Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 258
- Likes
- 2.839
Βιετναμέζικη φιλοξενία
Κι είμαστε ακόμη ζωντανοί… Αν και στην περίπτωσή μου δεν έχω χειροκρότημα να προσμένω, μόνο μούντζες κι αυτές αμφίβολες καθότι Έλληνα τόσες μέρες δεν είχα πετύχει και η τεντωμένη παλάμη μάλλον δεν είναι κι η πιο διεθνής χειρονομία.
Συνέχισα να αισθάνομαι άρρωστος, αλλά τουλάχιστον τα ρίγη είχαν σταματήσει και λογικά ο πυρετός είχε πέσει, ίσως να είχα δέκατα μόνο. Επισκέφτηκα το αστυνομικό τμήμα, όπου ρώτησα αν είχαν κάποιο νέο για το διαβατήριό μου. Την περασμένη μέρα είχαν βγει με ντουντούκες και ενημέρωναν το χωριό για το χαμένο μου διαβατήριο, τα ποστ στο facebook είχαν κοινοποιηθεί κάμποσες φορές από φίλους των πιο αγαπημένων μου Βιετναμέζων, την επομένη της απώλειας βρέθηκε άλλο διαβατήριο στην περιοχή, όπου ήταν κάποιος που ουδεμία σχέση δεν είχε με εμένα, παρ’ όλα αυτά με ρωτήσανε “is that you?”· ίσως να τους φαινόμαστε όλοι ίδιοι.
Οι άνθρωποι θέλανε να βοηθήσουν παρόλο που μπορεί να είχαν και σοβαρότερες έγνοιες.
Αυτή τη φορά στο αστυνομικό τμήμα με βάλανε στο τραπέζι με συνοδεία καμιά ντουζίνα ένστολους, όσο εγώ περίμενα να γράψουν μια δήλωση ότι χάθηκε (κατά δήλωσή μου, έστω) το διαβατήριο στη συγκεκριμένη περιοχή της χώρας. Έκαναν διάφορες ερωτήσεις, από πού είμαι, πού είχα πάει προηγουμένως, μα μία ενός που κουτσομιλούσε αγγλικά με παραξένεψε:
«Έχεις πάει στην Αίγυπτο;»
Έμεινα λίγο, γιατί όντως είχα πάει στην Αίγυπτο την περασμένη χρονιά και ήταν από τις λίγες σφραγίδες που είχε το διαβατήριό μου. Τον ρώτησα πώς το γνωρίζει.
Δεν μου απάντησε, κουβέντιασε στη γλώσσα του με τους υπόλοιπους.
Επανέλαβα την ερώτηση, επιβεβαιώνοντάς του ότι είχα ταξιδέψει. Λες να βρέθηκε το διαβατήριό μου και να θέλει να με τεστάρει, όπως αν κανείς βρει ένα πορτοφόλι που διεκδικούν πολλοί και κάνει ερωτήσεις ώστε να εξακριβώσει ποιος γνωρίζει το περιεχόμενό του; Πόσο βαθιά στη ζώνη του λυκόφωτος είχα μπει;
Μα εκείνος ζήτησε συγγνώμη και είπε πως έκανε λάθος. Ίσως να μπέρδεψε τις χώρες μας, κοντά είναι, τι να πω;
Πήρα το χαρτί μου και πριν επιστρέψω στο χόστελ για να πάρω το λεωφορείο για την πρωτεύουσα όπου βρίσκεται η ελληνική πρεσβεία, πέρασα κι από τους σωτήρες μου.
Εκεί συζήτησα με το παιδομάνι κι έμαθα τι ήθελαν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, δασκάλα το ένα παιδί, με τα τουριστικά το άλλο, επαγγέλματα που θα μπορούσαν να απορροφηθούν και στην περιοχή, μου έδωσαν και τσάι με τζίντζερ για τον λαιμό (γενικά ήπια εκείνες τις μέρες σε ποσότητες όσο τσάι πίνω όλο τον χρόνο).
Έπειτα με έβαλαν στο τραπέζι τους, αν και στην αρχή προσπάθησα να αρνηθώ ευγενικά, μιας και το στομάχι μου δεν το αισθανόμουν ακμαίο, χωρίς επιτυχία βέβαια. Με ταΐσανε, μου προσφέρανε τράγο που περίμεναν να φάω και κάθε κομμάτι κρέας που μου έβαλαν στο πιάτο ήταν μισό πάλλευκο λίπος, το στομάχι μου διαμαρτυρόταν στη θέα του, αλλά δεν ήθελα να τους προσβάλλω, οπότε διακριτικά αφαιρούσα ό,τι δεν ήτανε ψαχνό. Πολύ εγκάρδιοι όλοι τους, ακόμη κι αν οι περισσότεροι δεν μιλούσαν καθόλου αγγλικά κι οι υπόλοιποι με τη βοήθεια του τρανσλέητορα.
Η εγγόνα μού έφτιαχνε summer rolls και μου τα έδινε, μου δώσανε το τοπικό τους κρασί (δεν θυμάμαι τι εντυπώσεις είχα όταν το δοκίμαζα αλλά η γεύση που μου έχει αφήσει μετά από τόσους μήνες είναι σαν του σάκε, στο ελαφρώς πιο βαρύ).
Κάποια στιγμή ο παππούς που με είχε κουβαλήσει με το μηχανάκι του την πρώτη μέρα μου είπε κάτι στα βιετναμέζικα, όλοι άρχισαν να γελάνε, η εγγόνα που με περιποιούνταν του φώναζε τάχα ντροπιασμένη κι όταν τη ρώτησα «τι έγινε;» μου απάντησε «τίποτα, τίποτα», συνοδεία πειραγμάτων. Κάτι σαν «Θα το πάρεις το κορίτσι μας ή τσάμπα σε φιλεύουμε;» υποθέτω ήταν η ερώτησή του, για την 16χρονη εγγονή του που ακόμη δεν είχε τελειώσει το σχολείο.
Τελικά, τη γλιτώσαμε την παντρειά –σ’ αυτό το χωριό θέλανε να με νοικοκυρέψουν, μία ο αστυνόμος, μία εδώ η οικογένεια, αλλά πώς εγώ ο ανεπρόκοπος να μπω στον ίσιο δρόμο;– και στο τέλος ήθελα να τους αφήσω κάτι, για το φαγητό και τα τσάγια με τζίντερ που μου είχαν προσφέρει, για τις βενζίνες της πρώτης μέρας αλλά η εγγόνα –ο δίαυλος επικοινωνίας μας– αρνιόταν κατηγορηματικά, σαν προσβολή το έβλεπε. Τους ευχαρίστησα μέχρι να τους κουράσω (υπερβολή: δεν έδειχναν να κουράζονται από τις ευχαριστίες μου), κι αφού βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες όλοι μαζί, τους αποχαιρέτησα.
Έπειτα αναμονή στο χόστελ για το λεωφορείο, που μέσα σε λίγες ώρες με έφερε πάλι πίσω στο Ανόι.
Εκεί άφησα τα πράγματά μου σ’ ένα χόστελ που είχα βρει, έκανα μια βόλτα στις αγορές της πόλης, μια πόλης στολισμένης που γιόρταζε τον ερχομό του ΤΕΤ.
Έφαγα κάτι γαριδοπιτάκια, κάμποσα spring rolls και άλλα τηγανητά καλούδια, που αν και κάπως βαριά για το στομάχι μου, κάλυψαν την πείνα μου, κι επέστρεψα στο χόστελ να κοιμηθώ.
Την επόμενη μέρα θα επισκεπτόμουν την ελληνική πρεσβεία. Ήλπιζα να κατάφερνα να ξεμπερδέψω εύκολα χωρίς παρατράγουδα. Βέβαια πότε οι ελπίδες μου είχαν πραγματωθεί για να εκπληρωθούν αυτή τη φορά;
Κι είμαστε ακόμη ζωντανοί… Αν και στην περίπτωσή μου δεν έχω χειροκρότημα να προσμένω, μόνο μούντζες κι αυτές αμφίβολες καθότι Έλληνα τόσες μέρες δεν είχα πετύχει και η τεντωμένη παλάμη μάλλον δεν είναι κι η πιο διεθνής χειρονομία.
Συνέχισα να αισθάνομαι άρρωστος, αλλά τουλάχιστον τα ρίγη είχαν σταματήσει και λογικά ο πυρετός είχε πέσει, ίσως να είχα δέκατα μόνο. Επισκέφτηκα το αστυνομικό τμήμα, όπου ρώτησα αν είχαν κάποιο νέο για το διαβατήριό μου. Την περασμένη μέρα είχαν βγει με ντουντούκες και ενημέρωναν το χωριό για το χαμένο μου διαβατήριο, τα ποστ στο facebook είχαν κοινοποιηθεί κάμποσες φορές από φίλους των πιο αγαπημένων μου Βιετναμέζων, την επομένη της απώλειας βρέθηκε άλλο διαβατήριο στην περιοχή, όπου ήταν κάποιος που ουδεμία σχέση δεν είχε με εμένα, παρ’ όλα αυτά με ρωτήσανε “is that you?”· ίσως να τους φαινόμαστε όλοι ίδιοι.
Οι άνθρωποι θέλανε να βοηθήσουν παρόλο που μπορεί να είχαν και σοβαρότερες έγνοιες.
Αυτή τη φορά στο αστυνομικό τμήμα με βάλανε στο τραπέζι με συνοδεία καμιά ντουζίνα ένστολους, όσο εγώ περίμενα να γράψουν μια δήλωση ότι χάθηκε (κατά δήλωσή μου, έστω) το διαβατήριο στη συγκεκριμένη περιοχή της χώρας. Έκαναν διάφορες ερωτήσεις, από πού είμαι, πού είχα πάει προηγουμένως, μα μία ενός που κουτσομιλούσε αγγλικά με παραξένεψε:
«Έχεις πάει στην Αίγυπτο;»
Έμεινα λίγο, γιατί όντως είχα πάει στην Αίγυπτο την περασμένη χρονιά και ήταν από τις λίγες σφραγίδες που είχε το διαβατήριό μου. Τον ρώτησα πώς το γνωρίζει.
Δεν μου απάντησε, κουβέντιασε στη γλώσσα του με τους υπόλοιπους.
Επανέλαβα την ερώτηση, επιβεβαιώνοντάς του ότι είχα ταξιδέψει. Λες να βρέθηκε το διαβατήριό μου και να θέλει να με τεστάρει, όπως αν κανείς βρει ένα πορτοφόλι που διεκδικούν πολλοί και κάνει ερωτήσεις ώστε να εξακριβώσει ποιος γνωρίζει το περιεχόμενό του; Πόσο βαθιά στη ζώνη του λυκόφωτος είχα μπει;
Μα εκείνος ζήτησε συγγνώμη και είπε πως έκανε λάθος. Ίσως να μπέρδεψε τις χώρες μας, κοντά είναι, τι να πω;
Πήρα το χαρτί μου και πριν επιστρέψω στο χόστελ για να πάρω το λεωφορείο για την πρωτεύουσα όπου βρίσκεται η ελληνική πρεσβεία, πέρασα κι από τους σωτήρες μου.
Εκεί συζήτησα με το παιδομάνι κι έμαθα τι ήθελαν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, δασκάλα το ένα παιδί, με τα τουριστικά το άλλο, επαγγέλματα που θα μπορούσαν να απορροφηθούν και στην περιοχή, μου έδωσαν και τσάι με τζίντζερ για τον λαιμό (γενικά ήπια εκείνες τις μέρες σε ποσότητες όσο τσάι πίνω όλο τον χρόνο).
Έπειτα με έβαλαν στο τραπέζι τους, αν και στην αρχή προσπάθησα να αρνηθώ ευγενικά, μιας και το στομάχι μου δεν το αισθανόμουν ακμαίο, χωρίς επιτυχία βέβαια. Με ταΐσανε, μου προσφέρανε τράγο που περίμεναν να φάω και κάθε κομμάτι κρέας που μου έβαλαν στο πιάτο ήταν μισό πάλλευκο λίπος, το στομάχι μου διαμαρτυρόταν στη θέα του, αλλά δεν ήθελα να τους προσβάλλω, οπότε διακριτικά αφαιρούσα ό,τι δεν ήτανε ψαχνό. Πολύ εγκάρδιοι όλοι τους, ακόμη κι αν οι περισσότεροι δεν μιλούσαν καθόλου αγγλικά κι οι υπόλοιποι με τη βοήθεια του τρανσλέητορα.
Η εγγόνα μού έφτιαχνε summer rolls και μου τα έδινε, μου δώσανε το τοπικό τους κρασί (δεν θυμάμαι τι εντυπώσεις είχα όταν το δοκίμαζα αλλά η γεύση που μου έχει αφήσει μετά από τόσους μήνες είναι σαν του σάκε, στο ελαφρώς πιο βαρύ).
Κάποια στιγμή ο παππούς που με είχε κουβαλήσει με το μηχανάκι του την πρώτη μέρα μου είπε κάτι στα βιετναμέζικα, όλοι άρχισαν να γελάνε, η εγγόνα που με περιποιούνταν του φώναζε τάχα ντροπιασμένη κι όταν τη ρώτησα «τι έγινε;» μου απάντησε «τίποτα, τίποτα», συνοδεία πειραγμάτων. Κάτι σαν «Θα το πάρεις το κορίτσι μας ή τσάμπα σε φιλεύουμε;» υποθέτω ήταν η ερώτησή του, για την 16χρονη εγγονή του που ακόμη δεν είχε τελειώσει το σχολείο.
Τελικά, τη γλιτώσαμε την παντρειά –σ’ αυτό το χωριό θέλανε να με νοικοκυρέψουν, μία ο αστυνόμος, μία εδώ η οικογένεια, αλλά πώς εγώ ο ανεπρόκοπος να μπω στον ίσιο δρόμο;– και στο τέλος ήθελα να τους αφήσω κάτι, για το φαγητό και τα τσάγια με τζίντερ που μου είχαν προσφέρει, για τις βενζίνες της πρώτης μέρας αλλά η εγγόνα –ο δίαυλος επικοινωνίας μας– αρνιόταν κατηγορηματικά, σαν προσβολή το έβλεπε. Τους ευχαρίστησα μέχρι να τους κουράσω (υπερβολή: δεν έδειχναν να κουράζονται από τις ευχαριστίες μου), κι αφού βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες όλοι μαζί, τους αποχαιρέτησα.
Έπειτα αναμονή στο χόστελ για το λεωφορείο, που μέσα σε λίγες ώρες με έφερε πάλι πίσω στο Ανόι.
Εκεί άφησα τα πράγματά μου σ’ ένα χόστελ που είχα βρει, έκανα μια βόλτα στις αγορές της πόλης, μια πόλης στολισμένης που γιόρταζε τον ερχομό του ΤΕΤ.
Έφαγα κάτι γαριδοπιτάκια, κάμποσα spring rolls και άλλα τηγανητά καλούδια, που αν και κάπως βαριά για το στομάχι μου, κάλυψαν την πείνα μου, κι επέστρεψα στο χόστελ να κοιμηθώ.
Με τον πόνο μου παίζετε κι εσείς;
Την επόμενη μέρα θα επισκεπτόμουν την ελληνική πρεσβεία. Ήλπιζα να κατάφερνα να ξεμπερδέψω εύκολα χωρίς παρατράγουδα. Βέβαια πότε οι ελπίδες μου είχαν πραγματωθεί για να εκπληρωθούν αυτή τη φορά;