SPROM
Member
- Μηνύματα
- 774
- Likes
- 177
- Επόμενο Ταξίδι
- Εξεταστική
- Ταξίδι-Όνειρο
- Δεν ξέρω τώρα...
Ο φύλακας με πήρε από το χέρι και με οδήγησε μαζί με τον τεχνίτη στο υπόγειο του μουσείου, εκεί όπου διεκπεραιώνεται η συντήρηση των έργων και κατασκευάζονται ορισμένα καινούρια. Βρισκόμουν στα απόκρυφα του εθνικού μουσείου αζουλέζου και ένιωθα πραγματικά σκανταλιάρης. Με άφησαν να αγγίξω ό,τι ήθελα, να χαϊδέψω ό,τι ήθελα, να ζηλέψω ό,τι ήθελα. Για μισή ώρα είχα στη διάθεσή μου μια ανεξάντλητη πηγή που ανάβλυζε αζουλέζου! Όμως, ας μην πω άλλα.
Ο ενθουσιασμός μου για την τρομερή συγκυρία έπρεπε, βέβαια, να πληρωθεί. Όχι με αίμα, όμως· με κάτι χειρότερο: αφωνία. Οι φίλοι μου με καταδίκασαν σε αφωνία για το υπόλοιπο της μέρας, προκειμένου να εξιλεωθώ για τα βάσανα που τους είχα προκαλέσει. Ένας, μάλιστα, ισχυρίστηκε ότι αυτές οι τέσσερις γάργαρες συλλαβές ‘α-ζου-λε-ζου’ θα τον καταδιώκουν μέχρι το θάνατό του. Δεν μπορούσα παρά να υποταχθώ στις επιθυμίες τους: το δίκαιο της πυγμής. Όμως, ας είμαι δίκαιος: μου επέτρεπαν να μουγκρίζω.
Επιστρέφοντας στο κέντρο της πόλης και αφού έκανα για άλλη μία φορά τη γνωστή διαδρομή, κατέληξα να αναζητώ ένα μέρος για φαγητό. Από το πρωί, είχα φάει μόνο δύο μικρά κρουασάν και ένα πορτοκάλι: αν δεν έτρωγα σύντομα, θα λιμοκτονούσα. Κοντά στην κεντρική πλατεία, λοιπόν, πίσω από την αδιάφορη πρόσοψη ενός παμπάλαιου κτιρίου, ανακάλυψα μία μαυριτανική αυλή. Τα μοτίβα της μαυριτανικής κουλτούρας με τα πολύχρωμα βιτρό και τα αραβουργήματα στο ξύλο μου έφερναν στον νου τα σπίτια στο Χαλέπι και τη Σεβίλλη. Τι αλλόκοτος συνειρμός… Εκεί, λοιπόν, σε εκείνη την αυλή με το γλυκό συντριβανάκι έφαγα τον άμπακο, προκειμένου να κορέσω το λυσσασμένο μου στομάχι. Μας προσέφεραν τα πάντα και για επιδόρπιο μας χάρισαν γλυκό του κουταλιού από φλούδες πορτοκαλιού. Για λίγες στιγμές ήμουν και πάλι ευτυχισμένος. Βουβός, αλλά ευτυχισμένος.
Την άλλη μέρα το πρωί, πριν αναχωρήσω από τη Λισσαβώνα, ξέκλεψα λίγο χρόνο και επέστρεψα στην Αλφάμα. Εκεί, θα βρισκόταν η αγορά των κλεφτών, μου είχαν υποσχεθεί. Τεράστιοι πάγκοι με εσπεριδοειδή, με παραδοσιακές φορεσιές και φθηνά, κακότεχνα πλακάκια γέμιζαν την Αλφάμα και ο κόσμος συνέρρεε στο παζάρι για να κάνει τα ψώνια του. Με είχε τόσο συνεπάρει ο αέρας της πόλης, αυτή η πειρατική διάθεση, που δεν πρόλαβα να αγοράσω τίποτα. Όταν κατάλαβα ότι ο χρόνος μου είχε εξαντληθεί και είχε φτάσει σχεδόν η ώρα της επιστροφής, αγχώθηκα τόσο πολύ που αγόρασα το πρώτο πράγμα που βρέθηκε μπροστά μου: μία σακούλα πορτοκάλια· έτσι, για ενθύμιο.
Στη διαδρομή για το αεροδρόμιο, ήμουν τόσο θλιμμένος που κρατούσα τα μάτια μου σφαλιστά. Δεν ήθελα να την αποχαιρετήσω, τη Λισσαβώνα. Αναζητούσα την παραμικρή αφορμή, για να σταματήσω το ταξί και να γυρίσω πίσω. Η αφορμή δεν ήρθε ποτέ. Το ταξί σταμάτησε μπροστά από τις αναχωρήσεις κι εγώ με τη βαλίτσα στο ένα χέρι και με τα πορτοκάλια μου στο άλλο μπήκα στο αεροδρόμιο, δίχως να κοιτάξω πίσω. Δεν θα τη χαιρετούσα, τη Λισσαβώνα· ήμουν υπερβολικά πληγωμένος για να το κάνω.
Κάθισα σε έναν καναπέ στο χώρο μπροστά από την πύλη μου, παράτησα σε μια γωνιά το σακίδιό μου, ακούμπησα τη σακούλα με τα πορτοκάλια μου στο πάτωμα κάτω από τη θέση μου και περίμενα την αναγγελία της επιβίβασης. Σκεφτόμουν τα πορτοκάλια και πώς αυτά συμβόλιζαν τη δική μου Λισσαβώνα. Τελικά, είχα αγοράσει το καλύτερο ενθύμιο. Όταν επέστρεφα στο σπίτι, θα τα φύτευα στην αυλή και θα έκανα τη δική μου πορτοκαλιά· θα είχα τη Λισσαβώνα στον κήπο μου. Για πρώτη φορά, απολάμβανα την καταδίκη μου. Δεν είχα διάθεση να απευθύνω το λόγο σε κανέναν. Άλλωστε, δεν ήξερα και τι να πω.
Η αναγγελία έγινε. Πήρα το σακίδιό μου και στήθηκα στην ουρά για την επιβίβαση, η οποία δεν άργησε. Βολεύτηκα στη θέση μου, έδεσα τη ζώνη μου και κάρφωσα το βλέμμα μου στην πλάτη της μπροστινής θέσης. Δεν θυμήθηκα τα πορτοκάλια μου, παρά μόνο όταν το αεροπλάνο κινούνταν ήδη με κατεύθυνση προς τον διάδρομο απογείωσης. Κάτι ράγισε μέσα μου. Είχα ξεχάσει τη σακούλα με τα πορτοκάλια στο χώρο της πύλης, ακριβώς κάτω από τη θέση μου. Δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσα να κάνω. Η πλαστική σακούλα με τις πορτοκαλί μπάλες μου θα έμενε εκεί ίσως για πάντα. Δεν ήθελα καν να φαντάζομαι ότι θα μπορούσε κάποιος καθαριστής να τα πετάξει. Όχι, όχι, όχι. Τα πορτοκάλια μου θα έμεναν εκεί. Ίσως, μάλιστα, κάποτε φύτρωνε εκεί και μια πορτοκαλιά. Όμορφα θα ‘ταν…
Καθώς απογειωνόμουν, θυμήθηκα αυτούς εδώ τους στίχους:
Ο άνεμος φυσάει χωρίς να το ξέρει
Το λουλούδι ζει χωρίς να το ξέρει
Κι εγώ επίσης, χωρίς να το ξέρω ζω, ξέρω όμως ότι ζω.
Κι έπειτα, αυτούς:
Κοιμάμαι. Αν ονειρεύομαι, στο ξύπνημα
Τι ονειρεύτηκα δεν ξέρω.
Ο ενθουσιασμός μου για την τρομερή συγκυρία έπρεπε, βέβαια, να πληρωθεί. Όχι με αίμα, όμως· με κάτι χειρότερο: αφωνία. Οι φίλοι μου με καταδίκασαν σε αφωνία για το υπόλοιπο της μέρας, προκειμένου να εξιλεωθώ για τα βάσανα που τους είχα προκαλέσει. Ένας, μάλιστα, ισχυρίστηκε ότι αυτές οι τέσσερις γάργαρες συλλαβές ‘α-ζου-λε-ζου’ θα τον καταδιώκουν μέχρι το θάνατό του. Δεν μπορούσα παρά να υποταχθώ στις επιθυμίες τους: το δίκαιο της πυγμής. Όμως, ας είμαι δίκαιος: μου επέτρεπαν να μουγκρίζω.
Επιστρέφοντας στο κέντρο της πόλης και αφού έκανα για άλλη μία φορά τη γνωστή διαδρομή, κατέληξα να αναζητώ ένα μέρος για φαγητό. Από το πρωί, είχα φάει μόνο δύο μικρά κρουασάν και ένα πορτοκάλι: αν δεν έτρωγα σύντομα, θα λιμοκτονούσα. Κοντά στην κεντρική πλατεία, λοιπόν, πίσω από την αδιάφορη πρόσοψη ενός παμπάλαιου κτιρίου, ανακάλυψα μία μαυριτανική αυλή. Τα μοτίβα της μαυριτανικής κουλτούρας με τα πολύχρωμα βιτρό και τα αραβουργήματα στο ξύλο μου έφερναν στον νου τα σπίτια στο Χαλέπι και τη Σεβίλλη. Τι αλλόκοτος συνειρμός… Εκεί, λοιπόν, σε εκείνη την αυλή με το γλυκό συντριβανάκι έφαγα τον άμπακο, προκειμένου να κορέσω το λυσσασμένο μου στομάχι. Μας προσέφεραν τα πάντα και για επιδόρπιο μας χάρισαν γλυκό του κουταλιού από φλούδες πορτοκαλιού. Για λίγες στιγμές ήμουν και πάλι ευτυχισμένος. Βουβός, αλλά ευτυχισμένος.
Την άλλη μέρα το πρωί, πριν αναχωρήσω από τη Λισσαβώνα, ξέκλεψα λίγο χρόνο και επέστρεψα στην Αλφάμα. Εκεί, θα βρισκόταν η αγορά των κλεφτών, μου είχαν υποσχεθεί. Τεράστιοι πάγκοι με εσπεριδοειδή, με παραδοσιακές φορεσιές και φθηνά, κακότεχνα πλακάκια γέμιζαν την Αλφάμα και ο κόσμος συνέρρεε στο παζάρι για να κάνει τα ψώνια του. Με είχε τόσο συνεπάρει ο αέρας της πόλης, αυτή η πειρατική διάθεση, που δεν πρόλαβα να αγοράσω τίποτα. Όταν κατάλαβα ότι ο χρόνος μου είχε εξαντληθεί και είχε φτάσει σχεδόν η ώρα της επιστροφής, αγχώθηκα τόσο πολύ που αγόρασα το πρώτο πράγμα που βρέθηκε μπροστά μου: μία σακούλα πορτοκάλια· έτσι, για ενθύμιο.
Στη διαδρομή για το αεροδρόμιο, ήμουν τόσο θλιμμένος που κρατούσα τα μάτια μου σφαλιστά. Δεν ήθελα να την αποχαιρετήσω, τη Λισσαβώνα. Αναζητούσα την παραμικρή αφορμή, για να σταματήσω το ταξί και να γυρίσω πίσω. Η αφορμή δεν ήρθε ποτέ. Το ταξί σταμάτησε μπροστά από τις αναχωρήσεις κι εγώ με τη βαλίτσα στο ένα χέρι και με τα πορτοκάλια μου στο άλλο μπήκα στο αεροδρόμιο, δίχως να κοιτάξω πίσω. Δεν θα τη χαιρετούσα, τη Λισσαβώνα· ήμουν υπερβολικά πληγωμένος για να το κάνω.
Κάθισα σε έναν καναπέ στο χώρο μπροστά από την πύλη μου, παράτησα σε μια γωνιά το σακίδιό μου, ακούμπησα τη σακούλα με τα πορτοκάλια μου στο πάτωμα κάτω από τη θέση μου και περίμενα την αναγγελία της επιβίβασης. Σκεφτόμουν τα πορτοκάλια και πώς αυτά συμβόλιζαν τη δική μου Λισσαβώνα. Τελικά, είχα αγοράσει το καλύτερο ενθύμιο. Όταν επέστρεφα στο σπίτι, θα τα φύτευα στην αυλή και θα έκανα τη δική μου πορτοκαλιά· θα είχα τη Λισσαβώνα στον κήπο μου. Για πρώτη φορά, απολάμβανα την καταδίκη μου. Δεν είχα διάθεση να απευθύνω το λόγο σε κανέναν. Άλλωστε, δεν ήξερα και τι να πω.
Η αναγγελία έγινε. Πήρα το σακίδιό μου και στήθηκα στην ουρά για την επιβίβαση, η οποία δεν άργησε. Βολεύτηκα στη θέση μου, έδεσα τη ζώνη μου και κάρφωσα το βλέμμα μου στην πλάτη της μπροστινής θέσης. Δεν θυμήθηκα τα πορτοκάλια μου, παρά μόνο όταν το αεροπλάνο κινούνταν ήδη με κατεύθυνση προς τον διάδρομο απογείωσης. Κάτι ράγισε μέσα μου. Είχα ξεχάσει τη σακούλα με τα πορτοκάλια στο χώρο της πύλης, ακριβώς κάτω από τη θέση μου. Δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσα να κάνω. Η πλαστική σακούλα με τις πορτοκαλί μπάλες μου θα έμενε εκεί ίσως για πάντα. Δεν ήθελα καν να φαντάζομαι ότι θα μπορούσε κάποιος καθαριστής να τα πετάξει. Όχι, όχι, όχι. Τα πορτοκάλια μου θα έμεναν εκεί. Ίσως, μάλιστα, κάποτε φύτρωνε εκεί και μια πορτοκαλιά. Όμορφα θα ‘ταν…
Καθώς απογειωνόμουν, θυμήθηκα αυτούς εδώ τους στίχους:
Ο άνεμος φυσάει χωρίς να το ξέρει
Το λουλούδι ζει χωρίς να το ξέρει
Κι εγώ επίσης, χωρίς να το ξέρω ζω, ξέρω όμως ότι ζω.
Κι έπειτα, αυτούς:
Κοιμάμαι. Αν ονειρεύομαι, στο ξύπνημα
Τι ονειρεύτηκα δεν ξέρω.