• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Μάιο 2020 !

Αίγυπτος Μούμιες της ιστορίας και κροκόδειλοι στον Νείλο

Μηνύματα
258
Likes
2.836
Στα Κρεμαστά και τη Δήλο της Αιγύπτου

Το πρωί, μετά το πρωινό, φεύγουμε από το κρουαζιερόπλοιο νωρίς και ξεκινάμε για την Ελεφαντίνη, το νησάκι που είναι μες στο κέντρο της πόλης, όπου θα μέναμε τα επόμενα δυο βράδια. Η πρόσβαση είναι εύκολη, με συχνά πεντάλεπτα δρομολόγια δημοτικού σκάφους με εισιτήριο 2 EGP (10 λεπτά) για το πηγαινέλα (πληρώνεις μια φορά μόνο, στη διαδρομή προς το νησάκι).

Η πρώτη εντύπωση της πόλης είναι θετικότατη, όμορφη και στον παραλιακό της δρόμο και ως προς το φυσικό τοπίο. Κι η εικόνα των φελουκών, των παραδοσιακών ιστιοφόρων που κινούνται αποκλειστικά με τον άνεμο, να πλέουν στο ποτάμι είναι αν μη τι άλλο ειδυλλιακή. Στο βάθος ένας λόφος από άμμο να απλώνεται στον ορίζοντα. Νερό και έρημος σε ένα πλάνο, ό,τι χαρακτηρίζει από την αρχαιότητα τον αιγυπτιακό πολιτισμό.
IMG_20190325_082556.jpg

Στον δρόμο σταμάτησε ένα ταξί και, αφού μας καλωσόρισε, μας πρότεινε να μας μεταφέρει στον προορισμό μας. Του αρνηθήκαμε και δεν χρειάστηκε να επιμείνουμε, έφυγε μοναχός του.
Βρε, τι συμβαίνει, είμαστε ακόμη στην Αίγυπτο;

Στη συνέχεια, νεαρός μας προτείνει να μας πάει βόλτα με σκάφος, στην Ελεφαντίνη και στο Kitchener island, δεν βλέπεις φίλε τις βαλίτσες, για βόλτες είμαστε; «Maybe later?» παρακαλάει να του αφήσουμε μια μικρή ελπίδα συνεργασίας. Οκ, τελικά δεν περάσαμε τα σύνορα. Τον καθησυχάζουμε.

Γενικά οι Νούβιοι είναι πολύ περισσότεροι εδώ. Είναι λαός καθαρά μελαμψός, σε αντίθεση με τους –Άραβες– σύγχρονους Αιγυπτίους, που ζούνε χιλιετίες σε εκείνη την περιοχή του κόσμου, στη νότια Αίγυπτο και στο Βόρειο Σουδάν. Στην αρχαιότητα αποτέλεσε φίλο μα και εχθρό της αρχαίας Αιγύπτου, από την οποία στο τέλος καταλήφθηκε και μετά από πολλούς διαφορετικούς ζυγούς (Πέρσες, Άραβες, Οθωμανούς, Βρετανούς) κατέληξε μοιρασμένη στα δύο κράτη. Βέβαια με την κατασκευή του φράγματος του Ασουάν, πολλά νουβιακά χωριά που βρίσκονταν στις όχθες του Νείλου βυθίστηκαν, με αποτέλεσμα πολλοί Νούβιοι να εξοριστούν πρακτικά στο Σουδάν. Αρκετοί έμειναν πίσω, είτε στα εναπομείναντα χωριά τους ή στους υπάρχοντες αιγυπτιακούς οικισμούς. Πέρα από τον τουριστικό προορισμό «Νουβιακό χωριό» που είχε προσπαθήσει να μας πουλήσει η ξεναγός, υπήρχαν και κανονικά χωριά, ένα από τα οποία και στο νησί που θα διαμέναμε.

Αναζητώντας το σημείο όπου σταματά το φέρι, για να περάσουμε με τα μπαγκάζια μας απέναντι, μας βλέπει ηλικιωμένος Νούβιος που στεκόταν με άλλους κάτω από κάτι φοίνικες και μας πλησιάζει. Φορούσε την κλασική γκρίζα ρόμπα, όπως κι οι περισσότεροι ταξιτζήδες που πετύχαμε και στο Λούξορ αλλά και γενικότερα αρκετοί άνθρωποι που συναντήσαμε στον δρόμο. Δεν το φοράνε για τον τουρίστα, έτσι όντως ντύνονται και κυκλοφορούν.
«Θέλετε βοήθεια;»

Διστάζουμε. Προσπαθούμε να καταλάβουμε αν στο τέρμα της αποβάθρας ο κόσμος περιμένει το συγκεκριμένο φέρι ή κάτι άλλο. Τον ρωτάμε. Μας το επιβεβαιώνει. Και μας προτείνει πακέτο για μετά, για τουρ σε τιμή που σε πρώτη ανάγνωση δεν φαίνεται κακή.

Περνάμε απέναντι. Τις πρώτες δυο φορές που πήραμε το φέρι δεν το προσέξαμε, αλλά το καΐκι είναι τυπικά χωρισμένο στη μέση, από τη μία άντρες, από την άλλη γυναίκες, όπως συνειδητοποιήσαμε μετά από παρατηρήσεις στα αραβικά μιας συνεπιβάτισσας.

Βρήκαμε το δωμάτιο, τακτοποιηθήκαμε, βγήκαμε έξω προς το λιμανάκι για να περάσουμε απέναντι. Στο δρόμο μας την έπεσαν κάτι παιδάκια, που φωνάζαν μπον μπον. Welcome to mama Africa!

Όταν επιστρέψαμε στην πόλη, βρήκαμε τον άνθρωπο που μας είχε προσεγγίζει νωρίτερα. Οι ταξιτζήδες εδώ δεν είναι επιθετικοί, όπως στο Λούξορ. Σε πλησιάζουν πιο προσεκτικά, με λίγη περισσότερη αξιοπρέπεια, σου λένε έτσι έχουν τα πράγματα, είναι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν. Μην τους εμπιστευτείτε απαραίτητα, κάντε το παζάρι σας, δεν το αποζητούν όπως οι βόρειοι γείτονές τους, αλλά ούτε και το απορρίπτουν.

Κλασικά ο κακός μπάτσος της παρέας (η αφεντιά μου) έκανα παζάρι, αρνήθηκε στην αρχή, αποφασίσαμε να ψάξουμε και τίποτα καλύτερο, μας σταμάτησε, συμφωνώντας στην τιμή που του είχαμε προτείνει τελευταία.

Ο οδηγός δεν μιλούσε αγγλικά, αλλά ο ηλικιωμένος πράκτορας του είχε εξηγήσει τη διαδρομή: φράγμα του Ασουάν και ναός του Φίλα. Κλασικά για να οδηγήσει έβγαζε τα σανδάλια του και τα ξαναφορούσε όταν έπρεπε να βγει από το αμάξι.

Προηγουμένως είχα γράψει ότι δεν υπάρχουν φανάρια. Ε λοιπόν, δεν ήταν ακριβές. Εδώ κι εκεί υπάρχουν φανάρια, απλώς κανένας δεν τους δίνει σημασία. Το κόκκινο φανάρι λειτουργεί σαν ΣΤΟΠ, που κάποιος μπορεί απλώς να παραχωρήσει προτεραιότητα, άλλος να το αγνοήσει και τελείως.

Λοιπόν, ενώ είχα στο παρελθόν με άλλους ταξιτζήδες αντίστοιχες σκέψεις, αποφάσισα με τον συγκεκριμένο, τον πρώτο που δεν μιλούσε γρι αγγλικά, να του πιάσω κουβέντα για την οδηγική συμπεριφορά των Αιγυπτίων.
«Γιατί όλοι εδώ στην Αίγυπτο δεν σταματάνε στο κόκκινο φανάρι;»

Δεν κατάλαβε, του επαναλαμβάνω, κι αρχίζει στη μέση του δρόμου να κάνει ελιγμούς, να ρωτά αν θέλω να σταματήσει, να του λέω όχι, να επιμένει, να μην καταλαβαίνει ο άνθρωπος τι με έπιασε και θέλω να σταματήσω, επειδή από όλο το κατεβατό μου συγκράτησε τη μόνη διεθνή λέξη: στοπ.

Αφού του είπαμε να συνεχίσει και παράτησα τις προσπάθειες διατάραξης της σιωπής, συνεχίσαμε σε μια διαδρομή σε τοπίο ερήμου, για να κάνουμε την πρώτη μας στάση στο φράγμα του Ασουάν (high dam). Πληρώσαμε πριν μπούμε, μετά από light στρατιωτικό έλεγχο.

Εντυπωσιακότατο από μηχανική σκοπιά, ρυθμιστής του νερού του Νείλου, με τα αρνητικά του και τα θετικά του, ανάλογα από ποια πλευρά το κοιτάς, όπως κάθε «εκσυγχρονιστικό μέσο».
IMG_20190325_103526.jpg


Από το μεγαλύτερο φράγμα της χώρας συνεχίσαμε για τον ναό της Ίσιδος, που βρισκόταν στο νησί του Φίλα, το οποίο βυθίστηκε μετά την ανέγερση του φράγματος, και ο ναός μεταφέρθηκε σε άλλο νησί, με σκοπό να θυμίζει τον πρωτότυπο.

Αγοράζουμε το εισιτήριο, βλέπουμε και σε αφίσα ενδεικτική τιμή από το Υπουργείο Τουρισμού για τη μεταφορά με σκάφος στα 150 EGP. Χρήσιμο. Βέβαια όταν μπήκαμε μέσα στο λιμανάκι, ο καθένας έλεγε τα δικά του. Τι τριακόσια (150 το άτομο), τι 200 ακούγαμε, ένα άλλο ζευγάρι τσακωνόταν με κάποιον βαρκάρη, ο άνδρας άρχισε ν απομακρύνεται φουριόζος, προς τα εκδοτήρια, τους πλησιάζω εγώ, τους λέω αν θέλετε μπορούμε να μοιραστούμε, μας αρπάζει αυτός που μας είχε προσεγγίζει και –τι σύμπτωση!– μας έπαιρνε τελικά με την αναγραφόμενη στα εκδοτήρια τιμή, για μια ώρα πάνω στο νησί.

Από άποψη φυσικού τοπίου, ό,τι καλύτερο είδαμε στην Αίγυπτο. Μια σύγχρονη Δήλος, ναοί με φόντο το γαλάζιο του Νείλου, το λευκό των σκοπέλων, το χρυσό της άμμου, άλλο πράγμα. Ό,τι πρέπει για εξερεύνηση κι άραγμα κάπου με τέτοια θέα.

IMG_20190325_120159.jpg


Κάποια στιγμή ένα ζευγάρι Γάλλων ήταν στην είσοδο ενός δωματίου και για να περάσω τους είπα ένα «συγχωρέστε με» στη γλώσσα τους. Τι το ήθελα; Έπειτα μας ακολούθησε διακριτικά η γυναίκα για λίγο και με ρώτησε αν ξέρω γαλλικά.
«Λίγα» της λέω μιας κι έχω πολλά χρόνια να τα εξασκήσω.
«Πόσο πληρώσατε για το θαλάσσιο ταξί;»

Έλα που είχε κολλήσει το μυαλό μου, κι αντί για το γαλλικό εκατό μου ερχόταν το ισπανικό (ως γραφή) σε γαλλική προφορά (κι αντί για σαν να λέω σιαν που θυμίζει περισσότερο σκύλο παρά τον αριθμό), κι αυτή να μην καταλαβαίνει. Το 150 να το καταλαβαίνει σαν 500, σαν 250, σαν δεν ξέρω κι εγώ τι. Κι εδώ που το λέμε, ούτε κι εγώ το καταλαβαίνω αυτό, αν έρθει κάποιος στην Ελλάδα και μου πει ιγκαουντό ενώ περιμένω να ακούσω αριθμό στη γλώσσα μου, μάλλον θα καταλάβω ότι εννοεί εκατό κι όχι τριακόσια δώδεκα. Καταλήγω να της το λέω στα αγγλικά, ελπίζω να το κατάλαβε, την απέφευγα για το υπόλοιπο της περιπλάνησής μας στο νησί.
Δεν ήταν η μέρα μου, απ’ ό,τι φαίνεται.

Επιστρέφουμε στη βάρκα μας, ο ταρίφας της θάλασσας δεν ήταν εκεί, γιατί είχε βγει στον αρχαιολογικό χώρο και μας έψαχνε. Για να φτάσουμε στη δική μας βάρκα, πηδούσαμε μέσα από άλλες βάρκες, σαν αλυσίδα (προσοχή εκεί τα κεφάλια σας). Βρήκαμε τον ταξιτζή μας πίσω κι επιστρέψαμε στο Ασουάν.
 
Μηνύματα
258
Likes
2.836
Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν

Επιστρέψαμε στην πόλη του Ασουάν κι αποφασίσαμε να δούμε την κοπτική εκκλησία, που βρισκόταν κοντά στο σημείο που μας άφησε ο ταξιτζής, σε περίοπτη μάλιστα θέση. Περάσαμε από στρατιωτικό έλεγχο για να μπούμε στον προαύλιο χώρο, που θύμιζε μοναστήρι. Υπήρχε λειτουργία στον ισόγειο ναό, όπου σταθήκαμε λίγο παρακολουθώντας τους πιστούς. Στη συνέχεια, βγαίνοντας, ανεβήκαμε τα σκαλιά που οδηγούσαν σε μια άλλη είσοδο της εκκλησίας, σαν να έβγαζε σε κάποιο υπερώο. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

Κατεβαίνουμε και μας σταματά μια γυναίκα. «Θέλετε να μπείτε στην εκκλησία;»
Κοιταζόμαστε μεταξύ μας με καχυποψία. «Όχι, ευχαριστούμε».
«Σίγουρα;» επιμένει. «Δεν θέλω χρήματα», μας ξεκαθαρίζει, κάτι που μας χαλαρώνει και, αν και διστακτικά ακόμα, δεχόμαστε. Μας ξεκλειδώνει και μπαίνουμε στο εσωτερικό του ναού, που θυμίζει ορθόδοξη εκκλησία στο εσωτερικό της, με αγιογραφίες αντίστοιχες των ορθόδοξων ναών, κάπως πιο καθαρές κι απλοϊκές. Επίσης υπάρχουν πολλές επιγραφές στο εσωτερικό της σε ελληνικό αλφάβητο, που βέβαια δεν βγάζουν κανένα νόημα στη γλώσσα μας. Πρόκειται για μια εκκλησία, χτισμένη πάνω στην άλλη που προηγουμένως γινόταν λειτουργία, κάτι που δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί.
IMG_20190325_133143.jpg

Στο μεταξύ, αρχίζουμε να μιλάμε και για εμάς, από πού είμαστε, με τι ασχολούμαστε, και μόλις μαθαίνει ότι ο φίλος μου κάνει διδακτορικό, μας λέει ότι χρειάζεται τη βοήθειά μας σε κάτι. Αφού ολοκληρώνει τη δωρεάν ξενάγηση, λοιπόν, βγαίνουμε, κατεβαίνουμε τα σκαλιά και μας περνά από το μαγαζί της, που φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία. Μας δείχνει τα αποτελέσματα ιατρικών της εξετάσεών της, ελπίζοντας να της εξηγήσουμε τι έχει.

«Δεν είμαι τέτοιου είδους γιατρός», λέει ο φίλος μου παραξενεμένος.
Βέβαια δεν έβλαπτε να ρίξουμε μια ματιά: είχε σάκχαρο, λίγο πάνω από το όριο. Ήταν ψυχολογικά χάλια η κακομοίρα, πώς θα μπορούσε να κόψει το ψωμί, τρία καρβέλια τη μέρα τρώει.
«Υπάρχει και το ολικής», της λέω εγώ, αναφέροντάς της παραδείγματα από τον περίγυρό μου που στράφηκαν με επιτυχία στο μαύρο. Support group στα ξένα.
«Δεν είναι το ίδιο, δεν ξέρω πώς είναι το ψωμί στην Ελλάδα, σε εμάς το λευκό είναι πολύ νόστιμο».

Τη συμβουλεύουμε να απευθυνθεί και πάλι σε κάποιον γιατρό, ότι ίσως τελικά να μην χρειαστεί να το κόψει μαχαίρι, αλλά να τα περιορίσει. Μας προτείνει να ρίξουμε μια ματιά από το μαγαζί της με τις εικόνες και τα θρησκευτικά αναμνηστικά, αν θέλουμε να αγοράσουμε κάτι. Το κάνουμε. Δεν αγοράζουμε τίποτα. Μας ευχαριστεί και συνεχίζουμε τον δρόμο μας.
Πόσο ωραιότερο είναι ήδη το Ασουάν κι ακόμη δεν έχει περάσει ούτε μισή μέρα…

Στο μεταξύ μας έχει χτυπήσει την πόρτα η πείνα, οπότε ψάχνουμε να βρούμε να φάμε. Καθόμαστε σε ένα παραποτάμιο εστιατόριο. Εγώ παίρνω κρέας σε γάστρα, δεν θυμάμαι πλέον όνομα: χωρίς να διεκδικεί θέση στα καλύτερα γεύματα που δοκιμάσαμε, αξιοπρεπές· ελαφρώς τουριστικό μαγαζί ακόμη κι αν ήταν άδειο από τουρίστες την ώρα που καθίσαμε. Όπως τρώμε βλέπουμε και μια βάρκα να αράζει εκεί που καθόμαστε, οδηγός ο άνθρωπος που το πρωί μας είχε προσεγγίσει για βαρκάδα στον Νείλο. Ευτυχώς δεν σχολιάζει τις maybe later υποσχέσεις μας.

Έπειτα συνεχίσαμε μέσα στην πόλη, περάσαμε από την αγορά τους που μας φάνηκε πολύ ζωντανή, εκτεταμένη κι ενδιαφέρουσα, χανόσουν μέσα της. Μυρωδιές, φωνές, πολύς κόσμος που έκανε τα ψώνια του, ωραία ατμόσφαιρα, όχι ιδιαίτερα φορτικοί οι μαγαζάτορες, εκτός αν ήδη τους είχαμε συνηθίσει, σταδιακά φτάσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό κι αποφασίσαμε να περάσουμε από την άλλη πλευρά των γραμμών.
IMG_20190325_161706.jpg

Ήδη από την πεζογέφυρα πετύχαμε ξαπλωμένους πολλούς αστέγους που πουλούσαν βιβλία ή μπιχλιμπίδια. Το οικιστικό τοπίο ήταν παρόμοιο αρχιτεκτονικά με την υπόλοιπη πόλη, αλλά και αρκετά διαφορετικό. Σε μια χώρα που πνίγεται γενικά στο σκουπίδι, η συγκεκριμένη περιοχή ήταν πολύ βρώμικη, δυσωδία στους δρόμους, υπαίθρια αγορά με ζωντανά και κότες στα κλουβιά τους, κόσμος που μας κοιτούσε ελαφρώς παραξενεμένος, παιδιά έρχονταν και μας χαιρετούσαν ντροπαλά στα αγγλικά, γενικά ήταν σαν να μην έφταναν πολλοί ξένοι σ’ εκείνη την περιοχή της πόλης.

Επιστρέψαμε στην πιο μοστραρισμένη πλευρά και κατευθυνθήκαμε προς την Ελαφαντίνη. Αυτή τη φορά πήραμε το σκάφος από άλλο σημείο, ώστε να εξερευνήσουμε και τον νουβιακό οικισμό στην άκρη του νησιού. Εκεί έφαγα στο καΐκι και την παρατήρησή μου για το πού έπρεπε, ως άνδρας, να καθίσω.

Το νουβιακό χωριό σε υποδέχεται με έναν ζωγραφισμένο χάρτη πάνω σε τοίχο. Αρχιτεκτονικά ήταν ό,τι πιο ενδιαφέρον είχαμε δει μέχρι τότε, πολύ χρώμα, τοιχογραφίες σε έντονα χρώματα, σαν παιδικές, όχι λόγω τεχνικών αδυναμιών αλλά καθαρών σχεδίων, σχετικά αισιόδοξων, που έδειχναν σκηνές από την καθημερινότητα των κατοίκων. Ωραία, αν και φτωχικά, χαμηλά σπίτια.
IMG_20190325_171319.jpg

Από μια ανοιχτή πόρτα ακούμε συζητήσεις μεταξύ μάνας και παιδιών, πλησιάζω λίγο, πάω να βγάλω φωτογραφία το σπίτι απέξω, με καταλαβαίνουν μάλλον κι ορμάνε τα πιτσιρίκια φωνάζοντας “No, no, no, no! Go, go, go, go!” μέχρι να φύγουμε από εκεί, ούτε μέσα από τον δρόμο δεν μας αφήνουν με τις φωνές τους να περάσουμε μόλις κάνουμε κίνηση. Βρίσκουμε εναλλακτική μέσα από τα καλντερίμια.

Η βόλτα μας συνεχίστηκε προς τον οικισμό που μέναμε, μέσα από καλλιεργήσιμα εδάφη, σχολεία, μουσεία και σπίτια. Όμορφη διαδρομή, αξίζει να εξερευνηθεί το μέρος. Καταλήξαμε στον ξενώνα, λουστήκαμε κι έπειτα ανεβήκαμε στις ξαπλώστρες της ταράτσας να δούμε την πόλη μετά τη δύση. Εκεί γνωρίσαμε και τον ιδιοκτήτη.
IMG_20190325_181846.jpg

Ο Μοχάμεντ, ο οικοδεσπότης μας, είναι ένας συμπαθέστατος νεαρός Νούβιος, που γνωρίζει καλά αγγλικά, είναι μηχανικός, έχει ολόκληρη οικογένεια παρά το νεαρό της ηλικίας του, ασχολείται και με τον ξενώνα. Η φιλικότητα, δίχως καμία επιτήδευση ή κάποιον απώτερο σκοπό, πέρα ίσως από μια καλή κριτική στο booking, μας σκλάβωσε κι οι συζητήσεις μας μαζί του ήταν απόλαυση και τα δυο βράδια.

Είχε ήδη κανονίσει να επισκεφτούμε το Αμπού Σίμπελ, καθώς του είχαμε στείλει τις φωτογραφίες των διαβατηρίων μας που έπρεπε να υποβάλλει στο πρακτορείο, καθώς τα χρειαζόταν και ο στρατός, ενώ είχε ήδη πληρώσει τη μεταφορά μας. Θα μας έδινε και πακέτο το πρωινό, δική του πρωτοβουλία για το ταξίδι μας στο Αμπού Σίμπελ. Γενικά ο τύπος ήταν μορφή και σαφώς θα πρότεινα τα δωμάτιά του για όποιον θέλει να επισκεφτεί το Ασουάν, με αντίστοιχες απαιτήσεις (μειωμένες ως προς την πολυτέλεια, βλ. για ύπνο, μπάνιο κι άραγμα στην ταράτσα).

Ξαπλώσαμε σχετικά νωρίς εκείνο το βράδυ, καθώς νύχτα θα φεύγαμε από το Ασουάν για να προλάβουμε το κομβόι που θα πήγαινε στον εντυπωσιακότερο αρχαιολογικό χώρο του ταξιδιού μας.
 

Hugin

Member
Μηνύματα
607
Likes
1.874
Ταξίδι-Όνειρο
Ανταρκτική
Από την άλλη, αν έχεις κατά νου να νοικιάσεις κανένα όχημα (ως φαν των roadtrip, αν θυμάμαι σωστά) και να οδηγάς, τότε εκεί αλλάζει το πράγμα, καλά κάνεις και φρικάρεις. :bleh:
Εχω παει 3 φορες Καιρο με πρωτη το 1995. Τα ιδια και χειρότερα για την οδηγηση!!
Δεν μπορω να φανταστώ οδηγό απο Ευρωπη να νοικιάζει αυτοκίνητο ειδικά στο Καιρο!!!
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.957
Likes
52.382
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Εξαιρετικά καλογραμμένη ιστορία, με ωραίο χιούμορ, ροή και όσες φωτογραφίες πρέπει (λιγες). Όχι σαν κάτι άλλους που γράφουν (γκουχ γκουχ γράφουμε) σεντόνια. Εύγε!

Τις ίδιες εντυπώσεις έχω αποκομίσει κι εγώ από τους Αιγύπτιους σε δύο επισκέψεις (Για τους Νουβιους έχω θετική άποψη, συμφωνούμε κι εδώ), απλά εσύ είσαι ευγενής και διακριτικός νέος και δεν τους περνάς γενεές δεκατέσσερις.
 
Μηνύματα
258
Likes
2.836
Εκεί στον Nότο

Μες στη νύχτα βγήκαμε από τα δωμάτια, συναντήσαμε ένα ζευγάρι κομματάκι κρυόκωλων Δανών, περάσαμε μες στο σκοτάδι απέναντι με ιδιωτική βάρκα, φτάσαμε σε βανάκι, μπήκαμε, κάναμε μια στάση να μαζέψουμε κάτι Αργεντίνους που μας είχαν στήσει κι έπειτα στάση κι αναμονή στο πρώτο φράγμα (το χαμηλό) από την πόλη του Ασουάν, όπου περιμέναμε στην ουρά να μαζευτούμε όσοι ήταν να μαζευτούμε να ξεκινήσει το κομβόι με τη στρατιωτική συνοδεία για το Αμπού Σίμπελ. Οι ταξιτζήδες γενικά δεν ανοίγανε κλιματισμό, για να μην καίνε ρεύμα, υποθέτω· στο βανάκι, από την άλλη, το ερκοντίσιον ήταν στο φουλ, κουκουλωθήκαμε για να μη σηκωθούμε με κάποιο κρυολόγημα ή ψύξη.

Αφότου ξεκινήσαμε, ήμασταν λίγο ζόμπι, μας πήρε εύκολα ο ύπνος κι όταν ξαναξυπνήσαμε είχε ξημερώσει. Τσιμπήσαμε από το πρωινό που είχαμε πάρει πακέτο και ρίχναμε κλεφτές ματιές έξω από το παράθυρο, την απέραντη έρημη όπως απλωνόταν μονότονα στον ορίζοντα. Ήταν σαν να βλέπαμε ταινία.
IMG_20190326_064415.jpg

Μόλις φτάσαμε στο Αμπού Σίμπελ πιασμένοι από το καθισιό, δώσαμε ραντεβού 2 ώρες μετά, χρόνος αρκετός για να περιηγηθούμε στον αρχαιολογικό χώρο. Αρχικά μπαίνεις σε μια αίθουσα που σου εξηγεί πώς μεταφέρθηκαν οι ναοί 200 μέτρα μακριά και 65 ψηλότερα από την αρχική τους τοποθεσία, μετά την ανύψωση του φράγματος του Ασουάν που θα οδηγούσε στη βύθισή τους. Όπως περίπου συνέβη δηλαδή και με τον ναό της Ίσιδος στο νησί Φίλα. Από αρχαιολογική/engineering σκοπιά, εντυπωσιακό· κυκλοφορούν και ντοκιμαντέρ για όποιον ενδιαφέρεται.

Προχωράμε μες στη έρημο, με κατεύθυνση τη λίμνη Νάσερ, κι όπως στρίβει ο δρόμος ξεπροβάλει ο ναός του Ραμσή ΙΙ, με την επιβλητική είσοδο, σκαλισμένος πάνω στον βράχο, και λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα, εκείνος που αφιέρωσε στη γυναίκα του, τη Νεφερτάρι, μικρότερος, αλλά αντίστοιχα φωτογενής (αν και φτωχότερος στο εσωτερικό του). Δεν είχε πολύ κόσμο (όπως το Εντφού), δεν ήταν και άδειο (όπως το Κομ Όμπο), συνολικά ήταν ο πιο εντυπωσιακός ναός που είδαμε, από άποψη εσωτερικών χώρων, φυσικού τοπίου (βράχος και λίμνη Νάσερ) και αρχιτεκτονική. Πέρα από την εντυπωσιακή είσοδο, ο ναός ήταν έτσι χτισμένος ώστε δύο φορές τον χρόνο (22 Οκτωβρίου και 22 Μαρτίου, την ημέρα γέννησης και στέψης του φαραώ), την αυγή, το φως να μπαίνει σχεδόν κάθετα στον ναό και να φωτίζει τα αγάλματα των θεών, στους οποίους είχε αφιερωθεί, που βρίσκονταν στο βάθος του συμπλέγματος. Το είχαμε χάσει για λίγες μέρες, συνειδητοποιώ καθώς γράφω αυτές τις γραμμές.
IMG_20190326_074011b.jpg

Αφού εξερευνήσαμε τον χώρο, κάναμε μια στάση και στις τουαλέτες γιατί ήταν μακρύ το ταξίδι που μας περίμενε κι επιστρέψαμε στο βανάκι στην ώρα μας.

Κεφάλαιο δημόσιες τουαλέτες: Δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό, αν διάφοροι επαίτες πηγαίνουν και κλέβουν τα χαρτιά της τουαλέτας ή αν οι τουαλέτες δεν έχουν χαρτί ούτως ή άλλως κι αυτοί απλώς μια εξυπηρέτηση επιχειρούν να κάνουν, αλλά είναι σύνηθες στις δημόσιες τουαλέτες να μην υπάρχει χαρτί υγείας και μόλις βγεις έξω και πλύνεις τα χέρια σου να σου το προσφέρουν, μετά φιλοδωρήματος βεβαίως βεβαίως. Τώρα για ποιον λόγο σε προσεγγίζουν αφότου πλένεις τα χέρια σου σε μια χώρα που με τόση ξηρασία στεγνώνουν αμέσως κι όχι πριν μπεις να κάνεις την ανάγκη σου, άβυσσος η ψυχή του Αιγύπτιου.

Όταν φτάσαμε στο Ασουάν, αποφασίσαμε να βλέπαμε για τελευταία φορά την πόλη και το βράδυ να το περνούσαμε στο νησάκι. Διασχίζοντας πάλι την αγορά, κάνουμε μια παράκαμψη προς ένα τζαμί που είχαμε προσπεράσει την προηγούμενη μέρα. Είναι υπερυψωμένο σε έναν λοφίσκο κι είχε τέσσερις εισόδους. Στην πρώτη επιχειρούμε να μπούμε, ήταν κλειδωμένη η καγκελόπορτα, στη δεύτερη την είσοδο έφραζαν κάτι ξαπλωμένα πρόβατα, στην τρίτη και τελευταία μας προσπάθεια δεν βρήκαμε κανένα εμπόδιο, ανεβήκαμε τα σκαλιά και βρεθήκαμε στο τέμενος, που ήταν κι αυτό κλειδωμένο. Καθίσαμε λίγο στον περίβολο στη σκιά (έκανε πολλή ζέστη εκείνη την ώρα, ενώ το βράδυ χρειαζόσουν ελαφρύ μπουφάν) και τσιμπήσαμε ό,τι είχε περισσέψει από το πρωινό, παρέα με ένα ποντίκι που πότε πότε σήκωνε το κεφάλι του από τη σχισμή που ήταν κρυμμένο και μας παρατηρούσε.
IMG_20190326_132902.jpg

Κινήσαμε προς άλλη έξοδο, έτσι για την αλητεία, κατεβήκαμε τα σκαλιά, τελικά δεν ήταν απλώς κλειστή αλλά κλειδωμένη, ανεβήκαμε τα σκαλιά για να επιστρέψουμε απ’ όπου μπήκαμε, μας πετυχαίνει ένας ιμάμης και μας νεύει να πλησιάσουμε. Κλασικά εμείς διστακτικοί, ο φίλος μου αρνείται ευγενικά, εγώ έχοντας πάρει θάρρος από τη γυναίκα στην κοπτική εκκλησία χθες, ακολουθώ. Μας ανοίγει την πόρτα, μπαίνουμε σε έναν χώρο που δέσποζε το πράσινο του χαλιού του, μας βγάζει φωτογραφίες, μας δείχνει μια βιβλιοθήκη, να πάρουμε ό,τι βιβλίο θέλουμε, εντυπωσιαζόμαστε από το μάρκετινγκ του Ισλάμ, ο Δ. παίρνει ένα κοράνι στα αγγλικά κι αφήνει λίγα χρήματα για το τζαμί, όπως μας πρότεινε ο ευγενέστατος ιερέας χωρίς καμία πίεση.

Έχοντας πεινάσει και χωρίς να έχει κάνει τίποτα το τσιμπολόγημα, αποφασίσαμε να φάμε και κάπου πιο παραδοσιακά, ψάχνοντας στα τυφλά ουσιαστικά, βάσει κριτικών στον Γούγλη, με κριτήρια τα αραβικά στον τίτλο (άρα να απευθύνεται σε ντόπιους) και η χαμηλή κατηγορία τιμής (άρα σίγουρα να απευθύνεται στους ντόπιους). Νομίζω πως καταλήξαμε σε κάτι που λεγόταν Al-Mikka καθώς δεν μπορώ να το βρω, αλλά αναμφίβολα υπάρχουν αρκετές επιλογές έξω από την παραλιακή, ήταν από τα καλύτερα γεύματά μας στο ταξίδι (το μόνο που μνημονεύουμε κάπως, για να είμαι ειλικρινής, από το πρώτο μισό του ταξιδιού).

«Πολύ άδεια η σημερινή μέρα», συμφωνούμε καθώς επιστρέφουμε απογευματάκι στην Ελεφαντίνη. Αν εξαιρέσεις το Αμπού Σίμπελ, που βεβαίως άξιζε, είχαμε φάει τη μέρα μας στον δρόμο.
Πόσο βαθιά νυχτωμένοι ήμασταν!
 
Μηνύματα
258
Likes
2.836
Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;

Το απόγευμα επιστρέψαμε, κι αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε τι εστί φελούκα στον Νείλο. Ζητάμε συμβουλές από τον Μοχάμεντ, μας προτείνει να πάρουμε δίπλα από την προβλήτα του νησιού, που είναι φτωχοί βαρκάρηδες και το έχουν περισσότερο ανάγκη απ’ ό,τι οι φελουκατζήδες της άλλης όχθης, μας λέει τιμή μαζί με μπαξίσι που προτείνει να αφήσουμε, μαξ 150 EGP, περισσότερα δηλαδή από τις προσφορές που είχαμε λάβει από απέναντι, αλλά σιγά, μικρή για εμάς η διαφορά.

Πάμε στο σημείο που μας υπέδειξε. Βρίσκουμε τον υπεύθυνο (ή μάλλον μας βρίσκει αυτός), του λέμε ποιος μας έστειλε, ρωτάει για τιμή, ο Δ. λέει κατευθείαν την «μετά από παζάρι και μπαξίσι» τιμή, δέχονται χωρίς καν να το διαπραγματευτούν.

«Για τον κύκλο του νησιού», διευκρινίζω εγώ.
«Αυτό είναι για μια ώρα», μας απαντά ο τύπος, που τελικά ήταν ο μεσάζων που έκλεισε τη συμφωνία, την οποία απλώς μετά ανακοίνωσε στον φελουκαντζή. «Σήμερα δεν έχει καθόλου αέρα, μπορείτε να πάτε μέχρι την άκρη του νησιού και να γυρίσετε πίσω. Αλλιώς είναι διπλή τιμή, για δυο ώρες». Βρήκε πάτημα. Δεχόμαστε για τη μια ώρα, άλλωστε δεν θέλαμε να ξημερώσουμε και στη φελούκα, για ένα ηλιοβασίλεμα πήγαμε.

Ανεβαίνουμε στη φελούκα εξισορροπώντας σε μια σανίδα και, με το που καθόμαστε, για την τιμή των όπλων, αναφέρω στο φίλο μου διακριτικά ότι από εδώ και στο εξής αναλαμβάνω εγώ τα παζάρια. Κάποιοι άνθρωποι παραείναι έντιμοι για τέτοιου είδους δουλειές.

Εδώ οφείλω να διευκρινίσω ότι στην καθημερινότητά μου είμαι άθλιος στα παζάρια, δεν κάνω ποτέ, δεν μου πάει δηλαδή καν το μυαλό στο «μήπως μπορούμε να κάνουμε λίγο καλύτερη τιμούλα;» όταν σκοπεύω να αγοράσω κάτι, αλλά εκεί δεν ήθελα να τους χαριστώ ούτε μια φορά.

Αρχίζει λοιπόν η βόλτα, ξεκινάμε δυναμικά τα πρώτα πέντε μέτρα, σίφουνας σκέφτομαι, βρε αυτός κάνει και δυο γύρους το νησί άμα θελήσει.
Ε, αυτό ήταν όλο.

Δηλαδή για να μην υπερβάλλω, πλεύσαμε καμιά πενηνταριά μέτρα με δυσκολία, αποκτήσαμε και μια καλή θέα του Old Cataract Hotel, όπου η Αγκάθα Κρίστι έγραψε το Έγκλημα στον Νείλο, ξαπλώσαμε να απολαύσουμε το τοπίο και σε στιγμές αισθανόμασταν κάτι σαν αεράκι να μας χαϊδεύει τα μάγουλα. Αλλά αυτά τα πενήντα μέτρα ήταν η μόνη απόσταση που διανύσαμε.
Πολλές φορές. Μπρος-πίσω.
IMG_20190326_175219.jpg

Ο άνθρωπος κουνούσε τα ιστία, πείραζε τα πανιά, έβγαζε πού και πού ένα αυτοσχέδιο κουπί, που δεν ήταν παρά μια ξύλινη σανίδα σαν αυτή που χρησιμοποιούσε ο κάπτεν Χουκ για να ρίχνει τους εχθρούς του στη θάλασσα να τους φάνε οι κροκόδειλοι. Αλλά τίποτα, πλήρης αποτυχία.

Στιγμές στιγμές αναθαρρούσαμε, βλέπαμε να αποκτάμε ταχύτητα. Δέκα μέτρα μετά εγκαταλείπαμε τις ελπίδες ότι θα υπάρξει εναλλαγή στο τοπίο, μηχανοκίνητα σκάφη ή και φελούκες –ήκουσουν ήκουσον!– μας προσπερνούσαν, αλλά ο δικός μας ζεν. Άντε να ’βγαζε καμιά χαιρετούρα στα αραβικά όταν πετύχαινε κάναν γνωστό του.

Οι μόνες στιγμές που ταραζόταν ήταν όταν κινδυνεύαμε να πέσουμε σε βράχια, ορμούσε έπιανε το κουπί κι έριχνε λίγες σπρωξιές μπας και γλιτώσει το σκαρί. Μια φορά παραλίγο να του πέσει και το κουπί, τελευταία στιγμή το συγκράτησε. Με έπιασε νευρικό γέλιο.
Πολλές φορές, εδώ που τα λέμε.

«Θέλετε βοήθεια;» ρωτάω κάνοντας ότι κωπηλατώ, μιας και δεν ήξερε αγγλικά, μπας και προχωρήσουμε καθόλου πριν μας βρει η νύχτα στο ίδιο σημείο. Εκείνη την ώρα δεν μου έδωσε σημασία, μετά από λίγο, βέβαια, μου έκανε αγωνιώδη νοήματα να πάω. Σηκώθηκα έτοιμος να συνδράμω, μου ένευσε να καθίσω σαν να το μετάνιωσε. Σαν να έβαλε στο ζύγι το «η φελούκα θα συγκρουστεί στα βράχια» και το «Δεν θα πάρω καλό μπαξίσι αν τον βάλω να δουλέψει» και να του βγήκε βαρύτερο το δεύτερο.

Ε δεν ήθελε και πολύ, η νύχτα μας βρήκε στο ίδιο σημείο. Η θάλασσα είχε αρχίσει να αδειάζει από πλεούμενα, μία τρανταζόμασταν από δυνατά γέλια –ο βαρκάρης δεν έδειχνε ευτυχώς να πτοείται– μία αποφασίζαμε να το απολαύσουμε, διαδρομή δύο ωρών σε τιμή μίας. Το ζούσαμε, δεν έχω παράπονο.

«Δεν είναι δυνατόν αυτό που συμβαίνει», λέω κάποια στιγμή ξαπλωμένος κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό. «Ακυβέρνητοι στη μέση του Νείλου, εκατόν πενήντα μέτρα από την ακτή… Τι λες, προλαβαίνουμε το αεροπλάνο αύριο;» Ο Δ. δεν πολυσχολίαζε, κυρίως γελούσε με τα τεκταινόμενα. «Στη χειρότερη βουτάμε, τι θα μας συμβεί; Θα βγούμε με δυο κεφάλια;» Κοιτάζω τα νερά. «Άραγε υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;»

Με το πολλά, η βόλτα μας κράτησε δυο ώρες, περνούσαν μηχανοκίνητα καΐκια (κρατικά υποθέτω) και μάζευαν τις ακυβέρνητες φελούκες. Εμάς μας περιμάζεψαν τελευταίους, βέβαια να μην γκρινιάζω, ας δω το ποτήρι μισογεμάτο: είχαμε ολόκληρο Νείλο για πάρτη μας, κι ας μην βλέπαμε και πολλά στα σκοτάδια. Ο φελουκατζής που σ’ όλο το ταξίδι –ναι, ταξίδι ήταν, ποιος λέει ότι το ταξίδι πρέπει να σε πάει κάπου αλλού από εκεί που ξεκίνησες; Ποιος λέει ότι πρέπει να σε πάει σώνει και ντε κάπου γενικώς;– έδειχνε προβληματισμένος, με ύφος «τι μου ’μελλε να πάθω τριτιάτικα;», τώρα είχε φουσκώσει το στήθος με αέρα επιτυχίας.

Φτάνουμε με τα πολλά· ευτυχώς παρά τις –όποιες– μούντζες, δεν πέφτουμε στο νερό βγαίνοντας από το σκάφος.
«Μπαξίς;» λέει κάπως δειλά στον Δ. μόλις τον πληρώνει, ενώ εγώ κατεβαίνω στην αποβάθρα. Ο φίλος μου του ρίχνει ένα βλέμμα που δεν χωρά ερμηνείες κι εκείνος χαμογελά αμήχανα, τύπου «καλά μια πλάκα έκανα και εγώ ρε παιδιά».


Το βράδυ συναντιόμαστε με τον Ντ. από την κρουαζιέρα που έμενε δίπλα μας κι είχαμε κρατήσει επαφή. Κάνουμε μια βόλτα στον άλλο νουβιακό οικισμό του νησιού, τον κοντινότερό μας.

Στη διαδρομή, μας σταματάει ένας Νούβιος με παραδοσιακή φορεσιά, μας συστήνεται και μας δηλώνει τον τίτλο του, κάτι σαν υπεύθυνος ανάδειξης του νουβιακού πολιτισμού. Οι άλλοι τον ευχαριστούνε και ετοιμάζονται να προσπεράσουν. Εγώ που είχα μάθει ότι το Ασουάν δεν είναι Λούξορ, προτείνω να τον ακούσουμε.

Μας βάζει στο σπίτι ενός Νούβιου, το οποίο ήταν παραδοσιακό και λειτουργούσε σχεδόν σαν μουσείο, με περίεργη αισθητική, κάτι κέρατα στους τοίχους, κάτι κροκόδειλους ταριχευμένους, καθώς είναι ιερό ζώο, όπως μας είπε ο ιδιοκτήτης.

Και ορισμένους λιγότερο νεκρούς· μας ανοίγει κάποια στιγμή ένα κουτί και ένα κροκοδειλάκι κροταλίζει τα δόντια του απειλητικά. «Oh, that escalated quickly», ακούω τον Δ. να μουρμουρίζει. Εγώ αναρωτιέμαι στα ελληνικά άμα είναι τόσο ιερό ζώο ο κροκόδειλος, γιατί το φυλακίζει στο κουτί. Δεν του το μεταφράζω.

Μας ανεβάζει στον απάνω όροφο, μας εξιστορεί την ιστορία του, μας δείχνει τη συλλογή από πράγματα που έχει, που όλα ήταν πολύτιμα, ακριβά, αρχαία. Τα οποία τα πουλάει. Ο άνθρωπος ήταν συμπαθητικός, βέβαια, και καθόλου πιεστικός πωλητής (πάντα κάποιο κέρδος θα υπάρχει· άλλωστε, αναδεικνύω πολιτισμό σημαίνει κι ότι τον χρηματοδοτώ για να συνεχίσει να υπάρχει).

Μετά από κάτι δώρα που παίρνουν ο Δ. και ο Ντ. κατεβαίνουμε, μας δείχνει την υπόλοιπη συλλογή από –ασήμαντης αξίας, στα μάτια μου– πράγματα που δεν πουλούσε, γιατί είναι ανεκτίμητα, μας έδειξε γράμματα που λάμβανε από διάφορες περιοχές του κόσμου που ξέρανε ποιος ήταν και τι έκανε και γενικά ο τύπος το ζούσε με τρέλα. Τον αποχαιρετίσαμε και συνεχίσαμε τη βόλτα μας.

Φτάνοντας στην άλλη άκρη του νησιού, αποχαιρετήσαμε και τον Ντ. που έπρεπε να επιστρέψει για να κοιμηθεί, καθώς την επόμενη μέρα θα πήγαινε στο Αμπού Σίμπελ, και πήγαμε για ένα απεριτίφ σε ένα μαγαζί δίπλα στον Νείλο – γιατί απ’ ό,τι φαίνεται, το δίωρο που ήμασταν παραδομένοι στο έλεός του δεν ήταν αρκετό για να τον χορτάσουμε. Το ρίξαμε έξω: εγώ σαλέπι, ο Δ. τσάι, κι ένα γλυκό παραδοσιακό υποτίθεται νουβιακό γλυκό, με παράξενη υφή, που δεν συγκράτησα πώς λέγεται.
IMG_20190326_222526.jpg

Το βράδυ πέσαμε ξεροί. Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε και φάγαμε κατευθείαν πρωινό, ετοιμάσαμε τις βαλίτσες μας και πήραμε ταξί για το αεροδρόμιο. Σε λίγες ώρες θα φτάναμε στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου.
 
Μηνύματα
258
Likes
2.836
Πυραμίδες

Σε περασμένο κεφάλαιο είχα αναφερθεί στο Έγκλημα στον Νείλο, που έγινε κατά την κρουαζιέρα μας. Ε, λοιπόν σ’ αυτό το κεφάλαιο βρήκαμε το πτώμα. Άλλωστε υπάρχει καλύτερο μέρος για ένα πτώμα από έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους τάφους του κόσμου;

Φτάνουμε σχεδόν μεσημεράκι στο Κάιρο, αφού παίρνουμε τα μπαγκάζια μας, βγαίνουμε προς την έξοδο. Εκεί συναντάμε μια σειρά από ταξί να προθυμοποιούνται να μας πάνε όπου θέλουμε.

Παρένθεση πρώτη: Στο Κάιρο έχουμε ένα πλεονέκτημα: υπάρχουν ούμπερ, τα οποία είναι πολύ πιο οικονομικά από τα κανονικά ταξί, χωρίς παζάρια, αξιόπιστα, με καλύτερες συνθήκες μεταφοράς για τον πελάτη (βλ. κλιματισμός).

Καλούμε ούμπερ και περιμένουμε, πετυχαίνει κίνηση μέσα στο αεροδρόμιο.
«Καλωσήρθατε. Ταξί, ταξί, από πού είστε;» μας βομβαρδίζουν ταρίφες πριν ακόμα βγούμε από την έξοδο.
Ευχαριστούμε, δεν ενδιαφερόμαστε.
«Θα πάρω όσα παίρνει το ούμπερ», λέει βλέποντάς μας να σκαλίζουμε το κινητό.
Τον αγνοούμε, ενώ ψάχνουμε να δούμε πώς λειτουργεί αυτή η εφαρμογή, πού είμαστε εμείς και πού το αμάξι.

Παρένθεση δεύτερη: Ανεπίσημα, χωρίς καμιά μεταξύ μας συνεννόηση, εγώ με τον Δ. παίζαμε το τρικ του καλού και του κακού μπάτσου. Μαντέψτε τι ρόλο αναλάμβανα. Ήμουν αυστηρός, δεν χαριζόμουν (ή έστω έτσι νόμιζα), αν κάτι δεν μ’ άρεσε, χαμογελούσα, ευχαριστούσα κι απομακρυνόμουν. Δεν ήταν σπάνιο να μας φωνάζουν έπειτα με καλύτερη προσφορά. Από την άλλη, χρειάζεσαι και μια πιο ψύχραιμη στάση όταν θες να κλείσεις συμφωνία, ένα «Οκ, συμφωνούμε» ακόμη κι αν κάνεις εκπτώσεις, αν δεν θες να πας στον προορισμό σου δέκα χιλιόμετρα κάτω από τον ήλιο με τα πόδια.

Ε λοιπόν στο Κάιρο, με το που πατήσαμε το πόδι μας, η ψυχραιμία του Δ. είχε εξαντληθεί.
«Ο προορισμός σας», να επιμένει κάποιος άλλος έτοιμος να πάρει τις βαλίτσες μας.
«Dude, δώσε μας πέντε λεπτά!» που θα μπορούσε να είναι κι ένα «Άντε γαμήσου εσύ κι η φάρα σου»· από εκεί κι ύστερα αρκούσε ένα άγριο βλέμμα του και μας παρατούσαν.

Έρχεται το ούμπερ, δεν μιλά αγγλικά, βάζει σταθμό να παίζει ξένα (γι’ αυτούς). Εκτίμησα την πρόθεση, αλλά ρε φίλε αυτά τα ακούω και στην πατρίδα μου, δώσε λίγο αιγυπτιακή μουσική, ας είναι και τσιφτετέλια σκυλομπαρόκ, κάνε το πολιτισμικό σοκ (λέμε τώρα) λίγο πιο έντονο. Βέβαια γι’ αυτό αρκεί η οδήγηση· δρόμος πέντε λωρίδων που χρησιμοποιείται ως οχτώ, κόρνες κλασικά στον αυτόματο, οριακές προσπεράσεις, αδιόρατα τριψίματα μεταξύ καθρεφτών. Αναρωτιόμουν πώς και το Κάιρο έχει τόσο πληθυσμό, πόσοι θα σκοτώνονται καθημερινά έτσι όπως κυκλοφορούν στους δρόμους. Πολλή κίνηση. Περνάμε από ωραία σπίτια σε κάποιες περιοχές (βλ. Ηλιούπολη, που ξεχώριζαν τα αρχοντικά), βλέπουμε από απόσταση την Ακρόπολη και τζαμιά, και κατευθυνόμαστε προς την Γκίζα.

Παρακολουθώ παράλληλα και τον χάρτη, να, εδώ φτάνουμε στις πυραμίδες, σκέφτομαι, το δείχνει λίγο μετά τη στροφή, πού στα κομμάτια είναι, λάθος είναι ο χάρτης; Δεν θα έπρεπε να φαίνονται αν είναι τόσο κοντά; Το αμάξι στρίβει και εγένετο φως.
IMG_20190327_134053.jpg

Παρένθεση τρίτη: Θεωρούσα ότι οι πυραμίδες θα ήταν αδιάφορες, ειδικά μετά από όλα αυτά τα ωραία και τα μεγάλα και μεταγενέστερα που θα είχαμε δει μέχρι τότε. Ε μωρέ, πάμε, να πούμε ότι πήγαμε, αν και μάλλον δεν θα μας πούνε και πολλά, έλεγα.

Ε, λοιπόν, όταν τις πρωτοείδα ένιωσα δέος, σχεδόν ανατρίχιασα, μέχρι που μου ξέφυγε κι ένα «ουάου» (και τα 3 φωνήεντα), κάτι που δεν το συνηθίζω καθώς το βρίσκω αμερικανιά. Φοβερή στιγμή. Ο άνθρωπος άκουσε το επιφώνημά μου, έκοψε ταχύτητα για να το φωτογραφίσω με την ησυχία μου. Του είπα να συνεχίσει.

Έπειτα, σχεδόν φτάσαμε στο διαμέρισμα που θα μέναμε, αλλά όχι ακριβώς. Ο οδηγός κοιτούσε καλά καλά γύρω του, ρώτησε και κάποιον περαστικό, και δεν μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν το σπίτι (ήταν σε κάποιον παράλληλο, δίπλα στον φράχτη τον πυραμίδων).

Συνεχίζει ευθεία, καταλαβαίνει ότι έκανε κάπου λάθος, ψάχνει να στρίψει αριστερά για να βρεθεί στο άλλο ρεύμα κυκλοφορίας. Ετοιμάζεται να κάνει τη μανούβρα, ακούμε ένα εκκωφαντικό θόρυβο και μπροστά μας ένας άνθρωπος τινάζεται από σύγκρουση και πέφτει στο έδαφος, όταν κάποιο όχημα έπεσε πάνω στο καρότσι που οδηγούσε. Παγώνουμε.

Το όχημα μένει ακίνητο. Διάφοροι περαστικοί τρέχουν να βοηθήσουν τον άνθρωπο. Ο ουμπεράς κλείνει την ασφάλεια στις πόρτες ακαριαία. Και προσπαθεί να περάσει με το αμάξι μες στο πλήθος. Του λέμε να σταματήσει. Οι περαστικοί είναι πάνω στον άνθρωπο, προσπαθούν μάλλον να τον συνεφέρουν, ενώ άλλοι αναποδογυρίζουν το όχημά του κι αρχίζουν να το συναρμολογούν στη μέση του δρόμου. Κάτι ταξιτζήδες πλησιάζουν κι αρχίζουν να φωνάζουν στον δικό μας. Εκείνος σταδιακά αρχίζει να κινείται και βγαίνει από τη διαχωριστική νησίδα, μπαίνει στο άλλο ρεύμα κι επιταχύνει. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι ουμπεράδες δεν τα πάνε και πολύ καλά με τους ταξιτζήδες.

Του ζητάμε να μας αφήσει στο σημείο που είχε κάνει την πρώτη στάση προηγουμένως και το πάμε με τα πόδια. Βλέπουμε για πρώτη φορά καμήλες να περπατάνε δίπλα μας – είναι πολύ ψηλές, δεν τους το είχα. Τακτοποιούμαστε, κάνουμε μια μικρή έρευνα για τις πυραμίδες και πάμε προς τον αρχαιολογικό χώρο· ήταν περασμένες τρεις το μεσημέρι και δεν είχαμε πολλή ώρα. Είδαμε τα μετρητά που μας είχαν περισσέψει και βλέπαμε ότι με το βασικό εισιτήριο που έχεις είσοδο στον χώρο και στο εσωτερικό κάποιων μικρών πυραμίδων, θα μας περίσσευαν δυο-τρεις λίρες. Το ρισκάραμε, τι τα χρειαζόμασταν τα παραπάνω;
«Μόνο να ρωτήσουμε τι ώρα κλείνει», λέω εγώ, «μην μπούμε τρεισήμιση και κλείνει στη μια ώρα».

Φτάνουμε στα γκισέ, μας αρπάζει τύπος, που παίρνει τον Δ. και πάνε να βγάλουνε εισιτήρια. Προφανώς, ο δικός μας ξεχνιέται με τόσο δυναμικό μπάσιμο και δεν ρωτά. Μπαίνουμε στον χώρο, μας πασάρει σε έναν δικό του, που ξέρει καλύτερα πώς θα προλάβουμε να δούμε όλα τα highlights, γιατί σε μια ώρα κλείνει. Μικρό ξενέρωμα, αλλά και τι εναλλακτική είχαμε. Ο τύπος μας διαφημίζει τις καμήλες του.

«Ευχαριστούμε, θα πάμε μόνοι μας», τον ενημερώνουμε. Κάνει νόημα για μπαξίς. «Δεν έχουμε», του λέμε κι ήταν αλήθεια αυτή τη φορά.
IMG_20190327_153427.jpg

Ανηφορίζουμε τον δρόμο που περνά ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες πυραμίδες, με μικρές στάσεις για φωτογραφίες, και μας σταματά ένας Αιγύπτιος με βεδουίνικο ντύσιμο. Μας δείχνει μια κάρτα στα αραβικά: «Είμαι από το Υπουργείο Τουρισμού της Αιγύπτου, μπορώ να δω τα εισιτήριά σας;» Ο Δ. που τα είχε του τα δίνει. «Μάλιστα, είμαι υπεύθυνος να σας βοηθήσω να καταφέρετε να δείτε τον χώρο, γιατί στις 4μιση ο χώρος κλείνει και δεν προλαβαίνετε. Ακολουθήστε με».

Εγώ λίγο στην κοσμάρα μου χαζεύω γύρω μου, παρατηρώ ντόπιους να κάθονται στις πυραμίδες, που θεωρητικά απαγορεύεται, δένω τα κορδόνια μου.

«Δεν είναι και πολύ γρήγορος ο φίλος σου», λέει στον Δ. μόλις τους προφταίνω. Δεν ήταν και πολύ σοφή κίνηση να μου την μπει στο μάτι, κρίνοντας εκ των υστέρων. Εκεί στέκονται δυο τρεις καμηλιέρηδες. «Για να προλάβετε, πρέπει να ανέβετε στις καμήλες. Είναι μόνο 200 λίρες το άτομο».
«Δεν έχουμε χρήματα», του απαντάω αρχίζοντας να καταλαβαίνω το εργάκι.
Μας κάνει λίγο καλύτερη τιμή.
«Έχουμε μείνει χωρίς μετρητά», του το κάνω πιο λιανά.
«Δεχόμαστε και κάρτα». Βεδουίνοι της ερήμου με POS.
«Ευχαριστούμε, δεν θέλουμε», επιμένω.
Ο Δ. φαίνεται να προβληματίζεται. «Λέει ότι δεν θα προλάβουμε», μουρμουρίζει.
«Δεν με νοιάζει, είναι απατεώνας», λέω εγώ που τον ρόλο του κακού μπάτσου αποφασίζω να τον τερματίσω. «Κοίτα, δεν έχω θέμα, αν εσύ θες πήγαινε, δεν θα χεις και πολλές ευκαιρίες να το επαναλάβεις, απλώς εγώ δεν ανεβαίνω».

«Για σένα εκατό», λέει ο τύπος στον φίλο μου, «που είσαι καλός άνθρωπος». Όχι σαν τον μαλάκα δίπλα σου, ήταν το υπονοούμενο. Τα κακά του επαγγέλματος, υποθέτω.
«Δώσε μας τα εισιτήρια», λέει τελικά ο Δ. μετά από μια εσωτερική μάχη, ενδεχομένως, και το δράμα τελειώνει μετά από δυο τρεις κλιμακούμενες επαναλήψεις της φράσης, όπου τελικά μας παραδίδει τα εισιτήρια βλαστημώντας.
IMG_20190327_160605.jpg

Κινούμαστε στον χώρο, πλησιάζουμε τις μικρές πυραμίδες που λίγη ώρα πριν είχαν κλείσει για το κοινό, κάνουμε τη βόλτα μας κι αξιοποιούμε κάθε λεπτό μέχρι να κλείσει ο αρχαιολογικός χώρος. Στο τέλος πάμε να βγάλουμε κάτι φωτογραφίες και με τη σφίγγα, αλλά άκυρος Αιγύπτιος μας αποπαίρνει, να βιαστούμε. Μετά από λίγο ο ίδιος Αιγύπτιος μας κάνει νόημα να καθίσουμε να φωτογραφηθούμε σε άλλο σημείο, όχι τόσο πανοραμικό προφανώς. Τραβάμε φωτογραφίες. Κι έπειτα μας πλησιάζει κάνοντάς μας νόημα ότι πεινάει και να του δώσουμε μπαξίς. Ο ίδιος μαλάκας που μας έλεγε πριν να βιαστούμε γιατί ο χώρος κλείνει. Του λέμε την αλήθεια, ότι δεν έχουμε, κι αρχίζει ένα λογύδριο τύπου «Στον τάφο σου θα τα πάρεις; Τα πάντα ανήκουν στον Αλλάχ!» και καταλήγει με ένα δυσοίωνο «Θα πεθάνετε όλοι» που επαναλαμβάνεται αέναα μέχρι που εγκαταλείπουμε τον χώρο. Αν παίζαμε σε ταινία τρόμου, ένας από τους δυο μας το βράδυ θα βρισκόταν ανεξήγητα νεκρός.

Έπειτα βγάζουμε χρήματα, και μετά από λίγο περπάτημα αποφασίζουμε να διασχίσουμε τον δρόμο, που έχει συνεχή ροή οχημάτων, τα οποία δεν κάνουν καμιά κίνηση να σε αφήσουν να περάσεις, πρέπει να το κερδίσεις μόνος σου. Μόνο οι θαρραλέοι μπορούν να επιβιώσουν σ’ αυτή την πόλη. Οι θαρραλέοι κι οι πλούσιοι, καθώς υπάρχουν και τα ταξί. Παίρνουμε μια βαθιά ανάσα, άλλοι στη θέση μας θα έκαναν τον σταυρό τους, κατεβαίνουμε το πανύψηλο πεζοδρόμιο, το ξαναανεβαίνουμε. Δεν ήταν η κατάλληλη η στιγμή. Κι επειδή ίσως και να μην ήταν κατάλληλες ποτέ οι συνθήκες, το παίρνω απόφαση, του κάνω νόημα να πάμε και ξεκινάω. Και για κάποιον λόγο κατάφερα και πέρασα τον δρόμο χωρίς να με πατήσει κανείς. Δεν ξέρω πώς το κατάφερα. Περίμενα κι ο Δ. να πάρει τη δική του απόφαση που είχε μείνει πίσω και σύντομα αποστολή εξετελέσθη.

Τρώμε σ’ ένα φαστφουντάδικο τα γεύματα που τρέφουν τη νεολαία της πόλης, νόστιμα (λόγω πείνας, ενδεχομένως) και πικάντικα (λόγω μπαχαρικών) και επιστρέφουμε με τα πόδια στο διαμέρισμα. Στο μεταξύ κάνουμε στάση σε ένα παντοπωλείο, για νερό και χαρτομάντιλα.

Παρένθεση τέταρτη: Οι Αιγύπτιοι αναπαριστούν με διαφορετικά σύμβολα το δεκαδικό σύστημα, δεν χρησιμοποιούν του «αραβικούς αριθμούς» όπως τους αποκαλούμε εμείς, όσο παράξενο κι αν φαίνεται. Δεν είναι κάτι δύσκολο να απομνημονευτεί, απλώς δεν το βλέπαμε και πολύ συχνά, καθώς στις αγορές δεν υπήρχαν καρτελάκια με τιμές στον βωμό ενός σωστού παζαριού.

Παίρνουμε από το ράφι χαρτομάντιλα (συσκευασία από δυο μεγάλα πακέτα) και νερό, τα δίνουμε στον πωλητή, χτυπά το νερό, σκίζει τη συσκευασία και χτυπά στη διπλή τιμή το πακέτο και μας λέει τη σούμα. Τον ρωτάω γιατί βγαίνουν τόσα; Αφού έλεγε άλλη τιμή στο ράφι. Κι αντί να μου πει ένα «η τιμή είναι ανά πακέτο κι όχι ανά συσκευασία» που θα μπορούσα να το δεχτώ, απαντά, «Αυτή είναι η τιμή» ξανά και ξανά, λες κι ήμουν κάνας βλάκας που δεν μπορεί να ξεχωρίσει αυτά τα ακαταλαβίστικα σύμβολα που έχουν για αριθμούς. Του χαμογελάω και τον αφήνω μόνο του με τη σκισμένη του συσκευασία.

Είπαμε, κακός μπάτσος.

Καμιά εκατοστή μέτρα μετά, βρίσκουμε ένα μικρό μπακάλικο, μπαίνουμε μέσα, η μαντιλοφορούσα γυναίκα που το είχε δεν ήξερε αγγλικά, της λέμε χαρτομάντιλα, της το κάνουμε και παντομίμα, μας έφερε κάτι άκυρο τύπου μανταλάκι (για να κλείσουμε τη μύτη μας, ενδεχομένως, θα ήταν κι αυτό μια λύση), μιμούμαι τότε και τον ήχο φυσήματος της μύτης με την κίνηση, καταλαβαίνει και μαντεύει σωστά. Πόσο; 1 λίρα το ένα. Έτσι απλά, χωρίς κανένα παζάρι. Αιγύπτια και μας έδωσε τη σωστή τιμή! Ντροπή της χώρας της, το χαρακτηρίζω εγώ αυτό. Μα κανένας σεβασμός πια στις παραδόσεις;
Παίρνουμε πέντε κι ένα νερό και την αποχαιρετούμε, μόνο τα χέρια δεν της φίλησα.

Φτάνουμε σπίτι. Κουρασμένοι, στα πρόθυρα πονοκεφάλου, λίγο η ένταση της μέρας, λίγο η σκόνη και η ζέστη. Καταλήγουμε να μένουμε στο διαμέρισμα, καθώς ήταν απόσταση να πάμε στο κέντρο, ειδικά αν συμπεριλάβουμε και την κίνηση στους δρόμους.

Κι ήρθε η ώρα για τα αποκαλυπτήρια.
Το έγκλημα, στο οποίο αναφερόμουν ως έγκλημα στον Νείλο, προφανώς και δεν ήταν κάποιος φόνος ή ανεξήγητος θάνατος από κατάρα επαίτη ή άλλο ποινικό αδίκημα, δεν ήταν έγκλημα νομικό αλλά ταξιδιωτικό. Κι αυτό ήταν η επιλογή μας να μείνουμε στη Γκίζα εκείνη τη μέρα. Το διαπράξαμε εμείς, με συνένοχο τον Ντ. που φαγώθηκε να μας διαφημίζει την Γκίζα ως μια άλλη Μέκκα. Όχι, δεν τη βρήκαμε ωραία, ένα πιο φρενήρες Λούξορ ήταν, με ελαφρώς καλύτερη αισθητική σε σημεία, που μύριζε θαρρείς ολάκερη κοπριά καμήλας. Μας ανάγκασε να πάμε τρέχοντας στις πυραμίδες, με αποτέλεσμα να μην τις χαρούμε όπως τους έπρεπε, μας ανάγκασε να μην κάνουμε τίποτα άλλο εκείνο το βράδυ (οκ, δεν μας ανάγκασε, αλλά δεν μας το έκανε και δύσκολο). Ήταν το χειρότερο δωμάτιο που μείναμε στο ταξίδι· τα στάνταρ μου στην καθαριότητα δεν είναι υψηλά, αλλά το σπίτι μου φάνηκε σκονισμένο κι ακαθάριστο.
Ήταν η μόνη ουσιαστικά κακή επιλογή που κάναμε σ’ όλο το δεκαήμερο. Βέβαια, ακόμη κι αυτό είχε τη χάρη του, περισσότερα σκηνικά να μνημονεύεις.

Ευτυχώς η επόμενη μέρα θα μας έδινε μια τελείως διαφορετική εικόνα για το Κάιρο.
 
Last edited:
Μηνύματα
258
Likes
2.836
Νεκροπόλεις για ζωντανούς

Ξυπνάμε σχετικά νωρίς, ούμπερ για Κάιρο κέντρο με τα μπαγκάζια μας, προορισμός ένα ξενοδοχείο/χόστελ απέναντι από το Αιγυπτιακό Μουσείο, όπου τακτοποιούμαστε και αφού καταλήγουμε σε ένα πλάνο, καλούμε ούμπερ για να μας πάει στο Ισλαμικό Κάιρο.

Άλλη μια επαφή με την οδηγική τρέλα της πόλης, άλλος ένας οδηγός που δεν μιλά γρι αγγλικά, κυρίως αυτοκινητόδρομοι, μέχρι που μπαίνουμε σε έναν δρόμο στενό με γραφικά χαμόσπιτα, που με εντυπωσίασαν. Ο οδηγός έμοιαζε λίγο χαμένος σ’ εκείνο το σημείο του χάρτη, ρώτησε και κάτι γεροντάκια που κάθονταν στο στενό πεζοδρόμιο και συνέχισε για το τζαμί του σουλτάνου Χασάν, την πρώτη μας στάση.

Εντυπωσιακό, τεράστιο, χτισμένο με πέτρα, σε τούρκικο στυλ, χτισμένο τον 14ο αιώνα μ.Χ., μου θύμισε περισσότερο κάστρο, παρά χώρο λατρείας. Κι εσωτερικά όμορφο, είχαμε και πριβέ συναυλία από πιστό που καθόταν στον χώρο που αναπαυόταν ο σουλτάνος κι ήθελε να μας δείξει την ακουστική του χώρου, αποζητώντας φιλοδώρημα. Περάσαμε κι από το γειτονικό τζαμί, Al-Rifai, που αν κι εντυπωσιακότερο εξωτερικά, εσωτερικά ήταν απλώς οκ.

Κινηθήκαμε στο ισλαμικό Κάιρο, περνούσαμε δίπλα από καφενεία όπου παππούδες συζητούσαν χαλαροί καπνίζοντας ναργιλέ, παιδάκια που πρόβαραν το γεια σου στα αγγλικά όταν μας έβλεπαν, δίπλα από κατσικάκια (στο κέντρο πρωτεύουσας κράτους όλα αυτά). Φτάσαμε στο τζαμί του Ibn Tulun, από τα παλιότερα της πόλης, όπου μπορούσες να ανέβεις στον μιναρέ και να έχεις θέα στις ταράτσες της πόλης. Γενικά δεν έχω υψοφοβία· εκεί τα χρειάστηκα στην κορυφή.
IMG_20190328_122447.jpg


Συνεχίσαμε προς την Ακρόπολη, αφού κάναμε μια στάση για να ρωτήσουμε πληροφορίες σε ένα μαγαζί του δρόμου και για να φάμε ένα από τα εθνικά φαγητά της Αιγύπτου: το κοσάρι. Είναι ένα πιάτο-ποτ-πουρί: έχει μακαρονάκι κοφτό, ρύζι, ρεβύθια και φακή πασπαλισμένα με σος τομάτας, πάπρικα, ξύδι και κύμινο. Ε αυτό το πράγμα που ακούγεται σιχαμένο και περίμενα να μου φανεί μια αηδία αποδείχτηκε τελικά νοστιμότατο και το ξαναπροτίμησα (μέχρι να τριτώσει το καλό). Ήταν πάμφθηνο, κιόλας. Κι από όσο θυμάμαι κανείς μας δεν κοιμήθηκε στην τουαλέτα εκείνο το βράδυ. Ο τυπάς που το έφτιαχνε δεν ήξερε αγγλικά, αλλά προθυμοποιήθηκε να μας δείξει με νεύματα τον δρόμο για την Ακρόπολη του Σαλαντίν, μας έλεγε τη σωστή τιμή χαμογελώντας αθώα (σοκ!), μας φώναξε να μας δώσει τα ρέστα από κάτι ψωμιά που πήραμε για τον δρόμο, ενώ ήταν φιλοδώρημα (σοκ στο τετράγωνο) για την εξυπηρέτησή του (μας κακόμαθαν οι υπόλοιποι συντοπίτες του).

Μπήκαμε στην Ακρόπολη, κάναμε μια βόλτα προς το εντυπωσιακό τζαμί του Μοχάμεντ Αλί, το επονομαζόμενο και αλαβάστρινο τζαμί, χάρη στο υλικό που χαρακτήριζε τον συγκεκριμένο λατρευτικό χώρο και προσέφερε μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλους αντίστοιχους τεμένους. Από τις βεράντες πίσω απλώνεται όλο το Κάιρο, μέχρι και τις πυραμίδες βλέπαμε, αμυδρά βέβαια λόγω του νέφους.

Η Ακρόπολη περιλαμβάνει και κάτι πολεμικά μουσεία, και κάτι άλλα τζαμιά και παλάτια, εμάς μας ενδιέφερε να ανέβουμε και στα τείχη, αλλά τουλάχιστον εκείνη την ώρα δεν ήταν εφικτό.
IMG_20190328_145644.jpg

Επόμενος στόχος ήταν το πάρκο Αλ-Αζάρ, το Central Park του Καΐρου, με μια μικρή παράκαμψη να περάσουμε από αυτό που έβλεπα στον χάρτη ως νεκροταφείο. Γενικά έχω ένα (οκ, πολλά, αλλά τώρα ας επικεντρωθούμε σε ένα) φετίχ με τα νεκροταφεία, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το πού και πώς επιλέγει ο κάθε λαός και πολιτισμός να θάψει τους νεκρούς του. Επομένως μπήκε στο πρόγραμμα κι επειδή το έχω λίγο και με τον προσανατολισμό, θεωρούσα ότι το νεκροταφείο θα ήταν κοντά σε εκείνα τα ωραία σπιτάκια που μου είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον το πρωί.

Σπόιλερ 1: εκείνα τα ωραία σπιτάκια ήταν το νεκροταφείο.
Σπόιλερ 2: το νεκροταφείο δεν ήταν απλώς νεκροταφείο· ήταν κανονική νεκρόπολη, που κατοικούσαν άνθρωποι. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι στις νεκροπόλεις που βρίσκονται στις παρυφές του Παλιού Καΐρου κατοικούν από μισό μέχρι δύο εκατομμύρια Αιγύπτιοι.

Πώς τα μάθαμε όλα αυτά;

Περπατάμε στον δρόμο με το gps στο χέρι, μας σταματά άνδρας σαρανταπεντάρης:
«Δεν πάτε καλά από εδώ», μας λέει.
Κοιταζόμαστε με επιφυλακτικότητα μεταξύ σας.
«Κοιτάξτε, δεν είμαι ταξιτζής, δεν θέλω χρήματα, δεν έχω κανέναν λόγο να σας πω ψέματα. Καθηγητής είμαι και από εκεί είναι πολύ επικίνδυνα για έναν τουρίστα, είναι το νεκροταφείο· ακόμη κι εγώ δεν τολμάω να πάω. Μπορείτε να πάτε από εκεί… από εδώ… από παραεκεί…» κι αρχίζει και μας δείχνει όλες τις πιθανές κατευθύνσεις απαριθμώντας μας πιθανά αξιοθέατα, εκτός από εκείνη που είχαμε επιλέξει να ακολουθήσουμε. «Εσείς πού πηγαίνετε;» ρωτά, όντας σίγουρος ότι έχουμε χαθεί κι ότι κάνει ένα ψυχικό.

«Στο νεκροταφείο», του απαντάω.
Εκείνος σοκαρισμένος, αναρωτιέται τι πάμε να κάνουμε εκεί. «Δεν είναι μέρος για τουρίστες, είναι επικίνδυνα», επιμένει και η συζήτηση πηγαίνει σε εμάς, από πού είμαστε, τι κάνουμε, για να καταλήξει πάλι να μας προτείνει εναλλακτικές. Τον ευχαριστούμε. Φεύγει.

Ο Δ. εμφανώς προβληματισμένος προτιμά να μην πάμε.
«Μωρέ, θα υπερβάλλει», του λέω εγώ. «Και τη γιαγιά μου στο χωριό αν ρωτήσεις για τα Εξάρχεια τα ίδια θα σου πει».
Δεν τον καθησυχάζει αυτό, το ψάχνει λίγο στο διαδίκτυο. «Εδώ λέει ότι κλέβουν πόρτες και ότι αν κανείς τους πιάσει επί το έργο, να μην τους εμποδίσει, γιατί μπορεί να τον σκοτώσουν».
«Υπερβολές», λέω εγώ, που έχω είτε έχω άγνοια κινδύνου είτε είμαι πολύ θαρραλέος. Ή πολύ χαζός, που πιάνει λίγο κι από τα δύο.

Αποφασίζουμε να μην πάμε, αλλά να περάσουμε από εκεί και να δούμε, αφού είναι στον δρόμο μας, και μόλις βλέπω έναν άνοιγμα, ανεβαίνω τα σκαλιά, λέγοντάς του ότι μπορεί να με περιμένει για λίγο κάτω αν δεν θέλει, και μπαίνω στο νεκροταφείο. Ανεβαίνει κι εκείνος, και κάνουμε μια πεντάλεπτη βόλτα εκεί έξω έξω, έτοιμοι να το βάλουμε στα πόδια αν βλέπαμε κανέναν να κουβαλά πόρτα τρέχοντας.
IMG_20190328_155139.jpg


Ήταν πολύ ατμοσφαιρικά, δεν ήξερα τι με παραξένευε περισσότερο: το ότι εκεί κατοικούσαν άνθρωποι ή ότι εκεί ήταν θαμμένοι οι νεκροί τους;

«Δεν θες να μπούμε λίγο πιο μέσα;» ρωτάω βλέποντάς τον διστακτικό.
«Εντάξει, το είδαμε, πάμε τώρα στο πάρκο».

Επιστρέψαμε στον δρόμο και συνεχίσαμε ακολουθώντας τον χάρτη. Τελικά μπερδευτήκαμε κι αναγκαστήκαμε να ρωτήσουμε τους επικίνδυνους ανθρώπους που άραζαν έξω από την νεκρόπολη, οι οποίοι μας έδειξαν τον σωστό δρόμο για το πάρκο. Πηγαίναμε κατά μήκος του δρόμου, ενώ στο πλάι μας απλωνόταν η Νεκρόπολη, με περιοδικά ανοίγματα, και τα αυτοκίνητα περνούσα ξυστά από δίπλα μας, καθώς το πεζοδρόμιο ήταν είτε φαγωμένο είτε λειψό είτε ανύπαρκτο.

«Ρε, μπαίνουμε μέσα λίγο, αφού δεν χωράμε εδώ;»
«Καλά είμαστε κι έτσι», απαντά εκείνος που τον είχαν επηρεάσει κάπως περισσότερο τα λόγια του καθηγητή.
«Δηλαδή προτιμάς να μας πατήσουν τα αμάξια από το να μπούμε για μια μικρή σύντομη λιλιπούτια παράκαμψη μες στην Νεκρόπολη;» Να την χαρώ κι εγώ λίγο περισσότερο, σκεφτόμουν.
«Ναι, το προτιμώ».

Ε τελικά φτάσαμε ζωντανοί στο πάρκο, που ήταν μια ενδιαφέρουσα εναλλαγή πρασίνου στην σκονισμένη πόλη, που παιδάκια έπαιζαν, νέοι και γέροι έκαναν πικνίκ, νεόνυμφοι φωτογραφίζονταν χέρι-χέρι. Αξίζει σίγουρα μια βόλτα.

Έπειτα συνεχίσαμε στην καρδιά του Ισλαμικού Καΐρου και συγκεκριμένα στην πολυτραγουδισμένη Αγορά του Αλ-Χαλίλι, όπου φάγαμε και κάναμε μια αναγνωριστική βόλτα. Η μόνη μου εμπειρία από τόσο μεγάλο παζάρι ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Η αγορά του Αλ-Χαλίλι μου φάνηκε μεγαλύτερη, χαοτικότερη, αυθεντικότερη (βέβαια το Μεγάλο Παζάρι δεν με είχε ενθουσιάσει και στην Πόλη, είχα προτιμήσει εκείνο των μπαχαρικών), σαν πόλη μέσα σε πόλη, όπου είχε διαφορετικές γειτονιές (ρούχα, μπαχάρια, φαγώσιμα, μπιχλιμπίδια, δώρα) με διαφορετικό ύφος. Εύκολα χανόσουν κι έχει ακόμη το χρώμα της, παρά το πόσο τουριστική είναι, ίσως επειδή την προτιμούνε κι οι ίδιοι οι ντόπιοι για τα ψώνια τους.

Επιστρέψαμε στο δωμάτιο με ούμπερ, κάναμε ένα μπάνιο και βγήκαμε να δούμε το Cairo by night όπως πρέπει. Κάναμε και μια βόλτα από πλατεία Ταχρίρ, όπου είχε ταυτιστεί με την επανάσταση του ’11, από πρεσβείες και την όπερα, και καταλήξαμε στο νησί Ζάμαλεκ, όπου ήπιαμε μια μπύρα σε ταράτσα που είχε ανακαλύψει ο Δ., ειδήμων στα περί night life, με θέα το σύγχρονο Κάιρο.
Αναμφίβολα ήταν μια από τις ομορφότερες μέρες του ταξιδιού.
 
Μηνύματα
258
Likes
2.836
Μούμιες

Μπαίνουμε στο κεφάλαιο παρακινδυνευμένος παραλληλισμός. Μούμιες είναι οι νεκροί που κατά την αρχαιότητα ταριχεύονταν, ώστε το σώμα, η κατοικία της ψυχής, να συνεχίσει να υπάρχει και στη μεταθανάτια ζωή του νεκρού. Πτώματα σε άψογη κατάσταση. Κι αυτή η διαδικασία νομίζω πως χαρακτηρίζει πετυχημένα την αιγυπτιακή νοοτροπία.

Σε άψογη κατάσταση ήταν και οι ναοί που επισκεφτήκαμε. Γενικότερα η ιστορία μοιάζει κάπως σταματημένη σ’ εκείνον τον τόπο, όπου ο αραβικός τρόπος ζωής συνυπάρχει εδώ και αιώνες με το πλούσιο ιστορικό παρελθόν της χώρας. Κάποτε η Αίγυπτος ήταν από τις προοδευτικότερες πόλεις της περιοχής, μα πλέον έχει κάνει μεγάλη στροφή στον συντηρητισμό. Είδαμε πολλές χιτζάμπ, νικάμπ, ακόμη και μπούρκα πετύχαμε, ενώ κάποτε η Αίγυπτος ήταν από τις πιο κοσμοπολίτικες χώρες της Μέσης Ανατολής.

Τα αρχαία για τους περισσότερους Αιγύπτιους ήταν απλώς μια πηγή εσόδων, τα σέβονταν (όσο τα σέβονταν, τέλος πάντων), όχι γιατί εκτιμούσαν την πολιτιστική και ιστορική τους αξία, αλλά επειδή έφερναν τουρίστες κι άρα καυτό money. Ακόμη και την πολιτιστική τους ταυτότητα την έχουν ταριχεύσει, καθώς πρακτικά δεν έχουν και πολλή σχέση με τους Αρχαίους Αιγυπτίους. Άραβες είναι, καθώς Άραβες αισθάνονται.


Το πρωί της προτελευταίας μας μέρας στον Κάιρο επισκεφτήκαμε το Αιγυπτιακό Μουσείο. Πήραμε ξεναγό που βρήκαμε στην είσοδο, ο οποίος μας έδειξε το καρτελάκι που πιστοποιούσε τα προσόντα του. Αυτή τη φορά δεν ήταν fake, ήταν πολύ καλός και δεδομένου του πόσο πρόχειρα παρουσιασμένοι κείτονται οι θησαυροί που περιέχει το μουσείο, κρίθηκε και απαραίτητος. Μας έκανε ξενάγηση στα στα εντυπωσιακότερα εκθέματα, μας εξήγησε το ιστορικό υπόβαθρο, απαντούσε στις (πολλές, ομολογουμένως) ερωτήσεις μας και νομίζω ότι έχει νόημα να επισκεφτεί κανείς το συγκεκριμένο μουσείο είτε στην αρχή (για να πάρει μια ιδέα και να βλέπεις τους αρχαιολογικούς χώρους με γνώση του τι συμβόλιζαν και σήμαιναν τη δεδομένη στιγμή) είτε στο τέλος (ως μια σύνοψη όσων είδες, τα οποία τώρα αποκτούσαν περισσότερο νόημα και βάθος). Γενικά μορφωμένος και ενδιαφέρων τύπος. Σχεδόν, δηλαδή.

«Η Χατσεψούτ, η Θάτσερ της Αρχαίας Αιγύπτου. Η αγαπημένη μου», μας έλεγε για τη γνωστότερη γυναίκα Φαραώ. «Μπορεί να μην το πιστεύετε, αλλά, αν και γυναίκα, ήταν πολύ καλή ηγέτιδα».
Συντηρητισμός ακόμη και στα μορφωμένα στρώματα της κοινωνίας (στο επίπεδο της αντιεπιστημονικότητας) που λέγαμε πριν; Τικ.

Μας αφήνει στην αίθουσα με τις μούμιες, όπου δεν επιτρεπόταν να μπει, και τον αποχαιρετούμε. Στο μεταξύ, να αναφέρω ότι εκτός Αιγυπτιακού Μουσείου δεν θυμάμαι να πετυχαίνουμε άλλους Έλληνες. Εκεί τους πετύχαμε όλους μαζεμένους, μέχρι και πολυμελή γκρουπ συναντήσαμε.

Και πάμε στο highlight της επίσκεψη στο μουσείο: τις μούμιες. Βλέπαμε άψογα διατηρημένα σώματα χιλιετιών, σε σημεία φρικιαστικό θέαμα, ειδικά τα παραμορφωμένα πρόσωπα (από τραυματισμό) ή τα λιγοστά μαλλιά που έδιναν μια απόκοσμη όψη στα καλοσυντηρημένα πτώματα.

Κλασικά απαγορευόταν να βγάλουμε φωτογραφίες, κλασικά το μεταφράσαμε σε κρυφτοκυνηγητό με την κάμερα. Τις βγάλαμε σχεδόν όλες, δεν μας έπιασαν καμία φορά, παρόλο που ήταν αυστηροί· βέβαια την αυστηρότητά τους την έδειξαν στην αίθουσα με την περίφημη μάσκα του Τουταγχαμών, όπου έκαναν παρατηρήσεις σε κόσμο και τους ανάγκαζαν να σβήσουν τις εικόνες μπροστά τους.

Αλλά ας μην προτρέχω· απομακρύνετε τα παιδιά από τις οθόνες, καθώς ακολουθεί εικόνα που μπορεί να μην ευχάριστη, αν κι εδώ που τα λέμε με τίτλο κεφαλαίου Μούμιες, τι περίμεναν να βρούνε, φωτογραφίες με γάτες;

IMG_20190329_114952.jpg


Αφού φύγαμε από το μουσείο, έχοντας κάνει άλλη μια γύρα και έχοντας χορτάσει από μούμιες ανθρώπων και ζώων, κινηθήκαμε προς το Κοπτικό Κάιρο, μέρος του Παλιού Καΐρου όπου συνυπήρχαν σε έναν μικρό οριοθετημένο χώρο λατρευτικοί χώροι διαφόρων θρησκειών (χριστιανικοί, εβραϊκοί) και δογμάτων (ορθόδοξοι, καθολικοί, κόπτες). Οκ, συμπαθητικό, δεν θα έχανα και τίποτα τρομερό αν το προσπερνούσα, έχοντας μεγαλώσει στην Ελλάδα μου ήταν αρκετά οικείο, οι έχοντες μεγαλύτερο θρησκευτικό ενδιαφέρον μάλλον θα το ευχαριστηθούν περισσότερο. Πολλοί π.χ. ήταν φορτισμένοι όταν φορούσαν τις αλυσίδες με τις οποίες βασανίστηκε υποτίθεται ο άγιος Γεώργιος, άλλοι απλώς πόζαραν για λίγες στιγμές ινσταγκραμικής δόξας.

Ενδιαφέρον, πάντως, παρουσίαζαν στα μάτια μου η συναγωγή (που δεν θυμάμαι να είχα ξαναμπεί), η στρογγυλή Εκκλησία λόγω σχήματος, κάτι δωμάτια-σπηλιές και το δωμάτιο στο οποίο λέγεται πως βρήκε καταφύγιο η Μαρία με τον μικρό Ιησού. Και η φιλικότητα αρκετών ξεναγών μέσα σε ορισμένους ναούς που προθυμοποιούνταν να σου εξηγήσουν την ιστορία του μέρους αφιλοκερδώς.

IMG_20190329_150609.jpg


Φεύγουμε ελαφρώς απογοητευμένοι, ιδίως σε σύγκριση με τη χθεσινή μας βόλτα στο ισλαμικό Κάιρο που είχε αποδειχτεί αποκάλυψη. Άρχισε να ψιχαλίζει, οπότε αντί να ξεσκονίσουμε την περιοχή (πράγμα ακατόρθωτο με τόση σκόνη, σχήμα του λόγου), πήραμε ούμπερ για ένα μαγαζί γνωστό για το κοσάρι του.

Flash Forward μετά το ταξίδι:
«Είναι επικίνδυνα στην Αίγυπτο; Δεν φοβόσασταν;» να ρωτάνε φίλοι και γνωστοί.
«Μπα, όπως κι εδώ. Αν εξαιρέσουμε το κεφάλαιο οδήγηση».
«Δηλαδή δεν φοβηθήκατε για τη ζωή σας;»
«Όχι», να επιμένω, προσθέτοντας, «αν εξαιρέσουμε το κεφάλαιο οδήγηση».

Ε, λοιπόν, εκείνη τη φορά φοβήθηκα. Παρά την άγνοια κινδύνου που συχνά πυκνά με χαρακτηρίζει, ήταν η δεύτερη φορά που φοβήθηκα ότι μπορεί να μην φτάσω ζωντανός στον προορισμό μου (η πρώτη ήταν πριν από χρόνια στην Αθήνα με έναν «πιωμένο/μαστουρωμένο/ψυχασθενή/δεν ξέρω κι εγώ τι ήταν ή τι είχε πάρει εκείνο το βράδυ» ταξιτζή και το αναφέρω απλώς για να δείξω ότι δεν μου συμβαίνει συχνά).

Ο οδηγός βλέπαμε μέσω της εφαρμογής να πλησιάζει από το αντίθετο ρεύμα και να στρίβει λάθος νωρίτερα. Κι έπειτα ο ίδιος οδηγός να τρέχει ταχύτατα με όπισθεν, να σταματά και να μας φωνάζει. Κάγκουρας σε όλα του. Ήταν ο πρώτος που ήξερε αγγλικά, μας είπε εκεί δυο τρεις κουβέντες να το παίξει άνετος, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ γιατί τα μάτια μου ήταν στον δρόμο. Ξαφνικές επιταχύνσεις, κόρνες σε άλογο που προσπάθησε να κάνει προσπέραση σε σταματημένο όχημα, αλλά οοοόχι… ο οδηγός μας δεν θα το άφηνε έτσι, του κόρναρε μία, δύο, τρεις, το άλογο τελευταία στιγμή σταμάτησε και δεν το πήραμε αμπάριζα (μέχρι και τα άλογα αναγνωρίζουν τον ηχητικό ΚΟΚ της χώρας), το πόδι μου μόνιμα σε ένα ανύπαρκτο φρένο στη θέση του συνοδηγού. Ήταν λες και θα έπαιρνε πόντους πατώντας ζωντανά εμπόδια, αισθανόμουν λες κι έκανα testing στο Grand Theft Auto: Cairo Edition. Προφανώς και είχε πολλά bugs, γι’ αυτό κι ήταν ο πρώτος οδηγός που ούτε φιλοδώρημα θα έπαιρνε ούτε και τα 5 αστεράκια στην αξιολόγηση. Παραλίγο να πατήσουμε κι ένα παιδάκι, το στομάχι μου όλη τη διαδρομή κόμπος.

Βλέπω να πλησιάζουμε στο μαγαζί-στόχο, κάποια στιγμή σταματά σε μια γωνία και πιάνει κουβέντα με έναν τύπο στη γωνία. Γνωστοί λέμε θα είναι. Σαν οδηγός ταξί φαινόταν, καλές σχέσεις οι δυο κάστες δεν είχαν μεταξύ τους, αλλά λέμε αυτοί είναι φίλοι, λένε αστειάκια και κάνουν πλακίτσα στη μέση του δρόμου. Μιλάνε λίγο πιο έντονα στη συνέχεια. Ο άλλος ξαφνικά σφίγγει τη γροθιά του και τη φέρνει προς το πρόσωπο του δικού μας κάγκουρα. Σταματάει λίγο πριν τη μύτη, χαμογελά, τύπου «ε ρε πλάκες που κάνω ο άτιμος» και μέχρι σήμερα παραμένει μυστήριο τι ήταν αυτοί μεταξύ τους και τι λέγανε, από τη στιγμή που δεν παίξανε ξύλο κι άρα δεν φάγαμε κι εμείς τίποτα ξώφαλτσες, λόγος δεν μας πέφτει.

Μας αφήνει στο μαγαζί δυο λεπτά αργότερα. Ανακούφιση, λοιπόν. Αφού δεν φτάσαμε στο πρώτο στάδιο για να γίνουμε μούμιες, ικανοποιημένοι να είμαστε.

Μπήκαμε στο δημοφιλές μαγαζί. Μας έβαλαν να καθίσουμε σε ένα σημείο που χτυπούσε το κλιματιστικό, παραλίγο να ξεπαγιάσουμε, ευτυχώς είχα το αντιανεμικό μαζί, κάτι να σπάει λίγο τον παγετό. Ήταν με διαφορά το πιο ακριβό κοσάρι που φάγαμε σε όλο το ταξίδι (φάση 3 φορές την τιμή του 2ου) χωρίς να είναι το πιο νόστιμο (βέβαια και πάλι γλείψαμε τα δάχτυλά μας). Για να δώσω μια τάξη μεγέθους, το άτομο πλήρωσε περίπου 1μισι ευρώ. Για τόσο ακριβή χώρα μιλάμε έξω από τα τουριστικά.

Η βροχή είχε σταματήσει τελείως όταν βγήκαμε, οπότε το πήραμε με τα πόδια για το δωμάτιο. Για ένα μπάνιο πηγαίναμε· νερό δεν είχε, υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τις σωληνώσεις. Ξεκουραστήκαμε λίγο και βγήκαμε απογευματάκι, να δοκιμάσουμε καμιά τοπική λιχουδιά από μαγαζί που γενικά γινόταν χαμούλης. Μεγάλη ουρά (ιδίως για τα παγωτά). Εμείς πήραμε κιουνεφέ στο χέρι, πάμφθηνα τα γλυκά του και νόστιμα (εφάμιλλα των τούρκικων μου φάνηκαν). Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε την ταράτσα ενός ξενοδοχείου, που θύμιζε εποχές 20s στην αισθητική του, από το λόμπι, το ασανσέρ μέχρι και τον τελευταίο όροφο. Δοκιμάσαμε ναργιλέ, τσιμπήσαμε μια πίτσα για μεζέ, κάναμε και έναν πρώτο απολογισμό από το ταξίδι, μιας κι ήταν το τελευταίο μας κοινό βράδυ· όλα αυτά με θέα το αξιόλογο skyline της πόλης.
 
Μηνύματα
258
Likes
2.836
Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι

Τελευταία μέρα κι έχοντας ήδη αγοράσει από την προηγούμενη εισιτήριο λεωφορείου για Αλεξάνδρεια (κόστος 60 EGP, 3€), αποφασίσαμε να κάνουμε μια τελευταία βόλτα στις μεσαιωνικές συνοικίες της πόλης. Ταξί για tent market, την κλειστή αγορά όπου πουλιούνται σκηνές, χαλιά, υφάσματα κι από εκεί βόλτα στα έγκατα του Ισλαμικού Καΐρου.

Επόμενη στάση, το τζαμί Αλ-Αζάρ, η καρδιά του Ισλάμ στην πόλη. Το δάπεδο άστραφτε στην αυλή (σε αντίθεση με τα υπόλοιπα τζαμιά που ήξερες ότι οι κάλτσες θα πάνε για κάψιμο), μεγάλο γενικά, πολύς κόσμος να μελετά στους μεντρεσέδες, άλλοι να προσεύχονται. Γενικότερα, βρήκα ενδιαφέρουσα τη διττή όψη των τζαμιών: λατρευτικός χώρος και χώρος μελέτης. Η προσέγγιση «χαρίζω βιβλία ακόμη και στους ξένους τουρίστες» πανταχού παρούσα, που την βρίσκω έξυπνη μέθοδο προσηλυτισμού, χωρίς να γίνεται ενοχλητική. Είχα τελείως διαφορετική εικόνα πριν εντρυφήσω στους τεμένους στο Κάιρο· γιατί μιλάμε για εντρύφηση με τόσους που είχε. Δεν ονομάζεται τυχαία άλλωστε πόλη των χιλίων μιναρέδων.
IMG_20190330_112736.jpg

Πετύχαμε και μάλλον κηδεία: έξι ζευγάρια χέρια να κουβαλάνε τρέχοντας ένα μακρόστενο κιβώτιο, μια αναστάτωση να πλανάται ραγδαία στην ατμόσφαιρα και στην έξοδό μας πολλές γυναίκες να κλαίνε και να ανταλλάσσουν κουβέντες που υποθέσαμε πως ήταν συλλυπητήριες ευχές.

Συνεχίσαμε μια βόλτα προς την αγορά του Αλ Χαλίλι και κάναμε άλλη μια στάση στο Qalawun Complex, ένα σύμπλεγμα που αποτελείται από ένα τζαμί, ένα μαυσωλείο, έναν μεντρεσέ και ένα νοσοκομείο. Στο τελευταίο δεν μπήκαμε· μας φάνηκε ότι λειτουργούσε κανονικά και δεν θυμάμαι καν αν ρωτήσαμε και φάγαμε άκυρο ή αν απλώς βρήκαμε παράταιρη την παρουσία μας σε έναν χώρο με αρρώστους και τραυματίες, που δεν θα ήθελαν να αποτελέσουν θέαμα για χαζοτουρίστες.

Είχαμε και τον Αιγύπτιο φύλακα στο τζαμί που μας ακολουθούσε και μας έδινε κοινότοπες εξηγήσεις που κανένας μας δεν χρειαζόταν.

Κάποια στιγμή μας νεύει να ακολουθήσουμε, τον αγνοούμε. Μας πλησιάζει. Καταλαβαίνουμε πού το πάει. Επειδή δεν μας είχε ενθουσιάσει το συγκεκριμένο αξιοθέατο, είπαμε να το εκμεταλλευτούμε μπας και πιάσουν τόπο τα χρήματα του εισιτηρίου. Τον ρωτάμε αν μπορούμε να ανέβουμε στον μιναρέ. Δεν γίνεται, μας λέει, αλλά μας ανοίγει μια άλλη πόρτα και ανεβαίνουμε σε κάτι ταράτσες-ερείπια, που δεν προσφέρουν και καμιά ιδιαίτερη θέα, αλλά ας μην είμαστε και πλεονέκτες. Του δίνουμε το μπαξισάκι του κι αποχωρούμε για την αγορά του Αλ Χαλίλι.
IMG_20190330_110803.jpg

Στη διαδρομή η κίνηση στον πεζόδρομο είναι σταματημένη γιατί έχουν γυρίσματα με drone και δεν επιτρέπεται η διέλευση σε ένα μέρος του δρόμου. Ένα ζευγάρι ηθοποιών περπατάνε πιασμένοι χέρι χέρι κι έπειτα από λίγη ώρα απραξίας η σκηνοθέτιδα ( ; ) μας δίνει το οκ.

Παίρνουμε κάτι αναμνηστικά από την περίφημη αγορά, όπου για άλλη μια φορά εγώ το παίζω σκληρός καριόλης, μέχρι να γίνει το δικό μου. Αγοράζω και μια πασμίνα δώρο, που μαζί με τη ζώνη του Λούξορ ήταν οι πιο πετυχημένες μου διαπραγματεύσεις. Έπεσα σε τύπο που δεν έπαιζε για να κερδίσει, αλλά του άρεσε το άθλημα. Την έβρισκε με το παζάρι.

«Πόσο;» κλασική ερώτηση από την πλευρά μου. Αράδιασμα τιμών. Ω, πολύ ακριβά! Το εργάκι σε επανάληψη.
«Δώσε μου μια καλή τιμή», λέει ο τύπος· έτσι ξεκινούσαν πολλά παζάρι, ζητούσαν την πρώτη σου τιμή για να αρχίσει η διαπραγμάτευση. Τους φαινόταν χαμηλή, πάντα, ασχέτως αν ήταν συχνά υψηλότερη από την πραγματική αξία του προϊόντος.

Ο ίδιος τύπος, παρεμπιπτόντως, μας είχε πουλήσει κάτι φουλάρια δυο μέρες πριν, στα οποία είχα χαμηλώσει την τιμή κάμποσο κι εγώ ήθελα να τη ρίξω κι άλλο, μέχρι που ακούω από τον φίλο μου, «Αν δεν το πάρεις εσύ, το θέλω εγώ». Τα είχαμε πάρει φάση 1€ το ένα. Όταν μας το πουλούσε έλεγε πόσο καλή ποιότητα είναι, κλπ κλπ.

Στο σημερινό παζάρι το χρησιμοποίησε ως αντιπαράδειγμα, για να δείξει ότι οι τιμές που του αράδιαζα θα έκαναν μόνο για φτηνά πράγματα σαν τα φουλάρια (τα καλής ποιότητας) που είχαμε πάρει τις προάλλες. Άλλα κόλπα του περιλάμβαναν το να σου λέει ότι η τιμή για την οποία συζητούσατε ήταν για την άλλη πασμίνα, που είναι το ίδιο υλικό (δεν ήταν) και «κοίτα ωραιότερα χρώματα» και όχι γι’ αυτή που νόμιζες. Να σου προτείνει τη διπλή τιμή, αν αγόραζες δυο πασμίνες (η μία εκ των οποίων η λιγότερη καλή, βάσει των λεγομένων του σε άλλο χρόνο). Γενικά θέλουν να σε μπερδέψουν, δεν λειτουργούν στρατηγικά, απλώς παζάρι στο παζάρι να σε πείσουν.

Εγώ σταθερός στις απόψεις μου, ανέβαζα πενταροδεκάρες, κατέβαινε εικοσάδες. Εκείνος να λέει στον Δ. «ο φίλος σου είναι πολύ δυνατός στο παζάρι» αντί για «ρε, είναι τρελός ο φίλος σου; Του το δίνω τσάμπα και δεν το θέλει;» κι εγώ, παίρνοντας θάρρος, επέμενα στις τιμές του.

«Στο δίνω 100» λέει στο τέλος. Είχα απομακρυνθεί από τον πάγκο του, ότι τάχα δεν ενδιαφερόμουν, κι αυτός με είχε ακολουθήσει. «Είναι η πραγματική του τιμή. Τόσο το αγοράζω».
«Λυπάμαι, δεν δίνω πάνω από 90». Κάνω ότι φεύγω και, βουαλά, έκλεισε η συμφωνία.

Πάμε στον αρχικό πάγκο, μιλάει με τον έμπορο που δεν ήξερε αγγλικά, του δίνω 100 λίρες. Ο έμπορος κοιτάζει τον διαπραγματευτή ξεφυσώντας, δείγμα ότι έκανε κακό παζάρι. Έπειτα ο τύπος του λέει κάτι στα αραβικά, ο έμπορος του επιστρέφει ένα βλέμμα «θα μου κλείσεις το μαγαζί» και βγάζει από τη στοίβα του κι ένα δεκάλιρο. Στη συνέχεια ο τύπος αρχίζει να μου προτείνει να αγοράσω νέα πράγματα, για να περιορίσει τη χασούρα, αλλά εγώ τον ευχαριστώ κι αποχωρώ.

Είπαμε, σκληρός καριόλης.

Το μεσημέρι φάγαμε σε ένα φτηνό παραδοσιακό φαγάδικο στην καρδιά της αγοράς που δεν μιλούσαν αγγλικά. Δοκιμάσαμε ζωμό από περιστέρι που το έπινες σε ποτήρι και κλασικά σαλάτες, κιοφτέδες και κεμπάπ. Επιστρέψαμε στα δωμάτια, πήραμε τις βαλίτσες από την υποδοχή (ο Δ. θα έμενε το βράδυ σε ένα άλλο δωμάτιο, μέχρι να φύγει για το αεροδρόμιο) και κατευθυνθήκαμε προς τον σταθμό λεωφορείων, που ήταν κοντά στην περιοχή. Είχε καθυστερήσει το όχημα, ρωτούσα εγώ τον τύπο στο γκισέ, «μην ανησυχείτε, θα σας φωνάξω», να είναι όλα και στα αραβικά και να αναρωτιέμαι αν θα προλάβαινα να φτάσω στο σημείο όπου περνούσε το λεωφορείο, αν θα μου το έλεγε εγκαίρως. Εν τέλει, μια χαρά προλάβαινα και τσάμπα η ανησυχία. Το λεωφορείο ήταν μικρό (σαν βανάκι) και μόλις σχεδόν γέμισε, αναχωρήσαμε για την Αλεξάνδρεια.
 
Last edited:
Μηνύματα
258
Likes
2.836
Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια

Η Αλεξάνδρεια με υποδέχτηκε με νεροποντή, ούτε δέκα βήματα δεν χρειάστηκε να κάνω από την πόρτα του λεωφορείου μέχρι ένα υπόστεγο κι είχα γίνει μούσκεμα από τα μαλλιά μέχρι τις κάλτσες που μούλιαζαν στα πλημμυρισμένα παπούτσια. Το ούμπερ με άφησε στο χόστελ, όπου διαβάζοντας ένα τοιχοκολλημένο έντυπο που προειδοποιούσε να μην χρησιμοποιείται το ασανσέρ, ανέβηκα με τα πράγματα πέντε ορόφους με τα πόδια.

Φτάνω, δεν χρειάζεται να δώσω όνομα, με περιμένουν καθώς είναι σχετικά αργά. Μέχρι να τακτοποιηθώ παρατηρώ κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει κανονικά απ' το ασανσέρ, οπότε μάλλον τσάμπα η ταλαιπωρία· δεν με θέλει η Αλεξάνδρεια, σκέφτομαι. Τη σκέψη αυτή επιβεβαιώνει και το δωμάτιο, που μου φαίνεται κάπως καταθλιπτικό με τα δυο άδεια κρεβάτια, με τον νιπτήρα μες στο δωμάτιο που αναδίδει μια ελαφριά μυρωδιά, χωρίς τουαλέτα (την κοινή του χόστελ έπρεπε να χρησιμοποιήσω). Πεινούσα οπότε βγήκα έξω αφότου είδα από το μπαλκονάκι που έβλεπε και θάλασσα, παρακαλώ, ότι η βροχή είχε κοπάσει, κι έφαγα εκεί γύρω το πιο νόστιμο κοσάρι του ταξιδιού (κόστος μισό ευρώ), ίσως επειδή με θέριζε η πείνα.
IMG_20190330_231303.jpg

Δεν έκανα κάτι άλλο, επέστρεψα στο δωμάτιο, είδα τις επιλογές μου για την επόμενη μέρα, έφτιαξα ένα σχέδιο προγράμματος, και κοιμήθηκα σαν τρυφερό μοσχαράκι.


Την επόμενη μέρα, ετοίμασα τη βαλίτσα, την άφησα στη ρεσεψιόν να μου τη φυλάνε μέχρι το βράδυ που θα έφευγα, και πήγα για πρωινό. Για δυο πιάτα, φαλάφελ –τα νοστιμότερα του ταξιδιού, οκέι, υπάρχει ένα pattern όπως βλέπει κανείς, ό,τι έφαγα στην Αλεξάνδρεια μου φάνηκε το νοστιμότερο του ταξιδιού και σε απίστευτες τιμές– και ρεβύθια ισκαντέρ έδωσα κάτι παραπάνω από ευρώ. Βέβαια την πάτησαν με το τιπ, καθώς τους είχα πει να κρατήσουν ένα άλφα ποσό (τύπου αντί για 25 λίρες 40) και μου έδωσαν άλλα αντ’ άλλων ρέστα, πράγμα που κατάλαβα μισό λεπτό αφότου είχα φύγει, οπότε επέστρεψα για να το επισημάνω. Μου τα δώσανε τα χρήματα σωστά τότε χωρίς κάποια διαφωνία, αλλά πέρα από το μικρό ξενέρωμα ότι μπορεί και να έγινε επίτηδες, εκείνη την ώρα ξεχάστηκα και δεν έχω ιδέα αν τελικά τους άφησα κάτι για τον κόπο τους. Πάντως καλό είναι να είναι προσεκτικός κανείς με τα νομίσματα, καθώς π.χ. το μισόλιρο μοιάζει κάπως με τις πενήντα λίρες, που μοιάζουν και με το πεντόλιρο, γενικά είναι και γνωστό scum αυτό.
IMG_20190331_144228.jpg

Επόμενος σταθμός, και βασικός λόγος για μένα επίσκεψης της Αλεξάνδρειας ήταν το σπίτι του Καβάφη. Ως fanboy ήταν πρώτο στις προτεραιότητές μου, μαζί με τη Βιβλιοθήκη, κι είπα να ξεκινήσω από αυτό τη μέρα.

Εκεί γνώρισα τον Μοχάμεντ, φύλακα του χώρου, κλασική Αραβόφατσα, μουστακαλής και μελαμψός, που άρχισε να μου μιλά σε σχετικά αξιοπρεπή ελληνικά μόλις κατάλαβε την καταγωγή μου. Έκανα μια βόλτα από τα δωμάτια, φωτογράφησα κάθε χώρο του σπιτιού, καθότι απαγορευόταν να βγάλουμε φωτογραφίες, και στο τέλος πιάσουμε μια κουβέντα δίχως τέλος.

Εντάξει, ήταν μάλλον ο αγαπημένος μου Αιγύπτιος, παρόλο που αρκετοί ήταν συμπαθέστατοι. Αυτό που μου έχει μείνει είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τα ρήματα (μονίμως στο πρώτο ενικό), με πολλές αθέλητα αστείες στιγμές τύπου «Όταν πέθανα… [ο Καβάφης]». Στο τέλος με ρώτησε από πού είμαι πραγματικά, γιατί «μιλούσα σπαστά» και «μάλλον δεν είμαι από την Ελλάδα». Παρατηρησούλα για τα ελληνικά μου ο Μοχάμεντ, που είχε πεθάνει έξι φορές από την αρχή της κουβέντας μας. Προφανώς μιλούσα αργά, σε σημεία συλλαβιστά, καθώς όποτε ξεχνιόμουν δεν καταλάβαινε Χριστό. Βέβαια, τα μάθαινε από ενδιαφέρον στον ελεύθερό του χρόνου, χωρίς να έχει καταγωγή ή υποχρέωση λόγω θέσης. Όχι, μπράβο του, ο Καβάφης είναι καλό κίνητρο, θαρρώ!

Έπειτα συνέχισα τη βόλτα μου και πήγα στις κατακόμβες. Περιηγήθηκα στον αρχαιολογικό χώρο και, μετά από νουθεσία φύλακα να βγάλω την τελευταία μου φωτογραφία από ψηλά, πριν καταδυθώ στις κατακόμβες (απαγορευτόταν εκεί κάτω γαρ), κατέβηκα τη στριφογυριστή σκάλα στα έγκατα της γης. Αυτός ο φύλακας ήταν Αιγύπτιος από την Αλεξάνδρεια (υποθέτω, δεν πιάσαμε κουβέντα). Αιγύπτιος, γιατί όλο και πλησίαζε εμένα ή άλλους ανύποπτους τουρίστες, επιχειρώντας να τους ξεναγήσει με κάποια ενδεχόμενη απολαβή, και Αλεξανδρινός, γιατί δεν έκανε κάποια άμεση νύξη σε μπαξίς, περίμενε απλώς να φιλοτιμηθείς από μόνος σου. Βέβαια στον παλιμπαιδισμό που με έπιασε εκεί κάτω/μέσα να τρέχω στα σκοτάδια με τον φακό σαν να ανακαλύπτω χαμένος κρύπτες έπαιζε ξεκάθαρα τον ρόλο του μπαμπούλα· μην με πιάσει με την κάμερα. Σερνόμουν σε λαγούμια που κατέληγαν σε μικρά ξέφωτα με αγάλματα να τα πω πτολεμαϊκά (παιδί αρχαιοελληνικού και αιγυπτιακού πολιτισμού αισθητικά – και όχι μόνο), εξερευνούσα οστεοφυλάκια με τον φακό του κινητού αναμμένο για να μην γκρεμιστώ σε καμιά τρύπα. Γενικά το διασκέδασα κι αν είστε κάτω των 12 ετών θα περάσετε κι εσείς αντίστοιχα καλά.

Επιστροφή στην κανονικότητα, αναμονή για ούμπερ συνοδεία του στρατού, το οποίο ούμπερ μου έκανε και μια βόλτα την παραλιακή μέχρι να καταλήξουμε στο Κάιτ Μπέη, στην θέση όπου κάποτε βρισκόταν ο φάρος της Αλεξάνδρειας. Κάτι ήταν κι αυτό. Κάθισα μπροστά στο κάστρο, ακούγοντας πότε Κότσιρα πότε το κύμα που έσκαγε με φόρα στα πλευρά του οχυρώματος, τρώγοντας κιουνεφέ και συζητώντας με έναν πλανόδιο που ήθελε να μου πουλήσει μαγνητάκια. Του είπα εξευτελιστική τιμή, γιατί δεν μου φάνηκαν ιδιαίτερα καλόγουστα, δεν χρειάστηκε πολύ, δέχτηκε, και μετά εγώ δεν μπορούσα να του αρνηθώ. Ας είναι, να προσέχετε λοιπόν, την αρχική σας τιμή.
IMG_20190331_133458.jpg

Αφού γύρισα το κάστρο και πέρασα από τα ημιπλυμμηρισμένα υπόγεια, όπου καθαρίστριες άρχισαν να μου λένε κοινότοπες πληροφορίες τύπου «Αυτό εδώ είναι το πάτωμα του κάστρου… το μπλε έξω από το παράθυρο είναι θάλασσα» περιμένοντας ανταμοιβή για τη στα επίπεδα lonely planet ξενάγησή τους (αυτές μάλλον ήταν Αιγύπτιες αλλά όχι Αλεξανδρινές), πήρα την παραλιακή.

Εδώ να πω ότι η Αλεξάνδρεια από την αρχή του ταξιδιού μού έφερνε στο νου τη Σμύρνη (της Τουρκίας). Πόλεις με σχετικά παρεμφερή πληθυσμό (δεύτερη μεγαλύτερη η μία της Αιγύπτου, τρίτη εκείνη της Τουρκίας), χτισμένη γύρω από έναν κόλπο (σαφώς μεγαλύτερος της Σμύρνης, αλλά η αίσθηση είναι παρόμοια), Μεσόγειος, Ισλάμ, συσχέτιση με κάποιο θαύμα της αρχαιότητας (παρατραβηγμένο, αλλά δική μου η απαρίθμηση, βάζω ό,τι θέλω), παρελθόν με έντονο ελληνικό στοιχείο και κυρίως, έβγαζαν κι οι δυο πόλεις της αίσθηση του ξεπεσμού, μιας πόλης που είχε ζήσει «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις» και τώρα είχαν παρέλθει οι στιγμές της δόξας τους.

Αν έπρεπε να τη συγκρίνω (δεν πρέπει, αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να το κάνω), θα έδινα προβάδισμα στην Αλεξάνδρεια. Κάπως πιο προσεγμένη η παραλιακή της, λίγο περισσότερα τα αξιοθέατα εντός πόλης, συμπαθέστατοι για δεδομένα Αιγύπτου οι άνθρωποί της (όχι συμπαθέστεροι, όμως, από τους Τούρκους).
IMG_20190331_144658.jpg

Κάθισα σε μια ψαροταβέρνα το μεσημέρι, όπου έδειχνες το ψάρι που ήθελες και στο ψήνανε. Πέραν του ψαρικού, πήρα καλαμαράκια, ψωμί και μπαμπαγκανούς, δεν τα κατάφερα όλα, δυστυχώς, κι αυτά που καταβρόχθισα με το κόπο και πείσμα καλά ήταν, και κόστισαν 150 λίρες (ούτε 8 ευρώ). Για το πάφθηνο και νόστιμο φαγητό μίλησα;

Συνέχισα φαγωμένος τη βόλτα μου μέχρι τη βιβλιοθήκη, το άλλο highlight που δεν ήθελα να χάσω. Μοντέρνο κτίριο, φτιαγμένο σε επίπεδα με κεκλιμένες οροφές, ώστε όλοι οι αναγνώστες να μπορούν να διαβάσουν με φυσικό φως. Για τους βιβλιοσκώληκες είναι ονείρωξη η επίσκεψη, για τους υπόλοιπους φαντάζομαι πως θα είναι μια απλή βιβλιοθήκη. Φιλοξενούσε εκθέσεις μοντέρνας τέχνης σε άλλους ορόφους, είχε κάποια σύγχρονα γλυπτά ανά επίπεδο.

Στο πήγαινε αγόρασα εισιτήριο, πήγα να μπω στη βιβλιοθήκη, σεκιουριτάς με στέλνει πίσω γιατί δεν επιτρεπόταν να μπω με τσάντα, αφήνω τσάντα (δωρεάν) σε χώρο φύλαξης, παίρνω μαζί με το νουμεράκι μου ένα τετράδιο κι ένα βιβλίο, ο ίδιος ο σεκιουριτάς μου λέει ότι δεν μπορώ να μπω μέσα με το βιβλίο, το οποίο ήταν στα ελληνικά, του λέω πού να τρέχω τώρα, μου βάζει σφραγιδούλα, ας είναι, σκέφτομαι με μισή καρδιά. Βέβαια μου έμεινε η σφραγίδα, τώρα που το σκέφτομαι ίσως άξιζε να έπαιρνα περισσότερα βιβλία μαζί μου για περισσότερο ενθύμια (το «Ήμουν κι εγώ στην Αλεξάνδρεια» σε στάμπα που θα μόστραραν τα βιβλία αν είχαν ψυχή).
IMG_20190331_173102.jpg

Κάθισα μέχρι να κλείσει και ξεκίνησα να αποτυπώνω κάποιες στιγμές του ταξιδιού, πιο αφαιρετικά ομολογουμένως.

Αποφάσισα να χαλάσω το υπόλοιπο συνάλλαγμά μου σε δωράκια και σε γλυκά· στα γλυκά έφαγα και μια ήττα, γιατί όταν ρώτησα τις τιμές άλλο κατάλαβα από αυτό που ήταν και στο ταμείο αναγκάστηκα να τους πω «Δεν έχω τόσα πάνω μου, δέχεστε με κάρτα;» Δεν δέχονταν. «Ωραία, βγάλτε από το ένα κουτί τόσα ώστε στο σύνολο να βγαίνουν όσα έχω. Άργησαν λίγο, αλλά το κατάλαβαν (δεν μιλούσαν καλά αγγλικά, το οποίο είναι γενικά σημάδι ότι δεν είναι μπαξισομανείς, έτσι να δίνω πού και πού σποραδικά καμιά χρήσιμη συμβουλή). Αυτό ήταν το ανέκδοτο του πώς έμεινα ταπί σε μια φθηνή χώρα. Μετά πήγα κι έβγαλα φάση δύο ευρώ από ΑΤΜ ίσα να έχω (η πιο αστεία ανάληψη που έχω κάνει ποτέ μου), τα οποία και περίσσεψαν πρακτικά (πήρα ένα νερό πριν την πτήση που πρακτικά δεν ήπια).

Μια τελευταία βόλτα στην παραλιακή βράδυ, να σκάει το κύμα και να διαβάζω από το κινητό Καβάφη, μπας και την ακούσω περισσότερο (την ποίηση) στον τόπο που γράφτηκε ή απ’ όπου εμπνεύστηκε ο καλλιτέχνης.
Πήρα τα πραγματάκια μου από το χόστελ, πήρα κι ένα ούμπερ για το αεροδρόμιο κι έτοιμος προς αναχώρηση.

Ε τέτοιο επεισοδιακό ταξίδι δεν γινόταν να μην τελειώσει κι επεισοδιακά. Στο τσεκ ιν παρατηρώ γιαγιούλα σε καροτσάκι αναπηρικό, που συζητούσε με έναν νεότερο άνδρα (μάλλον γιος της), ο οποίος συζητούσε με τον υπάλληλο για κάποιο πρόβλημα μάλλον με τις βαλίτσες. Κάποια στιγμή σε ανύποπτο χρόνο η γιαγιά σηκώνεται από το καροτσάκι (το αναπηρικό), ξαπλώνει κάτω τη μια βαλίτσα, την ανοίγει, ανοίγει και μια σακούλα αεροστεγή κι αρχίζει να μεταφέρει ξεπαγιασμένα κρέατα από τη βαλίτσα στη σακούλα και τούμπαλιν. Έπειτα, το αεροπλάνο άργησε να δεχτεί επιβάτες – ήμουν με την ανησυχία μήπως είμαι σε λάθος σημείο κι ακούσω από τα μεγάφωνα ότι η πτήση μου αναχώρησε χωρίς την αφεντιά μου. Ένας ηλικιωμένος που είχα γνωρίσει πριν το τσεκ ιν είχε ξεχάσει το διαβατήριό του σε μαγαζί του αεροδρομίου και το κατάλαβε μόλις μπήκε στο λεωφορειάκι του αεροδρομίου, οπότε είχε τρεχάματα.

Κι όταν, τελικά, πάω να βρω τη θέση μου στο σκάφος, βλέπω άλλον επιβάτη, ο οποίος κάθεται δίπλα σε βαλίτσες. Μου δίνει τη θέση του (μου, για την ακρίβεια), η αεροσυνοδός βλέπει έξαλλη σε κάποιο της πέρασμα τις βαλίτσες που στοιβάζονταν στο πλάι μου (γιατί δεν χωρούσαν πάνω), «Αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει εκεί», λέει έξαλλη και τρέχει φουριόζα στο μπροστινό μέρος του αεροσκάφους. Ε μια χαρά περίπτωση αποδείχτηκε ότι υπήρχε κι ούτε μια νύξη δεν ξανάγινε από τότε. Ξεκινά η απογείωση, κάποιοι αποφασίζουν να πάρουν τηλέφωνο μέχρι που τρώνε παρατήρηση απαυδισμένης αεροσυνοδού. Δεν περίμενα πιο ταιριαστό κλείσιμο.

Όπως ήμουν στον αέρα, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, διάβασα άλλη μία το Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, το βρήκα ταιριαστό αποχαιρετισμό:

Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
σὰν ποῦ ταιριάζει σε ποῦ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο,
κι ἄκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοὺς ἤχους,
τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποῦ χάνεις.
 
Last edited:

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Ενεργά Μέλη

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.636
Μηνύματα
905.138
Μέλη
39.376
Νεότερο μέλος
Vichumills

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom