Alexis K
Member
- Μηνύματα
- 28
- Likes
- 31
Σας μεταφέρω το ταξίδι αυτό όπως το περιγράφω στο προσωπικό μου ημερολόγιο:
Τα σχέδια για την εκδρομή αυτή είχαν μπει από τη προηγούμενη επίσκεψη μας στη περιοχή το 2005. Αρχικά σαν μια αόριστη σκέψη περί επίσκεψης στο Θιβέτ, μα στη συνέχεια άρχισε να παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή, κάνοντας διάφορες προτάσεις μεταξύ μας. Και λέγοντας μεταξύ μας, εννοώ το Χρήστο Λ. που είχε αναλάβει τις επαφές και την όλη οργάνωση, τον Γρηγόρη Κ. κι εμένα.
Η πρώτη πρόταση σε γενικές γραμμές προέβλεπε μερικές μέρες στο Νεπάλ, και στη συνέχεια με τετρακίνητα οχήματα θα ανεβαίναμε από τη Κατμαντού στη Λάσα του Θιβέτ. Κατόπιν θα συνεχίζαμε στη κεντρική Κίνα σιδηροδρομικώς και στο τέλος αεροπορικώς θα πηγαίναμε στο Πεκίνο και το Σινικό Τείχος. Η διάρκεια ήταν τέσσερες εβδομάδες. Το όλο πρόγραμμα ήταν εντυπωσιακό, αλλά πέραν του πολυήμερου ήταν και δαπανηρό με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να σχηματίσουμε ομάδα πέραν το 5-6 ατόμων.
Έτσι αρχές του καλοκαιριού 2008 το πρόγραμμα αλλάζει και περιορίζεται στο Νεπάλ και Θιβέτ. Περιελάμβανε 2-3 μέρες στη Κατμαντού (Νεπάλ) και στη συνέχεια με οχήματα 4Χ4 θα ανεβαίναμε στη Λάσα του Θιβέτ, με διάφορες μικροπορείες ενδιάμεσα για εγκλιματισμό, με κορυφαία στιγμή την ανάβαση στη Κατασκήνωση Βάσης του Έβερεστ από τη βόρεια πλευρά. Το πρόγραμμα έτσι μειώθηκε χρονικά κατά μία εβδομάδα, οικονομικά κατά 30% και το κυριότερο άρχισαν να βρίσκονται και άλλοι ενδιαφερόμενοι. Έτσι στην ομάδα προστέθηκαν, οι: Νίκος Τ, Χρήστος Γ, τα αδέλφια Γιάννης και Δημήτρης Κ, Γιώργος Γ και 2-3 γνωστοί του Χρήστου Λ.από την Αθήνα.
Τα πράγματα όμως μέσα στο καλοκαίρι άλλαξαν πάλι! Οι πολιτικο-κοινωνικές αναταράξεις στο Θιβέτ, δηλαδή η εξέγερση των Θιβετιανών κατά των Κινέζων, που εδώ και 50 χρόνια έχουν καταλάβει τη χώρα τους και η δημοσιότητα που πήρε το θέμα λόγω των Ολυμπιακών αγώνων, που θα γίνονταν τον Αύγουστο 2008 στο Πεκίνο, οδήγησε τις αρχές σε περιορισμούς ή απαγορεύσεις μετακίνησης των τουριστών στη περιοχή του Θιβέτ. Έτσι βρεθήκαμε στη κυριολεξία τη τελευταία στιγμή να αλλάζουμε πάλι το πρόγραμμα και παρά τους αρχικούς φόβους για ακύρωση του όλου ταξιδιού, καταλήξαμε πλέον στο οριστικό σχέδιο.
Ο νέος σχεδιασμός περιελάμβανε 8 ημέρες στο Νεπάλ, με μια πενταήμερη πορεία στη περιοχή της Ανναπούρνα για εγκλιματισμό, στη συνέχεια αεροπορικώς στο Θιβέτ, επισκέψεις σε αξιοθέατα στη περιοχή της Λάσα και επιστροφή στο Νεπάλ με οχήματα 4Χ4. Χρονική διάρκεια 3 εβδομάδες. Παράλληλα στη παρέα προστέθηκε και ο Σωτήρης Μ. Συνολικά ήμασταν 13 άτομα: οι προαναφερόμενοι 8 Πατρινοί, ο Χρήστος Λ, ο Κώστας Α. από τη Κρήτη και τρεις κοπέλες ( Ελένη Π, Μάρθα Γ. και Νίκη Χ.) από την Αθήνα..
Το τελευταίο «στραβό» που μας έτυχε και αποτέλεσμα των συνεχών αλλαγών, ήταν ότι για τη πτήση προς το Νεπάλ θα χωριζόμασταν σε δυο ομάδες (8 και 5 άτομα) μιας και θα ταξιδεύαμε με διαφορετικές αεροπορικές εταιρείες αλλά θα φτάναμε στη Κατμαντού σχεδόν ταυτόχρονα.
Έφτασε λοιπόν η Κυριακή (21/9) και στις 12.30 το μεσημέρι, φύγαμε με το λεωφορείο της γραμμής για την Αθήνα. Μετά από 4 ώρες σχεδόν βρεθήκαμε στο αεροδρόμιο η οκτάδα μας και στις 18.50 ξεκίνησε το ταξίδι μας. Στις 23.00 φτάσαμε στη Ντόχα του Κατάρ και με άλλη πτήση συνεχίσαμε στις 00.45 της Δευτέρας (22/9) για το Νεπάλ, όπου φτάσαμε μετά από 4 ½ ώρες ταξιδιού, στις 08.25 (ώρα Ελλάδος 05.10).
Μισή ώρα πριν από εμάς είχε φτάσει και η πεντάδα των υπολοίπων και όλοι μαζί πλέον, αφού περάσαμε τον έλεγχο και βγάλαμε βίζα, βγήκαμε στη πόλη. Στις 10.30 φτάσαμε στο ξενοδοχείο Norbulinka, στο κέντρο της Κατμαντού, στην εμπορική και τουριστική συνοικία Thamel. Σύντομα ξεχυθήκαμε στην αγορά, μιας και για τους περισσότερους, ήταν επείγον να κάνουν ορισμένες αγορές, σε ορειβατικό υλικό, για την αυριανή πορεία.
Στις 18.00 αφού είχαμε επιστρέψει από την αγορά, ήλθε στο ξενοδοχείο να μας καλωσορίσει ο Πρόεδρος της Ορειβατικής Ομοσπονδίας του Νεπάλ και πρόεδρος της Ενώσεως Ορειβατικών Ομοσπονδιών της Ασίας (UAAA) κος Ang Tshering Sherpa, του οποίου το γραφείο (Asian Trekking) είχε αναλάβει την εκτέλεση του προγράμματός μας. Ο Χρ. Γ. προσέφερε δυο αναμνηστικά δώρα στο πρόεδρο, συζητήσαμε μαζί του τις τελευταίες λεπτομέρειες και η βραδιά έκλεισε με ένα ελαφρύ δείπνο σε γειτονικό εστιατόριο.
Τη Τρίτη (23/9), μετά το πρωινό εγερτήριο και το πρόγευμα, ξεκινήσαμε στις 07.30 για τη περιοχή της Ανναπούρνα, με ένα μικρό λεωφορείο. Στην ομάδα μας είχαν προστεθεί τέσσερεις βαστάζοι και ένας οδηγός βουνού, ο Johang, που για ευκολία επικράτησε να τον φωνάζουμε Τζώρτζιο. Στο ταξίδι μας έπρεπε να καλύψουμε περί τα 270 χλμ (σε ασφαλτόδρομο) για τα οποία απαιτούντο 7-8 ώρες!!!
Το γιατί χρειαζόμασταν τόσες ώρες για τα χιλιόμετρα αυτά το ανακαλύψαμε πολύ σύντομα. Ο δρόμος συνδέει τη Κατμαντού με τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, τη Ποκάρα, με αποτέλεσμα να δέχεται ένα πολύ μεγάλο όγκο οχημάτων, κυρίως φορτηγά και λεωφορεία. Επιπλέον είναι υπερβολικά στενός, με κακό οδόστρωμα, σχεδιασμένος ανάμεσα σε χαράδρες και πάνω από αφρισμένα ποτάμια. Αν στα παραπάνω προσθέσεις και τον «ζογκλερικό», μέχρι επικινδυνότητας, τρόπο οδήγησης, καταλαβαίνει κανείς, γιατί το μοναδικό θέμα συζήτησης στη διάρκεια του ταξιδιού, αντί να είναι τα εκπληκτικά τοπία που βλέπαμε τριγύρω μας, ήταν η ο δ ή γ η σ η.
Έξι ώρες χρειάστηκαν μέχρι τη Ποκάρα και εδώ κάναμε μια καλή στάση για μεσημεριανό. Το χαρακτηριστικό της πόλης είναι η λίμνη της και φυσικά εκεί κάναμε τη στάση μας. Εδώ θα έμεναν για μερικές ημέρες η Μάρθα και η Νίκη, μιας και δεν θα ανέβαιναν στο βουνό για τη πορεία, αλλά θα επισκέπτονταν το Εθνικό Πάρκο Chitwan, νότια της πόλης.
Μετά από μία ώρα περίπου ήμασταν πάλι στο λεοφωρείο και συνεχίζοντας το απίστευτο σλάλομ στους ορεινούς δρόμους, πατήσαμε επιτέλους τα πόδια μας στο χώμα στο μικρό οικισμό Naya Pul (1100μ). Γρήγορα φορέσαμε αρβύλες και σακίδια και ξεχυθήκαμε στο κατήφορο. Ο οικισμός αυτός έχει δύο «συνοικίες». Η μία είναι μια σειρά παράγκες-μαγαζάκια, δίπλα στον ασφαλτόδρομο, η δε άλλη, λίγο χαμηλότερα με πολλά περισσότερα μαγαζάκια και σπίτια, στις δυο πλευρές ενός άθλιου χωματόδρομου που στο τέλος μετατρέπετε σε ένα πλατύ μονοπάτι.
Από εκεί περάσαμε κι εμείς, στη σύντομη πορεία μας και σε λιγότερο από ώρα, σχεδόν 17.30, φτάσαμε στον οικισμό Birethanti (1025μ). Το χωριό είναι χτισμένο σε κομβικό σημείο, στις δύο όχθες του ποταμού Modi Khola που τις συνδέει μια μεταλλική πεζογέφυρα. Το σημείο είναι θαυμάσιο, ανάμεσα σε δένδρα και αμέσως μας έκανε να ξεχάσουμε τη ταλαιπωρία που περάσαμε. Αργότερα αφού τακτοποιηθήκαμε στο Everest lodge, βγήκαμε για βόλτα στην απέναντι όχθη και πίνοντας το τσάι μας, απολαύσαμε μια δυνατή μπόρα, που κράτησε σχεδόν μιάμιση ώρα.
Η ατυχία που με βρήκε, ήταν ότι χάλασε η αυτόματη εστίαση και το μπροστινό μέρος του βασικού φακού της φωτογραφικής μου μηχανής και έτσι για τις επόμενες ημέρες έκανα χειροκίνητη εστίαση με τα δύο δάχτυλα του χεριού μου και με τα υπόλοιπα κρατούσα το φακό στη θέση του. Τελικά κοιτώντας σήμερα τις φωτογραφίες δεν τα κατάφερα και άσχημα.
Τετάρτη (24/9). Πολύ νωρίς το πρωί, νύχτα ακόμα, είχαμε οι περισσότεροι, άσχημο εγερτήριο. Ο Γιάννης Κ, είχε παρουσιάσει πρόβλημα υγείας, σχετιζόμενο με το στομάχι και την αναπνοή του. Παρά τα φάρμακα που πήρε, δεν παρουσιάστηκε βελτίωση και έτσι πήραμε απόφαση να γυρίσει πίσω, στη Ποκάρα, όπου υπάρχει νοσοκομείο για εξετάσεις κλπ. Μαζί του θα πήγαινε ο αδελφός του, Δημήτρης και ο Γιώργος. Για επιπλέον ασφάλεια θα εύρισκαν τη Νίκη και τη Μάρθα, μιας και η τελευταία σαν φυσιοθεραπεύτρια και άριστη γνώστρια Αγγλικών θα τον βοηθούσε στα ιατρικά θέματα.
Έτσι οι οκτώ εναπομείναντες, στις 07.30 συνεχίσαμε τη πορεία μας. Η ημέρα ήταν θαυμάσια, με ένα λαμπρό ήλιο αλλά και αρκετή υγρασία. Μην ξεχνάμε ότι ήμασταν στο τέλος των μουσώνων και για τις επόμενες ημέρες θα κινούμασταν σε υποτροπικό δάσος. Μπροστά μας ο απότομος παγωμένος όγκος της ιερής κορυφής Machhapuchhare (6993μ), καθήλωσε για πολύ ώρα το βλέμμα μας. Να σημειώσω εδώ ότι στη περιοχή των Ιμαλάϊων υπάρχουν δύο ιερά βουνά για τους Βουδιστές. Το Machhapuchhare(= ουρά ψαριού) στο Νεπάλ και το Kailash στο Θιβέτ. Και στα δύο απαγορεύονται οι αναβάσεις. Παραμένουν δηλαδή απάτητες από τους ορειβάτες.
Στην αρχή η πορεία γίνεται στη δυτική όχθη του Modi Khola, ανάμεσα σε ατελείωτους ορυζώνες, σχηματισμένους σε αναβαθμίδες μέχρι ψηλά στις απότομες πλαγιές. Μικροί οικισμοί και μεμονωμένα σπίτια συναντούμε σε όλη τη διαδρομή. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι από νωρίς είναι στις αγροτικές εργασίες τους, ενώ τα παιδιά με τις σχολικές φορεσιές τους περπατούν στο μονοπάτι για το σχολείο τους. Τα σχολεία αρχίζουν τα μαθήματα αργά, γύρω στις 10.00, γιατί οι μαθητές πρέπει συχνά να περπατήσουν δυο και τρεις ώρες μέχρι να φτάσουν στα θρανία τους.
Μετά από ένα δίωρο περίπου, στον οικισμό Syauli Bazar (1170μ), άρχισε ο ανήφορος. Το κουραστικό είναι ότι δεν περπατάγαμε σε μονοπάτι αλλά ανεβαίναμε σκαλοπάτια, πολλά, ατελείωτα σκαλοπάτια, που έβαλαν σε σκληρή δοκιμασία τα γόνατά μας. Στις 12.00 άρχισαν να πέφτουν μερικές ψιχάλες, ευτυχώς χωρίς να δυναμώσουν. Μετά το χωριό Kimche(1650μ), το μονοπάτι έγινε λίγο πιο ομαλό, μειώθηκε η κλίση και ανεβαίνοντας μια τελευταία ανηφόρα (με σκαλοπάτια) φτάσαμε στα πρώτα σπίτια του χωριού Ghandruk (1950μ). Το χωριό είναι μεγάλο έχει 2.000 κατοίκους, με όμορφα καλντερίμια και ωραία θέα.
Ο γολγοθάς των σκαλοπατιών, συνεχίστηκε για λίγο ακόμα, μιας και ο ξενώνας ήταν στο πάνω μέρος του χωριού και τελικά στις 14.00, πατήσαμε ίσωμα, δηλαδή στην αυλή του ξενώνα. Ο ξενώνας, ήταν πολύ καλύτερος από το χθεσινό με ατομικό μπάνιο σε κάθε δωμάτιο και ζεστό νερό. Μετά το μπάνιο, ο Χρήστος Γάτσης, κατέβηκε λίγο πιο κάτω σε ένα τηλεφωνείο, για να μάθει νέα από το Γιάννη. Τα νέα ήσαν καλά, ο Γιάννης ήταν στο νοσοκομείο στη Ποκάρα, αισθανόταν καλύτερα και περίμενε κάποιες εξετάσεις ακόμα. Γενικά μας καθησύχασε, γιατί ομολογουμένως ήμασταν ανήσυχοι με το θέμα της υγείας του.
Αργότερα ήλθε μια δυνατή μπόρα, που μας έκλεισε μέσα στο σαλόνι του πανδοχείου, αλλά σε κάποιο μικρό άνοιγμα του καιρού, μπορέσαμε να δούμε για λίγο τις επιβλητικές κορυφές Annapurna South(7219μ) και Hiunchulli(6441μ). Έτσι κάπως έκλεισε αυτή η κουραστική ημέρα.
Πέμπτη (25/9). Κατά τα λεγόμενα του οδηγού μας, Τζώρτζιο, σήμερα θα ήταν η πιο κουραστική ημέρα. Προβλεπόταν δεκάωρη πορεία, με αρκετά ανεβοκατεβάσματα. Για το λόγο αυτό λίγο μετά τις 06.30 αρχίσαμε το περπάτημα. Βέβαια πρώτα θαυμάσαμε την εκπληκτική θέα των κορυφών Annapurna South(7219μ), Hiunchulli(6441μ) και Machhapuchhare(6993μ) που ορθώνονταν στον καταγάλανο ορίζοντα στα βόρεια μας.
Το μονοπάτι αμέσως μετά το χωριό βυθίζεται σε ένα πυκνό υποτροπικό δάσος. Δένδρα πανύψηλα, άγνωστα σε εμάς, με τα κλαριά τους μπερδεμένα με διάφορα αναρριχητικά φυτά, που κάποια από αυτά είχαν λίγα αλλά ωραία λουλούδια. Και φυσικά νερά, πάρα πολλά νερά. Συνεχή ρυάκια και ποταμάκια, αλλού σιγανά και ήρεμα και αλλού να πέφτουν με θόρυβο σε καταρράκτες. Αλλά όπου υπάρχει τόση υγρασία, υπάρχουν και βδέλλες. Έφτανε να βγεις λίγο από το μονοπάτι και να πατήσεις στα χόρτα και αμέσως οι μπότες γέμιζαν βδέλλες. Έπρεπε φυσικά να τις διώξουμε αμέσως για να μην ανέβουν στα πόδια μας.
Περασμένες 10.00, φτάσαμε στον οικισμό Tadapani(2600μ). Η θέα των κορυφών τριγύρω είναι πανοραμική, αν και έχει αρχίσει το κρυφτό με μια χαμηλή συννεφιά. Εδώ κάναμε μια καλή στάση, αναπληρώσαμε τα υγρά που χάσαμε με σούπες και τσάι και στις 11.00 συνεχίσαμε τη πορεία μας, ενώ μια ελαφριά ομίχλη μας συνοδεύει. Να σημειώσω εδώ ότι το σημερινό μονοπάτι αν και καλογραμμένο δεν χρησιμοποιείται από τους ντόπιους, αλλά είναι ένα μονοπάτι που περπατούν κυρίως οι πεζοπόροι που κινούνται στη περιοχή αυτή της Ανναπούρνα. Δεν έχει τη πολυκοσμία δηλαδή των άλλων μονοπατιών και συχνά έχεις την αίσθηση του «χαμένου» στη ζούγκλα.
Σε ένα εντυπωσιακό σημείο του δάσους, θέλησα να βγάλω μια φωτογραφία, αλλά επειδή το σακίδιο με εμπόδιζε το ακούμπησα κάτω, με αποτέλεσμα όταν το σήκωσα να έχει γεμίσει βδέλλες. Τις έδιωξα αλλά φαίνεται ότι κάποια τα κατάφερε και λίγο αργότερα την είδα να ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού μου να πίνει αίμα. Με ένα τσιγάρο, κόλπο που έμαθα στο στρατό, την απομάκρυνα, αλλά χρειάστηκε σχεδόν μισή ώρα φροντίδας, αν και περπάταγα, για να σταματήσει να ματώνει η μικρή πληγή.
Στις 14.00 μετά από ένα κουραστικό ανεβοκατέβασμα σε μια ρεματιά, φτάσαμε σε ένα ακόμα οικισμό, τον Banthanti (2900μ). Η ομίχλη μας έχει αφήσει και τώρα υπάρχει ένας λαμπρός ήλιος. Κάναμε άλλη μία στάση, για τσάι, και συνεχίσαμε τη πορεία μας, και σύντομα βρεθήκαμε δίπλα από ένα ορμητικό ποταμάκι, ανηφορίζοντας στο πλάι μιας απότομης ρεματιάς. Εκεί μας βρήκε πάλι ομίχλη και τελικά το μονοπάτι μας οδήγησε σε μια ράχη. Από τον παγωμένο αέρα καταλάβαμε ότι το πέρασμα πρέπει να ήταν σε ανοικτό και εκτεθειμένο σημείο, αλλά δεν είχαμε καθόλου ορατότητα. Το μονοπάτι επιτέλους έπαψε τον ανήφορο και σιγά-σιγά άρχισε να κατεβαίνει. Σύντομα έγινε πετρόχτιστο, περάσαμε ένα-δυο μεμονωμένα κτίσματα και στις 16.30, μετά από 10 ώρες πορείας στη ζούγκλα, πατήσαμε το πόδι μας, στο χωριό Ghorepani (2800μ).
Ο ξενώνας ήταν στην είσοδο του χωριού, πολύ καλός, με μεμονωμένους οικίσκους για δωμάτια, με ζεστό νερό για μπάνιο και με μεγάλη αυλή. Αφού τακτοποιηθήκαμε και κάναμε το μπάνιο μας, όλοι πέσαμε στα κρεβάτια για ξεκούραση. Αργότερα στην αυλή του διπλανού σχολείου κάποιοι δοκίμασαν τις ικανότητες τις ικανότητές τους στο μπάσκετ με κάποιους ντόπιους, ενώ μια άλλη παρέα από αγόρια και κορίτσια έπαιζε βόλεϊ και μάλιστα αρκετά καλά. Σούρουπο βγήκα μια βόλτα στο χωριό, που είναι αρκετά μεγάλο, με αρκετά μαγαζιά και ξενώνες μια και αυτό βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο και διασταύρωση μονοπατιών της περιοχής. Καθισμένος μάλιστα σε ένα μαγαζάκι για τσάι, συνάντησα και άλλη μία παρέα Ελλήνων από την Αθήνα που έκανα την ίδια διαδρομή με εμάς αλλά αντίστροφα.
Σύντομα γύρισα στο ξενώνα γιατί στις 19.30 είχαμε ραντεβού για το δείπνο και μόλις που πρόλαβα να μπώ στο εστιατόριο του ξενώνα και ξεκίνησε μια δυνατή μπόρα. Το δείπνο ήταν εξαιρετικό, καλομαγειρεμένο και κάποιες συνταγές που δοκιμάσαμε, εντυπωσιακές στην εμφάνιση (με φλόγες κλπ) ενώ βρήκαμε μέχρι και μπουκάλι με κρασί που τιμήσαμε δεόντως. Μεγαλεία ανέλπιστα δηλαδή!!! Βέβαια μετά το φαί πήγαμε νωρίς για ύπνο μιας και την επομένη προβλεπόταν πολύ πρωινό εγερτήριο.
Το επόμενο πρωί, Παρασκευή (26/9), ο ουρανός ήταν ξάστερος , έτσι σηκωθήκαμε νωρίς ελέγξαμε τον καιρό και στις 4.45 αναχωρήσαμε για το ύψωμα Poon Hill(3200μ). Δεν ήμασταν οι μόνοι που ανεβαίναμε και σε ¾ της ώρας φτάσαμε στη κορυφή. Εκεί υπάρχει ένα παρατηρητήριο, και ένα μικρό μαγαζάκι με τσάι. Πρέπει να βρεθήκαμε εκεί ίσως και περισσότερα από 100 άτομα. Το κρύο αρκετό και όλοι ήμασταν τυλιγμένοι στα χοντρά μπουφάν μας.
Στα βόρεια φαίνονταν οι πανύψηλες κορυφές αλλά όταν άρχισε ο ήλιος να τις φωτίζει το θέαμα ήταν μαγευτικό. Αριστερά ο όγκος της κορυφής Dhaulagiri(8167μ) και απέναντί μας, οι κορυφές: Annapurna South(7219μ), Hiunchuli(6441μ), στο βάθος η Gangapurna(7454μ) και λίγο δεξιότερα το επιβλητικό Macchapuchhare(6993μ). Προς τα ανατολικά και νοτιο-ανατολικά το μάτι μας χανότανε σε πιο ομαλές, λοφώδεις εκτάσεις. Εννοείται ότι «πήραν φωτιά» οι φωτογραφικές μηχανές και τα κλικ ακούγονταν το ένα μετά το άλλο.
Τελικά μετά από αρκετή ώρα απόλαυσης πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής. Σύντομα, θα ήταν πριν τις 08.00 φτάσαμε πάλι στο Ghorepani, πήραμε ένα καλό πρωινό και στις 08.45 ξεκίνησε η κατηφορική πορεία της επιστροφής. Το κακό ήταν ότι μας περίμεναν πάλι μερικές χιλιάδες σκαλοπατιών, που αποτελούν, μαζί με τη κατηφόρα, ότι χειρότερο για τα γόνατα μας. Στις 11.00 κάναμε μια μικρή στάση στον οικισμό Banthanti(2300μ) και στις 12.30 βρεθήκαμε στο Ulleri(1960μ). Ήδη από ώρα έχουμε αφήσει το πυκνό δάσος και όσο κατεβαίνουμε αυξάνονται οι πεζούλες με το ρύζι.
Στο Ulleri έγινε η μεσημεριανή μας στάση, για σούπα και όχι μόνο, μιας και το μέρος βρίσκεται σε σημείο με εξαιρετική θέα προς τη κοιλάδα του ποταμού Bhurung Khola. Χαμηλότερα βλέπαμε μια σειρά οικισμών και αποφασίστηκε να μείνουμε σε κάποιο lodge των χωριών αυτών. Έτσι μετά τη ξεκούραση ο Χρήστος Λ. έφυγε πρώτος για να βρεί κάτι καλό και θα μας περίμενε εκεί.
Εμείς οι υπόλοιποι, περασμένες 13.30 συνεχίσαμε το κατήφορο. Τώρα το μονοπάτι είναι φτιαγμένο αποκλειστικά από σκαλοπάτια, που επιπλέον είναι απότομα και σε μερικά σημεία αρκετά στενά. Κουραστική η συνέχεια λοιπόν, αλλά αφού περάσαμε δυο κρεμαστές γέφυρες σε κάποιους χείμαρρους, φτάσαμε τελικά στο ποτάμι (Bhurung Khola) και περπατώντας σε πιο ομαλό έδαφος, συναντήσαμε στις 15.00, το Χρήστο να μας περιμένει σε ένα μικρό lodge στον οικισμό Hille (1475μ).
Το πανδοχείο (Laxmi Lodge) αυτό ήταν κατώτερο από τα προηγούμενα αλλά τουλάχιστον είχε ζεστό νερό στο κοινόχρηστο μπάνιο. Κουρασμένοι τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας και γρήγορα τρέξαμε στο ντους μιας και η ζέστη είχε μεγαλώσει επειδή είχαμε κατεβεί σε χαμηλότερο υψόμετρο από τις προηγούμενες ημέρες. Στο μπάνιο όμως κυκλοφορούσαν και βδέλλες με αποτέλεσμα ο Κώστας κι εγώ να τσιμπηθούμε στα δάχτυλα των ποδιών μας, αλλά με τσιγάρο πάλι, καταφέραμε να τις διώξουμε.
Το σούρουπο μαζευτήκαμε όλοι στο εστιατόριο, όπου αντίθετα με την φτωχή εμφάνιση του, μας προσέφερε ένα πολύ καλό δείπνο. Μετά το φαγητό, οι τρεις κόρες της ιδιοκτήτριας, μαζί με τους βαστάζους μας, έστησαν μια αυτοσχέδια ορχήστρα και μέχρι αργά σχετικά, ξεσηκώσαμε όλο τον οικισμό με το τραγούδι και το χορό. Να σημειώσω ότι ήταν η πρώτη μέρα του ταξιδιού μας που δεν έβρεξε.
Σάββατο (27/9). Παρότι η ημέρα είχε μικρή πορεία, εμείς σηκωθήκαμε νωρίς και στις 07.30 συνεχίσαμε το περπάτημα. Το μονοπάτι περνούσε από θαυμάσια τοπία ανάμεσα σε μικρούς οικισμούς, χωράφια με ρύζι, ενώ μερικά κομμάτια ήσαν δασωμένα. Πριν τις 10.00 φτάσαμε στο χωριό Birethanti (1025μ), ενώ λίγο πριν θαυμάσαμε ένα εντυπωσιακό καταρράκτη, που στη λιμνούλα που σχημάτιζε έκαναν το μπάνιο τους, μερικοί νεαροί.
Στο χωριό ήπιαμε στα βιαστικά ένα τσάι και μετά από μία ώρα, φτάσαμε στο δρόμο, στον οικισμό Naya Pull (1100μ),όπου μας περίμενε το λεωφορείο. Αλλάξαμε και γρήγορα πήραμε το δρόμο της επιστροφής, για τη Κατμαντού. Αυτά τα βασανιστικά και επικίνδυνα 260 χλμ μέχρι το προορισμό μας! Ευτυχώς από τα πρώτα μέτρα, φάνηκε ότι θα είχαμε πιο προσεκτικό και συνετό οδηγό.
Στις 12.30 φτάσαμε στη Ποκάρα, που συναντηθήκαμε με τη Μάρθα, τη Νίκη, το Δημήτρη, το Γιώργο και τον ασθενούντα Γιάννη. Σε ένα ωραίο εστιατόριο δίπλα στη λίμνη φάγαμε για μεσημέρι και ο Γιάννης μας εξιστόρησε τις «ιατρικές» του περιπέτειες. Το γεγονός ήταν ότι βοηθήθηκε πολύ από τον ξενοδόχο, του έγιναν διάφορες εξετάσεις σε ένα καλό νοσοκομείο, ήταν καλύτερα αλλά όχι τελείως καλά με το αναπνευστικό του, και μάλλον καταλάβαινε και ο ίδιος ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Ο φόβος μας ήταν, ότι στο Θιβέτ, όπου το υψόμετρο που θα φτάναμε θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, θα επιδεινωνόταν το πρόβλημα αυτό. Πάντως είχε αποφασίσει να κάνει ένα ακόμα έλεγχο υγείας στη Κατμαντού σε ένα μεγαλύτερο νοσοκομείο.
Στις 14.00 αναχωρήσαμε από τη Ποκάρα για τη Κατμαντού. Φυσικά από τον ίδιο δρόμο που ήλθαμε πριν από λίγες ημέρες. Το κυκλοφοριακό ήταν το ίδιο και μεγαλύτερο, μιας και άρχιζε μια πολυήμερη θρησκευτική γιορτή και όλοι οι Νεπαλέζοι είχαν βγεί στα χωριά τους και στη εξοχή. Ένα απίστευτο, πολύχρωμο, πολύβουο και άναρχο συνονθύλευμα από λεωφορεία, φορτηγά, μηχανές, διαβάτες κλπ , είχε ξεχυθεί στο στενό και φιδίσιο δρόμο, που μας απορρόφησε για το μεγαλύτερο μέρος των έξι (!!) ωρών που χρειαστήκαμε για τα 200 χλμ μέχρι τη πρωτεύουσα. Φυσικά φτάσαμε κουρασμένοι, μόλις που αντέχαμε να φάμε κάτι πρόχειρο και γρήγορα πέσαμε στα κρεβάτια μας, στο ίδιο ξενοδοχείο ( Norbulinka) με αυτό της πρώτης μας βραδιάς.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ....
Τα σχέδια για την εκδρομή αυτή είχαν μπει από τη προηγούμενη επίσκεψη μας στη περιοχή το 2005. Αρχικά σαν μια αόριστη σκέψη περί επίσκεψης στο Θιβέτ, μα στη συνέχεια άρχισε να παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή, κάνοντας διάφορες προτάσεις μεταξύ μας. Και λέγοντας μεταξύ μας, εννοώ το Χρήστο Λ. που είχε αναλάβει τις επαφές και την όλη οργάνωση, τον Γρηγόρη Κ. κι εμένα.
Η πρώτη πρόταση σε γενικές γραμμές προέβλεπε μερικές μέρες στο Νεπάλ, και στη συνέχεια με τετρακίνητα οχήματα θα ανεβαίναμε από τη Κατμαντού στη Λάσα του Θιβέτ. Κατόπιν θα συνεχίζαμε στη κεντρική Κίνα σιδηροδρομικώς και στο τέλος αεροπορικώς θα πηγαίναμε στο Πεκίνο και το Σινικό Τείχος. Η διάρκεια ήταν τέσσερες εβδομάδες. Το όλο πρόγραμμα ήταν εντυπωσιακό, αλλά πέραν του πολυήμερου ήταν και δαπανηρό με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να σχηματίσουμε ομάδα πέραν το 5-6 ατόμων.
Έτσι αρχές του καλοκαιριού 2008 το πρόγραμμα αλλάζει και περιορίζεται στο Νεπάλ και Θιβέτ. Περιελάμβανε 2-3 μέρες στη Κατμαντού (Νεπάλ) και στη συνέχεια με οχήματα 4Χ4 θα ανεβαίναμε στη Λάσα του Θιβέτ, με διάφορες μικροπορείες ενδιάμεσα για εγκλιματισμό, με κορυφαία στιγμή την ανάβαση στη Κατασκήνωση Βάσης του Έβερεστ από τη βόρεια πλευρά. Το πρόγραμμα έτσι μειώθηκε χρονικά κατά μία εβδομάδα, οικονομικά κατά 30% και το κυριότερο άρχισαν να βρίσκονται και άλλοι ενδιαφερόμενοι. Έτσι στην ομάδα προστέθηκαν, οι: Νίκος Τ, Χρήστος Γ, τα αδέλφια Γιάννης και Δημήτρης Κ, Γιώργος Γ και 2-3 γνωστοί του Χρήστου Λ.από την Αθήνα.
Τα πράγματα όμως μέσα στο καλοκαίρι άλλαξαν πάλι! Οι πολιτικο-κοινωνικές αναταράξεις στο Θιβέτ, δηλαδή η εξέγερση των Θιβετιανών κατά των Κινέζων, που εδώ και 50 χρόνια έχουν καταλάβει τη χώρα τους και η δημοσιότητα που πήρε το θέμα λόγω των Ολυμπιακών αγώνων, που θα γίνονταν τον Αύγουστο 2008 στο Πεκίνο, οδήγησε τις αρχές σε περιορισμούς ή απαγορεύσεις μετακίνησης των τουριστών στη περιοχή του Θιβέτ. Έτσι βρεθήκαμε στη κυριολεξία τη τελευταία στιγμή να αλλάζουμε πάλι το πρόγραμμα και παρά τους αρχικούς φόβους για ακύρωση του όλου ταξιδιού, καταλήξαμε πλέον στο οριστικό σχέδιο.
Ο νέος σχεδιασμός περιελάμβανε 8 ημέρες στο Νεπάλ, με μια πενταήμερη πορεία στη περιοχή της Ανναπούρνα για εγκλιματισμό, στη συνέχεια αεροπορικώς στο Θιβέτ, επισκέψεις σε αξιοθέατα στη περιοχή της Λάσα και επιστροφή στο Νεπάλ με οχήματα 4Χ4. Χρονική διάρκεια 3 εβδομάδες. Παράλληλα στη παρέα προστέθηκε και ο Σωτήρης Μ. Συνολικά ήμασταν 13 άτομα: οι προαναφερόμενοι 8 Πατρινοί, ο Χρήστος Λ, ο Κώστας Α. από τη Κρήτη και τρεις κοπέλες ( Ελένη Π, Μάρθα Γ. και Νίκη Χ.) από την Αθήνα..
Το τελευταίο «στραβό» που μας έτυχε και αποτέλεσμα των συνεχών αλλαγών, ήταν ότι για τη πτήση προς το Νεπάλ θα χωριζόμασταν σε δυο ομάδες (8 και 5 άτομα) μιας και θα ταξιδεύαμε με διαφορετικές αεροπορικές εταιρείες αλλά θα φτάναμε στη Κατμαντού σχεδόν ταυτόχρονα.
Έφτασε λοιπόν η Κυριακή (21/9) και στις 12.30 το μεσημέρι, φύγαμε με το λεωφορείο της γραμμής για την Αθήνα. Μετά από 4 ώρες σχεδόν βρεθήκαμε στο αεροδρόμιο η οκτάδα μας και στις 18.50 ξεκίνησε το ταξίδι μας. Στις 23.00 φτάσαμε στη Ντόχα του Κατάρ και με άλλη πτήση συνεχίσαμε στις 00.45 της Δευτέρας (22/9) για το Νεπάλ, όπου φτάσαμε μετά από 4 ½ ώρες ταξιδιού, στις 08.25 (ώρα Ελλάδος 05.10).
Μισή ώρα πριν από εμάς είχε φτάσει και η πεντάδα των υπολοίπων και όλοι μαζί πλέον, αφού περάσαμε τον έλεγχο και βγάλαμε βίζα, βγήκαμε στη πόλη. Στις 10.30 φτάσαμε στο ξενοδοχείο Norbulinka, στο κέντρο της Κατμαντού, στην εμπορική και τουριστική συνοικία Thamel. Σύντομα ξεχυθήκαμε στην αγορά, μιας και για τους περισσότερους, ήταν επείγον να κάνουν ορισμένες αγορές, σε ορειβατικό υλικό, για την αυριανή πορεία.
Στις 18.00 αφού είχαμε επιστρέψει από την αγορά, ήλθε στο ξενοδοχείο να μας καλωσορίσει ο Πρόεδρος της Ορειβατικής Ομοσπονδίας του Νεπάλ και πρόεδρος της Ενώσεως Ορειβατικών Ομοσπονδιών της Ασίας (UAAA) κος Ang Tshering Sherpa, του οποίου το γραφείο (Asian Trekking) είχε αναλάβει την εκτέλεση του προγράμματός μας. Ο Χρ. Γ. προσέφερε δυο αναμνηστικά δώρα στο πρόεδρο, συζητήσαμε μαζί του τις τελευταίες λεπτομέρειες και η βραδιά έκλεισε με ένα ελαφρύ δείπνο σε γειτονικό εστιατόριο.
Τη Τρίτη (23/9), μετά το πρωινό εγερτήριο και το πρόγευμα, ξεκινήσαμε στις 07.30 για τη περιοχή της Ανναπούρνα, με ένα μικρό λεωφορείο. Στην ομάδα μας είχαν προστεθεί τέσσερεις βαστάζοι και ένας οδηγός βουνού, ο Johang, που για ευκολία επικράτησε να τον φωνάζουμε Τζώρτζιο. Στο ταξίδι μας έπρεπε να καλύψουμε περί τα 270 χλμ (σε ασφαλτόδρομο) για τα οποία απαιτούντο 7-8 ώρες!!!
Το γιατί χρειαζόμασταν τόσες ώρες για τα χιλιόμετρα αυτά το ανακαλύψαμε πολύ σύντομα. Ο δρόμος συνδέει τη Κατμαντού με τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, τη Ποκάρα, με αποτέλεσμα να δέχεται ένα πολύ μεγάλο όγκο οχημάτων, κυρίως φορτηγά και λεωφορεία. Επιπλέον είναι υπερβολικά στενός, με κακό οδόστρωμα, σχεδιασμένος ανάμεσα σε χαράδρες και πάνω από αφρισμένα ποτάμια. Αν στα παραπάνω προσθέσεις και τον «ζογκλερικό», μέχρι επικινδυνότητας, τρόπο οδήγησης, καταλαβαίνει κανείς, γιατί το μοναδικό θέμα συζήτησης στη διάρκεια του ταξιδιού, αντί να είναι τα εκπληκτικά τοπία που βλέπαμε τριγύρω μας, ήταν η ο δ ή γ η σ η.
Έξι ώρες χρειάστηκαν μέχρι τη Ποκάρα και εδώ κάναμε μια καλή στάση για μεσημεριανό. Το χαρακτηριστικό της πόλης είναι η λίμνη της και φυσικά εκεί κάναμε τη στάση μας. Εδώ θα έμεναν για μερικές ημέρες η Μάρθα και η Νίκη, μιας και δεν θα ανέβαιναν στο βουνό για τη πορεία, αλλά θα επισκέπτονταν το Εθνικό Πάρκο Chitwan, νότια της πόλης.
Μετά από μία ώρα περίπου ήμασταν πάλι στο λεοφωρείο και συνεχίζοντας το απίστευτο σλάλομ στους ορεινούς δρόμους, πατήσαμε επιτέλους τα πόδια μας στο χώμα στο μικρό οικισμό Naya Pul (1100μ). Γρήγορα φορέσαμε αρβύλες και σακίδια και ξεχυθήκαμε στο κατήφορο. Ο οικισμός αυτός έχει δύο «συνοικίες». Η μία είναι μια σειρά παράγκες-μαγαζάκια, δίπλα στον ασφαλτόδρομο, η δε άλλη, λίγο χαμηλότερα με πολλά περισσότερα μαγαζάκια και σπίτια, στις δυο πλευρές ενός άθλιου χωματόδρομου που στο τέλος μετατρέπετε σε ένα πλατύ μονοπάτι.
Από εκεί περάσαμε κι εμείς, στη σύντομη πορεία μας και σε λιγότερο από ώρα, σχεδόν 17.30, φτάσαμε στον οικισμό Birethanti (1025μ). Το χωριό είναι χτισμένο σε κομβικό σημείο, στις δύο όχθες του ποταμού Modi Khola που τις συνδέει μια μεταλλική πεζογέφυρα. Το σημείο είναι θαυμάσιο, ανάμεσα σε δένδρα και αμέσως μας έκανε να ξεχάσουμε τη ταλαιπωρία που περάσαμε. Αργότερα αφού τακτοποιηθήκαμε στο Everest lodge, βγήκαμε για βόλτα στην απέναντι όχθη και πίνοντας το τσάι μας, απολαύσαμε μια δυνατή μπόρα, που κράτησε σχεδόν μιάμιση ώρα.
Η ατυχία που με βρήκε, ήταν ότι χάλασε η αυτόματη εστίαση και το μπροστινό μέρος του βασικού φακού της φωτογραφικής μου μηχανής και έτσι για τις επόμενες ημέρες έκανα χειροκίνητη εστίαση με τα δύο δάχτυλα του χεριού μου και με τα υπόλοιπα κρατούσα το φακό στη θέση του. Τελικά κοιτώντας σήμερα τις φωτογραφίες δεν τα κατάφερα και άσχημα.
Τετάρτη (24/9). Πολύ νωρίς το πρωί, νύχτα ακόμα, είχαμε οι περισσότεροι, άσχημο εγερτήριο. Ο Γιάννης Κ, είχε παρουσιάσει πρόβλημα υγείας, σχετιζόμενο με το στομάχι και την αναπνοή του. Παρά τα φάρμακα που πήρε, δεν παρουσιάστηκε βελτίωση και έτσι πήραμε απόφαση να γυρίσει πίσω, στη Ποκάρα, όπου υπάρχει νοσοκομείο για εξετάσεις κλπ. Μαζί του θα πήγαινε ο αδελφός του, Δημήτρης και ο Γιώργος. Για επιπλέον ασφάλεια θα εύρισκαν τη Νίκη και τη Μάρθα, μιας και η τελευταία σαν φυσιοθεραπεύτρια και άριστη γνώστρια Αγγλικών θα τον βοηθούσε στα ιατρικά θέματα.
Έτσι οι οκτώ εναπομείναντες, στις 07.30 συνεχίσαμε τη πορεία μας. Η ημέρα ήταν θαυμάσια, με ένα λαμπρό ήλιο αλλά και αρκετή υγρασία. Μην ξεχνάμε ότι ήμασταν στο τέλος των μουσώνων και για τις επόμενες ημέρες θα κινούμασταν σε υποτροπικό δάσος. Μπροστά μας ο απότομος παγωμένος όγκος της ιερής κορυφής Machhapuchhare (6993μ), καθήλωσε για πολύ ώρα το βλέμμα μας. Να σημειώσω εδώ ότι στη περιοχή των Ιμαλάϊων υπάρχουν δύο ιερά βουνά για τους Βουδιστές. Το Machhapuchhare(= ουρά ψαριού) στο Νεπάλ και το Kailash στο Θιβέτ. Και στα δύο απαγορεύονται οι αναβάσεις. Παραμένουν δηλαδή απάτητες από τους ορειβάτες.
Στην αρχή η πορεία γίνεται στη δυτική όχθη του Modi Khola, ανάμεσα σε ατελείωτους ορυζώνες, σχηματισμένους σε αναβαθμίδες μέχρι ψηλά στις απότομες πλαγιές. Μικροί οικισμοί και μεμονωμένα σπίτια συναντούμε σε όλη τη διαδρομή. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι από νωρίς είναι στις αγροτικές εργασίες τους, ενώ τα παιδιά με τις σχολικές φορεσιές τους περπατούν στο μονοπάτι για το σχολείο τους. Τα σχολεία αρχίζουν τα μαθήματα αργά, γύρω στις 10.00, γιατί οι μαθητές πρέπει συχνά να περπατήσουν δυο και τρεις ώρες μέχρι να φτάσουν στα θρανία τους.
Μετά από ένα δίωρο περίπου, στον οικισμό Syauli Bazar (1170μ), άρχισε ο ανήφορος. Το κουραστικό είναι ότι δεν περπατάγαμε σε μονοπάτι αλλά ανεβαίναμε σκαλοπάτια, πολλά, ατελείωτα σκαλοπάτια, που έβαλαν σε σκληρή δοκιμασία τα γόνατά μας. Στις 12.00 άρχισαν να πέφτουν μερικές ψιχάλες, ευτυχώς χωρίς να δυναμώσουν. Μετά το χωριό Kimche(1650μ), το μονοπάτι έγινε λίγο πιο ομαλό, μειώθηκε η κλίση και ανεβαίνοντας μια τελευταία ανηφόρα (με σκαλοπάτια) φτάσαμε στα πρώτα σπίτια του χωριού Ghandruk (1950μ). Το χωριό είναι μεγάλο έχει 2.000 κατοίκους, με όμορφα καλντερίμια και ωραία θέα.
Ο γολγοθάς των σκαλοπατιών, συνεχίστηκε για λίγο ακόμα, μιας και ο ξενώνας ήταν στο πάνω μέρος του χωριού και τελικά στις 14.00, πατήσαμε ίσωμα, δηλαδή στην αυλή του ξενώνα. Ο ξενώνας, ήταν πολύ καλύτερος από το χθεσινό με ατομικό μπάνιο σε κάθε δωμάτιο και ζεστό νερό. Μετά το μπάνιο, ο Χρήστος Γάτσης, κατέβηκε λίγο πιο κάτω σε ένα τηλεφωνείο, για να μάθει νέα από το Γιάννη. Τα νέα ήσαν καλά, ο Γιάννης ήταν στο νοσοκομείο στη Ποκάρα, αισθανόταν καλύτερα και περίμενε κάποιες εξετάσεις ακόμα. Γενικά μας καθησύχασε, γιατί ομολογουμένως ήμασταν ανήσυχοι με το θέμα της υγείας του.
Αργότερα ήλθε μια δυνατή μπόρα, που μας έκλεισε μέσα στο σαλόνι του πανδοχείου, αλλά σε κάποιο μικρό άνοιγμα του καιρού, μπορέσαμε να δούμε για λίγο τις επιβλητικές κορυφές Annapurna South(7219μ) και Hiunchulli(6441μ). Έτσι κάπως έκλεισε αυτή η κουραστική ημέρα.
Πέμπτη (25/9). Κατά τα λεγόμενα του οδηγού μας, Τζώρτζιο, σήμερα θα ήταν η πιο κουραστική ημέρα. Προβλεπόταν δεκάωρη πορεία, με αρκετά ανεβοκατεβάσματα. Για το λόγο αυτό λίγο μετά τις 06.30 αρχίσαμε το περπάτημα. Βέβαια πρώτα θαυμάσαμε την εκπληκτική θέα των κορυφών Annapurna South(7219μ), Hiunchulli(6441μ) και Machhapuchhare(6993μ) που ορθώνονταν στον καταγάλανο ορίζοντα στα βόρεια μας.
Το μονοπάτι αμέσως μετά το χωριό βυθίζεται σε ένα πυκνό υποτροπικό δάσος. Δένδρα πανύψηλα, άγνωστα σε εμάς, με τα κλαριά τους μπερδεμένα με διάφορα αναρριχητικά φυτά, που κάποια από αυτά είχαν λίγα αλλά ωραία λουλούδια. Και φυσικά νερά, πάρα πολλά νερά. Συνεχή ρυάκια και ποταμάκια, αλλού σιγανά και ήρεμα και αλλού να πέφτουν με θόρυβο σε καταρράκτες. Αλλά όπου υπάρχει τόση υγρασία, υπάρχουν και βδέλλες. Έφτανε να βγεις λίγο από το μονοπάτι και να πατήσεις στα χόρτα και αμέσως οι μπότες γέμιζαν βδέλλες. Έπρεπε φυσικά να τις διώξουμε αμέσως για να μην ανέβουν στα πόδια μας.
Περασμένες 10.00, φτάσαμε στον οικισμό Tadapani(2600μ). Η θέα των κορυφών τριγύρω είναι πανοραμική, αν και έχει αρχίσει το κρυφτό με μια χαμηλή συννεφιά. Εδώ κάναμε μια καλή στάση, αναπληρώσαμε τα υγρά που χάσαμε με σούπες και τσάι και στις 11.00 συνεχίσαμε τη πορεία μας, ενώ μια ελαφριά ομίχλη μας συνοδεύει. Να σημειώσω εδώ ότι το σημερινό μονοπάτι αν και καλογραμμένο δεν χρησιμοποιείται από τους ντόπιους, αλλά είναι ένα μονοπάτι που περπατούν κυρίως οι πεζοπόροι που κινούνται στη περιοχή αυτή της Ανναπούρνα. Δεν έχει τη πολυκοσμία δηλαδή των άλλων μονοπατιών και συχνά έχεις την αίσθηση του «χαμένου» στη ζούγκλα.
Σε ένα εντυπωσιακό σημείο του δάσους, θέλησα να βγάλω μια φωτογραφία, αλλά επειδή το σακίδιο με εμπόδιζε το ακούμπησα κάτω, με αποτέλεσμα όταν το σήκωσα να έχει γεμίσει βδέλλες. Τις έδιωξα αλλά φαίνεται ότι κάποια τα κατάφερε και λίγο αργότερα την είδα να ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού μου να πίνει αίμα. Με ένα τσιγάρο, κόλπο που έμαθα στο στρατό, την απομάκρυνα, αλλά χρειάστηκε σχεδόν μισή ώρα φροντίδας, αν και περπάταγα, για να σταματήσει να ματώνει η μικρή πληγή.
Στις 14.00 μετά από ένα κουραστικό ανεβοκατέβασμα σε μια ρεματιά, φτάσαμε σε ένα ακόμα οικισμό, τον Banthanti (2900μ). Η ομίχλη μας έχει αφήσει και τώρα υπάρχει ένας λαμπρός ήλιος. Κάναμε άλλη μία στάση, για τσάι, και συνεχίσαμε τη πορεία μας, και σύντομα βρεθήκαμε δίπλα από ένα ορμητικό ποταμάκι, ανηφορίζοντας στο πλάι μιας απότομης ρεματιάς. Εκεί μας βρήκε πάλι ομίχλη και τελικά το μονοπάτι μας οδήγησε σε μια ράχη. Από τον παγωμένο αέρα καταλάβαμε ότι το πέρασμα πρέπει να ήταν σε ανοικτό και εκτεθειμένο σημείο, αλλά δεν είχαμε καθόλου ορατότητα. Το μονοπάτι επιτέλους έπαψε τον ανήφορο και σιγά-σιγά άρχισε να κατεβαίνει. Σύντομα έγινε πετρόχτιστο, περάσαμε ένα-δυο μεμονωμένα κτίσματα και στις 16.30, μετά από 10 ώρες πορείας στη ζούγκλα, πατήσαμε το πόδι μας, στο χωριό Ghorepani (2800μ).
Ο ξενώνας ήταν στην είσοδο του χωριού, πολύ καλός, με μεμονωμένους οικίσκους για δωμάτια, με ζεστό νερό για μπάνιο και με μεγάλη αυλή. Αφού τακτοποιηθήκαμε και κάναμε το μπάνιο μας, όλοι πέσαμε στα κρεβάτια για ξεκούραση. Αργότερα στην αυλή του διπλανού σχολείου κάποιοι δοκίμασαν τις ικανότητες τις ικανότητές τους στο μπάσκετ με κάποιους ντόπιους, ενώ μια άλλη παρέα από αγόρια και κορίτσια έπαιζε βόλεϊ και μάλιστα αρκετά καλά. Σούρουπο βγήκα μια βόλτα στο χωριό, που είναι αρκετά μεγάλο, με αρκετά μαγαζιά και ξενώνες μια και αυτό βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο και διασταύρωση μονοπατιών της περιοχής. Καθισμένος μάλιστα σε ένα μαγαζάκι για τσάι, συνάντησα και άλλη μία παρέα Ελλήνων από την Αθήνα που έκανα την ίδια διαδρομή με εμάς αλλά αντίστροφα.
Σύντομα γύρισα στο ξενώνα γιατί στις 19.30 είχαμε ραντεβού για το δείπνο και μόλις που πρόλαβα να μπώ στο εστιατόριο του ξενώνα και ξεκίνησε μια δυνατή μπόρα. Το δείπνο ήταν εξαιρετικό, καλομαγειρεμένο και κάποιες συνταγές που δοκιμάσαμε, εντυπωσιακές στην εμφάνιση (με φλόγες κλπ) ενώ βρήκαμε μέχρι και μπουκάλι με κρασί που τιμήσαμε δεόντως. Μεγαλεία ανέλπιστα δηλαδή!!! Βέβαια μετά το φαί πήγαμε νωρίς για ύπνο μιας και την επομένη προβλεπόταν πολύ πρωινό εγερτήριο.
Το επόμενο πρωί, Παρασκευή (26/9), ο ουρανός ήταν ξάστερος , έτσι σηκωθήκαμε νωρίς ελέγξαμε τον καιρό και στις 4.45 αναχωρήσαμε για το ύψωμα Poon Hill(3200μ). Δεν ήμασταν οι μόνοι που ανεβαίναμε και σε ¾ της ώρας φτάσαμε στη κορυφή. Εκεί υπάρχει ένα παρατηρητήριο, και ένα μικρό μαγαζάκι με τσάι. Πρέπει να βρεθήκαμε εκεί ίσως και περισσότερα από 100 άτομα. Το κρύο αρκετό και όλοι ήμασταν τυλιγμένοι στα χοντρά μπουφάν μας.
Στα βόρεια φαίνονταν οι πανύψηλες κορυφές αλλά όταν άρχισε ο ήλιος να τις φωτίζει το θέαμα ήταν μαγευτικό. Αριστερά ο όγκος της κορυφής Dhaulagiri(8167μ) και απέναντί μας, οι κορυφές: Annapurna South(7219μ), Hiunchuli(6441μ), στο βάθος η Gangapurna(7454μ) και λίγο δεξιότερα το επιβλητικό Macchapuchhare(6993μ). Προς τα ανατολικά και νοτιο-ανατολικά το μάτι μας χανότανε σε πιο ομαλές, λοφώδεις εκτάσεις. Εννοείται ότι «πήραν φωτιά» οι φωτογραφικές μηχανές και τα κλικ ακούγονταν το ένα μετά το άλλο.
Τελικά μετά από αρκετή ώρα απόλαυσης πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής. Σύντομα, θα ήταν πριν τις 08.00 φτάσαμε πάλι στο Ghorepani, πήραμε ένα καλό πρωινό και στις 08.45 ξεκίνησε η κατηφορική πορεία της επιστροφής. Το κακό ήταν ότι μας περίμεναν πάλι μερικές χιλιάδες σκαλοπατιών, που αποτελούν, μαζί με τη κατηφόρα, ότι χειρότερο για τα γόνατα μας. Στις 11.00 κάναμε μια μικρή στάση στον οικισμό Banthanti(2300μ) και στις 12.30 βρεθήκαμε στο Ulleri(1960μ). Ήδη από ώρα έχουμε αφήσει το πυκνό δάσος και όσο κατεβαίνουμε αυξάνονται οι πεζούλες με το ρύζι.
Στο Ulleri έγινε η μεσημεριανή μας στάση, για σούπα και όχι μόνο, μιας και το μέρος βρίσκεται σε σημείο με εξαιρετική θέα προς τη κοιλάδα του ποταμού Bhurung Khola. Χαμηλότερα βλέπαμε μια σειρά οικισμών και αποφασίστηκε να μείνουμε σε κάποιο lodge των χωριών αυτών. Έτσι μετά τη ξεκούραση ο Χρήστος Λ. έφυγε πρώτος για να βρεί κάτι καλό και θα μας περίμενε εκεί.
Εμείς οι υπόλοιποι, περασμένες 13.30 συνεχίσαμε το κατήφορο. Τώρα το μονοπάτι είναι φτιαγμένο αποκλειστικά από σκαλοπάτια, που επιπλέον είναι απότομα και σε μερικά σημεία αρκετά στενά. Κουραστική η συνέχεια λοιπόν, αλλά αφού περάσαμε δυο κρεμαστές γέφυρες σε κάποιους χείμαρρους, φτάσαμε τελικά στο ποτάμι (Bhurung Khola) και περπατώντας σε πιο ομαλό έδαφος, συναντήσαμε στις 15.00, το Χρήστο να μας περιμένει σε ένα μικρό lodge στον οικισμό Hille (1475μ).
Το πανδοχείο (Laxmi Lodge) αυτό ήταν κατώτερο από τα προηγούμενα αλλά τουλάχιστον είχε ζεστό νερό στο κοινόχρηστο μπάνιο. Κουρασμένοι τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας και γρήγορα τρέξαμε στο ντους μιας και η ζέστη είχε μεγαλώσει επειδή είχαμε κατεβεί σε χαμηλότερο υψόμετρο από τις προηγούμενες ημέρες. Στο μπάνιο όμως κυκλοφορούσαν και βδέλλες με αποτέλεσμα ο Κώστας κι εγώ να τσιμπηθούμε στα δάχτυλα των ποδιών μας, αλλά με τσιγάρο πάλι, καταφέραμε να τις διώξουμε.
Το σούρουπο μαζευτήκαμε όλοι στο εστιατόριο, όπου αντίθετα με την φτωχή εμφάνιση του, μας προσέφερε ένα πολύ καλό δείπνο. Μετά το φαγητό, οι τρεις κόρες της ιδιοκτήτριας, μαζί με τους βαστάζους μας, έστησαν μια αυτοσχέδια ορχήστρα και μέχρι αργά σχετικά, ξεσηκώσαμε όλο τον οικισμό με το τραγούδι και το χορό. Να σημειώσω ότι ήταν η πρώτη μέρα του ταξιδιού μας που δεν έβρεξε.
Σάββατο (27/9). Παρότι η ημέρα είχε μικρή πορεία, εμείς σηκωθήκαμε νωρίς και στις 07.30 συνεχίσαμε το περπάτημα. Το μονοπάτι περνούσε από θαυμάσια τοπία ανάμεσα σε μικρούς οικισμούς, χωράφια με ρύζι, ενώ μερικά κομμάτια ήσαν δασωμένα. Πριν τις 10.00 φτάσαμε στο χωριό Birethanti (1025μ), ενώ λίγο πριν θαυμάσαμε ένα εντυπωσιακό καταρράκτη, που στη λιμνούλα που σχημάτιζε έκαναν το μπάνιο τους, μερικοί νεαροί.
Στο χωριό ήπιαμε στα βιαστικά ένα τσάι και μετά από μία ώρα, φτάσαμε στο δρόμο, στον οικισμό Naya Pull (1100μ),όπου μας περίμενε το λεωφορείο. Αλλάξαμε και γρήγορα πήραμε το δρόμο της επιστροφής, για τη Κατμαντού. Αυτά τα βασανιστικά και επικίνδυνα 260 χλμ μέχρι το προορισμό μας! Ευτυχώς από τα πρώτα μέτρα, φάνηκε ότι θα είχαμε πιο προσεκτικό και συνετό οδηγό.
Στις 12.30 φτάσαμε στη Ποκάρα, που συναντηθήκαμε με τη Μάρθα, τη Νίκη, το Δημήτρη, το Γιώργο και τον ασθενούντα Γιάννη. Σε ένα ωραίο εστιατόριο δίπλα στη λίμνη φάγαμε για μεσημέρι και ο Γιάννης μας εξιστόρησε τις «ιατρικές» του περιπέτειες. Το γεγονός ήταν ότι βοηθήθηκε πολύ από τον ξενοδόχο, του έγιναν διάφορες εξετάσεις σε ένα καλό νοσοκομείο, ήταν καλύτερα αλλά όχι τελείως καλά με το αναπνευστικό του, και μάλλον καταλάβαινε και ο ίδιος ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Ο φόβος μας ήταν, ότι στο Θιβέτ, όπου το υψόμετρο που θα φτάναμε θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, θα επιδεινωνόταν το πρόβλημα αυτό. Πάντως είχε αποφασίσει να κάνει ένα ακόμα έλεγχο υγείας στη Κατμαντού σε ένα μεγαλύτερο νοσοκομείο.
Στις 14.00 αναχωρήσαμε από τη Ποκάρα για τη Κατμαντού. Φυσικά από τον ίδιο δρόμο που ήλθαμε πριν από λίγες ημέρες. Το κυκλοφοριακό ήταν το ίδιο και μεγαλύτερο, μιας και άρχιζε μια πολυήμερη θρησκευτική γιορτή και όλοι οι Νεπαλέζοι είχαν βγεί στα χωριά τους και στη εξοχή. Ένα απίστευτο, πολύχρωμο, πολύβουο και άναρχο συνονθύλευμα από λεωφορεία, φορτηγά, μηχανές, διαβάτες κλπ , είχε ξεχυθεί στο στενό και φιδίσιο δρόμο, που μας απορρόφησε για το μεγαλύτερο μέρος των έξι (!!) ωρών που χρειαστήκαμε για τα 200 χλμ μέχρι τη πρωτεύουσα. Φυσικά φτάσαμε κουρασμένοι, μόλις που αντέχαμε να φάμε κάτι πρόχειρο και γρήγορα πέσαμε στα κρεβάτια μας, στο ίδιο ξενοδοχείο ( Norbulinka) με αυτό της πρώτης μας βραδιάς.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ....
Attachments
-
18,5 KB Προβολές: 407
Last edited by a moderator: