• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Αύγουστο 2020 !

Άγιος Δομήνικος Καραϊβική Καραϊβική - Yaman

go2dbeach

Member
Μηνύματα
6.017
Likes
9.784
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ταξίδι-Όνειρο
Λατινική Αμερική
Μα πειτε μου ειναι δικαιο να παει ο μισοπαραλίας σε αυτα τα μερη? Ειναι σα να παω εγω για city-hopping στην Ευρωπη! :shock:
Παρά τις ανακρίβειες που προσεξα στο κειμενο – «είναι πιο παραλιόπληκτος κι από την go2dbeach» - Δεν υπαρχει τετοιο πραγμα..man! :cool:
Παρα τις α π α ρ α δ ε χ τ ε ς στιχομυθιες που μας παραθετει: «Την είδες την παραλία;» ρωτάει ο D όλο λαχτάρα. «Καλούτσικη είναι», του λέω…που με εκανε να ανοιξω ενα μπουκαλακι Δομηνικανο ρουμι που εφερα απο την πατριδα και να κατεβασω 5 τζουρες στη σειρα..
Παρα τις ανατριχιαστικες περιγραφες – άκου μισοπαραλίας !! -που ο λογοπλαστης Yorgos μας παραθετει βγαζοντας εμενα και το συναφι μου απο τα ρουχα μας!
Προσπαθησες να το σωσεις , αλλα δε μασαμε Yorgos απο χλιαροτητες του στυλ: Μ’ αρέσει το μέρος..
Φιλησες την αμμουδια? Προσκυνησες τους φοινικες? Βυθιστηκες στα νερα και ειπες αν ειναι να πνιγω ας ειναι εδω?
Μιληστε παραλιολατρες! Που του δινετε και ευχαριστω!
Θα κανω την καρδια μου πέτρα :haha: και θα συνεχισω να διαβαζω γιατι μαλλον δεν προκειται να παω ποτε να τα δω ολα αυτα απο κοντα.:roll:

Yorgos προσεξε τι θα γραψεις στο επομενο κομματι που αφορα το Mayreau ,αλλιως θα ευχηθω να σε τρεχει ο D απο νησι σε νησι και να του κουβαλας και τις βαλιτσες! Και να χαλασει το βαπορι και να μεινεις ενα μηνα στο νησι , στην παραλια! Και αφου δεν κοκκινιζεις απο ντροπη , να κοκκινισεις απο τον ηλιο!:bleh::haha::haha::haha:
 
Last edited by a moderator:

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.979
Likes
52.497
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
FLASHBACK: Playa Maguana, ανατολική Κούβα, λίγους μήνες νωρίτερα. Οι δύο ήρωες της ιστορίας μας βρίσκονται σε μια από τις ομορφότερες παραλίες της Κούβας. Βγαίνουν από το παρκαρισμένο πάνω στην άμμο αμάξι, απλώνουν την πετσέτα του D στην παραλία (ε, ναι πάλι του D, εγώ δεν έχω πετσέτα, τι θέλετε τώρα) και θαυμάζουν μια παραλία όπως θα’ πρεπε να είναι όλες: αμμώδης, με φοίνικες χωρίς ψυχή, με εξαίρεση τρεις Κουβανούς που κάθονται κάτω από ένα δέντρο και περιμένουν να τους παραγγείλουμε αστακό, γαρίδες ή –τη σπεσιαλιτέ της περιοχής- το φοβερό cobo με χελώνα. Μένουμε με τα μαγιό μας, φανερώνουμε τα καλογυμνασμένα (τι τρέχουμε στα γυμναστήρια της Αβάνας; ), σμιλεμένα (με μυστρί), ποθητά (έτσι μας είπαν και το χάψαμε) κορμιά μας και μπαίνουμε στο νερό. Ούτε ρυθμισμένο με θερμοστάτη να ήταν.



Ο D ρίχνει ένα σαρδόνιο χαμόγελο: «Μάλλον θα κάνω τρεις-τέσσερεις απλωτές, είναι σούπερ το νερό». Καλά λέω, μην αργήσεις, έχουμε πολύ δρόμο μέχρι τη Χιμπάρα (άλλη αδυναμία μου αυτή), μη μας πιάσει και η νύχτα. «Όχι ρε, σε τρία τέταρτα το πολύ θα είμαι πίσω, κάτσε διάβασε το βιβλίο σου». Η αναλογία των 3-4 απλωτών σε 45 λεπτά είναι ενδιαφέρουσα, διότι μας βγάζει έναν μέσο όρο μιας απλωτής ανά 15λεπτο, αλλά το αντιπαρέρχομαι και κάθομαι να διαβάσω το βιβλίο μου.


Περνάνε τα 45 λεπτά, περνάει και η ώρα, περνάνε και τα 75 λεπτά κι έχουν αρχίσει και με ζώνουν τα φίδια διότι ο D δε φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα. Καλό το βιβλίο μου, αλλά όχι για τόσο. Κοιτάζω τον Κουβανό κάτω από το δέντρο και τον ρωτάω αν υπάρχει ναυαγοσώστης, ερώτηση προφανώς βλακώδης. «Δεν υπάρχει, αλλά σερβίρω φοβερό αστακό!», λέει όλο χαρά. Διάσωση ανθρώπου με βοήθεια «φοβερού» αστακού δεν έχω ακούσει ποτέ και μου κάνει ενδιαφέρον, αλλά θα προτιμήσω πιο παραδοσιακές μεθόδους. «Καμιά αστυνομία, ακτοφυλακή, κάτι τέτοιο;». Προβληματίζεται ο επίδοξος μάγειρας, αλλά μετά από μια στιγμή δισταγμού έρχεται η κοφτερή απάντηση: «Κοίτα, ο αστακός μου είναι καλός, αλλά το cobo μου δεν παίζεται, θα πάθεις πλάκα!».



Η αλήθεια είναι πως έχω πάθει πλάκα ήδη δύο φορές με το cobo του τύπου (νοστιμότατο, μόνο στο Νησί της Νιότης έχω φάει καλύτερο) και το θυμάμαι πολύ καλά (αυτός πάλι δε με θυμάται), αλλά προτεραιότητα έχει να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με τον αγνοούμενο D. Πληροφορούμαι πως υπάρχει ναυαγοσώστης στη Μπαρακόα, αλλά αυτό είναι καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα μακριά. Υπάρχει φυσικά το αμάξι μας, αλλά υπάρχει και το μικρό inconvenience ότι δεν ξέρω να οδηγώ. Ρωτάω το μάγειρα: «οδήγηση ξέρεις;». Με κοιτάει στα μάτι όλο ειλικρίνεια και απαντάει «Δεν ξέρω οδήγηση ρε μεγάλε, αλλά φάε τη χελώνα μου και θα τα ξεχάσεις όλα!».



Η επιλογή του να φάω τη χελώνα του και να πάθω αμνησία μου αρέσει. Τον D δε θα τον βρω, αλλά ούτε κι αν καθόμουν μόνος στην παραλία θα τον έβρισκα, και τουλάχιστον με τη χελώνα θα ήμουν και χορτάτος. Πριν αποδεχθώ τη βρώση χελώνας, διακρίνω ένα καλογυμνασμένο, σμιλεμένο και ποθητό (έτσι του είπαν και το έχαψε) κορμί να έρχεται προς το μέρος μου από το άλλο άκρο της παραλίας. Τα 198 εκατοστά του D τρέχουν με ένα ανάλαφρο χοροπηδητό σαν να μην τρέχει τίποτε και κρατάει κι ένα όστρακο, το οποίο και επιδεικνύει με καμάρι.
-Τι είναι αυτό ρε, ξέρεις πόση ώρα λείπεις, έτοιμος ήμουν να πάω στη Μπαρακόα με ωτοστόπ! (ψέματα, έτοιμος ήμουν να φάω τη χελώνα, αλλά ας τον αφήσουμε να νιώσει ενοχές)
- Ναι, ε; Λείπω πολύ ώρα; Βρήκα ένα όστρακο και δεν ήθελα να το αφήσω. Έφαγα μια φλασιά κι έκανα έναν παραλληλισμό ανάμεσα στη σχέση μου με το όστρακο και τη σχέση μου με την L. Αν το άφηνα να φύγει, θα ήταν σαν να άφηνα και την L


Η σχέση με τη χελώνα πιο σχετική μου φαινόταν, φίλε αναγνώστη. Και θα χόρταινα κιόλας. Μαθαίνω ότι ο D επί μιάμιση ώρα δε σταμάτησε να κολυμπάει, έφτασε στο διπλανό όρμο, όπου έκανε απόβαση και ήρθε τρέχοντας, με το όστρακο αγκαλιά. Αντοχές χωρίς όριο δηλαδή, και ουδεμία αίσθηση του χρόνου, κακός συνδυασμός…

Επιστροφή στην πραγματικότητα. Κολύμπησα ένα εικοσάλεπτο, έκανα το χρέος μου στα νερά της Καραϊβικής και αποφασίζω να αποσυρθώ. «Καλά, εγώ θα κάνω τρεις-τέσσερεις απλωτές κι έρχομαι», λέει ο άνθρωπος-ψάρι και κατανοώ ότι καλύτερα να πάω στο δωμάτιο, να τελειώσω όλο το βιβλίο, να ενημερωθώ για το PSI, να ξυριστώ και ίσως μου μείνει και χρόνος να πάρω το Champions League με τον Ατρόμητο πριν έρθει η Δευτέρα Παρουσία, δηλαδή ο D απ’ το κολύμπι.


Πηγαίνω μέχρι το μοναδικό μπαρ της παραλίας, όπου και πιάνω κουβέντα με τον μοναδικό θαμώνα. Είναι ντόπιος, τον λένε Ίνγκιμ, γύρω στα 25, ράσταμαν και μάλλον έχει Τζαμαϊκανό υπουργό για πατέρα χωρίς να το ξέρει, γιατί μου παίρνει κανένα δεκάλεπτο να πάρω το κολάι της προφοράς του. Η ζωή στο νησί είναι ωραία, λέει. Οικονομικό πρόβλημα δεν έχουν, διότι ασχολούνται οικογενειακώς με το «σίμπιντα». Ρωτάω αν έχει καμιά σχέση με τον τουρισμό αυτό, και απαντά πως όχι, σιγά τα λεφτά που έχει ο τουρισμός, όλα τα λεφτά είναι το σίμπιντα. Κάτι σε sea bidder μου ακούγεται αυτό, αλλά το να κάνουν πλειστηριασμούς για τη θάλασσα είναι ολίγον απίθανο, είπαμε ότι ιδιωτικοποιήθηκαν όλα, αλλά όχι και η θάλασσα, έλεος. «Όχι ρε συ, σίμπιντα λέμε, να όπως αυτό», λέει και δείχνει μια βάρκα. Ship building. Μάιστα, τώρα το’ πιασα. Κατά τον Ίνγκιμ ο μισθός του δασκάλου ή του ταχυδρόμου είναι περίπου 200-300$ το μήνα, με τα οποία τη βγάζει δεν τη βγάζει, αλλά με το σίμπιντα είναι πολύ πιο άνετος. «Λεφτά έχουμε, θάλασσα έχουμε, πηδάμε και συνέχεια, όλα καλά». ΦΑΠ! ΄Έρχεται μια σβουριχτή σφαλιάρα από πίσω από την πρώην χαμογελαστή ρεσεψιονίστ που πλέον δε χαμογελά καθόλου. «Δεν νομίζω πως κάνεις τις κατάλληλες γνωριμίες», μου λέει και η σφαλιάρα που έχωσε στον Ίνγκιμ δεν ήταν καθόλου στα αστεία. Η κοπέλα φοράει μια μακριά φούστα μέχρι τον αστράγαλο, δεν έχει ίχνος makeup, μιλάει αυτά τα old school Αγγλικά με τα “might, indeed, appropriate & perhaps” και είναι δείγμα του ότι εκτός από το efficiency και το gardening, έχει μείνει κι ένας αγγλικός καθωσπρεπισμός στο νησί από την εποχή των Άγγλων. Τα ξέκωλα, τα ξώπλατα, οι ερωτικές ματιές, τα κωλόμπαρα, τα αισθησιακά περπατήματα, τα υπονοούμενα και τα τοιαύτα, σταμάτησαν στην Κούβα και τη Δομινικανή Δημοκρατία, εδώ δεν έχει τέτοια.


Στο δρόμο για το δωμάτιο θα γνωρίσω τους ενοίκους του άλλου κατειλημμένου δωματίου του ξενοδοχείου, τον Έρικ και την Κάτια. Καναδοί γύρω στα σαράντα, βρίσκονται για δεύτερη φορά στο νησί, που το προτιμούν γιατί δεν πατάει ψυχή. Μου κάνει εντύπωση το πόσο αγαπημένοι φαίνονται. Έχουν και μια κόρη, αλλά την άφησαν σπίτι, θα την πάει ο Έρικ διακοπές στην Κούβα σε δυο εβδομάδες. Καναδός που δεν πάει στην Κούβα δεν είναι Καναδός άλλωστε. Τους ρωτάω πού μπορούμε να φάμε κάτι της προκοπής και ο Έρικ μου λέει για ένα εστιατόριο όπου πάνε οι ντόπιοι, περίπου 10 λεπτά με τα πόδια παραλιακά και μετά στρίβοντας στις… φυλλωσιές. Η άλλη πληροφορία που μου έδωσε είχε να κάνει με το Mayreaux, όπου κατά τον Έρικ το καλύτερο κατάλυμα είναι το «Dennis’ Place» που μαγειρεύει καταπληκτικά και είναι και ωραίος τύπος. Μου δείχνει και μια μπροσούρα σε… τσιγαρόχαρτο (καταξοδεύτηκε ο Dennis!) στην οποία δεν αναγράφεται καμία πληροφορία για το κατάλυμα, εκτός από το όνομα και… η ράστα φάτσα του Dennis. Κρατάω το τσιγαρόχαρτο και συνεχίζω για το δωμάτιο.


Μετά από 5-6 μερόνυχτα (ή τόσο μου φάνηκε τέλος πάντων) καταφτάνει και ο D. «Άργησα;» ρωτάει και αφήνω το ηλιοβασίλεμα να του δώσει την απάντηση. Το νερό ήταν καλό λέει (δεν τον έχω δει και ποτέ να το βρίσκει κακό), οπότε αποφάσισε να κολυμπήσει στο απέναντι νησάκι (καλά-καλά δε φαινόταν με το μάτι το «απέναντι»), που όμως δεν ήταν τόσο ωραίο όσο φαινόταν, οπότε κολύμπησε σε άλλη παραλία, όπου τον πήρε το ρεύμα, αλλά τελικώς επέστρεψε. Και κατά την άφιξή του στη… σωστή παραλία του Paradise Beach, τον υποδέχθηκαν πέντε σιτεμένες κυρίες που μάθαμε πως είναι συνταξιούχοι που περνούν όλο τους το χειμώνα στο Carriacou και εντυπωσιάστηκαν από τις κολυμβητικές ικανότητες του D.


Περπατάμε κατά μήκος της παραλίας και βρίσκουμε το εστιατόριο που μας σύστησε ο Έρικ. Είναι μια απλή ξύλινη κατασκευή πάνω σε τσιμεντένια βάση, βαμμένη σε χρώματα Καραϊβικής και γεμάτη με ντόπιους στα 5-6 τραπεζάκια της. Καθόμαστε, παραγγέλνουμε το μοναδικό πράγμα που υπήρχε στο μενού (ψάρι με λαχανικά και ολίγον breadfruit) και ομοφώνως το ανακηρύσσουμε αίσχος. Δεν ξεκίνησε καλά η Καραϊβική από γαστρονομικής άποψης, οπότε αποφασίζουμε από εδώ και πέρα να ψάχνουμε πιο εξεζητημένες επιλογές. Η θέα πάντως με τους ντόπιους να χαριεντίζονται υπό το ηλιοβασίλεμα είναι ωραία, αλλά τα κουνούπια είναι ενοχλητικά. Επιστρέψαμε στο παλάτι μας, βάλαμε μακριά παντελόνια για να αποφύγουμε τα τσιμπήματα και πήραμε ένα βανάκι για να επισκεφθούμε το Hillsborough.


Όπως και σε άλλα σημεία της Καραϊβικής, παρότι μόλις 6.20 το απόγευμα, ο οικισμός (αρνούμαι να το χαρακτηρίσω πόλη) έχει ερημώσει. Ψυχή δεν κυκλοφορεί στο δρόμο κι εμείς που ψάχνουμε γλυκό μείναμε με τη γλύκα, αφού τα πάντα ήταν κλειστά, συμπεριλαμβανομένου ενός οικογενειακού καταστήματος που φτιάχνει σπιτικό φαγητό και ενδιαφέροντα κέικ. Αυτό που μας έκανε εντύπωση πάντως είναι η παντελής έλλειψη τουριστικής υποδομής: σουβενιράδικα δεν υπάρχουν, από ξενοδοχεία είδαμε μόνο ένα (το οποίο στεγάζεται πάνω από σούπερ μάρκετ και είναι εμφανές πως η βασική επιχείρηση είναι το δεύτερο), τουρίστες γιοκ και γενικώς η «πρωτεύουσα» του νησιού κινείται σε ρυθμούς που θυμίζουν άλλες δεκαετίες.



Τελικώς αγοράσαμε δυο (παραδόξως νόστιμα!) power bars στο σούπερ μάρκετ του Ade, που πρέπει να είναι ο αυτοκράτορας της πόλης. Ade’s Rent a Car, Ade’s Super Market, Ade’s Rooms to Let, Ade’s Insurances, άντε χέσε μας. Τα σοκάκια της πόλης ερημικά, αλλά πανέμορφα. Βρήκαμε δυο-τρεις ανθρώπους να ρωτήσουμε για τυχόν σοκολάτα ή παγωτό και ήταν όλοι ευγενέστατοι, όπως και οι οδηγοί των βαν που μόλις πεις το πού θες να κατέβεις απαντούν με ένα «yaman».


Επιστρέψαμε στο Sunset Beach, απολαμβάνοντας και πάλι τη διαδρομή, αυτή τη φορά υπό το λυκόφως. Τρεμάμενα φώτα λαμπιρίζουν μέσα από τα σπίτια των Χόμπιτ, ενώ στο δρόμο για το δωμάτιό μας απολαμβάνουμε τα αστέρια κι αποφασίζουμε να αγνοήσουμε το BBQ πάρτι του Ίνγκιμ που θα λάβει χώρα στην παραλία . Ο ύπνος θα με πάρει ακούγοντας τα κύματα κι ένα τριζόνι που μου θύμισε κάτι από τα παιδικά μου καλοκαίρια στο Πεζονήσι. Γι αύριο το πρόγραμμα λέει λίγο trek, λίγο μπανάκι, λεωφορείο για την «άλλη» πλευρά του νησιού και το μεσημέρι θα πάρουμε το πλοίο Jasper για να πάμε στο Mayreaux. Ή έτσι νομίζαμε… Η κατάρα της go2dbeach θα έβγαινε αληθινή: θα ευχηθω να σε τρεχει ο D απο νησι σε νησι και να του κουβαλας και τις βαλιτσες! Και να χαλασει το βαπορι…
 

KLEOPATRA

Member
Μηνύματα
5.870
Likes
2.265
Ταξίδι-Όνειρο
Ειρηνικος ..παντου
Μα πειτε μου ειναι δικαιο να παει ο μισοπαραλίας σε αυτα τα μερη? Ειναι σα να παω εγω για city-hopping στην Ευρωπη! :shock:
Παρά τις ανακρίβειες που προσεξα στο κειμενο – «είναι πιο παραλιόπληκτος κι από την go2dbeach» - Δεν υπαρχει τετοιο πραγμα..man! :cool:
Παρα τις α π α ρ α δ ε χ τ ε ς στιχομυθιες που μας παραθετει: «Την είδες την παραλία;» ρωτάει ο D όλο λαχτάρα. «Καλούτσικη είναι», του λέω…που με εκανε να ανοιξω ενα μπουκαλακι Δομηνικανο ρουμι που εφερα απο την πατριδα και να κατεβασω 5 τζουρες στη σειρα..
Παρα τις ανατριχιαστικες περιγραφες – άκου μισοπαραλίας !! -που ο λογοπλαστης Yorgos μας παραθετει βγαζοντας εμενα και το συναφι μου απο τα ρουχα μας!
Προσπαθησες να το σωσεις , αλλα δε μασαμε Yorgos απο χλιαροτητες του στυλ: Μ’ αρέσει το μέρος..
Φιλησες την αμμουδια? Προσκυνησες τους φοινικες? Βυθιστηκες στα νερα και ειπες αν ειναι να πνιγω ας ειναι εδω?
Μιληστε παραλιολατρες! Που του δινετε και ευχαριστω!
Θα κανω την καρδια μου πέτρα :haha: και θα συνεχισω να διαβαζω γιατι μαλλον δεν προκειται να παω ποτε να τα δω ολα αυτα απο κοντα.:roll:

Yorgos προσεξε τι θα γραψεις στο επομενο κομματι που αφορα το Mayreau ,αλλιως θα ευχηθω να σε τρεχει ο D απο νησι σε νησι και να του κουβαλας και τις βαλιτσες! Και να χαλασει το βαπορι και να μεινεις ενα μηνα στο νησι , στην παραλια! Και αφου δεν κοκκινιζεις απο ντροπη , να κοκκινισεις απο τον ηλιο!:bleh::haha::haha::haha:
Σωστα μιλησες αρχηγε ..ουγκ!!!
Σχωρα μας ...παθαμε μια παροδικη σκοτοδινη με τους φοινικες και την αμμο ..μια ζαλαδα ..εναν ιλιγγο..και δεν παρατηρησαμε αυτα τα ατοπηματα του συγγραφεως.
 
Last edited by a moderator:

alma

Member
Μηνύματα
4.102
Likes
17.516
Aχ μας έκανες να νοσταλγούμε από τώρα ζέστη και παραλία.Πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή σε ασυνήθιστο προορισμό.Περιμένουμε τη συνέχεια!!!!:clap:
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.979
Likes
52.497
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Το πρωί μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι, αλλά το συνειδητοποίησα στο πρωινό που φάγαμε μόνοι μας πάνω στο κύμα με το αεράκι να δημιουργεί προβατάκια πάνω στο κύμα: είμαι στον παράδεισο.



Η ιδέα του να κάνουμε το trek για μια απομονωμένη παραλία με απίστευτη άμμο εγκαταλείφθηκε λόγω του ότι προτιμήθηκε μια βόλτα με βανάκι στο βορειότερο τμήμα του νησιού κι επειδή αν ο D έβρισκε την εν λόγω παραλία, δε θα φεύγαμε ποτέ από το Carriacou. Κατά την αναχώρηση από το Sunset Beach, χαμογελώ χαιρέκακα που βλέπω τον D να αγκομαχάει προσπαθώντας να σπρώξει τη Samsonite στην τσιμεντένια κατηφόρα που πλέον είναι ανηφόρα μέχρι τον κεντρικό δρόμο. Που ούτε δρόμος είναι, ούτε τίποτε το κεντρικό έχει, κι έτσι μας αρέσει. Η χαρά μου δε θα κρατήσει όμως πολύ ακόμη. Ο D επικαλείται τα προβλήματα μέσης που τον ταλανίζουν και από εδώ και πέρα τη Samsonite θα τη φορτώνομαι εγώ, ενώ ο σύντροφος θα κυκλοφορεί ανάλαφρος με το σάκο μου. Δεν υπάρχει Θεός, it’s official.


Κατεβαίνουμε στο Hillsborough, αφήνουμε τα πράγματα στις τουριστικές πληροφορίες και μπαίνουμε στο πρώτο βανάκι που βρήκαμε, με κατεύθυνση το βορά. Φανταστική βόλτα: νέα χωριά των Χόμπιτ, ντόπιοι που χαιρετιούνται ένας-ένας κάθε φορά που κάποιος επιβιβάζεται, πολλές φορές κάνοντας και hi-5 με τις γροθιές τους ψελλίζοντας «yaman», αυτή η εθιστική ρέγγε-calypso και οι πανέμορφες εικόνες από άλλες δεκαετίες με παιδάκια με σάκες του ’60 να ανεβαίνουν στο βανάκι για να πάνε στο σχολείο τους, ενώ το ανοιχτό παράθυρο προκαλεί το ανέμισμα των ράστα μαλλιών με τα πολύχρωμα κοτσιδάκια. Ο οδηγός για άλλη μια φορά χαλαρός και χαβαλετζής. Σε κάποια κοινότητα κάποιος φωνάζει “Peas, peas” και ο οδηγός τον ρωτά αν πουλάει… piss. Ο πλανόδιος γελάει και απαντά πως εμπορεύεται «Green peas», ο οδηγός απορεί αν πωλείται η Green Peace και η απάντηση του πλανόδιου είναι κορυφαία: “Όχι mon’, απλώς το piss μου είναι green γιατί έφαγα πολλά peas».


Όλοι κουνάνε το κεφάλι τους στο ρυθμό της μουσικής που παίζει από το όχι και τόσο στέρεο ραδιόφωνο, οι στάσεις φαίνονται τελείως τυχαίες, ωστόσο το βανάκι προσφέρει φτηνή, γρήγορη και αποτελεσματική συγκοινωνία στους ντόπιους και πανέμορφες εικόνες από κοιλάδες, βουνά, κήπους και θέα στη θάλασσα για μας.


Ως συνήθως, πάντα βρίσκεται κάποιος γρουσούζης να χαλάσει τη ζαχαρένια μας. Και, στο Carriacou των χαλαρών και ευγενέστατων κατοίκων, αυτός μόνο ξένος θα μπορούσε να είναι. Εκνευρίστηκε ο Γερμανός επειδή καθυστερήσαμε λιγότερο από ένα λεπτό, προκειμένου να μεταφέρουμε τις βαλίτσες σε άλλο βανάκι, επειδή θέλαμε να κάνουμε κι άλλη διαδρομή. “We’re late!”, λέει επιδεικτικά και απορώ σε τι ακριβώς αργήσαμε, εκτός κι αν έχει ραντεβού με τον οδοντίατρο του νησιού δηλαδή… Όταν έρθει η ώρα του να κατέβει, θα μας καθυστερήσει με τη σειρά του επειδή νόμιζε πως ξέχασε τα γυαλιά του (που τα είχε στο κεφάλι του), οπότε βρήκαμε και μεις την ευκαιρία να του πούμε «Τελείωνε, we’re late!».



Τελειώσαμε τις βολτίτσες μας με τα βανάκια και είπαμε να πάμε στο τελωνείο ώστε να ρωτήσω πώς ακριβώς έχει η διαδικασία εξόδου από τη χώρα με το immigration και τα τοιαύτα. Διότι μπορεί το Union –και κατόπιν το Mayreau- να βρίσκεται λίγα λεπτά μακριά, αλλά δεν παύει να ανήκει σε άλλη χώρα: θα αφήσουμε τη Γρενάδα και θα επιστρέψουμε στον Άγιο Βικέντιο και τις Γρεναδίνες.


Το τελωνείο είναι ένα γραφείο σε μέγεθος σπιρτόκουτου, όπου σε μια μικροσκοπική καρέκλα κάθεται ένας χαμογελαστός θηλυκός βούβαλος με προφορά Καραϊβικής. Μου γνωστοποιεί πως θα πρέπει πρώτα να περάσω από το immigration και μετά να περάσω από τελωνείο, αλλά πριν φύγω σμίγει τα φρύδια της και με ρωτάει με ποιο πλοίο σκοπεύουμε να φύγουμε. «Ε, με το Jasper, μου είπαν χθες πως θα περάσει από δω σήμερα κατά τις 2». Η κυρία παίρνει ένα πονεμένο ύφος, σκουπίζει μερικές σταγόνες ιδρώτα από το δεξί της μάγουλο και μου λέει συμπονετικά: «Μπα, αυτό δε θα’ ρθει… Βυθίστηκε!». Βυθίστηκε; Πότε; «Εμ, εχθές το απόγευμα». Τι γκαντεμιά είναι αυτή, σαράντα ετών πλοίο και βυθίστηκε μια μέρα πριν το πάρουμε εμείς. Κάποιος παραλιόπληκτος θα με καταράστηκε! Πληροφορούμαι πως δεν περνάει άλλο πλοίο από το νησί για καμιά εβδομάδα ακόμη και το θέμα αρχίζει και χοντραίνει, μας βλέπω να κάνουμε βαρκοστόπ σε ψαροκάικο. Πήζω που πήζω στα ωτοστόπ στην Αβάνα, αν είναι να κάνω ωτοστόπ και στη θάλασσα, καθόμουν στο σπίτι μου να διαβάσω εκείνο το βιβλίο για το Ρώσο εξερευνητή της Ινδίας που πέτυχα σε ένα παλαιοπωλείο.


Βλέπω και τον D να πλησιάζει και του λέω πως το Jasper βυθίστηκε. Δεν με πιστεύει και βάζει το κεφάλι του στο γκισέ του τελωνείου, όπου και το πρόσωπό του αλλοτριώνεται. Αρχικά νόμιζα πως ήταν από την εντύπωση που του προκάλεσε η θέα της απίστευτα παχύσαρκης υπαλλήλου, αλλά σύντομα προέκυψε πως ο λόγος ήταν η ακαταλαβίστικη προφορά της: Μάστα σμάσα ονσάμα ρίφα, γιάμαν. «Τι λέει μωρέ αυτή;», με ρωτάει ζητώντας μετάφραση από τα Αγγλικά στα Αγγλικά. «Must have smashed on some reef», λέω και πλέον είναι οριστικό: Jasper γιοκ.



Το Jasper θα μας πήγαινε απέναντι, στο Union, απ’ όπου θα μας άφηνε στο Mayreau, επειδή θα του το ζητούσαμε (αν δεν το ζητήσεις… δε σταματάει, το Mayreau των τριακοσίων ψυχών δεν είναι ακριβώς και υποχρεωτική στάση στα δρομολόγια των πλοίων). Τώρα, ακόμη κι αν βρούμε τρόπο να φτάσουμε στο Union, ένας Θεός ξέρει πώς θα φύγουμε από εκεί για το Mayreau. Αλλά first things first, ας βρούμε πρώτα τρόπο να φύγουμε από το νησί.


Μου συνέστησαν κάποιον… Snagg, τον οποίο αναζήτησα σε ένα παγωτατζίδικο («μόλις έφυγε από εδώ»), σε ένα μπαρ με τρεις μεθύστακες («συνήθως εδώ τα πίνει») και στο σπίτι του, το οποίο και ήταν ανοιχτό, μπήκα μέσα, δεν τον βρήκα κι έφυγα, αφού σκουντούφλησα σε κάτι δεκάδες καπάκια από κατσαρόλες που είχε στο πάτωμα. Για να είμαι ειλικρινής δεν στενοχωρήθηκα κιόλας που δεν τον βρήκα. Διότι με το κυματάκι που έχει η θάλασσα, αν είναι ο βαρκάρης που θα μας πάει απέναντι να έχει ως συστάσεις ότι τρώει παγωτό, μετά τα πίνει με κάτι κρασοπατέρες και στο τέλος πάει σπίτι του και κοιμάται παρέα με τη συλλογή του από καπάκια κατσαρόλας, καλύτερα να βάλω τον D να με πάει κολυμπώντας. Τελικώς τον πέτυχα στο λιμάνι τον άνθρωπο, όπου ξεφόρτωνε τρεις ντόπιους που μόλις είχε φέρει από το Union. Μου εξήγησε πως δε θα έκανε άλλο δρομολόγιο διότι ήδη ήταν αργά κι έπρεπε να πληρώσει κι έξτρα στο τελωνείο. Συμπαθής ο Snagg, δεν κρατήθηκα να μην του πω ότι μπήκα στο σπίτι του και μάλλον πάτησα και κανα- δυο από τα κατσαρολοκαπάκια του. «No problem man, yaman», είπε χαμογελαστός και μου σύστησε να βρω κάποιον Leroy, που ίσως να μπορούσε να μας πάει στο Union, απ’ όπου «σε μισή ώρα με ταχύπλοο θα είστε στο Mayreau…αρκεί να βρείτε ταχύπλοο». Αν βρω το Leroy, αν προλάβει να φύγει, αν προλάβω τελωνείο και immigration, αν βρούμε ταχύπλοο… Κι αν στην Αβάνα δεν είχε εμπάργκο, θα έκανα εισαγωγή ΙΟΝ αμυγδάλου…


Πάω να δω αν ο D είχε περισσότερη τύχη με το δικό του σχέδιο, που ήταν να δει τι θα έκανε ο Έρικ με την Κάτια, αφού κι αυτοί με το Jasper θα έφευγαν. Ως συνήθως, ο σύντροφος τα κατάφερε καλύτερα: ο Έρικ έχει ήδη βρει τον Leroy, που θα μας πάει απέναντι κι εμάς κι αυτούς και ίσως και «3-4 ακόμη» που έμειναν μπουκάλα λόγω του ναυαγίου. Το μόνο που μένει είναι να περάσουμε από το immigration και κατά τις 2, ή μάλλον τις τρεις, καλά το πολύ στις τρεισήμισι, θα φύγουμε.


Το immigration είναι ένα διώροφο κτίριο στο οποίο στεγάζεται η αστυνομία και τα δικαστήρια. Φτάνοντας εκεί, διαπιστώνουμε την πλήρη πειθαρχία με την οποία επιτελεί το καθήκον της η έννομος τάξη και η δικαστική εξουσία στο νησί: μια αστυνομικίνα με παντόφλες MITSUKO μας γνωστοποιεί πως είναι κλειστά λόγω μεσημεριανής σιέστας, στην αίθουσα του δικαστηρίου ένας μπρατσαράς κάνει push-ups ημίγυμνος (αφού δεν είχε να δικάσει κανέναν είπε να τη δει σφίχτερμαν ο άνθρωπος), οι υπάλληλοι μετανάστευσης βλέπουν το Ράμπο νούμερο 4 και γενικώς είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα. Μια yaman μου λέει να περάσω κατά τις 2 και φεύγουμε για να βρούμε κανένα γλυκάκι.


Βρήκαμε πάλι το καταστηματάκι που πουλάει τα σπιτικά γλυκά, αλλά ήταν κλειστό επειδή… είναι ανοιχτό μόνο Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές και σήμερα είναι Πέμπτη. Σκίζονται στη δουλειά οι Carriacouανοί, νυχθημερόν παλεύουν να βγάλουν το ψωμί τους. Είπαμε να μην ξαναφάμε power bar στου Ade και καταλήξαμε σε ένα κατάστημα που εμπορεύεται εσώρουχα… και παγωτό. Ενδιαφέρον ο συνδυασμός, αλλά καλά το έχει σκεφθεί η ιδιοκτήτρια: πρώτα γίνεσαι τόφαλος με το παγωτό και μετά που χρειάζεσαι δυο νούμερα μεγαλύτερο σώβρακο της τα ακουμπάς και για το εμπόρευμα.


Περιττό να πω πως η κυρία ήταν μαυρούλα, χοντρούλα και γλυκύτατη. Μας ρώτησε αν «είμαστε απ’ το κρουαζιερόπλοιο» κι απορήσαμε κι εμείς κι αυτοί. Εμείς που μάθαμε ότι περνάνε και κρουαζιερόπλοια από το Carriacou κι αυτή που βρεθήκαμε εκεί χωρίς κάποιο από αυτά. «Ε, δεν είναι ακριβώς κρουαζιερόπλοια, αλλά τουλάχιστον την περίοδο αυτή όλο και κάποιο σταματάει. Αλλά οι επιβάτες κάθονται μόλις μια ωρίτσα και φεύγουν. Τίποτε δεν αγοράζουν, οι περισσότεροι δεν κατεβαίνουν καν διότι η προβλήτα είναι μικρή και πρέπει να έρθουν με φουσκωτό. Αλλά κι αυτοί που έρχονται δεν ψωνίζουν τίποτε, ούτε παγωτό ούτε εσώρουχα.». Αυτό το θέμα με το πόσα χρήματα ξοδεύουν οι επιβάτες των all-inclusive κρουαζιερόπλοιων είναι μεγάλο, αλλά εμένα με ενδιαφέρει περισσότερο το ότι η κυρία ομολογεί πως έχει πάει κι αυτή σε κρουαζιέρα. «Αχ ναι! Ήταν υπέροχα!», λέει η χοντρούλα και κλείνει τα μάτια, προφανώς αναπολώντας. «Το πλοίο ήταν απίστευτο, οκτώ ημέρες μείναμε, μέχρι το Πουέρτο Ρίκο πήγα. Πλήρωσα 800$ βέβαια, αλλά ήταν υπέεεεεροχα, μακάρι να είχα λεφτά να ξαναπάω, αλλά και τότε πήρα δάνειο για να πάω. Και να σας πω κάτι; Εγώ δεν τους κατηγορώ τους επιβάτες που δεν καταναλώνουν τίποτε, αφού όλα στο πλοίο είναι υπέροχα: το φαγητό, το καζίνο, τα ποτά, οι ξαπλώστρες, ααααχχχ». Και κρουαζιεροδάνεια λοιπόν παίρνουν οι παγωτατζήδες-κιλοτοπωλητές του Carriacou, όσο ζω μαθαίνω.


Η άλλη γνωριμία που κάναμε βολοδέρνοντας ήταν δυο expat κυρίες (από τις πέντε που αποθέωναν τον D για τις κολυμβητικές του ικανότητες) από την Αγγλία. Η μια αγόρασε τριάρι σπίτι στο νησί με περίπου 20.000 λίρες Αγγλίας, πήρε την υπηκοότητα αμέσως, όλες οι διαδικασίες είναι straightforward και έχει μερικά χρόνια που περνάει όλο τον ευρωπαϊκό χειμώνα στο νησί, προσκαλώντας και τις φίλες της. Της συμπεριφέρονται όλοι άψογα, συμπεριλαμβανομένου του Freddy, του Κουβανού γιατρού του νησιού, προφανώς σε αποστολή από την κυβέρνηση της Κούβας.



Πέρασε η ώρα, πήγαμε στο immigration όπου και γνωρίσαμε τους υπόλοιπους συνεπιβάτες που θα έφευγαν με τη βάρκα του Leroy: εκτός από τον Έρικ και την Κάτια και μας, υπάρχει κι ένα σεβάσμιο ζευγάρι σιτεμένων Καναδών, εμφανώς της υψηλής κοινωνίας. Ειδικά η κυρία ανήκει στο κομμάτι της κοινωνίας που εκτός από υψηλή είναι και ξιπασμένη. Μονίμως διέκοπτε τον ήρωα άντρα της, συνεχώς διαμαρτυρόταν που το immigration δεν άνοιξε στην ώρα του («τίποτε δε δουλεύει εδώ, τίποτε, το ακούς;»), δεν καταλαβαίνει πώς θα χωρέσουμε τόσοι πολλοί σε μια βάρκα (“θα μας πνίξει αυτός ο Leroy, στο λέω να το ξέρεις”) και ανυπομονεί να φύγει από αυτό το άντρο της κολάσεως («τελευταία φορά που ερχόμαστε στο Carriacou, ακούς;»). Και ο άντρας της… άκουγε, ή μάλλον έκανε ότι την άκουγε γιατί μετά από 40 χρόνια γάμου με τη Μαντάμ Σουσού ο οργανισμός αναπτύσσει εναλλακτικές άμυνες, όπως η επιλεκτική κώφωση.


Τελείωσε ο Ράμπο, άνοιξε το immigration, εμφανίστηκε και αυτός ο Leroy, τον οποίο προσπάθησε να μεταπείσει η Σουσού να πάει μόνο αυτούς πρώτα, αφού θα τον χρύσωναν, αλλά μάλλον δεν έβγαινε χρονικά και τη γλιτώσαμε. Η διαδικασία στην υπηρεσία μετανάστευσης έγινε πάλι μετά χαμόγελων, ειδικά όταν ο υπάλληλος προσπάθησε να χωρέσει τα 17 γράμματα του επιθέτου του D σε μια κόλλα, αφού μας ζήτησαν… ένα δολάριο Καραϊβικής ως φόρο εξόδου (δεν ξέρω αν δεν πληρώνουν οι διπλωμάτες, ντράπηκα να ρωτήσω, 0,30 ευρώ είναι…) και στο τέλος μας ζήτησαν να συνεισφέρουμε και τον οβολό μας για το καρναβάλι του Carriacou. Κάτι μου λέει πως ο βασιλιάς καρνάβαλος είναι αστυνομικός και τα βάζει στην τσέπη του, αλλά δε βαριέσαι, yaman.


Πάμε προς το «σκάφος» του Leroy, όπου διαπιστώνουμε πως εκτός από εμάς τους 6 ξένους, ο Leroy θα μεταφέρει δυο τόνους εμπορεύματα και άλλους δέκα ντόπιους, συν τον εαυτό του, δεκαεπτά νοματαίοι σε μια βάρκα με… τρεις τάβλες. Η Μαντάμ Σουσού εξανίσταται, «έτσι δεν θα πάμε πουθενά, θα πνιγούμε, δε χωράμε, έχει κύμα, πού βρέθηκαν όλοι αυτοί οι ντόπιοι;». Ο σύζυγος κάνει πως δεν ακούει, αλλά νομίζω πως ανίχνευσα ένα μειδίαμα στα χείλη του…


Με τα πολλά στριμωχνόμαστε όλοι στη βάρκα, μαζί και η Samsonite και με ανησυχία βλέπω τους ντόπιους να βγάζουν τα αδιάβροχά τους από τις τσάντες τους. «Μούσκεμα θα γίνουμε», λέω στον Έρικ, αλλά μια (υπέρβαρη, εξυπακούεται) κοπελίτσα που κάθεται δίπλα μου λέει πως εγώ, αυτή κι η φίλη της δε θα βραχούμε καθόλου διότι καθόμαστε στην πλώρη. «Βασικά θα βραχούν όσοι κάθονται στη μέση», λέει και δείχνει προς το κέντρο της βάρκας, όπου η Μαντάμ Σουσού έχει φροντίσει να στρογγυλοκαθίσει μην αφήνοντας χώρο σε κανέναν άλλον.



Σε όλη τη διαδρομή τα κύματα χτυπούσαν στην πλώρη, «έσπαγαν» και κατέληγαν στο κεφάλι της Σουσού, η οποία καλύφθηκε ολόκληρη με ένα μουσαμά για να προστατευθεί από το μπυγέλο, πάνω στον οποίο έκαναν ένα τεράστιο ΠΛΑΤΣ τα κύματα. Το θέαμα ήταν απολαυστικό και δε σταμάτησα να τη βγάζω φωτογραφίες. Τα αγαπημένα μου στιγμιότυπα ήταν όταν έβγαζε για μερικά δέκατα το κεφάλι της από το μουσαμά για να πάρει ανάσα ή να δει αν φτάνουμε και –επειδή η φύση έχει χιούμορ και timing – ΠΛΑΤΣ, κι άλλο κύμα τη μπουγέλωνε χαλώντας τα τελευταία υπολείμματα μακιγιάζ.



Κι εκεί που τα περνούσα τόσο ωραία, χωρίς να πιτσιλίζομαι… η μηχανή κάνει έναν επιθανάτιο βρόγχο και…πάπαλα. Μάταια προσπάθησε ο Leroy να τη βάλει μπροστά, η μηχανή αποδήμησε εις τον άλλον κόσμο και μας άφησε στη μέση του πελάγους. Υπέροχα. Το Jasper βυθίστηκε, εμείς μείναμε με το Leroy κάπου ανάμεσα σε ένα Carriacou κι ένα Union και η διπλανή μου χοντρούλα αρχίζει να προσεύχεται.



Η… στάση πάντως είναι ευκαιρία να θαυμάσει κανείς τη φύση: το Carriacou φαντάζει σαν κομμάτι ζούγκλας που αναδύεται από τη θάλασσα και το Union βρίσκεται πιο μακριά, αλλά φαίνεται πιο άγονο, σχεδόν μυστηριώδες. Προσπαθώ να υπολογίσω πόση ώρα θα μας έπαιρνε κολυμπώντας: φαντάζομαι 3-4 ώρες για κάποιον άνθρωπο, λιγότερο από ώρα για τον D. Οπότε το worst case scenario είναι να πάει ο D κολυμπώντας να καλέσει βοήθεια, να δέσουμε τη Samsonite με την κοτσίδα της Μαντάμ Σουσού ώστε να την κάνουμε άγκυρα και να περιμένουμε. Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα.


Μια χοντρούλα ανακράζει «Somebody call somebody!” και μια άλλη χοντρούλα βγάζει ένα κινητό και μιλάει με την ακτοφυλακή. “Help is on the way”, ανακοινώνει, ενώ η γιαγιά μπροστά μου λέει με χρωματισμό Λουιζιάνας: God bless the cellphones! Η μόνη που δε φαίνεται να χαλαρώνει είναι η Μαντάμ Σουσού. Την ίδια έκφραση πρέπει να είχε το πρόσωπό της όταν της ανακοίνωσαν πως απέτυχε η έβδομη πλαστική στη μύτη της: απέχθεια και απόγνωση, δύο σε ένα. Το μειδίαμα του συζύγου γίνεται πιο εμφανές, δεν είναι η ιδέα μου πλέον… Ξέρει το κουφάλογο γιατί την πηγαίνει στην Καραϊβική τη μέγαιρα, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, yaman.
 

fitziano

Member
Μηνύματα
1.934
Likes
533
Επόμενο Ταξίδι
Αθήνα
Ταξίδι-Όνειρο
Νέα Ζηλανδία
Μια φώτο της βρεγμένης μαντάμ σουσού είναι εύκολο;

Sent from my awesome iPad using fabulous Travel stories app
 

_antonis_

Member
Μηνύματα
3.357
Likes
1.237
Μια φώτο της βρεγμένης μαντάμ σουσού είναι εύκολο;
α) +1
β) Ε, δεν είχε και άδικο τελικό η Καναδή...ούτε για το ότι κανείς δε δουλεύει σ'αυτό το νησί (δεν ήταν ψέμα), ούτε για τον φόβο που είχε για την...βαρκάδα απο πρίν μπείτε.

Επίσης, μια παρατήρηση (όχι ότι μας πολυνοιάζει κιόλας), νομίζω πως στις κυρίες (και γιατί όχι, κυρίους) τέτοιου στυλ, αρέσει να το παίζουν περισσότερο ξιπασμένες/οι απ'όσο είναι... Είναι απο τη φύση τους, αλλά το απολαμβάνουν να είναι (και να το δείχνουν) περισσότερο!
 

Eftichia

Member
Μηνύματα
861
Likes
1.305
Επόμενο Ταξίδι
τοσκανη
Ταξίδι-Όνειρο
καραιβικη
μου έφτιαξες τη μέρα.......yaman!!!!!;););)
 

LULLU

Member
Μηνύματα
3.601
Likes
8.129
Επόμενο Ταξίδι
το ψαχνω....
Ταξίδι-Όνειρο
Νιγηρας-Μαλι
Νασε καλα όπου και να βρισκεσαι ότι και να κανείς μην ξεχνάς ποτέ να μας ταξιδευεις με τις ιστορίες σου..:clap:
 

ikarialover

Member
Μηνύματα
679
Likes
845
Αναλαμβάνω τα έξοδα έκδοσης των ιστοριών σου, τέλος! Τέτοια γραφή πρέπει να την απολαμβάνει το ευρύ κοινό!!
 

_antonis_

Member
Μηνύματα
3.357
Likes
1.237
Αναλαμβάνω τα έξοδα έκδοσης των ιστοριών σου, τέλος! Τέτοια γραφή πρέπει να την απολαμβάνει το ευρύ κοινό!!
Το σκεφτόμουν όταν διάβαζα το ελευταίο του κεφάλαιο...ότι πρέπει να εκδοθούν!!!
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.651
Μηνύματα
906.202
Μέλη
39.401
Νεότερο μέλος
Engie

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom