xlapakosayros
Member
- Μηνύματα
- 10
- Likes
- 52
- Ταξίδι-Όνειρο
- Η εκάστοτε διαδρομή...
Στην παραλία σταματημένος. Θωρώντας τα δύο μεταφορικά μέσα. Η Μάχη στα δεξιά του οπτικού του πεδίου. Κατασκευή ανθρωπινή. Διακομιστής μέσα στον χώρο. Τέρψη αισθήσεων. Τράπεζα αναμνήσεων. Κατ' επιλογήν προσωποποιημένη. Κατέχουσα ολίγιστο τμήμα της, αυτοβούλως, εκχωρούμενης ψυχής του. Υπό προθεσμία.... Στο βάθος Εκείνη. Της Φύσης δημιούργημα. Του Ανθρώπου κατοχή. Νήσος κάθετη. Ιστορία βαριά που το πνεύμα ανατείνει. Οφθαλμών λαγνεία. Καραβιού μορφή. Γέφυρα μικρή με την στεριά την ενώνει. Κάβος που προσπαθεί να κρατήσει το “πλοίο” στην φυλακή του λιμανιού. Την ταξιδιάρα ψυχή να τιθασεύσει...
Την Μάχη ιππεύει και πάλι. Πλησιάζει την γέφυρα αργά. Τελετουργικά. Διασχίζει την “Μονή Έμβαση”. Επιτέλους. Ξανά στον τόπο τον αγαπημένο. Ακόμη μια φορά. Η καρδιά του πολυβολεί το αίμα στις αρτηρίες. Ορθώνει το βλέμμα. Την κορυφή αγναντεύει. Για μερικές στιγμές μόνο αναρωτιέται. Μα την απάντηση την γνωρίζει. Ναι! Σίγουρα θα είναι εκεί. Θα τον περιμένουν. “Εκείνοι”....
Βιαστικά διασχίζει τα 1500 μέτρα ασφάλτου. Του νησιού περίμετρος μισή. Στο τέλος του δρόμου την Μάχη αποχωρίζεται. Η πύλη του κάστρου, επιβλητική, ορθώνεται εμπρός του. Να την διασχίσει αναμένει. Όπως τόσες φορές στο παρελθόν. Τα διόδια που του ζητάει δεν είναι ακριβά: Το μυαλό να αδειάσει από τα συνηθισμένα. Σκέψεις ανούσιες, με κρότο, να θρυμματιστούν. Προσιτή να γίνει η ψυχή. Δεκτική και εύπλαστη. Διψασμένη για συναίσθημα. Αμνησία περί του παρόντος χρόνου. Μα πάνω απ' όλα να ΜΗΝ ΑΡΚΕΣΤΕΙ. Να μην αρκεστεί στο δεδομένο παρών. Να μην βάλει φραγή στην Φαντασία. Να ζητήσει. Να ψάξει. Να αμφισβητήσει. Να ερευνήσει. Να μην φοβηθεί την “ανάβαση”. Μόνο έτσι η Μονεμβασιά θα τον ανταμείψει....
Μεσαιωνικής Πύλης διάσχιση. Ο Χρόνος επιβραδύνει. Ο χώρος συρρικνώνεται. Μία κρίσιμη στιγμή. Το σύμπαν ακινητεί. Και μετά η αντιστροφή. Βίαιη. Ταχύτατη. Ελεύθερη πτώση σε χωροχρόνο παρελθόντα. Η καστροπολιτεία ανάλαφρα ανασαίνει. Καρδιάς πέτρινης, σιγαλόφωνοι παλμοί. Και όμως. Με ευκολία μπορεί να τους ακούσει. Ήχοι ενοχλητικοί δεν τον αποσπούν. Έξω από το τείχος είναι αποκλεισμένοι. Μαζί με τα τροχοφόρα, τετράτροχα και δίτροχα. Τηλεοπτικών κεραιών απουσία. Θεμιτή, των οφθαλμών, έλλειψη. Το μόνο που σπάει την σιγή είναι οι ομιλίες των ανθρώπων. Και τα πέταλα των αλόγων. Δονώντας το λιθόστρωτο καλντερίμι. Διακομιδή αγαθών. Όπως τότε που τα ζώα ήταν ο μόνος τρόπος μεταφοράς ανθρώπων και υλικών.
Πρώτη στάση. Όπως σε κάθε επίσκεψη στην ευειδή πολιτεία. Αμέσως μετά την μικρή σήραγγα της Πύλης. Αριστερή στροφή. Σκαλοπάτια. Στροβιλισμός ανόδου. Βρίσκεται πλέον έμπροσθεν της γενέθλιας κατοικίας ενός αληθινού τέκνου της Μονεμβασίας. Γίγαντας πνευματικός. Της Ρωμιοσύνης γνήσιος εκφραστής. Γιάννης Ρίτσος. Ποιητής Έλληνας. Εκ των κορυφαίων. Στο προαύλιο του αναστηλωμένου σπιτιού, η προτομή δεσπόζει. Φόρος τιμής ελάχιστος. Ύλη ανόργανη που προσπαθεί να δώσει εικόνα στην διάνοια του παρελθόντος χρόνου. Στιγμιαίο οπτικό χάδι του μεταλλικού προσώπου. Χαμηλώνει το βλέμμα. Για πολλοστή φορά στη ζωή του, την βάση κοιτάζει. Χαραγμένη με λόγια μεστά. Αλήθεια παραβολική που στέλνει τα δόγματα να κρυφτούν: <<ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ ΕΝΑ ΦΥΛΛΟ ΠΟΥ ΕΠΕΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΘΡΕΨΕΙ ΕΝΑ ΦΥΛΛΟ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ>> ....
Επιστροφή στο λίθινο κεντρικό καλντερίμι. Δρόμος που την πόλη διασχίζει. Η Βυζαντινή Μέση Οδός. Εμπορικό κέντρο του παρελθόντος χρόνου και του παρόντος ενεστώτα. Και σήμερα όπως και τότε, μαγαζάτορες, πραματευτάδες, έμποροι εκθέτουν τα “προς πώληση” στο ερευνητικό βλέμμα των περαστικών. Τα καταστήματα, αδιάφορα, προσπέρασε. Το “παιχνίδι” ξεκίνησε. Στα στενά σοκάκια μπήκε. Αλαφροπατούσε στα σκαλοπάτια. Επάνω στους κισσούς αναρριχώταν. Τις βουκαμβίλιες οσμιζόταν. Κάτω από τα “διαβατικά” περνούσε. Μέσα στις “δρομικές” για σκιά εκλιπαρούσε. Στις γωνίες κρυβόταν για να αποφύγει τους σιδερόφραχτους ιππότες. Στα ερημικά καλντερίμια, παραμέριζε για να διαβούν Βυζαντινές Δεσποσύνες. Στα μικρά πυργόσπιτα τον έμπασε η φαντασία του. Στις χαμηλοτάβανες θολωτές καμάρες ξαπόσταινε. Σπίτια διώροφα και τριώροφα. Δομικό υλικό η πέτρα. Κεραμίδια στις σκεπές. Έκταση μικρή η πόλη. Κατοίκους πολλούς έπρεπε να χωρέσει. Εκμετάλλευση, λοιπόν, κάθε τετραγωνικού μέτρου. Δόμηση πυκνή. Οικίες ενωμένες μεταξύ τους. Μάζα συμπαγής. Αδιαπέραστη. Ένα ακόμη αμυντικό μέτρο απέναντι σε επίδοξους εισβολείς. Αρχιτεκτονικός χαρακτήρας φρουριακός. Τις αναρίθμητες εκκλησιές μετρούσε και πάλι. Στον Ελκόμενο Χριστό μπήκε. Την Μητρόπολη της πόλης. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β την έχτισε τον 13ο αιώνα. Σειρά είχε το μουσείο. Στα θαλασσινά τείχη κατέληξε. Από άκρη σε άκρη τα περπάτησε. Στο “Πορτέλλο” στάθηκε. Πύλη στη μέση του μήκους των τειχών. Στις παλιές εποχές, στην προβλήτα οδηγούσε.....
Το βλέμμα γύρισε στην πόλη. Γαλήνια στεκόταν μπροστά του. Μια πόλη-μουσείο. Βυζαντινός οικισμός. Μεσαιωνική καστροπολιτεία. Χαρακτηριστικά από όλους τους οικιστές του παρελθόντος-Βυζαντινούς, Τούρκους, Φράγκους, Ενετούς- υπάρχουν αποτυπωμένα πάνω στα κτίσματα. Αναστηλωμένα με ιδιαίτερη προσοχή. Ασυνήθιστο για τα Ελληνικά δεδομένα. Στο βάθος, εκεί που τέλειωναν τα σπίτια, ο γκρεμός έκοβε το ταξίδι της ματιάς. Το καφεγκρίζο του ασβεστόλιθου απλωνόταν κάθετα. Στο πλάνο κυριαρχούσε. Βράχος γυμνός. Τραχύς. Την αγριότητα της δημιουργίας του υπογράμμιζε. Ήταν το έτος 375 μ.χ., όταν ένας σεισμός κοσμογονικής έντασης συγκλόνισε ολόκληρη την Λακωνία. Καταποντισμοί και καθιζήσεις εδαφών. Πόλεις αφανίστηκαν. Βουνά ανοίξανε. Παλιρροϊκά κύματα σηκώθηκαν πλήττοντας όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Τότε δημιουργήθηκε η Ελαφόνησος και η Μονεμβάσια. Ο τόπος, κατόπιν, ησύχασε. Ώσπου κατέφθασε, σκοτεινός, ο έκτος αιώνας μ. χ. Οι Άβαροι, νομαδικός Ευρασιατικός λαός, κατέβηκε στην Ελλάδα με διαθέσεις άγριες. Μεταξύ των απειλούμενων Ελλήνων ήταν και οι Λάκωνες. Ορισμένοι εξ' αυτών κατέφυγαν στον βράχο της Μονεμβασιάς το 588 μ.χ. Την κορυφή της βραχονησίδας οχύρωσαν. Κάστρο απόρθητο δημιούργησαν. Ναι, η Πάνω Πόλη, ο επονομαζόμενος Γουλάς, ήταν αυτή που πρώτη ιδρύθηκε. Καταφύγιο ανθρώπων κυνηγημένων. Τόπος έμπνευσης για αυτόν που τώρα την θωρούσε από χαμηλά...
Ανυπόμονος. Την πορεία ξεκινάει. Από το παραθαλάσσιο τείχος φτάνει στα ριζά του γκρεμού. Ψηλά κοιτάει. Ζάλη και δέος. Τελευταία σπίτια. Το μονοπάτι κλίση απότομη παίρνει. Την θέση του παραχωρεί σε λιθόστρωτο καλντερίμι. Στον γκρεμό γαντζωμένο. Πορεία φιδογυριστή που σέρνεται πάνω στον βράχο. Στροφές δέκα. Άνοδος που την σωματική αντοχή δοκιμάζει. Η ανάσα βαριά. Η καρδιά του, τύμπανο πολέμου, αντηχούσε μέσα στο κεφάλι του. Ο ιδρώτας, στάλες πηχτές, ανάβλυζε από τους πόρους του δέρματος. Δεν ήθελε να κάνει στάση για ξεκούραση. Να φτάσει επιθυμούσε. Όσο το δυνατόν ταχύτερα. Να βρεθεί και πάλι μαζί “τους”. Μέσα από τα απόρθητα τείχη...
Στο τέλος της διαδρομής πλησιάζει. Το κεφάλι βγαίνει πάνω από το λίθινο περβάζι. Το καλντερίμι απλώνεται κάτω από τα, θολωμένα από την κούραση, μάτια του. Προσπαθεί να φανταστεί τους πανικόβλητους κατοίκους της Κάτω Πόλης. Αλαφιασμένοι να τρέχουν στην ανηφόρα με τα λιγοστά τους υπάρχοντα. Κυνηγημένοι από τους εκάστοτε εισβολείς. Καταφύγιο να αναζητούν μέσα από τα άπαρτα τείχη της Πάνω Πόλης....
Τον δέκατο αιώνα μ.χ. ιδρύθηκε η Κάτω Πόλη. Την θάλασσα να θωπεύει. Των Βυζαντινών δημιούργημα. Εμπορικό και ναυτικό κέντρο ξακουστό σε όλη την Μεσόγειο. Την φήμη και την δύναμη συνήθως ακολουθεί ο πλούτος. Αυτός με την σειρά του τον φθόνο προκαλεί. Επιθέσεις. Εισβολείς από κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου. Πρώτοι ήρθαν οι Άραβες που έφυγαν άπραγοι. Η Εύδμητος Πολιτεία πολιορκείται το έτος 1147 από τους Νορμανδούς. Αδυνατούν να την εκπορθήσουν. Ώσπου ήρθαν οι Φράγκοι....
Ο συρφετός της Δ' Σταυροφορίας. Σε αναζήτηση ζωτικού χώρου και κερδών κάθε είδους. Τυχοδιώκτες. Ληστές και πλιατσικολόγοι. Καιροσκόποι και πολιτικοί ιντριγκαδόροι. Αργόσχολοι ιππότες και μισθοφόροι στρατιώτες. Φεουδάρχες της Δυτικής Ευρώπης σε αναζήτηση νέων κτήσεων. Βενετσιάνοι Δόγηδες και Γενουάτες μεγαλέμποροι που αναζητούσαν νέες εμπορικές οδούς. Το πρόσχημα εύκολο. Η, τάχα, απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Με την απόλυτη συναίνεση (και προτροπή) του Καθολικού Ιερατείου και του ίδιου του Πάπα Ιννοκέντιου Γ'. Η θρησκευτική μισαλλοδοξία εξάλλου έχει σταθεί “αφορμή” για μερικά από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα της ανθρώπινης ιστορίας....
Αυτές οι ετερόκλητες ορδές ξεχύθηκαν λοιπόν το 1202 μ.χ. στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατέλυσαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 και αντί αυτής ίδρυσαν την Λατινική Αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Όλη η Ελλάδα κομματιάστηκε σε φέουδα και μοιράστηκε στους Φράγκους Σταυροφόρους ηγεμόνες. Η Μονεμβασιά ήταν ένα από τα ελάχιστα Βυζαντινά προπύργια που προέβαλλαν τόσο σθεναρή αντίσταση. Επί τρία συναπτά έτη την πολιορκούσε ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος. Από το 1246 έως το 1249. Η πείνα θέριζε τους έγκλειστους κατοίκους της Πάνω Πόλης. Στερήσεις και κακουχίες απίστευτες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το <<Χρονικόν του Μορέως>>: “εφάγασι τους ποντικούς ομοίως τα κατσία(γάτες)”. Οι Μονεμβασιώτες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Το 1262 η πολύπαθος βραχονησίδα ξανάγινε Βυζαντινή. Το 1292 λεηλατήθηκε από Καταλανούς πειρατές. Στους αιώνες που ακολούθησαν η Μονεμβασιά πέρασε από πολλούς αφεντάδες. Βυζαντινοί, Τούρκοι, Ενετοί. Ώσπου ήρθε ο λυτρωμός της Ελληνικής Επανάστασης....
Λίγα μέτρα απόμεναν. Η πύλη της Πάνω Πόλης, του “Γουλά”, μπροστά του έχασκε. Στόμα δράκου πέτρινου. Να καταπιεί, απειλούσε, τους θρασύτατους επιδρομείς. Εκείνος όμως γνώριζε. Αμέτρητες φορές στο παρελθόν την είχε διαβεί. Ήξερε πως ήταν καλοδεχούμενος. Από την ίδια την πόλη. Από “εκείνους”....
Κοντοστάθηκε. Τα μάτια σφάλισε. Ερμητικά. Ηλεκτρικά σήματα, στον εγκέφαλο, δικλείδες ανοιγόκλεισαν. Η βαριά, της ανηφοριάς, ανάσα εξαφανίστηκε. Οι παλμοί της καρδιάς, ως δια μαγείας, επανήλθαν στο φυσιολογικό τους ρυθμό. Το μυαλό του, προς στιγμήν, άδειασε. Συγκεκριμένα, καταχωρημένα “αρχεία” ανασύρθηκαν. Καίριες θέσεις κατέλαβαν στους εγκεφαλικούς μαιάνδρους. Η ψυχή ξεχείλισε ζεστό μέλι και ροδόνερο. Τα βλέφαρα σηκώθηκαν. Κοίταξε γύρω του. Τα πάντα είχαν εξαφανιστεί. Η πύλη μόνο εξακολουθούσε να στέκει μπροστά του. Τους οφθαλμούς ανέστρεψε. Μέσα του κοίταξε. Πραότητα. Ψυχική γαλήνη. Αναμονής χαρά για την συνάντηση με τους παλιούς “Γνώριμους”. Ήταν έτοιμος....
Το κατώφλι διάβηκε. Χονδροί τοίχοι των κύκλωσαν. Το ηθικό του προσπαθούσαν να συνθλίψουν. Βήματα αποφασιστικά. Στην οροφή καμάρες συγκρατούσαν την πέτρινη μάζα. Αριστερά και δεξιά μικρά δωμάτια πλαισίωναν την διαδρομή. Κάποτε, φυλακισμένους “φιλοξενούσαν” .Πριν το τέλος του λίθινου “σωλήνα”, άνοιγμα τετράγωνο στην οροφή χάσκει. Οπτική έξοδος στο σύνορο του ουρανού. Η τελευταία γραμμή άμυνας των πολιορκημένων. Καυτό λάδι και ζεματιστό νερό περίμεναν τους θρασύτατους εισβολείς....
Έξοδος στου κάστρου την πλατεία. Τα πόδια στυλώθηκαν στο λιθόστρωτο. Ακινητοποίηση. Μάτια ανυπόμονα “όργωσαν” τον χώρο ευθύνης τους. Κανείς τριγύρω. Ερημιά. Σιωπή που την έσκιζε, λάμα ελαφριά, το θρόισμα του ανέμου μέσα από τους θάμνους και τα θλιμμένα ερείπια. Και “Αυτοί”? Που βρισκόντουσαν? Γιατί δεν εμφανίζονταν? Σίγουρα θα τον είχαν αναγνωρίσει. Επιτέλους, γιατί παρέμεναν κρυμμένοι?
Δεν μπόρεσε να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά του. Αποφάσισε να προχωρήσει. Αυτή την φορά θέλησε να ακολουθήσει πορεία αντίστροφη από αυτή που συνήθιζε στο παρελθόν. Νότια. Κατά μήκος των τειχών. Στην “τάπια του Κρητικού” κατέληξε. Προμαχώνας που το δυτικό τείχος έλεγχε. Αλλαγή πορείας. Ακολούθησε το μονοπάτι που στην ακρόπολη της πόλης οδηγούσε. Δίπλα πέρασε από τις Δημόσιες Δεξαμενές: Το “Καράβι”, το“Κάτεργο”, το “Κερατσίνι”. Πέτρινες στέρνες. Με μικρά σπίτια όμοιες. Του βρόχινου νερού συλλέκτες. Πολύτιμο εφόδιο στην διάρκεια των πολιορκιών......
Αυτές οι δεξαμενές είναι από τα ελάχιστα σωζόμενα κτίσματα στο οικιστικό νεκροταφείο που αποτελεί πλέον η Πάνω Πόλη. Όπου το βλέμμα γυρίσει, τα ερείπια μονότονα το θλίβουν. Με κατατονία φορτίζουν την ψυχή. Το σώμα ακινητούν. Χέρια και πόδια, άνευρα, ακίνητα, στο πένθος μετέχουν. Μοιρολόι για το παλιό μεγαλείο της πόλης. Για τα πολλά και πλούσια σπίτια που, την περίοδο της ένδοξης ακμής, αποτελούσαν περήφανα στολίδια του Γουλά. Και τώρα κείτονταν νεκρά. Υπολείμματα λίθινων κουφαριών. “Οστά” άθαφτα που τα ανηλεή χτυπήματα του ήλιου και της βροχής τα ξασπρίζουν χρόνο με τον χρόνο....
Θάνατος λοιπόν. Και πάλι. Έστω και συμβολικός. Και όμως! Η εκκωφαντική ανάσα της ζωής ακούγεται παντού τριγύρω. Τα κενά να γεμίζει. Οπτικές νέες να δημιουργεί. Το μονοπάτι να προσπαθεί να πνίξει. Τις ηττημένες λιθοδομές να τυλίγει. Πράσινη και πολύφυλλη. Άνθη πολύχρωμα και ευώδη. Την ατμόσφαιρα να μεθούν. Ριζώματα ταπεινά. Υπάρξεις ανούσιες και ασήμαντες για το υψηλόρινο ανθρώπινο είδος. ΥΠΑΡΞΕΙΣ, όμως. Μικρά πουλιά, εκτελούσαν περίτεχνες πτήσεις. Αναζήτησης έξαψη. Έντομα τρυγούσαν τους χυμούς των ανθών, εκμαυλισμένα από χρώματα και αρώματα. Μικρές σαύρες λιάζονταν πάνω στα πέτρινα λείψανα. Οργιαστικό συμφωνικό κρεσέντο ζωής της αναψοκοκκινισμένης Άνοιξης. Έρωτας και Ένωση, του Συν-Παντός οι αρχέγονες ουσίες...
Την πορεία του συνέχισε. Άνοδος σταθερή. Το δυσδιάκριτο μονοπάτι ακολουθώντας. Τους θάμνους με το χέρι παραμερίζοντας. Πέτρες και βράχους υπερπηδώντας. Κούραση δεν ένιωθε. Χανόταν μαζί με τον εξατμιζόμενο ιδρώτα. Το βλέμμα σε διαρκή αναζήτηση. Άνθρωπο άλλο δεν έβλεπε. Λογικό. Απογευματινή ώρα καθημερινής. Δίπλα πέρασε από μία ακόμη ομάδα ερειπίων. Η ατραπός έστριβε δεξιά. Μία μορφή διέκρινε μπροστά. Γύρω στα εκατό μέτρα. Γυναίκα. Η μόνη έτερη ανθρωπινή ύπαρξη πάνω στον Γουλά. Η κατεύθυνσή της διαφορετική. Αντάλλαξαν ματιές διερευνητικές που η απόσταση τις εξασθενούσε. Το κεφάλι του γύρισε. Στου μυαλού τον προορισμό επικεντρώθηκε. Τον έβλεπε ήδη μπροστά του. Η ακρόπολη της Μονεμβασιάς....
Βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο του νησιού. Περιφέρθηκε μέσα στα χαλάσματα. Στο παρελθόν ήταν ένα κτίσμα οχυρωμένο με πύργους στις γωνίες του. Από εκεί γινόταν ο έλεγχος της γέφυρας και της απέναντι ακτής.
Πάνω σε γκρεμισμένο τοίχο κάθισε. Δυνάμεις να αναλάβει. Κάτω έβλεπε την “μονή έμβαση” που συνέδεε την νήσο με την στεριά. Ο οικισμός της Γέφυρας επικρατούσε στο τοπίο. Βορειότερα, έως εκεί που έφτανε το μάτι, απλωνόταν η περιοχή της Επιδαύρου Λιμηράς. Πόλη αρχαία. Ο σεισμός του 375 μ.χ. την έσβησε από τον χάρτη, βυθίζοντας μεγάλο τμήμα της στην θάλασσα. Σε εκείνη την περιοχή καλλιεργούνταν το μεσαίωνα αμπέλια. Κρασί δίνανε με γεύση γλυκιά και άρωμα εξαίσιο. Ο περίφημος Μαλβαζίας οίνος. Την Μονεμβασιά στα πέρατα της Ευρώπης έκανε διάσημη. Πλούτο και φήμη της προσέδωσε. Ώσπου τον 16ο αιώνα οι Τούρκοι σταμάτησαν την παραγωγή του. Από τότε παραμένει άγνωστος ο τρόπος παρασκευής του πλέον φημισμένου κρασιού του Μεσαίωνα...
Το βλέμμα του πλανήθηκε στον Βορρά. Στην νοητή επικράτεια της Επιδαύρου Λιμηράς. Παραλία αμμώδης. Με την σειρά της υποχωρούσε, ακόμη βορειότερα, μπροστά στην επιβλητική παρουσία της βραχώδους ακτογραμμής. Νοερά, επισκέφθηκε, μια φορά ακόμη, τον Θαυμαστό τόπο. Από τον οποίο είχε περάσει νωρίτερα. Στην διάρκεια του, θανατωμένου πλέον, πρωινού. Είκοσι ασφαλτοστρωμένα χιλιόμετρα βόρεια της Μονεμβάσιας. Δρόμος ερημικός. Ακτές δαντελωτές. Η πέτρα κυρίαρχος αδιαμφισβήτητος. Αριστερά του δρόμου, βουνά. Η θάλασσα στα δεξιά. Του ορίζοντα ανάσχεση. Στροφές τυφλές. Απανωτές. Η μία μετά την άλλη. Η κλίση τους ένας συνεχής γρίφος. Η κάθοδος, την άνοδο να ακολουθεί. Μάτια προβληματισμένα. Την αγριάδα του τοπίου να θαυμάσουν? Την επικινδυνότητα του δρόμου να νοιαστούν?
Στροφή αριστερή. Το οπτικό του πεδίο καταλαμβάνεται από λιμνοθάλασσα ολίγιστη. Θαλασσινός βιότοπος. Γαλήνη υδάτινη. Καθρέφτισμα του νεφελώδους ουρανού. Του αδιάφορου περί της γήινης ροής. Αντανάκλαση της στεριανής αυτάρκειας. Μικρό φιόρδ, σε αυτήν καταλήγει. Μικρογραφία αυτών που είχε συναντήσει στις Νορβηγικές ακτές. Φαλλός υδάτινος. Υπερμεγέθης. Στον μυχό της Γης, με σιωπηλό πάθος, εισχωρεί. Ερωτική πράξη στεριάς και θάλασσας. Καρπός Αρχαίων Καιρών. Υγροβιότοπος ανυπολόγιστης αξίας. Ερωδιοί. Αγριόκυκνοι. Είδη σπάνια. Προστατευόμενα. Κατάλυμα Ζωής. Σταθμός ξεκούρασης υπάρξεων αποδημητικών. Και στην είσοδο της λιμνοθάλασσας, στην σμίξη με το φιόρδ, στέκει παρεμβολή ανθρωπινή: Λιμένας Γέρακα...
Οικισμός μικρός. Σπίτια λευκά. Κεραμοσκεπή. Η πρωινή ψύχρα της Άνοιξης δεν επέτρεπε στις λιγοστές ψαροταβέρνες να βγάλουν τα τραπέζια τους στο τσιμέντο του λιμανιού. Εικόνα νησιωτική. Κυκλαδίτικη. Άνθρωποι χωρίς ρυτίδες στο μέτωπο. Τα δίχτυα του ταχτοποιούσε ο ψαράς. Τσιγάρο στα χείλη. Να κιτρινίζει το δασύ μουστάκι. Η βάρκα του να λικνίζεται νωθρά στην ηδυπαθή μουσική των κυμάτων. Νωχέλεια του χρόνου. Ηρεμία του Νου. Καταλάγιασμα της Ψυχής. Μα πάνω απ' όλα αταραξία της Ύπαρξης. Μια, εν δυνάμει, Ιθάκη τον κύκλωνε. Τις επιθυμίες του καταβαράθρωνε. Τις ανάγκες του μείωνε. Μα το πνεύμα ανήσυχο. Την γλυκιά νωθρότητα αποδιώχνει. Η δεκαβάλβιδη καρδιά της Μάχης πάλλεται ξανά. Αναχώρηση για την Μονεμβάσια. Γιατί πάντα χρειάζεται μια Ιθάκη. Την πορεία της Ζωής να γλυκαίνει. Το πνεύμα να γιγαντώνει. Διαρκώς μπροστά. Μα πάντα απρόσιτη. Ευτυχώς...
Της αναπόλησης τέλος. Το βλέμμα γύρισε ανατολικά. Μπροστά του απλωνόταν το μικρό οροπέδιο του Μονεμβασιώτικου βράχου. Οικιστικά ερείπια γεμάτο. Είχε την αίσθηση του ναύτη που, βρισκόμενος στην γέφυρα του πλοίου, θωρεί την πλώρη και το ανοιχτό πέλαγος. Στο βάθος, κοντά στην “πλώρη” του καραβιού, στέκει το μοναδικό καλοδιατηρημένο κτίσμα του Γουλά. Η Βυζαντινή εκκλησία της Αγιά Σοφιάς. Ορίζοντας απέραντος μπροστά του. Την εξερεύνηση να αναμένει. Από την ακρόπολη κατέβηκε. Προς την Αγία Σοφιά το “ταξίδι” συνέχισε....
Εκκλησιές αναρίθμητες είχαν χτισθεί στην βραχονησίδα. Όσες έχουν σωθεί βρίσκονται στην Κάτω Πόλη. Μία μόνο εξακολουθεί όρθια να στέκεται στον Γουλά. Σε πολύ καλή κατάσταση. Η Αγιά Σοφιά. Μικρογραφία της ομώνυμου ναού της Κωνσταντινούπολης. Σε ανάμνηση του οποίου χτίστηκε. Στην άκρη της πόλης. Σύρριζα στον γκρεμό να ακροβατεί. Τις θρησκευτικές αναζητήσεις των πιστών στο άπειρο του πελάγους να εξακοντίζει. Τον φόβο του θανάτου και των δύσκολων μεσαιωνικών εποχών να ημερεύει. Συγκεκριμένη ανάγκη να ικανοποιεί. Όπως όλων των θρησκειών οι λατρευτικοί χώροι. Ότι κάποια ανώτερη δύναμη θα συμπαρασταθεί σε όλα σου τα προβλήματα. Γιατί όταν δεν έχεις που να στηριχθείς στο υπερκόσμιο καταφεύγεις. Ακόμη περισσότερο στον Θεοκρατικό Μεσαίωνα που η επιστήμη της Φύσης ανύπαρκτη ήταν και οι κίνδυνοι πολλοί. Η θρησκεία και το υπερφυσικό ήταν, ίσως, η μόνη καταφυγή των ανθρώπων....
Στο χαμηλό πεζούλι της εκκλησίας κάθισε. Η περιήγησή του στην Μονεμβασιά είχε, ακόμη μία φορά, ολοκληρωθεί. Και όμως κάτι έλειπε. “Εκείνοι”. Δεν είχαν εμφανιστεί. Τι άραγε δεν είχε κάνει σωστά? Μήπως σε λάθη είχε υποπέσει? Γιατί τον τιμωρούσαν με την απουσία τους?...
Σηκώθηκε. Λίγα μέτρα περπάτησε. Μπροστά στα ερείπια στάθηκε. Απολογισμό της ημέρας έκανε. Εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις, ακούσματα, αγγίγματα. Εκατοντάδες, ακόμη, προσλήψεις από αισθήσεις ανεπίσημες. Κόπωση σωματική ευπρόσδεκτη. Ανάταση ψυχής. Εγκεφαλικής λειτουργίας επιτάχυνση. Διανοητική ρώμη. Συναίσθημα εσωτερικής πληρότητας. Ψηλά σήκωσε τα μάτια. Ο Ήλιος είχε πάρει την κατηφόρα. Το αεράκι, δειλά, έφερνε ανθών οσμές και δροσιά πελαγίσια. Όλα υπέροχα. Γλυκύτητα ψυχής ανυπέρβλητη. Απουσία, πλέον, οποιασδήποτε επιθυμίας. Ανησυχία καμιά. Αταραξία σώματος και πνεύματος ολική. Το μυαλό του ένιωσε να διαστέλλεται. Το κρανίο να παρακάμπτει. Στο περιβάλλον να διαχέεται. Τον χώρο γύρω του καταλάμβανε. Επιτέλους... Νάτοι...
Κίνηση αδιόρατη στα δεξιά του. Σκιά μαύρη μέσα από το ερειπωμένο σπίτι ξεπρόβαλε. Μια δεύτερη πάνω από τα πέταλα των λουλουδιών αναδύθηκε. Μια τρίτη το σώμα μικρής σαύρας απεκδύθηκε. Κάποιες κατέφθασαν από τις πολεμίστρες των τειχών. Δεκάδες άλλες μέσα από τον τοίχο της εκκλησίας φανερώθηκαν. Το χώμα γύρω του έβραζε. Ατμοί μαύροι πάνω από την γη κόχλαζαν. Μέσα από συνεχείς μίξεις και αδιάκοπους διαχωρισμούς νέες σκιές δημιουργούσαν. Εκατοντάδες. Χιλιάδες. Αμέτρητες πλέον. Πολλές στο έδαφος να στέκουν καρφωμένες. Άλλες στον αέρα να αιωρούνται. Τον δίσκο του Ήλιου να κρύβουν. Μαύρο “φως” τον χώρο κάλυψε. Άνεμος σηκώθηκε θυελλώδης. Το δέρμα του ξύριζε. Τα πουλιά παρέσυρε μακριά. Τα μικρά ερπετά έφυγαν πανικόβλητα. Τα έντομα απλά εξαφανίστηκαν. Ήταν πλέον μόνος του απέναντί τους. Αυτός και “Αυτοί”...
Όλα πανομοιότυπα. Σχεδόν ίδια Όπως εκείνη την ημέρα. Πριν τρία έτη ακριβώς. Στον ίδιο, όπως και τώρα, τόπο. Στης γης το μόρφωμα το μυστήριο και ευνόητο συνάμα. Κάτι όμως είχε αλλάξει. Ο τότε φόβος που τώρα από την ψυχή απουσίαζε. Η παλιά ταραχή που, εξαϋλωμένη πλέον, απλή ανάμνηση ήταν στο πνεύμα. Η “ματιά” του, καθαρότερη πια, την εικόνα τους ανίχνευε...
<<Επιτέλους, εμφανιστήκατε! Γιατί τόσο αργήσατε? Της αναμονής την αγωνία μου δεν την αισθανθήκατε?>>
Σκιά μεγαλειώδης, δυσθεώρητη, τις υπόλοιπες παραμέρισε. Μπροστά του ήρθε. Τον λόγο πήρε.
<<Μα αυτό ακριβώς ήταν της ανάσχεσης η αιτία: Η αγωνία σου. Του μυαλού σου η ταραχή. Το πέπλο που το πνεύμα σου κάλυπτε. Την έξοδό μας, από τα σκοτάδια ΣΟΥ, εμπόδιζε.>>
<<Μα τι λες?>> στην σκιά αντέτεινε. <<Τους γρίφους άσε. Καθάρια μίλα. Τα σκοτάδια ΜΟΥ???>>
<<Υπάρχει μα δεν μπορείς να το δεις. Το γνωρίζεις μα δυσκολεύεσαι να το κατανοήσεις. ΕΣΥ το εξελίσσεις και ταυτόχρονα ΕΣΥ το υποσκάπτεις. Ακόμη δεν με αναγνώρισες? Τι είναι τόσο σκοτεινό και διάφανο μαζί? Τόσο εν δυνάμει εξελίξιμο και τόσο, από την φύση του αυτοκαταστροφικό? Της ακατάβλητης ανόδου εμμονή μα και της αβύσσου έλξη? Πανίσχυρο στ' αλήθεια. Μα μια ασήμαντη πρόκληση αρκεί για το κάνει, απροσδόκητα, να λυγίσει?>>
Τα πόδια του δυσκολεύονταν πλέον να τον κρατήσουν. Το στόμα του, μισάνοιχτο, αέρα ρουφούσε.
<<Ακριβώς φίλτατε. Είμαστε ΕΣΥ. Είμαστε το σύνολο της εσωτερικότητά σου. Η έκλαμψη της συνειδητότητάς σου. Το πλήρωμα της ψυχής σου. Το άθροισμά των ιδεών και των πεποιθήσεών σου που τώρα γύρω σου ελεύθερες ελίσσονται. Γιατί, σίγουρα έχεις καταλάβει, για να μπορέσεις ΕΣΥ να συνδιαλλαχτείς μαζί μας χρειάζεσαι τις εσωτερικές προϋποθέσεις ΑΤΑΡΑΞΙΑΣ που μόνο ένας παρόμοιος χώρος μπορεί να σου δημιουργήσει. Για άλλους ανθρώπους αυτές οι προϋποθέσεις διαφορετικές μπορεί να είναι. Γιατί, και το ξέρεις καλά αυτό, ο κάθε άνθρωπος είναι ιδιαίτερος. Είναι ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ.>>
Λεπτά που αιώνας φάνηκαν. Ακόμη περισσότερα λόγια ειπώθηκαν χωρίς φθόγγους. Επαφές άυλες. Σκιές που τον διαπερνούσαν. Την εσωτερική θερμοκρασία του ανέβαζαν. Μα ο χρόνος του σύμπαντος άκαμπτος. Η απόλυτη εσωτερική διακυβέρνηση, αστείο φαιδρό. “Εκείνοι” άρχισαν να χάνονται. Λίγες τελευταίες λέξεις τους είπε. Με λίγες τελευταίες λέξεις του απάντησαν:
<<Τα λόγια θυμάμαι ακόμη που τότε μου είχατε πει φεύγοντας. Συμβουλές πολύτιμες που μου είχατε δώσει.>>
<<Λόγια άλλα την φορά αυτή θα σου θυμίσουμε. Λέξεις άφθαρτες. Σοφίας απαύγασμα από την “Ασκητική” του Καζαντζάκη>>:
“Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: "Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!”.......
Κάθοδος στο χαμηλότερο επίπεδο. Στην Κάτω Πόλη. Επιθυμία για τροφή. Ανάγκη βιολογική. Του γευστικού αισθητηρίου ικανοποίηση. <<Αρχή και ρίζα παντός αγαθού η της γαστρός ηδονή>>. Ρήση του Δασκάλου. Παρεξηγημένη ανά τους αιώνες. Ιδιαίτερα η έννοια της λέξης “ηδονή”. Μα όσοι ερευνούν, βρίσκουν... Εξηγούν... Καταλαβαίνουν.... Κατευθύνθηκε στην ταβέρνα της Ματούλας. Αξία σταθερή στον γαστρονομικό χάρτη της Πόλης. Μα οι σκέψεις, σαν στρόβιλος, του ανακάτευαν τις αισθητήριες προσλήψεις. Αφηρημένος, μπήκε στο διπλανό της Ματούλας εστιατόριο. “Κανόνι” το όνομά του. Συνειδητοποιώντας το λάθος κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε πως όποτε συμπορεύθηκε με τα “σφάλματά” του, σπάνια το είχε μετανιώσει. Μειδίαμα στα χείλη. Την ξύλινη σκάλα ανέβηκε. Στενή. Απότομη. Σαν μυστικό πέρασμα. Είσοδος σε κρύπτη απαγορευμένη...
Στον πάνω όροφο βγήκε. Τραπέζια περίπου δέκα. Ένα νεαρό ζευγάρι στο βάθος γευμάτιζε. Με την άνεση της επιλογής κάθισε στο παράθυρο δίπλα. Τραπέζι τετράγωνο. Λευκό τραπεζομάντιλο. Πάνω του ένα δεύτερο κόκκινο. Μοσχαράκι γάστρας. Σαλάτα του χωριού. Χόρτα στο χρώμα του ώριμου πράσινου. Κρασί πορφυρό. Όπως πάντα. Όχι Μαλβαζίας οίνος. Πως θα μπορούσε άλλωστε... Έξω από το παράθυρο, πίσω από τις αναδιπλωμένες κουρτίνες, η θάλασσα με τις ακτίνες του, κουρασμένου πλέον, Ήλιου χαριεντιζόταν. Η μουσική διακριτική. Τα αυτιά φιλήδονα να χαϊδεύει...
Ελαφρύ τρίξιμο ξύλων. Άγνωστος την σκάλα ανέβαινε. Μια ματιά αναγνωριστική. Της συνήθειας βλέμμα. Το κεφάλι της προέβαλλε. Το κορμί της ακολούθησε. Άνοδος σταθερή. Είσοδος στην αίθουσα. Εκείνη! Η άγνωστη της Πάνω Πόλης! Έκρηξη φωτός. Λάμψη απόκοσμη. Των οφθαλμών θάμπος. Καλλονή έκπαγλος. Ηλικία μεστή. Μάτια κατάμαυρα. Σκότος, της ίριδας, “εκτυφλωτικό”. Μελαχρινοί βόστρυχοι φύονταν στο κεφάλι της. Κατρακυλούσαν στο κενό. Πάνω στους ώμους αναπαύονταν. Κορμί γεμάτο χυμούς. Κίνηση αέρινη. Μια ματιά του έριξε. Ρίγος. Δίπλα του πέρασε. Ανατριχίλα. Στο διπλανό τραπέζι κάθισε. Ιδρώτας. Λίγα λεπτά κράτησε η σιωπή. Το κοινό ενδιαφέρον για την Πάνω Πόλη έκανε τις γλώσσες να λυθούν. Τον είχε δει και αυτή πάνω στον Γουλά. Οι δυο τους. Φιγούρες μοναχικές. Στα ερείπια να πλανώνται. Η συνομιλία, ανάμεσα στα δύο τραπέζια, έχτισε γέφυρα . Πάνω της βαδίζανε οι λέξεις. Κουβέντες καθάριες. Λαγαρές. Η ωριμότητα των χρόνων της να του πυρπολεί το μυαλό. Η ομορφιά της σε δεύτερη μοίρα είχε περάσει. Οι απόψεις της, τον μπόλιαζαν με άγνωστα παρακλάδια σκέψεων. Εκείνη, τις δικές του με προσοχή αφουγκραζόταν. Ανταλλαγές Ιδεών. Ιστορία. Φιλοσοφία. Θρησκεία. Λογοτεχνία. Μουσική. Πολιτισμός. Ταξιδιωτικές εμπειρίες. Ανθρώπινες σχέσεις... Όλα χώρεσαν μέσα στις επόμενες δύο ώρες. Συναναστροφή με μια ΓΥΝΑΙΚΑ. Από το χέρι τον είχε πάρει. Στην μαγεία των απείρων διαστάσεων τον οδηγούσε. Ότι βρισκόταν έξω από την επικράτεια των δύο τραπεζιών ήταν, πλέον, ανυπόστατο....
Όταν δεν βιάζεσαι, ο Χρόνος επιλέγει να κυλήσει σαν αφηνιασμένος ποταμός. Να σε πάρει, προσπαθεί, μακριά από το όνειρο. Στην, θλιβερά πεζή, πραγματικότητα να σε επαναφέρει. Τα καταφέρνει, σχεδόν πάντα, ο Πανδαμάτωρας. Γιατί εκείνος ξέρει. Ταξίδι είναι η ζωή μας. Πάντα σε κίνηση. (“Πάντα”... Τι παράλογη λέξη...) Κάθε στιγμή “αναχωρούμε” για κάπου αλλού. Είτε στον Χώρο είτε στον Χρόνο. Ενθυμήματα παίρνουμε μαζί μας. Ενθυμήματα αφήνουμε στους άλλους. Στιγμές φυλαγμένες στου μυαλού τα κελάρια. Μέχρι το τέλος του προσωπικού Χρόνου. Μέχρι την έλευση της αναπόδραστης Ανυπαρξίας...
Ώρα περασμένη. Ώρα φυγής. Της επιστροφής το πλήρωμα του χρόνου. Αποχαιρετισμός. Με λόγια. Με χέρια. Με κόρες ματιών διεσταλμένες. Διακοπή, της συναναστροφής, προσωρινή. Μέχρι η απουσία να αναδεύσει την ανάμνηση της κοινής επιθυμίας. Όταν το κάλεσμα του προσδοκούμενου συγχρωτισμού θα δονήσει τους διαύλους της επικοινωνίας...
Στην έξοδο του Κάστρου κατευθύνεται. Τα πόδια βαριά. Μολύβι καλουπωμένο. Πίσω δεν γυρίζει να κοιτάξει. Τις επιλεγμένες εικόνες θέλει μόνο να αποθηκεύσει στην μνήμη. Μα ήχος αλλότριος του τραβά την προσοχή. Φωνή μακρόσυρτη. Κάλεσμα δυσνόητο. Τραγούδι πηγαία άτεχνο(και γι΄ αυτό υπέροχο). Γυρνάει. Τον βλέπει...
Αίλουρος έφηβος. Μικρός το δέμας. Μα θαρραλέος. Άφοβος. Αρχέγονα άσπιλος. Και, ευτυχώς, περίεργος. Να δει ποιος είναι αυτός ο μαυροφορεμένος. Την προσοχή του να τραβήξει. Και κάποιες μπουκιές τροφής να κερδίσει. Αυτιά στραμμένα σε αυτόν. Ήχους δυσνόητους ακούει. Βλέμμα που εκπέμπει ανεπιτήδευτη χαλαρότητα. Ίσως αυτό θέλει να πιστέψουν οι άλλοι.....
Ο Γατής τον συνόδεψε, συνοδοιπόρος εξόδου, μέχρι την Πύλη. Στην Μάχη τον είδε να ιππεύει. Ένα σιγανό νιαούρισμα. Μια πράσινη ματιά. Και χάνεται πάλι μέσα στην Πόλη. Στην ασφάλεια του τείχους. Στον εφησυχασμό του γνώριμου. Του οικείου...
Απομακρυνόμενος, κοίταξε τους καθρέπτες του. Η εικόνα της Πύλης μίκραινε συνεχώς. Πρώτη, του δρόμου, καμπή. Η Πύλη χάθηκε. Το βλέμμα του σήκωσε δεξιά. Οι γκρεμοί της Μονεμβασιάς, επιβλητικοί, παρήλαυναν δίπλα του. Ο Ήλιος βασίλευε πίσω από του Μοριά τα όρη. Ένα πτηνό πρόβαλε πάνω από τον ορίζοντα της Ανατολής. Πτήση αβίαστη. Αρχοντική. Αετός πλατυφτέρουγος. Πάνω από το νησί έκανε τρεις κύκλους. Μετά κατευθύνθηκε βορειοδυτικά. Στην επόμενη Βυζαντινή καστροπολιτεία. Στου Μυστρά τα μέρη. Τον παρατήρησε προσεκτικότερα. Μα τι περίεργο... Αετός με δύο κεφάλια...
Attachments
-
63 KB Προβολές: 130