delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.196
Προφανώς, στις δεσμεύσεις μου (“ένα κείμενο για την εκδρομή μας σήμερα, ένα αύριο, ένα μεθαύριο”) είμαι πιο αναξιόπιστος κι από πολιτικό κατά τη διάρκεια προεκλογικής περιόδου, όμως... επιτρέψτε μου να ξεροβήξω casually, να σφυρίξω ανέμελα, και να αρχίσω...
Δεν πεινάν στο Pulau Pinang
Σαχλός τίτλος-λογοπαίγνιο που μου δίνει την ευκαιρία να το παίξω έξυπνος και να γράψω ότι το νησί (pulau) που όσοι ξένοι επισκέπτονται τη Μαλαισία αποκαλούν Πενάνγκ (Penang), στα Μαλαισιανά το όνομά του το προφέρουν “Πινάν”. Το g στο τέλος των λέξεων το τρώει η μαρμάγκα, όπως και το h, όπως και το k. Βασίλισσα/Βασιλιάς (οι κυρίες προηγούνται) όλων των παραδειγμάτων, το teh tarik, σήμα κατατεθέν (ένα από τα) μεταξύ των ροφημάτων στη Μαλαισία, το όνομα του οποίου ακούγεται περισσότερο σαν “τε ταρέ(ι)”. Μαλαισιανών παρένθεση κλείνει.
Όπως περνάς τη γέφυρα που συνδέει το νησί με τη mainland, το βλέμμα σου δεν μπορεί παρά να καρφωθεί στο βάθος, δεξιά, στον πύργο Komtar, το ψηλότερο με και μπιπ-μπιπ τις διαφορές κτίριο στο νησί. Την πρώτη φορά που πήγαμε στο νησί, τον Φεβρουάριο, όταν πρωτοείδα τον Komtar να ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα κτίρια όπως φαντάζομαι ξεχώριζε ο Παναγιώτης Φασούλας από όλους τους υπόλοιπους συμμαθητές του στο Δημοτικό), το μόνο που είπα ήταν ένα καραφιλοσοφημένο “Α” (μίλησε η πολυετής ενασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία, τρομάρα μου). Το είπα δε με τέτοιο τρόπο, λες και δίπλα υπήρχε 75% θαυμαστικό έκπληξης, και 25% ερωτηματικό, εξίσου μεγάλης έκπληξης. Ένα παρόμοιο “Α” είχα “πετάξει” την πρώτη φορά που με φίλησε κοπέλα (σιγά μην έβρισκα τα κότσια να τη φιλήσω εγώ πρώτος... ΧΑ!). Τι πάω και θυμάμαι...
Anyway, όπως πλησιάζεις την Georgetown, την πρωτεύουσα του νησιού, τον Komtar τον βλέπεις διαρκώς όλο και να μεγαλώνει, όπως πηγαίνεις πιο κοντά του. Από τη μία εντυπωσιακό, από την άλλη αστείο, αν μεταξύ εσού και του Komtar υπάρχει μία τεράστια διαφημιστική πινακίδα με το πρόσωπο του Λιονέλ Μέσι, και μία δεδομένη στιγμή ο Komtar βρίσκεται ακριβώς από πίσω του, πάνω από το κεφάλι του, ψηλός-ψηλός και σχετικά λευκός, λες κι ο Μέσι είναι σεφ και φοράει ένα από εκείνα τα αστεία πανύψηλα καπέλα...
Georgetown λοιπόν... Μεγάλη, δεν μπορείς να την πεις. Μικρή, ούτε. Αν ήταν ποδοσφαιρικό γήπεδο της Θεσσαλονίκης, δεν θα ήταν ούτε το σχετικά μεγάλο και “κρύο” για ποδοσφαιρικούς αγώνες (λόγω των κουλουάρ γύρω από το χορτάρι) Καυτανζόγλειο, ούτε το γηπεδάκι στα σύνορα Πυλαίας-Κωνσταντινουπολίτικων που ο γράφων πέρασε λίγα εφηβικά χρόνια παίζοντας σε ερασιτεχνική ομάδα της Τούμπας. Θα ήταν το Χαριλάου (“Κλεάνθης Βικελίδης”, whatever), μεσαίων διαστάσεων, “ζεστό”, τέλειο για ποδόσφαιρο. Ομοίως, η Georgetown είναι τέλεια για βόλτα. Δεν είναι “ένας δρόμος πάνω-κάτω, τον κάναμε είκοσι φορές, άντε να τα μαζέψουμε να φύγουμε”, ούτε “πού να τραβηχτούμε τώρα μιάμιση ώρα στην κίνηση για να πάμε στο κέντρο, και μετά άλλη μία για να βρούμε πάρκινγκ”. Περπατώντας αργά, μέσα σε λιγότερο από μία ώρα μπορείς να έχεις ολοκληρώσει έναν άκρως απολαυστικό κύκλο του κέντρου της πόλης, έχοντας δοκιμάσει τη φημισμένη κουζίνα του νησιού, έχοντας χαζέψει μια ντουζίνα πανέμορφους κινέζικους ναούς και ακόμη πιο εντυπωσιακά κτίρια κινέζικων (κάτι σαν) “συντεχνιών”, κυρίως όμως, έχοντας γεμίσει τα πνευμόνια σου με αέρα πολύ... χαλαρό, πολύ carefree, πολύ “χαλαρά θα μπορούσα να περάσω μια βδομάδα με δέκα μέρες εδώ”.
Κάναμε λοιπόν τη βόλτα μας, φάγαμε τις λιχουδιές μας, διαβάσαμε τα phrasebooks μας (εγώ Malay, εκείνη Greek), χαζέψαμε τους πολλούς backpackers, που εδώ βρίσκουν έναν παράδεισο, να μοιράζονται τραπεζάκια σε απλά φαγάδικα του δρόμου με Chinese Malaysian (που εδώ αποτελούν τεράστια πλειοψηφία), και κάποια στιγμή επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο (Tune Hotel, αδερφάκι της Air Asia), σε δωμάτιο από το παράθυρο του οποίου τον Komtar τον είχαμε “φάτσα”, κάτι που εκμεταλλευτήκαμε για να βγάλουμε αστείες φωτογραφίες...
Την επόμενη μέρα, την περασμένη Παρασκευή ήταν, 16 του μήνα, μπήκαμε νωρίς στο αμάξι, έχοντας αποφασίσει να κάνουμε τον γύρο του νησιού, σταματώντας σχεδόν σε κάθε χωριό-χωριουδάκι-μισογκρεμισμένο παράπηγμα. Τραβήξαμε νότια, στο μικροσκοπικό Batu Maung, στη νοτιοανατολικότερη μυτούλα του νησιού. Ψαροχώρι διαβάσαμε, δίπλα στη θάλασσα, πάνω στον “ring road” του νησιού, “ψηθήκαμε”. Τελικώς, το χωριουδάκι έβγαλε από μέσα μου τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ τις πρώτες ημέρες κάθε διαπραγμάτευσης για νέα συλλογική σύμβαση εργασίας. Το... επέστρεψα στους κατοίκους του ως απαράδεκτο, όπως κάνει με τις προτάσεις των εργοδοτών ο εκάστοτε νούμερο ένα εργατοπατέρας. Δεν είμαι judgmental, ούτε “δεν είμαι ΕΓΩ ρατσιστής. ΑΥΤΟΙ είναι μαύροι”, όταν ταξιδεύω βλέπω “ομορφιά” (ως αντικείμενο παρατήρησης) σε οτιδήποτε, όμως δεν αντέχω τα “παραθαλάσσια” μέρη που για να βγεις στην θάλασσα πρέπει πρώτα να... λύσεις μία σειρά γρίφων για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσεις. Για να μην το κουράσω περισσότερο, στο “παραθαλάσσιο” Batu Maung, πρόσβαση στην θάλασσα έχουν μόνο οι ψαράδες. Αν είσαι έφηβος και θες να βγάλεις τη φιλεναδίτσα σου βόλτα, να καθίστε σε παγκάκι με θέα την θάλασσα και να μοιραστείτε μισό μάνγκο, πρέπει να έχεις “ρόδες”, έστω και ποδήλατο, για να πας σε άλλο παραθαλάσσιο χωριό του νησιού.
Από το Batu Maung τραβήξαμε δυτικά (για το αντίθετο θα χρειαζόμασταν ψαρόβαρκα), και μέσω του μικροσκοπικού Teluk Kumbar καταλήξαμε στο μικροσκοπικότερο Gertak Sanggul, στη νοτοδυτική μυτίτσα του νησιού, ακολουθώντας έναν δρόμο που μου θύμισε Σιθωνία. Φιδίσιος, με βουνοπλαγιά στη μια πλευρά, και θάλασσα (έστω κι όχι τιρκουάζ) στην άλλη. Το χωριουδάκι είναι ουσιαστικά μία σειρά από μονοκατοικίες, όλες στην ίδια πλευρά του δρόμου. Στην άλλη, στα 20-30 μέτρα, η θάλασσα. Και δεμένες στα πρώτα δέντρα όπως βγαίνεις από τη θάλασσα, πολλές ψαρόβαρκες, που με τα μπλε και κόκκινά τους μου θύμισαν Βιετνάμ, Nha Trang, Cat Ba, Hoi an... Ήσυχα, ήσυχα, ήσυχα. Ψυχή τριγύρω μας. Φθάνοντας στην είσοδο του χωριού είχαμε δει αυτοκινητοπομπή, στην κεφαλή της οποίας υπήρχε ένα βανάκι με τη σωρό κατοίκου του χωριού. Οι... Μητσοτάκηδες, συνδέσαμε την άφιξή μας στο νησί με τον θάνατο ενός καψερού κατοίκου του κούτσικου Gertak Sanggul, το οποίο όμως, ανεπιτυχές χιούμορ-aside, θα το θυμάμαι και θα σκάω ένα χαμογελάκι, επειδή λατρεύω τα ήσυχα παραθαλάσσια μέρη στα οποία μπορείς να καθίσεις στην άκρη μίας ταπεινής ξύλινης αποβάθρας και να βουτήξεις στα πόδια σου στο νερό, με πολύ-πολύ πράσινο τριγύρω σου (η παραλία στο χωριουδάκι είναι σαν μία πράσινη πολυθρόνα, με ψηλούτσικα κατάφυτα “μπράτσα” δεξιά κι αριστερά, και μία εξίσου καταπράσινη “λοφογραμμή” στην πλάτη σου).
Πίσω στο αμάξι, και βόρεια. Στο Sungai Pinang, στο οποίο η γέφυρα πάνω από τον ποταμό (αυτό σημαίνει sungai), σου προσφέρει ωραία θέα στην πρασινοτάτη αυλή του διπλανού όμορφου τζαμιού), στρίψαμε αριστερά. Γιατί; Επειδή έχω λόξα με τα last frontier μέρη, με μέρη που βρίσκονται στο... τέλος της γραμμής, στο τέλος ενός δρόμου. Όταν πήγα στη νότια Ινδία, δε διανοήθηκα καν να αφήσω εκτός itinerary το Kanyakumari (ή όπως αλλιώς γράφεται τέλος πάντων), στο southernmost tip της Ινδίας, το οποίο κατέληξα για λίγη ώρα να μοιραστώ, με τα πόδια στη μικρή αμμώδη παραλία, με Ινδουιστές για τους οποίους το μέρος είναι τόπος λατρείας. Από όλη την αχανή ρωσική επικράτεια, η πόλη που με συναρπάζει σαν... ιδέα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, είναι το Βλαδιβοστόκ, στο τέλος του Υπερσιβηρικού. Κι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, απωθημένο έχω το να πάω με αμάξι από τη Φλόριντα νότια μέχρι το τελευταίο εκ των νησιών Keys. Κολλήματα είναι αυτά. Στην περίπτωση του Pinang, η δίψα μου για “πιο πέρα δεν πάει” μέρη, μας έβγαλε -και- στο Pantai Acheh, ένα ακόμη παραθαλάσσιο χωριουδάκι, στο οποίο, ακολουθώντας τον έναν και μοναδικό δρόμο του χωριού, βγήκαμε κυριολεκτικά στην... αυλή ενός σπιτιού. “Πιο πέρα, δεν πήγαινε”. Η δυσκολία της φίλης μου να περπατήσει, μας απέτρεψε από το να λύσουμε ένα ακόμη κατεβατό γρίφων για να βρούμε δίοδο προς τη θάλασσα. Όμως, φάγαμε από ένα γιαμ-γιαμ πιάτο char kway teow (όταν φύγω από τη Μαλαισία θα είμαι σε θέση να γράψω βιβλίο αποκλειστικά για το συγκεκριμένο φαγητό, έχοντας δοκιμάσει ένα πιάτο σε 10+ πόλεις της χώρας, και σε 20+ μαγαζιά στην Κουάλα Λουμπούρ), χαζέψαμε τις αυλές των κινέζικων μονοκατοικιών, ήπιαμε το κινέζικο τσάι μας, και φύγαμε ικανοποιημένοι, υπό τα “θα χάθηκαν τα παιδιά” βλέμματα των υπόλοιπων πελατών του super simple φαγάδικου που καθίσαμε για το μεσημεριανό μας. Τουρίστες εκεί βλέπουν πιο σπάνια απ' ότι βλέπουν χιόνι στην Κουάλα Λουμπούρ...
Φυσικά, το ότι φάγαμε μεσημεριανό στο Pantai Acheh, δε σημαίνει ότι ένα τέταρτο αργότερα δεν μπορούσαμε να φάμε και “Μεσημεριανό ΙΙ: the Sequel” στο Balik Pulau. Έχοντας περάσει αρκετό χρόνο στο βόρειο κομμάτι του νησιού τον Φεβρουάριο, είπαμε αυτήν τη φορά να το αφήσουμε στην άκρη. Έτσι επιστρέψαμε στο Balik Pulau, από το οποίο είχαμε περάσει νωρίτερα on our way προς Pantai Acheh. Balik Pulau = μεγαλύτερη “πόλη” (λέμε τώρα...) στην ενδοχώρα του νησιού, στοιχείο φυσικά που ελάχιστα μέτρησε στην απόφασή μας να σταματήσουμε. Γιατί ακριβώς σταματήσαμε; Επειδή “it's a good place for lunch, and the local specialty, laksa balik pulau, is a must”, σύμφωνα με τον Lonely Planet μου. Και laksa δοκιμάσαμε, και χυμό nutmeg (άλλο σήμα κατατεθέν της πόλης), και μισό τόνο mangosteen και rambutan (φρούτα) αγοράσαμε. Παρεμπιπτόντως, αρκετά ξενοδοχεία στη Μαλαισία έχουν απαγορευτικό όχι μόνο για το durian (λόγω μυρωδιάς), αλλά και για το mangosteen, το οποίο μπορεί να είναι yummy, αλλά αν στάξει σε λευκό σεντόνι, λένε ότι δεν μπορείς να καθαρίσεις τον λεκέ, τον πωπό σου κάτω να χτυπάς...
Σε αυτόν τον 100 παρά ένα χιλιόμετρα κάτι σαν κύκλο του νησιού που κάναμε, αφήσαμε the best for last. Πριν επιστρέψουμε στην Georgetown, πήγαμε στο Air Itam, για να επισκεφτούμε τον Kek Lok Si, μεγαλύτερο βουδιστικό ναό της Μαλαισίας. Από τα highlight αυτής της εκδρομής. Αισθανόμενος ντροπή, ακολούθησα τους άλλους οδηγούς και πάρκαρα το αυτοκίνητό μας στο πάρκινγκ στην κορυφή του λόφου που καταλαμβάνει το σύμπλεγμα των κτιρίων που πλαισιώνουν τον ναό. Ντροπή, επειδή το “ουάαααου” άγαλμα της Kuan Yin που δεσπόζει στην κορυφή του λόφου ήταν πέντε μέτρα μακριά από το σημείο που άφησα το αμάξι. Είναι σαν να παρκάρεις δέκα βήματα από τα σκαλοπάτια του Παρθενώνα. Αλλά, αφού πάρκαραν οι ντόπιοι, ποιοι ήμασταν εμείς να πάμε κόντρα στο κύμα; (και να ανέβουμε μία ατελείωτη απότομη ανηφόρα με τα πόδια). Αν δεν είσαι των ναών, στον συγκεκριμένο μπορείς τουλάχιστον να απολαύσεις την πανοραμική θέα προς την Georgetown. “Εκεί είναι το ξενοδοχείο μας, εκεί φάγαμε χθες, εκεί είδαμε εκείνο το χαριτωμένο καφέ με τους σούπερ χυμούς, εκεί το ένα, εκεί το άλλο...” Κι αν ο ουρανός είναι καλός, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να επιλέξεις τη μέγιστη δυνατή ανάλυση στη φωτογραφική μηχανή σου για τις φωτογραφίες σου, επειδή μία από αυτές μπορεί να είναι το επόμενο wallpaper σου, και κάποιες θα αξίζει να τις εκτυπώσεις και να τις κρεμάσεις στους τοίχους του σπιτιού σου. Αν δεν είσαι των ναών, και ο ουρανός είναι μουντός (εμείς φανήκαμε τυχεροί), τότε δεν μπορείς παρά να αποζημιωθείς για τον χρόνο σου εκεί, γέρνοντας πίιιισω το κεφάλι σου για να δεις όοολο το άγαλμα της Kuan Yin, της Θεάς του Ελέους. Είναι τεράστιο, as επιβλητικό as it gets, όμως εκείνο που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η αίσθηση... πραότητας, γαλήνης, και “αναλαφρότητας” (πού 'σαι Μπαμπινιώτη να με θαυμάσεις) που εκπέμπει το πρόσωπο της θεάς. Το ότι κάποιοι Κινέζοι προσεύχονταν στη βάση του πανύψηλου αγάλματος με τα κόκκινα sticks τους στις ενωμένες παλάμες τους, έκανε τις στιγμές πιο... αληθινές, πιο αυθεντικές. Σημείωση: το τεράστιο άγαλμα είναι πλέον “φασκιωμένο” εντός 16 πυλώνων, μετά από παρότρυνση (διαβάζεται και “διαταγή”) των μουσουλμανικών θρησκειόσκυλων της Μαλαισίας, που πριν από λίγα χρόνια έκριναν ότι το άγαλμα της θεάς προσέβαλε τις μουσουλμανικές ευαισθησίες της χώρας, κι έτσι, αφού δεν μπορούσαν να καλύψουν το κεφάλι της και να την κάνουν “καλή μουσουλμάνα”, απαίτησαν να κατασκευαστεί “σκεπή” πάνω από το κεφάλι της. Έτσι προέκυψε το “κιόσκι” με τις 16 τεράστιες κολόνες που περιβάλει και σκεπάζει πλέον το άγαλμα...
Το διήμερό μας στο νησί ολοκληρώθηκε με επίσκεψη στο Gurney Drive, παραλιακό μέρος στην Georgetown, φημισμένο για το pasar malam του με τα δεκάδες φαγάδικά του, αρκετά εκ των οποίων τιμήσαμε και καταχαρήκαμε. Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου έχω πατήσει τα 85 κιλά, κι όταν με βλέπω στον καθρέφτη μου φαίνεται ότι κάτω από το φανελάκι μου έχω τρυπώσει ένα μαξιλάρι...
Αύριο (χα-χα-χα... Το μονολεκτικό ανέκδοτο της ημέρας) το τρίτο και τελευταίο κομμάτι, με τα περί Taiping, Kuala Kangsar, και Ipoh.