποία σύμφωνα με μια επιγραφή που υπάρχει στην είσοδο μετά την εκδίωξη των Ποντίων την αγόρασε και διέμενε ελάχιστα εκεί ο Κεμάλ. Επισκεφθήκαμε επίσης τους Ναούς της Παναγίας Χρυσοκέφαλου & Αγίου Ευγενίου, πολιούχου της Τραπεζούντας που σήμερα και οι δυο έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, το Φροντιστήριο Τραπεζούντας που ακόμη και σήμερα λειτουργεί σαν σχολείο και το κτίριο της «Μέριμνας Ποντίων Κυριών» που είναι δίπλα του. Τέλος, ανεβήκαμε στο Μποζ τεπέ, έναν λόφο απ’ όπου έχει κανείς μια πανοραμική άποψη της πόλης και που σήμερα είναι γεμάτος καφετέριες με πολύ κόσμο.
Την επόμενη ημέρα είπαμε να επισκεφτούμε τα χωριά της Σάντας. Μια ιδέα που αποδείχθηκε κακή γιατί ενώ μας είχαν προειδοποιήσει πως ο δρόμος ήταν άσχημος, είπαμε να το ρισκάρουμε και να πάμε. Στην αρχή είναι άσφαλτος κι αυτό σε ξεγελάει, μετά γίνεται βατός χωματόδρομος, μετά κακός και μετά άστα να πάνε. Μέχρι να φτάσεις όμως στο άστε να πάνε έχεις κάνει ήδη πολλά χιλιόμετρα και τελικά μένεις με την πικρή γεύση ότι πήγες μέχρι την πηγή αλλά νερό δεν ήπιες. Να τονίσω εδώ ότι ο δρόμος μετά την άσφαλτο είναι έρημος και αγριεύεσαι. Μόνος στο πουθενά. Τα πρακτορεία δεν έρχονται εδώ, ούτε στα μοναστήρια του Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα και Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα γιατί απλά δεν υπάρχουν βατοί δρόμοι. Η μόνη λύση είναι να νοικιάσεις τζιπ, αλλιώς δεν βγαίνεις με τίποτα. Η διαδρομή ήταν πάντως η πιο όμορφη απ’ όλες όσες είχαμε δει μέχρι τότε με τα γνωστά (νερά ποτάμια καταρράκτες και αλπική βλάστηση) αλλά και έρημα σχεδόν χωριουδάκια χαμένα στο πουθενά με πολύ λίγους κατοίκους κι ακόμα πιο λίγα παιδιά. Πριν γυρίσουμε μετρήσαμε 5 χωριά και μόνο σε ένα υπήρχε σχολείο. Είχαμε πάρει καραμέλες κι όπου βρίσκαμε παιδιά τα καλούσαμε και τους δίναμε. Τα πιο πολλά δεν έπαιζαν αλλά ασχολούνταν με κάποια γεωργική εργασία.
Στο σημείο που αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω ο δρόμος ήταν γεμάτος φυτευτή πέτρα σαν μαχαίρια κι ούτε με 5 χιλ. δεν μπορούσες να προχωρήσεις. Στο μεταξύ κάποια μικρά ποταμάκια περνούσαν μέσα από το δρόμο κι επειδή στο μεταξύ είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει είπαμε να γυρίσουμε μη τυχόν και δυναμώσει η βροχή και μας κόψει το ποτάμι το δρόμο κι άντε να βγεις μετά από κει. Τα χωριά της Σάντας είναι ασυζητητί τα πιο απόμακρα και εγκαταλελειμμένα. Εντυπωσιάζεσαι από την αγριότητα του τοπίου και θαυμάζεις τους ανθρώπους να έζησαν και ζουν ακόμα εκεί. Γυρνώντας είπαμε να πάμε στην αρχαιότερη μονή του Πόντου, τον Αγ. Ιωάννη τον Βαζελώνα. Κι αυτή η ιδέα αποδείχθηκε κακή γιατί ο δρόμος (που λέει ο λόγος..) ενώ ξεκινάει βατός χωματόδρομος, μετά από ένα σημείο κι ενώ σκαρφαλώνει συνέχεια προς την κορυφή του βουνού και δεξιά το χάος, γίνεται τόσο στενός που ίσα ίσα χωράει ένα αμάξι. Έχει μόνο τις ροδιές και στη μέση χόρτα τουλάχιστον 10 εκατοστά ύψος. Αφού «βρήκε» το αυτοκίνητο από κάτω δυο-τρεις φορές, βρήκαμε ένα μέρος με όσο πλάτος χρειαζόταν και με πολύ προσπάθεια κάναμε επιτόπου μανούβρα και να γυρίσουμε. Μόνο με τζιπ τελικά. Απλά σου μένει η αίσθηση του ανικανοποίητου γιατί ενώ μπαίνεις σε μια διαδικασία και κάνεις πολλά χιλιόμετρα τελικά δεν πετυχαίνεις το στόχο σου. Για την ιστορία πάντως, στη ζωή μου δεν έχω οδηγήσει ποτέ σε στενότερους και χειρότερους δρόμους. Το μόνο που εύχεσαι εκεί είναι να μη σου έρθει άλλος από απέναντι. Ούτε ποδήλατο δεν χωράει δίπλα σου και τα ανοίγματα για δεύτερο αμάξι (σε απόσταση χιλιομέτρων) είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Στο γυρισμό, αφού βγάλαμε την απαραίτητη φωτογραφία στης «τρίχας το γιοφίρ» που συνδέεται με θρύλο όμοιο περίπου μ’ αυτόν του γεφυριού της Άρτας σταματήσαμε για φαγητό στη Ματσούκα σε μια ταβέρνα δίπλα στο ποτάμι. Το πιο ακριβό που φάγαμε και το μαγαζί από καθαριότητα μια αηδία.. Τελικά αποδεικνύεται αληθινό το αξίωμα που λέει μακριά από τουριστικά μέρη. (Η Ματσούκα είναι στο δρόμο για Παναγία Σουμελά).
Την επόμενη, που ήταν και η τελευταία ημέρα στην περιοχή της Τραπεζούντας, είπαμε να επισκεφτούμε τα χωριά της Τόνιας, όπου πολλοί μιλούν ακόμα Ελληνικά (κι αλλού μιλούν, αλλά εδώ περισσότερο από κάθε άλλο μέρος, γι’ αυτό τα αποκαλούν τα ελληνόφωνα χωριά της Τόνιας.) Φύγαμε με κατεύθυνση δυτικά και στη συνέχεια στρίψαμε νότια ανεβαίνοντας πάλι προς τις Ποντιακές Άλπεις. Δίπλα μας έρρεε ένα ακόμα ποτάμι, το τοπίο πάλι φανταστικό και τα χωριά χαμένα στην ομίχλη. Ευτυχώς ο δρόμος εδώ ήταν καλός. Φτάσαμε στην Τόνια και στην κεντρική πλατεία πιάσαμε κουβέντα με κάποιους σχετικά νέους στα Ποντιακά! «Εμείς από σας είμαστε» μας είπαν. Τι να πεις; 1700 χιλιόμετρα στα βάθη της Τουρκίας και νομίζεις πως βρίσκεσαι σε ελληνικό ποντιακό χωριό! Φύγαμε για Αλεξάνδρεια (Ισκεντερλίκ), όπου είναι το πιο ελληνόφωνο χωριό του Πόντου, πράγμα το οποίο επιβεβαιώσαμε μετά από λίγο.
Να πούμε εδώ πως σε όλη την περιοχή του Πόντου ξεχωρίζεις αμέσως σχεδόν ποιοι είναι Πόντιοι και ποιοι όχι, γιατί οι πιο πολλοί Πόντιοι έχουν τα κραυγαλέα χαρακτηριστικά της φυλής που κόβεις το κεφάλι σου ότι δεν είναι Τούρκος. Εδώ το είδαμε εντονότερα από κάθε άλλο μέρος. Θα έλεγες πως ο πληθυσμός είναι αμιγής ποντιακός. Μάλιστα εδώ για πρώτη φορά είδαμε ηλικιωμένες γυναίκες με τη χαρακτηριστική έγχρωμη ποντιακή ριγωτή ποδιά.
Στην είσοδο του χωριού βρήκαμε μια νέα γυναίκα με το παιδάκι της, της μίλησα ποντιακά κι αυτή μου απάντησε. Είπε πως ο άντρας της είναι Πόντιος αλλά η ίδια δεν τα μιλάει πολύ καλά. Μας έστειλε λίγο πιο κάτω όπου ήταν μια οικογένεια που τα μιλούσε άπταιστα. Σταματήσαμε και κατεβήκαμε από το αμάξι, ήρθε και η νεαρή γυναίκα και πιάσαμε καλή κουβέντα στα Ποντιακά! Μας είπε πως η κόρη της κάνει διδακτορικό στην Αθήνα και θέλησαν να μας κεράσουν τσάι. Αφού είπαμε πολλά σε πολύ εγκάρδιο κλίμα, μπήκαμε στο χωριό, το οποίο ήταν από τα πιο «ζωντανά» χωριά που είδαμε. Το ανάγλυφο του εδάφους εδώ δεν είναι τόσο τραχύ όσο στα χωριά της Ματσούκας και της Σάντας, και υπάρχουν μικρά επίπεδα που οι άνθρωποι καλλιεργούσαν αγροτικά προϊόντα, κυρίως καλαμπόκια. Εντύπωση μας έκανε κι εδώ πάντως το γεγονός ότι άντρα να δουλεύει στα χωράφια δεν είδαμε, παρά μόνο γυναίκες και μάλιστα φορτώνονταν σαν ζώα βαριά φορτία που τα κουβαλούσαν απ’ τα χωράφια στα σπίτια τους. Επίσης, ενώ ήταν μικρές έδειχναν τουλάχιστον 10 με 15 χρόνια μεγαλύτερες απ’ ότι ήταν.
Σε έναν δρόμο του χωριού είδαμε έναν άντρα γύρω στα 60 που μόλις κατάλαβε πως είμαστε Έλληνες μόνο που δεν έκλαιγε και μας παρακαλούσε να πάμε σπίτι του να φάμε. Τέτοια επιμονή δεν την ξανασυνάντησα πουθενά. Πρώτη φορά μας έβλεπε και μας φέρθηκε λες και ήμασταν γνωστοί από χρόνια. Αφού τον ευχαριστήσαμε θερμά και του είπαμε πως δεν είχαμε χρόνο (με όποιον μιλήσαμε στον Πόντο, το πρώτο που σου έλεγε ήταν να σε κεράσει τσάι και να σε φιλοξενήσει..), προχωρήσαμε λίγο πιο κάτω όπου ήταν μια νέα και μια ηλικιωμένη γυναίκα που μόλις άκουσαν να μιλάμε ποντιακά μας πλησίασαν και μας καλωσόρισαν. Το τι χαρά έκαναν δεν περιγράφεται. Τι δεν είπαμε, όλα στα ποντιακά! Σε λίγο ήρθε και μια ακόμα νεαρή γυναίκα φορτωμένη χόρτα που σταμάτησε έτσι φορτωμένη και συμμετείχε κι αυτή στη συζήτηση! Ήταν η πιο περιεκτική κουβέντα που κάναμε στον Πόντο. Μιλήσαμε για τα ήθη και έθιμα, για την ιστορία για τις δουλειές και γενικά για τη ζωή και τα βάσανά τους. Στο τέλος, φορτικά επέμεναν να μείνουμε να μας φιλοξενήσουν, μας παρακαλούσαν σχεδόν, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον και αφού χαιρετηθήκαμε σχεδόν μετά δακρύων φύγαμε.
Τι να πεις.. Μια Ελλάδα ξεχασμένη στα βάθη της Τουρκίας. Μια Ελλάδα που σιγά σιγά χάνεται όπως τα χωριά στην ομίχλη του χρόνου και της λήθης. Αμφιβάλλω αν η επόμενη γενιά μιλάει εκεί Ποντιακά. Με αυτή την έννοια νοιώσαμε πάρα πολύ τυχεροί που βρήκαμε τα τελευταία λείψανα ενός λαού που σχεδόν αφομοιώθηκε από τους Τούρκους. Όταν γύρισα Ελλάδα κάποιος με τον οποίο μοιράστηκα αυτές τις σκέψεις μου μίλησε για πολλούς Πόντιους κρυπτοχριστιανούς με ελληνική συνείδηση που γνωρίζουν την ιστορία κλπ. κλπ. Μακάρι να είναι έτσι, αλλά προσωπικά έχω την αίσθηση ότι αυτοί είναι «οι τελευταίοι των Μοϊκανών», τα απομεινάρια μιας ένδοξης ιστορίας και ενός λαού που αφομοιώθηκε σχεδόν ολότελα από τους Τούρκους. Και τι μπορούσαν άλλωστε να κάνουν; Αφού έμειναν οι πρόγονοί τους, δεν είχαν άλλη επιλογή. Κι αν στην αρχή κρατούσαν την ελληνικότητά τους, στο διάβα των χρόνων ξεθώριασε και το μόνο που έμεινε είναι ίχνη της γλώσσας (στους πιο μεγάλους), η λύρα κι οι Ποντιακοί χοροί, τα οποία η Τουρκία θεωρεί πλέον δικά της, μέρος της πολιτιστικής της κληρονομιάς και της κουλτούρας της, όπως με πολύ λύπη είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε την επομένη ημέρα, στη διάρκεια ενός διεθνούς φεστιβάλ φολκλορικής μουσικής και χορών που διεξάγονταν στην παραλία της Σαμψούντας.
Σαμψούντα! Μετά την Τραπεζούντα, η δεύτερη κατά τη γνώμη μου πιο όμορφη πόλη του Πόντου (εξαιρείται φυσικά η Αμάσεια..). Μνημεία πολλά δεν έχει να δεις σαν την Τραπεζούντα, αλλά παντού βλέπεις σπίτια και κτίσματα που βοούν ότι ήταν ελληνικά. Αφού κάναμε μια βόλτα στην αγορά κατευθυνθήκαμε στην πανέμορφη παραλία της όπου διεξάγονταν διεθνές φεστιβάλ φολκλορικής μουσικής και χορών, με ελληνική συμμετοχή την οποία δεν προλάβαμε δυστυχώς, αλλά όπως είπα στην αρχή ευχόμουν να ήταν με Ποντιακά τραγούδια. Όταν ήρθε η σειρά της Τουρκίας, βγήκαν χορευτές με ποντιακή στολή και ποντιακά τραγούδια μέσα σε έξαλλα χειροκροτήματα και επιφωνήματα.
Το έγραψα και στην αρχή. Ήταν η χειρότερη εμπειρία μου σ’ αυτό το ταξίδι. Κάθε που τους έβλεπα ένοιωθα μια μαχαιριά μέσα μου και μια ανείπωτη θλίψη και μελαγχολία. Κάποιος στην Ελλάδα μου είπε πως «οι Τούρκοι σκέφτηκαν πολύ έξυπνα σ’ αυτό το θέμα. Πίστη και πατρίδα μπορείς σε βάθος χρόνου να σβήσεις, αλλά ήθη και έθιμα πολύ δύσκολο. Τους άφησαν λοιπόν στολή, τραγούδια, όργανα και χορούς και με πολύ τέχνη και προσπάθεια τα ενσωμάτωσαν στην τούρκικη κουλτούρα και παράδοση και τα παρουσιάζουν σαν δικά τους». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι τον σημερινό πρωθυπουργό της Τουρκίας που είναι Πόντιος, όταν επισκέφτηκε την ιδιαιτέρα του πατρίδα στην περιοχή της Ριζούντας, τον υποδέχθηκαν με λύρα! Σκεφτείτε: έναν εξισλαμισμένος Πόντιος, πρωθυπουργός της Τουρκίας! Κι όταν η αντιπολίτευση ανακίνησε το θέμα της ελληνικότητας των προγόνων του, αρνήθηκε μετά βδελυγμίας και παρουσιάζεται σήμερα πιο Τούρκος απ’ τους Τούρκους!
Δίπλα μας εκεί που βλέπαμε την εκδήλωση ήρθε ένα ζευγάρι νέων σχετικά Τούρκων (η γυναίκα παραδοσιακή μουσουλμάνα) με τρία παιδιά και πιάσαμε κουβέντα. Αφού τους είπαμε τον σκοπό του ταξιδιού μας και είπαμε πολλά, στο τέλος πολύ ευγενικά μας προσκάλεσαν να μείνουμε στο σπίτι τους για ύπνο! «Έχουμε μεγάλο σπίτι, θα σας βολέψουμε μια χαρά, μην ανησυχείτε!» Τους ευχαριστήσαμε αλλά έχουμε κλείσει ξενοδοχείο τους είπαμε. Όταν έφυγαν, ήρθε μετά από λίγο μια άλλη Τουρκάλα γύρω στα 45 κι αφού πιάσαμε και μ’ αυτήν κουβέντα, στο τέλος, σαν να μας έλεγε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου είπε: «ελάτε σπίτι μου να μείνετε το βράδυ!» Αφού της είπαμε ό,τι και στο ζευγάρι, ξαναείπε: «ελάτε τουλάχιστον αύριο το πρωί να πιείτε ένα τσάι και μετά φεύγετε..» Τι να πεις;; Έχω κάνει πολλά ταξίδια ανά τον κόσμο, αλλά αυτό πουθενά! Σε μια δημοσίευση ενός ζευγαριού Θεσσαλονικιών δημοσιογράφων που έκανε το γύρο του κόσμου με τζιπ, διάβασα πως οι πιο φιλόξενοι άνθρωποι που συνάντησαν ήταν στον Ιράν! Και στην Τουρκία θα πρόσθετα εγώ.
Την άλλη ημέρα φύγαμε με προορισμό το Bolu όπου και θα διανυκτερεύαμε. Πριν φτάσουμε εκεί κάναμε μια παράκαμψη 50 χιλιομέτρων βόρεια για να επισκεφτούμε τη Σαφράμπολη, ποντιακή πόλη που δυστυχώς δεν την συμπεριλαμβάνουν τα πρακτορεία που ταξιδεύουν στον Πόντο, αλλά που αξίζει απόλυτα να τη δει κανείς. Ο λόγος είναι ότι σώζεται ολόκληρη η παλιά πόλη με τα ελληνικά αρχοντικά, τα οποία μάλιστα έχουν αναπαλαιωθεί με τη φροντίδα της Unesco, η οποία την έχει ανακηρύξει διατηρητέο οικισμό. Εκεί φάγαμε σε ένα ελληνικό αρχοντικό που είχε μετατραπεί σε ταβέρνα και μιλήσαμε με 2 πολύ εκδηλωτικούς και γεμάτους περιέργεια νέους σερβιτόρους που απόρησαν που είδαν Έλληνες στα μέρη τους με τους οποίους μιλήσαμε για ιστορία. Αγνοούσαν τα πάντα! Εκεί είναι που τους είπα, «ρε παιδιά, αυτά τα σπίτια και οι εκκλησίες τίνος ήταν και που είναι τώρα;».
Αν και έχει λίγο ρίσκο γιατί στον Πόντο λόγω της ιστορίας και της επίσκεψης πολλών Ελλήνων Ποντίων δραστηριοποιείται ιδιαίτερα η τούρκικη μυστική αστυνομία (μου το είχε πει από την Ελλάδα, άνθρωπος που είχε μπλεξίματα μαζί τους), δεν άντεξα, έβγαλα στυλό και άρχισα να γράφω στο τραπεζομάντιλο μιλώντας μάλιστα λίγο πιο έντονα απ’ όσο έπρεπε: «Λοιπόν παιδιά, από τότε κατοικήθηκαν αυτά τα μέρη από τους αρχαίους Έλληνες. Αυτά ήταν αποικίες, αυτά ήταν έτσι, αυτά ήταν αλλιώς» και δώστου να γράφω ημερομηνίες στον τραπεζομάντιλο. «Αυτά όλα παλικάρια τέλειωσαν στο 22 με 23 με το διωγμό των Ποντίων και την ανταλλαγή. Όλα όσα βλέπετε γύρω σας και πολλά άλλα στον Πόντο είναι ελληνικά. Ιδιαίτερα απ’ αυτή την πόλη όσοι έφυγαν κατοικούν ως επί το πλείστον στην Αθήνα». Έμειναν με το στόμα ανοιχτό.. Το ίδιο αντιμετωπίσαμε και στο Bolu σε μια παρέα νέων που είχαν κατασκηνώσει σε μια λίμνη στο βουνό. Αφού μας ρώτησαν από πού ήμασταν και γιατί ήρθαμε στον Πόντο, τους εξηγήσαμε χαρτί και καλαμάρι τα πάντα, μόνο που τις ημερομηνίες τις γράφαμε με κλαδί στο χώμα. Κι αυτοί έμειναν άγαλμα. Τέτοια πράγματα δεν μάθαμε στο σχολείο μας είπαν. Τι τους μαθαίνουν; Πώς δικαιολογούν τόση Ελλάδα στα μέρη τους; Μια μεγάλη επιθυμία που μου γεννήθηκε ήταν να διαβάσω τα τούρκικα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία να δω από περιέργεια τι γράφουν..
Το Bolu είναι μια θαυμάσια πόλη στη μέση περίπου της διαδρομής Κωνσταντινούπολη – Άγκυρα και συνήθως εκεί, σταματούν τα ελληνικά πούλμαν για καφέ πηγαίνοντας ή ερχόμενοι από Πόντο. Εκείνο όμως που δεν βλέπουν είναι τα φυσικά αξιοθέατα της γύρω περιοχής που έχουν ανακηρυχθεί εθνικοί δρυμοί και που είναι φανταστικά! Ιδιαίτερα μια περιοχή που ονομάζεται «επτά λίμνες», σου θυμίζει έντονα ελβετικές Άλπεις! Σε μια από τις λίμνες βρήκαμε την παρέα με την οποία κάναμε μαθήματα (άγνωστης) ιστορίας. Εδώ αξίζει να αναφερθώ στον ξενοδόχο που μείναμε. Όταν τον ρωτήσαμε το πρωί από πάνε για τις λίμνες, αφού μας εξήγησε λεπτομερώς και μας έδωσε και έναν κατατοπιστικό χάρτη, του ζητήσαμε μερικά άδεια μπουκάλια νερό αν είχε, να τα γεμίσουμε με το νερό των βουνών που ήταν εξαιρετικό και μάλιστα με ιαματικές ιδιότητες. Μπήκε μέσα, έφερε ένα γεμάτο δοχείο νερό 2 λίτρων, ένα παγωμένο χυμό πορτοκάλι σε συσκευασία λίτρου και δύο γυάλινα (!) ποτήρια «για να με θυμάστε» όπως είπε αποχαιρετώντας μας. Λίγο πριν φύγουμε, μας είπε πως κατάγονταν από την Τραπεζούντα και πως αν δεν είχαμε κλείσει ξενοδοχείο στην Κωνσταντινούπολη θα μας έστελνε σε έναν φίλο του ξενοδόχο που θα μας έκανε πολύ καλές τιμές! Στο Bolu ήταν και ο κύριος που έγραψα στην αρχή, που έτρεχε μπροστά μας να μας δείξει το δρόμο για τις λίμνες.
Στην Κωνσταντινούπολη φτάσαμε την άλλη ημέρα το μεσημέρι και μείναμε τις τελευταίες δυο ημέρες. Για όσους πάνε στην Πόλη, προτείνω μια πολύ όμορφη διαδρομή με τα πόδια που αξίζει. Πίσω από το Καπαλί Τσαρσί, υπάρχει δρόμος που οδηγεί στην Αιγυπτιακή αγορά. Εκεί ανακαλύπτεις απομεινάρια της παλιάς Κωνσταντινούπολης με εξαιρετικά κτίσματα, παλιά καφενεδάκια, μικρές και μεγάλες αγορές και πολλά άλλα πολύ ενδιαφέρονται που λίγοι τα βλέπουν γιατί είναι έξω από τις κλασικές τουριστικές διαδρομές. Επισκεφτήκαμε επίσης το αρχαιολογικό Μουσείο δίπλα από το Τοπ Καπί, με εντυπωσιακά εκθέματα από την εποχή των Χετταίων έως το Βυζάντιο. Το απόγευμα επισκεφτήκαμε με το καραβάκι την πανέμορφη αυτή την εποχή Πρίγκιπο και το βράδυ μια βόλτα στον πεζόδρομο του Πέραν ήταν επιβεβλημένη, όπου φάγαμε για τελευταία φορά το αγαπημένο μας ισκεντέρ κεμπάπ και βέβαια καζάν ντιπί και εκμέκ κανταΐφι στις ορίτζιναλ εκδόσεις! Για φαγητό πουθενά δεν πληρώσαμε πάνω από 10 ευρώ το άτομο. Στις πιο πολλές περιπτώσεις έτρωγες καλά με 6 ή 7 ευρώ.
Την επομένη αφού εκκλησιαστήκαμε στο Πατριαρχείο, φύγαμε για Θεσσαλονίκη όπου φτάσαμε αργά το βράδυ.
Τι θα μείνει στη μνήμη μας απ’ αυτό το ταξίδι; Αυτό για το οποίο κυρίως κάναμε όλα αυτά τα χιλιόμετρα. Οι άνθρωποι του Πόντου. Αυτοί που έμειναν. Νομίζουμε πως αφήσαμε εκεί ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Ένα κομμάτι που έχασε πατρίδα, θρησκεία, ταυτότητα. Που χάθηκε κάτω από τις φωνές του ιμάμη και τις τεράστιες τούρκικες σημαίες που σου θύμιζαν διαρκώς ποιος κάνει πια κουμάντο στην «Αυτοκρατορία του Πόντου». Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά των ανθρώπων στα χωριά της Τόνιας που έβλεπαν Έλληνες με τους οποίους μπορούσαν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα. Ούτε βέβαια τον Βασίλη με τα γαλανά μάτια που έκλαιγε ακουμπισμένος στην πόρτα του αυτοκινήτου λίγο πριν χωριστούμε για πάντα. Ούτε φυσικά τον ηλικιωμένο Πόντιο στο χωριό πριν το Χόρτοκοπ που σχεδόν εμπιστευτικά βουρκωμένος μας είπε, «Αχ πουλίμ, εμείς πα απ’ εσάς είμες. Αλλά επόμναμ αδά κες άμον σάαψουζ και ένουμνες Τουρκάντ». Κι αυτό το «επόμναν» το είπε με τέτοιο πόνο που πραγματικά σου σπάραζε την καρδιά…
Στατιστικά:
Διάρκεια ταξιδιού: 12 ημέρες
Κόστος (συμπεριλαμβάνονται τα πάντα): 750 ? / άτομο
Χιλιόμετρα 4.410
Τιμή βενζίνης / LPG : 4,35 λίρες, 2,15 λίρες (μέσος όρος)
Ισοτιμία ευρώ / λίρας: 1:2,30 (ευτυχώς.. πέρυσι ήταν 1:1,95)
Επίσης, ειδικά για τον Πόντο η συγκίνηση είναι ακόμη μεγαλύτερη αν οι πρόγονοί σου κατάγονταν απ’ αυτά τα μέρη όπως οι δικοί μου. Πόσες ιστορίες δεν μου είχε διηγηθεί η μακαρίτισσα η γιαγιά μου για τον Πόντο! Κερασούντα, Τραπεζούντα, χωριά της Σάντας, Καρς, Χόρτοκοπ, ονόματα που ακόμα στοιχειώνουν τη φαντασία μου με ανθρώπους, γιορτές, πανηγύρια, βάσανα, πίκρες, χαρές που δεν είχα δει ούτε ζήσει αλλά που γνώριζα τόσο καλά! Ένας ολόκληρος κόσμος δούλευε στη φαντασία μου, ένας κόσμος οικείος, όμορφος, με ιστορία και παράδοση που όμως από τη μια μέρα στην άλλη φορτώθηκε κακήν κακώς με τρόμο στα καράβια και έχασε τα πάντα.
Το ταξίδι έγινε από 13 έως 24 Ιουλίου 2011 πάλι με αυτοκίνητο, αφενός για να μη δεσμευόμαστε με τα προγράμματα των πρακτορείων και αφετέρου γιατί ο απώτερος σκοπός δεν ήταν μόνο να δούμε μέρη αλλά προπαντός να μιλήσουμε με ανθρώπους που έμειναν πίσω όταν έγινε η ανταλλαγή, κι’ αυτό θέλει τον χρόνο του. Αφού διαβάσαμε αρκετά για όσα επρόκειτο να επισκεφτούμε και αφού ρώτησα για άλλη μια φορά συγγενείς μου που θυμόταν από διηγήσεις πού περίπου ήταν το σπίτι του παππού μου στο Χόρτοκοπ και της γιαγιάς μου στην Κερασούντα, ξεκινήσαμε μεσημέρι για Κωνσταντινούπολη στην οποία φτάσαμε βράδυ και πέσαμε για ύπνο γιατί την άλλη μέρα είχαμε μεγάλο ταξίδι.
Πρωί φύγαμε με κατεύθυνση Άγκυρα και πρώτο προορισμό μας την Αμάσεια. Μετά από ένα σημείο εγκαταλείψαμε τον αυτοκινητόδρομο και κατευθυνθήκαμε ανατολικά προς Σαμψούντα. Ο δρόμος καλός, αλλά σε πολλά σημεία γίνονται έργα και χρειάζεται προσοχή. Αμάσεια φτάσαμε απόγευμα και μας εντυπωσίασε με την ομορφιά της! Διασχίζεται από τον Ίρη ποταμό (Yesil Irmak), ο οποίος χωρίζει την παλιά από την νέα πόλη. Έχει 80.000 περίπου κατοίκους και είναι η πατρίδα του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Στράβωνα, άγαλμα του οποίου (σε αλα Τούρκα έκδοση..) υπάρχει στην δεξιά όχθη του ποταμού. Στην ίδια όχθη υπάρχουν και πολλές προτομές Οθωμανών Σουλτάνων. Στις αρχές του 20ού αιώνα, το ελληνικό στοιχείο της περιοχής αριθμούσε 155.000 κατοίκους σε 392 ενορίες με ισάριθμες εκκλησίες, και 325 σχολεία, όπου φοιτούσαν 10.000 μαθητές και δίδασκαν 565 δάσκαλοι Στην πόλη σήμερα επιβιώνουν οι παλιές ελληνικές γειτονιές, με σπίτια-φαντάσματα, τα περισσότερα στην αριστερή όχθη του ποταμού, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αναπαλαιωθεί και χρησιμοποιούνται σαν ξενώνες και καφετέριες.
Με την Αμάσεια έχουν συνδεθεί τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν εδώ από τους Τούρκους οι Έλληνες του Πόντου σε φυλακές-κάτεργα. Από τον Ιανουάριο του 1921 μέχρι και το 1923 πέρασαν από τα λεγόμενα «λευκά κελιά» εκατοντάδες Έλληνες, πολλοί από αυτούς με διακρίσεις στην οικονομική ζωή του Πόντου. Τον Σεπτέμβριο του 1921 εκτελέστηκαν με απαγχονισμό, ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, καθηγητές και μαθητές του Ελληνοαμερικανικού Κολεγίου Μερζιφούντας. Τις ίδιες ημέρες τουρκικά δικαστήρια καταδίκασαν σε θάνατο, χωρίς απολογία, άλλους 180 Πόντιους πατριώτες. Στην κεντρική πλατεία κρεμάστηκαν από τους Τούρκους περισσότεροι από 70. Αυτά λέει η ιστορία.
Στην ίδια πλατεία υπάρχει σήμερα ένα τεράστιο άγαλμα του Κεμάλ, μια σύνθεση για την ακρίβεια όπου ο ίδιος εμφανίζεται έφιππος και γύρω του όλοι οι πρωταγωνιστές της γενοκτονίας των Ποντίων. Ένας απ’ αυτούς είναι ο διαβόητος Τοπάλ Οσμάν ο οποίος στο λεγόμενο φαράγγι του διαβόλου με τους Τσέτες του έσφαξε άνανδρα τους εξόριστους Πόντιους από τη Σαμψούντα που περπατούσαν 170 χιλιόμετρα για να φτάσουν στο Τσόρουμ. Φυσικά, δεν το φωτογράφησα. Αφού επισκεφτήκαμε πίσω από τα ελληνικά αρχοντικά τους λαξευμένους στο βράχο τάφους των Μιθριδατών φύγαμε για Σαμψούντα, όπου φτάσαμε βράδυ και πέσαμε για ύπνο γιατί την άλλη ημέρα θα φεύγαμε νωρίς για Τραπεζούντα. Την Σαμψούντα είχαμε σκοπό να τη δούμε λεπτομερώς στην επιστροφή.
Πριν φύγουμε επισκέφτηκα το συνεργείο γιατί είχα ξεκινήσει από Ελλάδα με πρόβλημα στον κινητήρα που δεν πρόλαβα να επισκευάσω και το οποίο στο μεταξύ επιδεινώθηκε. Αξίζει όμως εδώ να πω για τη συμπεριφορά των ανθρώπων στα συνεργεία (το ξαναπήγα στην Τραπεζούντα). Στη Σαμψούντα με που το άφησα, όλοι οι τεχνικοί άφησαν τις δουλειές τους, έπεσαν πάνω στο αμάξι και επί μία ώρα προσπαθούσαν –μάταια- να το επισκευάσουν. Αφού έδεσαν με τσέρκι τα τάσια των τροχών γιατί ήταν έτοιμα να φύγουν όπως μου είπαν και έκαναν ένα γενικό έλεγχο του αυτοκινήτου (τιμόνι, φρένα κλπ.) μας διαβεβαίωσαν ότι δεν πρόκειται να με αφήσει στο δρόμο και ευγενέστατα μας ξεπροβόδησαν. Στην Τραπεζούντα που το ξαναπήγα μήπως και ξέρουν κάτι παραπάνω (η Τουρκία έχει μεγάλη παράδοση στην υγραεριοκίνηση απ’ όπου και το πρόβλημα) ο αρχιμηχανικός μου είπε αν το άφηνες δυο μέρες θα στο διόρθωνα εντελώς. Τέτοιος χρόνος όμως δυστυχώς δεν υπήρχε οπότε αφού με διαβεβαίωσε κι αυτός ότι με προσοχή μπορώ να συνεχίσω το ταξίδι έφυγα. Στο μεταξύ όμως και αφού του είπαμε το σκοπό της επίσκεψής μας, μάθαμε ότι ήταν Πόντιος καταγόμενος από τη Σάντα, προσφέρθηκε μάλιστα ο ίδιος να μας ξεναγήσει στα χωρία της περιοχής. Μετά απ’ αυτά και αφού είπαμε πολλά για τον Πόντο (είχε μαζευτεί στο μεταξύ γύρω μας όλο το συνεργείο) σε πολύ εγκάρδιο και οικείο κλίμα ανταλλάξαμε τηλέφωνα και τον προσκαλέσαμε στη Θεσσαλονίκη να τον φιλοξενήσουμε κι αυτόν και την κοπέλα στην υποδοχή, η οποία επίσης μας βοήθησε πάρα πολύ. Εννοείται πως ούτε εδώ πήρε χρήματα, παρά τον πολύ χρόνο που αφιέρωσε και στο τέλος μας είπε «ό,τι χρειαστείτε τις μέρες που θα είστε εδώ πάρτε με τηλέφωνο».
Και πέρσι είχα γράψει για την φιλοξενία και την εγκαρδιότητα που εισπράττει ξένος στην Τουρκία, ειδικά –όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο- αν είναι Έλληνας. Εδώ μπορεί κάποιος να έχει αντίθετη γνώμη, αλλά γράφω για εμπειρίες που έζησα και έζησα πολλές. Μια απ’ αυτές? στην επιστροφή, στην πόλη Bolu (το αρχαίο Βιθύνιο), ρώτησα κάποιον Τούρκο γύρω στα 50, για ένα αξιοθέατο της περιοχής. Επειδή δεν κατάλαβα ακριβώς, μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Μπρος αυτός (με τα πόδια σχεδόν τρέχοντας) πίσω εγώ με το αμάξι για τουλάχιστον πεντακόσια μέτρα, μέχρι το σημείο που δεν μπορούσα να χαθώ, όπως νόμιζε ο ίδιος, σε σημείο που ένοιωσα υπερβολικά άσχημα για την ταλαιπωρία του ανθρώπου. Το είχα ακούσει παλιότερα και από φίλη ξεναγό που πηγαίνει κάθε χρόνο Καππαδοκία, «είναι όπως οι Έλληνες την εποχή του ‘60». Εννοείται βέβαια ο απλός λαός και όχι βέβαια στην Κωνσταντινούπολη που ο τουρισμός έχει αλλοιώσει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Ο δρόμος από Σαμψούντα μέχρι Τραπεζούντα είναι παραλιακός πολύ καλός και με αρκετή κίνηση. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι τα βουνά που επεκτείνονται παράλληλα με τις ακτές (Ποντιακές Άλπεις) είναι καταπράσινα και γεμάτα ποταμούς. Μετρήσαμε μέχρι Τραπεζούντα τουλάχιστον 30 μικρά και μεγάλα ποτάμια που κατέβαιναν θολά από τα βουνά στα οποία σχεδόν κάθε μέρα βρέχει, και των οποίων οι κορυφές είναι μόνιμα σε ένα πέπλο ομίχλης. Το σκούρο γαλάζιο της θάλασσας διακόπτονταν κάθε τόσο από μεγάλες λωρίδες θολού νερού που εισέρχονταν σε βάθος χιλιομέτρων, σημάδι εκβολής κάποιου ποταμού. Επίσης εντύπωση κάνει το γεγονός ότι σε μια διαδρομή πάνω από 300 χιλιόμετρα δεν είδαμε παρά ελάχιστες οργανωμένες παραλίες, κι αυτές με ποιότητα νερών και άμμου άστα να πάνε σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα ή τα παράλια της Μικράς Ασίας. Μαύρη θάλασσα, όνομα και πράμα..
Η διαδρομή είναι πανέμορφη και κατοικήσιμη σε όλο σχεδόν το μήκος της. Μας έκαναν εντύπωση οι ατέλειωτες φυτείες φουντουκιών και από ένα σημείο και μετά τσαγιού. Ελάχιστες περιοχές δεν είχαν σπίτια. Οι πόλεις που διασχίζεις μέχρι Τραπεζούντα, διατηρούν ακόμα έντονα τα ελληνικά στοιχεία τους. Η Θέρμη, η Οινόη, την οποία αναφέρει ο Αρριανός ως αποικία της Αττικής, η αρχαία Φασιδανή, σήμερα Φάτσα, το Πολεμώνιο, ο όρμος των Βοών, που σήμερα λέγεται Περσεμπέ, τα Κοτύωρα, που σήμερα λέγονται Ορντού, τα Πλάτανα είναι οι κυριότερες απ’ αυτές. Στα Κωτύωρα, στην είσοδο της πόλης δεξιά, δεσπόζει ο ναός της Υπαπαντής κτισμένος με πωρόλιθο, ο οποίος τώρα έχει μετατραπεί σε χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων. Δίπλα είναι τα ερείπια της Ψωμιαδείου Σχολής, την οποία έκτισε ο Κωνσταντίνος Ψωμιάδης, με 3000 χρυσές λίρες Τουρκίας, το 1877 και στη γύρω περιοχή πολλά παλιά αρχοντικά που άφησαν φεύγοντας οι Έλληνες. Η θέα από εδώ είναι φανταστική. Στη συνέχεια και αφού περάσαμε την Πουλαντζάκη φτάσαμε στην Κερασούντα την πόλη της γιαγιά μου. Στην κεντρική πλατεία υπάρχει ένα μνημείο που δείχνει Πόντιους αντάρτες.
Αυτό που σου κάνει εντύπωση είναι πως πολλά στοιχεία των Ποντίων τα έχουν ενσωματώσει οι σημερινοί Τούρκοι στην ιστορία και την κουλτούρα τους, άγνωστο πως και φαίνεται να έχουν γίνει αποδεκτά απ’ όλους, όπως για παράδειγμα η ενδυμασία, οι χοροί και η ποντιακή λύρα. Πολλά κανάλια τηλεόρασης από την περιοχή Karadeniz όπως αποκαλούν την Μαύρη θάλασσα εκπέμπουν εκδηλώσεις & διάφορες γιορτές που αν δεν ξέρεις νομίζεις πως είναι καθαρά ελληνικές. Αναρωτιέσαι: Μα καλά δεν ξέρουν οι Πόντιοι κάτοικοι των περιοχών αυτών πως είναι Έλληνες που έμειναν και εξισλαμίστηκαν; Δεν αναρωτιούνται οι νεότεροι για την ιστορία της περιοχής τους, τη γλώσσα που ακόμα κάποιοι μιλούν και είναι η Ποντιακή, τα σπίτια και οι εκκλησίες που βοούν και δεν προβληματίζονται για όλα αυτά; Μου έκανε φοβερή εντύπωση πως στο γυρισμό στην Σαμψούντα, στην παραλία της γινόταν διεθνές φεστιβάλ Φολκλορικής μουσικής και χορού που είχε μάλιστα και ελληνική συμμετοχή (που δυστυχώς δεν προλάβαμε να δούμε αν και ευχόμασταν να ήταν Ποντιακή μουσική, μήπως και καταλάβουν την ιστορία τους). Η επίσημη λοιπόν συμμετοχή της Τουρκίας στο φεστιβάλ ήταν ποντιακή μουσική και χορός. Να πονάει η ψυχή σου να βλέπεις την ποντιακή ενδυμασία και τα ποντιακά όργανα κάτω από τη σημαία της Τουρκίας! Σου έρχεται να φωνάξεις με όλη σου τη δύναμη, «δεν έχετε καμιά απολύτως σχέση με τους Τούρκους και την Τουρκία εσείς, μοίρα κακή και δίσεκτα χρόνια σας κράτησαν σ’ αυτήν κι αφού σας πήραν πίστη και πατρίδα οικειοποιήθηκαν τα πάντα μήπως και ξεχάσετε την ιστορία κι απαρνηθείτε την ίδια σας τη ψυχή».
Τι δουλειά είχε το άγαλμα των Ποντίων πολεμιστών στην πλατεία της Κερασούντας; Να το δεις στη Θεσσαλονίκη, στο Κιλκίς λογικό. Εδώ όμως τι σημαίνει; Εναντίων ποιών πολέμησαν αυτοί οι αντάρτες; Ο συνειρμός λέει εναντίων των Τούρκων! Τότε τι δουλειά έχει αυτό το άγαλμα. Μήπως άλλαξαν και την ιστορία; Μάλλον, γιατί όπως διαπιστώσαμε αργότερα στην Σαφράμπολη σε μια κουβέντα που κάναμε με κάποια νέα παιδιά σε ένα εστιατόριο που φάγαμε είχαν παντελή άγνοια για Έλληνες και Πόντο. «Ρε παιδιά αυτά τα σπίτια αυτοί οι ναοί τίνος είναι;;» Όσο κι αν ακούγεται λυπηρό, οι νέοι του Πόντου, οι απόγονοι των Ποντίων που έμειναν και εξισλαμίστηκαν δηλώνουν Τούρκοι και κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα φανατικοί. Μόνον ένας γέρος στο Χόρτοκοπ μας είπε εμπιστευτικά στο αυτί όλο παράπονο «αχ πουλίμ’ κι εμείς από σας είμαστε? εσείς φύγατε, εμείς μείναμε..»
Αφού κάναμε μια βόλτα στην αγορά όπου εκτός από κεράσια –σήμα κατατεθέν της πόλης- είδαμε και πολλούς πλανόδιους να πουλάν μανιτάρια που αφθονούν στα γύρω βουνά, ανεβήκαμε στο κάστρο της στο λόφο που δεσπόζει της πόλης και ο οποίος προσφέρει μια καταπληκτική θέα όλης της περιοχής. Δυτικότερα από το κάστρο και σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων υπάρχει μια σπηλιά και λίγο πιο πέρα πινακίδα με τα «κατορθώματα» του εγκληματία Τοπάλ Οσμάν. Σύμφωνα με την ιστορία πάνω στο λόφο είχαν μαζευτεί για να προστατευθούν οι Έλληνες στα χρόνια των διωγμών. Τότε ο Οσμάν τους φωνάζει να κατεβούν κάτω με την υπόσχεση ότι δεν πρόκειται να τους πειράξει καθόλου. Αυτοί πείστηκαν κι όταν κατέβηκαν τους έβαλε σε μία εκκλησία που ήταν κάτω από το λόφο και τους έκαψε. Η πόλη έχει και μουσείο δίπλα στον κεντρικό δρόμο το οποίο είναι ο πρώην Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου και ένα από τα εκθέματα είναι και ο σφαγιαστής των κατοίκων της Κερασούντας Τοπάλ Οσμάν για τον οποίο πολλοί Τούρκοι ντρέπονται σήμερα.
Κατεβαίνοντας από τον λόφο και σύμφωνα με τις περιγραφές που είχα ακούσει αναζήτησα το σπίτι της γιαγιάς μου. Μετά από αρκετή αναζήτηση γιατί η πόλη έχει αλλάξει πάρα πολύ σε σχέση μ’ αυτά που ήξερα, βρήκαμε ένα που ταίριαζε πάρα πολύ στις περιγραφές, σε κακή κατάσταση και το οποίο παραδόξως κατοικούνταν ακόμα από κάτι φουκαράδες Τούρκους. Στη μικρή κουβέντα που κάναμε μαζί τους επιβεβαίωσαν πως το σπίτι ήταν ελληνικό. Εμφανώς συγκινημένοι φύγαμε.
Αφού περάσαμε την Έσπιε, την κωμόπολη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η Ταμάμα, η οποία έζησε τη ζωή της ως Τουρκάλα στην Άγκυρα και της οποίας η ιστορία διασώθηκε από τον Ανδρεάδη και την Τρίπολη, φτάσαμε στα Πλάτανα (σημερινά Akcaabat) όπου σταματήσαμε για φαγητό που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά τα περίφημα κεφτεδάκια της περιοχής. Τα Πλάτανα αποτελούν σχεδόν προάστιο της Τραπεζούντας στην οποία φτάσαμε αργά το βράδυ. Το ξενοδοχείο ήταν ένα δρόμο πίσω από την κεντρική πλατεία της πόλης, κάτι που βοήθησε αρκετά στις ατέλειωτες ώρες που την περπατήσαμε. Τραπεζούντα! Η χιλιοτραγουδισμένη πόλη των Ποντίων! Μετά από 1700 χιλιόμετρα, επιτέλους ήμασταν στην καρδιά και την ψυχή του Πόντου...
Την επόμενη ημέρα σηκωθήκαμε πρωί γιατί εκτός από την επίσκεψη στην Παναγία Σουμελά θα ψάχναμε να βρούμε το σπίτι του παππού μου στο Χόρτοκοπ. Πράγματι, αναχωρήσαμε για την Ματσούκα, αλλά είπαμε πρώτα μιας και ήταν στο δρόμο μας να επισκεφτούμε τη μονή του Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα. Ο καιρός ήταν βροχερός και θύμιζε δικό μας Νοέμβρη. Αφού ρωτήσαμε κάποιον σε ένα παντοπωλείο μας υπέδειξε το δρόμο για το μοναστήρι. Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα ιδρύθηκε το 752 μ.Χ. στο όρος Πυργί στην περιοχή Γαλλίαινα της Ματσούκας, 30 χλμ. Ν.Α. από την Τραπεζούντα. Ονομάστηκε Περιστερεώτα, γιατί κατά την παράδοση τρία περιστέρια οδήγησαν τους ισάριθμους ιδρυτές μοναχούς από τα δάση των Σουρμένων, απόσταση 50 χλμ. από την τοποθεσία της Μονής. Η Μονή αφού πέρασε από πολλά στάδια δόξας και παρακμής, λειτούργησε για έντεκα και πλέον αιώνες διαδραματίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και διατήρηση της ελληνοχριστιανικής συνείδησης, ερημώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1923 και οι εναπομείναντες μοναχοί, ακολουθώντας τη μοίρα του υπολοίπου ελληνισμού πέρασαν στην Ελλάδα.
Ο δρόμος όμως όσο πήγαινε εν τω μεταξύ χειροτέρευε. Από άσφαλτος που ήταν στην αρχή έγινε χωματόδρομος γεμάτος νεροφαγώματα τα οποία ήταν γεμάτα από το νερό της βροχής που έπεφτε αδιάκοπα. Καθώς ψάχναμε πινακίδες και βλέπαμε στο χάρτη μας προσπέρασε ένα παλιό μίνιμπας που λίγο παρακάτω σταμάτησε κι όπως το πλησιάζαμε ο οδηγός μας έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσουμε. Πράγματι σταματήσαμε δίπλα του και είδαμε έναν κύριο γαλανομάτη γύρω στα 60 με τη κόρη του δίπλα η οποία φορούσε μαντήλα να μας ρωτάει μήπως χρειαζόμαστε κάποια βοήθεια. Του εξηγήσαμε τι ψάχναμε και προθυμοποιήθηκε να μας οδηγήσει μέχρι ένα σημείο. Τον ακολουθήσαμε μέσα από μια πανέμορφη διαδρομή με φαράγγια ποτάμια & καταρράκτες, αλλά με έναν δρόμο που ολοένα στένευε και ανέβαινε προς την κορυφή του βουνού γεμάτο λακκούβες και λάσπες.
Μετά από κάμποση ώρα σταμάτησε σ’ ένα μέρος όπου ήταν το σπίτι του και προθυμοποιήθηκε να στείλει το γιό του ή τη γυναίκα του μαζί μας να μας πάει μέχρι το μοναστήρι. Αρνηθήκαμε ευγενικά αλλά αυτός επέμενε. Αφού του είπαμε πάλι ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει μας έδωσε το κινητό του σε περίπτωση που χαθούμε ή χρειαστούμε κάτι να τον πάρουμε τηλέφωνο. Κάτω από το νούμερο έγραψε το όνομά του, Vaisel. Τον ρωτήσαμε «Πόντιος είσαι;» Έσκυψε πιο κοντά στο τζάμι, «ναι είπε, και το όνομα Vaisel είναι από το Βασίλης». Τότε, εκδηλώθηκε ακόμα περισσότερο και αφού είπαμε πολλά μας αποχαιρέτισε με δάκρυα στα μάτια.
Συνεχίσαμε κάμποσο για το μοναστήρι έως ένα σημείο όπου ο δρόμος γινόταν πολύ κατηφορικός και φοβήθηκα να κατέβω μήπως κολλήσω στην επιστροφή λόγω της λάσπης. Άφησα το αμάξι σε ένα από τα λίγα μέρη που είχε λίγο πλάτος ο δρόμος φορέσαμε κάτι πρόχειρα αδιάβροχα και συνεχίσαμε με τα πόδια. Μετά από λίγη ώρα, χωρίς το μοναστήρι να φαίνεται πουθενά και έχοντας γίνει στο μεταξύ μούσκεμα στα πόδια αποφασίσαμε με βαριά καρδιά να γυρίσουμε πίσω. Βγήκαμε στον κεντρικό για Ματσούκα και από κει ανηφορήσαμε για Παναγία Σουμελά.
Δεν χρειάζεται να πω τίποτα για το μοναστήρι αυτό παρά μόνο πως ήταν είναι και θα είναι το αιώνιο σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού. Ήταν Σάββατο όταν πήγαμε και ο δρόμος ήταν γεμάτος τούρκικα αυτοκίνητα, λεωφορεία και ντολμούζ που ανηφόριζαν προς τη μονή. Σε κάποια στιγμή ξέσπασε μια πολύ δυνατή βροχή σε σημείο που όλα τα αυτοκίνητα ακινητοποιήθηκαν μέχρι να σταματήσει. Πλημμύρισαν τα πάντα. Ο δε ποταμός Πυξίτης μούγκριζε δίπλα μας φουσκωμένος από τα νερά της βροχής. Φτάσαμε τελικά στη μονή όπου γινόταν το αδιαχώρητο. Με χίλια ζόρια βρήκα μέρος να παρκάρω κι ανηφορίσαμε για τη μονή. Το ήξερα και από παλιά αλλά αν δεν το δεις δεν το πιστεύεις. Λόγω προφανώς και της ημέρας εκατοντάδες Τούρκοι ανέβαιναν προς τη μονή κάθε ηλικίας, μέχρι και ανάπηροι. Ο δρόμος είναι μονοπάτι γεμάτος ρίζες απ’ τα δένδρα που είναι δεξιά και αριστερά, σκαλοπάτια και βαρύς ανήφορος για τέτοια άτομα. Αναρωτήθηκα: Έρχονται να δουν ένα αξιοθέατο ως τουρίστες ή ως προσκυνητές; Δεν μπόρεσα να δώσω απάντηση. Πάντως είδα αρκετές τουρκάλες στο Ναό να μουρμουρίζουν λόγια προσευχής προς την Παναγία. Τι να πεις;; Τούρκοι ή Έλληνες κρυπτοχριστιανοί; Ο Θεός κι η ψυχή τους..
Και μόνο για την Παναγία Σουμελά αξίζει να κάνει κάποιος ένα ταξίδι στον Πόντο. Σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του όρους Μελά σκαμμένη σε έναν απόκρημνο βράχο σε ένα άγριο και απόκοσμο περιβάλλον σε πιάνει δέος και μόνο που τη βλέπεις. Αν μάλιστα σκεφτείς πως η ιστορία της μονής, ιστορία πόνου και δακρύων είναι συνυφασμένη με την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού δύσκολα μπορείς να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου.
Φύγαμε για το χωριό του παππού μου το Χόρτοκοπ. Φυσικά τώρα έχει άλλο όνομα και δυσκολευτήκαμε να το βρούμε γιατί ήταν δύο χωριά, το Άνω & το Κάτω Χόρτοκοπ. Στο δρόμο έξω από ένα χωριό ρωτήσαμε δύο κυρίους που προθυμοποιήθηκαν να μας βοηθήσουν. Μας κάλεσαν στο καφενείο του χωριού, μας κέρασαν τσάι και θα καλούσαν έναν Πόντιο που ήξερε καλά τα ποντιακά να μας βοηθήσει. Αφού ο ένας πήρε πολλά τηλέφωνα να τον βρει, δυστυχώς μας είπε ότι ήταν σ’ έναν γάμο στη Ματσούκα όπου έπαιζε λύρα. Τότε τηλεφώνησε σε έναν άλλο Πόντιο που ήξερε το Χόρτοπ. Μπήκαν στο αμάξι τους και μας είπαν να τους ακολουθήσουμε να τον βρούμε. Για περίπου 10 χιλιόμετρα μπρος αυτοί πίσω εμείς φτάσαμε σε ένα άλλο πρώην ποντιακό χωριό πάλι στο καφενείο, όπου μας γνώρισαν τον Μουράτ και έναν άλλο ηλικιωμένο κύριο που ήξερε πολύ καλά τα ποντιακά. Φεύγοντας μαζί με τον Μουράτ για να μας δείξει το χωριό και το σπίτι του παππού μου (όπως του το περιέγραψα) χαιρετήσαμε και ευχαριστήσαμε τους δύο κυρίους που μας οδήγησαν στον Μουράτ και όλους όσοι ήταν στο καφενείο. Λίγο πριν φύγουμε έσκυψε ο παππούς και μου είπε με πολύ πόνο «Αχ πουλίμ, εμείς πα απ’ εσάς είμες. Αλλά επόμναμ αδά κες άμον σάαψουζ και ένουμνες Τουρκάντ» (Αχ πουλάκι μου κι εμείς από σας είμαστε. Αλλά μείναμε εδώ σαν ορφανά και γίναμε Τούρκοι)..
Πολύ συγκινήθηκα. Τόσο που δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Είχα για άλλη μια φορά μπροστά μου (μετά τον Βασίλη) έναν που αποτελούσε ζωντανό κρίκο στην αλυσίδα του τότε και του τώρα πριν η μοίρα μας χωρίσει σ’ αυτούς και σε μας. «Ανάθεμα σ’ αυτούς που έγιναν αιτία και χάθηκαν τόσοι άνθρωποι και τόσες πατρίδες» όπως έλεγε η γιαγιά μου. Πολύ άτυχη η γενιά των παππούδων μου και δύσκολα τα χρόνια των γονιών μου..
Συνεχίσαμε τον δρόμο βόρεια με τον Μουράτ να μας καθοδηγεί. Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα τόσο στενούς δρόμους να χάσκουν δίπλα σε γκρεμούς. Ίσα που χώραγε ένα αυτοκίνητο κι αυτό σε διαδρομή χιλιομέτρων. Αν ερχόταν κάποιος από απέναντι θα έπρεπε ο ένας να κάνει πολύ ώρα όπισθεν για να βρεθεί λίγος χώρος να περάσει ο άλλος. Ευτυχώς όμως κανείς δεν ήρθε. Η θέα όμως καταπληκτική (όσο μπορούσα βέβαια να δω γιατί είχα το νου μου στον δρόμο. Σύριζα στο γκρεμό πήγαινα..). Θεόρατα βουνά μέσα στα σύννεφα και αλπική καταπράσινη βλάστηση. Δύσκολη όμως η ζωή για τους κατοίκους της. Όπως φαίνεται οι Πόντιοι για τον φόβο των Τούρκων ανέβηκαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν για να νοιώθουν ασφαλείς. Τελικά φτάσαμε στο χωριό και ο Μουράτ μας οδήγησε στην περιοχή όπου έπρεπε, σύμφωνα πάντα με τις περιγραφές που είχα ακούσει να ήταν το σπίτι του παππού μου. Μέσα από ένα καλντερίμι γεμάτο χόρτα μας έδειξε ένα ερειπωμένο σπίτι που το είχαν τυλίξει γύρω γύρω χόρτα μέχρι την οροφή. Αυτό πρέπει να είναι μας είπε. Έμεινα για κάμποση ώρα χωρίς να πω λέξη. Ίσως ήταν ίσως όχι, όπως άλλωστε και στην Κερασούντα, σημασία για μένα όμως είχε πως με μιας πήραν σάρκα και οστά όλα όσα είχα ακούσει από τον παππού μου. Το φανταστικό έγινε πραγματικό, ένα όνειρο ζωής εκπληρώθηκε. «Έλα να σου δείξω και μια από τις εκκλησίες του χωριού» είπε ο Μουράτ. Ό,τι είχε απομείνει από την εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη, ήταν τέσσερεις τοίχοι, κι αυτοί σχεδόν γκρεμισμένοι γεμάτη χόρτα και δέντρα που φύτρωσαν μέσα. Εκείνη την ώρα απορημένες ήρθαν και δυο τουρκάλες κοντά μας και προθυμοποιήθηκαν να μας φιλοξενήσουν. Φτώχεια και πάλι φτώχεια. Με εξαίρεση τα χωριά της Τόνιας, τα χωριά της περιοχής Ματσούκας και Σάντας είναι σαν τα δικά μας την εποχή του 50 κι ακόμα παραπίσω. Να βλέπεις γυναίκες να κουβαλούν χόρτα φορτωμένες σαν ζώα και να κάνουν γεωργικές εργασίες με εργαλεία που ούτε στο τελευταίο χωρίο μας δεν υπάρχουν πλέον. Στην Σαμψούντα όταν καλέσαμε μια Τουρκάλα με την οποία γνωριστήκαμε να έρθει στην Ελλάδα μας είπε: «Εμείς δεν είμαστε σαν κι εσάς που μπορείτε να ταξιδεύετε. Αν μπορέσουμε να κάνουμε ένα σπίτι και να βγάζουμε το καθημερινό φαγητό, μας φτάνει..»
Έρημα χωριά με λίγους ηλικιωμένους κατοίκους χαμένα στις απόκρημνες πλαγιές των Ποντιακών Άλπεων, με κατ’ ευφημισμό δρόμους και υποδομές, τις πιο πολλές μέρες του χρόνου χαμένα στα σύννεφα και τις βροχές. Αν Ιούλιο μήνα είχε ομίχλες και βροχές, Δεκέμβριο τι έχει; Αφήσαμε τον Μουράτ στο καφενείο του χωριού που τον πήραμε, τον ευχαριστήσαμε εγκάρδια για τη βοήθεια και τον κόπο του και φύγαμε για Τραπεζούντα γιατί στο μεταξύ είχε ήδη νυχτώσει.
Πρωί της επόμενης αποφασίσαμε να πάμε στο Ουζούνγκιολ. Περάσαμε τα Σούρμενα και στρίψαμε δεξιά παράλληλα με τον Όφι ποταμό κι αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε στις Ποντιακές Άλπεις. Η διαδρομή είναι πανέμορφη. Παντού νερά. Δεν υπήρχε μικρή ή μεγάλη χαράδρα να μη κυλούν νερά. Τόσους μικρούς ή μεγάλους καταρράκτες δεν είχα δει πουθενά. Το Ουζούνγκιολ είναι ένα πανέμορφο χωριό, αξιοποιημένο τουριστικά με ξύλινα ξενοδοχεία και ταβέρνες, στις όχθες μιας λίμνης που σχηματίζεται από έναν ποταμό που έρχεται από τα βουνά, γεμάτο πέστροφες. Συνεχίσαμε τον χωματόδρομο μετά τη λίμνη προς τα παρχάρια (καλοκαιρινοί βοσκότοποι) και βλέπαμε ανθρώπους να έχουν κατασκηνώσει δίπλα στο ποτάμι και αρκετούς να ψαρεύουν.
Επιστρέψαμε απόγευμα Τραπεζούντα και είπαμε να δούμε τα «κλασικά» αξιοθέατα της πόλης αρχίζοντας από την Αγία Σοφία. Χτίστηκε τον 13ο αιώνα από τους Μεγάλους Κομνηνούς με πρότυπο την Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης και διακοσμείται με θαυμάσιες τοιχογραφίες και μωσαϊκά, εξαιρετικά δείγματα τέχνης της εποχής της, διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο. Δίπλα από το Ναό σώζονται ερείπια ενός αρχαίου Ναού προς τιμήν του Απόλλωνα. Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στη βίλλα Καππαγιαννίδη, κι αυτή μουσείο, την οποία σύμφωνα με μια επιγραφή που υπάρχει στην είσοδο μετά την εκδίωξη των Ποντίων την αγόρασε και διέμενε ελάχιστα εκεί ο Κεμάλ. Επισκεφθήκαμε επίσης τους Ναούς της Παναγίας Χρυσοκέφαλου & Αγίου Ευγενίου, πολιούχου της Τραπεζούντας που σήμερα και οι δυο έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, το Φροντιστήριο Τραπεζούντας που ακόμη και σήμερα λειτουργεί σαν σχολείο και το κτίριο της «Μέριμνας Ποντίων Κυριών» που είναι δίπλα του. Τέλος, ανεβήκαμε στο Μποζ τεπέ, έναν λόφο απ’ όπου έχει κανείς μια πανοραμική άποψη της πόλης και που σήμερα είναι γεμάτος καφετέριες με πολύ κόσμο.
Την επόμενη ημέρα είπαμε να επισκεφτούμε τα χωριά της Σάντας. Μια ιδέα που αποδείχθηκε κακή γιατί ενώ μας είχαν προειδοποιήσει πως ο δρόμος ήταν άσχημος, είπαμε να το ρισκάρουμε και να πάμε. Στην αρχή είναι άσφαλτος κι αυτό σε ξεγελάει, μετά γίνεται βατός χωματόδρομος, μετά κακός και μετά άστα να πάνε. Μέχρι να φτάσεις όμως στο άστε να πάνε έχεις κάνει ήδη πολλά χιλιόμετρα και τελικά μένεις με την πικρή γεύση ότι πήγες μέχρι την πηγή αλλά νερό δεν ήπιες. Να τονίσω εδώ ότι ο δρόμος μετά την άσφαλτο είναι έρημος και αγριεύεσαι. Μόνος στο πουθενά. Τα πρακτορεία δεν έρχονται εδώ, ούτε στα μοναστήρια του Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα και Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα γιατί απλά δεν υπάρχουν βατοί δρόμοι. Η μόνη λύση είναι να νοικιάσεις τζιπ, αλλιώς δεν βγαίνεις με τίποτα. Η διαδρομή ήταν πάντως η πιο όμορφη απ’ όλες όσες είχαμε δει μέχρι τότε με τα γνωστά (νερά ποτάμια καταρράκτες και αλπική βλάστηση) αλλά και έρημα σχεδόν χωριουδάκια χαμένα στο πουθενά με πολύ λίγους κατοίκους κι ακόμα πιο λίγα παιδιά. Πριν γυρίσουμε μετρήσαμε 5 χωριά και μόνο σε ένα υπήρχε σχολείο. Είχαμε πάρει καραμέλες κι όπου βρίσκαμε παιδιά τα καλούσαμε και τους δίναμε. Τα πιο πολλά δεν έπαιζαν αλλά ασχολούνταν με κάποια γεωργική εργασία.
Στο σημείο που αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω ο δρόμος ήταν γεμάτος φυτευτή πέτρα σαν μαχαίρια κι ούτε με 5 χιλ. δεν μπορούσες να προχωρήσεις. Στο μεταξύ κάποια μικρά ποταμάκια περνούσαν μέσα από το δρόμο κι επειδή στο μεταξύ είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει είπαμε να γυρίσουμε μη τυχόν και δυναμώσει η βροχή και μας κόψει το ποτάμι το δρόμο κι άντε να βγεις μετά από κει. Τα χωριά της Σάντας είναι ασυζητητί τα πιο απόμακρα και εγκαταλελειμμένα. Εντυπωσιάζεσαι από την αγριότητα του τοπίου και θαυμάζεις τους ανθρώπους να έζησαν και ζουν ακόμα εκεί. Γυρνώντας είπαμε να πάμε στην αρχαιότερη μονή του Πόντου, τον Αγ. Ιωάννη τον Βαζελώνα. Κι αυτή η ιδέα αποδείχθηκε κακή γιατί ο δρόμος (που λέει ο λόγος..) ενώ ξεκινάει βατός χωματόδρομος, μετά από ένα σημείο κι ενώ σκαρφαλώνει συνέχεια προς την κορυφή του βουνού και δεξιά το χάος, γίνεται τόσο στενός που ίσα ίσα χωράει ένα αμάξι. Έχει μόνο τις ροδιές και στη μέση χόρτα τουλάχιστον 10 εκατοστά ύψος. Αφού «βρήκε» το αυτοκίνητο από κάτω δυο-τρεις φορές, βρήκαμε ένα μέρος με όσο πλάτος χρειαζόταν και με πολύ προσπάθεια κάναμε επιτόπου μανούβρα και να γυρίσουμε. Μόνο με τζιπ τελικά. Απλά σου μένει η αίσθηση του ανικανοποίητου γιατί ενώ μπαίνεις σε μια διαδικασία και κάνεις πολλά χιλιόμετρα τελικά δεν πετυχαίνεις το στόχο σου. Για την ιστορία πάντως, στη ζωή μου δεν έχω οδηγήσει ποτέ σε στενότερους και χειρότερους δρόμους. Το μόνο που εύχεσαι εκεί είναι να μη σου έρθει άλλος από απέναντι. Ούτε ποδήλατο δεν χωράει δίπλα σου και τα ανοίγματα για δεύτερο αμάξι (σε απόσταση χιλιομέτρων) είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Στο γυρισμό, αφού βγάλαμε την απαραίτητη φωτογραφία στης «τρίχας το γιοφίρ» που συνδέεται με θρύλο όμοιο περίπου μ’ αυτόν του γεφυριού της Άρτας σταματήσαμε για φαγητό στη Ματσούκα σε μια ταβέρνα δίπλα στο ποτάμι. Το πιο ακριβό που φάγαμε και το μαγαζί από καθαριότητα μια αηδία.. Τελικά αποδεικνύεται αληθινό το αξίωμα που λέει μακριά από τουριστικά μέρη. (Η Ματσούκα είναι στο δρόμο για Παναγία Σουμελά).
Την επόμενη, που ήταν και η τελευταία ημέρα στην περιοχή της Τραπεζούντας, είπαμε να επισκεφτούμε τα χωριά της Τόνιας, όπου πολλοί μιλούν ακόμα Ελληνικά (κι αλλού μιλούν, αλλά εδώ περισσότερο από κάθε άλλο μέρος, γι’ αυτό τα αποκαλούν τα ελληνόφωνα χωριά της Τόνιας.) Φύγαμε με κατεύθυνση δυτικά και στη συνέχεια στρίψαμε νότια ανεβαίνοντας πάλι προς τις Ποντιακές Άλπεις. Δίπλα μας έρρεε ένα ακόμα ποτάμι, το τοπίο πάλι φανταστικό και τα χωριά χαμένα στην ομίχλη. Ευτυχώς ο δρόμος εδώ ήταν καλός. Φτάσαμε στην Τόνια και στην κεντρική πλατεία πιάσαμε κουβέντα με κάποιους σχετικά νέους στα Ποντιακά! «Εμείς από σας είμαστε» μας είπαν. Τι να πεις; 1700 χιλιόμετρα στα βάθη της Τουρκίας και νομίζεις πως βρίσκεσαι σε ελληνικό ποντιακό χωριό! Φύγαμε για Αλεξάνδρεια (Ισκεντερλίκ), όπου είναι το πιο ελληνόφωνο χωριό του Πόντου, πράγμα το οποίο επιβεβαιώσαμε μετά από λίγο.
Να πούμε εδώ πως σε όλη την περιοχή του Πόντου ξεχωρίζεις αμέσως σχεδόν ποιοι είναι Πόντιοι και ποιοι όχι, γιατί οι πιο πολλοί Πόντιοι έχουν τα κραυγαλέα χαρακτηριστικά της φυλής που κόβεις το κεφάλι σου ότι δεν είναι Τούρκος. Εδώ το είδαμε εντονότερα από κάθε άλλο μέρος. Θα έλεγες πως ο πληθυσμός είναι αμιγής ποντιακός. Μάλιστα εδώ για πρώτη φορά είδαμε ηλικιωμένες γυναίκες με τη χαρακτηριστική έγχρωμη ποντιακή ριγωτή ποδιά.
Στην είσοδο του χωριού βρήκαμε μια νέα γυναίκα με το παιδάκι της, της μίλησα ποντιακά κι αυτή μου απάντησε. Είπε πως ο άντρας της είναι Πόντιος αλλά η ίδια δεν τα μιλάει πολύ καλά. Μας έστειλε λίγο πιο κάτω όπου ήταν μια οικογένεια που τα μιλούσε άπταιστα. Σταματήσαμε και κατεβήκαμε από το αμάξι, ήρθε και η νεαρή γυναίκα και πιάσαμε καλή κουβέντα στα Ποντιακά! Μας είπε πως η κόρη της κάνει διδακτορικό στην Αθήνα και θέλησαν να μας κεράσουν τσάι. Αφού είπαμε πολλά σε πολύ εγκάρδιο κλίμα, μπήκαμε στο χωριό, το οποίο ήταν από τα πιο «ζωντανά» χωριά που είδαμε. Το ανάγλυφο του εδάφους εδώ δεν είναι τόσο τραχύ όσο στα χωριά της Ματσούκας και της Σάντας, και υπάρχουν μικρά επίπεδα που οι άνθρωποι καλλιεργούσαν αγροτικά προϊόντα, κυρίως καλαμπόκια. Εντύπωση μας έκανε κι εδώ πάντως το γεγονός ότι άντρα να δουλεύει στα χωράφια δεν είδαμε, παρά μόνο γυναίκες και μάλιστα φορτώνονταν σαν ζώα βαριά φορτία που τα κουβαλούσαν απ’ τα χωράφια στα σπίτια τους. Επίσης, ενώ ήταν μικρές έδειχναν τουλάχιστον 10 με 15 χρόνια μεγαλύτερες απ’ ότι ήταν.
Σε έναν δρόμο του χωριού είδαμε έναν άντρα γύρω στα 60 που μόλις κατάλαβε πως είμαστε Έλληνες μόνο που δεν έκλαιγε και μας παρακαλούσε να πάμε σπίτι του να φάμε. Τέτοια επιμονή δεν την ξανασυνάντησα πουθενά. Πρώτη φορά μας έβλεπε και μας φέρθηκε λες και ήμασταν γνωστοί από χρόνια. Αφού τον ευχαριστήσαμε θερμά και του είπαμε πως δεν είχαμε χρόνο (με όποιον μιλήσαμε στον Πόντο, το πρώτο που σου έλεγε ήταν να σε κεράσει τσάι και να σε φιλοξενήσει..), προχωρήσαμε λίγο πιο κάτω όπου ήταν μια νέα και μια ηλικιωμένη γυναίκα που μόλις άκουσαν να μιλάμε ποντιακά μας πλησίασαν και μας καλωσόρισαν. Το τι χαρά έκαναν δεν περιγράφεται. Τι δεν είπαμε, όλα στα ποντιακά! Σε λίγο ήρθε και μια ακόμα νεαρή γυναίκα φορτωμένη χόρτα που σταμάτησε έτσι φορτωμένη και συμμετείχε κι αυτή στη συζήτηση! Ήταν η πιο περιεκτική κουβέντα που κάναμε στον Πόντο. Μιλήσαμε για τα ήθη και έθιμα, για την ιστορία για τις δουλειές και γενικά για τη ζωή και τα βάσανά τους. Στο τέλος, φορτικά επέμεναν να μείνουμε να μας φιλοξενήσουν, μας παρακαλούσαν σχεδόν, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον και αφού χαιρετηθήκαμε σχεδόν μετά δακρύων φύγαμε.
Τι να πεις.. Μια Ελλάδα ξεχασμένη στα βάθη της Τουρκίας. Μια Ελλάδα που σιγά σιγά χάνεται όπως τα χωριά στην ομίχλη του χρόνου και της λήθης. Αμφιβάλλω αν η επόμενη γενιά μιλάει εκεί Ποντιακά. Με αυτή την έννοια νοιώσαμε πάρα πολύ τυχεροί που βρήκαμε τα τελευταία λείψανα ενός λαού που σχεδόν αφομοιώθηκε από τους Τούρκους. Όταν γύρισα Ελλάδα κάποιος με τον οποίο μοιράστηκα αυτές τις σκέψεις μου μίλησε για πολλούς Πόντιους κρυπτοχριστιανούς με ελληνική συνείδηση που γνωρίζουν την ιστορία κλπ. κλπ. Μακάρι να είναι έτσι, αλλά προσωπικά έχω την αίσθηση ότι αυτοί είναι «οι τελευταίοι των Μοϊκανών», τα απομεινάρια μιας ένδοξης ιστορίας και ενός λαού που αφομοιώθηκε σχεδόν ολότελα από τους Τούρκους. Και τι μπορούσαν άλλωστε να κάνουν; Αφού έμειναν οι πρόγονοί τους, δεν είχαν άλλη επιλογή. Κι αν στην αρχή κρατούσαν την ελληνικότητά τους, στο διάβα των χρόνων ξεθώριασε και το μόνο που έμεινε είναι ίχνη της γλώσσας (στους πιο μεγάλους), η λύρα κι οι Ποντιακοί χοροί, τα οποία η Τουρκία θεωρεί πλέον δικά της, μέρος της πολιτιστικής της κληρονομιάς και της κουλτούρας της, όπως με πολύ λύπη είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε την επομένη ημέρα, στη διάρκεια ενός διεθνούς φεστιβάλ φολκλορικής μουσικής και χορών που διεξάγονταν στην παραλία της Σαμψούντας.
Σαμψούντα! Μετά την Τραπεζούντα, η δεύτερη κατά τη γνώμη μου πιο όμορφη πόλη του Πόντου (εξαιρείται φυσικά η Αμάσεια..). Μνημεία πολλά δεν έχει να δεις σαν την Τραπεζούντα, αλλά παντού βλέπεις σπίτια και κτίσματα που βοούν ότι ήταν ελληνικά. Αφού κάναμε μια βόλτα στην αγορά κατευθυνθήκαμε στην πανέμορφη παραλία της όπου διεξάγονταν διεθνές φεστιβάλ φολκλορικής μουσικής και χορών, με ελληνική συμμετοχή την οποία δεν προλάβαμε δυστυχώς, αλλά όπως είπα στην αρχή ευχόμουν να ήταν με Ποντιακά τραγούδια. Όταν ήρθε η σειρά της Τουρκίας, βγήκαν χορευτές με ποντιακή στολή και ποντιακά τραγούδια μέσα σε έξαλλα χειροκροτήματα και επιφωνήματα.
Το έγραψα και στην αρχή. Ήταν η χειρότερη εμπειρία μου σ’ αυτό το ταξίδι. Κάθε που τους έβλεπα ένοιωθα μια μαχαιριά μέσα μου και μια ανείπωτη θλίψη και μελαγχολία. Κάποιος στην Ελλάδα μου είπε πως «οι Τούρκοι σκέφτηκαν πολύ έξυπνα σ’ αυτό το θέμα. Πίστη και πατρίδα μπορείς σε βάθος χρόνου να σβήσεις, αλλά ήθη και έθιμα πολύ δύσκολο. Τους άφησαν λοιπόν στολή, τραγούδια, όργανα και χορούς και με πολύ τέχνη και προσπάθεια τα ενσωμάτωσαν στην τούρκικη κουλτούρα και παράδοση και τα παρουσιάζουν σαν δικά τους». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι τον σημερινό πρωθυπουργό της Τουρκίας που είναι Πόντιος, όταν επισκέφτηκε την ιδιαιτέρα του πατρίδα στην περιοχή της Ριζούντας, τον υποδέχθηκαν με λύρα! Σκεφτείτε: έναν εξισλαμισμένος Πόντιος, πρωθυπουργός της Τουρκίας! Κι όταν η αντιπολίτευση ανακίνησε το θέμα της ελληνικότητας των προγόνων του, αρνήθηκε μετά βδελυγμίας και παρουσιάζεται σήμερα πιο Τούρκος απ’ τους Τούρκους!
Δίπλα μας εκεί που βλέπαμε την εκδήλωση ήρθε ένα ζευγάρι νέων σχετικά Τούρκων (η γυναίκα παραδοσιακή μουσουλμάνα) με τρία παιδιά και πιάσαμε κουβέντα. Αφού τους είπαμε τον σκοπό του ταξιδιού μας και είπαμε πολλά, στο τέλος πολύ ευγενικά μας προσκάλεσαν να μείνουμε στο σπίτι τους για ύπνο! «Έχουμε μεγάλο σπίτι, θα σας βολέψουμε μια χαρά, μην ανησυχείτε!» Τους ευχαριστήσαμε αλλά έχουμε κλείσει ξενοδοχείο τους είπαμε. Όταν έφυγαν, ήρθε μετά από λίγο μια άλλη Τουρκάλα γύρω στα 45 κι αφού πιάσαμε και μ’ αυτήν κουβέντα, στο τέλος, σαν να μας έλεγε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου είπε: «ελάτε σπίτι μου να μείνετε το βράδυ!» Αφού της είπαμε ό,τι και στο ζευγάρι, ξαναείπε: «ελάτε τουλάχιστον αύριο το πρωί να πιείτε ένα τσάι και μετά φεύγετε..» Τι να πεις;; Έχω κάνει πολλά ταξίδια ανά τον κόσμο, αλλά αυτό πουθενά! Σε μια δημοσίευση ενός ζευγαριού Θεσσαλονικιών δημοσιογράφων που έκανε το γύρο του κόσμου με τζιπ, διάβασα πως οι πιο φιλόξενοι άνθρωποι που συνάντησαν ήταν στον Ιράν! Και στην Τουρκία θα πρόσθετα εγώ.
Την άλλη ημέρα φύγαμε με προορισμό το Bolu όπου και θα διανυκτερεύαμε. Πριν φτάσουμε εκεί κάναμε μια παράκαμψη 50 χιλιομέτρων βόρεια για να επισκεφτούμε τη Σαφράμπολη, ποντιακή πόλη που δυστυχώς δεν την συμπεριλαμβάνουν τα πρακτορεία που ταξιδεύουν στον Πόντο, αλλά που αξίζει απόλυτα να τη δει κανείς. Ο λόγος είναι ότι σώζεται ολόκληρη η παλιά πόλη με τα ελληνικά αρχοντικά, τα οποία μάλιστα έχουν αναπαλαιωθεί με τη φροντίδα της Unesco, η οποία την έχει ανακηρύξει διατηρητέο οικισμό. Εκεί φάγαμε σε ένα ελληνικό αρχοντικό που είχε μετατραπεί σε ταβέρνα και μιλήσαμε με 2 πολύ εκδηλωτικούς και γεμάτους περιέργεια νέους σερβιτόρους που απόρησαν που είδαν Έλληνες στα μέρη τους με τους οποίους μιλήσαμε για ιστορία. Αγνοούσαν τα πάντα! Εκεί είναι που τους είπα, «ρε παιδιά, αυτά τα σπίτια και οι εκκλησίες τίνος ήταν και που είναι τώρα;».
Αν και έχει λίγο ρίσκο γιατί στον Πόντο λόγω της ιστορίας και της επίσκεψης πολλών Ελλήνων Ποντίων δραστηριοποιείται ιδιαίτερα η τούρκικη μυστική αστυνομία (μου το είχε πει από την Ελλάδα, άνθρωπος που είχε μπλεξίματα μαζί τους), δεν άντεξα, έβγαλα στυλό και άρχισα να γράφω στο τραπεζομάντιλο μιλώντας μάλιστα λίγο πιο έντονα απ’ όσο έπρεπε: «Λοιπόν παιδιά, από τότε κατοικήθηκαν αυτά τα μέρη από τους αρχαίους Έλληνες. Αυτά ήταν αποικίες, αυτά ήταν έτσι, αυτά ήταν αλλιώς» και δώστου να γράφω ημερομηνίες στον τραπεζομάντιλο. «Αυτά όλα παλικάρια τέλειωσαν στο 22 με 23 με το διωγμό των Ποντίων και την ανταλλαγή. Όλα όσα βλέπετε γύρω σας και πολλά άλλα στον Πόντο είναι ελληνικά. Ιδιαίτερα απ’ αυτή την πόλη όσοι έφυγαν κατοικούν ως επί το πλείστον στην Αθήνα». Έμειναν με το στόμα ανοιχτό.. Το ίδιο αντιμετωπίσαμε και στο Bolu σε μια παρέα νέων που είχαν κατασκηνώσει σε μια λίμνη στο βουνό. Αφού μας ρώτησαν από πού ήμασταν και γιατί ήρθαμε στον Πόντο, τους εξηγήσαμε χαρτί και καλαμάρι τα πάντα, μόνο που τις ημερομηνίες τις γράφαμε με κλαδί στο χώμα. Κι αυτοί έμειναν άγαλμα. Τέτοια πράγματα δεν μάθαμε στο σχολείο μας είπαν. Τι τους μαθαίνουν; Πώς δικαιολογούν τόση Ελλάδα στα μέρη τους; Μια μεγάλη επιθυμία που μου γεννήθηκε ήταν να διαβάσω τα τούρκικα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία να δω από περιέργεια τι γράφουν..
Το Bolu είναι μια θαυμάσια πόλη στη μέση περίπου της διαδρομής Κωνσταντινούπολη – Άγκυρα και συνήθως εκεί, σταματούν τα ελληνικά πούλμαν για καφέ πηγαίνοντας ή ερχόμενοι από Πόντο. Εκείνο όμως που δεν βλέπουν είναι τα φυσικά αξιοθέατα της γύρω περιοχής που έχουν ανακηρυχθεί εθνικοί δρυμοί και που είναι φανταστικά! Ιδιαίτερα μια περιοχή που ονομάζεται «επτά λίμνες», σου θυμίζει έντονα ελβετικές Άλπεις! Σε μια από τις λίμνες βρήκαμε την παρέα με την οποία κάναμε μαθήματα (άγνωστης) ιστορίας. Εδώ αξίζει να αναφερθώ στον ξενοδόχο που μείναμε. Όταν τον ρωτήσαμε το πρωί από πάνε για τις λίμνες, αφού μας εξήγησε λεπτομερώς και μας έδωσε και έναν κατατοπιστικό χάρτη, του ζητήσαμε μερικά άδεια μπουκάλια νερό αν είχε, να τα γεμίσουμε με το νερό των βουνών που ήταν εξαιρετικό και μάλιστα με ιαματικές ιδιότητες. Μπήκε μέσα, έφερε ένα γεμάτο δοχείο νερό 2 λίτρων, ένα παγωμένο χυμό πορτοκάλι σε συσκευασία λίτρου και δύο γυάλινα (!) ποτήρια «για να με θυμάστε» όπως είπε αποχαιρετώντας μας. Λίγο πριν φύγουμε, μας είπε πως κατάγονταν από την Τραπεζούντα και πως αν δεν είχαμε κλείσει ξενοδοχείο στην Κωνσταντινούπολη θα μας έστελνε σε έναν φίλο του ξενοδόχο που θα μας έκανε πολύ καλές τιμές! Στο Bolu ήταν και ο κύριος που έγραψα στην αρχή, που έτρεχε μπροστά μας να μας δείξει το δρόμο για τις λίμνες.
Στην Κωνσταντινούπολη φτάσαμε την άλλη ημέρα το μεσημέρι και μείναμε τις τελευταίες δυο ημέρες. Για όσους πάνε στην Πόλη, προτείνω μια πολύ όμορφη διαδρομή με τα πόδια που αξίζει. Πίσω από το Καπαλί Τσαρσί, υπάρχει δρόμος που οδηγεί στην Αιγυπτιακή αγορά. Εκεί ανακαλύπτεις απομεινάρια της παλιάς Κωνσταντινούπολης με εξαιρετικά κτίσματα, παλιά καφενεδάκια, μικρές και μεγάλες αγορές και πολλά άλλα πολύ ενδιαφέρονται που λίγοι τα βλέπουν γιατί είναι έξω από τις κλασικές τουριστικές διαδρομές. Επισκεφτήκαμε επίσης το αρχαιολογικό Μουσείο δίπλα από το Τοπ Καπί, με εντυπωσιακά εκθέματα από την εποχή των Χετταίων έως το Βυζάντιο. Το απόγευμα επισκεφτήκαμε με το καραβάκι την πανέμορφη αυτή την εποχή Πρίγκιπο και το βράδυ μια βόλτα στον πεζόδρομο του Πέραν ήταν επιβεβλημένη, όπου φάγαμε για τελευταία φορά το αγαπημένο μας ισκεντέρ κεμπάπ και βέβαια καζάν ντιπί και εκμέκ κανταΐφι στις ορίτζιναλ εκδόσεις! Για φαγητό πουθενά δεν πληρώσαμε πάνω από 10 ευρώ το άτομο. Στις πιο πολλές περιπτώσεις έτρωγες καλά με 6 ή 7 ευρώ.
Την επομένη αφού εκκλησιαστήκαμε στο Πατριαρχείο, φύγαμε για Θεσσαλονίκη όπου φτάσαμε αργά το βράδυ.
Τι θα μείνει στη μνήμη μας απ’ αυτό το ταξίδι; Αυτό για το οποίο κυρίως κάναμε όλα αυτά τα χιλιόμετρα. Οι άνθρωποι του Πόντου. Αυτοί που έμειναν. Νομίζουμε πως αφήσαμε εκεί ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Ένα κομμάτι που έχασε πατρίδα, θρησκεία, ταυτότητα. Που χάθηκε κάτω από τις φωνές του ιμάμη και τις τεράστιες τούρκικες σημαίες που σου θύμιζαν διαρκώς ποιος κάνει πια κουμάντο στην «Αυτοκρατορία του Πόντου». Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά των ανθρώπων στα χωριά της Τόνιας που έβλεπαν Έλληνες με τους οποίους μπορούσαν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα. Ούτε βέβαια τον Βασίλη με τα γαλανά μάτια που έκλαιγε ακουμπισμένος στην πόρτα του αυτοκινήτου λίγο πριν χωριστούμε για πάντα. Ούτε φυσικά τον ηλικιωμένο Πόντιο στο χωριό πριν το Χόρτοκοπ που σχεδόν εμπιστευτικά βουρκωμένος μας είπε, «Αχ πουλίμ, εμείς πα απ’ εσάς είμες. Αλλά επόμναμ αδά κες άμον σάαψουζ και ένουμνες Τουρκάντ». Κι αυτό το «επόμναν» το είπε με τέτοιο πόνο που πραγματικά σου σπάραζε την καρδιά…
Στατιστικά:
Διάρκεια ταξιδιού: 12 ημέρες
Κόστος (συμπεριλαμβάνονται τα πάντα): 750 ? / άτομο
Χιλιόμετρα 4.410
Τιμή βενζίνης / LPG : 4,35 λίρες, 2,15 λίρες (μέσος όρος)
Ισοτιμία ευρώ / λίρας: 1:2,30 (ευτυχώς.. πέρυσι ήταν 1:1,95)
Attachments
-
68,1 KB Προβολές: 281