Το ταξίδι στην Κούβα έγινε πριν από δύο περίπου χρόνια (Δεκέμβριος 2010) και το κείμενο γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 2012. Όχι ότι δεν μπορούσα να το γράψω και νωρίτερα, αλλά ήθελα να κατασταλάξω ακριβώς στο αν μου άρεσε ή όχι η Κούβα και αν θα ξαναπήγαινα ποτέ. Ολο αυτό το διάστημα εικόνες, σκέψεις και ιστορίες περνούσαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα από μπροστά μου, σαν ταινία μικρού μήκους. Η Κούβα είναι από μόνη της ως χώρα μια μοναδική εμπειρία ταξιδιού, αλλά μάλλον όχι κατάλληλη για όλους. Το γεγονός ότι είναι από τις λίγες κομμουνιστικές χώρες που έχουν απομείνει την κάνει μοναδική στο είδος της, αλλά και συνάμα τόσο ξένη προς τις άλλες «προοδευτικές» χώρες. Τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα είναι κρατικά και λειτουργούν ωσάν δημόσιο: από τις καφετέριες και τα ξενοδοχεία μέχρι τα σούπερ μάρκετ, όπου λόγω έλλειψης ανταγωνισμού και του εμπάργκο, οι τιμές είναι στα ύψη. Η μεγαλύτερη έκπληξή μας όμως ήρθε όταν επιχειρήσαμε να νοικιάσουμε αυτοκίνητο για να εξερευνήσουμε το νότιο μέρος του νησιού, που είναι παρθένο και μη τουριστικό. Την υψηλή περίοδο είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις αυτοκίνητο και αν τυχαία βρεις, η τιμή του θα είναι σχεδόν διπλάσια από την Ελλάδα, το λιγότερο 80 -90 ευρώ για ένα μεσαίου κυβισμού. Αυτό συνδυαστικά με την τιμή του πετρελαίου που είναι ακριβότερο απ’ ότι στην Ελλάδα, μας έκανε να αφήσουμε στην άκρη το όνειρο μας για εξερεύνηση του νότου της Κούβας.
Ο Αντώνης (φίλος που ερωτεύτηκε μια Κουβανή σε ένα από ταξίδια του) μας το είχε πει ευθέως: «η Κούβα είναι μια τουριστική απάτη. Πέρα από φυσική ομορφιά, έχει ελάχιστα αξιοθέατα να δεις, είναι πανάκριβη ως χώρα και δεν αξίζει τα λεφτά που θα δώσεις για να φτάσεις ως εκεί» (κοντά στα 750 ευρώ μετ’ επιστροφής με την Virgin από Λονδίνο). Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μας πτόησε, καθότι εγώ είχα μαγευτεί από ένα ντοκιμαντέρ που παρουσίαζε την Κούβα της Επανάστασης και του Φιντέλ, των μαγευτικών παραλιών του Βαραδέρο, του παραδοσιακού Τρινιδάδ, των πούρων μαζί με το ρούμι και του χορού σάλσα, που είχαν δημιουργήσει μια μαγευτική εικόνα στο μυαλό μου. Η χώρα ήταν όντως πανάκριβη σε πολλά θέματα: το σούπερ μάρκετ πωλούσε ενάμισι ευρώ το μισό λίτρο νερού, ενώ το μεγάλο μπουκάλι κόστιζε γύρω στα 2,5 ευρώ. Χρυσάφι οι τιμές και στα υπόλοιπα προϊόντα, ακριβότερες απ’ ότι στην Ελλάδα. Ακριβά τα ξενοδοχεία και με ελάχιστες παροχές, ακριβό το φαγητό (χάσαμε σχεδόν τρία κιλά, καθότι δεν τρωγόταν τίποτα όχι επειδή ήταν ακριβά, αλλά άνοστα), φθηνό μόνο το ρούμι και τα ιμιτασιόν πούρα. Η βρώμα και δυσωδία ήταν σχεδόν διάχυτη παντού. Αναγκαζόσουν να κάνεις σλάλομ ακόμη και στα πιο τουριστικά κομμάτια της Αβάνας για να αποφύγεις τα βρωμερά ζουμιά ενός ξεχειλισμένου βόθρου ή τη σκόνη ενός άθλιου χωματόδρομου μέσα στα σοκάκια της παλιάς πόλης της Αβάνας. Το περιβάλλον θύμιζε σκηνικό από παλιά ταινία εποχής, όμως αν ρωτήσεις τους κατοίκους θα σου πουν πως η ζωή τους είναι δύσκολη, χωρίς τις βασικές παροχές και σπίτια που στην Ελλάδα θεωρούνται ερείπια. Κι όμως, σ’ αυτές τις τρώγλες ζουν άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε το σπασμένο τζάμι του παραθύρου τους να αντικαταστήσουν και πρόχειρα τοποθετούν χαρτόνια. Η ψυχή σου σφίγγεται και ο θυμός σου μεγαλώνει όταν βλέπεις τον κόσμο να πεινάει και τους κρατικοδίαιτους Κουβανούς να τρώνε με χρυσά κουτάλια στα ανάκτορά τους. Το πιο ακραίο όμως απ’ όλα ήταν το κουκ, το τουριστικό νόμισμα που εφεύραν οι Κουβανοί για να κλέβουν τους τουρίστες νόμιμα, η απόλυτη αισχροκέρδεια. Ευτυχώς που από την τρίτη μέρα ανακαλύψαμε τι συνέβαινε και ψωνίζαμε μόνο με το τοπικό νόμισμα γλιτώνοντας πολλά χρήματα. Τέτοια τουριστικά τρικ ανακαλύψαμε πολλά στο ταξίδι μας στην Κούβα, μέχρι το πιο ακραίο που μας ζητήθηκε να πληρώσουμε 25 ευρώ κατά την έξοδο μας από τη χώρα στο αεροδρόμιο, επειδή επισκεφτήκαμε τη χώρα τους.
Μετά τις πρώτες μέρες εγκλιματισμού, ξεκινήσαμε τις βόλτες. Μείναμε λίγες μέρες στο Βαραδέρο με τις φανταστικές παραλίες με τους θεόρατους φοίνικες. Την επόμενη χρονιά που πήγα στο Πουκέτ ανακάλυψα πολύ καλύτερες παραλίες απ’ της Κούβας. Παραμονή Πρωτοχρονιάς βρεθήκαμε στο Τρινιδάδ. Θα έχω να το θυμάμαι ως μία από τις πιο βαρετές Πρωτοχρονιές της ζωής μου, σε ένα παρηκμασμένο μέρος χωρίς ζωή, βρώμικο και ρυπαρό και ένα δωμάτιο άστα να πάνε… Το Τρινιδάδ αξίζει μόνο για λίγες ώρες, βλέπεις, φωτογραφίζεις και φεύγεις. Δεν μένεις για βράδυ ούτε γι’ αστείο. Αν κάτσεις, θα δεις την κατάντια των κατοίκων του και το παρηκμασμένο περιβάλλον και θα σε πιάσει σφίξιμο στο στομάχι και ψυχοπλάκωμα. Δεν είναι τυχαίο που κάποιοι φίλοι μου έχουν γυρίσει όλο τον κόσμο κάνοντας ταξίδια, όμως δεν έχουν πάει ποτέ στην Κούβα. Εγώ ήθελα να το παίξω έξυπνος! Κι όμως, το ταξίδι στην Κούβα, από τα 10 μεγάλα ταξίδια που έχω κάνει στη ζωή μου, με έχει σημαδέψει…. Κι όχι άδικα, αφού…
Ο Αντώνης (φίλος που ερωτεύτηκε μια Κουβανή σε ένα από ταξίδια του) μας το είχε πει ευθέως: «η Κούβα είναι μια τουριστική απάτη. Πέρα από φυσική ομορφιά, έχει ελάχιστα αξιοθέατα να δεις, είναι πανάκριβη ως χώρα και δεν αξίζει τα λεφτά που θα δώσεις για να φτάσεις ως εκεί» (κοντά στα 750 ευρώ μετ’ επιστροφής με την Virgin από Λονδίνο). Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μας πτόησε, καθότι εγώ είχα μαγευτεί από ένα ντοκιμαντέρ που παρουσίαζε την Κούβα της Επανάστασης και του Φιντέλ, των μαγευτικών παραλιών του Βαραδέρο, του παραδοσιακού Τρινιδάδ, των πούρων μαζί με το ρούμι και του χορού σάλσα, που είχαν δημιουργήσει μια μαγευτική εικόνα στο μυαλό μου. Η χώρα ήταν όντως πανάκριβη σε πολλά θέματα: το σούπερ μάρκετ πωλούσε ενάμισι ευρώ το μισό λίτρο νερού, ενώ το μεγάλο μπουκάλι κόστιζε γύρω στα 2,5 ευρώ. Χρυσάφι οι τιμές και στα υπόλοιπα προϊόντα, ακριβότερες απ’ ότι στην Ελλάδα. Ακριβά τα ξενοδοχεία και με ελάχιστες παροχές, ακριβό το φαγητό (χάσαμε σχεδόν τρία κιλά, καθότι δεν τρωγόταν τίποτα όχι επειδή ήταν ακριβά, αλλά άνοστα), φθηνό μόνο το ρούμι και τα ιμιτασιόν πούρα. Η βρώμα και δυσωδία ήταν σχεδόν διάχυτη παντού. Αναγκαζόσουν να κάνεις σλάλομ ακόμη και στα πιο τουριστικά κομμάτια της Αβάνας για να αποφύγεις τα βρωμερά ζουμιά ενός ξεχειλισμένου βόθρου ή τη σκόνη ενός άθλιου χωματόδρομου μέσα στα σοκάκια της παλιάς πόλης της Αβάνας. Το περιβάλλον θύμιζε σκηνικό από παλιά ταινία εποχής, όμως αν ρωτήσεις τους κατοίκους θα σου πουν πως η ζωή τους είναι δύσκολη, χωρίς τις βασικές παροχές και σπίτια που στην Ελλάδα θεωρούνται ερείπια. Κι όμως, σ’ αυτές τις τρώγλες ζουν άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε το σπασμένο τζάμι του παραθύρου τους να αντικαταστήσουν και πρόχειρα τοποθετούν χαρτόνια. Η ψυχή σου σφίγγεται και ο θυμός σου μεγαλώνει όταν βλέπεις τον κόσμο να πεινάει και τους κρατικοδίαιτους Κουβανούς να τρώνε με χρυσά κουτάλια στα ανάκτορά τους. Το πιο ακραίο όμως απ’ όλα ήταν το κουκ, το τουριστικό νόμισμα που εφεύραν οι Κουβανοί για να κλέβουν τους τουρίστες νόμιμα, η απόλυτη αισχροκέρδεια. Ευτυχώς που από την τρίτη μέρα ανακαλύψαμε τι συνέβαινε και ψωνίζαμε μόνο με το τοπικό νόμισμα γλιτώνοντας πολλά χρήματα. Τέτοια τουριστικά τρικ ανακαλύψαμε πολλά στο ταξίδι μας στην Κούβα, μέχρι το πιο ακραίο που μας ζητήθηκε να πληρώσουμε 25 ευρώ κατά την έξοδο μας από τη χώρα στο αεροδρόμιο, επειδή επισκεφτήκαμε τη χώρα τους.
Μετά τις πρώτες μέρες εγκλιματισμού, ξεκινήσαμε τις βόλτες. Μείναμε λίγες μέρες στο Βαραδέρο με τις φανταστικές παραλίες με τους θεόρατους φοίνικες. Την επόμενη χρονιά που πήγα στο Πουκέτ ανακάλυψα πολύ καλύτερες παραλίες απ’ της Κούβας. Παραμονή Πρωτοχρονιάς βρεθήκαμε στο Τρινιδάδ. Θα έχω να το θυμάμαι ως μία από τις πιο βαρετές Πρωτοχρονιές της ζωής μου, σε ένα παρηκμασμένο μέρος χωρίς ζωή, βρώμικο και ρυπαρό και ένα δωμάτιο άστα να πάνε… Το Τρινιδάδ αξίζει μόνο για λίγες ώρες, βλέπεις, φωτογραφίζεις και φεύγεις. Δεν μένεις για βράδυ ούτε γι’ αστείο. Αν κάτσεις, θα δεις την κατάντια των κατοίκων του και το παρηκμασμένο περιβάλλον και θα σε πιάσει σφίξιμο στο στομάχι και ψυχοπλάκωμα. Δεν είναι τυχαίο που κάποιοι φίλοι μου έχουν γυρίσει όλο τον κόσμο κάνοντας ταξίδια, όμως δεν έχουν πάει ποτέ στην Κούβα. Εγώ ήθελα να το παίξω έξυπνος! Κι όμως, το ταξίδι στην Κούβα, από τα 10 μεγάλα ταξίδια που έχω κάνει στη ζωή μου, με έχει σημαδέψει…. Κι όχι άδικα, αφού…