travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.857
- Likes
- 16.049
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Κοπεγχάγη, Οντένσε, τρίτη μέρα.
Την τρίτη μέρα στην Κοπεγχάγη δεν είχαμε πολλές ιδέες για το τι να κάνουμε στην πόλη, αφού είχαμε δει τα περισσότερα σημεία, για να μην πω όλα εκείνα που είχαμε βάλει στο πρόγραμμά μας. Σκεφτόμασταν να κάνουμε μία βόλτα με κάποιο καραβάκι στα κανάλια της πόλης και επίσης να μπούμε και σε κάποιο παλάτι ή μουσείο για να περάσουμε τις ώρες μας. Τότε μου ήρθε η έμπνευση να πάμε μία βόλτα κάπου μέσα στη Δανία, σε μία πιο μακρινή πόλη, από αυτές που δεν είχαμε δει την προηγούμενη μέρα. Η Ντίνα κρατούσε ένα πρόγραμμα πρακτορείου, για ταξίδι μιας εβδομάδας σε διάφορα μέρη της Δανίας. Το ψάξαμε για να βρούμε κάποια πόλη σε σχετικά κοντινή απόσταση να πάμε. Έτσι το πρωί, την ώρα που πίναμε καφέ στο δωμάτιο, αποφασίσαμε να πάμε στην πόλη Odense, που βρίσκεται περίπου 170 χιλιόμετρα μακριά από την Κοπεγχάγη.
Ψάχνοντας για να βρω οικονομικά εισιτήρια, το πιο φθηνό που βρήκα ήταν με το flixbus που κόστιζε για δύο άτομα και οι δύο διαδρομές 50€ συνολικά. Έτσι ταξιδέψαμε στο Οντένσε, την πόλη του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του τύπου που έχει γράψει τα γνωστά παραμύθια, αλλά δε νομίζω να ξέρω κανένα. Το πούλμαν δεν ήταν πολύ γεμάτο και έφυγε περίπου στις 8:30 από τον κεντρικό σταθμό των τρένων, δηλαδή πάλι κοντά στο ξενοδοχείο μας. Η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από 500 μέτρα από το δωμάτιο μας.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της flixbus θα φτάναμε στην Οντένσε στις 10:10, οπότε έβαλα επιστροφή στις 13:00. Σκέφτηκα ότι τρεις ώρες για μια πόλη σχετικά μικρή θα ήταν αρκετές. Βρίσκεται σε ένα άλλο νησί στη μέση της Δανίας. Για να φτάσουμε περάσαμε από μια τεράστια γέφυρα που ενώνει τα δυο νησιά. Πάντως, η φύση δεν έχει σχεδόν κανένα ενδιαφέρον, αφού δεν έχει ούτε λόφους και πολύ περισσότερο δεν έχει βουνά. Δεξιά και αριστερά κυρίως βλέπαμε λίγα δέντρα και πολλές καλλιεργημένες εκτάσεις με σιτάρια, σινάπι και με τέτοια πράγματα που καλλιεργούν, αλλά όχι καρποφόρα δέντρα.
Φτάσαμε τελικά στην πόλη Οντένσε μετά από δύο σχεδόν ώρες. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι δεν μας άφησε στο κέντρο της πόλης όπως πίστευα, αλλά 7 χλμ μακριά, στο σιδηροδρομικό σταθμό. Από εκεί έπρεπε να πάρουμε ένα τραμ για να πάμε στην πόλη. Και ενώ τραμ είχε πολύ συχνά, το πρόβλημα που είχαμε ήταν να βγάλουμε εισιτήριο. Εμείς στο Ελλάντα είμαστε πολύ πίσω και δεν έχουμε μάθει αυτά τα κόλπα. Έπρεπε να μπούμε σε ένα site και να κάνουμε εγγραφή με κωδικούς και διάφορα τέτοια που ζητούσε, ώστε μετά να αγοράσουμε ηλεκτρονικό εισιτήριο, που δεν έβλεπες ποτέ, παρά μόνο στη χρέωση της τράπεζάς σου. Όλα αυτά φυσικά μόνο μέσω τηλεφώνου. Και φυσικά έπρεπε να έχεις εγκατεστημένο κάποιο e-banking στο κινητό. Ευτυχώς έχω ασχοληθεί με αυτά αλλά δεν μπορούσα να κάνω τη δουλειά.
Ευτυχώς ήταν μία κοπέλα από τη Λιθουανία με την οποία μπήκαμε μαζί μέσα στο τραμ και εκεί μέσα κάναμε όλη αυτή τη διαδικασία πολύ σύντομα. Η κοπέλα τα κατάφερε γιατί μερικά χρόνια πριν σπούδαζε στην πόλη αυτή και τα ήξερε. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι ενώ κατέβασα ένα QR code, όταν το άνοιξα δεν μπορούσα να κάνω από κει την αγορά. Έπρεπε να μπω σε ένα συγκεκριμένο site της ίδιας εταιρίας, μέσω αυτού που είχα μπει με το QR. Ταλαιπωρία! Tο ίδιο έκανα και στην επιστροφή αγοράζοντας τα δύο εισιτήρια που έκαναν περίπου 2€ το κάθε ένα.
Το άσχημο ήταν ότι θέλαμε μισή ώρα μέχρι να φτάσουμε στο κέντρο της πόλης, που σημαίνει ότι φτάσαμε στις 11 σχεδόν και αφού θα φεύγαμε 13:00 ξανά με το flixbus από τον ίδιο σταθμό έξω από το Οντένσε για να επιστρέψουμε στην Κοπεγχάγη, θα έπρεπε από τις 12:20 να είμαστε στη στάση για να πάρουμε πάλι το τραμ. Άρα μέσα στην πόλη δεν είχαμε παραπάνω από μιάμιση ώρα καιρό για να τη δούμε. Όμως ευτυχώς εμείς είμαστε σχετικά γρήγοροι και με αρκετά γρήγορο περπάτημα είδαμε τα πιο σημαντικά σημεία, χωρίς φυσικά να μπούμε σε κανένα από αυτά. Όμως είδαμε την παλιά πόλη με τα μικρά σπιτάκια που ζούσε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Είδαμε και το σπίτι του, αλλά φυσικά δεν μπήκαμε μέσα στο χώρο του μουσείου του αφιερωμένου σε αυτόν. Όμως το είδαμε απ’ έξω και περπατήσαμε πάνω στα μικρά κυλινδρικά κτίρια που το στεγάζουν. Ήταν όντως πολύ όμορφα.
Περπατήσαμε σε ωραίους πεζόδρομους και είδαμε σχετικά ωραία κτήρια. Καταλήξαμε στην πλατεία με τον καθεδρικό ναό. Κοντά ήταν και η κεντρικότατη στάση του τραμ που είχαμε κατέβει: Albani Torv. Εκεί γύρω ήταν το κέντρο της πόλης. Ευτυχώς αυτή την ενημέρωση μας την έκανε η κοπέλα από τη Λιθουανία και δεν χάσαμε χρόνο ψάχνοντας το κέντρο της πόλης. Τελικά σε τόσο λίγο χρόνο πήραμε μια καλή γεύση της πόλης με τις πλατείες, τα ωραία σπίτια, τα πάρκα με τις λιμνούλες και το ποτάμι.
Πήγαμε τελικά και ένα τέταρτο νωρίτερα στο σταθμό που ήταν να πάρουμε το λεωφορείο. Εκεί στη στάση γνωρίσαμε και ένα Ισπανό που είναι καθηγητής νομικής εδώ στο Οdense. Από τη στιγμή που μπήκε στο λεωφορείο μέχρι που φτάσαμε στην Κοπεγχάγη, δεν έκλεισε το τηλέφωνο.
Το απόγευμα, όταν φτάσαμε με το πούλμαν στην Κοπεγχάγη, πολύ γρήγορα πήγαμε στο δωμάτιο στο ξενοδοχείο να αλλάξουμε λίγο ρούχα και φύγαμε κατευθείαν για την απογευματινή μας βόλτα. Ξεκινήσαμε πηγαίνοντας πρώτα σε ένα σουπερμάρκετ να αγοράσουμε τρόφιμα και αρκετό κρασί γιατί φοβόμασταν ότι στην Σουηδία (που πηγαίναμε την επόμενη μέρα) θα είναι πολύ ακριβό.
Πρώτα πήγαμε σε κάποιες τεχνητές λίμνες και προχωρούσαμε με σκοπό όμως να επισκεφθούμε το κάστρο Rosemborg. Δεν απείχε μεγάλη απόσταση από εκεί που βρισκόμασταν, όμως είχαμε καθυστερήσει και όταν φτάσαμε ήταν έτοιμοι να κλείσουν. Ευτυχώς καταφέραμε και μπήκαμε τα τελευταία 10 λεπτά και τραβήξαμε τις φωτογραφίες που θέλαμε. Μάλιστα πιστεύω ότι γλιτώσαμε και εισιτήριο γιατί για να μπεις θα έπρεπε να το έχεις. Αλλά τόσο αργά που πήγαμε οι άνθρωποι από τα ταμεία είχαν ήδη φύγει. Όμως εμείς κάναμε την βόλτα μας και αυτό για μας ήταν πολύ ευχάριστο και ενδιαφέρον.
Στη συνέχεια του κάστρου υπήρχαν και οι αντίστοιχοι κήποι, Kongens Have,οι οποίοι ήταν γεμάτοι με κόσμο και ήταν ανοιχτά και μετά τις 5:00 που έκλεινε το κάστρο. Έτσι κάναμε τη βόλτα μας. Οι άνθρωποι εκεί ήταν κυρίως νέοι που έκαναν ηλιοθεραπεία μέσα στο πάρκο και κάτω από τον ήλιο. Αυτή βέβαια τη σκηνή την είχαμε συναντήσει πολλές φορές αυτές τις μέρες και είναι εντυπωσιακό το ότι κάθονται στριμωγμένοι μερικές φορές για να λιαστούν οι άνθρωποι μέσα στα πάρκα ή ακόμα και όπου υπάρχουν σκαλοπάτια και λιάζονται. Πολλά κορίτσια μάλιστα, αλλά και άντρες, είχαν ξεγυμνωθεί λες και είναι στην παραλία, ώστε να δροσιστούν και να μαυρίσουν κάτω από τον ήλιο. Θα μας έρθουν κατάμαυροι στις ελληνικές παραλίες τον Αύγουστο. Ταυτόχρονα εμείς κυκλοφορούσαμε με μπουφάν και δεν ήμασταν και οι μόνοι, αφού πολλοί ντόπιοι φορούσαν και εκείνοι τα χειμωνιάτικα ρούχα τους δίπλα σε εκείνους με κοντομάνικα ή ακόμα και με αμάνικα.
Αφού μείναμε αρκετή ώρα στους κήπους προχωρήσαμε στον Στρογγυλό Πύργο. Είδαμε από μακριά ότι επάνω ήταν κόσμος ανεβασμένος και έβλεπαν την θέα. Καταλάβαμε λοιπόν ότι δεν είχε κλείσει ακόμα και πήγαμε στην είσοδο. Με εισιτήριο κάπου 5€ το άτομο ανεβήκαμε και εμείς επάνω για να δούμε λίγο την πόλη από ψηλά. Δε μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα από το θέαμα, αλλά με πέντε ευρώ στην Κοπεγχάγη είναι δύσκολο να βρεις κάτι καλύτερο. Μάλιστα ο πύργος έκλεινε στις 8 και είχαμε αρκετό χρόνο αλλά δε μείναμε πολύ. Να σημειώσω ότι βράδιαζε μετά τις 10 εκείνη την εποχή στην Κοπεγχάγη.
Αφού είδαμε και αυτό το θέαμα από ψηλά αρχίσαμε να κυκλοφορούμε τυχαία. Ήμασταν πολύ τυχεροί που ανακαλύψαμε την αγορά Torvehallerne. Είναι μία διπλή σκεπαστή αγορά στην οποία μπορείς να κάνεις ψώνια από σουβενίρ μέχρι κρέας ή ψάρια αλλά ταυτόχρονα μπορείς και να κάτσεις να πιείς την μπύρα σου ή να φας. Πολλοί άνθρωποι αγοράζουν από κει έτοιμο φαγητό σε πακέτο και κάποιο αλκοολούχο ποτό και πηγαίνουν στην διπλανή πλατεία και κάθονται στη λιακάδα να απολαύσουν ποτό και φαγητό. Πλησιάζοντας σε πολλούς από αυτούς καταλαβαίνεις ότι εκτός από το αλκοόλ καπνίζουν και λίγο χασισάκι. Αυτό το αντιληφθήκαμε πολλές φορές στις βόλτες που κάναμε στην Κοπεγχάγη. Ας το αφήσω ασχολίαστο. Τις πιο πολλές φορές δεν ήταν δανέζικα η γλώσσα που ακούς στο δρόμο από τους περαστικούς αλλά αγγλικά οι άλλες γλώσσες της Ευρώπης. Είχε πολύ τουρισμό η πόλη αν και δεν ήταν ακριβώς καλοκαίρι.
Μετά από αυτή την πλατεία πήγαμε σε ένα κοντινό πάρκο που μας άρεσε πάρα πολύ. Ήταν το μικρό Ørstedsparken με μία λιμνούλα σαν μισοφέγγαρο και μία γέφυρα στη μέση περίπου της λίμνης. Πολύς κόσμος καθόταν πάνω στο γρασίδι και είτε λιάζονταν είτε έπινε είτε έτρωγε όπως είπα και προηγουμένως. Αφού λοιπόν κάναμε τη μικρή μας βόλτα και σε αυτό το πάρκο αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο δωμάτιό μας και αυτό έγινε περίπου στης οκτώ. Από το ανοιχτό παράθυρο βλέπαμε τις στέγες των σπιτιών της περιοχής και κάποια από τα πανύψηλα παιχνίδια του Tivoli που ήταν πολύ κοντά σε μας.
Την τρίτη μέρα στην Κοπεγχάγη δεν είχαμε πολλές ιδέες για το τι να κάνουμε στην πόλη, αφού είχαμε δει τα περισσότερα σημεία, για να μην πω όλα εκείνα που είχαμε βάλει στο πρόγραμμά μας. Σκεφτόμασταν να κάνουμε μία βόλτα με κάποιο καραβάκι στα κανάλια της πόλης και επίσης να μπούμε και σε κάποιο παλάτι ή μουσείο για να περάσουμε τις ώρες μας. Τότε μου ήρθε η έμπνευση να πάμε μία βόλτα κάπου μέσα στη Δανία, σε μία πιο μακρινή πόλη, από αυτές που δεν είχαμε δει την προηγούμενη μέρα. Η Ντίνα κρατούσε ένα πρόγραμμα πρακτορείου, για ταξίδι μιας εβδομάδας σε διάφορα μέρη της Δανίας. Το ψάξαμε για να βρούμε κάποια πόλη σε σχετικά κοντινή απόσταση να πάμε. Έτσι το πρωί, την ώρα που πίναμε καφέ στο δωμάτιο, αποφασίσαμε να πάμε στην πόλη Odense, που βρίσκεται περίπου 170 χιλιόμετρα μακριά από την Κοπεγχάγη.
Ψάχνοντας για να βρω οικονομικά εισιτήρια, το πιο φθηνό που βρήκα ήταν με το flixbus που κόστιζε για δύο άτομα και οι δύο διαδρομές 50€ συνολικά. Έτσι ταξιδέψαμε στο Οντένσε, την πόλη του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του τύπου που έχει γράψει τα γνωστά παραμύθια, αλλά δε νομίζω να ξέρω κανένα. Το πούλμαν δεν ήταν πολύ γεμάτο και έφυγε περίπου στις 8:30 από τον κεντρικό σταθμό των τρένων, δηλαδή πάλι κοντά στο ξενοδοχείο μας. Η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από 500 μέτρα από το δωμάτιο μας.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της flixbus θα φτάναμε στην Οντένσε στις 10:10, οπότε έβαλα επιστροφή στις 13:00. Σκέφτηκα ότι τρεις ώρες για μια πόλη σχετικά μικρή θα ήταν αρκετές. Βρίσκεται σε ένα άλλο νησί στη μέση της Δανίας. Για να φτάσουμε περάσαμε από μια τεράστια γέφυρα που ενώνει τα δυο νησιά. Πάντως, η φύση δεν έχει σχεδόν κανένα ενδιαφέρον, αφού δεν έχει ούτε λόφους και πολύ περισσότερο δεν έχει βουνά. Δεξιά και αριστερά κυρίως βλέπαμε λίγα δέντρα και πολλές καλλιεργημένες εκτάσεις με σιτάρια, σινάπι και με τέτοια πράγματα που καλλιεργούν, αλλά όχι καρποφόρα δέντρα.
Φτάσαμε τελικά στην πόλη Οντένσε μετά από δύο σχεδόν ώρες. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι δεν μας άφησε στο κέντρο της πόλης όπως πίστευα, αλλά 7 χλμ μακριά, στο σιδηροδρομικό σταθμό. Από εκεί έπρεπε να πάρουμε ένα τραμ για να πάμε στην πόλη. Και ενώ τραμ είχε πολύ συχνά, το πρόβλημα που είχαμε ήταν να βγάλουμε εισιτήριο. Εμείς στο Ελλάντα είμαστε πολύ πίσω και δεν έχουμε μάθει αυτά τα κόλπα. Έπρεπε να μπούμε σε ένα site και να κάνουμε εγγραφή με κωδικούς και διάφορα τέτοια που ζητούσε, ώστε μετά να αγοράσουμε ηλεκτρονικό εισιτήριο, που δεν έβλεπες ποτέ, παρά μόνο στη χρέωση της τράπεζάς σου. Όλα αυτά φυσικά μόνο μέσω τηλεφώνου. Και φυσικά έπρεπε να έχεις εγκατεστημένο κάποιο e-banking στο κινητό. Ευτυχώς έχω ασχοληθεί με αυτά αλλά δεν μπορούσα να κάνω τη δουλειά.
Ευτυχώς ήταν μία κοπέλα από τη Λιθουανία με την οποία μπήκαμε μαζί μέσα στο τραμ και εκεί μέσα κάναμε όλη αυτή τη διαδικασία πολύ σύντομα. Η κοπέλα τα κατάφερε γιατί μερικά χρόνια πριν σπούδαζε στην πόλη αυτή και τα ήξερε. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι ενώ κατέβασα ένα QR code, όταν το άνοιξα δεν μπορούσα να κάνω από κει την αγορά. Έπρεπε να μπω σε ένα συγκεκριμένο site της ίδιας εταιρίας, μέσω αυτού που είχα μπει με το QR. Ταλαιπωρία! Tο ίδιο έκανα και στην επιστροφή αγοράζοντας τα δύο εισιτήρια που έκαναν περίπου 2€ το κάθε ένα.
Το άσχημο ήταν ότι θέλαμε μισή ώρα μέχρι να φτάσουμε στο κέντρο της πόλης, που σημαίνει ότι φτάσαμε στις 11 σχεδόν και αφού θα φεύγαμε 13:00 ξανά με το flixbus από τον ίδιο σταθμό έξω από το Οντένσε για να επιστρέψουμε στην Κοπεγχάγη, θα έπρεπε από τις 12:20 να είμαστε στη στάση για να πάρουμε πάλι το τραμ. Άρα μέσα στην πόλη δεν είχαμε παραπάνω από μιάμιση ώρα καιρό για να τη δούμε. Όμως ευτυχώς εμείς είμαστε σχετικά γρήγοροι και με αρκετά γρήγορο περπάτημα είδαμε τα πιο σημαντικά σημεία, χωρίς φυσικά να μπούμε σε κανένα από αυτά. Όμως είδαμε την παλιά πόλη με τα μικρά σπιτάκια που ζούσε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Είδαμε και το σπίτι του, αλλά φυσικά δεν μπήκαμε μέσα στο χώρο του μουσείου του αφιερωμένου σε αυτόν. Όμως το είδαμε απ’ έξω και περπατήσαμε πάνω στα μικρά κυλινδρικά κτίρια που το στεγάζουν. Ήταν όντως πολύ όμορφα.
Περπατήσαμε σε ωραίους πεζόδρομους και είδαμε σχετικά ωραία κτήρια. Καταλήξαμε στην πλατεία με τον καθεδρικό ναό. Κοντά ήταν και η κεντρικότατη στάση του τραμ που είχαμε κατέβει: Albani Torv. Εκεί γύρω ήταν το κέντρο της πόλης. Ευτυχώς αυτή την ενημέρωση μας την έκανε η κοπέλα από τη Λιθουανία και δεν χάσαμε χρόνο ψάχνοντας το κέντρο της πόλης. Τελικά σε τόσο λίγο χρόνο πήραμε μια καλή γεύση της πόλης με τις πλατείες, τα ωραία σπίτια, τα πάρκα με τις λιμνούλες και το ποτάμι.
Πήγαμε τελικά και ένα τέταρτο νωρίτερα στο σταθμό που ήταν να πάρουμε το λεωφορείο. Εκεί στη στάση γνωρίσαμε και ένα Ισπανό που είναι καθηγητής νομικής εδώ στο Οdense. Από τη στιγμή που μπήκε στο λεωφορείο μέχρι που φτάσαμε στην Κοπεγχάγη, δεν έκλεισε το τηλέφωνο.
Το απόγευμα, όταν φτάσαμε με το πούλμαν στην Κοπεγχάγη, πολύ γρήγορα πήγαμε στο δωμάτιο στο ξενοδοχείο να αλλάξουμε λίγο ρούχα και φύγαμε κατευθείαν για την απογευματινή μας βόλτα. Ξεκινήσαμε πηγαίνοντας πρώτα σε ένα σουπερμάρκετ να αγοράσουμε τρόφιμα και αρκετό κρασί γιατί φοβόμασταν ότι στην Σουηδία (που πηγαίναμε την επόμενη μέρα) θα είναι πολύ ακριβό.
Πρώτα πήγαμε σε κάποιες τεχνητές λίμνες και προχωρούσαμε με σκοπό όμως να επισκεφθούμε το κάστρο Rosemborg. Δεν απείχε μεγάλη απόσταση από εκεί που βρισκόμασταν, όμως είχαμε καθυστερήσει και όταν φτάσαμε ήταν έτοιμοι να κλείσουν. Ευτυχώς καταφέραμε και μπήκαμε τα τελευταία 10 λεπτά και τραβήξαμε τις φωτογραφίες που θέλαμε. Μάλιστα πιστεύω ότι γλιτώσαμε και εισιτήριο γιατί για να μπεις θα έπρεπε να το έχεις. Αλλά τόσο αργά που πήγαμε οι άνθρωποι από τα ταμεία είχαν ήδη φύγει. Όμως εμείς κάναμε την βόλτα μας και αυτό για μας ήταν πολύ ευχάριστο και ενδιαφέρον.
Στη συνέχεια του κάστρου υπήρχαν και οι αντίστοιχοι κήποι, Kongens Have,οι οποίοι ήταν γεμάτοι με κόσμο και ήταν ανοιχτά και μετά τις 5:00 που έκλεινε το κάστρο. Έτσι κάναμε τη βόλτα μας. Οι άνθρωποι εκεί ήταν κυρίως νέοι που έκαναν ηλιοθεραπεία μέσα στο πάρκο και κάτω από τον ήλιο. Αυτή βέβαια τη σκηνή την είχαμε συναντήσει πολλές φορές αυτές τις μέρες και είναι εντυπωσιακό το ότι κάθονται στριμωγμένοι μερικές φορές για να λιαστούν οι άνθρωποι μέσα στα πάρκα ή ακόμα και όπου υπάρχουν σκαλοπάτια και λιάζονται. Πολλά κορίτσια μάλιστα, αλλά και άντρες, είχαν ξεγυμνωθεί λες και είναι στην παραλία, ώστε να δροσιστούν και να μαυρίσουν κάτω από τον ήλιο. Θα μας έρθουν κατάμαυροι στις ελληνικές παραλίες τον Αύγουστο. Ταυτόχρονα εμείς κυκλοφορούσαμε με μπουφάν και δεν ήμασταν και οι μόνοι, αφού πολλοί ντόπιοι φορούσαν και εκείνοι τα χειμωνιάτικα ρούχα τους δίπλα σε εκείνους με κοντομάνικα ή ακόμα και με αμάνικα.
Αφού μείναμε αρκετή ώρα στους κήπους προχωρήσαμε στον Στρογγυλό Πύργο. Είδαμε από μακριά ότι επάνω ήταν κόσμος ανεβασμένος και έβλεπαν την θέα. Καταλάβαμε λοιπόν ότι δεν είχε κλείσει ακόμα και πήγαμε στην είσοδο. Με εισιτήριο κάπου 5€ το άτομο ανεβήκαμε και εμείς επάνω για να δούμε λίγο την πόλη από ψηλά. Δε μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα από το θέαμα, αλλά με πέντε ευρώ στην Κοπεγχάγη είναι δύσκολο να βρεις κάτι καλύτερο. Μάλιστα ο πύργος έκλεινε στις 8 και είχαμε αρκετό χρόνο αλλά δε μείναμε πολύ. Να σημειώσω ότι βράδιαζε μετά τις 10 εκείνη την εποχή στην Κοπεγχάγη.
Αφού είδαμε και αυτό το θέαμα από ψηλά αρχίσαμε να κυκλοφορούμε τυχαία. Ήμασταν πολύ τυχεροί που ανακαλύψαμε την αγορά Torvehallerne. Είναι μία διπλή σκεπαστή αγορά στην οποία μπορείς να κάνεις ψώνια από σουβενίρ μέχρι κρέας ή ψάρια αλλά ταυτόχρονα μπορείς και να κάτσεις να πιείς την μπύρα σου ή να φας. Πολλοί άνθρωποι αγοράζουν από κει έτοιμο φαγητό σε πακέτο και κάποιο αλκοολούχο ποτό και πηγαίνουν στην διπλανή πλατεία και κάθονται στη λιακάδα να απολαύσουν ποτό και φαγητό. Πλησιάζοντας σε πολλούς από αυτούς καταλαβαίνεις ότι εκτός από το αλκοόλ καπνίζουν και λίγο χασισάκι. Αυτό το αντιληφθήκαμε πολλές φορές στις βόλτες που κάναμε στην Κοπεγχάγη. Ας το αφήσω ασχολίαστο. Τις πιο πολλές φορές δεν ήταν δανέζικα η γλώσσα που ακούς στο δρόμο από τους περαστικούς αλλά αγγλικά οι άλλες γλώσσες της Ευρώπης. Είχε πολύ τουρισμό η πόλη αν και δεν ήταν ακριβώς καλοκαίρι.
Μετά από αυτή την πλατεία πήγαμε σε ένα κοντινό πάρκο που μας άρεσε πάρα πολύ. Ήταν το μικρό Ørstedsparken με μία λιμνούλα σαν μισοφέγγαρο και μία γέφυρα στη μέση περίπου της λίμνης. Πολύς κόσμος καθόταν πάνω στο γρασίδι και είτε λιάζονταν είτε έπινε είτε έτρωγε όπως είπα και προηγουμένως. Αφού λοιπόν κάναμε τη μικρή μας βόλτα και σε αυτό το πάρκο αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο δωμάτιό μας και αυτό έγινε περίπου στης οκτώ. Από το ανοιχτό παράθυρο βλέπαμε τις στέγες των σπιτιών της περιοχής και κάποια από τα πανύψηλα παιχνίδια του Tivoli που ήταν πολύ κοντά σε μας.