kabamarou
Member
- Μηνύματα
- 1.467
- Likes
- 2.427
Περιεχόμενα
Δεν ήταν από τα ταξίδια που συγκαταλέγονταν στα όνειρα μου αλλά βλέποντας και διαβάζοντας αναφορές για αυτήν την πόλη μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να πάω για δεύτερη φορά προτού πάω ακόμη για πρώτη.
Το σχεδιάζαμε για μήνες με κάποια φιλικά πρόσωπα αλλά τελικά κάνανε όλοι πίσω. Η συγχώνευση απογοήτευσης και παράξενης ψυχικής κατάστασης που βίωνα εκείνη την περίοδο με έκαναν να πάρω την απόφαση να πάω μόνος. Μια εξωπραγματική ενέργεια με κατέκλυσε κατατροπώνοντας την απογοήτευση μα ταυτόχρονα άρχισαν να ακούγονται ψίθυροι από τις φοβίες μου. Πως θα πας μόνος χωρίς να ξέρεις Αγγλικά; Θα σε εκμεταλλευτούν, θα σου κλέψουν το πορτοφόλι και δεν θα μπορείς να γυρίσεις πίσω. Τι θα γίνει εάν προκύψει ένα θέμα υγείας; Για μια ολόκληρη εβδομάδα πριν το ταξίδι οι χτύποι της καρδιάς μου είχαν επιταχυνθεί και κοιμόμουν μόλις δύο με τρεις ώρες την ημέρα.
Για να κατευνάσω τις ανησυχίες έγραψα σε ένα χαρτί από την μία πλευρά την κάθε αναποδιά που μπορεί να συμβεί και από δίπλα το πώς θα την αντιμετώπιζα. Λέγεται ότι προέρχεται από τον φιλόσοφο Σενέκα αυτή η τεχνική.
Ένα απόγευμα μιας Δευτέρας στα μέσα του Μαΐου αναχώρησα με το λεωφορείο από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης στις 8 το βράδυ. Κοιτούσα συνεχώς έξω από το παράθυρο για να εισπράξω όλο το φως της ημέρας που θα διαρκούσε για μια ώρα. Ακολουθούσαν εννιά ώρες σκοτάδι. Ακόμη και αυτό με ανατρίχιαζε κάπως. Η διπλανή μου θέση καταλήφθηκε από ένα παλικάρι κάπου στην Ξάνθη. Έβγαλα από ένα μικρό σακουλάκι ένα χαπάκι και το κατάπια με λίγο νερό. Για λόγους εξοικονόμησης χώρου μέσα στο σακίδιο μου δεν είχα πάρει ολόκληρη την συσκευασία. Στην επόμενη στάση άλλαξε θέση. Θα με πέρασε για χρήστη ουσιών μάλλον. Ωραίο κόλπο για να κάθεσαι με απλωμένα πόδια.
Γύρω στις 5 το πρωί μπήκαμε στην πόλη. Δεν είχα κοιμηθεί ούτε λεπτό. Οι αμέτρητοι φαραωνικοί ουρανοξύστες μας υποδέχτηκαν με το αχνό πρώτο φως του ξημερώματος να πέφτει πάνω τους. Κοιτούσα με ανοικτό το στόμα μέσα από την KΝ95.
Άρχισα να σκέφτομαι πάλι πως δεν θα μπορέσω να αντεπεξέλθω μόνος σε αυτό το χάος και έτσι έκανα μια συμφωνία γαλήνης. Ο στόχος θα ήταν να δω πολλά μέρη αλλά ο κανόνας πως αν έβλεπα επαρκώς την παλιά πόλη αυτό θα ήταν αρκετό για να ήμουν ικανοποιημένος.
Μας αποβίβασε το λεωφορείο στον σταθμό Otogar. Και είχε έρθει η ώρα της αλήθειας. Χρειαζόταν να επικυρώσω το εισιτήριο για την Παρασκευή που θα επέστρεφα, να έβγαζα την istanbul card καθώς και να έκανα συνάλλαγμα. Όλα αυτά άυπνος, χτυπημένος από τον λίγο ύπνο των προηγούμενων ημερών και φυσικά χωρίς να γνωρίζω να μιλάω σχεδόν καθόλου Αγγλικά.
Έκανα την επικύρωση χρησιμοποιώντας δύο τρεις λέξεις στα Αγγλικά και μετά περιπλανήθηκα εξωτερικά και εσωτερικά στον λαβυρινθώδες σταθμό, χάνοντας την αίσθηση του προσανατολισμού και ψάχνοντας να βρω το atm της ziraat που γνώριζα ότι υπήρχε εκεί. Μια αίσθηση επιβεβαίωσης για το ότι θα αποτύχαινα στα πάντα άρχισε να προβάλει. Δεν ρώτησα πουθενά γιατί ντρεπόμουν.
Βρήκα τελικά το atm δίπλα στην είσοδο για το metro. Γνωρίζοντας την λέξη withdrawal πέτυχα να πάρω στα χέρια μου μερικές λίρες χωρίς προμήθεια με την Revolut κάρτα. Έβγαλα την Istanbul card σε ένα μηχάνημα εύκολα, έχοντας υπόψη κάποια σχετικά videos στο youtube. Εντόπισα ένα wc μετά από ερωτήσεις και ξεπερνώντας τις ντροπές γιατί δεν υπήρχε κάποια Αγγλική λέξη για να με κατευθύνει. Χρησιμοποίησα την κάρτα για τα μέσα μεταφοράς για να μπω και ξέπλυνα το πρόσωπο για να ξεκινήσω την ημέρα.
Το metro ήταν ηλεκτρικός τελικά. Η πρώτη επαφή με αρκετό ντόπιο κόσμο που πήγαινε στην εργασία του στις 7 το πρωί. Προσπαθούσα να φανώ ότι έκανα την διαδρομή αυτή συχνά. Οι μισοί επιβάτες δεν φορούσαν μάσκα. Κατέβηκα λίγα λεπτά μετά στην στάση Ulubatli. Απείχε δύο κατηφορικά χιλιόμετρα από το Βalat. Την πολύχρωμη περιοχή που είχε κάνει κατάληψη στις σκέψεις μου εδώ και μήνες. Εκεί κατοικούσαν οι ευκατάστατοι Έλληνες. Οι Φαναριώτες.
Στο χέρι είχα το κινητό με τον χάρτη της google. Στην τσάντα υπήρχε και δεύτερο κινητό για ώρα ανάγκης.
Μπροστά μου φανερώθηκαν αμέσως τα παλιά τείχη. Κοιτούσα σαν μικρό παιδί την επιβλητικότητα τους. Στον νου μου ήρθαν σκέψεις για τις αυτοκρατορίες που προστάτεψαν για αιώνες. Οι πρώτες εικόνες σαν πεζός από την πόλη που ξυπνούσε. Γιγαντιαίες σημαίες της Τουρκίας με στύλους σαν βάσεις από ανεμογεννήτριες και πανό με τον Κεμάλ παντού. Διέσχισα την εσωτερική πλευρά των τειχών. Μπροστά και δεξιά μια περιοχή με κατοικίες επενδυμένες με ξύλο που δεν περίμενα να βρω στην παλιά πόλη. Άρχισα να κάνω ζιγκ ζάγκ στα στενά.
Ξαναβγήκα μετά από λίγο για να μην σπαταλήσω όλες τις δυνάμεις εκεί. Μια αγέλη σκυλιών με περίμενε παρακάτω γαβγίζοντας. Βρήκα ένα άνοιγμα στα τείχη και άρχισα να περπατάω από την εξωτερική πλευρά. Πέρασα μια πύλη με κάγκελα και άρχισα να παρατηρώ το τείχος από τα δεξιά μου και κάποια γήπεδα ποδοσφαίρου στα αριστερά. Έφτασα σε αδιέξοδο, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να ξαναγυρίσω πίσω. Σε ένα παγκάκι κολάτσισα λίγο από το φαγητό που είχα, δίπλα από το σημείο που ήταν η κερκόπορτα που εξαπέλυσαν την επίθεση τους οι Οθωμανοί όταν κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Το αδιέξοδο μάλλον προέκυπτε από το ότι κάνανε εργασίες σε εκείνο το σημείο. Επέστρεψα για να ξεκινήσω την περιήγηση από την εσωτερική μεριά των τειχών.
Κάνανε συντήρηση στην μόνη της χώρας και δεν μπόρεσα να δω και πολλά. Εμφανίστηκαν τα πρώτα πολύχρωμα σπίτια.
Ξαπόστασα λίγο για να θαυμάσω μια θεσπέσια κρυφή γωνιά που είχα βρει από έρευνα, μέχρι που βγήκε ένας τύπος στο ξύλινο μπαλκόνι βήχοντας και έφυγα.
Έφτασα σε μια κουκλίστικη ανηφόρα και πλέον ήμουν μέσα στο πολυαναμενόμενο Balat στις 8 η ώρα. Η απόλυτα ιδανική ώρα για να είσαι εκεί λίγο πριν εμφανιστούν τα μπουλούκια των τουριστών.
Έκανα συνεχώς ελιγμούς σαν χαρούμενο φιδάκι του 3310 της Nokia. Ανεβοκατέβαινα σε δρόμους τσιμεντένιες τσουλήθρες που ένιωθα πως αν σκόνταφτα θα έκανα κωλοτούμπες μέχρι το τελείωμα τους. Οι φωνές των αμέτρητων γλάρων χρωμάτιζαν την πρωινή σιωπή. Στην μεγάλη του γένους σχολή τα Ελληνόπουλα μπαίνανε μέσα για μάθημα φορώντας τις στολές τους.
Μια κυρία με ένα καρότσι που είχε πάνω δύο μωρά κατέβαινε την ιλιγγιώδη κατηφόρα μπροστά από το σχολείο. Μου ζήτησε βοήθεια για να κατεβάσει το καρότσι. Ήμουν σχεδόν σαν πιωμένος μετά από 10 ώρες δρόμο και ξενύχτι. Τσουλούσα μαζί της αργά με το καρότσι στο χέρι καρδιοχτυπώντας μήπως μου φύγει και αρχίσει να κατρακυλάει στην κατηφόρα μαζί με τα μωρά. Με ευχαρίστησε και έφυγε.
Ζούσα σε ένα παράξενο όνειρο που είχε προβληθεί αμέτρητες φορές μέσα μου πριν πάω εκεί. Άρχισε να μου μιλάει κάποιος που ήταν μάλλον μετανάστης. Με ρώτησε αν είμαι Έλληνας και όταν του απάντησα θετικά είπε μεταξύ άλλων και «γεια σου μπατζανάκη». Πρότεινε να τον ακολουθήσω για να μου δείξει ένα πολύχρωμο σπίτι. Προχώρησα λίγα βήματα από πίσω του και παρατήρησα ότι κρατούσε το βαλιτσάκι που έχουν οι λούστροι. Κατέβηκαν αυτόματα όλες οι πληροφορίες για τις απάτες που είχα διαβάσει ότι γίνονται σε τουρίστες. Αρκετές από αυτές έχουν να κάνουν και με τους λούστρους. Ξύπνησα λίγο από τον λήθαργο και αναρωτήθηκα για ποιον λόγο ακολουθώ έναν άγνωστο εκεί που με πάει. Τον χαιρέτησα και έστριψα αριστερά σε μια ανηφόρα. Φώναξε λίγο αλλά ευτυχώς δεν με ακολούθησε.
Σπίτια ερειπωμένα κοντά σε εναλλακτικά καφέ και παλιατζίδικα. Μια τάση αξιοποίησης από την μία και παράλληλα στοιχεία γειτονιάς με ηλικιωμένους να βγαίνουν από τις 8 το πρωί έξω και να κάθονται σε καρέκλες λες και ξεκινάνε την βάρδια τους. Ο κόσμος στους δρόμους να χαιρετιέται και να συμπεριφέρεται όπως οι κάτοικοι ενός χωριού. Παιδάκια να παίζουν αμέριμνα. Οι μυρωδιές από τους φούρνους εκσφενδονίζονταν στους δρόμους. Κτίρια αψεγάδιαστα αλλά ταυτόχρονα και το στοιχείο ενός χαμηλού οικονομικού επιπέδου σε άλλα. Γκράφιτι καλοδουλεμένα σε κάποιες μεριές. Ένα μέρος που ανεβαίνει χωρίς να είναι ακόμη εμπορεύσιμο και το τελευταίο τετραγωνικό μέτρο. Με τα δικά μου δεδομένα η ομορφότερη περιοχή της Ευρώπης.
Το Φανάρι που μένανε οι Έλληνες από ότι είδα από το google map είναι μια περιοχή μέσα στο Βalat. Μέσα σε αυτό εδρεύει και το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Κάλυψα σχεδόν κάθε δρόμο του. Συνέχισα τους ελιγμούς σε μια διπλανή περιοχή προς το τείχος. Λιγότερα χρώματα αλλά νοοτροπία παλιάς γειτονιάς και εκεί.
Δίπλα από την μεριά του Κεράτιου κόλπου περνάει το τραμ που σε πηγαίνει στο Pierre Loti. Είναι ένας λόφος που τον διασχίζουν τελεφερίκ. Δύο ανεβαίνουν και δύο κατεβαίνουν, οπότε συνήθως έχει αναμονή μεγάλη αλλά όχι την ώρα που ήμουν. Το εισιτήριο ήταν όσο και για όλα τα μέσα μεταφοράς. 7.67 λίρες με την κάρτα αλλά επειδή είχα κάνει μετεπιβίβαση από το τραμ κόστιζε 5,49 λίρες. 1/3 του ευρώ με την τότε ισοτιμία που 1 ευρώ αντιστοιχούσε σε 16 λίρες.
Ατελείωτη θέα από τον λόφο και ένα καφέ με εξωπραγματικές τιμές για την τοποθεσία. Το τσάι είχε 8 λίρες.
Αισθάνομαι άβολα να κάθομαι μόνος σε καφετερίες και για αυτό αναζήτησα ένα διαφορετικό μέρος να ξαποστάσω. Βρήκα ένα τοίχος χαμηλό δίπλα στα νεκροταφεία και έκατσα κάτω από μια σκιά. Ήρθαν αμέσως και μου κάνανε παρέα μερικές γάτες. Είναι αξιοπερίεργο το πόσο ήρεμες είναι οι γάτες σε αυτήν την πόλη και πόσο πολλές είναι. Δεν είδα ούτε μια να τρομάζει και να φεύγει σε όποια περιοχή και να πήγα. Ίσως έχει να κάνει αυτό και με την υπερβολική φροντίδα και σεβασμό που τις δείχνουν. Παντού έχει σπιτάκια για αυτές. Τις βλέπεις να κάθονται ακόμη και πάνω σε τραπέζια από καφέ ανενόχλητες.
Το σχεδιάζαμε για μήνες με κάποια φιλικά πρόσωπα αλλά τελικά κάνανε όλοι πίσω. Η συγχώνευση απογοήτευσης και παράξενης ψυχικής κατάστασης που βίωνα εκείνη την περίοδο με έκαναν να πάρω την απόφαση να πάω μόνος. Μια εξωπραγματική ενέργεια με κατέκλυσε κατατροπώνοντας την απογοήτευση μα ταυτόχρονα άρχισαν να ακούγονται ψίθυροι από τις φοβίες μου. Πως θα πας μόνος χωρίς να ξέρεις Αγγλικά; Θα σε εκμεταλλευτούν, θα σου κλέψουν το πορτοφόλι και δεν θα μπορείς να γυρίσεις πίσω. Τι θα γίνει εάν προκύψει ένα θέμα υγείας; Για μια ολόκληρη εβδομάδα πριν το ταξίδι οι χτύποι της καρδιάς μου είχαν επιταχυνθεί και κοιμόμουν μόλις δύο με τρεις ώρες την ημέρα.
Για να κατευνάσω τις ανησυχίες έγραψα σε ένα χαρτί από την μία πλευρά την κάθε αναποδιά που μπορεί να συμβεί και από δίπλα το πώς θα την αντιμετώπιζα. Λέγεται ότι προέρχεται από τον φιλόσοφο Σενέκα αυτή η τεχνική.
Ένα απόγευμα μιας Δευτέρας στα μέσα του Μαΐου αναχώρησα με το λεωφορείο από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης στις 8 το βράδυ. Κοιτούσα συνεχώς έξω από το παράθυρο για να εισπράξω όλο το φως της ημέρας που θα διαρκούσε για μια ώρα. Ακολουθούσαν εννιά ώρες σκοτάδι. Ακόμη και αυτό με ανατρίχιαζε κάπως. Η διπλανή μου θέση καταλήφθηκε από ένα παλικάρι κάπου στην Ξάνθη. Έβγαλα από ένα μικρό σακουλάκι ένα χαπάκι και το κατάπια με λίγο νερό. Για λόγους εξοικονόμησης χώρου μέσα στο σακίδιο μου δεν είχα πάρει ολόκληρη την συσκευασία. Στην επόμενη στάση άλλαξε θέση. Θα με πέρασε για χρήστη ουσιών μάλλον. Ωραίο κόλπο για να κάθεσαι με απλωμένα πόδια.
Γύρω στις 5 το πρωί μπήκαμε στην πόλη. Δεν είχα κοιμηθεί ούτε λεπτό. Οι αμέτρητοι φαραωνικοί ουρανοξύστες μας υποδέχτηκαν με το αχνό πρώτο φως του ξημερώματος να πέφτει πάνω τους. Κοιτούσα με ανοικτό το στόμα μέσα από την KΝ95.
Άρχισα να σκέφτομαι πάλι πως δεν θα μπορέσω να αντεπεξέλθω μόνος σε αυτό το χάος και έτσι έκανα μια συμφωνία γαλήνης. Ο στόχος θα ήταν να δω πολλά μέρη αλλά ο κανόνας πως αν έβλεπα επαρκώς την παλιά πόλη αυτό θα ήταν αρκετό για να ήμουν ικανοποιημένος.
Μας αποβίβασε το λεωφορείο στον σταθμό Otogar. Και είχε έρθει η ώρα της αλήθειας. Χρειαζόταν να επικυρώσω το εισιτήριο για την Παρασκευή που θα επέστρεφα, να έβγαζα την istanbul card καθώς και να έκανα συνάλλαγμα. Όλα αυτά άυπνος, χτυπημένος από τον λίγο ύπνο των προηγούμενων ημερών και φυσικά χωρίς να γνωρίζω να μιλάω σχεδόν καθόλου Αγγλικά.
Έκανα την επικύρωση χρησιμοποιώντας δύο τρεις λέξεις στα Αγγλικά και μετά περιπλανήθηκα εξωτερικά και εσωτερικά στον λαβυρινθώδες σταθμό, χάνοντας την αίσθηση του προσανατολισμού και ψάχνοντας να βρω το atm της ziraat που γνώριζα ότι υπήρχε εκεί. Μια αίσθηση επιβεβαίωσης για το ότι θα αποτύχαινα στα πάντα άρχισε να προβάλει. Δεν ρώτησα πουθενά γιατί ντρεπόμουν.
Βρήκα τελικά το atm δίπλα στην είσοδο για το metro. Γνωρίζοντας την λέξη withdrawal πέτυχα να πάρω στα χέρια μου μερικές λίρες χωρίς προμήθεια με την Revolut κάρτα. Έβγαλα την Istanbul card σε ένα μηχάνημα εύκολα, έχοντας υπόψη κάποια σχετικά videos στο youtube. Εντόπισα ένα wc μετά από ερωτήσεις και ξεπερνώντας τις ντροπές γιατί δεν υπήρχε κάποια Αγγλική λέξη για να με κατευθύνει. Χρησιμοποίησα την κάρτα για τα μέσα μεταφοράς για να μπω και ξέπλυνα το πρόσωπο για να ξεκινήσω την ημέρα.
Το metro ήταν ηλεκτρικός τελικά. Η πρώτη επαφή με αρκετό ντόπιο κόσμο που πήγαινε στην εργασία του στις 7 το πρωί. Προσπαθούσα να φανώ ότι έκανα την διαδρομή αυτή συχνά. Οι μισοί επιβάτες δεν φορούσαν μάσκα. Κατέβηκα λίγα λεπτά μετά στην στάση Ulubatli. Απείχε δύο κατηφορικά χιλιόμετρα από το Βalat. Την πολύχρωμη περιοχή που είχε κάνει κατάληψη στις σκέψεις μου εδώ και μήνες. Εκεί κατοικούσαν οι ευκατάστατοι Έλληνες. Οι Φαναριώτες.
Στο χέρι είχα το κινητό με τον χάρτη της google. Στην τσάντα υπήρχε και δεύτερο κινητό για ώρα ανάγκης.
Μπροστά μου φανερώθηκαν αμέσως τα παλιά τείχη. Κοιτούσα σαν μικρό παιδί την επιβλητικότητα τους. Στον νου μου ήρθαν σκέψεις για τις αυτοκρατορίες που προστάτεψαν για αιώνες. Οι πρώτες εικόνες σαν πεζός από την πόλη που ξυπνούσε. Γιγαντιαίες σημαίες της Τουρκίας με στύλους σαν βάσεις από ανεμογεννήτριες και πανό με τον Κεμάλ παντού. Διέσχισα την εσωτερική πλευρά των τειχών. Μπροστά και δεξιά μια περιοχή με κατοικίες επενδυμένες με ξύλο που δεν περίμενα να βρω στην παλιά πόλη. Άρχισα να κάνω ζιγκ ζάγκ στα στενά.
Ξαναβγήκα μετά από λίγο για να μην σπαταλήσω όλες τις δυνάμεις εκεί. Μια αγέλη σκυλιών με περίμενε παρακάτω γαβγίζοντας. Βρήκα ένα άνοιγμα στα τείχη και άρχισα να περπατάω από την εξωτερική πλευρά. Πέρασα μια πύλη με κάγκελα και άρχισα να παρατηρώ το τείχος από τα δεξιά μου και κάποια γήπεδα ποδοσφαίρου στα αριστερά. Έφτασα σε αδιέξοδο, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να ξαναγυρίσω πίσω. Σε ένα παγκάκι κολάτσισα λίγο από το φαγητό που είχα, δίπλα από το σημείο που ήταν η κερκόπορτα που εξαπέλυσαν την επίθεση τους οι Οθωμανοί όταν κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Το αδιέξοδο μάλλον προέκυπτε από το ότι κάνανε εργασίες σε εκείνο το σημείο. Επέστρεψα για να ξεκινήσω την περιήγηση από την εσωτερική μεριά των τειχών.
Κάνανε συντήρηση στην μόνη της χώρας και δεν μπόρεσα να δω και πολλά. Εμφανίστηκαν τα πρώτα πολύχρωμα σπίτια.
Ξαπόστασα λίγο για να θαυμάσω μια θεσπέσια κρυφή γωνιά που είχα βρει από έρευνα, μέχρι που βγήκε ένας τύπος στο ξύλινο μπαλκόνι βήχοντας και έφυγα.
Έφτασα σε μια κουκλίστικη ανηφόρα και πλέον ήμουν μέσα στο πολυαναμενόμενο Balat στις 8 η ώρα. Η απόλυτα ιδανική ώρα για να είσαι εκεί λίγο πριν εμφανιστούν τα μπουλούκια των τουριστών.
Έκανα συνεχώς ελιγμούς σαν χαρούμενο φιδάκι του 3310 της Nokia. Ανεβοκατέβαινα σε δρόμους τσιμεντένιες τσουλήθρες που ένιωθα πως αν σκόνταφτα θα έκανα κωλοτούμπες μέχρι το τελείωμα τους. Οι φωνές των αμέτρητων γλάρων χρωμάτιζαν την πρωινή σιωπή. Στην μεγάλη του γένους σχολή τα Ελληνόπουλα μπαίνανε μέσα για μάθημα φορώντας τις στολές τους.
Μια κυρία με ένα καρότσι που είχε πάνω δύο μωρά κατέβαινε την ιλιγγιώδη κατηφόρα μπροστά από το σχολείο. Μου ζήτησε βοήθεια για να κατεβάσει το καρότσι. Ήμουν σχεδόν σαν πιωμένος μετά από 10 ώρες δρόμο και ξενύχτι. Τσουλούσα μαζί της αργά με το καρότσι στο χέρι καρδιοχτυπώντας μήπως μου φύγει και αρχίσει να κατρακυλάει στην κατηφόρα μαζί με τα μωρά. Με ευχαρίστησε και έφυγε.
Ζούσα σε ένα παράξενο όνειρο που είχε προβληθεί αμέτρητες φορές μέσα μου πριν πάω εκεί. Άρχισε να μου μιλάει κάποιος που ήταν μάλλον μετανάστης. Με ρώτησε αν είμαι Έλληνας και όταν του απάντησα θετικά είπε μεταξύ άλλων και «γεια σου μπατζανάκη». Πρότεινε να τον ακολουθήσω για να μου δείξει ένα πολύχρωμο σπίτι. Προχώρησα λίγα βήματα από πίσω του και παρατήρησα ότι κρατούσε το βαλιτσάκι που έχουν οι λούστροι. Κατέβηκαν αυτόματα όλες οι πληροφορίες για τις απάτες που είχα διαβάσει ότι γίνονται σε τουρίστες. Αρκετές από αυτές έχουν να κάνουν και με τους λούστρους. Ξύπνησα λίγο από τον λήθαργο και αναρωτήθηκα για ποιον λόγο ακολουθώ έναν άγνωστο εκεί που με πάει. Τον χαιρέτησα και έστριψα αριστερά σε μια ανηφόρα. Φώναξε λίγο αλλά ευτυχώς δεν με ακολούθησε.
Σπίτια ερειπωμένα κοντά σε εναλλακτικά καφέ και παλιατζίδικα. Μια τάση αξιοποίησης από την μία και παράλληλα στοιχεία γειτονιάς με ηλικιωμένους να βγαίνουν από τις 8 το πρωί έξω και να κάθονται σε καρέκλες λες και ξεκινάνε την βάρδια τους. Ο κόσμος στους δρόμους να χαιρετιέται και να συμπεριφέρεται όπως οι κάτοικοι ενός χωριού. Παιδάκια να παίζουν αμέριμνα. Οι μυρωδιές από τους φούρνους εκσφενδονίζονταν στους δρόμους. Κτίρια αψεγάδιαστα αλλά ταυτόχρονα και το στοιχείο ενός χαμηλού οικονομικού επιπέδου σε άλλα. Γκράφιτι καλοδουλεμένα σε κάποιες μεριές. Ένα μέρος που ανεβαίνει χωρίς να είναι ακόμη εμπορεύσιμο και το τελευταίο τετραγωνικό μέτρο. Με τα δικά μου δεδομένα η ομορφότερη περιοχή της Ευρώπης.
Το Φανάρι που μένανε οι Έλληνες από ότι είδα από το google map είναι μια περιοχή μέσα στο Βalat. Μέσα σε αυτό εδρεύει και το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Κάλυψα σχεδόν κάθε δρόμο του. Συνέχισα τους ελιγμούς σε μια διπλανή περιοχή προς το τείχος. Λιγότερα χρώματα αλλά νοοτροπία παλιάς γειτονιάς και εκεί.
Δίπλα από την μεριά του Κεράτιου κόλπου περνάει το τραμ που σε πηγαίνει στο Pierre Loti. Είναι ένας λόφος που τον διασχίζουν τελεφερίκ. Δύο ανεβαίνουν και δύο κατεβαίνουν, οπότε συνήθως έχει αναμονή μεγάλη αλλά όχι την ώρα που ήμουν. Το εισιτήριο ήταν όσο και για όλα τα μέσα μεταφοράς. 7.67 λίρες με την κάρτα αλλά επειδή είχα κάνει μετεπιβίβαση από το τραμ κόστιζε 5,49 λίρες. 1/3 του ευρώ με την τότε ισοτιμία που 1 ευρώ αντιστοιχούσε σε 16 λίρες.
Ατελείωτη θέα από τον λόφο και ένα καφέ με εξωπραγματικές τιμές για την τοποθεσία. Το τσάι είχε 8 λίρες.
Αισθάνομαι άβολα να κάθομαι μόνος σε καφετερίες και για αυτό αναζήτησα ένα διαφορετικό μέρος να ξαποστάσω. Βρήκα ένα τοίχος χαμηλό δίπλα στα νεκροταφεία και έκατσα κάτω από μια σκιά. Ήρθαν αμέσως και μου κάνανε παρέα μερικές γάτες. Είναι αξιοπερίεργο το πόσο ήρεμες είναι οι γάτες σε αυτήν την πόλη και πόσο πολλές είναι. Δεν είδα ούτε μια να τρομάζει και να φεύγει σε όποια περιοχή και να πήγα. Ίσως έχει να κάνει αυτό και με την υπερβολική φροντίδα και σεβασμό που τις δείχνουν. Παντού έχει σπιτάκια για αυτές. Τις βλέπεις να κάθονται ακόμη και πάνω σε τραπέζια από καφέ ανενόχλητες.
Attachments
-
248,5 KB Προβολές: 0
Last edited: