Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 258
- Likes
- 2.839
Στον Κόλπο του Κατερχόμενου Δράκου
Το πρωί ξύπνησα με τον λαιμό μου τραχύ. Είχα ήδη κλείσει από το προηγούμενο βράδυ διαμονή σε άλλο μέρος, που να διατυμπανίζει ότι έχει «Θέα στο βουνό», ετοίμασα τα πράγματά μου και ένα μισάωρο πριν την έναρξη της εκδρομής έκανα μια βόλτα προς το ξενοδοχείο. Κοίταζα χάρτες στο booking, στο maps.me, στον Γούγλη, το καθένα με έβγαζε σε κάτι πολυκατοικίες. Μπήκα στο πλησιέστερο στο στίγμα ξενοδοχείο να ρωτήσω, κανένας στην υποδοχή· κανένας δεν απάντησε στο α λα ταινία τρόμου “Hello! Is anybody here?” μου.
Ρωτάω στον δρόμο, το ξενοδοχείο τούς ήταν άγνωστο, οι οδηγίες καταστηματαρχών για τη ζητούμενη διεύθυνση με έκανε μπαλάκι του τένις σε έναν δρόμο, μια προς τη θάλασσα, μια προς την μέσα, κάποια στιγμή τα παράτησα, τους έστειλα μήνυμα και επέστρεψα στο δικό μου εκτρωματικό ξενοδοχειάκι. Άφησα τα μπαγκάζια μου στην υποδοχή, τους ενημέρωσα ότι θα επέστρεφα κατά τις 5 για να αναχωρήσω, κάτι που τους παραξένεψε (ήξεραν μάλλον ότι δεν θα προλάβαινα το τελευταίο τουριστικό λεωφορείο για την ενδοχώρα) και έφτασα στο ταξιδιωτικό πρακτορείο.
Άργησε να έρθει το λεωφορείο και κλασικά ανησύχησα ότι με ξέχασαν, ένας φόβος που έκανα αρκετές μέρες να ξεπεράσω, καθώς σπάνια έρχονταν την ώρα που έλεγαν· η Ρ. όχι μόνο είχε μπει στο λεωφορείο, αλλά είχε φτάσει και στο λιμάνι μέχρι να αρχίσει να μαζεύεται κόσμος στο σημείο που περίμενα. Τελικά την είχε πάρει λάθος λεωφορείο, συμβαίνουν κι αυτά.
Και πάμε στην εκδρομή. Είχα χαμηλές προσδοκίες, η συννεφιά και το κρύωμα που με περιτριγύριζε έκαναν δυσοίωνη την κατάσταση, αλλά τελικά πέρασα καλά.
Κάναμε καγιάκ με τη Ρ. ανάμεσα στους βράχους που ξεχύνονταν από τη θάλασσα, πού και πού πετυχαίναμε μαϊμούδες να πηδάνε από δέντρο σε δέντρο, μέσα από σπηλιές που χάνεσαι στο σκοτάδι και βγαίνεις από την άλλη (στο πήγαινε πετύχαμε και μποτιλιάρισμα από το «αντίθετο» ρεύμα). Μπήκαμε τελευταίοι στο κανό και επιστρέψαμε τελευταίοι, γιατί παίρναμε τον χρόνο μας, με αποτέλεσμα στα περισσότερα μέρη να είμαστε είτε μόνοι είτε με δυο τρία ακόμη κανό στα ίδιους κολπίσκους. Χορταστικό μιαμισάωρο, ηρεμία και ωραία τοπία, τι περισσότερο να περιμένει κανείς από τόσο τουριστικές εκδρομές;
Στη συνέχεια φαγητό στη βάρκα κι έπειτα βουτιές για όσους μπορούσαν και ήθελαν σε ένα μικρό νησάκι. Δεδομένου του κρυώματος που μου γαργαλούσε τον λαιμό, αποφάσισα να μην το ρισκάρω (δεν ήθελα να καταλήξω άρρωστος στο Phong Nha και να μην απολαύσω την εκδρομή στα βράχια). Αλλά και καλά να ήμουν δεν ξέρω αν θα βουτούσα. Είχε βγει ο ήλιος, αλλά το νερό, αν και σχετικά καθαρότερα στο σημείο που σταματήσαμε, δεν με ενέπνεε να βουτήξω. Φαντάζομαι ότι οι Έλληνες είμαστε κακομαθημένοι ως προς αυτό σε σχέση με τους περισσότερους Ευρωπαίους ή Βορειοαμερικάνους.
Όταν φεύγαμε έφτανε ένα party boat, ευτυχώς δεν συμπέσαμε, γιατί δεν ξέρω πόσο θα απολάμβαναν οι κολυμβητές μας το μπάνιο τους συνοδεία κλαμπορεμίξ. Η συνέχεια ήταν στο Monkey Island, το κλασικό απ’ ό,τι κατάλαβα για τα δεδομένα της Ινδοκίνας νησί όπου υπάρχουν άγρια μαϊμούδια, που πρέπει συνεχώς να φυλάγεσαι γιατί έχουν συνδυάζει τους τουρίστες με φαγητό και κάθε φορά που έρχονται ορμάνε να τους γδύσουν.
Είχε ενδιαφέρον σαν σκηνικό, αν και τις μαϊμούδες τις έβλεπα με μισό μάτι, γιατί συμπεριφέρονταν σαν evil minions, βούτηξαν από κοπέλα τα γυαλιά της, άρπαζαν φρούτα και καρπούς, μέχρι και μπύρα βούτηξε μια μεγάλη με τεχνική που θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές πορτοφολάδων· όταν απομακρύνθηκε από το θύμα της ύψωσε το τενεκεδάκι στον αέρα και την ήπιε όλη μονορούφι. Στο τέλος δίπλωσε το αλουμίνιο και το πέταξε στο έδαφος· κάποιος πρέπει να τους μάθει την ανακύκλωση.
Το συγκεκριμένο νησί είχε και ορειβασία, από την κορυφή ενός βραχώδους λόφου απλωνόταν ο κόλπος στα πόδια σου. Η διαδρομή πολύ ωραία, δυσκολία όση χρειαζόταν για να αισθάνεσαι ότι σκαρφαλώνεις ένα βουνό και δεν πας για περίπατο. Η Ρ. και ο Τ. είχαν καθίσει να χαλαρώσουν στην παραλία, επιβλέποντας τα επιθετικά τετράποδα. Πήγα με την Κ., μια Αμερικανίδα που γνώρισα στο πλοίο, η οποία ζει τους τελευταίους μήνες στην Κίνα ως δασκάλα αγγλικών, και το έδαφος εκεί είναι παρόμοιο, οπότε ήταν pro μπροστά μου. Σε ένα σημείο φτάσαμε οριακά σε αδιέξοδο κι η τρελή χώθηκε ανάμεσα σε δυο κατακόρυφα βράχια κι άρχισε να ανεβαίνει ασκώντας πίεση στα τοιχώματα. Τα κατάφερε. Εγώ ανέβηκα από ένα απόκρημνο σημείο, που όμως η παρουσία ενός δέντρου έδινε την ψευδαίσθηση ότι έχεις να κρατηθείς από κάπου άμα πας να γκρεμοτσακιστείς.
Η θέα όλα τα λεφτά, καθίσαμε και απολαύσαμε το Λαν Χα Μπέι πιάτο, μόνοι μας για κάμποσο, μέχρι που αρχίσαμε να κατεβαίνουμε γιατί είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να φύγουμε.
Στην επιστροφή στην πόλη, περάσαμε ανάμεσα από το επιπλέον χωριό της περιοχής, ένα εκτεταμένο σύστημα σπιτιών μέσα στη θάλασσα. Δεν ήταν αυτόνομη κοινότητα, υπήρχε συχνή επικοινωνία με την Cat Ba City (π.χ. δεν υπήρχε σχολείο εκεί), αλλά ήταν ενδιαφέρον το πώς κάτι τέτοιο μπορεί να είναι για κάποιους ανθρώπους η καθημερινότητά τους.
Στο μεταξύ το νέο ξενοδοχείο μου είχε στείλει τη σωστή διεύθυνση, οπότε μετακόμισα κι αυτή τη φορά ήταν όπως έπρεπε (δυο διπλά κρεβάτια με κάτω από 5 ευρώ), με καλή ηχομόνωση, δίπλα σε βράχο, ή ακριβέστερα μέσα, καθώς ορισμένοι χώροι είχαν για ταβάνι τις κοιλότητες βράχου.
Το βράδυ έκλεισα πρωινά εισιτήρια για το Ninh Binh κι έφαγα με τη Ρ. curry chicken, στη βιετναμέζικη εκδοχή του, στην παραλιακή· ο Τ. είχε πυρετό. Κι εκείνη θα πήγαινε την επομένη στο Ninh Binh, οπότε αποχαιρετιστήκαμε προσωρινά. Ήθελε να πάρει μοτοταξί, οπότε μόλις ένα μηχανάκι σταμάτησε μπροστά μου, τον ρώτησε πόσο θέλει για το χόστελ της, εκείνος την κοιτούσε σαν χαμένος. Απ’ ό,τι φαίνεται ήταν ένας απλός μηχανόβιος. Παρ’ όλα αυτά, αφού είδε στον χάρτη πού έμενε, δέχτηκε να την πάει για την –μάλλον στάνταρ- ταρίφα που η ίδια του πρότεινε.
Επέστρεψα στο ξενοδοχείο και έκανα τον –πιθανώς– τελευταίο ξέγνοιαστο ύπνο του ταξιδιού.
Το πρωί ξύπνησα με τον λαιμό μου τραχύ. Είχα ήδη κλείσει από το προηγούμενο βράδυ διαμονή σε άλλο μέρος, που να διατυμπανίζει ότι έχει «Θέα στο βουνό», ετοίμασα τα πράγματά μου και ένα μισάωρο πριν την έναρξη της εκδρομής έκανα μια βόλτα προς το ξενοδοχείο. Κοίταζα χάρτες στο booking, στο maps.me, στον Γούγλη, το καθένα με έβγαζε σε κάτι πολυκατοικίες. Μπήκα στο πλησιέστερο στο στίγμα ξενοδοχείο να ρωτήσω, κανένας στην υποδοχή· κανένας δεν απάντησε στο α λα ταινία τρόμου “Hello! Is anybody here?” μου.
Ρωτάω στον δρόμο, το ξενοδοχείο τούς ήταν άγνωστο, οι οδηγίες καταστηματαρχών για τη ζητούμενη διεύθυνση με έκανε μπαλάκι του τένις σε έναν δρόμο, μια προς τη θάλασσα, μια προς την μέσα, κάποια στιγμή τα παράτησα, τους έστειλα μήνυμα και επέστρεψα στο δικό μου εκτρωματικό ξενοδοχειάκι. Άφησα τα μπαγκάζια μου στην υποδοχή, τους ενημέρωσα ότι θα επέστρεφα κατά τις 5 για να αναχωρήσω, κάτι που τους παραξένεψε (ήξεραν μάλλον ότι δεν θα προλάβαινα το τελευταίο τουριστικό λεωφορείο για την ενδοχώρα) και έφτασα στο ταξιδιωτικό πρακτορείο.
Άργησε να έρθει το λεωφορείο και κλασικά ανησύχησα ότι με ξέχασαν, ένας φόβος που έκανα αρκετές μέρες να ξεπεράσω, καθώς σπάνια έρχονταν την ώρα που έλεγαν· η Ρ. όχι μόνο είχε μπει στο λεωφορείο, αλλά είχε φτάσει και στο λιμάνι μέχρι να αρχίσει να μαζεύεται κόσμος στο σημείο που περίμενα. Τελικά την είχε πάρει λάθος λεωφορείο, συμβαίνουν κι αυτά.
Και πάμε στην εκδρομή. Είχα χαμηλές προσδοκίες, η συννεφιά και το κρύωμα που με περιτριγύριζε έκαναν δυσοίωνη την κατάσταση, αλλά τελικά πέρασα καλά.
Κάναμε καγιάκ με τη Ρ. ανάμεσα στους βράχους που ξεχύνονταν από τη θάλασσα, πού και πού πετυχαίναμε μαϊμούδες να πηδάνε από δέντρο σε δέντρο, μέσα από σπηλιές που χάνεσαι στο σκοτάδι και βγαίνεις από την άλλη (στο πήγαινε πετύχαμε και μποτιλιάρισμα από το «αντίθετο» ρεύμα). Μπήκαμε τελευταίοι στο κανό και επιστρέψαμε τελευταίοι, γιατί παίρναμε τον χρόνο μας, με αποτέλεσμα στα περισσότερα μέρη να είμαστε είτε μόνοι είτε με δυο τρία ακόμη κανό στα ίδιους κολπίσκους. Χορταστικό μιαμισάωρο, ηρεμία και ωραία τοπία, τι περισσότερο να περιμένει κανείς από τόσο τουριστικές εκδρομές;
Στη συνέχεια φαγητό στη βάρκα κι έπειτα βουτιές για όσους μπορούσαν και ήθελαν σε ένα μικρό νησάκι. Δεδομένου του κρυώματος που μου γαργαλούσε τον λαιμό, αποφάσισα να μην το ρισκάρω (δεν ήθελα να καταλήξω άρρωστος στο Phong Nha και να μην απολαύσω την εκδρομή στα βράχια). Αλλά και καλά να ήμουν δεν ξέρω αν θα βουτούσα. Είχε βγει ο ήλιος, αλλά το νερό, αν και σχετικά καθαρότερα στο σημείο που σταματήσαμε, δεν με ενέπνεε να βουτήξω. Φαντάζομαι ότι οι Έλληνες είμαστε κακομαθημένοι ως προς αυτό σε σχέση με τους περισσότερους Ευρωπαίους ή Βορειοαμερικάνους.
Όταν φεύγαμε έφτανε ένα party boat, ευτυχώς δεν συμπέσαμε, γιατί δεν ξέρω πόσο θα απολάμβαναν οι κολυμβητές μας το μπάνιο τους συνοδεία κλαμπορεμίξ. Η συνέχεια ήταν στο Monkey Island, το κλασικό απ’ ό,τι κατάλαβα για τα δεδομένα της Ινδοκίνας νησί όπου υπάρχουν άγρια μαϊμούδια, που πρέπει συνεχώς να φυλάγεσαι γιατί έχουν συνδυάζει τους τουρίστες με φαγητό και κάθε φορά που έρχονται ορμάνε να τους γδύσουν.
Είχε ενδιαφέρον σαν σκηνικό, αν και τις μαϊμούδες τις έβλεπα με μισό μάτι, γιατί συμπεριφέρονταν σαν evil minions, βούτηξαν από κοπέλα τα γυαλιά της, άρπαζαν φρούτα και καρπούς, μέχρι και μπύρα βούτηξε μια μεγάλη με τεχνική που θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές πορτοφολάδων· όταν απομακρύνθηκε από το θύμα της ύψωσε το τενεκεδάκι στον αέρα και την ήπιε όλη μονορούφι. Στο τέλος δίπλωσε το αλουμίνιο και το πέταξε στο έδαφος· κάποιος πρέπει να τους μάθει την ανακύκλωση.
Το συγκεκριμένο νησί είχε και ορειβασία, από την κορυφή ενός βραχώδους λόφου απλωνόταν ο κόλπος στα πόδια σου. Η διαδρομή πολύ ωραία, δυσκολία όση χρειαζόταν για να αισθάνεσαι ότι σκαρφαλώνεις ένα βουνό και δεν πας για περίπατο. Η Ρ. και ο Τ. είχαν καθίσει να χαλαρώσουν στην παραλία, επιβλέποντας τα επιθετικά τετράποδα. Πήγα με την Κ., μια Αμερικανίδα που γνώρισα στο πλοίο, η οποία ζει τους τελευταίους μήνες στην Κίνα ως δασκάλα αγγλικών, και το έδαφος εκεί είναι παρόμοιο, οπότε ήταν pro μπροστά μου. Σε ένα σημείο φτάσαμε οριακά σε αδιέξοδο κι η τρελή χώθηκε ανάμεσα σε δυο κατακόρυφα βράχια κι άρχισε να ανεβαίνει ασκώντας πίεση στα τοιχώματα. Τα κατάφερε. Εγώ ανέβηκα από ένα απόκρημνο σημείο, που όμως η παρουσία ενός δέντρου έδινε την ψευδαίσθηση ότι έχεις να κρατηθείς από κάπου άμα πας να γκρεμοτσακιστείς.
Η θέα όλα τα λεφτά, καθίσαμε και απολαύσαμε το Λαν Χα Μπέι πιάτο, μόνοι μας για κάμποσο, μέχρι που αρχίσαμε να κατεβαίνουμε γιατί είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να φύγουμε.
Στην επιστροφή στην πόλη, περάσαμε ανάμεσα από το επιπλέον χωριό της περιοχής, ένα εκτεταμένο σύστημα σπιτιών μέσα στη θάλασσα. Δεν ήταν αυτόνομη κοινότητα, υπήρχε συχνή επικοινωνία με την Cat Ba City (π.χ. δεν υπήρχε σχολείο εκεί), αλλά ήταν ενδιαφέρον το πώς κάτι τέτοιο μπορεί να είναι για κάποιους ανθρώπους η καθημερινότητά τους.
Στο μεταξύ το νέο ξενοδοχείο μου είχε στείλει τη σωστή διεύθυνση, οπότε μετακόμισα κι αυτή τη φορά ήταν όπως έπρεπε (δυο διπλά κρεβάτια με κάτω από 5 ευρώ), με καλή ηχομόνωση, δίπλα σε βράχο, ή ακριβέστερα μέσα, καθώς ορισμένοι χώροι είχαν για ταβάνι τις κοιλότητες βράχου.
Το βράδυ έκλεισα πρωινά εισιτήρια για το Ninh Binh κι έφαγα με τη Ρ. curry chicken, στη βιετναμέζικη εκδοχή του, στην παραλιακή· ο Τ. είχε πυρετό. Κι εκείνη θα πήγαινε την επομένη στο Ninh Binh, οπότε αποχαιρετιστήκαμε προσωρινά. Ήθελε να πάρει μοτοταξί, οπότε μόλις ένα μηχανάκι σταμάτησε μπροστά μου, τον ρώτησε πόσο θέλει για το χόστελ της, εκείνος την κοιτούσε σαν χαμένος. Απ’ ό,τι φαίνεται ήταν ένας απλός μηχανόβιος. Παρ’ όλα αυτά, αφού είδε στον χάρτη πού έμενε, δέχτηκε να την πάει για την –μάλλον στάνταρ- ταρίφα που η ίδια του πρότεινε.
Επέστρεψα στο ξενοδοχείο και έκανα τον –πιθανώς– τελευταίο ξέγνοιαστο ύπνο του ταξιδιού.