Fanie
Member
Το άλλο πρωί βγήκαμε να πάρουμε πρωινό στο Tabac de la Sorbonne, το πρώτο cafe που συναντήσαμε στην πλατεία της Σορβόνης. Ο σερβιτόρος -ο οποίος έμοιαζε καταπληκτικά με τον Παραμυθά στο πιο λιγνό του- δεν μας άφησε να περιμένουμε καθόλου: πήρε την παραγγελία μας μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και γρήγορα το τραπεζάκι μας γέμισε καφέδες, πορτοκαλάδες και πιατάκια με κουρασάν, ταρτίν, μαρμελαδίτσες και βουτηράκια.
Τρώγοντας κάναμε το πρόγραμμά μας. Αποφασίσαμε να είμαστε κλασικοί στην επιλογή μας και να πάμε να δούμε την Παναγία των Παρισίων.
Αρχίσαμε λοιπόν ν' ανεβαίνουμε την Saint Michel με κατεύθυνση το ποτάμι. Εγώ ένα άγχος το είχα μπας και προσπεράσουμε το συντριβάνι στην πλατεία του αγίου και δεν καταφέρω να το απαθανατίσω, πράγμα δύσκολο γιατί το συγκεκριμένο έργο έχει ύψος 26 μέτρα και δεν είναι κάτι που χάνεται εύκολα. Κι όμως εμείς παραλίγο να το χάσουμε γιατί τελευταία στιγμή λοξοδρομήσαμε στην Saint Severin και βρεθήκαμε στην αρχή ενός πολυπολιτισμικού διατροφικού λαβύρινθου.
Ιταλικές τρατορίες, ινδικά εστιατόρια, ελληνικές ταβέρνες, γαλλικές μπρασερί και μικροσκοπικά μπιστρό, στριμώχνονταν ανάκατα στα ισόγεια πανέμορφων νεοκλασικών κτιρίων και υπόσχονταν γεύσεις επί γεύσεων, σε όποιον επέλεγε να διασχίσει το κατώφλι τους.
Όντας ακόμα χορτασμένοι από το πρωινό, δεν υποκύψαμε στους πειρασμούς και βρήκαμε το κουράγιο να βγούμε ξανά στην Saint Michel.
Βρήκα το συντριβάνι, έβγαλα τις φωτογραφίες μου και ενημέρωσα τον καλό μου ότι τώρα είχε έρθει η ώρα για την Notre Dame.
Ο καλός μου συμφώνησε κι εκεί που ετοιμαζόμασταν να περάσουμε την λεωφόρο και να κατευθυνθούμε προς τον γοτθικό μας στόχο, κάτι μας κάρφωσε στις θέσεις μας. Κάτι που ερχόταν από μακριά, σχεδόν αθόρυβο, αλλά αρκετά εντυπωσιακό για να περάσει απαρατήρητο: το γαλλικό ιππικό.
Δεκάδες αλογάκια, καστανά, λευκά και μαύρα, στολισμένα με τα καλά τους γκέμια, τις βαθυκόκκινες σέλες τους και τους λοφιοφόρους αναβάτες τους παρήλαυναν μπροστά μας στοιχισμένα σε δυάδες. Τα ακολουθούσαν ένα περιπολικό, μία μικρή κλούβα, ένα ασθενοφόρο, δύο φορτηγά μεταφοράς ίππων και έξι οχήματα καθαριότητας (οι γνωστές “σκούπες”).
Αγνοούσαμε, οι τουρίστες, πως τη μέρα εκείνη ορκίζονταν ο νέος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, και ενθουσιαστήκαμε πάραυτα με την έκπληξη.
Ξεχάσαμε τις αντηρίδες, τους ρόδακες και τα οξύκορφα τόξα κι αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε την παρέλαση στην κατάληξη της διαδρομής της. Μπροστά τα αλογάκια, πίσω οι “σκούπες”, παραπίσω εμείς.
Προχωρούσαμε κατά μήκος του Σηκουάνα, αγνοώντας τον καιρό που έκλεινε απειλητικά ολόγυρά μας, δίνοντας προσοχή μονάχα στο να τραβάμε φωτογραφίες. Όμως τα σύννεφα της καταιγίδας μάς πρόλαβαν λίγο πριν το Orsay και η βροχή που ξεκινούσε μας αποθάρρυνε από το να συνεχίσουμε το κυνήγι των αλόγων.
Μπήκαμε κάτω από το σκέπαστρο μιας στάσης κι αφού ελέγξαμε το φυλλάδιο του Musseum Pass για να βεβαιωθούμε ότι η είσοδος στο Orsay ήταν δωρεάν, αποφασίσαμε να το επισκεφθούμε.
Η ουρά για τα εκδοτήρια εισιτηρίων ήταν τριπλάσια από εκείνη στην οποία περιμέναμε εμείς με τις καρτούλες μας, παρολαυτά κάναμε μισή ώρα για να μπούμε μέσα. Η καθυστέρηση οφειλόταν στους ελέγχους ασφαλείας που γίνονται κατά την είσοδο στο κτίριο.
Μπήκαμε στις δώδεκα το μεσημέρι και βγήκαμε μετά από 3,5 ώρες χωρίς να έχουμε δει όλα τα εκθέματα, αλλά ικανοποιημένοι με όσα είχαμε προλάβει να δούμε προτού η κούραση μάς δείξει τον δρόμο της εξόδου.
Για εσάς που έχετε σκοπό να το επισκεφθείτε, καλό είναι να έχετε προηγουμένως μπει στο site του μουσείου και να έχετε εντοπίσει πού βρίσκονται τα έργα που σας ενδιαφέρουν: Mus.
Το Orsay αναπτύσσει τις κυριότερες γκαλερί του σε τρία επίπεδα, το 0 (οι συμβολιστές), το 2 (οι μετα-ιμπρεσιονιστές) και το 5 (οι ιμπρεσιονιστές).
Η γνώμη μου είναι να ξεκινήσετε από το επίπεδο 5 και κατεβείτε προς τα κάτω.
Οι φωτογραφίες απαγορεύονται, αλλά θα δείτε πολλούς ν' απαθανατίζουν το μεγάλο ρολόι πάνω από την είσοδο, έστω και στα κλεφτά.
Τέλος να έχετε υπόψη σας πως το μουσείο είναι κλειστό κάθε Δευτέρα ενώ κάθε Πέμπτη είναι ανοιχτό μέχρι αργά.
Αφήσαμε πίσω μας το Orsay και κινήσαμε ξανά για την Notre Dame. Η βροχή είχε σταματήσει και ο ήλιος έλαμπε μέσα από τα ανοίγματα των σύννεφων. Δίχως άλλους αντιπερισπασμούς περάσαμε την petit pont, την τελευταία γέφυρα πριν το στόχο μας κι ενώ η εκκλησία όρθωνε τον λευκό της όγκο στα 60 μέτρα από εμάς... εμείς λοξοδρομήσαμε πάλι!
Αυτή τη φορά ήταν μια επιγραφή που μας άλλαξε τα σχέδια η οποία έγραφε: “Crypte archéologique “ και μας προσκαλούσε να κατεβούμε μερικά σκαλιά και να χωθούμε κάτω από τη γη. Αγνοήσαμε λοιπόν για μια ακόμα φορά το γοτθικό μνημείο του 12ου αιώνα για να πάμε ακόμα πιο πίσω, στον 1ο π.Χ. αιώνα, στα χρόνια της Λουτέτσια. Χάρι στην έκθεση με τίτλο “και η Λουτέτσια έγινε Παρίσι”, μπορέσαμε να δούμε αναλυτικά την εξέλιξη της πόλης από την εποχή που ήταν ακόμα ένα γαλατικό χωριό. Εκτός από τα καθ' αυτού ερείπια, που φωτίζονταν όταν πατούσαμε συγκεκριμένους διακόπτες, υπήρχαν μακέτες, φωτογραφίες ευρημάτων που ανασκάφτηκαν στον χώρο, χάρτες και διαφάνειες.
Παραθέτω το site της κρύπτης:
Homepage | Crypte arch.
Βγαίνοντας ξανά στο φως, το φως δεν υπήρχε. Μια σκοτεινιά είχε σκεπάσει την πλάση (τριγύρω στον Σηκουάνα) και μια βροχή που όμοιά της δεν είχαμε ματαδεί (στο Παρίσι) έπεφτε από παντού. Και σα να μην έφτανε αυτό, είχε αρχίσει να φυσά κι ένας παγωμένος άνεμος που δεν άφηνε ομπρέλα για ομπρέλα όρθια.
Μέσα σ' αυτές τις αντίξοες συνθήκες τρέξαμε τα μέτρα που μας χώριζαν από την είσοδο της Notre Dame. Κοίταξα το ρολόι μου από καθαρή περιέργεια. Είχαμε ξεκινήσει να την δούμε στις έντεκα το πρωί και κόντευε τεσσερισήμισι το απόγευμα. Όλα καλά!
Τρυπώσαμε στον τεράστιο ναό δίχως καθυστέρηση, καθώς η βροχή είχε εξαφανίσει την ουρά, κι αρχίσαμε την περιήγησή μας. Το θησαυροφυλάκιο, όπου φυλάσσονται τα κειμήλια του ναού, δεν το προλάβαμε ανοιχτό. Όμως βγάλαμε φωτογραφίες τα υπέροχα βιτρό, τις πέτρινες κολώνες, τα καπνισμένα ταβάνια, τα ζωγραφιστά ξυλόγλυπτα κι έναν μεγάλο πολυέλαιο που λεγόταν “the crown of light” και ήταν ακουμπισμένος στο πάτωμα.
Όταν τελειώσαμε την περιήγησή μας είχε τελειώσει κι η βροχή. Το κρύο όμως επέμενε να δηλώνει ευθαρσώς την παρουσία του, ενισχυμένο σημαντικά από τις δυνατές ριπές του ανέμου. Αρχίσαμε να πεινάμε.
Ξεκινήσαμε ένα ταξίδι στην δεξιά όχθη για να βρούμε κάπου να φάμε. Περάσαμε από το σημαιοστολισμένο Δημαρχείο, βγήκαμε δίπλα από το Pompidou, ύστερα στρίψαμε στην Les Halles κι ύστερα στρίψαμε ξανά. Δεν θυμάμαι πόσα εστιατόρια είχε απορρίψει καθ' οδόν ο καλός μου, θυμάμαι όμως πως το στομάχι μου είχε αρχίσει να τον μισεί.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Πρόκειται να ακολουθήσει περιγραφή φαγοποτιού σε αμφιβόλου διατροφικής ηθικής εστιατόριο με πλαστικοποιημένους καταλόγους και ρόδινες χαρτοπετσέτες. Οι έχοντες εκλεπτυσμένους γευστικούς κάλυκες να αποστρέψουν πάραυτα το βλέμμα τους από το κείμενο!
Μπήκαμε στο πρώτο εστιατόριο που δεν είχαμε πια κουράγιο ν' απορρίψουμε. Τ' όνομά του έχει περάσει κιόλας στην γαστριμαργική λήθη, όμως η γκρίζα απεικόνιση του Παρθενώνα επάνω στις κατακόκκινες χαρτοπετσέτες του είναι κάτι που δεν ξεχνιέται εύκολα. Έπαιζε και κάτι που έμοιαζε με ελληνική μουσική, όμως όρκο δεν παίρνω. Το μέρος δήλωνε grek-grill-pizza και η παραγγελία μας περιλάμβανε και σουβλάκια και πίτσα, συνοδεία μπύρας. Φάγαμε, ξεκουραστήκαμε κι ύστερα πληρώσαμε και βγήκαμε πάλι στους παγωμένους δρόμους.
Τώρα ξεκινούσε πραγματικά η βόλτα μας στη δεξιά όχθη.
Θα φανεί περίεργο όμως το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση εδώ ήταν ένα ξηροκαρπάδικο. Ήταν γωνιακό, λαμπερό και τα ξηροκάρπια στη βιτρίνα του ήταν κλεισμένα σε συσκευασίες πολυτελείας. Επίσης με εντυπωσίασε το γεγονός που πουλούσαν ένα κομμάτι ξερό σύκο με μισό καρύδι στο κέντρο, 1,70 ? το τεμάχιο.
Συνεχίζοντας τη βόλτα μας περάσαμε μπροστά από την Eglise Réformée de l'Oratoire du Louvre, μια προτεσταντική εκκλησία που φιλοξενεί κατά καιρούς διάφορα κονσέρτα (κυρίως Bach).
Αρχίσαμε να περπατάμε την Rue deRivoli χαζεύοντας τα τουριστικά μαγαζάκια και τις βιτρίνες τους και φτάσαμε στο επιχρυσωμένο άγαλμα της Ιωάννας της Λωραίνης, όπου κάποιοι νωρίτερα είχαν καταθέσει στεφάνια.
Στη rue de Castiglione στρίψαμε δεξιά κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς τον βορρά, ακολουθώντας το όμορφο ψηφιδωτό της πεζοδρόμιο που υπογράμμιζε τα πανάκριβα καταστήματά της, και βρεθήκαμε έτσι στην place Ventome. Βγάλαμε φωτογραφία την ομώνυμη κολόνα με το άγαλμα του Ναπολέοντα στην κορυφή της και κατευθυνθήκαμε προς την Madeleine.
Η εκκλησία δυστυχώς ήταν κλειστή κι έτσι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού με την πολύτιμη βοήθεια του μετρό.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, όπου κάναμε ένα μπάνιο και ξαπλώσαμε.
Κοντά στα μεσάνυχτα πεινάσαμε πάλι.
ΞΑΝΑ ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακολουθεί περιγραφή αγοράς και κατανάλωσης πλαστικού φαγητού από το φαστφουντάδικο της γειτονιάς.
Βγήκαμε μέσα στη νύχτα προς αναζήτηση τροφής. Μπήκαμε σε κάτι που έμοιαζε με τα Goody's και βγήκαμε με μια μεγάλη χαρτοσακούλα γεμάτη burgers, αναψυκτικά και τηγανιτές πατάτες. Όμως δεν θέλαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο. Θέλαμε να βρούμε ένα ξεχωριστό μέρος για το δείπνο μας.
Και αρχίσαμε για μια ακόμα φορά να ανεβαίνουμε προς το ποτάμι.
Εντοπίσαμε το μέρος που θα καθόμασταν κοντά στην κρύπτη που είχαμε επισκεφθεί νωρίτερα σήμερα το απόγευμα, καθίσαμε κι αρχίσαμε να τρώμε. Ο καιρός ήταν ακόμα παγωμένος και εκτός από ελάχιστους ξάγρυπνους που χάζευαν τις πύλες της Notre Dame, άλλος κανείς δεν ήταν κοντά.
Ξαφνικά κάτι σύρθηκε στους θάμνους πίσω μας αφήνοντας στο διάβα του και μια ιδιάζουσα τσιριχτή κραυγή. Πεταχτήκαμε όρθιοι. Ένας νεαρός που περνούσε τη στιγμή εκείνη τυχαία κρυφογέλασε. Τα φυλλώματα στους θάμνους εξακολουθούσαν να σαλεύουν κι εμείς όρθιοι ακόμα τα κοιτούσαμε. Και τότε εμφανίστηκε ένας ποντίκαρος ναααα!
Σκάσαμε στα γέλια. Όλος αυτός ο κόσμος που κάθεται κάθε πρωί εδώ κι αμέριμνος ταΐζει τα σπουργίτια, δεν έχει ιδέα για το τι συμβαίνει στο Παρίσι μετά τα μεσάνυχτα. Μαζέψαμε την χαρτοσακούλα μας και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Μέχρι να διασχίσουμε την πλατεία της εκκλησίας κι άλλα ποντικάκια έκαναν ντροπαλά την εμφάνισή τους κι ύστερα κρύβονταν ξανά στους θάμνους.
Φάγαμε το εναπομείναν φαγητό μας στο χέρι, χαζέψαμε έναν κύριο που έκανε προπόνηση στις φιγούρες με πατίνια κάτω από τις λάμπες του πεζόδρομου και επιστρέψαμε ξανά στο ξενοδοχείο μας.
Τρώγοντας κάναμε το πρόγραμμά μας. Αποφασίσαμε να είμαστε κλασικοί στην επιλογή μας και να πάμε να δούμε την Παναγία των Παρισίων.
Αρχίσαμε λοιπόν ν' ανεβαίνουμε την Saint Michel με κατεύθυνση το ποτάμι. Εγώ ένα άγχος το είχα μπας και προσπεράσουμε το συντριβάνι στην πλατεία του αγίου και δεν καταφέρω να το απαθανατίσω, πράγμα δύσκολο γιατί το συγκεκριμένο έργο έχει ύψος 26 μέτρα και δεν είναι κάτι που χάνεται εύκολα. Κι όμως εμείς παραλίγο να το χάσουμε γιατί τελευταία στιγμή λοξοδρομήσαμε στην Saint Severin και βρεθήκαμε στην αρχή ενός πολυπολιτισμικού διατροφικού λαβύρινθου.
Ιταλικές τρατορίες, ινδικά εστιατόρια, ελληνικές ταβέρνες, γαλλικές μπρασερί και μικροσκοπικά μπιστρό, στριμώχνονταν ανάκατα στα ισόγεια πανέμορφων νεοκλασικών κτιρίων και υπόσχονταν γεύσεις επί γεύσεων, σε όποιον επέλεγε να διασχίσει το κατώφλι τους.
Όντας ακόμα χορτασμένοι από το πρωινό, δεν υποκύψαμε στους πειρασμούς και βρήκαμε το κουράγιο να βγούμε ξανά στην Saint Michel.
Βρήκα το συντριβάνι, έβγαλα τις φωτογραφίες μου και ενημέρωσα τον καλό μου ότι τώρα είχε έρθει η ώρα για την Notre Dame.
Ο καλός μου συμφώνησε κι εκεί που ετοιμαζόμασταν να περάσουμε την λεωφόρο και να κατευθυνθούμε προς τον γοτθικό μας στόχο, κάτι μας κάρφωσε στις θέσεις μας. Κάτι που ερχόταν από μακριά, σχεδόν αθόρυβο, αλλά αρκετά εντυπωσιακό για να περάσει απαρατήρητο: το γαλλικό ιππικό.
Δεκάδες αλογάκια, καστανά, λευκά και μαύρα, στολισμένα με τα καλά τους γκέμια, τις βαθυκόκκινες σέλες τους και τους λοφιοφόρους αναβάτες τους παρήλαυναν μπροστά μας στοιχισμένα σε δυάδες. Τα ακολουθούσαν ένα περιπολικό, μία μικρή κλούβα, ένα ασθενοφόρο, δύο φορτηγά μεταφοράς ίππων και έξι οχήματα καθαριότητας (οι γνωστές “σκούπες”).
Αγνοούσαμε, οι τουρίστες, πως τη μέρα εκείνη ορκίζονταν ο νέος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, και ενθουσιαστήκαμε πάραυτα με την έκπληξη.
Ξεχάσαμε τις αντηρίδες, τους ρόδακες και τα οξύκορφα τόξα κι αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε την παρέλαση στην κατάληξη της διαδρομής της. Μπροστά τα αλογάκια, πίσω οι “σκούπες”, παραπίσω εμείς.
Προχωρούσαμε κατά μήκος του Σηκουάνα, αγνοώντας τον καιρό που έκλεινε απειλητικά ολόγυρά μας, δίνοντας προσοχή μονάχα στο να τραβάμε φωτογραφίες. Όμως τα σύννεφα της καταιγίδας μάς πρόλαβαν λίγο πριν το Orsay και η βροχή που ξεκινούσε μας αποθάρρυνε από το να συνεχίσουμε το κυνήγι των αλόγων.
Μπήκαμε κάτω από το σκέπαστρο μιας στάσης κι αφού ελέγξαμε το φυλλάδιο του Musseum Pass για να βεβαιωθούμε ότι η είσοδος στο Orsay ήταν δωρεάν, αποφασίσαμε να το επισκεφθούμε.
Η ουρά για τα εκδοτήρια εισιτηρίων ήταν τριπλάσια από εκείνη στην οποία περιμέναμε εμείς με τις καρτούλες μας, παρολαυτά κάναμε μισή ώρα για να μπούμε μέσα. Η καθυστέρηση οφειλόταν στους ελέγχους ασφαλείας που γίνονται κατά την είσοδο στο κτίριο.
Μπήκαμε στις δώδεκα το μεσημέρι και βγήκαμε μετά από 3,5 ώρες χωρίς να έχουμε δει όλα τα εκθέματα, αλλά ικανοποιημένοι με όσα είχαμε προλάβει να δούμε προτού η κούραση μάς δείξει τον δρόμο της εξόδου.
Για εσάς που έχετε σκοπό να το επισκεφθείτε, καλό είναι να έχετε προηγουμένως μπει στο site του μουσείου και να έχετε εντοπίσει πού βρίσκονται τα έργα που σας ενδιαφέρουν: Mus.
Το Orsay αναπτύσσει τις κυριότερες γκαλερί του σε τρία επίπεδα, το 0 (οι συμβολιστές), το 2 (οι μετα-ιμπρεσιονιστές) και το 5 (οι ιμπρεσιονιστές).
Η γνώμη μου είναι να ξεκινήσετε από το επίπεδο 5 και κατεβείτε προς τα κάτω.
Οι φωτογραφίες απαγορεύονται, αλλά θα δείτε πολλούς ν' απαθανατίζουν το μεγάλο ρολόι πάνω από την είσοδο, έστω και στα κλεφτά.
Τέλος να έχετε υπόψη σας πως το μουσείο είναι κλειστό κάθε Δευτέρα ενώ κάθε Πέμπτη είναι ανοιχτό μέχρι αργά.
Αφήσαμε πίσω μας το Orsay και κινήσαμε ξανά για την Notre Dame. Η βροχή είχε σταματήσει και ο ήλιος έλαμπε μέσα από τα ανοίγματα των σύννεφων. Δίχως άλλους αντιπερισπασμούς περάσαμε την petit pont, την τελευταία γέφυρα πριν το στόχο μας κι ενώ η εκκλησία όρθωνε τον λευκό της όγκο στα 60 μέτρα από εμάς... εμείς λοξοδρομήσαμε πάλι!
Αυτή τη φορά ήταν μια επιγραφή που μας άλλαξε τα σχέδια η οποία έγραφε: “Crypte archéologique “ και μας προσκαλούσε να κατεβούμε μερικά σκαλιά και να χωθούμε κάτω από τη γη. Αγνοήσαμε λοιπόν για μια ακόμα φορά το γοτθικό μνημείο του 12ου αιώνα για να πάμε ακόμα πιο πίσω, στον 1ο π.Χ. αιώνα, στα χρόνια της Λουτέτσια. Χάρι στην έκθεση με τίτλο “και η Λουτέτσια έγινε Παρίσι”, μπορέσαμε να δούμε αναλυτικά την εξέλιξη της πόλης από την εποχή που ήταν ακόμα ένα γαλατικό χωριό. Εκτός από τα καθ' αυτού ερείπια, που φωτίζονταν όταν πατούσαμε συγκεκριμένους διακόπτες, υπήρχαν μακέτες, φωτογραφίες ευρημάτων που ανασκάφτηκαν στον χώρο, χάρτες και διαφάνειες.
Παραθέτω το site της κρύπτης:
Homepage | Crypte arch.
Βγαίνοντας ξανά στο φως, το φως δεν υπήρχε. Μια σκοτεινιά είχε σκεπάσει την πλάση (τριγύρω στον Σηκουάνα) και μια βροχή που όμοιά της δεν είχαμε ματαδεί (στο Παρίσι) έπεφτε από παντού. Και σα να μην έφτανε αυτό, είχε αρχίσει να φυσά κι ένας παγωμένος άνεμος που δεν άφηνε ομπρέλα για ομπρέλα όρθια.
Μέσα σ' αυτές τις αντίξοες συνθήκες τρέξαμε τα μέτρα που μας χώριζαν από την είσοδο της Notre Dame. Κοίταξα το ρολόι μου από καθαρή περιέργεια. Είχαμε ξεκινήσει να την δούμε στις έντεκα το πρωί και κόντευε τεσσερισήμισι το απόγευμα. Όλα καλά!
Τρυπώσαμε στον τεράστιο ναό δίχως καθυστέρηση, καθώς η βροχή είχε εξαφανίσει την ουρά, κι αρχίσαμε την περιήγησή μας. Το θησαυροφυλάκιο, όπου φυλάσσονται τα κειμήλια του ναού, δεν το προλάβαμε ανοιχτό. Όμως βγάλαμε φωτογραφίες τα υπέροχα βιτρό, τις πέτρινες κολώνες, τα καπνισμένα ταβάνια, τα ζωγραφιστά ξυλόγλυπτα κι έναν μεγάλο πολυέλαιο που λεγόταν “the crown of light” και ήταν ακουμπισμένος στο πάτωμα.
Όταν τελειώσαμε την περιήγησή μας είχε τελειώσει κι η βροχή. Το κρύο όμως επέμενε να δηλώνει ευθαρσώς την παρουσία του, ενισχυμένο σημαντικά από τις δυνατές ριπές του ανέμου. Αρχίσαμε να πεινάμε.
Ξεκινήσαμε ένα ταξίδι στην δεξιά όχθη για να βρούμε κάπου να φάμε. Περάσαμε από το σημαιοστολισμένο Δημαρχείο, βγήκαμε δίπλα από το Pompidou, ύστερα στρίψαμε στην Les Halles κι ύστερα στρίψαμε ξανά. Δεν θυμάμαι πόσα εστιατόρια είχε απορρίψει καθ' οδόν ο καλός μου, θυμάμαι όμως πως το στομάχι μου είχε αρχίσει να τον μισεί.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Πρόκειται να ακολουθήσει περιγραφή φαγοποτιού σε αμφιβόλου διατροφικής ηθικής εστιατόριο με πλαστικοποιημένους καταλόγους και ρόδινες χαρτοπετσέτες. Οι έχοντες εκλεπτυσμένους γευστικούς κάλυκες να αποστρέψουν πάραυτα το βλέμμα τους από το κείμενο!
Μπήκαμε στο πρώτο εστιατόριο που δεν είχαμε πια κουράγιο ν' απορρίψουμε. Τ' όνομά του έχει περάσει κιόλας στην γαστριμαργική λήθη, όμως η γκρίζα απεικόνιση του Παρθενώνα επάνω στις κατακόκκινες χαρτοπετσέτες του είναι κάτι που δεν ξεχνιέται εύκολα. Έπαιζε και κάτι που έμοιαζε με ελληνική μουσική, όμως όρκο δεν παίρνω. Το μέρος δήλωνε grek-grill-pizza και η παραγγελία μας περιλάμβανε και σουβλάκια και πίτσα, συνοδεία μπύρας. Φάγαμε, ξεκουραστήκαμε κι ύστερα πληρώσαμε και βγήκαμε πάλι στους παγωμένους δρόμους.
Τώρα ξεκινούσε πραγματικά η βόλτα μας στη δεξιά όχθη.
Θα φανεί περίεργο όμως το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση εδώ ήταν ένα ξηροκαρπάδικο. Ήταν γωνιακό, λαμπερό και τα ξηροκάρπια στη βιτρίνα του ήταν κλεισμένα σε συσκευασίες πολυτελείας. Επίσης με εντυπωσίασε το γεγονός που πουλούσαν ένα κομμάτι ξερό σύκο με μισό καρύδι στο κέντρο, 1,70 ? το τεμάχιο.
Συνεχίζοντας τη βόλτα μας περάσαμε μπροστά από την Eglise Réformée de l'Oratoire du Louvre, μια προτεσταντική εκκλησία που φιλοξενεί κατά καιρούς διάφορα κονσέρτα (κυρίως Bach).
Αρχίσαμε να περπατάμε την Rue deRivoli χαζεύοντας τα τουριστικά μαγαζάκια και τις βιτρίνες τους και φτάσαμε στο επιχρυσωμένο άγαλμα της Ιωάννας της Λωραίνης, όπου κάποιοι νωρίτερα είχαν καταθέσει στεφάνια.
Στη rue de Castiglione στρίψαμε δεξιά κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς τον βορρά, ακολουθώντας το όμορφο ψηφιδωτό της πεζοδρόμιο που υπογράμμιζε τα πανάκριβα καταστήματά της, και βρεθήκαμε έτσι στην place Ventome. Βγάλαμε φωτογραφία την ομώνυμη κολόνα με το άγαλμα του Ναπολέοντα στην κορυφή της και κατευθυνθήκαμε προς την Madeleine.
Η εκκλησία δυστυχώς ήταν κλειστή κι έτσι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού με την πολύτιμη βοήθεια του μετρό.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, όπου κάναμε ένα μπάνιο και ξαπλώσαμε.
Κοντά στα μεσάνυχτα πεινάσαμε πάλι.
ΞΑΝΑ ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακολουθεί περιγραφή αγοράς και κατανάλωσης πλαστικού φαγητού από το φαστφουντάδικο της γειτονιάς.
Βγήκαμε μέσα στη νύχτα προς αναζήτηση τροφής. Μπήκαμε σε κάτι που έμοιαζε με τα Goody's και βγήκαμε με μια μεγάλη χαρτοσακούλα γεμάτη burgers, αναψυκτικά και τηγανιτές πατάτες. Όμως δεν θέλαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο. Θέλαμε να βρούμε ένα ξεχωριστό μέρος για το δείπνο μας.
Και αρχίσαμε για μια ακόμα φορά να ανεβαίνουμε προς το ποτάμι.
Εντοπίσαμε το μέρος που θα καθόμασταν κοντά στην κρύπτη που είχαμε επισκεφθεί νωρίτερα σήμερα το απόγευμα, καθίσαμε κι αρχίσαμε να τρώμε. Ο καιρός ήταν ακόμα παγωμένος και εκτός από ελάχιστους ξάγρυπνους που χάζευαν τις πύλες της Notre Dame, άλλος κανείς δεν ήταν κοντά.
Ξαφνικά κάτι σύρθηκε στους θάμνους πίσω μας αφήνοντας στο διάβα του και μια ιδιάζουσα τσιριχτή κραυγή. Πεταχτήκαμε όρθιοι. Ένας νεαρός που περνούσε τη στιγμή εκείνη τυχαία κρυφογέλασε. Τα φυλλώματα στους θάμνους εξακολουθούσαν να σαλεύουν κι εμείς όρθιοι ακόμα τα κοιτούσαμε. Και τότε εμφανίστηκε ένας ποντίκαρος ναααα!
Σκάσαμε στα γέλια. Όλος αυτός ο κόσμος που κάθεται κάθε πρωί εδώ κι αμέριμνος ταΐζει τα σπουργίτια, δεν έχει ιδέα για το τι συμβαίνει στο Παρίσι μετά τα μεσάνυχτα. Μαζέψαμε την χαρτοσακούλα μας και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Μέχρι να διασχίσουμε την πλατεία της εκκλησίας κι άλλα ποντικάκια έκαναν ντροπαλά την εμφάνισή τους κι ύστερα κρύβονταν ξανά στους θάμνους.
Φάγαμε το εναπομείναν φαγητό μας στο χέρι, χαζέψαμε έναν κύριο που έκανε προπόνηση στις φιγούρες με πατίνια κάτω από τις λάμπες του πεζόδρομου και επιστρέψαμε ξανά στο ξενοδοχείο μας.