Hyada
Member
- Μηνύματα
- 59
- Likes
- 51
- Επόμενο Ταξίδι
- Istanbul ξανά
- Ταξίδι-Όνειρο
- Όλη η Ευρώπη
Περιεχόμενα
Οι σκέψεις μου και οι ονειροπολήσεις μου περί αρχαίων πολιτισμών που πατούσαν πάνω σε χώμα που βούτηξε για πάντα στο βυθό, παίρνοντας μαζί τους μυστικά κρυμμένα και σαν από ζήλια τραβώντας στην καταστροφή κι έναν τόπο αλλοτινό όπου επινοήθηκε μια γραφή που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της αρχαιολογίας, διαλύθηκαν μετά από μια δυνατή αγκωνιά αγνώστου προέλευσης στη μέση, προφανώς από κάποιον αντιπαθητικό τουρίστα που τον κατάπιε αμέσως το τρομακτικά ομοιόμορφο πλήθος ομοειδών του. Ξέρετε, αυτούς τους τύπους με το βλέμμα της αγελάδας, ένα μίγμα από εύκολο και κατευθυνόμενο εντυπωσιασμό (α, εδώ ο οδηγός μου λέει πως πρέπει να ενθουσιαστώ, εδώ μου λέει πως αυτό που βλέπω δεν μου αρέσει) και ύφος αποικιοκράτη, το κοκκινισμένο δέρμα, τη συνοδεία παιδιών κλώνων, το καπέλο και το μπλουζάκι I Love Santorini και σακούλες με σουβενίρ. Άρχισα να περπατάω προς τα πάνω αλλά ο δρόμος είχε κλείσει από κάτι αναίσθητα που πόζαραν δέκα ώρες για να βγουν φωτογραφία.
Θα μου πείτε, ταξιδιωτική ιστορία είναι αυτό που γράφεις, ίσως και να μην είναι, αλλά θα γράψω τη συνολική μου εμπειρία από ένα ταξίδι που έγινε ενώ δεν ήτανε να γίνει, τον περασμένο Ιούνιο, στη Θήρα. Δεν πήγα προκατειλημμένη, όμως αυτός ο τόπος έχει πειραχτεί τόσο πολύ που με λυπεί. Ας τα πάρω όμως από την αρχή.
Δεν είχα σκοπό να πάω, δεν πολυήθελα κιόλας αλλά προέκυψε τζάμπα διαμονή και ακτοπλοϊκά οπότε δεν είχα να χάσω κάτι, ίσως κιόλας κέρδιζα σε εικόνες και έτσι έφυγα, προς τα τέλη του μήνα, με το αργό καράβι για Σαντορίνη.
Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά συνέχεια μου πιάνουν την κουβέντα άγνωστοι. Αυτό πολλές φορές μου βγαίνει σε καλό, ιδίως όταν συμβαίνει με μεγάλους ανθρώπους, καθώς ακούω ιστορίες μιας εποχής που δεν βίωσα, ιστορίες και βάσανα που θα ξεχαστούν τελικά λόγω της αδιαφορίας των νέων γενεών για την ιστορία τους. Αυτή τη φορά βέβαια το μόνο που βγήκε ήταν επί μία ώρα να μείνω στην ίδια σελίδα του βιβλίου που διάβαζα, γιατί μια μεγαλοκυρία που καθόταν δίπλα μου με διέκοπτε συνέχεια, μια για μου προσφέρει κεφτεδάκια, μια για να μου πει για το σπίτι της στην Πάρο, μια για να μου περιγράψει τις γούνες που αγόρασε στην Κωνσταντινούπολη και άλλα τέτοια κουλά. Στο ενδιάμεσο είτε διέταζε τον άντρα της να της δώσει το ένα και το άλλο, είτε κόμπαζε για τις επιτυχημένες επαγγελματικές ζωές των κορασίδων της, είτε ρωτούσε επίμονα ποια είμαι και τι κάνω σε τούτο εδώ τον κόσμο. Ε, δεν άντεξα, σηκώθηκα και απομακρύνθηκα γνωρίζοντας πως θα τη βγάλω χωρίς καρέκλα, τουλάχιστον μέχρι τη Νάξο όπου θα αποβιβάζονταν μερικοί. Τελικά βολεύτηκα κατάχαμα, μια χαρά ήταν, με το βιβλίο και την ηρεμία μου χωρίς να δίνω σημασία σε όλα τα ευτράπελα που εκτυλίσσονταν τριγύρω.
Οι ώρες πέρασαν εύκολα και λίγες ώρες μετά βρισκόμουν στο κατάλυμά μου, Ερμή το έλεγαν, Hermes για την ακρίβεια, μια χαρά ήταν, όχι βέβαια σε καμιά Οία, Ημεροβίγλι, έστω Φηροστεφάνι, στο Καμάρι ήταν, αδιάφορη περιοχή ειδικά όταν είσαι στις άλλες και το βράδυ πρέπει να γυρίσεις εκεί, αλλά έτσι κι αλλιώς τζάμπα έμενα, εδώ κολλάει μια παροιμία (άλλου του 'διναν, κάπως έτσι πάει) αλλά αυτή τη στιγμή δεν την ενθυμούμαι.
Παράτησα τα λιγοστά πράγματα που μετέφερα και πήγα προς την ακτή. Περνώντας από τα απ'έξω του ξενοδοχείου, παρατήρησα ένα σωρό τουρίστες να κάθονται στις ξαπλώστρες της πισίνας και να διαβάζουν βιβλία με ξενόγλωσσους τίτλους, απ'τα εξώφυλλα και μόνο καταλαβαίνεις ότι τα βιβλία αυτά ήταν του τύπου που διαφημίζει η τηλεόραση. Καλά, όλοι αυτοί πληρώνουν ό,τι πληρώνουν για να έρθουν, έρχονται σε ένα μέρος που έχει πράγματα να δεις και κάθονται όλη μέρα σε μια πισίνα, απλώνοντας τα δυτικοκαλομαθημένα τους κορμιά μέχρι να έρθει η στιγμή να φάνε, φαντάζομαι μέσα στο ξενοδοχείο.
Στο δρόμο προς την ακτή, δεν συναντάς μεγάλα ξενοδοχειακά κτίρια, όπως και πουθενά στη Θήρα, τα περισσότερα αποτελούνται από διάσπαρτα μικρά χτίσματα. Πάντως οι ιδιοκτήτες πρέπει να 'ταν συνεννοημένοι γιατί μπορεί το δικό μου κατάλυμα να το έλεγαν Hermes, στο δρόμο όμως συνάντησα και Aphrodite, και Ζeus, όλο το δωδεκάθεο πειραματίζονται να αναβιώσουν και φυσικά είναι μια από τις πολλές κακόγουστες αναφορές στην αρχαιότητα που συνάντησα στη συνέχεια.
Έχει κάτι πρωτόγνωρο ο αέρας της Θήρας. Ξηρός και ζεστός, λες και ήταν ακίνητος ατμός. Ο αέρας ήταν πραγματικά ένα από τα πιο απολαυστικά πράγματα. Έφτασα στην ακτή. Ο κόσμος ευτυχώς ελάχιστος και η άμμος ήταν γκρι, αλλού ανοιχτότερο, αλλού πιο σκούρο και μύριζε σαν καμένο υλικό, σαν υλικό που αναθυμιάζει, λες και κάτω από τη γη βρίσκεται κάτι πεπιεσμένο που αν έβρισκε μια χαραμάδα, θα έσκαγε. Μου άρεσε εκείνη η μυρωδιά. Το έδαφος έκαιγε παντού, πόσο μάλλον η άμμος που στην πραγματικότητα δεν ήταν άμμος αλλά ηφαιστειακά υπολείμματα. Περίεργο να σκέφτεσαι πως τα κομμάτια λάβας και πετρωμάτων που πατάς ίσως προέρχονται από εκείνη την έκρηξη που άλλαξε παντελώς το άλλοτε κυκλικό σχήμα του νησιού. Απόκοσμη η ατμόσφαιρα, σε προκαλεί να την αφουγκραστείς και ταυτόχρονα να φανταστείς τι συμβαίνει στο υπέδαφος, συγκρούσεις, δυνάμεις, τηγμένα υλικά...Κι ύστερα να σκεφτείς πώς όλα τούτα ερμηνεύτηκαν με τρόπο γοητευτικό, σε μία από τις πιο ωραίες μυθολογίες...Βούτηξα στο νερό, ήταν κρύο αλλά όχι πολύ, βαθύ αλλά όχι πολύ, μπορούσα και έβλεπα στο βυθό, δεν ήταν ιδιαίτερα σκούρο. Πάντως η Θήρα δεν είναι για μπάνιο, δεν σε τραβάει ιδιαίτερα το νερό. Ανάμεσα στα γκρι και τα μαύρα βότσαλα, υπήρχαν πολλά σε χρώμα πράσινο ανοιχτό. Λόγω της σκούρας γης, ο ήλιος ανακλάται περίεργα και αυτό το νιώθεις στο δέρμα σου κι ακόμα κι αν δεν το νιώθεις, το βλέπεις αφού η μελανίνη σου παράγεται τελείως ανομοιόμορφα.
Μιας και μιλάω για θάλασσα, θα γράψω τώρα για τη Λευκή και την Κόκκινη παραλία. Γνώριζα πως το πιθανότερο ήταν να επρόκειτο για τουριστοπαγίδα αλλά είπα να πάω. Ανέβηκα στο καϊκι και αφού όλοι οι επιβάτες περιμέναμε μια ώρα δυο τακουνοφορούσες να προσπαθούν να ελέγξουν τα τακούνια τους και να καταφέρουν να επιβιβαστούν (σίγουρα αυτές οι δυο πήγαιναν για Μύκονοκαι μπέρδεψαν το πλοίο της Μυκόνου με αυτό της Θήρας), αναχωρήσαμε. Αργότερα σιγουρεύτηκα, καθότι οι εν λόγω νεαρές κυρίες διαπληκτίζονταν καθόλου διακριτικά για το ποιανής ιδέα ήταν να έρθουν σε τούτο το νησί.
Η θαλάσσια πορεία ήταν μια πορεία αντιθέσεων, όχι όμως εκείνων των αντιθέσεων που σε εντυπωσιάζουν πλαστά λόγω της έντασης και ίσως της επιθετικότητας των συγκουόμενων όρων. Ήταν από τις αντιθέσεις που τελικά γίνονται ενώσεις και βρίσκονται στους βράχους. Μεγάλα ολόμαυρα και καμπυλωτά σμιλεμένα βράχια ενώνονται με ολόασπρα γεωμετρικά βράχια και φτιάχνουν μια εικόνα που σε τραβά σαν σειρήνα να βουτήξεις από το καϊκι στο νερό και να πας να βρεις τα μυθικά πλάσματα που μένουν εκεί αιώνες τώρα.
Μοιάζουν να είναι ο καθένας μόνος και αυτάρκης μα τελικά ο ένας δεν είναι τίποτα χωρίς τον άλλον. Ο μαύρος βράχος απορροφά όλο το φως, ο λευκός το ανακλά ολόκληρο και τα παιχνίδια αυτά δίνουν στο νερό ένα χρώμα αλλιώτικο από τα σκούρα νερά της Θήρας...
Δεν κατέβηκα στη λευκή παραλία και έτσι έφτασα στην κόκκινη. Ο κόσμος πολύς αλλά εγώ βρήκα μια ήσυχη γωνιά κάτω από έναν βράχο και πάνω σε ένα αφράτο φυσικό στρώμα από ξερά φύκια. Το νερό ήταν πιο ζεστό, η άμμος κοκκινωπή μα η εικόνα που και μόνο για αυτή αξίζει να πας εκεί είναι η πανοραμική θέα, καθώς είσαι μέσα στο νερό, του κόκκινου βράχου που αν και τον λένε έτσι δεν είναι κόκκινος. Η πιο ψηλή στρώση είναι μωβ και κάθε χαμηλότερη λωρίδα είναι πιο ανοιχτόχρωμη από την προηγούμενη και όλες αυτές οι διαβαθμίσεις, πέρα από την απόλαυση των χρωμάτων, σου δίνουν την οπτική ψευδαίσθηση ότι ο βράχος όσο χαμηλώνει χάνεται αντί να γίνεται πιο στιβαρός.
Η πιο ωραία στιγμή αυτής της θέας που δεν ξέρω αν την έπλασε το χώμα, το φως ή και οι δυο μαζί, έρχεται όταν το φως έχει πέσει λίγο και έχει αλλάξει γωνία, καθώς το καϊκι έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού...
Είχα πει στον εαυτό μου πως δεν θα πήγαινα στην Οία την ώρα του ηλιοβασιλέματος, μου φαινόταν κάτι πολύ παρωχημένο αλλά τελικά η περιέργεια νίκησε και είπα να πάω. Για την Οία ως περιοχή θα γράψω σε άλλο ποστ, μαζί με τις άλλες περιοχές. Εδώ θα πω μόνο για το ηλιοβασίλεμα. Όπως με είχαν συμβουλέψει, δεν πήγα στο κάστρο όπου στήνεται η πλειοψηφία δέκα ώρες πριν για να πιάσει θέση και πήγα σε ένα σημείο με κάτι μύλους. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και εγώ είχα καθίσει σε ένα χαμηλό φράχτη πάνω από μια μικρή αυλή. Κάποια στιγμή κοίταξα πίσω μου και το μάτι μου πήρε κάποιον να κουνά έντονα τα χέρια του, με χαρακτηριστική φορά όταν κάποιος διώχνει κάποιον. Βρε μπας και κουνάει σε μένα, σκέφτομαι, μήπως κάθομαι κάπου που δεν πρέπει. Κοιτάω πιο δίπλα, private έλεγε σε μια πέτρινη πινακίδα, δίπλα από μια μικρή καγκελόπορτα. Ξαναγυρίζω πίσω, άντε πάλι αυτός να κουνάει τα χέρια, τον κούκο εγώ. Αραχτή, σαν μαχαραγιάς. Στο τέλος ήρθε ο τύπος, μου είπε στα αγγλικά ότι είναι ιδιόκτητη περιοχή και πως πρέπει να πάω αλλού, θεωρώντας δεδομένο ότι είμαι ξένη. Σηκώνομαι εγώ, πηδάω στην αυλή, βγαίνω από την καγκελόπορτα που τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να ήταν και ξύλινη τελικά. Τώρα γιατί δεν γύρισα κατευθείαν στο δρομάκι χωρίς να κάνω τον κύκλο από την πόρτα, δεν γνωρίζω, έτσι μου 'ρθε εκείνη την ώρα. Πέρασαν λίγα λεπτά, έκανα μια απόπειρα να βρω άλλο μέρος αλλά ο κόσμος είχε καταλήψει κάθε γωνιά και ύστερα γύρισα πάλι στο φράχτη, όπου τώρα όμως είχαν καθίσει κάποιοι άλλοι. Μέσα στην αυλή είχε μπει ένας σκύλος, από την πόρτα που είχα ξεχάσει να κλείσω. Αν είχε 'ξαλαφρώσει' μέσα στην αυλή δεν πρόσεξα αλλά μακάρι να το έκανε, θα χαιρόμουν σαν παιδί την εκδίκησή μου στον ξινό τύπο με ύφος σκρουτζ που με έδιωξε. Ε, τελικά κάθισα και εγώ. Δεν ξέρω αν έφταιγε η ατμόσφαιρα, αν απλά έτυχε αλλά το ηλιοβασίλεμα ήταν τελείως συνηθισμένο, ούτε καν ωραία χρώματα δεν είχε. Το βλέμμα μου πιο πολύ είχε επικεντρωθεί στη σελήνη που είχε ήδη εμφανιστεί, δεν κρατιόταν με τίποτα να επιδείξει τα κάλλη της, και σε δυο υπέροχα πλοία που πλησίαζαν το ένα το άλλο, εκεί που κάποτε ήταν ξηρά. Από εκεί που τα κοιτούσα εγώ, πόσοι άραγε άνθρωποι είχαν κοιτάξει από την ίδια θέση πλοία να πλησιάζουν μεταξύ τους, άλλοτε για εμπορικούς, άλλοτε για πολεμικούς σκοπούς, στα βάθη των χρόνων. Δυο ζευγάρια γιαπωνέζων πιο κει νόμιζαν πως έβλεπαν ταινία καθότι είχαν κουβαλήσει τόνους μπύρας και πατατακίων, τα οποία και έτρωγαν παρακολουθώντας τον ήλιο να δύει με ένα ύφος αγωνίας 'θα δύσει τελικά, θα τα καταφέρει ή θα γίνει η ανατροπή;'. Τελικά τα κατάφερε ο άτιμος και πάλι, έδυσε και το πιο κουλό; Μόλις εξαφανίστηκε μέσα στο νερό ο διασημότερος αστέρας και μελλοντικός ερυθρός γίγαντας, τα πλήθη ξέσπασαν σε χειροκρότημα.
Το ερημικό κλίμα της Θήρας βρίσκεται στο απόγειό του τις μεσημεριανές ώρες. Όχι μόνο γιατί ο κόσμος στα σοκάκια είναι ελάχιστος αλλά γιατί το φως που ανακλάται κάθετα δίνει την αίσθηση ενός τοπίου εξαϋλομένου. Από τη φύση μου ανθεκτική στον ήλιο, είπα να κάνω και εγώ τη θυσία μου στο μεγάλο θεό Ρα, ξεκινώντας να περπατώ από τα Φηρά μέχρι όπου με έβγαζε. Συνάντησα την ωραιότερη άπνοια, μια νηνεμία που όμως κρύβει ανεξάντλητη ζωτικότητα κι έτσι, ακόμα κι όταν το φως πέφτει, δεν νιώθεις καμιά μελαγχολία. Ξέφυγα γρήγορα από τον πυρήνα των Φηρών με τα αμέτρητα κακόγουστα τουριστικά μαγαζιά που είναι πνιγμένα από μίνι παρθενώνες, γαϊδουράκια, αγάλματα, εκκλησάκια και όλα τα υπόλοιπα κλισέ. Το κομμάτι προς το Φηροστεφάνι είναι από τα καλύτερα γιατί μπορείς σχετικά ελεύθερα να τριγυρίσεις στα σοκάκια, να μπεις σε αυλές, να ανέβεις σκαλιά που μοιάζουν αιωρούμενα και να βρεθείς όσο πιο ψηλά μπορείς. Τα περισσότερα χτίσματα είναι ιδιωτικές κατοικίες και ακόμα κι όσες φαίνονται σχετικά νεόδμητες, ακολουθούν τα ίδια χρώματα και την ίδια απλή αρχιτεκτονική. Το κομμάτι αυτό μέχρι και το τέλος του στεφανιού των Φηρών δεν είναι λευκό. Το κλασικό τοπίο με τα ολόλευκα σπιτάκια με τις μπλε λεπτομέρειες βρίσκεται στην Οία. Εδώ οι τόνοι είναι χρυσαφένιοι και νομίζω πως μου άρεσε πιο πολύ.
Ψηλά κι ύστερα πιο χαμηλά, από κάθε ύψος κι άλλη αίσθηση. Όλοι οι άνθρωποι που συνάντησα κοιτούσαν με τα μάτια της φωτογραφικής τους μηχανής. Έψαχναν να φωτογραφίσουν κι όχι να δουν. Γενικά αντιπαθώ τη φωτογράφιση και τραβάω ελάχιστες φωτογραφίες με μια μέτρια ψηφιακή μηχανή, πρώτη φορά που δεν είχα μαζί μου την αγαπημένη μεσήλικη αναλογική μηχανή. Δυστυχώς για λόγους κόστους και ευκολίας, δεν τη χρησιμοποίησα. Αρκετά μέτρα τα διέσχισα με μια αγγλίδα ξωπίσω μου, κυνηγό φωτογραφιών, γύρω στα εξήντα, με αντοχές καλύτερες κι από τις δικές μου. Συναντηθήκαμε όταν τράβηξα ετούτη τη φωτογραφία (δεν είναι τραβηγμένη καλά καθώς το μόνο που ξέρω είναι το κουμπί της λήψης και δεν είχα ρυθμίσει καμιά παράμετρο φωτός):
'Nice one', είπε και τράβηξε κι εκείνη την ίδια φωτογραφία κι ύστερα κινήσαμε μαζί ώσπου σ' ένα σημείο εγώ θέλησα να πάω αριστερά κι εκείνη δεξιά κι έτσι χωριστήκαμε. Ωραίο το δίλημμα κι η σκέψη ποιο δρόμο να πάρεις στην τύχη.
Ο δικός μου με οδήγησε σε έναν ολλανδό που με βοήθησε να διορθώσω τη μηχανή μου που κατά λάθος την είχα γυρίσει στη λήψη βίντεο και δεν ήξερα να την επαναφέρω. Πριν τον αποχαιρετήσω, έκλεψα μια φωτογραφία που έβγαζε όταν τον συνάντησα, τραβώντας το ίδιο σημείο και νιώθωντας μια ωραία ενοχή. Τον άφησα στην ηρεμία του που φαίνεται πως απολάμβανε ιδιαίτερα και προχώρησα...
Ο δρόμος μου με έφερε σε ένα αρχοντικό που εκτελούσε ρόλο μουσείου (νομίζω πως ήταν συνεδριακό κέντρο) στο οποίο δεν μπήκα τελικά, τελείως κάλπικου καθώς για εκθέματα είχε αντίγραφα των γνωστών τοιχογραφιών και φωτογραφίες εν ώρα ανασκαφών. Δεν το δήλωνε ρητά ότι επρόκειτο για αντίγραφα κι ένας άμοιρος ταξιδιώτης που κουβαλούσε μια ογκώδη φωτογραφική και που ήταν έτοιμος να μπει, νόμιζε ότι θα δει αυθεντικά δημιουργήματα. Ως σούπερ ήρωας που είμαι, πήγα να τον σώσω από την παγίδα αλλά φαίνεται πως δεν με πολυπίστεψε γιατί πήγε να ρωτήσει έναν υπάλληλο στο ταμείο (έκοβαν και εισιτήριο τρομάρα τους), διαπιστώνοντας και μόνος του πως τα αληθινά εκθέματα δεν βρίσκονται εκεί. Τελικά δεν μπήκε ούτε κι εκείνος και περιοριστήκαμε στις φωτογραφίες των ανασκαφών, αυτές δεν πλήρωνες για να τις δεις, αυτό τους έλειπε. Ο εν λόγω ταξιδιώτης τι άλλο έκανε, φυσικά; Τις φωτογράφισε όλες. Να σημειώσω πως οι αρχαιολογικοί χώροι, μετά από εκείνο το ατύχημα, είναι ακόμα κλειστοί. Ρώτησα αρκετούς ντόπιους για αυτό, μου εξήγησαν για ποιο λόγο είναι κλειστοί αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να ανακαλέσω αυτό που μου είπαν.
Θα μου πείτε, ταξιδιωτική ιστορία είναι αυτό που γράφεις, ίσως και να μην είναι, αλλά θα γράψω τη συνολική μου εμπειρία από ένα ταξίδι που έγινε ενώ δεν ήτανε να γίνει, τον περασμένο Ιούνιο, στη Θήρα. Δεν πήγα προκατειλημμένη, όμως αυτός ο τόπος έχει πειραχτεί τόσο πολύ που με λυπεί. Ας τα πάρω όμως από την αρχή.
Δεν είχα σκοπό να πάω, δεν πολυήθελα κιόλας αλλά προέκυψε τζάμπα διαμονή και ακτοπλοϊκά οπότε δεν είχα να χάσω κάτι, ίσως κιόλας κέρδιζα σε εικόνες και έτσι έφυγα, προς τα τέλη του μήνα, με το αργό καράβι για Σαντορίνη.
Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά συνέχεια μου πιάνουν την κουβέντα άγνωστοι. Αυτό πολλές φορές μου βγαίνει σε καλό, ιδίως όταν συμβαίνει με μεγάλους ανθρώπους, καθώς ακούω ιστορίες μιας εποχής που δεν βίωσα, ιστορίες και βάσανα που θα ξεχαστούν τελικά λόγω της αδιαφορίας των νέων γενεών για την ιστορία τους. Αυτή τη φορά βέβαια το μόνο που βγήκε ήταν επί μία ώρα να μείνω στην ίδια σελίδα του βιβλίου που διάβαζα, γιατί μια μεγαλοκυρία που καθόταν δίπλα μου με διέκοπτε συνέχεια, μια για μου προσφέρει κεφτεδάκια, μια για να μου πει για το σπίτι της στην Πάρο, μια για να μου περιγράψει τις γούνες που αγόρασε στην Κωνσταντινούπολη και άλλα τέτοια κουλά. Στο ενδιάμεσο είτε διέταζε τον άντρα της να της δώσει το ένα και το άλλο, είτε κόμπαζε για τις επιτυχημένες επαγγελματικές ζωές των κορασίδων της, είτε ρωτούσε επίμονα ποια είμαι και τι κάνω σε τούτο εδώ τον κόσμο. Ε, δεν άντεξα, σηκώθηκα και απομακρύνθηκα γνωρίζοντας πως θα τη βγάλω χωρίς καρέκλα, τουλάχιστον μέχρι τη Νάξο όπου θα αποβιβάζονταν μερικοί. Τελικά βολεύτηκα κατάχαμα, μια χαρά ήταν, με το βιβλίο και την ηρεμία μου χωρίς να δίνω σημασία σε όλα τα ευτράπελα που εκτυλίσσονταν τριγύρω.
Οι ώρες πέρασαν εύκολα και λίγες ώρες μετά βρισκόμουν στο κατάλυμά μου, Ερμή το έλεγαν, Hermes για την ακρίβεια, μια χαρά ήταν, όχι βέβαια σε καμιά Οία, Ημεροβίγλι, έστω Φηροστεφάνι, στο Καμάρι ήταν, αδιάφορη περιοχή ειδικά όταν είσαι στις άλλες και το βράδυ πρέπει να γυρίσεις εκεί, αλλά έτσι κι αλλιώς τζάμπα έμενα, εδώ κολλάει μια παροιμία (άλλου του 'διναν, κάπως έτσι πάει) αλλά αυτή τη στιγμή δεν την ενθυμούμαι.
Παράτησα τα λιγοστά πράγματα που μετέφερα και πήγα προς την ακτή. Περνώντας από τα απ'έξω του ξενοδοχείου, παρατήρησα ένα σωρό τουρίστες να κάθονται στις ξαπλώστρες της πισίνας και να διαβάζουν βιβλία με ξενόγλωσσους τίτλους, απ'τα εξώφυλλα και μόνο καταλαβαίνεις ότι τα βιβλία αυτά ήταν του τύπου που διαφημίζει η τηλεόραση. Καλά, όλοι αυτοί πληρώνουν ό,τι πληρώνουν για να έρθουν, έρχονται σε ένα μέρος που έχει πράγματα να δεις και κάθονται όλη μέρα σε μια πισίνα, απλώνοντας τα δυτικοκαλομαθημένα τους κορμιά μέχρι να έρθει η στιγμή να φάνε, φαντάζομαι μέσα στο ξενοδοχείο.
Στο δρόμο προς την ακτή, δεν συναντάς μεγάλα ξενοδοχειακά κτίρια, όπως και πουθενά στη Θήρα, τα περισσότερα αποτελούνται από διάσπαρτα μικρά χτίσματα. Πάντως οι ιδιοκτήτες πρέπει να 'ταν συνεννοημένοι γιατί μπορεί το δικό μου κατάλυμα να το έλεγαν Hermes, στο δρόμο όμως συνάντησα και Aphrodite, και Ζeus, όλο το δωδεκάθεο πειραματίζονται να αναβιώσουν και φυσικά είναι μια από τις πολλές κακόγουστες αναφορές στην αρχαιότητα που συνάντησα στη συνέχεια.
Έχει κάτι πρωτόγνωρο ο αέρας της Θήρας. Ξηρός και ζεστός, λες και ήταν ακίνητος ατμός. Ο αέρας ήταν πραγματικά ένα από τα πιο απολαυστικά πράγματα. Έφτασα στην ακτή. Ο κόσμος ευτυχώς ελάχιστος και η άμμος ήταν γκρι, αλλού ανοιχτότερο, αλλού πιο σκούρο και μύριζε σαν καμένο υλικό, σαν υλικό που αναθυμιάζει, λες και κάτω από τη γη βρίσκεται κάτι πεπιεσμένο που αν έβρισκε μια χαραμάδα, θα έσκαγε. Μου άρεσε εκείνη η μυρωδιά. Το έδαφος έκαιγε παντού, πόσο μάλλον η άμμος που στην πραγματικότητα δεν ήταν άμμος αλλά ηφαιστειακά υπολείμματα. Περίεργο να σκέφτεσαι πως τα κομμάτια λάβας και πετρωμάτων που πατάς ίσως προέρχονται από εκείνη την έκρηξη που άλλαξε παντελώς το άλλοτε κυκλικό σχήμα του νησιού. Απόκοσμη η ατμόσφαιρα, σε προκαλεί να την αφουγκραστείς και ταυτόχρονα να φανταστείς τι συμβαίνει στο υπέδαφος, συγκρούσεις, δυνάμεις, τηγμένα υλικά...Κι ύστερα να σκεφτείς πώς όλα τούτα ερμηνεύτηκαν με τρόπο γοητευτικό, σε μία από τις πιο ωραίες μυθολογίες...Βούτηξα στο νερό, ήταν κρύο αλλά όχι πολύ, βαθύ αλλά όχι πολύ, μπορούσα και έβλεπα στο βυθό, δεν ήταν ιδιαίτερα σκούρο. Πάντως η Θήρα δεν είναι για μπάνιο, δεν σε τραβάει ιδιαίτερα το νερό. Ανάμεσα στα γκρι και τα μαύρα βότσαλα, υπήρχαν πολλά σε χρώμα πράσινο ανοιχτό. Λόγω της σκούρας γης, ο ήλιος ανακλάται περίεργα και αυτό το νιώθεις στο δέρμα σου κι ακόμα κι αν δεν το νιώθεις, το βλέπεις αφού η μελανίνη σου παράγεται τελείως ανομοιόμορφα.
Μιας και μιλάω για θάλασσα, θα γράψω τώρα για τη Λευκή και την Κόκκινη παραλία. Γνώριζα πως το πιθανότερο ήταν να επρόκειτο για τουριστοπαγίδα αλλά είπα να πάω. Ανέβηκα στο καϊκι και αφού όλοι οι επιβάτες περιμέναμε μια ώρα δυο τακουνοφορούσες να προσπαθούν να ελέγξουν τα τακούνια τους και να καταφέρουν να επιβιβαστούν (σίγουρα αυτές οι δυο πήγαιναν για Μύκονοκαι μπέρδεψαν το πλοίο της Μυκόνου με αυτό της Θήρας), αναχωρήσαμε. Αργότερα σιγουρεύτηκα, καθότι οι εν λόγω νεαρές κυρίες διαπληκτίζονταν καθόλου διακριτικά για το ποιανής ιδέα ήταν να έρθουν σε τούτο το νησί.
Η θαλάσσια πορεία ήταν μια πορεία αντιθέσεων, όχι όμως εκείνων των αντιθέσεων που σε εντυπωσιάζουν πλαστά λόγω της έντασης και ίσως της επιθετικότητας των συγκουόμενων όρων. Ήταν από τις αντιθέσεις που τελικά γίνονται ενώσεις και βρίσκονται στους βράχους. Μεγάλα ολόμαυρα και καμπυλωτά σμιλεμένα βράχια ενώνονται με ολόασπρα γεωμετρικά βράχια και φτιάχνουν μια εικόνα που σε τραβά σαν σειρήνα να βουτήξεις από το καϊκι στο νερό και να πας να βρεις τα μυθικά πλάσματα που μένουν εκεί αιώνες τώρα.
Μοιάζουν να είναι ο καθένας μόνος και αυτάρκης μα τελικά ο ένας δεν είναι τίποτα χωρίς τον άλλον. Ο μαύρος βράχος απορροφά όλο το φως, ο λευκός το ανακλά ολόκληρο και τα παιχνίδια αυτά δίνουν στο νερό ένα χρώμα αλλιώτικο από τα σκούρα νερά της Θήρας...
Δεν κατέβηκα στη λευκή παραλία και έτσι έφτασα στην κόκκινη. Ο κόσμος πολύς αλλά εγώ βρήκα μια ήσυχη γωνιά κάτω από έναν βράχο και πάνω σε ένα αφράτο φυσικό στρώμα από ξερά φύκια. Το νερό ήταν πιο ζεστό, η άμμος κοκκινωπή μα η εικόνα που και μόνο για αυτή αξίζει να πας εκεί είναι η πανοραμική θέα, καθώς είσαι μέσα στο νερό, του κόκκινου βράχου που αν και τον λένε έτσι δεν είναι κόκκινος. Η πιο ψηλή στρώση είναι μωβ και κάθε χαμηλότερη λωρίδα είναι πιο ανοιχτόχρωμη από την προηγούμενη και όλες αυτές οι διαβαθμίσεις, πέρα από την απόλαυση των χρωμάτων, σου δίνουν την οπτική ψευδαίσθηση ότι ο βράχος όσο χαμηλώνει χάνεται αντί να γίνεται πιο στιβαρός.
Η πιο ωραία στιγμή αυτής της θέας που δεν ξέρω αν την έπλασε το χώμα, το φως ή και οι δυο μαζί, έρχεται όταν το φως έχει πέσει λίγο και έχει αλλάξει γωνία, καθώς το καϊκι έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού...
Είχα πει στον εαυτό μου πως δεν θα πήγαινα στην Οία την ώρα του ηλιοβασιλέματος, μου φαινόταν κάτι πολύ παρωχημένο αλλά τελικά η περιέργεια νίκησε και είπα να πάω. Για την Οία ως περιοχή θα γράψω σε άλλο ποστ, μαζί με τις άλλες περιοχές. Εδώ θα πω μόνο για το ηλιοβασίλεμα. Όπως με είχαν συμβουλέψει, δεν πήγα στο κάστρο όπου στήνεται η πλειοψηφία δέκα ώρες πριν για να πιάσει θέση και πήγα σε ένα σημείο με κάτι μύλους. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και εγώ είχα καθίσει σε ένα χαμηλό φράχτη πάνω από μια μικρή αυλή. Κάποια στιγμή κοίταξα πίσω μου και το μάτι μου πήρε κάποιον να κουνά έντονα τα χέρια του, με χαρακτηριστική φορά όταν κάποιος διώχνει κάποιον. Βρε μπας και κουνάει σε μένα, σκέφτομαι, μήπως κάθομαι κάπου που δεν πρέπει. Κοιτάω πιο δίπλα, private έλεγε σε μια πέτρινη πινακίδα, δίπλα από μια μικρή καγκελόπορτα. Ξαναγυρίζω πίσω, άντε πάλι αυτός να κουνάει τα χέρια, τον κούκο εγώ. Αραχτή, σαν μαχαραγιάς. Στο τέλος ήρθε ο τύπος, μου είπε στα αγγλικά ότι είναι ιδιόκτητη περιοχή και πως πρέπει να πάω αλλού, θεωρώντας δεδομένο ότι είμαι ξένη. Σηκώνομαι εγώ, πηδάω στην αυλή, βγαίνω από την καγκελόπορτα που τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να ήταν και ξύλινη τελικά. Τώρα γιατί δεν γύρισα κατευθείαν στο δρομάκι χωρίς να κάνω τον κύκλο από την πόρτα, δεν γνωρίζω, έτσι μου 'ρθε εκείνη την ώρα. Πέρασαν λίγα λεπτά, έκανα μια απόπειρα να βρω άλλο μέρος αλλά ο κόσμος είχε καταλήψει κάθε γωνιά και ύστερα γύρισα πάλι στο φράχτη, όπου τώρα όμως είχαν καθίσει κάποιοι άλλοι. Μέσα στην αυλή είχε μπει ένας σκύλος, από την πόρτα που είχα ξεχάσει να κλείσω. Αν είχε 'ξαλαφρώσει' μέσα στην αυλή δεν πρόσεξα αλλά μακάρι να το έκανε, θα χαιρόμουν σαν παιδί την εκδίκησή μου στον ξινό τύπο με ύφος σκρουτζ που με έδιωξε. Ε, τελικά κάθισα και εγώ. Δεν ξέρω αν έφταιγε η ατμόσφαιρα, αν απλά έτυχε αλλά το ηλιοβασίλεμα ήταν τελείως συνηθισμένο, ούτε καν ωραία χρώματα δεν είχε. Το βλέμμα μου πιο πολύ είχε επικεντρωθεί στη σελήνη που είχε ήδη εμφανιστεί, δεν κρατιόταν με τίποτα να επιδείξει τα κάλλη της, και σε δυο υπέροχα πλοία που πλησίαζαν το ένα το άλλο, εκεί που κάποτε ήταν ξηρά. Από εκεί που τα κοιτούσα εγώ, πόσοι άραγε άνθρωποι είχαν κοιτάξει από την ίδια θέση πλοία να πλησιάζουν μεταξύ τους, άλλοτε για εμπορικούς, άλλοτε για πολεμικούς σκοπούς, στα βάθη των χρόνων. Δυο ζευγάρια γιαπωνέζων πιο κει νόμιζαν πως έβλεπαν ταινία καθότι είχαν κουβαλήσει τόνους μπύρας και πατατακίων, τα οποία και έτρωγαν παρακολουθώντας τον ήλιο να δύει με ένα ύφος αγωνίας 'θα δύσει τελικά, θα τα καταφέρει ή θα γίνει η ανατροπή;'. Τελικά τα κατάφερε ο άτιμος και πάλι, έδυσε και το πιο κουλό; Μόλις εξαφανίστηκε μέσα στο νερό ο διασημότερος αστέρας και μελλοντικός ερυθρός γίγαντας, τα πλήθη ξέσπασαν σε χειροκρότημα.
Το ερημικό κλίμα της Θήρας βρίσκεται στο απόγειό του τις μεσημεριανές ώρες. Όχι μόνο γιατί ο κόσμος στα σοκάκια είναι ελάχιστος αλλά γιατί το φως που ανακλάται κάθετα δίνει την αίσθηση ενός τοπίου εξαϋλομένου. Από τη φύση μου ανθεκτική στον ήλιο, είπα να κάνω και εγώ τη θυσία μου στο μεγάλο θεό Ρα, ξεκινώντας να περπατώ από τα Φηρά μέχρι όπου με έβγαζε. Συνάντησα την ωραιότερη άπνοια, μια νηνεμία που όμως κρύβει ανεξάντλητη ζωτικότητα κι έτσι, ακόμα κι όταν το φως πέφτει, δεν νιώθεις καμιά μελαγχολία. Ξέφυγα γρήγορα από τον πυρήνα των Φηρών με τα αμέτρητα κακόγουστα τουριστικά μαγαζιά που είναι πνιγμένα από μίνι παρθενώνες, γαϊδουράκια, αγάλματα, εκκλησάκια και όλα τα υπόλοιπα κλισέ. Το κομμάτι προς το Φηροστεφάνι είναι από τα καλύτερα γιατί μπορείς σχετικά ελεύθερα να τριγυρίσεις στα σοκάκια, να μπεις σε αυλές, να ανέβεις σκαλιά που μοιάζουν αιωρούμενα και να βρεθείς όσο πιο ψηλά μπορείς. Τα περισσότερα χτίσματα είναι ιδιωτικές κατοικίες και ακόμα κι όσες φαίνονται σχετικά νεόδμητες, ακολουθούν τα ίδια χρώματα και την ίδια απλή αρχιτεκτονική. Το κομμάτι αυτό μέχρι και το τέλος του στεφανιού των Φηρών δεν είναι λευκό. Το κλασικό τοπίο με τα ολόλευκα σπιτάκια με τις μπλε λεπτομέρειες βρίσκεται στην Οία. Εδώ οι τόνοι είναι χρυσαφένιοι και νομίζω πως μου άρεσε πιο πολύ.
Ψηλά κι ύστερα πιο χαμηλά, από κάθε ύψος κι άλλη αίσθηση. Όλοι οι άνθρωποι που συνάντησα κοιτούσαν με τα μάτια της φωτογραφικής τους μηχανής. Έψαχναν να φωτογραφίσουν κι όχι να δουν. Γενικά αντιπαθώ τη φωτογράφιση και τραβάω ελάχιστες φωτογραφίες με μια μέτρια ψηφιακή μηχανή, πρώτη φορά που δεν είχα μαζί μου την αγαπημένη μεσήλικη αναλογική μηχανή. Δυστυχώς για λόγους κόστους και ευκολίας, δεν τη χρησιμοποίησα. Αρκετά μέτρα τα διέσχισα με μια αγγλίδα ξωπίσω μου, κυνηγό φωτογραφιών, γύρω στα εξήντα, με αντοχές καλύτερες κι από τις δικές μου. Συναντηθήκαμε όταν τράβηξα ετούτη τη φωτογραφία (δεν είναι τραβηγμένη καλά καθώς το μόνο που ξέρω είναι το κουμπί της λήψης και δεν είχα ρυθμίσει καμιά παράμετρο φωτός):
'Nice one', είπε και τράβηξε κι εκείνη την ίδια φωτογραφία κι ύστερα κινήσαμε μαζί ώσπου σ' ένα σημείο εγώ θέλησα να πάω αριστερά κι εκείνη δεξιά κι έτσι χωριστήκαμε. Ωραίο το δίλημμα κι η σκέψη ποιο δρόμο να πάρεις στην τύχη.
Ο δικός μου με οδήγησε σε έναν ολλανδό που με βοήθησε να διορθώσω τη μηχανή μου που κατά λάθος την είχα γυρίσει στη λήψη βίντεο και δεν ήξερα να την επαναφέρω. Πριν τον αποχαιρετήσω, έκλεψα μια φωτογραφία που έβγαζε όταν τον συνάντησα, τραβώντας το ίδιο σημείο και νιώθωντας μια ωραία ενοχή. Τον άφησα στην ηρεμία του που φαίνεται πως απολάμβανε ιδιαίτερα και προχώρησα...
Ο δρόμος μου με έφερε σε ένα αρχοντικό που εκτελούσε ρόλο μουσείου (νομίζω πως ήταν συνεδριακό κέντρο) στο οποίο δεν μπήκα τελικά, τελείως κάλπικου καθώς για εκθέματα είχε αντίγραφα των γνωστών τοιχογραφιών και φωτογραφίες εν ώρα ανασκαφών. Δεν το δήλωνε ρητά ότι επρόκειτο για αντίγραφα κι ένας άμοιρος ταξιδιώτης που κουβαλούσε μια ογκώδη φωτογραφική και που ήταν έτοιμος να μπει, νόμιζε ότι θα δει αυθεντικά δημιουργήματα. Ως σούπερ ήρωας που είμαι, πήγα να τον σώσω από την παγίδα αλλά φαίνεται πως δεν με πολυπίστεψε γιατί πήγε να ρωτήσει έναν υπάλληλο στο ταμείο (έκοβαν και εισιτήριο τρομάρα τους), διαπιστώνοντας και μόνος του πως τα αληθινά εκθέματα δεν βρίσκονται εκεί. Τελικά δεν μπήκε ούτε κι εκείνος και περιοριστήκαμε στις φωτογραφίες των ανασκαφών, αυτές δεν πλήρωνες για να τις δεις, αυτό τους έλειπε. Ο εν λόγω ταξιδιώτης τι άλλο έκανε, φυσικά; Τις φωτογράφισε όλες. Να σημειώσω πως οι αρχαιολογικοί χώροι, μετά από εκείνο το ατύχημα, είναι ακόμα κλειστοί. Ρώτησα αρκετούς ντόπιους για αυτό, μου εξήγησαν για ποιο λόγο είναι κλειστοί αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να ανακαλέσω αυτό που μου είπαν.