SPROM
Member
- Μηνύματα
- 774
- Likes
- 177
- Επόμενο Ταξίδι
- Εξεταστική
- Ταξίδι-Όνειρο
- Δεν ξέρω τώρα...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο
- Κεφάλαιο 3ο
- Κεφάλαιο 4ο
- Κεφάλαιο 5ο
- Κεφάλαιο 6ο
- Φωτογραφίες][URL="http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg"][IMG]http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702t-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg[/IMG][/URL
Η Λισσαβώνα κατέτρυχε τα όνειρά μου. Ένας εφιάλτης σαν αυτούς που διαβάζεις στο Δάντη και βλέπεις στον Μπος ήταν για μένα η Λισσαβώνα. Για μία περίοδο της ζωής μου, ακόμα και οι αφρικανικές μάσκες μου φώναζαν το όνομά της.
Είναι μερικές φορές που έτσι ανεξήγητα, σαν από μια αλλόκοτη παρόρμηση, λατρεύεις μία λέξη: Λισσαβώνα. Lisboa. ‘Μα, τι μαγεία’ σκεφτόμουν στο άκουσμά της. Ίσως φταίει ο νυγμός των συμφώνων· ίσως πάλι είναι αυτή η κατάληξη: το ωμέγα την κάνει μεγαλειώδη.
Η Λισσαβώνα γέμιζε το στόμα μου με σάλιο, όπως το πορτοκάλι. Άλλος ένας συνειρμός που ξέσκιζε τις αισθήσεις μου. Το έπιανα το πορτοκάλι, μύριζα τη φλούδα του, τρυπούσα τη σάρκα του με τα δόντια μου και το ξινό υγρό έβρεχε τη γλώσσα μου, χωνόταν από κάτω και με γαργαλούσε, στένευα τα μάτια μου από την ξινίλα. Όλα αυτά, εξαιτίας της Πορτογαλίας, αυτής της λέξης. Σαχλός συνειρμός, ναι. Ουδεμία σχέση έχει η Πορτογαλία με τα πορτοκάλια. Ακόμα και τώρα, όμως, καθώς γράφω αυτήν εδώ την ιστορία, γυροφέρνω τη γλώσσα μέσα στο στόμα και καταπίνω ακατάσχετα.
Θυμάμαι να αναριγώ διαβάζοντας τον Alexander Search. Τι επίθετο κι αυτό… Με τσιγκλούσε αλύπητα. Με προέτρεπε να ψάξω, να αναζητήσω, να τη βρω τη Λισσαβώνα μου. ‘Το όραμα θέλεις να δεις και υποφέρεις όντας τυφλός’ μου ψιθύριζε κι εγώ υπέφερα. Θυμόμουν έπειτα τον Χόντεν Κώλφηλντ: Αυτό που μου τη δίνει στ' αλήθεια είναι ένα βιβλίο που, άμα τελειώσεις να το διαβάζεις, θα 'θελες να 'χεις φιλαράκο σου το συγγραφέα που το 'γραψε, και να μπορείς να τον παίρνεις τηλέφωνο όποτε σου κάνει όρεξη. Άκριβώς έτσι ένιωθα κι εγώ! Ήθελα να σηκώσω το τηλέφωνο και να πω στον Alexander Search, να τον ρωτήσω, να του ζητήσω να μου εκμυστηρευθεί το όραμά μου. ‘Τι πράγμα στα πράγματα ψάχνεις;’ με ρωτούσε ύστερα αυτός κι εγώ μπορούσα μόνο να αρθρώσω ‘Λισσαβώνα’.
Κατέβηκα γρήγορα στο υπόγειο, τράβηξα απότομα την αγαπημένη μου μπλε βαλίτσα, γκρεμίζοντας τον πύργο από βαλίτσες που στηριζόταν επάνω της. Έτρεξα στο δωμάτιό μου, πέταξα μέσα τρεις-τέσσερις αλλαξιές και ένα ζευγάρι παπούτσια, το τσαντάκι με την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμα. Το ξυπνητήρι μου είχε αργήσει να χτυπήσει και το ταξί απ’έξω κόρναρε ασταμάτητα σε διαμαρτυρία. Έτρεχα να προλάβω υπό τη μουσική συνοδεία των κραυγών των υπολοίπων που ορίονταν για την ανεπιθύμητη καθυστέρηση. Εκσφενδόνισα άρον-άρον τη βαλίτσα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και τότε το θυμήθηκα. Όχι, δεν θα έφευγα χωρίς αυτό. Άρθρωσα μια γρήγορη δικαιολογία που δεν φάνηκαν να αντιλαμβάνονται, αν κρίνω από τη μπερδεμένη τους έκφραση, και επέστρεψα στο σπίτι. Ανέβηκα τα σκαλιά δύο-δύο, πήγα να πέσω, αλλά κρατήθηκα από την κουπαστή, με αποτέλεσμα να σκίσω ελαφρώς το ρούχο μου. Άρπαξα τα ποιήματά του από το θρανίο μου και επέστρεψα στο ταξί. Το ταξίδι μου μπορούσε τώρα να αρχίσει.
Είναι μερικές φορές που έτσι ανεξήγητα, σαν από μια αλλόκοτη παρόρμηση, λατρεύεις μία λέξη: Λισσαβώνα. Lisboa. ‘Μα, τι μαγεία’ σκεφτόμουν στο άκουσμά της. Ίσως φταίει ο νυγμός των συμφώνων· ίσως πάλι είναι αυτή η κατάληξη: το ωμέγα την κάνει μεγαλειώδη.
Η Λισσαβώνα γέμιζε το στόμα μου με σάλιο, όπως το πορτοκάλι. Άλλος ένας συνειρμός που ξέσκιζε τις αισθήσεις μου. Το έπιανα το πορτοκάλι, μύριζα τη φλούδα του, τρυπούσα τη σάρκα του με τα δόντια μου και το ξινό υγρό έβρεχε τη γλώσσα μου, χωνόταν από κάτω και με γαργαλούσε, στένευα τα μάτια μου από την ξινίλα. Όλα αυτά, εξαιτίας της Πορτογαλίας, αυτής της λέξης. Σαχλός συνειρμός, ναι. Ουδεμία σχέση έχει η Πορτογαλία με τα πορτοκάλια. Ακόμα και τώρα, όμως, καθώς γράφω αυτήν εδώ την ιστορία, γυροφέρνω τη γλώσσα μέσα στο στόμα και καταπίνω ακατάσχετα.
Θυμάμαι να αναριγώ διαβάζοντας τον Alexander Search. Τι επίθετο κι αυτό… Με τσιγκλούσε αλύπητα. Με προέτρεπε να ψάξω, να αναζητήσω, να τη βρω τη Λισσαβώνα μου. ‘Το όραμα θέλεις να δεις και υποφέρεις όντας τυφλός’ μου ψιθύριζε κι εγώ υπέφερα. Θυμόμουν έπειτα τον Χόντεν Κώλφηλντ: Αυτό που μου τη δίνει στ' αλήθεια είναι ένα βιβλίο που, άμα τελειώσεις να το διαβάζεις, θα 'θελες να 'χεις φιλαράκο σου το συγγραφέα που το 'γραψε, και να μπορείς να τον παίρνεις τηλέφωνο όποτε σου κάνει όρεξη. Άκριβώς έτσι ένιωθα κι εγώ! Ήθελα να σηκώσω το τηλέφωνο και να πω στον Alexander Search, να τον ρωτήσω, να του ζητήσω να μου εκμυστηρευθεί το όραμά μου. ‘Τι πράγμα στα πράγματα ψάχνεις;’ με ρωτούσε ύστερα αυτός κι εγώ μπορούσα μόνο να αρθρώσω ‘Λισσαβώνα’.
Κατέβηκα γρήγορα στο υπόγειο, τράβηξα απότομα την αγαπημένη μου μπλε βαλίτσα, γκρεμίζοντας τον πύργο από βαλίτσες που στηριζόταν επάνω της. Έτρεξα στο δωμάτιό μου, πέταξα μέσα τρεις-τέσσερις αλλαξιές και ένα ζευγάρι παπούτσια, το τσαντάκι με την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμα. Το ξυπνητήρι μου είχε αργήσει να χτυπήσει και το ταξί απ’έξω κόρναρε ασταμάτητα σε διαμαρτυρία. Έτρεχα να προλάβω υπό τη μουσική συνοδεία των κραυγών των υπολοίπων που ορίονταν για την ανεπιθύμητη καθυστέρηση. Εκσφενδόνισα άρον-άρον τη βαλίτσα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και τότε το θυμήθηκα. Όχι, δεν θα έφευγα χωρίς αυτό. Άρθρωσα μια γρήγορη δικαιολογία που δεν φάνηκαν να αντιλαμβάνονται, αν κρίνω από τη μπερδεμένη τους έκφραση, και επέστρεψα στο σπίτι. Ανέβηκα τα σκαλιά δύο-δύο, πήγα να πέσω, αλλά κρατήθηκα από την κουπαστή, με αποτέλεσμα να σκίσω ελαφρώς το ρούχο μου. Άρπαξα τα ποιήματά του από το θρανίο μου και επέστρεψα στο ταξί. Το ταξίδι μου μπορούσε τώρα να αρχίσει.
Attachments
-
37,4 KB Προβολές: 92