anny
Member
- Μηνύματα
- 3.423
- Likes
- 1.792
- Επόμενο Ταξίδι
- Ιστρια
- Ταξίδι-Όνειρο
- γύρος του κόσμου
Περιεχόμενα
Λισσαβώνα
Το ταξίδι μας ξεκίνησε Μεγάλη Τρίτη του 2006 αμέσως μετά τη δουλειά και μέσω Γερμανίας φτάσαμε κάπως αργά το βράδυ στη Λισσαβώνα. Αφού παραλάβαμε τις αποσκευές μας, μπήκαμε στο ταξί για να μας μεταφέρει στο ξενοδοχείο μας στην avenida da libertade.
Όσο άνετη, εύκολη και καλή ήταν η πτήση, τόσο τρομακτική ήταν η εμπειρία της διαδρομής με το ταξί. Ο τοπικός ταρίφας οδηγούσε «δίχως αύριο». Πήγαινε με άπειρα και έμπαινε με χίλια στις στροφές. Μας έλουσε κρύος ιδρώτας σε όλη τη διαδρομή με το ταξί. Κοιταζόμασταν με τον άντρα μου και κρατούσαμε σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου. Είχαμε την αίσθηση ότι θα αφήναμε τα κοκαλάκια μας εκεί, πριν ακόμα προλάβουμε να δούμε την πόλη. Ευτυχώς όμως, το μαρτύριο δεν κράτησε πολύ, μιας και το αεροδρόμιο δεν απέχει πολύ από το κέντρο της πόλης, οπότε φτάσαμε σώοι και αβλαβείς στο ξενοδοχείο μας.
Μεταφερθήκαμε στο δωμάτιό μας που έβλεπε προς την καταπράσινη φαρδιά νησίδα της λεωφόρου και αφού συζητήσαμε λίγο για ποδόσφαιρο με το νεαρό που μας βοήθησε με τις βαλίτσες, ξαπλώσαμε τα βασανισμένα μας κορμιά και αποκοιμηθήκαμε.
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε πολύ πρωί. Δεν είχαμε καιρό για χάσιμο. Η πόλη περίμενε να την εξερευνήσουμε. Μετά από ένα γρήγορο πρωινό κινήσαμε προς το κέντρο, κάνοντας μια στάση στο γραφείο τουρισμού το οποίο βρίσκεται στο Palacio Foz στην Placa dos Restauradores, για να αγοράσουμε τη Lisboa Card με την οποία θα μπορούσαμε να κινηθούμε άνετα με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και να έχουμε ταυτόχρονα και εκπτώσεις σε ορισμένα από τα αξιοθέατα.
(Να σημειώσω εδώ, ότι την επόμενη χρονιά είχα την τύχη σε μια εκδήλωση της εταιρείας που δουλεύω, να μπω στο Palacio Foz και να δω από κοντά τις περίτεχνα στολισμένες αίθουσες και το εκπληκτικό ballroom, καθώς και την όμορφη εσωτερική αυλή στην οποία αν και καταχείμωνο απολαύσαμε το ποτό μας.)
Κατευθυνθήκαμε προς την τεράστια Placa do Comercio και κατόπιν γυρίσαμε προς τη στάση του τραμ 28 για να ανέβουμε στο Castelo de Sao Jorge.
Τα παλαιού τύπου οχήματα τραμ με το νούμερο 28 είναι must. Ακολουθούν μια μεγάλη διαδρομή όπου μπορείς να δεις αρκετά από τα αξιοθέατα της πόλης και είναι αυτά που σε οδηγούν μέσα από τα στενά δρομάκια στην περιοχή Alfama.
Η Λισσαβώνα έχει πολλές, μα πάρα πολλές ανηφόρες. Λογικό, αφού είναι χτισμένη πάνω σε επτά λόφους. Έτσι και εδώ, ο δρόμος ανηφορικός. Με χαλαρούς ρυθμούς «σκαρφαλώσαμε» και μπήκαμε στους κήπους του κάστρου . Πλησιάσαμε στην άκρη των τειχών για να δούμε τη θέα.
Οι κοκκινωπές στέγες των κτιρίων φωτίζονταν από τον ήλιο και τα διάσπαρτα άσπρα σα βαμβάκια σύννεφα, έκαναν το θέαμα μοναδικό. Ο καιρός ανοιξιάτικος και αρκετά ζεστός.
Φυσικά, η φωτογραφική μηχανή πήρε φωτιά.
Κατηφορίσαμε προς το miradouro (σημείο που προσφέρει θέα) της Santa Luzia. Μπροστά μας απλωνόταν η Alfama, πιο πέρα ο ποταμός Τάγος και στο βάθος η γέφυρα Vasco da Gama.
Αφού απολαύσαμε τη θέα, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε στα στενά της Alfama. Τα κτίρια παλιά, τα azulejos (ζωγραφισμένα πλακάκια στις προσόψεις των κτιρίων) έχουν και εδώ την τιμητική τους, οι μπουγάδες απλωμένες έξω από τα σπίτια, μικρά μαγαζιά όλων των ειδών που σε γύριζαν σε εικόνες της δεκαετίας του '50. Εικόνες εγκατάλειψης, θλίψης, μοναξιάς και φτώχιας ,αλλά ταυτόχρονα και εικόνες πολύ ενδιαφέρουσες κυρίως για το φωτογραφικό φακό μας. Σταματήσαμε σε ένα μικρό εστιατόριο (κουτούκι) με ελάχιστα τραπέζια όπου ήδη έτρωγαν το μεσημεριανό τους κάποιοι ντόπιοι εργαζόμενοι.
Ο κατάλογος στα πορτογαλικά, οι επιλογές πιάτων λίγες και φυσικά κανείς δε μίλαγε άλλη γλώσσα. Το μικρό πορτογαλο-αγγλικό λεξικό που είχαμε μαζί μας σε συνδυασμό με τη γλώσσα του σώματος, έκανε θαύματα.
Δεν πήραμε μπακαλιάρο το εθνικό τους ψάρι , που βεβαίως και υπήρχε στο μενού, αλλά ένα πιάτο με σουπιά και ένα πιάτο με κολιούς ψητούς (carapau assados). Το δεύτερο ήταν καταπληκτικό και ακόμα το θυμόμαστε. Δοκιμάσαμε και τη ντόπια μπύρα Sagres , η οποία ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα και την τιμήσαμε και σε επόμενα γεύματά μας.
Κατηφορήσαμε κι άλλο και αφού βγήκαμε στο σταθμό των τρένων Santa Apolonia, πήραμε λεωφορείο για να γυρίσουμε προς το κέντρο της πόλης και να πάμε στο elevador de Santa Justa. Μπήκαμε σε αυτό το εκπληκτικό ασανσέρ το οποίο μας ανέβασε στο ύψος του Bairro Alto. Συνεχίσαμε ανεβαίνοντας τη σκάλα προς τη μικρή καφετέρια, απ'όπου είχαμε μια διαφορετική θέα της πόλης από ψηλά. Συνεχίσαμε λίγο προς το Bairro Alto και μετά ξανακατεβήκαμε με το ασανσέρ και περπατήσαμε μέχρι το ξενοδοχείο για να ξαποστάσουμε λιγάκι.
Το βράδυ είπαμε να βολτάρουμε στο Bairro Alto. Περάσαμε από το elevador da Gloria, το οποίo δε δούλευε, αλλά ήταν αραγμένο στο δρομάκι δίπλα στη Placa de Restauradores. Η ανηφόρα δύσκολη, αλλά τα καταφέραμε.
Μπήκαμε στο Bairro Alto και περιπλανηθήκαμε για αρκετή ώρα στα γεμάτα από μαγαζιά στενά δρομάκια του.
Αφού περπατήσαμε αρκετά, καταλήξαμε για φαγητό σε ένα συμπαθητικό και επίσης πολύ μικρό εστιατόριο, όπου αυτή τη φορά δοκιμάσαμε πιάτα με κρεατικά και κρασί.
Ο δρόμος του γυρισμού ευτυχώς κατηφορικός, άρα ξεκούραστος.
Το επόμενο πρωί ξαναξεχυθήκαμε νωρίς στους δρόμους της πόλης. Πρωινή βόλτα στις γειτονιές Chiado και Bairro Alto, ξανά στο κέντρο, καφεδάκι, φωτογραφίες και πολύ περπάτημα.
Ο δρόμος μας ξαναέφερε στην Alfama αλλά αυτή τη φορά σε άλλες γειτονιές και άλλα miraduros. Καταλήξαμε για μεσημεριανό σε άλλο ένα κουτούκι. Η ευγενέστατη κυρία μας περιποιήθηκε ψήνοντάς μας φρέσκες τσιπούρες. Η συνεννόηση φυσικά και πάλι με τη γλώσσα του σώματος.
Στη συνέχεια αποφασίσαμε να πάμε στο ενυδρείο (www.oceanario.pt). Πήραμε λεωφορείο και μετά από λίγη ώρα και αρκετό άγχος για το αν θα βρούμε τη σωστή στάση, φθάσαμε στο πάρκο das Nacoes. Η επίσκεψη άξιζε. Η τεράστια κεντρική δεξαμενή έκλεβε την παράσταση. Ηταν εντυπωσιακή και φιλοξενούσε πολλά είδη ψαριών. Οι υπόλοιπες αίθουσες είχαν και αυτές ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ήπιαμε στα γρήγορα ένα καφεδάκι και αφού ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά, πήραμε την απόφαση να πάμε στην άλλη άκρη της πόλης προς το Belem. Η διαδρομή κατά μήκος του Τάγου. Περάσαμε πολύ κοντά από τη γέφυρα 25 de Abril η οποία μοιάζει πολύ με τη Golden Gate bridge του Σαν Φρανσίσκο και είδαμε στο βάθος και το άγαλμα Ιησού (Cristo Rei) το οποίο επίσης μοιάζει με το άγαλμα του Ιησού στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Στις όχθες του ποταμού πολλά κτίρια έχουν μετατραπεί σε μοδάτα μπαρ και εστιατόρια.
Τα καταφέραμε με τις συγκοινωνίες και δε χαθήκαμε.
Το μνημείο Padrao dos Descobrimentos τεράστιο. Σε σχήμα καραβέλας με τα πρόσωπα γνωστών πορτογάλων της ιστορίας να ατενίζουν τον ποταμό. Ο πύργος του Belem παραδίπλα πόζαρε για φωτογραφίες. Τα θαυμάσαμε και τα δύο για αρκετή ώρα, αλλά μιας και η κούραση ήταν πλέον αρκετή και η ώρα περασμένη, είπαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο για λίγη χαλάρωση και με την προοπτική να ξαναβγούμε το βράδυ, αυτή τη φορά για να ακούσουμε fados.
Είχαμε διαβάσει , ακούσει, αλλά και δει ότι πολλά μαγαζιά με fados υπήρχαν στην περιοχή Alfama. Όμως λόγω της κούρασής μας δεν είχαμε κουράγιο να φτάσουμε μέχρι εκεί. Οπότε αποφασίσαμε να ξαναπάμε στο Bairro Alto που ήταν πιο κοντά στο ξενοδοχείο μας. Είχαμε προσέξει όρισμένα μαγαζιά αλλά μας είχε συστήσει και κάποιο ο σερβιτόρος της προηγούμενης βραδιάς.
Περπατώντας, χαζεύοντας και προσπαθώντας να αποφασίσουμε πού να πάμε, περάσαμε από ένα μαγαζί έξω απο την πόρτα του οποίου καθόταν μια πολύ περιποιημένη κάπως μεγάλη σε ηλικία ξανθιά κυρία, με πολλά χρυσά κοσμήματα επάνω της και μοίραζε κάρτες του μαγαζιού, προσπαθώντας να προσελκύσει πελάτες. Καλά, λέμε. Εδώ αποκλείεται να καθίσουμε. Μας φάνηκε πολύ τουριστικό. Και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Λίγο ακόμα και θα βγαίναμε από τη γειτονιά. Αποφασίσαμε να πάμε σε ένα μαγαζί που είχαμε σταμπάρει νωρίτερα, αλλά δεν είχε ακόμα αρχίσει το ζωντανό του πρόγραμμα. Κάνοντας λοιπόν το γύρο του τετραγώνου και αφού στρίψαμε σε ένα στενό, ακούσαμε μια υπέροχη δυνατή γυναικεία φωνή να τραγουδάει. Αυτά ήταν τα fados που θέλαμε να ακούσουμε. Εκεί θα πηγαίναμε. Πλησιάσαμε το μαγαζί και ανοίξαμε την παλιά τζαμένια πόρτα του.
Τί έκπληξη!! Η ξανθιά κυρία που μοίραζε νωρίτερα τις κάρτες , ήταν αυτή που τραγουδούσε.
Καθήσαμε. Το μαγαζί απλό,παλιομοδίτικο και με πλακάκια στους τοίχους. Η κουζίνα φαινόταν πίσω από τον πάγκο με τα ψυγεία. Τα περισσότερα τραπέζια ήταν γεμάτα από ντόπιο κόσμο. Τρεις μουσικοί και η κυρία που τραγουδούσε, φυσικά χωρίς μικρόφωνο. Το φαγητό και το κρασί που πήραμε αρκετά καλά. Το πρόγραμμα εξαιρετικό. Μετά την ξανθιά κυρία ακολούθησε μια νεότερη μελαχροινή κοπέλα με εξίσου καλή φωνή και ένας μισότυφλος μπάρμπας που δεν τα είπε και άσχημα. Η επόμενη έκπληξη όμως ήρθε από την κουζίνα, όταν βγήκε η μαγείρισσα με την ποδιά της δουλειάς, να πει κι αυτή μερικά τραγούδια. Η ξανθιά κυρία και η νεαρή κοπέλα συνέχισαν. Ο κόσμος συμμετείχε και εμείς περάσαμε τέλεια.
Την επόμενη χρονιά που ξεκλέψαμε λίγο χρόνο με τους συναδέλφους και ξαναπήγα, η ξανθιά κυρία ήταν ακόμα εκεί για να μας ταξιδέψει με την υπέροχη φωνή της.
Το μαγαζί λέγεται Adega do Ribatejo και βρίσκεται στην οδό Rua Diario Noticias 23.
Το όνομα της ξανθιάς κυρίας είναι Dilar Araujo και της μελαχροινής κοπέλας Sandra Marques.
Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε πολύ νωρίς γιατί το πρόγραμμά μας θα ήταν αρκετά φορτωμένο. Ξεκινήσαμε για τη Sintra. Μια μικρή πόλη λίγο έξω από τη Λισσαβώνα στην οποία πήγαμε με τρένο από το σταθμό Entrecampos, αφού ο κοντινότερος Rossio ήταν κλειστός για ανακαίνιση.
Η μετάβαση εύκολη και γρήγορη. Οι εικόνες από το παράθυρο του τρένου περίεργες. Πολλές πολυκατοικίες που αν και καινούριες, θύμιζαν τις δικές μας παλιές εργατικές κατοικίες. Απρόσωπα ψηλά κτίρια με πολλά παράθυρα και καθόλου μπαλκονια, ίδια μεταξύ τους, μας δημιουργούσαν ένα αίσθημα κυρίως θλίψης.
Από το σταθμό των τρένων στη Sintra πήραμε ένα μικρό λεωφορειάκι το οποίο μας μετέφερε στο Palacio Nacional da Pena, αφού πέρασε πρώτα από την πολύ όμορφη μικρή πόλη και το εθνικό πάρκο. Το παλάτι ξεπρόβαλε χρωματιστό, μέσα από μια αρκετά πυκνή πρωινή ομίχλη, η οποία όσο πέρναγε η ώρα διαλυόταν. Είχαμε την εντύπωση ότι βρισκόμασταν σε μια άλλη εποχή με πρίγκιπες και πριγκίπισσες να κάνουν βόλτα στις αυλές και τις αίθουσες του παλατιού. Νομίζω ότι η ομίχλη έκανε τη διαφορά για τον τρόπο που αποτυπώθηκε στη μνήμη μας η εικόνα του παλατιού.
Ξαναγυρίσαμε στη Λισσαβώνα γιατί έπρεπε να την αποχαιρετίσουμε και να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να πάμε στο σταθμό της Santa Apolonia απ'όπου το τρένο θα μας μετέφερε στο υπέροχο Πόρτο.
Το ταξίδι μας ξεκίνησε Μεγάλη Τρίτη του 2006 αμέσως μετά τη δουλειά και μέσω Γερμανίας φτάσαμε κάπως αργά το βράδυ στη Λισσαβώνα. Αφού παραλάβαμε τις αποσκευές μας, μπήκαμε στο ταξί για να μας μεταφέρει στο ξενοδοχείο μας στην avenida da libertade.
Όσο άνετη, εύκολη και καλή ήταν η πτήση, τόσο τρομακτική ήταν η εμπειρία της διαδρομής με το ταξί. Ο τοπικός ταρίφας οδηγούσε «δίχως αύριο». Πήγαινε με άπειρα και έμπαινε με χίλια στις στροφές. Μας έλουσε κρύος ιδρώτας σε όλη τη διαδρομή με το ταξί. Κοιταζόμασταν με τον άντρα μου και κρατούσαμε σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου. Είχαμε την αίσθηση ότι θα αφήναμε τα κοκαλάκια μας εκεί, πριν ακόμα προλάβουμε να δούμε την πόλη. Ευτυχώς όμως, το μαρτύριο δεν κράτησε πολύ, μιας και το αεροδρόμιο δεν απέχει πολύ από το κέντρο της πόλης, οπότε φτάσαμε σώοι και αβλαβείς στο ξενοδοχείο μας.
Μεταφερθήκαμε στο δωμάτιό μας που έβλεπε προς την καταπράσινη φαρδιά νησίδα της λεωφόρου και αφού συζητήσαμε λίγο για ποδόσφαιρο με το νεαρό που μας βοήθησε με τις βαλίτσες, ξαπλώσαμε τα βασανισμένα μας κορμιά και αποκοιμηθήκαμε.
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε πολύ πρωί. Δεν είχαμε καιρό για χάσιμο. Η πόλη περίμενε να την εξερευνήσουμε. Μετά από ένα γρήγορο πρωινό κινήσαμε προς το κέντρο, κάνοντας μια στάση στο γραφείο τουρισμού το οποίο βρίσκεται στο Palacio Foz στην Placa dos Restauradores, για να αγοράσουμε τη Lisboa Card με την οποία θα μπορούσαμε να κινηθούμε άνετα με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και να έχουμε ταυτόχρονα και εκπτώσεις σε ορισμένα από τα αξιοθέατα.
(Να σημειώσω εδώ, ότι την επόμενη χρονιά είχα την τύχη σε μια εκδήλωση της εταιρείας που δουλεύω, να μπω στο Palacio Foz και να δω από κοντά τις περίτεχνα στολισμένες αίθουσες και το εκπληκτικό ballroom, καθώς και την όμορφη εσωτερική αυλή στην οποία αν και καταχείμωνο απολαύσαμε το ποτό μας.)
Κατευθυνθήκαμε προς την τεράστια Placa do Comercio και κατόπιν γυρίσαμε προς τη στάση του τραμ 28 για να ανέβουμε στο Castelo de Sao Jorge.
Τα παλαιού τύπου οχήματα τραμ με το νούμερο 28 είναι must. Ακολουθούν μια μεγάλη διαδρομή όπου μπορείς να δεις αρκετά από τα αξιοθέατα της πόλης και είναι αυτά που σε οδηγούν μέσα από τα στενά δρομάκια στην περιοχή Alfama.
Η Λισσαβώνα έχει πολλές, μα πάρα πολλές ανηφόρες. Λογικό, αφού είναι χτισμένη πάνω σε επτά λόφους. Έτσι και εδώ, ο δρόμος ανηφορικός. Με χαλαρούς ρυθμούς «σκαρφαλώσαμε» και μπήκαμε στους κήπους του κάστρου . Πλησιάσαμε στην άκρη των τειχών για να δούμε τη θέα.
Οι κοκκινωπές στέγες των κτιρίων φωτίζονταν από τον ήλιο και τα διάσπαρτα άσπρα σα βαμβάκια σύννεφα, έκαναν το θέαμα μοναδικό. Ο καιρός ανοιξιάτικος και αρκετά ζεστός.
Φυσικά, η φωτογραφική μηχανή πήρε φωτιά.
Κατηφορίσαμε προς το miradouro (σημείο που προσφέρει θέα) της Santa Luzia. Μπροστά μας απλωνόταν η Alfama, πιο πέρα ο ποταμός Τάγος και στο βάθος η γέφυρα Vasco da Gama.
Αφού απολαύσαμε τη θέα, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε στα στενά της Alfama. Τα κτίρια παλιά, τα azulejos (ζωγραφισμένα πλακάκια στις προσόψεις των κτιρίων) έχουν και εδώ την τιμητική τους, οι μπουγάδες απλωμένες έξω από τα σπίτια, μικρά μαγαζιά όλων των ειδών που σε γύριζαν σε εικόνες της δεκαετίας του '50. Εικόνες εγκατάλειψης, θλίψης, μοναξιάς και φτώχιας ,αλλά ταυτόχρονα και εικόνες πολύ ενδιαφέρουσες κυρίως για το φωτογραφικό φακό μας. Σταματήσαμε σε ένα μικρό εστιατόριο (κουτούκι) με ελάχιστα τραπέζια όπου ήδη έτρωγαν το μεσημεριανό τους κάποιοι ντόπιοι εργαζόμενοι.
Ο κατάλογος στα πορτογαλικά, οι επιλογές πιάτων λίγες και φυσικά κανείς δε μίλαγε άλλη γλώσσα. Το μικρό πορτογαλο-αγγλικό λεξικό που είχαμε μαζί μας σε συνδυασμό με τη γλώσσα του σώματος, έκανε θαύματα.
Δεν πήραμε μπακαλιάρο το εθνικό τους ψάρι , που βεβαίως και υπήρχε στο μενού, αλλά ένα πιάτο με σουπιά και ένα πιάτο με κολιούς ψητούς (carapau assados). Το δεύτερο ήταν καταπληκτικό και ακόμα το θυμόμαστε. Δοκιμάσαμε και τη ντόπια μπύρα Sagres , η οποία ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα και την τιμήσαμε και σε επόμενα γεύματά μας.
Κατηφορήσαμε κι άλλο και αφού βγήκαμε στο σταθμό των τρένων Santa Apolonia, πήραμε λεωφορείο για να γυρίσουμε προς το κέντρο της πόλης και να πάμε στο elevador de Santa Justa. Μπήκαμε σε αυτό το εκπληκτικό ασανσέρ το οποίο μας ανέβασε στο ύψος του Bairro Alto. Συνεχίσαμε ανεβαίνοντας τη σκάλα προς τη μικρή καφετέρια, απ'όπου είχαμε μια διαφορετική θέα της πόλης από ψηλά. Συνεχίσαμε λίγο προς το Bairro Alto και μετά ξανακατεβήκαμε με το ασανσέρ και περπατήσαμε μέχρι το ξενοδοχείο για να ξαποστάσουμε λιγάκι.
Το βράδυ είπαμε να βολτάρουμε στο Bairro Alto. Περάσαμε από το elevador da Gloria, το οποίo δε δούλευε, αλλά ήταν αραγμένο στο δρομάκι δίπλα στη Placa de Restauradores. Η ανηφόρα δύσκολη, αλλά τα καταφέραμε.
Μπήκαμε στο Bairro Alto και περιπλανηθήκαμε για αρκετή ώρα στα γεμάτα από μαγαζιά στενά δρομάκια του.
Αφού περπατήσαμε αρκετά, καταλήξαμε για φαγητό σε ένα συμπαθητικό και επίσης πολύ μικρό εστιατόριο, όπου αυτή τη φορά δοκιμάσαμε πιάτα με κρεατικά και κρασί.
Ο δρόμος του γυρισμού ευτυχώς κατηφορικός, άρα ξεκούραστος.
Το επόμενο πρωί ξαναξεχυθήκαμε νωρίς στους δρόμους της πόλης. Πρωινή βόλτα στις γειτονιές Chiado και Bairro Alto, ξανά στο κέντρο, καφεδάκι, φωτογραφίες και πολύ περπάτημα.
Ο δρόμος μας ξαναέφερε στην Alfama αλλά αυτή τη φορά σε άλλες γειτονιές και άλλα miraduros. Καταλήξαμε για μεσημεριανό σε άλλο ένα κουτούκι. Η ευγενέστατη κυρία μας περιποιήθηκε ψήνοντάς μας φρέσκες τσιπούρες. Η συνεννόηση φυσικά και πάλι με τη γλώσσα του σώματος.
Στη συνέχεια αποφασίσαμε να πάμε στο ενυδρείο (www.oceanario.pt). Πήραμε λεωφορείο και μετά από λίγη ώρα και αρκετό άγχος για το αν θα βρούμε τη σωστή στάση, φθάσαμε στο πάρκο das Nacoes. Η επίσκεψη άξιζε. Η τεράστια κεντρική δεξαμενή έκλεβε την παράσταση. Ηταν εντυπωσιακή και φιλοξενούσε πολλά είδη ψαριών. Οι υπόλοιπες αίθουσες είχαν και αυτές ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ήπιαμε στα γρήγορα ένα καφεδάκι και αφού ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά, πήραμε την απόφαση να πάμε στην άλλη άκρη της πόλης προς το Belem. Η διαδρομή κατά μήκος του Τάγου. Περάσαμε πολύ κοντά από τη γέφυρα 25 de Abril η οποία μοιάζει πολύ με τη Golden Gate bridge του Σαν Φρανσίσκο και είδαμε στο βάθος και το άγαλμα Ιησού (Cristo Rei) το οποίο επίσης μοιάζει με το άγαλμα του Ιησού στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Στις όχθες του ποταμού πολλά κτίρια έχουν μετατραπεί σε μοδάτα μπαρ και εστιατόρια.
Τα καταφέραμε με τις συγκοινωνίες και δε χαθήκαμε.
Το μνημείο Padrao dos Descobrimentos τεράστιο. Σε σχήμα καραβέλας με τα πρόσωπα γνωστών πορτογάλων της ιστορίας να ατενίζουν τον ποταμό. Ο πύργος του Belem παραδίπλα πόζαρε για φωτογραφίες. Τα θαυμάσαμε και τα δύο για αρκετή ώρα, αλλά μιας και η κούραση ήταν πλέον αρκετή και η ώρα περασμένη, είπαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο για λίγη χαλάρωση και με την προοπτική να ξαναβγούμε το βράδυ, αυτή τη φορά για να ακούσουμε fados.
Είχαμε διαβάσει , ακούσει, αλλά και δει ότι πολλά μαγαζιά με fados υπήρχαν στην περιοχή Alfama. Όμως λόγω της κούρασής μας δεν είχαμε κουράγιο να φτάσουμε μέχρι εκεί. Οπότε αποφασίσαμε να ξαναπάμε στο Bairro Alto που ήταν πιο κοντά στο ξενοδοχείο μας. Είχαμε προσέξει όρισμένα μαγαζιά αλλά μας είχε συστήσει και κάποιο ο σερβιτόρος της προηγούμενης βραδιάς.
Περπατώντας, χαζεύοντας και προσπαθώντας να αποφασίσουμε πού να πάμε, περάσαμε από ένα μαγαζί έξω απο την πόρτα του οποίου καθόταν μια πολύ περιποιημένη κάπως μεγάλη σε ηλικία ξανθιά κυρία, με πολλά χρυσά κοσμήματα επάνω της και μοίραζε κάρτες του μαγαζιού, προσπαθώντας να προσελκύσει πελάτες. Καλά, λέμε. Εδώ αποκλείεται να καθίσουμε. Μας φάνηκε πολύ τουριστικό. Και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Λίγο ακόμα και θα βγαίναμε από τη γειτονιά. Αποφασίσαμε να πάμε σε ένα μαγαζί που είχαμε σταμπάρει νωρίτερα, αλλά δεν είχε ακόμα αρχίσει το ζωντανό του πρόγραμμα. Κάνοντας λοιπόν το γύρο του τετραγώνου και αφού στρίψαμε σε ένα στενό, ακούσαμε μια υπέροχη δυνατή γυναικεία φωνή να τραγουδάει. Αυτά ήταν τα fados που θέλαμε να ακούσουμε. Εκεί θα πηγαίναμε. Πλησιάσαμε το μαγαζί και ανοίξαμε την παλιά τζαμένια πόρτα του.
Τί έκπληξη!! Η ξανθιά κυρία που μοίραζε νωρίτερα τις κάρτες , ήταν αυτή που τραγουδούσε.
Καθήσαμε. Το μαγαζί απλό,παλιομοδίτικο και με πλακάκια στους τοίχους. Η κουζίνα φαινόταν πίσω από τον πάγκο με τα ψυγεία. Τα περισσότερα τραπέζια ήταν γεμάτα από ντόπιο κόσμο. Τρεις μουσικοί και η κυρία που τραγουδούσε, φυσικά χωρίς μικρόφωνο. Το φαγητό και το κρασί που πήραμε αρκετά καλά. Το πρόγραμμα εξαιρετικό. Μετά την ξανθιά κυρία ακολούθησε μια νεότερη μελαχροινή κοπέλα με εξίσου καλή φωνή και ένας μισότυφλος μπάρμπας που δεν τα είπε και άσχημα. Η επόμενη έκπληξη όμως ήρθε από την κουζίνα, όταν βγήκε η μαγείρισσα με την ποδιά της δουλειάς, να πει κι αυτή μερικά τραγούδια. Η ξανθιά κυρία και η νεαρή κοπέλα συνέχισαν. Ο κόσμος συμμετείχε και εμείς περάσαμε τέλεια.
Την επόμενη χρονιά που ξεκλέψαμε λίγο χρόνο με τους συναδέλφους και ξαναπήγα, η ξανθιά κυρία ήταν ακόμα εκεί για να μας ταξιδέψει με την υπέροχη φωνή της.
Το μαγαζί λέγεται Adega do Ribatejo και βρίσκεται στην οδό Rua Diario Noticias 23.
Το όνομα της ξανθιάς κυρίας είναι Dilar Araujo και της μελαχροινής κοπέλας Sandra Marques.
Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε πολύ νωρίς γιατί το πρόγραμμά μας θα ήταν αρκετά φορτωμένο. Ξεκινήσαμε για τη Sintra. Μια μικρή πόλη λίγο έξω από τη Λισσαβώνα στην οποία πήγαμε με τρένο από το σταθμό Entrecampos, αφού ο κοντινότερος Rossio ήταν κλειστός για ανακαίνιση.
Η μετάβαση εύκολη και γρήγορη. Οι εικόνες από το παράθυρο του τρένου περίεργες. Πολλές πολυκατοικίες που αν και καινούριες, θύμιζαν τις δικές μας παλιές εργατικές κατοικίες. Απρόσωπα ψηλά κτίρια με πολλά παράθυρα και καθόλου μπαλκονια, ίδια μεταξύ τους, μας δημιουργούσαν ένα αίσθημα κυρίως θλίψης.
Από το σταθμό των τρένων στη Sintra πήραμε ένα μικρό λεωφορειάκι το οποίο μας μετέφερε στο Palacio Nacional da Pena, αφού πέρασε πρώτα από την πολύ όμορφη μικρή πόλη και το εθνικό πάρκο. Το παλάτι ξεπρόβαλε χρωματιστό, μέσα από μια αρκετά πυκνή πρωινή ομίχλη, η οποία όσο πέρναγε η ώρα διαλυόταν. Είχαμε την εντύπωση ότι βρισκόμασταν σε μια άλλη εποχή με πρίγκιπες και πριγκίπισσες να κάνουν βόλτα στις αυλές και τις αίθουσες του παλατιού. Νομίζω ότι η ομίχλη έκανε τη διαφορά για τον τρόπο που αποτυπώθηκε στη μνήμη μας η εικόνα του παλατιού.
Ξαναγυρίσαμε στη Λισσαβώνα γιατί έπρεπε να την αποχαιρετίσουμε και να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να πάμε στο σταθμό της Santa Apolonia απ'όπου το τρένο θα μας μετέφερε στο υπέροχο Πόρτο.
Attachments
-
78,6 KB Προβολές: 228