Amanda Pinkman
Member
- Μηνύματα
- 41
- Likes
- 404
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ρωσία, Καναδάς, Μογγολία
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
Ξεκινήσαμε οι τρεις μας, εγώ, ο Διονύσης και ο Νικόλας, με λιγότερα από ογδόντα ευρώ έκαστος στο χέρι, ο Διονύσης με 38 λεπτά του ευρώ στην τράπεζα. Η αδρεναλίνη μας συνόδευε από την πρώτη στιγμή του ταξιδιού: ανησυχούσαμε για το ότι θα μέναμε χωρίς λεφτά, και ταυτόχρονα η ιδέα αυτή μας γοήτευε.
Το ταξίδι ήταν οδικό, με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη. Η ξεναγός, cult και αλλόκοτη φιγούρα, ευερέθιστη και πολύ θρησκόληπτη, δε σταμάτησε να λέει το επίθετό μου λάθος. Δεδομένου ότι και το μικρό μου όνομα ξενοφέρνει εντόνως, ο συνδυασμός με έκανε να ακούγομαι σαν γκαρσόνα από κράτος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ως αντίποινο, ονομάσαμε κρυφά τη ξεναγό «η μούμια». Οι προθέσεις μας ήταν πάντα αγαθές, μην με παρεξηγήσει κανείς παρακαλώ.
Η διαδρομή ξεκίνησε νωρίς το πρωί και ολοκληρώθηκε αργά το απόγευμα, ύστερα από μία στάση για φαγητό στη Ραιδεστό. Ώσπου να φτάσουμε, η μούμια είχε ήδη προλάβει να τσακωθεί με αρκετά μέλη του γκρουπ, τα οποία δεν έμειναν ευχαριστημένα από τα κεφτεδάκια της Ραιδεστού –«ο κιμάς απαράδεκτος»- και την συμβούλευσαν να κάνει στάση άλλου την επόμενη φορά.
Στο ξενοδοχείο, καθώς μας έβαζαν σε δωμάτια, σκεφτόμουν ότι ίσως αποτελούσε πρόβλημα η διαμονή μου στο ίδιο δωμάτιο με δύο άντρες. Αφελής σκέψη εκ μέρους μου, ωστόσο πρόκειται για μουσουλμανική χώρα, και είχε φροντίσει να με τρομοκρατήσει η μητέρα μου: «ζητάνε άδειες γάμου εκεί, ούτε με έναν άντρα δε θα σε αφήσουν να μείνεις, όχι με δύο.» Με λίγα λόγια: «θα βρείτε μπελάδες.» Οι παλμοί λοιπόν, όσο άκουγα ονόματα και αριθμούς δωματίων, κι άλλα ονόματα κι άλλους αριθμούς δωματίων -μας είχαν αφήσει στο τέλος, για σασπένς- είχαν χτυπήσει κόκκινο. Ο Νικόλας, λάτρης της Τουρκίας, πιο Τούρκος κι από Τούρκο στη ψυχή, προσπαθούσε να με καθησυχάσει, λέγοντάς μου πως η χώρα ήταν πολύ μπροστά, «πιο προοδευτική κι από τη δική μας, τι να σου λέω τώρα.»
Τελικά μας έβαλαν σε τρίκλινο στον έβδομο όροφο, κι αντί για το τμήμα ηθών μας περίμενε ένα συμπαθητικό δωμάτιο με θέα τον ουρανό κι ένα μικρό κομμάτι πάρκου. Αφήσαμε τα πράγματα και βγήκαμε για μια πρώτη βόλτα.
Είχα επισκεφτεί πάλι την Κωνσταντινούπολη το 2011, και τη θυμόμουν μαγική, με ελάχιστα απρόοπτα: στο διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου υπήρχε ένα μωρό που κάθε βράδυ έδινε ρεσιτάλ κλάματος, και μια νύχτα χαθήκαμε και κόβαμε ασταμάτητα βόλτες γύρω από το Μπλε Τζαμί προσπαθώντας να βρούμε το δρόμο μας. Από τότε, είχα συνδέσει την Πόλη με μία συγκεκριμένη, απροσδιόριστη οσμή -την οποία παρεμπιπτόντως δε βρήκα τώρα που την επισκέφτηκα πάλι. Επίσης, την τελευταία μέρα του ταξιδιού, πίσω στο 2011, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου χιόνι να πέφτει, και έμεινα με το παράπονο ότι έφυγα πριν προλάβω να το δω στρωμένο. Είμαι από νησί του Νοτίου Αιγαίου, where the sun is always shining, και ταξιδεύω σχεδόν πάντα καλοκαίρι. Το πόσο είχα απωθημένο να δω χιόνι δεν περιγράφεται, πράγμα που έχει σημασία για τη συνέχεια της ιστορίας.
2019 ξανά: κατεβήκαμε στην πλατεία Ταξίμ, ο κόσμος ήταν πάρα πολύς παρόλο που ήταν Φεβρουάριος -δεν τον λες και ακριβώς την ψυχή της τουριστικής σεζόν. Φωτογραφηθήκαμε μπροστά στον πύργο του Γαλατά, χαϊδέψαμε δύο κουταβάκια, χαζέψαμε στα διάφορα μαγαζιά, και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει να βάλω στη βαλίτσα πιτζάμες. Γενικώς αντιμετωπίζω ιδιαίτερες δυσκολίες στον ύπνο: πολλές φορές αδυνατώ να κοιμηθώ ακόμη και υπό τέλειες συνθήκες, η ιδέα ότι θα κοιμόμουν φορώντας τζιν ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Οι πρώτες προσπάθειες να βρω πιτζάμες -ή, έστω, αθλητικά είδη- σε μαγαζιά απέβησαν άκαρπες, και τα αγόρια με κορόιδευαν, το διασκέδαζαν αρκετά. Ευτυχώς, κάποια στιγμή, βρήκαμε ένα μεγάλο κατάστημα από όπου μπόρεσα να προμηθευτώ αθεράπευτα σέξι ανδρικές πιτζάμες. Θυμάστε το αρχικό μπάτζετ των ογδόντα ευρώ; Δεκαεφτά από αυτά, σχεδόν το ένα τέταρτο, αναλώθηκαν σε αυτή την αγορά, όμως ο ύπνος είναι ιερός.
Ύστερα -με εμένα πάντως ανακουφισμένη- ψάξαμε κάτι να φάμε, καταλήγοντας ως ύστατη λύση στα McDonald’s. Αναγνωρίζω πως κάτι τέτοιο αποτελεί βλασφημία στην Τουρκία της μαγικής κουζίνας, ωστόσο ήμασταν κουρασμένοι και πεινούσαμε. Να αξιολογήσω το φαγητό, το τόσο αυθεντικό και παραδοσιακό; Ευχαρίστως. Καλό ήταν το McChicken, κάπως πιο πικάντικο από την ελληνική εκδοχή του.
Ο Νικόλας, επισκεπτόμενος τέταρτη φορά την Πόλη, είχε φαγωθεί να αγοράσει επιτέλους την Istanbulkart, μια όντως όμορφη κάρτα επιβίβασης για το γραφικό κόκκινο τραμ, στο οποίο επίσης ήταν το όνειρό του να μπει. Πήραμε λοιπόν κάρτες και οι τρεις, και γυρίσαμε στο σημείο εκκίνησής μας με το τραμ. Ωραίο το τραμ, μα πήγαινε αργά- πάρα μα πάρα πολύ αργά. Τουλάχιστον ο Νικόλας ευχαριστήθηκε, και η κάρτα έμεινε για ενθύμιο, διότι αν κάποιος είχε λεφτά για κανονικά, ακριβά σουβενίρ, αυτός ο κάποιος δεν ήμασταν εμείς.
Πήγαμε στο χειμερινό παζάρι, πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα, αγόρασα μαγνητάκια με δερβίσηδες και Αγίες Σοφίες, συγκράτησα την παρόρμηση να αγοράσω στον πατέρα μου έναν ζίπο με τον Κεμάλ πρώτη μούρη και αντ’ αυτού του πήρα ένα με το γνωστό Κόκκινο Τραμ.
«Με φειδώ οι λίρες», συμβουλεύαμε ο ένας τον άλλο. Θα μέναμε εν τέλει πανί με πανί, το ξέραμε, αλλά όχι και από την πρώτη μέρα! Ήταν και αυτές οι πιτζάμες που με μάδησαν, για όνομα του Θεού.
Η μέρα έληξε πολύ όμορφα στο μικρό μαγαζί του φίλου του Νικόλα, -Μεχμέτ τον έλεγαν θαρρώ, χωρίς να είμαι σίγουρη- με ναργιλέ και σαλέπι. Στο μαγαζάκι επιστρέφαμε κάθε βράδυ, ήταν ένας καλός τρόπος να χαλαρώσουμε και να ανακεφαλαιώσουμε όσα είχαμε δει μέσα στην ημέρα. Επιπλέον, μπορούσε και ο Νικόλας να εξασκήσει τα πολυαγαπημένα του τούρκικα, ενώ ήταν και δυο βήματα από το ξενοδοχείο.
Γυρίσαμε κατά τις δώδεκα και μισή, κουρασμένοι από τις πολλές ώρες στο λεωφορείο αλλά ενθουσιασμένοι με το ταξίδι, και εκεί μας περίμενε μία έκπληξη: τα αγόρια, που τόσο είχαν διασκεδάσει με την πιτζαμο-περιπέτειά μου, είχαν επίσης ξεχάσει τις πιτζάμες τους. Ελπίζω να κοιμήθηκαν υπέροχα με το τζιν ο ένας και με το κοτλέ παντελόνι ο άλλος.
To be continued
Ξεκινήσαμε οι τρεις μας, εγώ, ο Διονύσης και ο Νικόλας, με λιγότερα από ογδόντα ευρώ έκαστος στο χέρι, ο Διονύσης με 38 λεπτά του ευρώ στην τράπεζα. Η αδρεναλίνη μας συνόδευε από την πρώτη στιγμή του ταξιδιού: ανησυχούσαμε για το ότι θα μέναμε χωρίς λεφτά, και ταυτόχρονα η ιδέα αυτή μας γοήτευε.
Το ταξίδι ήταν οδικό, με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη. Η ξεναγός, cult και αλλόκοτη φιγούρα, ευερέθιστη και πολύ θρησκόληπτη, δε σταμάτησε να λέει το επίθετό μου λάθος. Δεδομένου ότι και το μικρό μου όνομα ξενοφέρνει εντόνως, ο συνδυασμός με έκανε να ακούγομαι σαν γκαρσόνα από κράτος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ως αντίποινο, ονομάσαμε κρυφά τη ξεναγό «η μούμια». Οι προθέσεις μας ήταν πάντα αγαθές, μην με παρεξηγήσει κανείς παρακαλώ.
Η διαδρομή ξεκίνησε νωρίς το πρωί και ολοκληρώθηκε αργά το απόγευμα, ύστερα από μία στάση για φαγητό στη Ραιδεστό. Ώσπου να φτάσουμε, η μούμια είχε ήδη προλάβει να τσακωθεί με αρκετά μέλη του γκρουπ, τα οποία δεν έμειναν ευχαριστημένα από τα κεφτεδάκια της Ραιδεστού –«ο κιμάς απαράδεκτος»- και την συμβούλευσαν να κάνει στάση άλλου την επόμενη φορά.
Στο ξενοδοχείο, καθώς μας έβαζαν σε δωμάτια, σκεφτόμουν ότι ίσως αποτελούσε πρόβλημα η διαμονή μου στο ίδιο δωμάτιο με δύο άντρες. Αφελής σκέψη εκ μέρους μου, ωστόσο πρόκειται για μουσουλμανική χώρα, και είχε φροντίσει να με τρομοκρατήσει η μητέρα μου: «ζητάνε άδειες γάμου εκεί, ούτε με έναν άντρα δε θα σε αφήσουν να μείνεις, όχι με δύο.» Με λίγα λόγια: «θα βρείτε μπελάδες.» Οι παλμοί λοιπόν, όσο άκουγα ονόματα και αριθμούς δωματίων, κι άλλα ονόματα κι άλλους αριθμούς δωματίων -μας είχαν αφήσει στο τέλος, για σασπένς- είχαν χτυπήσει κόκκινο. Ο Νικόλας, λάτρης της Τουρκίας, πιο Τούρκος κι από Τούρκο στη ψυχή, προσπαθούσε να με καθησυχάσει, λέγοντάς μου πως η χώρα ήταν πολύ μπροστά, «πιο προοδευτική κι από τη δική μας, τι να σου λέω τώρα.»
Τελικά μας έβαλαν σε τρίκλινο στον έβδομο όροφο, κι αντί για το τμήμα ηθών μας περίμενε ένα συμπαθητικό δωμάτιο με θέα τον ουρανό κι ένα μικρό κομμάτι πάρκου. Αφήσαμε τα πράγματα και βγήκαμε για μια πρώτη βόλτα.
Είχα επισκεφτεί πάλι την Κωνσταντινούπολη το 2011, και τη θυμόμουν μαγική, με ελάχιστα απρόοπτα: στο διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου υπήρχε ένα μωρό που κάθε βράδυ έδινε ρεσιτάλ κλάματος, και μια νύχτα χαθήκαμε και κόβαμε ασταμάτητα βόλτες γύρω από το Μπλε Τζαμί προσπαθώντας να βρούμε το δρόμο μας. Από τότε, είχα συνδέσει την Πόλη με μία συγκεκριμένη, απροσδιόριστη οσμή -την οποία παρεμπιπτόντως δε βρήκα τώρα που την επισκέφτηκα πάλι. Επίσης, την τελευταία μέρα του ταξιδιού, πίσω στο 2011, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου χιόνι να πέφτει, και έμεινα με το παράπονο ότι έφυγα πριν προλάβω να το δω στρωμένο. Είμαι από νησί του Νοτίου Αιγαίου, where the sun is always shining, και ταξιδεύω σχεδόν πάντα καλοκαίρι. Το πόσο είχα απωθημένο να δω χιόνι δεν περιγράφεται, πράγμα που έχει σημασία για τη συνέχεια της ιστορίας.
2019 ξανά: κατεβήκαμε στην πλατεία Ταξίμ, ο κόσμος ήταν πάρα πολύς παρόλο που ήταν Φεβρουάριος -δεν τον λες και ακριβώς την ψυχή της τουριστικής σεζόν. Φωτογραφηθήκαμε μπροστά στον πύργο του Γαλατά, χαϊδέψαμε δύο κουταβάκια, χαζέψαμε στα διάφορα μαγαζιά, και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει να βάλω στη βαλίτσα πιτζάμες. Γενικώς αντιμετωπίζω ιδιαίτερες δυσκολίες στον ύπνο: πολλές φορές αδυνατώ να κοιμηθώ ακόμη και υπό τέλειες συνθήκες, η ιδέα ότι θα κοιμόμουν φορώντας τζιν ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Οι πρώτες προσπάθειες να βρω πιτζάμες -ή, έστω, αθλητικά είδη- σε μαγαζιά απέβησαν άκαρπες, και τα αγόρια με κορόιδευαν, το διασκέδαζαν αρκετά. Ευτυχώς, κάποια στιγμή, βρήκαμε ένα μεγάλο κατάστημα από όπου μπόρεσα να προμηθευτώ αθεράπευτα σέξι ανδρικές πιτζάμες. Θυμάστε το αρχικό μπάτζετ των ογδόντα ευρώ; Δεκαεφτά από αυτά, σχεδόν το ένα τέταρτο, αναλώθηκαν σε αυτή την αγορά, όμως ο ύπνος είναι ιερός.
Ύστερα -με εμένα πάντως ανακουφισμένη- ψάξαμε κάτι να φάμε, καταλήγοντας ως ύστατη λύση στα McDonald’s. Αναγνωρίζω πως κάτι τέτοιο αποτελεί βλασφημία στην Τουρκία της μαγικής κουζίνας, ωστόσο ήμασταν κουρασμένοι και πεινούσαμε. Να αξιολογήσω το φαγητό, το τόσο αυθεντικό και παραδοσιακό; Ευχαρίστως. Καλό ήταν το McChicken, κάπως πιο πικάντικο από την ελληνική εκδοχή του.
Ο Νικόλας, επισκεπτόμενος τέταρτη φορά την Πόλη, είχε φαγωθεί να αγοράσει επιτέλους την Istanbulkart, μια όντως όμορφη κάρτα επιβίβασης για το γραφικό κόκκινο τραμ, στο οποίο επίσης ήταν το όνειρό του να μπει. Πήραμε λοιπόν κάρτες και οι τρεις, και γυρίσαμε στο σημείο εκκίνησής μας με το τραμ. Ωραίο το τραμ, μα πήγαινε αργά- πάρα μα πάρα πολύ αργά. Τουλάχιστον ο Νικόλας ευχαριστήθηκε, και η κάρτα έμεινε για ενθύμιο, διότι αν κάποιος είχε λεφτά για κανονικά, ακριβά σουβενίρ, αυτός ο κάποιος δεν ήμασταν εμείς.
Πήγαμε στο χειμερινό παζάρι, πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα, αγόρασα μαγνητάκια με δερβίσηδες και Αγίες Σοφίες, συγκράτησα την παρόρμηση να αγοράσω στον πατέρα μου έναν ζίπο με τον Κεμάλ πρώτη μούρη και αντ’ αυτού του πήρα ένα με το γνωστό Κόκκινο Τραμ.
«Με φειδώ οι λίρες», συμβουλεύαμε ο ένας τον άλλο. Θα μέναμε εν τέλει πανί με πανί, το ξέραμε, αλλά όχι και από την πρώτη μέρα! Ήταν και αυτές οι πιτζάμες που με μάδησαν, για όνομα του Θεού.
Η μέρα έληξε πολύ όμορφα στο μικρό μαγαζί του φίλου του Νικόλα, -Μεχμέτ τον έλεγαν θαρρώ, χωρίς να είμαι σίγουρη- με ναργιλέ και σαλέπι. Στο μαγαζάκι επιστρέφαμε κάθε βράδυ, ήταν ένας καλός τρόπος να χαλαρώσουμε και να ανακεφαλαιώσουμε όσα είχαμε δει μέσα στην ημέρα. Επιπλέον, μπορούσε και ο Νικόλας να εξασκήσει τα πολυαγαπημένα του τούρκικα, ενώ ήταν και δυο βήματα από το ξενοδοχείο.
Γυρίσαμε κατά τις δώδεκα και μισή, κουρασμένοι από τις πολλές ώρες στο λεωφορείο αλλά ενθουσιασμένοι με το ταξίδι, και εκεί μας περίμενε μία έκπληξη: τα αγόρια, που τόσο είχαν διασκεδάσει με την πιτζαμο-περιπέτειά μου, είχαν επίσης ξεχάσει τις πιτζάμες τους. Ελπίζω να κοιμήθηκαν υπέροχα με το τζιν ο ένας και με το κοτλέ παντελόνι ο άλλος.
To be continued
Last edited: