Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.019
- Likes
- 52.800
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Έχουμε πει στον Τόνι ότι θέλουμε να πάμε να κάνουμε ziplines, αυτά τα canopyrides δηλαδή όπου κρέμεσαι από μια τροχαλία που γλιστράει με ταχύτητα πάνω σε σκοινιά σε ύψος από το έδαφος, θαυμάζοντας την τροπική βλάστηση. Ο Τόνι χάνεται, καθυστερεί κανά μισάωρο να το βρει και με το που φτάνουμε στο πάρκινγκ μου ζήτησε λεφτά για τη βενζίνη που χάλασε. Δεν ήξερε λέει ότι ήταν τόσο μακριά αυτό το zipline και άρα χρειάζεται άλλα 50 δολλάρια. Του είπα ότι είχαμε δείξει στην Αλντόνα στο χάρτη πού θέλαμε να πάμε και μου απάντησε ότι “μα η Αλντόνα δεν ξέρει”. Ε, τότε ας πληρώσει η Αλντόνα, αντιπρότεινα σοβαρότατα για να εισπράξω την απάντηση ότι είναι άφραγκη. Για να μην απαντήσω ευγενέστετα πως αφοδεύτηκα (ελληνιστί “χέστηκα”), τον παρέπεμψα στον κύριο D που έχει ένα απίστευτο ταλέντο να παρατείνει ανούσιες συζητήσεις σε βαθμό εξουθένωσης του κάθε απατεώνα, που στο τέλος παραδίνεται, όπως και έγινε. Αλλά γενικά δε μας τα λέει καλά ο Τόνι. PoorAldona, πού έμπλεξες…
Στα ziplines σκάσαμε ένα χαριτωμένο 50άρι δολάρια ο καθένας, το οποίο βρήκα εξωφρενικό, στην Κούβα δεν κοστίζει ούτε τα μισά. Υπήρχαν δυο ξεναγοί, ένας ευγενής νέος και μια μπιτσούλα που μάλλον την κοινωνική της θητεία έκανε, τόση ξινίλα δεν εξηγείται αλλιώς. Μας έδειξαν πώς δουλεύει το όλο σκηνικό, μας έβαλαν και από μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι (μάλλον για να μη μεταδώσουμε τις ψείρες μας στο κράνος που θα φορούσε ο επόμενος) και ξεκινήσαμε. Οι πρώτες διαδρομές ήταν σύντομες, αλλά προοδευτικά γινόντουσαν πιο ενδιαφέρουσες, ανεβαίναμε σχοινένιες σκάλες, σκαρφαλώσαμε στο πατάρι του σπιτιού του Ταρζάν, κάναμε κάτι μεγάλα κατεβάσματα που έμοιαζαν με μίξη μπάντζι και ραπέλ και γενικά ωραία ήταν. Δεν τρελάθηκα κιόλας, καλούτσικο τοπίο, ξινοί ξεναγοί, ακριβή δραστηριότητα αλλά για κανέναν κρουαζιεροτουρίστα παίζει να φαίνεται και πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι φάνηκε σε μένα, δηλαδή απλώς συμπαθητικό.
Γνωρίσαμε κι ένα ζευγάρι νέων Γερμανών που την περασμένη χρονιά είχαν πάει στην Κούβα. Τους άρεσε περισσότερο η Αγία Λουκία διότι “δεν είχε τόση φτώχεια” όσο η Κούβα. Τους κοίταξα με γουρλωμένα μάτια, απόρησα, υπέθεσα ότι μάλλον μένουν σε κανένα ριζόρτ και δεν είδαν τα παιδάκια που δουλεύουν, το ποσοστό καλυβών, δε μίλησαν με κάποιο ντόπιο για τον υποσιτισμό και τη βία και συνεχίσαμε. Α, είδαμε και το “τραμ” το οποίο είναι ένα βαγόνι που κρέμεται από τα καλώδια των ziplines και κάνει τη διαδρομή αντί για canopy σαν σε τελεφερίκ, αφαιρώντας δηλαδή την όποια αδρεναλίνη ή επαφή με τη φύση. Σα να λέμε δηλαδή κάνω κατάδυση με μπουκάλες σε πισίνα αντί για ύφαλο. Τι να πει κανείς… οι κρουαζιεροτέτοιοι πάντως έμοιαζαν τόσο εκστασιασμένοι με την εμπειρία όσο και μεις με τις άσπρες κάλτσες και τα σανδάλια τους. Άβυσσος η ψυχή του κρουαζιερά.
Συνεχίσαμε, κατεβήκαμε στην πρωτεύουσα, τελικώς υπήρχε ουρά για τα εισιτήρια του πλοίου, άρα μάλλον θα μπορούσαμε να φύγουμε, οπότε αποχαιρετίσαμε τον Τόνι και είπαμε να φύγουμε από την Αγία Λουκία, ελπίζοντας ότι το βράδυ θα ήμασταν στη Ντομινίκα. Ο Τόνι μας έδωσε και την κάρτα του ώστε να του συστήσουμε κι άλλους τουρίστες, το οποίο θα συμβεί όταν θα πάω στην Καζαμπλάνκα να κάνω εγχείρηση φύλου, οπότε του συνέστησα να μην περιμένει και στο ακουστικό του ο άνθρωπος και πάθει καμιά αγκύλωση.
Μπαίνουμε λοιπόν στο λιμάνι, ψιλομπάχαλο η ουρά, κανείς δε φαίνεται να ξέρει ποια είναι η ουρά για επιβίβαση και ποια για αγορά εισιτηρίου, τελικά έβγαλε άκρη ο κύριος D που κοιτάει και τον πλανήτη από τα δύο μέτρα κι όσο να’ ναι έχει μια παρουσία πιο επιβλητική και εν τέλει πληροφορηθήκαμε πως πλοίο για Ντομινίκα δεν έχει σήμερα, αλλά αυτό που καταβροχθίζει επιβάτες θα πάει πρώτα στη Μαρτινίκα, όπου θα αράξει για ένα βράδυ και μόνο την επόμενη το πρωί θα φύγει για Ντομινίκα.
Ε, δεν έχουμε άλλη επιλογή, θα πάμε και στη Μαρτινίκα επομένως. Γιατί όχι;
Εννοείται πως ο κάτοχος του διπλωματικού διαβατηρίου πάλι δεν πλήρωσε λιμενικούς φόρους. Ε άι σιχτήρ πια. Να δεις που στο επόμενο λιμάνι θα τον πληρώσουνε κιόλας.
Στα ziplines σκάσαμε ένα χαριτωμένο 50άρι δολάρια ο καθένας, το οποίο βρήκα εξωφρενικό, στην Κούβα δεν κοστίζει ούτε τα μισά. Υπήρχαν δυο ξεναγοί, ένας ευγενής νέος και μια μπιτσούλα που μάλλον την κοινωνική της θητεία έκανε, τόση ξινίλα δεν εξηγείται αλλιώς. Μας έδειξαν πώς δουλεύει το όλο σκηνικό, μας έβαλαν και από μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι (μάλλον για να μη μεταδώσουμε τις ψείρες μας στο κράνος που θα φορούσε ο επόμενος) και ξεκινήσαμε. Οι πρώτες διαδρομές ήταν σύντομες, αλλά προοδευτικά γινόντουσαν πιο ενδιαφέρουσες, ανεβαίναμε σχοινένιες σκάλες, σκαρφαλώσαμε στο πατάρι του σπιτιού του Ταρζάν, κάναμε κάτι μεγάλα κατεβάσματα που έμοιαζαν με μίξη μπάντζι και ραπέλ και γενικά ωραία ήταν. Δεν τρελάθηκα κιόλας, καλούτσικο τοπίο, ξινοί ξεναγοί, ακριβή δραστηριότητα αλλά για κανέναν κρουαζιεροτουρίστα παίζει να φαίνεται και πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι φάνηκε σε μένα, δηλαδή απλώς συμπαθητικό.
Γνωρίσαμε κι ένα ζευγάρι νέων Γερμανών που την περασμένη χρονιά είχαν πάει στην Κούβα. Τους άρεσε περισσότερο η Αγία Λουκία διότι “δεν είχε τόση φτώχεια” όσο η Κούβα. Τους κοίταξα με γουρλωμένα μάτια, απόρησα, υπέθεσα ότι μάλλον μένουν σε κανένα ριζόρτ και δεν είδαν τα παιδάκια που δουλεύουν, το ποσοστό καλυβών, δε μίλησαν με κάποιο ντόπιο για τον υποσιτισμό και τη βία και συνεχίσαμε. Α, είδαμε και το “τραμ” το οποίο είναι ένα βαγόνι που κρέμεται από τα καλώδια των ziplines και κάνει τη διαδρομή αντί για canopy σαν σε τελεφερίκ, αφαιρώντας δηλαδή την όποια αδρεναλίνη ή επαφή με τη φύση. Σα να λέμε δηλαδή κάνω κατάδυση με μπουκάλες σε πισίνα αντί για ύφαλο. Τι να πει κανείς… οι κρουαζιεροτέτοιοι πάντως έμοιαζαν τόσο εκστασιασμένοι με την εμπειρία όσο και μεις με τις άσπρες κάλτσες και τα σανδάλια τους. Άβυσσος η ψυχή του κρουαζιερά.
Συνεχίσαμε, κατεβήκαμε στην πρωτεύουσα, τελικώς υπήρχε ουρά για τα εισιτήρια του πλοίου, άρα μάλλον θα μπορούσαμε να φύγουμε, οπότε αποχαιρετίσαμε τον Τόνι και είπαμε να φύγουμε από την Αγία Λουκία, ελπίζοντας ότι το βράδυ θα ήμασταν στη Ντομινίκα. Ο Τόνι μας έδωσε και την κάρτα του ώστε να του συστήσουμε κι άλλους τουρίστες, το οποίο θα συμβεί όταν θα πάω στην Καζαμπλάνκα να κάνω εγχείρηση φύλου, οπότε του συνέστησα να μην περιμένει και στο ακουστικό του ο άνθρωπος και πάθει καμιά αγκύλωση.
Μπαίνουμε λοιπόν στο λιμάνι, ψιλομπάχαλο η ουρά, κανείς δε φαίνεται να ξέρει ποια είναι η ουρά για επιβίβαση και ποια για αγορά εισιτηρίου, τελικά έβγαλε άκρη ο κύριος D που κοιτάει και τον πλανήτη από τα δύο μέτρα κι όσο να’ ναι έχει μια παρουσία πιο επιβλητική και εν τέλει πληροφορηθήκαμε πως πλοίο για Ντομινίκα δεν έχει σήμερα, αλλά αυτό που καταβροχθίζει επιβάτες θα πάει πρώτα στη Μαρτινίκα, όπου θα αράξει για ένα βράδυ και μόνο την επόμενη το πρωί θα φύγει για Ντομινίκα.
Ε, δεν έχουμε άλλη επιλογή, θα πάμε και στη Μαρτινίκα επομένως. Γιατί όχι;
Εννοείται πως ο κάτοχος του διπλωματικού διαβατηρίου πάλι δεν πλήρωσε λιμενικούς φόρους. Ε άι σιχτήρ πια. Να δεις που στο επόμενο λιμάνι θα τον πληρώσουνε κιόλας.