Τη μερα που περασα απο εκει ειχε τετοιο αερα που δεν μπορουσες ουτε τη πορτα του αυτοκινητου να ανοιξεις...Δεν με συγκινησε και ιδιαιτερα ως μοναστηρι ετσι ασπρισμένο και τσιμεντενιο που το ειδα αλλα ειπαμε δεν ταχω καλα με τα μοναστηρια....
Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς, πήραμε τον παραλιακό, περάσαμε τα τουριστικά μέρη, τα τελευταία σπίτια και τις καλλιέργειες, περάσαμε ξανά την πινακίδα «Στη Σπηλιά του Δράκου», μπήκαμε στη έρημο και σε μια στροφή φάνηκε το μοναστήρι κτισμένο στην ανατολική μια πλευρά της εισόδου του φαραγγιού σε υψόμετρο γύρω στα 70 μέτρα από τη θάλασσα. Από ένα τσιμεντένιο ανηφορικό δρομάκι φτάσαμε μέχρι την είσοδο όπου παρκάραμε. Η κεντρική πύλη σε οδηγούσε μέσα από μια θολωτή ανηφορική στοά, και εν συνεχεία μια δεύτερη πύλη σε έβγαζε στην αυλή της μονής. Η αυλή ήταν μια θαυμάσια βεράντα με καταπληκτική θέα προς το Λυβικό πέλαγος, τη λαχταριστή παραλία, τον κεντρικό φιδόδρομο και προς ένα μικρό άλσος με μεγάλα αλμυρίκια που βρισκόταν απέναντι ακριβώς από την είσοδο του φαραγγιού. Κληματαριές αναρριχόμενα φυτά, γλάστρες, η απαραίτητη κρήνη με το δροσερό νεράκι και δύο μεγάλα τραπέζια με πάγκους γύρω τους πλαισίωναν ευχάριστα τον χώρο.
Τακτοποιήσαμε τη γριούλα, φορτώθηκα το σακίδιο με φρούτα και με το νερό της μονής, και στις 9:20 μπήκαμε στο φαράγγι των Περβολακίων ή φαράγγι Καψά. Το μήκος του είναι 4,5 χλμ., ονομάζεται Περβολακίων γιατί η άλλη άκρη του καταλήγει στο χωριό Περβολάκια και Καψά γιατί η μια του είσοδος βρίσκεται δίπλα στην ομώνυμη μονή. Αμέσως μου λύθηκε η απορία για τη μαύρη σκιά που φαίνεται στον χάρτη. Ήταν οι σκιές που έριχναν οι υψηλές κατακόρυφες πλαγιές μέσα στο φαράγγι τις περισσότερες ώρες της ημέρας.
Καθάριο και ευκρινές ήταν το μονοπάτι στο βάθος του φαραγγιού, σκιά, δροσιά τι άνετη διαδρομή ήταν αυτή!!! Δεν κράτησε όμως πολύ! Σύντομα τα κόκκινα σημάδια στους βράχους μας ανέβασαν πότε στην μια πότε στην άλλη πλευρά του. Άρχισε η ανηφόρα. Επικίνδυνα ολισθηρό ήταν το μονοπάτι σκεπασμένο με σπασμένες πέτρες ή με βότσαλα που γλιστρούσαν με το βάρος σου. Περάσαμε πάνω από βράχια πολλές φορές με τα τέσσερα. Σε κάποιο σημείο μια σκάλα ένωνε δύο βράχους με το μεσαίο σκαλί μισοσαπισμένο αλλά ευτυχώς πατώντας στη άκρη του το ανεβήκαμε και το κατεβήκαμε στη επιστροφή χωρίς ατυχήματα.
Πέτρες, βράχια και αγκαθωτή θαμνώδη χλωρίδα κάλυπταν το φαράγγι. Ούτε κάποιο ίχνος σαύρας ή άλλης πανίδας εκτός από τα όρνεα που πετούσαν στις κορυφές. Δεξιά κι αριστερά μας στις απότομες βραχώδεις πλευρές, σαν τεράστια στόματα τα στόμια των σπηλιών, έμοιαζαν έτοιμα να βγάλουν από τα σπλάχνα του βουνού τα τέρατα για τους απρόσκλητους μοναδικούς πεζοπόρους που τόλμησαν να χαλάσουν την ηρεμία τους. Βρεθήκαμε στη απέναντι πλαγιά, ο ήλιος που μπήκε στο φαράγγι η άπνοια που επικρατούσε, μαζί και η προσοχή που δίναμε μην γλιστρήσουμε έκαναν τη διαδρομή την πιο δύσκολη από όλα τα φαράγγια που έχω περάσει.
Με αρκετές στάσεις απολαμβάναμε το τοπίο με τις κορυφές από πάνω μας, τα χρώματα και τις άπειρες σπηλιές, πρώην κατοικίες των ερημιτών που τον 12-13ο αιώνα εγκατέλειψαν την έρημο της Αιγύπτου, πρωτόρθαν εδώ κι εν συνεχεία προχώρησαν στην ερημική άγια κοινότητα των Αστερουσίων Ορέων: Το Αγιοφάραγγο και τον Μάρτσαλο. Στο μονοπάτι μιας πιο απότομης πλαγιάς, καρφωμένοι σιδερένιοι πάσσαλοι στερέωναν ένα ατσάλινο σύρμα που προστάτευε τους πεζοπόρους από τυχόν ολίσθηματα προς το χάος της χαράδρας. Σε μια στροφή κάτω πάντα από τον ήλιο φάνηκε το χωριό Περβολάκια στη κορυφή του βουνού. Στα Περβολάκια είναι το τέλος του φαραγγιού ή η αρχή για όποιον θέλει να το περάσει από κει. Όταν είδαμε πως η διαδρομή δεν έχει να μας προσφέρει κάτι περισσότερο, αποφύγαμε την ανάβαση στο χωριό, κι επειδή κάποιος μας περίμενε κάναμε μεταβολή και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Συναντήσαμε ένα ζευγάρι ξένων πεζοπόρων οι μοναδικοί. Εδώ δεν είναι σαν τον «εμπορικό δρόμο» της Σαμαριάς να βαδίζει ο ένας πίσω απ’ τον άλλο βρωμίζοντας οπτικά το τοπίο. Εδώ τα βράχια και τα χώματα είναι δικά σου. Ο ήλιος που τώρα είχε προχωρήσει στην κορυφή του φαραγγιού εξέλειπε κάθε ίχνος σκιάς. Κατεβήκαμε τη σκάλα και μετά από τέσσερις ώρες πορείας φτάσαμε στην έξοδο. Στην παραλία όλος ο χώρος του άλσους είχε καταληφθεί πριν από πολλές μέρες με τις σκηνές και τις καντίνες των εμπόρων των πανηγυριών. Κι επειδή σ αυτή την περιοχή το κοντινότερο ψιλικατζίδικο ή περίπτερο απέχει χιλιόμετρα μακριά, δεν θα έμεναν παραπονεμένοι…
Μας είδε η γιαγιά και άνοιξε η καρδιά της…όχι για πολύ όμως. Είχε βρει πάντως την παρεούλα της και μάλιστα σκούπιζε και τακτοποιούσε το χώρο που θα υποδεχόταν σε λίγες ώρες τους προσκυνητές. Δροσιστήκαμε στη βρύση κολατσίσαμε το πρόχειρο φαγάκι που κρατούσαμε από το σπίτι έχοντας κάτω στα πόδια μας τη θέα της παραλίας. Γνωρίσαμε τον ηγούμενο δίνοντας του χαιρετισμούς από κάποιο γνωστό του και πήραμε την «ευλογία» του για να κόψουμε φραγκόσυκα από τις φραγκοσυκιές που ήταν άφθονες έξω από το μοναστήρι φυτεμένες ανάμεσα στα βράχια. «Εγώ ότι ήταν να κόψω το έκοψα, τα υπόλοιπα δεν τα φτάνω». Μας είπε. Μετά την επιχείρηση φραγκόσυκα όπου κατάφερα αναρριχόμενος στα βράχια να γεμίσω δύο τσάντες, αφήσαμε ξανά τη γιαγιά δείχνοντας της σε πιο σημείο της παραλίας θα μπορεί να μας βλέπει από τη βεράντα και να παρηγοριέται…
Η μικρή πλαζ ήταν σκεπασμένη με μεγάλα καφτά βότσαλα αδύνατο να προχωρήσεις μέχρι το νερό ξυπόλητος. Αλλά και οι μεγάλες πέτρες από τη στιγμή που έμπαινες στη θάλασσα, οι οποίες ήταν καλυμμένες μια χορταρένια κρούστα γλίστραγαν επικίνδυνα. Η μόνο λύση ήταν η άμεση βουτιά. Όπου υπάρχει χείμαρρος, ξεροπόταμος ή ρυάκι που καταλήγουν τα γλυκά νερά τους στη θάλασσα τον χειμώνα, οι πέτρες μέσα στο νερό, όπως και έξω, χορταριάζουν και γλιστράνε. Παρά τις δυσκολίες αυτές δεν μπορούσαμε να αδιαφορήσουμε στο κάλεσμα του καθαρού και κρυστάλλινου νερού, ιδίως όταν είχαμε πίσω μας τέσσερις ώρες πεζοπορία. Αργότερα ανακαλύψαμε από μια ομάδα ντόπιων κολυμβητών, μια άκρη της πλαζ με κάποιο ίχνος άμμου ανάμεσα σε βράχια, απ’ όπου μπορούσες να μπαίνεις στο νερό χωρίς πρόβλημα. Ένα δενδράκι ταλαιπωρημένο μας χάριζε μια υποψία σκιά πάνω στα βότσαλα. Με την πάροδο του χρόνου η περιοχή άρχισε να ζωντανεύει από προσκυνητές. Η ώρα του πανηγυρικού εσπερινού που θα άρχιζε στις 6:30 πλησίαζε και μείς συμπληρώναμε τετράωρη απουσία από τον άνθρωπο μας. Με κάποιο παράπονο αυτή τη φορά μας περίμενε ανάμεσα σε ένα πλήθος προσκυνητών. «Χαθήκατε!»
Η εκκλησία ήταν σ’ ένα επίπεδου πάνω από το προαύλιο και πήγαινες από μια σκάλα πέτρινη. Από το μέρος της πλαγιάς του μοναστηριού ένας τοίχος το προστάτευε από τις κατολισθήσεις των βράχων. Ονομάστηκε Καψά από το όνομα ενός πρώην ιδιοκτήτη της περιοχής. Κτίστηκε τον 14ο αιώνα και αργότερα καταστράφηκε από τους πειρατές και τους Τούρκους. Τη ίδια τύχη που είχαν όλα τα μοναστήρια της χώρας μας ιδίως τα παραθαλάσσια. Το 1841 άρχιζε να ξανακτίζετε από τον Ιωσήφ Γεροντογιάννη. Ήταν ένας κάτοικος της περιοχής που άφησε γυναίκα και τέσσερα παιδιά, έγινε ερημίτης, απόκτησε φήμη γιατί έδινε συμβουλές και γιάτρευε αρρώστους, χειροτονήθηκε μοναχός, ηγούμενος της μονής και αργότερα αγιοποιήθηκε. Ο τάφος του βρίσκεται μέσα στην εκκλησία. Ένα μονοπάτι μήκους εκατό μέτρων φτάνει στη σπηλιά όπου ασκήτευε και κατοικούσε ο Γεροντογιάννης μακριά από τις ευκολίες του μοναστηριού. Το μονοπάτι είναι χαραγμένο στη άκρη της πλαγιάς και πάνω από το φαράγγι με μια καταπληκτική θέα στο βάθος του φαραγγιού. Το 1860 ο εγγονός του Γεροντογιάννη Ιωσήφ, μοναχός κι αυτός που αργότερα έγινε Αρχιμανδρίτης κατάφερε και έδωσε στη μονή την σημερινή της μορφή, προθέτοντας οικήματα, φέρνοντας νερό, και δημιουργώντας τους σημερινούς λιγοστούς κήπους. Στην Μονή Καψά και στις σπηλιές της περιοχής κρυβόντουσαν οι Άγγλοι στον πόλεμο του 1940-44 μέχρι να φυγαδευτούν στην Μέση Ανατολή.
Οι Επίσκοποι και οι ιερείς έφτασαν κι’ άρχισε η λειτουργία. Μια ουρά από προσκυνητές είχε σχηματιστεί στον χώρο που βρισκόμασταν κι έφτανε μέχρι την εξωτερική πύλη. Δεν ήταν όμως η πεντάωρη αναμονή μέχρι να προσκυνήσουν όπως μας είπε κάποιος. Δε μαντεύω για την επόμενη γιορτινή μέρα αλλά προς το παρόν μια ώρα την υπολόγιζα. Εμείς είχαμε τον έλεγχο… από τους πάγκους όπου ξεκουραζόμασταν και κάτω μας η θέα της περιοχής. Δίπλα μας ήταν ομάδα 5-6 νεαρών μέχρι 25 χρονών με ροδοκόκκινα μάγουλα σα να είχαν βγει από σοβιετική αφίσα κομσομόλων. «Από πού ήρθατε εσείς παιδιά;» «Από την Ιεράπετρα (33 χλμ) με τα πόδια». «Και τι ώρα ξεκινήσατε;» «Στις 5:30 το πρωί. 12 ώρες πορεία μαζί με τις στάσεις.» Το πρωί μια γυναικούλα με κινητικά προβλήματα προσπαθούσε να κατέβει το δρόμο του μοναστηριού το πρωί. «Να βρω ένα αμάξι να με γυρίσει στην Ιεράπετρα γιατί ήρθα με τα πόδια». Η έρημος είχε πάρει άλλη όψη πλέον. Στη περιοχή της παραλίας σε όποια σημεία υπήρχε χώρος βολικός είχαν μετατραπεί σε νησίδες στάθμευσης. Εμείς που πήγαμε από νωρίς προλάβαμε και παρκάραμε στην μια άκρη του κεντρικού δρόμου, κι αυτό με την συμβουλή του ηγουμένου. «Αν αφήσετε το αυτοκίνητο σας έξω από την μονή θα το πάρετε μετά από δύο μέρες». Πλέον την κίνηση ρύθμιζε η τροχαία και η ιδιωτική αστυνομία. Άλλοι χώροι κοντά στη θάλασσα είχαν καταληφθεί από παρέες προσκυνητών, με τέντες και σκηνές, ξυλοκάρβουνα και ψησταριές. Οι έμποροι με τις γνωστές τους πανηγυριώτικες πραμαθειές είχαν πάρει τη θέση τους. Πεζοπόροι ταγμένοι στον Άγιο Ιωάννη τον Ρηγολόγο όπως τον λέει ο λαός, ερχόντουσαν με τα πόδια άλλοι από τα χωριά της ανατολής και άλλοι από της δύσης. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα Λασιθιώτικα πανηγύρια.
Είχε μόλις νυχτώσει όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής με προσοχή στην αρχή ανάμεσα από προσκυνητές και εμπόρους. Κατόπιν, στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μας συναντούσαμε διαβάτες μοναχικούς, ζευγάρια, παρέες, οικογένειες, άτομα κάθε ηλικίας που βάδιζαν νύχτα από την αντίθετη πλευρά του δρόμου με προορισμό το μοναστήρι. Κάποιοι μας χαιρετούσαν κι εμείς κορνάραμε επιβραβεύοντας το κουράγιο τους. Αυτό όμως που μου έκανε ευχάριστη εντύπωση ήταν ότι μεταξύ αυτών ήταν πολλοί νεολαίοι, που έστω και για μια βραδιά, άφηναν τα καφέ, τα μπαρ, τις οθόνες… και συνέχιζαν τις παραδόσεις του τόπου και των γονιών τους.
Για μας, η τελευταία μέρα των διακοπών μας τέλειωνε γεμάτη με δραστηριότητες και εντυπώσεις. Την επόμενη μέρα με καθαρή οδήγηση από το Σταυροχώρι δύο ώρες και δέκα λεπτά θα φτάσουμε στο Ηράκλειο φέρνοντας μαζί μας, δύο τσάντες γεμάτες με φραγκόσυκα, δύο μεγάλα σακιά γεμάτα με χαρούπια για το χαρουπόμελό μας… Κυρίως όμως, γεμάτοι με εμπειρίες, περιπέτειες, νέες ανακαλύψεις και ψυχικές απολαύσεις, έτσι όπως εσύ ο ίδιος τις αντιλαμβάνεσαι και που κανείς δεν μπορεί να στις προσφέρει έτοιμες. Όλα αυτά από την υποτίθεται αδιάφορη τουριστικά περιοχή του νησιού μας.-