• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Αύγουστο 2020 !

Άγιος Δομήνικος Καραϊβική Καραϊβική - Yaman

Μηνύματα
1.619
Likes
782
Επόμενο Ταξίδι
Χονγκ Κονγκ
Ταξίδι-Όνειρο
Γύρος του κόσμου
Fan club Γιωργου ενωθείτε!!! :clap::clap:
Ρε παιδί κι εσύ με τόσους groupies που μας έχεις εδώ μέσα, βγάλε ένα ρημάδι βιβλίο να φχαριστηθούμε κι εμείς, να βγάλεις και τα επόμενα ταξίδια κι εσύ :) Τι καθόμαστε και διαβάζουμε Bryson και χαζά!
 

vagantos

Member
Μηνύματα
2.030
Likes
1.618
Επόμενο Ταξίδι
Θιβέτ, K.Aμερική ή Αφρική
Ταξίδι-Όνειρο
στου Ν.Καββαδία τα μέρη
Kαι .. Domunican και Republic.
Ωραιότατα:D
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.980
Likes
52.500
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Κατεβαίνοντας από το βανάκι ο οδηγός με ρωτάει πώς είναι η κουβανική κυβέρνηση. «Μια χαρά είναι» του λέω και απαντάει πως ο κόσμος πληρώνεται 20$ το μήνα. Βλέπω ένα πιτσιρίκι που καθαρίζει παρμπρίζ στο μπροστινό αμάξι και σκέφτομαι «ναι, αλλά το παιδάκι αυτό στην Αβάνα θα ήταν στο ωδείο ή το γυμναστήριο, όχι στη λεωφόρο να δουλεύει». Ο οδηγός πάντως είναι σίγουρος για την πολιτική του επιλογή: «Ρε Papa Llego ρε, Papa για πρόεδρος με τα όλα του!».



Η πρώτη έκπληξη στο μετρό είναι πως, αφού κάνεις την ουρά για να βγάλεις εισιτήριο, διαπιστώνεις πως αυτά είναι… χαρτάκια σαν χειρόγραφες αποδείξεις από το μπακάλικο. Δεν είναι τυποποιημένα, είναι απλά χαρτάκια τα οποία υπογράφει ο τύπος στο εκδοτήριο και τα σκίζει ο ελεγκτής, τελείως manual διαδικασία δηλαδή. Αν σκεφτεί κανείς το κόστος και το ντόρο που έγινε για το συγκεκριμένο μετρό, μάλλον απογοητευτικό είναι να κόβει κανείς εισιτήριο με το χέρι λες και πηγαίνει στα «Αηδονάκια» της δεκαετίας του ’80 (πολύ ρετρό μου βγαίνει η ιστορία… Βάρσος, bowling Κηφισιάς, Αηδονάκια, τα βίντεο κλιπ του Κώστα Χαριτοδιπλωμένου και το «Εγώ κι ο Πουφ» του Ρακιντζή λείπουν).



Το βαγόνι έρχεται και είναι φίσκα. Είναι Δευτέρα απόγευμα, η ώρα που κλείνουν τα μαγαζιά, οπότε είναι λογικό. Μπαίνουμε στο επόμενο τραίνο και εντυπωσιάζομαι από το πόσο μοντέρνο είναι: πεντακάθαρο, αεροδυναμικό, με δυνατό air condition και με οθόνες σε κάθε βαγόνι. Η διαδρομή είναι όμορφη, το τραίνο σε πολλά σημεία μετατρέπεται σε sky train, «πετώντας» πάνω από τροπική βλάστηση, μερικές φαβέλα-like γειτονιές και πάνω από γήπεδα baseball και σπίτια με αλουμινένιες στέγες.


Φτάνουμε στο Mama Tigo και ρωτάμε πού μπορούμε να βρούμε μια πλατεία για να κάτσουμε να πιούμε ένα καφέ ή να φάμε κάτι. Και οι τρεις άνθρωποι που ρωτήσαμε, ευγενέστατα μας υπέδειξαν να κατευθυνθούμε αριστερά. Η κίνηση μεγάλη, το ίδιο και η μόλυνση του αέρα και πλατεία δε βλέπω πουθενά. Τι πλατεία δηλαδή, ούτε δέντρο δεν υπάρχει, λες και βρίσκομαι στα Κάτω Πατήσια είναι. Τελικώς συνειδητοποιούμε ότι με τον όρο «πλατεία» εννοούσαν.. ένα εμπορικό κέντρο-τέρας και τον πελώριο χώρο σταύθμευσης μπροστά του.



Μπαίνουμε για να πάρουμε μια γερή ανάσα καπιταλισμού. Μια ατέλειωτη ουρά έξω από μια τράπεζα και ένα αμερικάνικων διαστάσεων σούπερ μάρκετ είναι δύο εκ των χαρακτηριστικών που ελκύουν χιλιάδες Δομινικανούς στο τεράστιο σύμπλεγμα. Μπαίνουμε κι εμείς στο σούπερ μάρκετ και χαζεύουμε ατέλειωτους διαδρόμους με ράφια που ξεχειλίζουν από προϊόντα. Δεκάδες είδη δημητριακών, σοκολάτες σε όλα τα πιθανά χρώματα και σχήματα, χυμοί σε χρώματα ουράνιου τόξου, κρέατα σε ποσότητες που ταΐζουν και αγέλη δεινοσαύρων, παιχνίδια όλων των ειδών… Σε μια γωνία βλέπω video games, ipads, netbooks… Ερχόμενοι από την Κούβα κοιτάμε σα χαζοί, σα μοναχοί του Αγίου Όρους που μπήκαν σε στριπτιζάδικο στο Λας Βέγκας. Ο μανιακός ζαχαροπλάστης D ονειρεύεται πώς θα ήταν η ζωή του αν υπήρχε έστω και ένα σούπερ μάρκετ με το 1% των προϊόντων που διαθέτει αυτό στην Αβάνα.


Πήραμε δυο τρία πραγματάκια να φάμε «σε κάποιο παγκάκι εδώ κοντά». Παγκάκι δεν υπάρχει πουθενά, παρά μόνο θέσεις για παρκάρισμα και απέραντο τσιμέντο. Καθόμαστε έξω και μασουλάμε ξηρούς καρπούς, από αυτούς που στην Κούβα βρίσκουμε κάθε τέταρτα Χριστούγεννα. Στην απέναντι γωνία μια κυρία προσπαθεί να βγάλει τα ως προς το ζην πουλώντας ποπ κορν στη μέση του δρόμου. Τρία πιτσιρίκια με σκισμένα παντελόνια καταφτάνουν πάνω στα ποδήλατά τους και τους δίνουμε τους ξηρούς καρπούς και το χυμό που μας απέμεινε. Ένας ανήλικος πουλάει χαρτομάντιλα ένας Θεός ξέρει από τι ώρα για ένας Θεός ξέρει πόσες πενταροδεκάρες. Κι εγώ αναρωτιέμαι τι είναι καλύτερο να μην έχει μια πόλη: πιτσιρίκια που πουλάνε χαρτομάντιλα ή shopping malls. Ας απαντήσει ο Ντανίλο κι ο Papa Llego.


Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, χαζεύοντας μερικές ακόμη μουλάτες στο μετρό και παίρνοντας ταξί για το πανδοχείο μας, διαπιστώνοντας πόσο φτηνά είναι. Χαιρετάμε πάλι μερικούς από τους συμπαθείς παππούδες και κάνουμε σχέδια για την επόμενη ημέρα.



Το μόνο που ξέρουμε για την επόμενη μέρα είναι πως πετάμε με τη LIAT για τον Άγιο Βικέντιο, με ενδιάμεσους σταθμούς την Antigua και τα Barbados. Τώρα που έχουμε γρήγορο ίντερνετ μπορούμε επιτέλους να δούμε αν υπάρχει πλοίο από το Kingstown για το Mayreau, το μικρό νησάκι που έχουμε βάλει στο μάτι. Αποδεικνύεται πως είμαστε φοβερά άτυχοι: το μοναδικό πλοίο που μας βόλευε θα έχει φύγει λίγα λεπτά μετά την προσγείωσή μας και η επόμενη (Τρίτη) είναι η μόνη ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν υπάρχει καράβι προς τα νότια. Λύση; Να μείνουμε ένα βράδυ στο Kingstown και στις… 5 το πρωί να πετάξουμε από τον Άγιο Βικέντιο στη Γρενάδα, από όπου θα παίρναμε καράβι για το Carriacou, όπου θα μέναμε μια μέρα ώστε την επόμενη να πάρουμε άλλο καράβι για να φτάσουμε στο πολυπόθητο Mayreau. Δηλαδή άλλη μια πτήση σε ένα ταξίδι που ήδη είναι παραφορτωμένο με πτήσεις, συν μερικές διαδρομές ακόμη με το πλοίο, αλλά δεν υπήρχε εναλλακτική επιλογή. Έκανα τις κρατήσεις και η ώρα είχε φτάσει ήδη δέκα. Είμαι πτώμα και είναι Δευτέρα, δηλαδή και να βγούμε δεν πρόκειται να δούμε και τη φοβερή νυχτερινή ζωή, αλλά ο D είναι ανένδοτος: θα βγούμε.


Ξυρίστηκα, έκανα ένα απίστευτα ζεστό ντους (άλλη μια έλλειψη στην Αβάνα…) και βγήκαμε. Είπαμε να περάσουμε από το καζίνο που μας είπε ο εκατομμυριούχος πως συχνάζει για να τον χαιρετίσουμε. Το καζίνοου είναι σχετικά άδειο, οι παίκτες ντυμένοι τουλάχιστον πρόχειρα, μια μπάντα παίζει εκκωφαντικά μπροστά σε 3-4 άτομα όλα κι όλα και να’ σου ο θείος στο πρώτο τραπέζι να παίζει ρουλέτα. Φάνηκε να χάρηκε που μας είδε, μας χαιρετάει με την ελληνοαμερικάνικη προφορά του («το καζίνοου είναι η ζωή μου, my life, you know?”) και μας ενημερώνει για την εξονυχιστική επιτόπια έρευνα που έχει κάνει στη διαθέσιμη γκάμα σαρκικής ψυχαγωγίας («όποια θες την πηδάς εδώ, oh yes») καθώς και μια συνοπτική ιατρική ανάλυση με έμφαση στις αναπαραγωγικές του δυνατότητες («αλλά αυτά είναι για σας, που είστε νέα παιδιά, εμένα αν μου κάνει κούκου μια φορά το μήνα κάνοου πάρτι, you know»). Πιο βαρετό καζίνο δε θυμάμαι να έχω δει. Αν άξιζε κάτι τον κόπο ήταν μερικές γιγαντοοθόνες στις οποίες προλάβαμε να δούμε τον Westbrook να καθαρίζει ένα ματς με 4 τρίποντα σε ένα τρίλεπτο. Και το δεκάλεπτο που περάσαμε στο καζίνο πολύ ήταν.


Βγήκαμε και παραδόξως βρήκαμε μερικά κλαμπάκια ανοικτά. Τα περάσαμε… απρόσμενα καλά σε μια πόλη που κατά τον D «μας περίμενε με ανοικτές αγκάλες». Καλά, και με ανοιχτά μπούτια να έλεγε μέσα θα είχε πέσει. Γυρίσαμε πίσω και πέσαμε για ύπνο. Την επόμενη μέρα πρέπει να αγοράσουμε αεροπορικά εισιτήρια από τα γραφεία της απερίγραπτης Air Antilles, να δούμε τον Φάρο του Κολόμβου (άλλο ένα φαραωνικό μνημείο στη ματαιοδοξία των δομινικανών πολιτικών) και να είμαστε στο αεροδρόμιο στην ώρα μας για την αλληλουχία πτήσεων προς την ανατολική Καραϊβική.



Φυσικά όταν ξυπνήσαμε ο D ξέχασε τις κραιπάλες της προηγούμενης νύχτας και θυμήθηκε την πρασινομάτα ισπανοεβραία σερβιτόρα και με τουλάχιστον φαιδρά επιχειρήματα προσπάθησε να με πείσει να φάμε το πρωινό μας εκεί. Το οποίο ήταν καταπληκτική ιδέα, αν εξαιρέσει κανείς ότι θα χάναμε το αεροπλάνο, δε θα προλαβαίναμε να βγάλουμε το εισιτήριο επιστροφής του για την Αβάνα, ότι το εστιατόριο της συμπαθούς νέας δε σερβίρει καν πρωινό και ότι ακόμη κι αν το σέρβιρε θα ήταν άθλιο. Η ιδέα εγκαταλείφθηκε και αποφασίσαμε να τσιμπήσουμε κάτι στο αεροδρόμιο, όπου θα μας πήγαινε ένας κύριος Πάμπλο, αφού θα σταματούσαμε στα γραφεία της Air Antilles.


Αυτή η Air Antilles είναι μια εταιρεία αν μη τι άλλο μυστηριώδης. Στις ψαχνομηχανές δεν εμφανίζεται, η ιστοσελίδα της κονταροχτυπιέται με αυτή της Cubana για τον τίτλο της εκνευριστικότερης διαδικτυακής εφεύρεσης και η τιμή που δίνει το σάιτ της (187?) αποδεικνύεται ότι απλούστατα δεν ισχύει. Γιατί δεν το αγοράσαμε το εισιτήριο online; Επειδή «αυτή τη στιγμή αδυνατούμε να πραγματοποιήσουμε την επιθυμητή συναλλαγή». Οπότε είπαμε κι εμείς να πάμε στα γραφεία της, αφού έχει και τέτοια στον Άγιο Δομίνικο.


Το γραφείο είναι βασικά ένα τουριστικό πρακτορείο που εκπροσωπεί διάφορες εταιρείες. Μια ευγενέστατη μουλάτα με εντυπωσιακή στολή με ενημερώνει πως η μόνη τιμή που της βγάζει το σύστημα είναι 222 ευρώ και πως δεν έχει ιδέα γιατί το σάιτ εμφανίζει την τιμή των 187, αλλά αυτό έχει λίγη σημασία. Περισσότερη σημασία έχει το αστραφτερό χαμόγελο, η διάθεση για παιχνίδι, το πολλά υποσχόμενο μισάνοιχτο πουκάμισο και η ματιά-ξυράφι. Ο D περιμένει στο αυτοκίνητο κι εγώ μαγεύομαι από την χαμογελαστή υπάλληλο. «Αχ, καλά, σίγουρα θα είστε από αυτούς τους ξένους που έρχονται εδώ για να σαλιαρίσουν με τις ντόπιες», λέει και με προσβάλει. Ε όχι και σαλιαρίσματα εγώ, διαμαρτύρομαι προσβεβλημένος, σας παρακαλώ, σοβαρός νέος είμαι με αγνά αισθήματα και υψηλό αίσθημα υπευθυνότητας, άξιο τέκνο της χριστιανικής Αβάνας και των καθώς πρέπει Εξαρχείων. Μου ζητάει το διαβατήριο του D ζητώντας συγγνώμη («αλλά είναι δύσκολο να πιστέψω πως ένας τόσο εμφανίσιμος νέος δεν έχει κοπέλα, αν είστε μόνος θα είναι επειδή δεν είστε πιστός») και πάνω που δείχνω να την πείθω για τη σοβαρότητα του ατόμου μου, βγάζοντας το διαβατήριο του D από την τσέπη μου πέφτουν δύο μεγαλοπρεπέστατες καπότες στο γκισέ της. Τις κοιτάει και γελάει, εγώ γίνομαι παντζάρι και η αξιοπιστία μου ως μονογαμικού νέου στην κλίμακα 1 έως 10 βρίσκεται γύρω στο μείον εικοσιεπτά.


Όσο η εξωτική μουλάτα εκδίδει το εισιτήριο, άλλες δυο φωνάρες εμφανίζονται από πίσω και δεν μπορώ παρά να ρωτήσω αν ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου είναι άνδρας και με τι κριτήρια προσλαμβάνει όλες αυτές τις μοντέλες. Μένω με το στόμα ανοικτό όταν πληροφορούμαι πως είναι γυναίκα και δεν προσλαμβάνει άντρες διότι σαλιαρίζουν και δεν είναι τόσο αποτελεσματικοί όσο οι γυναίκες. Και δεν μπορούν ούτε να κρατήσουν δυο προφυλακτικά σε διαφορετική τσέπη από το διαβατήριό τους, συμπληρώνω εγώ…
Το εισιτήριο βγήκε, αλλά αργήσαμε λίγο και θα πρέπει να αφήσουμε το Φάρο για την επόμενη φορά. Στη διαδρομή για το αεροδρόμιο, ο μεσήλιξ Πάμπλο μας λέει τη δική του εκδοχή για το πώς θα εξελιχθεί η τιτανομαχία ανάμεσα σε Ντανίλο και… Έφτασε ο Μπάρμπας: «Μακάρι να’ χα δυο χέρια να ψήφιζα για τον Ντανίλο. Πλέον υπάρχουν δουλειές, η οικονομία πάει καλύτερα, τι θέλουμε τώρα, να επιστρέψουμε στις εποχές του Ιπόλιτο; Που όταν κυβερνούσε δεν έβρισκες ούτε καύσιμα στα βενζινάδικα; Ντανίλο και πάλι Ντανίλο. Οι δημοσκοπήσεις του δίνουν σοβαρό προβάδισμα κι ακόμη δεν έχει ξεκινήσει να τον στηρίζει δημοσίως ο πρόεδρος, που είναι δημοφιλής, οπότε μάλλον θα κερδίσει εύκολα», λέει ενώ περνάμε δίπλα από άλλη μια γιγαντοαφίσα του Έφτασε ο Μπάρμπας, στην οποία καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι, ή σα γέρος που μόλις βγήκε από οίκο ανοχής και διαπίστωσε ότι ακόμη του κάνει κούκου.



Το αεροδρόμιο είναι μισοάδειο, η κυρία στο check-in της LIAT δε γνωρίζει ότι η εταιρεία δε σερβίρει ούτε φιστίκια, ο D αγοράζει όσα δομινικάνικα πέσος μου απέμειναν, αφού θα επιστρέψει για να δει την πρασινομάτα και στην αναμονή για την επιβίβαση υποκύπτουμε στο μιαρό παράπτωμα της βρώσης δύο πιτσών Domino’s. Σχώρα με Φιντέλ, μα τη λιμπίστηκα ο άνθρωπος, πόσοι μήνες θα περάσουν μέχρι να ξαναβρώ πίτσα που να τρώγεται;


Μπαίνουμε στο χαμηλοτάβανο ιπτάμενο λεωφορείο της LIAT, της «εταιρείας χαμηλού κόστους της Καραϊβικής» και επιτέλους κατευθυνόμαστε προς μικρότερα νησάκια, το κυρίως πιάτο αυτού του ταξιδιού. Επιτέλους.
 

GKCAPO

Member
Μηνύματα
772
Likes
319
Ταξίδι-Όνειρο
ΚΑΝΑΔΑΣ-Η.Π.Α.
Φίλε Γιώργο, σίγουρα η δουλειά σου σχετίζεται με τον γραπτό λόγο. Κι αν επαγγέλεσαι κάτι άλλο.....να ασχοληθείς όπωσδήποτε και με τη συγγραφή. Το έχεις.....
Συγχαρητήρια!!!
 

LULLU

Member
Μηνύματα
3.601
Likes
8.129
Επόμενο Ταξίδι
το ψαχνω....
Ταξίδι-Όνειρο
Νιγηρας-Μαλι
Eγω τι να πω τώρα; ....χωρίς λόγια!!!!!!παρα μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ...
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.980
Likes
52.500
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Το αεροπλάνο είναι μικρό και σχετικά άδειο. Οι αεροσυνοδοί ντυμένες στα γαλάζια και κίτρινα και η πτήση μέχρι την Antigua ως συνήθως βαρετή. Η θέα της Antigua από αέρος δεν είναι και τίποτε το φοβερό. Φλερτάρουμε με την ιδέα να βγούμε και να κάνουμε μια σύντομη βόλτα στο St John’s, αλλά δε διάβασα τίποτε το πολύ ενθαρρυντικό ούτε για την πρωτεύουσα, ούτε και για το νησάκι, γι’ αυτό και το σνομπάραμε. Αν οι συστάσεις του είναι ότι έχουν εξοχικά ο Έρικ Κλάπτον, η Όπρα και ο Αρμάνι, να μας λείπει το βύσσινο.

Η μιάμιση ώρα στο λιλιπούτειων διαστάσεων αεροδρόμιο ήταν πάντως ευχάριστη, με δωρεάν δείγματα σοκολάτας κι ενός πολύ ενδιαφέροντος promotional rum cake. «Καλά ρε, όλο θα το φας; Δείγμα είναι, δεν είναι για χόρταση», είπε ο D, προσπαθώντας να θολώσει τα νερά αφού είχε καταβροχθίσει τα μισά σοκολατάκια που επίσης προορίζονταν για δείγμα.​

Το επόμενο… αεροδρόμιο που θα βλέπαμε ήταν εκείνο των Barbados, στο Bridgetown. Ρίξαμε μια φοβερή τρεχάλα για να προλάβουμε την επόμενη πτήση μας, που όμως είχε καθυστέρηση αφού το πλήρωμα θα ήταν ίδιο με εκείνο της προηγούμενης και πήγαινε με το πάσο του από το ένα αεροπλάνο στο άλλο. Κι αφού γνωριστήκαμε με τις αεροσυνοδούς, είπα να ρωτήσω πόσο πληρώνονται. «Πολύ καλά, από 1000 δολάρια Καραϊβικής και πάνω», απάντησε με χαμόγελο η κοπελιά, που είναι από τη Γουϊάνα. Με τη σημερινή ισοτιμία, αυτό είναι κάτι λιγότερο από 300 ευρώ.

Επιτέλους προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Kingstown, πρωτεύουσας του Αγίου Βικέντιου και των Γρεναδίνων. Φτάσαμε αργά το απόγευμα και την επόμενη… ξαναπετάμε στις 7 το πρωί, οπότε το σχέδιό μας ήταν να αφήσουμε κάπου το σάκο και τη Samsonite και να περάσουμε το βράδυ τρώγοντας, πίνοντας και σουλατσάροντας στα στενά της πόλης.

Έλα όμως που ο υπάλληλος της Υπηρεσίας Μετανάστευσης έχει άλλη άποψη. «Πού θα μείνετε;», με ρωτάει. «Όχι κάπου συγκεκριμένα», απαντάω. Η απάντηση δεν του άρεσε και μου διευκρινίζει πως θα πρέπει να δηλώσω κάποιο κατάλυμα. Κοιτάω από πίσω του μια αφίσα για κάποιο cottage και παπαγαλίζω το όνομα που βλέπω εκεί. Φαίνεται να τον ξεγελάω, αλλά την ίδια στιγμή η υπάλληλος που εξυπηρετεί τον D φωνάζει στον δικό μου «Ρε συ, αυτός εδώ λέει ότι θα κοιμηθούν στο αεροδρόμιο, δε γίνεται αυτό». Ρωτάω γιατί δε γίνεται και παίρνω μια προφανή απάντηση: «Πρώτον κλείνουμε στις 10, δεύτερον βλέπεις πουθενά χώρο για να κοιμηθούν δυο άνθρωποι;». Καλά λέει, ακόμη και το «τελωνείο» είναι ένα… σχολικό θρανίο με έναν άνθρωπο που κάθεται πάνω του, ούτε καρέκλα δεν έχει! Μας υποχρεώνουν να κάνουμε κράτηση σε κάποιο κατάλυμα και δεν τους ενδιαφέρει ούτε το εισιτήριό μας, ούτε το διπλωματικό διαβατήριο που κουνάμε χαζοχαρούμενα.

Μας παραπέμπουν στο τουριστικό γραφείο… δηλαδή το τρίτο και μοναδικό γραφείο που βρίσκεται εντός των 16 τετραγωνικών μέτρων που αποτελούν το διεθνές αεροδρόμιο E.T Joshua, όπου και μας ενημερώνουν πως η κοντινότερη επιλογή είναι ένα Adam’s Place, το οποίο βρίσκεται «όλο ευθεία, ανεβαίνοντας το λόφο και πάλι όλο ευθεία». Έτσι που μας το είπαν ακούστηκε μακριά. Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο, το Adam’s Place είναι στα 20 μέτρα, σε ένα λοφίσκο όπου φτάνει κανείς ανεβαίνοντας… έξι σκαλοπάτια. Κλασική περίπτωση ανθρώπων που μένουν σε μέρος με μηδαμινές αποστάσεις και θεωρούν και τα είκοσι μέτρα υπολογίσιμο μέγεθος.​

Το κατάλυμα είναι ένα κτίσμα από ξύλο, με μεγάλα ευρύχωρα δωμάτια, δωρεάν wi-fi, μια ευγενική παχουλούλα ρεσεψιονίστ και παίρνουμε τη σουίτα των 67$, αφού τα απλά δωμάτια των 33$ είναι όλα κατειλημμένα. Περιέργως, αυτή τη φορά είμαι εγώ αυτός που τρώγεται για να βγει το βράδυ. Οι πληροφορίες λένε πως το Kingstown είναι μικρό αλλά όμορφο και θέλω να το περπατήσω όλο. Ο D απ’ την άλλη δεν έχει αντοχές κι έχει στο πλευρό του και τη ρεσεψιονίστ: «Τι να κάνετε εκεί κάτω; Θα πληρώσετε 25EC για να πάτε, άλλα τόσα για να γυρίσετε και είναι όλα κλειστά. Εδώ απέναντι να πάτε, έχει καραόκε σήμερα, Δευτέρα βράδυ, είναι καταπληκτικά. Και παραδίπλα έχει και Pizza Hut και McDonald’s, είναι η καλύτερη επιλογή σας για σήμερα».

Δεν με τρελαίνει η ιδέα του karaoke σε ένα υπαίθριο καφέ με τσιμεντένιες καρέκλες που βλέπω από το παράθυρο του ξύλινου δωματίου μου και αυτό που ακούω είναι ακόμη πιο ανησυχητικό: μια νεαρή έχει πάρει το μικρόφωνο και έχει βαλθεί να κάνει τη Σελίν Ντιόν να κόψει το τραγούδι, γιατί αυτό θα κάνει αν μάθει πώς τα κομμάτια της μετατράπηκαν σε φονική ηχορύπανση, ηχητικό πυρηνικό όπλο κι εξολοθρευτικό ανθρωποδιώχτη ταυτόχρονα. Ο D επιμένει να πάμε, παραείναι κουρασμένος για να βγει στην πόλη, αφού όλοι λένε πως θα είναι άδεια. Ε, ας πάμε στο karaoke. Δεν του χαλάω χατίρι γιατί είναι ευγενικό παλικάρι και με ανέχεται. Κάνουμε ντους (γιατί είμαστε καθαρά αγόρια, να το τονίσουμε αυτό), σηκώνω χρήματα από το ΑΤΜ (ωραία είναι τα δολλάρια Καραϊβικής, κολλαριστά και χρωματιστά) και διασχίζουμε τα 50 μέτρα που μας χωρίζουν από το karaoke.

Καθόμαστε σε ένα από τα τσιμεντένια παγκάκια του πάρκινγκ στο οποίου έχουν στηθεί μια γιγαντοοθόνη όπου προβάλλονται οι στίχοι, το desk ενός DJ και δυο μικρόφωνα. Κάτω από την τσιμεντένια ομπρέλα μας κάθονται μια υπέρβαρη κοπελίτσα, ένας… Ινδός ράστα παππούς και μπροστά μας 3-4 ζευγαράκια, συν μερικοί όρθιοι στο πάρκινγκ, που στηρίζονται στα τεταρτο-πέμπτο χέρι αυτοκίνητά τους κρατώντας από μια μπύρα. Σηκώνεται ένας μαυρούλης και παίρνει το μικρόφωνο. Χειροκροτείται από τους είκοσι παριστάμενους και με το που βάζει το στόμα του στο μικρόφωνο λέει «Yaman”.

FLASHBACK: Νότια Ινδία, λίγα χρόνια πριν, σε κάποιο συνέδριο. Καθόμαστε έξω από τις καμπίνες με μερικούς συνομηλίκους συναδέλφους και κάνουμε τον καταμερισμό των ομιλητών. «Και ποιος θα κάνει τον Τζαμαϊκανό υπουργό;», ρωτάει η Amber. Άκρα του τάφου σιωπή απλώνεται στην αίθουσα. Σκέφτομαι πως δεν έχω πρόβλημα να τον κάνω εγώ και δεν κατανοώ γιατί κανείς δεν προθυμοποιείται. Το θέμα το έχω διαβάσει, την ορολογία την κατέχω, Τζαμαϊκανούς έχω ξανακάνει, έχω εκπαιδευθεί σε μπόλικες προφορές από Σκωτσέζικες μέχρι… Voralberg και δεν βρίσκω καμία δυσκολία, αλλά με ανησυχούν τα παγωμένα πρόσωπα που βλέπω γύρω μου. Σηκώνω το χέρι μου και βλέπω μια συντονισμένη ανακούφιση. «Μπράβο ρε Χόρχε», λέει ο Χιροφούμι γνέφοντας. «Είσαι και ο πρώτος», μου κλείνει το μάτι η Chuing Hie και καταλαβαίνω πως έκανα κοτσάνα, της οποίας τις διαστάσεις δεν έχω προφανώς κατανοήσει ακόμη, διαφορετικά δε θα με ευχαριστούσαν άνθρωποι από τις πέντε ηπείρους. Ρωτάω τον Ερνέστο τι το φοβερό έχει ο Τζαμαϊκανός υπουργός. Με τρόμο στα μάτια εισπράττω την απάντηση ότι «είναι από τα Blue Mountains”. Ε και; Λες και είναι κανένα ανθρωπόμορφο τέρας από τη Μόρντορ κάνουν όλοι. Τόσο δύσκολη προφορά έχουν στα βουνά της Τζαμάικα δηλαδή; «Ε ναι», λέει ο πάντα ειλικρινής Ερνέστο (αν δεν ήταν ειλικρινής δε θα τον έλεγαν Ερνέστο…). Κάνω να το πάρω πίσω, αλλά η Πορτορικανή Χοσεφίνα πλησιάζει, βάζει τα μπράτσα της γύρω από το υπερμέγεθες στήθος της και με ευχαριστεί κι αυτή σκύβοντας επιδεικτικά. Ξέρετε το ανέκδοτο που ένας άνδρας θέλει να επιλέξει ποια γυναίκα θα παντρευτεί και δίνει στις τρεις υποψήφιες από ένα εκατομμύριο για να δει πώς θα το αξιοποιήσουν; Η μια τα χαλάει στα ρούχα, η άλλη κάνει επενδύσεις και βγάζει χρήματα και η τρίτη τα βάζει στην τράπεζα. Και ποια παντρεύεται ο συμπαθής ανήρ; Αυτή με το μεγαλύτερο στήθος! Έτσι την πάτησα κι εγώ.


Δυο ώρες αργότερα, ο Τζαμαϊκανός υπουργός ανεβαίνει στο βήμα. Χτυπάει το μικρόφωνο με το δάχτυλό του για να βεβαιωθεί πως λειτουργεί και αρθρώνει τη μοναδική λέξη που κατάλαβα από όλη την ομιλία του: Yaman, ή καλύτερα (στη σαξονικότερη εκδοχή του) Yeah Mon. Κι από κει και πέρα το χάος: «Γουά χα του Ρίτσα σα κόνκρι κοκλούούού-ζα ε τέρνε ίντου άξα!», λέει κι απορώ ποια είναι αυτή η Ρίτσα στην οποία αναφέρεται. «Κοζίφα όνλα το ντόντα τόκα, γουά μπέτα γκοχόμα», συνεχίζει στα αλαμπουρνέζικα και ολοκληρώνει με ένα καταφατικό «Yaman».

Καμία μετάφραση δε βγαίνει από το στόμα του κατεψυγμένου διερμηνέα και όλοι κοιτούν προς την καμπίνα μου, θαυμάζοντας τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι στο κούτελό μου. Τελικώς προσπαθώ να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα και προσεγγίζοντας το μικρόφωνο μπροστά μου, λέω: «Παρακαλώ να παρακαλέσει κάποιος τον αξιότιμο ομιλητή να κάνει μια προσπάθεια να μιλήσει λίγο πιο standard English, διότι ο διερμηνέας δεν είναι εξοικειωμένος με την προφορά του και η μόνη λέξη που κατανόησε είναι το Yaman!”. Γέλια ακούγονται από το κοινό, κάποιος εξηγεί στον υπουργό τι είπα, γελάει κι αυτός και αποφασίζει να μιλήσει ανθρώπινα μπας και μεταφραστούν στις υπόλοιπες γλώσσες αυτά που είπε. «Yaman», λέει και μου κάνει από το βήμα το σήμα της ειρήνης.

Για την ιστορία, η φράση του υπουργού ήταν κάτι σαν “We’re here to reach some concrete conclusions and turn them into actions. ‘Coz if we’re here only to do the talking, we’d better go home”.

Το flashback διαλύεται μεμιάς. Το Yaman, Yeah Mon, ή όπως αλλιώς γράφεται έχει πολλές χρήσεις. Είναι «ΟΚ», «πάμε», «ό,τι πεις», «σε έχω γραμμένο», «μάλλον όχι», «μάλλον ναι», «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα», «χαλαρουίτα» και γενικώς μια λεκτική εισαγωγή στη χαλαρότητα της αγγλόφωνης Καραϊβικής. Σε αυτή τη χαλαρότητα θέλω να εισέλθω κι εγώ, ξεχνώντας το flashback.

Ο μαυρούλης πιάνει το μικρόφωνο και ξεκινάει να τραγουδάει R&B. Άγγελος κατέβηκε στη γη, μεταμφιέστηκε σε Αγιοβικεντιανό που πήγε στο karaoke της γειτονιάς του και τραγουδάει με βελούδινη φωνή. Έμεινα άφωνος. Χωρίς καμία υπερβολή, μια από τις καλύτερες ερμηνείες που έχω δει ποτέ, οπουδήποτε. Φοβερή κίνηση, απίστευτη φωνή, ανατρίχιασα. Ό,τι κι αν τραγούδησε ήταν συγκλονιστικό, από το Hey Jude και το Buffalo Soldier μέχρι Eminem & Rihanna. Οι διπλανοί μας χειροκροτούσαν νωχελικά χαμογελώντας, το κοινό ζήτησε να τραγουδήσει άλλο ένα τραγούδι ο τύπος, δυο ευτραφείς κοπελίτσες δίπλα μου λένε «αχ, τι ωραία που τραγουδάει» κι εμείς βλέπουμε μια μοναδική παράσταση σε ένα καραόκε ενός πάρκινγκ, απέναντι από το αεροδρόμιο του Kingstown. Ανεβαίνει και μια κοπελίτσα, ο DJ της βάζει το τραγούδι που ζήτησε και χειροκροτείται θερμά κι αυτή, παρότι σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με τον απαράμιλλο τύπο που τραγούδησε πριν από αυτή.

Μετά θα σηκωθεί κι άλλη κοπελίτσα, μια μεσήλικας, ένα ζευγαράκι. Όλοι θα χειροκροτηθούν από ένα κοινό που πήγε να περάσει καλά στην ψυχαγωγία της γειτονιάς, χωρίς να κουτσομπολέψει, ή να κοροϊδέψει τους παράφωνους, ακομπλεξάριστα και απλά, από τον Ινδό παππού ράσταμαν μέχρι τις δεκαπεντάχρονες δίπλα μου.

Στο πάρκινγκ βρίσκεται κι ένα εστιατόριο, από αυτά που σερβίρουν το φαγητό σε κεσεδάκια. Διαλέγει κανείς φαγητό από τα 4-5 μεταλλικά κουτιά, γεμίζει το κεσεδάκι του και πληρώνει ανάλογα με το μέγεθος του κεσέ. Επιλέγω ένα κεσεδάκι των 10EC (λιγότερο από τρία ευρώ) και πάω να φάω έξω, στο τσιμεντένιο παγκάκι. Το συκωτάκι ήταν πολύ καλό και το κοκκινιστό με τα μακαρόνια αξιοπρεπέστατα, για να μην πω πως ήταν και το καλύτερο φαγητό σε όλο το ταξίδι. Ζήλεψε κι ο D και πήρε κι αυτός, για να αποφανθεί πως είναι πάρα πολύ καλό.

Πιάνω κουβέντα με την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου, μια 50χρονη με γλυκό χαμόγελο που φαίνεται πολύ ευτυχής που βρισκόμαστε εκεί, άλλωστε είμαστε και οι μόνοι λευκοί εκεί γύρω. «We hope to see more of you here», λέει και μας εύχεται καλό ταξίδι, αφού πρώτα με πληροφορήσει για τις ειδικές βραδιές που διοργανώνονται στο πάρκινγκ: δυο φορές την εβδομάδα καραόκε, κάθε Τετάρτη βραδιά calypso, άλλη βραδιά ντίσκο κλπ. Η ψυχαγωγία της γειτονιάς είναι απλή και αυθεντική, χωρίς πολλά φρου φρου. Και με παγκάκια. Όχι όπως στον Άγιο Δομίνικο όπου θυμήθηκαν να φτιάξουν ένα εμπορικό κέντρο στο μέγεθος του μαυσωλείου του Κιμ Ιλ Σουνγκ, αλλά χώρο για ένα τιμημένο παγκάκι σε ολόκληρο προάστιο δε βρήκαν. Τα παγκάκια δεν αποδίδουν κέρδος και τα τρώει η μαύρη μαρμάγκα.

Περνάμε από το «Pizza Hut», που αποδεικνύεται μια απλή πιτσαρία και το McDonald’s είναι ένα ανώνυμο φαστφουντάδικο. Η ρεσεψιονίστ απλώς χρησιμοποίησε τις ονομασίες των διεθνών αλυσίδων ώστε να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Ωστόσο, στην επιστροφή μας στο νησί λίγες μέρες αργότερα, θα διαπιστώσουμε πως και McDonald’s υπάρχουν και Pizza Hut και μπόλικη αμερικάνικη κουλτούρα.

Το καραόκε δεν έχει τελειώσει ακόμη, αλλά θα πρέπει να ξυπνήσουμε στις 5, οπότε αποσυρόμαστε στο Adam’sPlace. Αύριο θα είμαστε στη Γρενάδα, κι από εκεί στο Carriacou, το οποίο και αναμένουμε να είναι ένα ψιλοξεχασμένο νησάκι με φιλικούς κατοίκους, απομονωμένες παραλίες και χαλαρό τρόπο ζωής. Ο Dμε ρωτάει αν είχε δίκιο που έλεγε να πάμε στο καραόκε και απαντώ καταφατικά: «Yaman».​
 

TEARY29

Member
Μηνύματα
24
Likes
14
Ταξίδι-Όνειρο
ρωσία
Τέλοιος όπως πάντα!Σήμερα διάβασα και την μοναδική ιστορία σου, που είχα αφήσει.Το tour με τον ΟΗΕ στην πελοππόνησο.Πολύ καλό.Κάθε φορά που διαβάζω ιστορία σου,σε κάνω ξανά εικόνα, όπως όταν τα αφηγείσαι live.Και μετά λες, "να πούμε μια ιστοριούλα να κοιμηθείτε"????????
Ξύπνιοι ήμαστε και περιμένουμε ξανά και ξανά!!!!!!!
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Ενεργά Μέλη

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.651
Μηνύματα
906.212
Μέλη
39.401
Νεότερο μέλος
Engie

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom