xlapakosayros
Member
- Μηνύματα
- 10
- Likes
- 52
- Ταξίδι-Όνειρο
- Η εκάστοτε διαδρομή...
Κατέβηκε την σκάλα. Άνοιξε την εξώπορτα. Το σκοτάδι ήταν ακόμη εκεί. Ένιωσε το τσουχτερό κρύο να “καίει” τα μάγουλά του. Η θερμοκρασία δεν πρέπει να ξεπερνούσε τον 1 ή 2 βαθμούς. Τα ισοθερμικά κατάσαρκα και το Goretex εξωτερικά, έδιναν σιωπηλά την μάχη. Η άλλη Μάχη, η δίτροχη, τον περίμενε στην αυλή. Το πρώτο πάτημα της μίζας αποτυχημένο. Το δεύτερο της έδωσε και πάλι ζωή. Πεντάλεπτο ζέσταμα των σωθικών της. Αναβάτης και μοτοσυκλέτα γίνονται, ξανά, ενιαία μονάδα. Ένας βίο-μηχανικός συνδυασμός. Επιτέλους... Στο δρόμο και πάλι....
Πέμπτη ημέρα του Νοεμβρίου του 2006. Κυριακή. Περίπου έξη το πρωί. Το κρύο ασυνήθιστο για την εποχή. Ανίκανο όμως να τον σταματήσει. Επιπλέον, ο ουρανός προβλεπόταν ανέφελος. Αν και ο Ήλιος θα είχε σίγουρα κοφτερά δόντια.... Τελευταία επίσκεψη στον Πάρνωνα ήταν πριν αρκετά χρόνια. Το βουνό του Μοριά, σειρήνα ευτραφής, τον καλούσε ξανά κοντά του. Η έλξη αμοιβαία. Μία ημέρα του αρκούσε. Η απόφαση πάρθηκε αβίαστα. Άλλωστε τέτοιες επιθυμίες δεν χρειάζονται πολλή σκέψη. Απαιτούν πράξη...
Λίγο πριν τις οκτώ άφηνε τον δρόμο Τρίπολης-Σπάρτης. Ομαλή ανάβαση για τα επόμενα δέκα χιλιόμετρα. Στο τέλος της διαδρομής, στην άκρη ενός ασύμμετρου κάμπου, απλωνόταν πάνω σε μια εδαφική έξαρση το χωριό των Καρυών....
Κόσμημα σε μία άκοσμη ταμπέλα. Στου χωριού την είσοδο, τα λόγια από τα “Αρκαδικά” του Παυσανία. Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες γεωγράφους και περιηγητές. Πορεύθηκε τον βίο του, ταξιδεύοντας, τον δεύτερο αιώνα μ.χ. σε όλη την , τότε γνωστή, ανατολική Μεσόγειο. Το έργο του, “Ελλάδος Περιήγησις”, απαρτιζόμενο από δέκα βιβλία αποτελεί μία από τις κυριότερες πηγές πληροφοριών για την Αρχαία Ελλάδα...
Όπως λοιπόν ο Παυσανίας λέει: “Το γαρ χωρίων Αρτέμιδος και Νυμφών εστίν αι Καρυαί...” Στην αρχαία αυτή πόλη λατρευόταν η θεά Άρτεμις. Νεαρές παρθένες(χμμμμ.....) κοσμούσαν τις λατρευτικές τελετές με τους χορούς τους. Κατά πιθανότητα πάσα, αποτέλεσαν την έμπνευση των αρχιτεκτόνων του, εν Ακρόπολις, Ερεχθείου. Οι “Καρυάτιδες”, ή μάλλον τα πιστά τους αντίγραφα, ορθώνονται σε ένα ύψωμα κοντά στην κεντρική πλατεία. Άγρυπνο βλέμμα επιτήρησης της δυτικής εισόδου του χωριού.
Του Ερεχθείου το αντίγραφο θα μπορούσε αβίαστα, από έναν αδέκαστο παρατηρητή, να εκληφθεί ως μία κακόγουστη εκδήλωση της ντόπιας υπερηφάνειας. Της άμετρης προγονολατρείας. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο στις Καρυές. Κάτι παλαιότερο ακόμα και από το αυθεντικό Ερεχθείο. Ένα θαύμα της Φύσης του Πάρνωνα. Λίγο έξω από το χωριό. Στο δρόμο για τον Άγιο Πέτρο. “Τα πλατάνια του Μενελάου”. Υπέρ-αιωνόβιοι ζωντανοί οργανισμοί. Πελώριοι κορμοί. Σπηλαιώδεις κουφάλες χάσκουν στο εσωτερικό τους. Δύο και τρεις άνθρωποι άνετα χωρούν στα ανοικτά σωθικά αυτών των γηραιών γιγάντων. Μέσα στους μύθους χάνεται η αρχή της ύπαρξής τους. Συνομιλία με υπερήλικα κάτοικο του χωριού, του αποκάλυψε μία εκ των εκδοχών: Σύμφωνα με τον Παυσανία, τα πλατάνια φύτεψε ο Μενέλαος πριν την αναχώρησή του για τον Τρωικό Πόλεμο. Και στέκονται τώρα εδώ. Σεβάσμιοι γέροντες. Θαλεροί υπερήλικες περίπου 3200 ετών. Σώματα ροζιασμένα. Μα γεμάτα κίνηση. Δυσεξήγητη πλαστικότητα στους κορμούς. Κλαδιά ελισσόμενα με δραματική ένταση. Χάρη χορευτική. Οι ακτίνες του Ήλιου με σεβασμό ελίσσονται ανάμεσα από τα πανάρχαια μέλη. Το ντροπαλό αεράκι διστάζει να διαταράξει την ηρεμία των κίτρινων φύλλων. Και αυτός να κάθεται αμίλητος ανάμεσα στις, ακατάβλητες από τον χρόνο, μορφές. Ακίνητος. Σιωπηλός μπροστά στην βαριά ανάσα της Φύσης....
Λαμπερές οι Καρυές. Χωριό ζωντανό. Πολύχρωμο. Κατάφυτο. Βγαίνοντας από την Ανατολική έξοδο, ο οικισμός τον χαιρετά λουσμένος από τον πρωινό ήλιο. Ο δασωμένος, πλέον, δρόμος θα τον βγάλει στο χωριό της Βαρβίτσας, με την πανέμορφη πλατεία. Από εκεί ελάχιστα χιλιόμετρα τον χωρίζουν από την Βαμβακού. Ονειρικός οικισμός απλωμένος στην πλαγιά του βουνού, κυκλωμένος από ένα μεθυσμένο δάσος. Πεντακάθαροι δρόμοι. Πετρόκτιστα σπίτια. Προσεγμένες αναπαλαιώσεις. Το χωριό χρωστάει πολλά στα τέκνα του, Σπύρο και Σταύρο Νιάρχο καθώς και στο ίδρυμα Νιάρχου, το οποίο έχει “ρίξει” πολλά χρήματα στο χωριό...
Ο δρόμος ανηφόριζε πλέον ακάθεκτος. Η δασοκάλυψη “βάραινε” ευχάριστα το τοπίο. Προορισμός του, τώρα, ήταν το χωριό “Τσίντζινα”. Δεν βιαζόταν όμως. Διέσχιζε ένα τοπίο υστερικής ομορφιάς. Οδηγούσε αργά. Ράθυμα Οι μύες του αυχένα του σε διαρκή κίνηση. Περιέφεραν το κεφάλι του αριστερά και δεξιά. Μάτια αχόρταγα. Στόμα διάπλατα ανοιχτό. Εκστασιασμένος. Άρχισε να αισθάνεται περίεργα. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Κατέβηκε από την Μάχη. Κοίταξε ανήσυχος γύρω του. Οσφράνθηκε την καθάρια ατμόσφαιρα. Κατάλαβε... Το “έβλεπε” να έρχεται.. και πάλι... όπως τόσες φορές στο παρελθόν... Ήξερε πως το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να “αφεθεί”.... Στην ασυγκράτητη παλίρροια του πράσινου.
Ευθυτενή Έλατα. Σκοτεινά ψηλόλιγνα Μαυρόπευκα. Στραφταλίζουσες φθινοπωρινές Οξιές. Λεχώνες Καστανιές. Να ροβολάνε την πλαγιά. Καλπάζοντας τρέχουν να τον απαντήσουν. Ποδοβολητό χωρίς ήχο. Σιωπή μακάρια. Προσμονή συνάντησης. Σμίξη ηδονική. Μέθεξη σώματος ακριβολόγου και ψυχής ονειροπόλας. Και μέσα στην έκσταση... Αποτρόπαιος μαγνήτης οφθαλμών, η αποκρουστική άσφαλτος. Παρέμβαση ανθρωπινή. Εκδορά στον πράσινο καμβά της εικαστικής Φύσης. Ποτάμι μαύρο. Όχι γαλανό. Ευθεία της ακινησίας μα και της επιβαίνουσας ροής. Διακομιστής ανθρώπων. Θεμιτή ευχέρεια. Και πάνω στο ποτάμι της πρόσφυσης, ακίνητη η μοτοσυκλέτα. Κι ο αναβάτης... Βιώνοντας για άλλη μία φορά στην ζωή του την αλήθεια του Δάσους. Την μοναδικότητα του Βουνού. Ιονισμένος... Δονούμενος... Πλέοντας μέσα στην ενεργειακή σούπα του περιβάλλοντος χώρου. Τα κύτταρά του επαναστατημένα. Τάση ανεξαρτητοποίησης του πνεύματος από την αμφικτιονία της σωματικής ολότητας. Διαχωρισμός ουσιών. Αιθερική αιώρηση. Πτήση ονειρική. Πάνω από τις δενδροκορφές. Με την παρόρμηση του καθάριου ανέμου. Αφουγκραζόμενος τους διαλόγους του σύδεντρου. Θωπεύοντας με λάγνο θαυμασμό τις φαινομηρίδες Οξιές. Σταυρώνοντας τα δάκτυλα μέσα από τις πευκοβελόνες. Αναρριχώμενος στις κορυφές των Ελάτων και βουτώντας μέσα στο δροσερό χώμα. ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ. Χωρίς ανάσα. Χωρίς τον καταναγκασμό του λογικού ειρμού. Που σε λίγο θα ρεύσει και πάλι στους διαδρόμους του μυαλού. Απρόσκλητος. Εικονικά απαραίτητος. Φραγή στην ελευθεριότητα της σκέψης. Ολική επαναφορά στην κατάπτωση του εφικτού. Στην αποδοχή του χειροπιαστού. Η κύλιση του χρόνου αναπόδραστη. Επί της μοτοσυκλέτας και πάλι. Τα Τσίντζινα δεν είναι μακριά. Τίποτα δεν είναι “μακριά”. Όλα είναι μέσα μας...
Παρόμοια κατάσταση είχε βιώσει και άλλες φορές στο παρελθόν. Αυτά που είδε, που μύρισε, που “άγγιξε”, ήταν πανέμορφα. Υπέροχα. Αλλά από κει και πέρα? Ποια η ιδιαίτερη σημασία αυτής της, σχεδόν μεταφυσικής, εμπειρίας? Πως μπορεί να επιδράσει ουσιαστικά στην εξέλιξή του σαν Άνθρωπος? Σαν προσωπικότητα? Ποια η προσωπική βελτίωση που μπορεί να επιφέρει? Μα είναι δυνατόν? Κάτι που σε δονεί συθέμελα, να μην έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα? Και αυτά που είχε νιώσει? Η καρδιά έτοιμη να εκραγεί. Οι οφθαλμοί να λειτουργούν σαν υπέρ-ευρυγώνιος φακός. Καμιά έγνοια στο μυαλό. Καμιά ανησυχία. Αταραξία σώματος και μυαλού απόλυτη. Για λίγα λεπτά δεν είχε συγγενείς. Δεν σκεφτόταν φίλους. Σχέσεις και επαφές, έστω για δευτερόλεπτα, είχαν χάσει κάθε αξία. Ήταν μόνος του μέσα στο προσωπικό του σύμπαν. Νιρβάνα ολική. Ο εαυτός του, του είχε δείξει ακόμη μια φορά το νόημα της ζωής: <<Νόημα? Μην το αναζητάς άδικα εκεί έξω. Δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο μυστικό να ανακαλύψεις. Η Ζωή δεν είναι κάποιο τρομερό μυστήριο που χρήζει λύσης. Απλά να είσαι ο εαυτός σου. Να ζεις ολοκληρωτικά την κάθε στιγμή της ύπαρξής σου. Ακόμη και μέσα στην ανεπιτήδευτη απλότητά της. Και, πάνω απ όλα, να είσαι ευτυχισμένος. ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ αενάως να είσαι ευτυχισμένος. Έστω και για λίγα λεπτά.>> Όπως είπε ο Δάσκαλος πριν από 23 αιώνες: “Όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, κι όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε”. Όλοι μπορούν να ξεχωρίσουν την ευτυχία από την δυστυχία. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουν όλοι ποια πράγματα οδηγούν σε αυτές τις δύο καταστάσεις. Πιστεύουν ότι η ευτυχία είναι κάτι το τρομερά δυσπρόσιτο. Ότι απαιτεί πολλά χρήματα. Εξωτικά καταναλωτικά προϊόντα. Κοινωνική αποδοχή . Επαγγελματική επιτυχία. Σίγουρα είναι καλά όλα αυτά. Είναι όμως και αρκετά δύσκολο να αποκτηθούν. Αναπόφευκτα ζητούν καθοδήγηση. Και όμως είναι τόσο απλό. Αρκεί να σκύψει, να ψάξει ο καθένας μέσα του. Με πίστη στην βουλητική του ικανότητα. Ο ιδανικός δάσκαλος θα σου δείξει την ατραπό της εσωτερικής αναζήτησης. Κανένας όμως δεν μπορεί να σου διδάξει τον δρόμο για την ευτυχία. Γιατί κανένας δεν είναι ίδιος με σένα.. Η ευτυχία είναι ένα ταξίδι(πάντα μπροστά του αυτή η λέξη....)προσωπικής ανακάλυψης μέσα στην μοναδικότητα της ύπαρξής. Να λείπουν λοιπόν οι “Αυθεντίες”! Αρκετά με τους κάθε λογής “Μεσσίες”! Εξαφανιστείτε “Παντογνώστες”! “Θεϊκές” αποκαλύψεις? Ναι, καλά.....
Μεγάλη η έκταση του Πάρνωνα. Χιλιόμετρα 110 από το βορρά μέχρι τον νότο. Σχεδόν όλη η ανατολική πλευρά της Πελοποννήσου. Παρότι όμως είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος ορεινός όγκος του Μοριά, δεν είναι και ο ψηλότερος. Προηγούνται η κορυφή Προφήτης Ηλίας(η περίφημη Πυραμίδα) του Ταΰγετου στα 2404 μέτρα και έπονται η Ζήρεια, ο Χελμός, ο Ερύμανθος και το Μαίναλο. Τ ο ανάγλυφο του Πάρνωνα είναι σχετικά ήπιο. Οι έντονες εδαφικές εξάρσεις απουσιάζουν. Υπάρχουν βέβαια υδατόροες ρεματιές. Κάλλιστα φαράγγια. Πλούσιο δίκτυο από, ικανά σηματοδοτημένα, ορειβατικά μονοπάτια. Προικισμένος με μια εκμαυλιστικά έντονη και πολυποίκιλη δασοκάλυψη. Έναν εκπληκτικό βοτανολογικό πλούτο που δύσκολα συναντάς σε άλλα βουνά. Ο Πάρνωνας δεν θα σε φοβίσει. Θα σε συναρπάσει σαν ένα μυστηριώδες, εξωτικό, πολλά υποσχόμενο θηλυκό. Θα σε προτρέψει να εξερευνήσεις τον άγνωστο κόσμο που κρύβει στα πανέμορφα χωριά του. Τον κόσμο της περίφημης Τσακωνιάς. Οι Τσάκωνες μιλούν(μιλούσαν τουλάχιστον) την Τσακωνική. Μια αρχαία Ελληνική διάλεκτο με δωρικά κατάλοιπα. Πλέον διασώζεται μόνο στις συνομιλίες μεταξύ υπερήλικων Τσακώνων. Γίνονται βέβαια προσπάθειες για την καταγραφή και εντέλει την διάσωση αυτού του πανάρχαιου ιδιώματος αλλά....
Απέμενε μονοψήφιος αριθμός χιλιομέτρων μέχρι τα Τσίντζινα. Το τοπίο είχε ανοίξει. Είχε βγει από τις κλεισούρες του βουνού. Εκινείτο πλέον στις δυτικές-νοτιοδυτικές πλαγιές. Πάντα δασωμένες. Ατέρμονα πράσινες. Ομορφιά που δεν αφήνει τους σφυγμούς να γίνουν διψήφιοι. Ο ουρανός εμφανιζόταν πλέον ακάλυπτος πάνω από το κεφάλι του. Βαθιά γλαυκός. Απόλυτα ανέφελος. Ανεπιτήδευτα κυρίαρχος. Χωρίς το φυσικό εμπόδιο των, πυκνής διάταξης, δενδροκορφών. Μπορούσε να διακρίνει με ευκολία, απέναντι, την κορυφογραμμή του Ταΰγετου. Το αντίπαλον δέος του Πάρνωνα. Οι στροφές συνεχίζονταν. Μονότονα υπέροχες. Έξαφνα... Εντελώς απροειδοποίητα... Αποκαλύφθηκαν μπροστά του τα Τσίντζινα. Στον λαμπερό, μα κρύο, Ήλιο παραδομένα. Αβίαστη νωχέλεια. Χρόνος νωθρός. Συναπάντημα βουνοπλαγιών. Δασωμένα γκρέμια στέκονται στο προσκέφαλο του μικρού χωριού με έγνοια πατρική. Ένα παιχνιδιάρικο ρέμα βρίσκει διέξοδο μέσα από το σμίξιμο των πλαγιών. Ξεγλιστράει από το στένωμα της χαράδρας και περνάει μέσα από το χωριό ψιθυρίζοντας το μονότονο κελαρυστό τραγούδι του.
Τα Τσίντζινα(“μικρό χωριό” στην Τσακωνική διάλεκτο) σε αρκετούς χάρτες αναφέρονται ως “Πολύδροσο”. Μια ονομασία που “εφευρέθηκε” επί δικτατορίας. Φυσικά οι ντόπιοι αυτοχαρακτηρίζονται περήφανα ως Τσιντζινιώτες και τίποτε άλλο.... Στο χωριό είχαν απομείνει λίγοι κάτοικοι. Το χειμώνα οι περισσότεροι Τσιντζινιώτες διαβιούν στα πεδινά τους καταλύματα και επανέρχονται στο χωριό με την έλευση της Άνοιξης. Παρόλα αυτά η ζωή εξακολουθεί να υπάρχει στον οικισμό μιας και τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ένας όμορφος ξενώνας. Το “σχολαρχείο”. Ένα εγκαταλειμμένο σχολείο του 1891. Προσεχτικά αναπαλαιωμένο. Με μια υπέροχα διακοσμημένη αίθουσα πρωινού πού λειτουργεί και σαν καφέ μπαρ. Ξύλο και πέτρα παντού κυρίαρχα. Πρωτότυπα φωτιστικά. Οι καναπέδες γύρω από το αναμμένο τζάκι. Η Βανέσα Μέι και το βιολί της στα ηχεία. Γνωριμία με δύο Σπαρτιάτες εντουράδες και έναν ντόπιο πεζοπόρο. Διπλός Ελληνικός καφές-βάλσαμο. Μα το συγκλονιστικότερο όλων ήταν το τρίπτυχο ντόπιων προϊόντων: Γιαούρτι-μέλι-καρύδια.... χωρίς περαιτέρω σχόλια....
Επιστροφή από τον ίδιο, γνώριμο πλέον, δρόμο. Μετά από 15 περίπου χλμ, δεξιά στροφή. Ακολουθώντας την πινακίδα που δείχνει την κατεύθυνση για την πεντάμορφη του Βουνού: Την Καστάνιτσα. Στο οδικό δίκτυο του Πάρνωνα δεν χρειάζεσαι ιδιαίτερη ικανότητα προσανατολισμού. Η οδική σήμανση είναι ασφυκτικά παρούσα παντού. Σε κάθε μικρή ή μεγάλη διασταύρωση. Και φυσικά δεν έχεις ανάγκη την περιττή πολυτέλεια του GPS. Που θα σου αφαιρέσει ένα δομικό συστατικό της ταξιδιωτικής μαγείας: Την διακριτική ευχέρεια που, αξιωματικά, σου ανήκει: ΝΑ ΧΑΝΕΣΑΙ....
Άλλη μία στροφή... Και άλλη... Ακόμη μία... Και ξαφνικά μετά από μία κλειστή δεξιά εμφανίστηκε εμπρός του εικόνα εκθαμβωτική. Η Καστάνιτσα. Κατάλευκη από τα ασβεστωμένα σπίτια της. Κουρνιασμένη στην αγκαλιά του Πάρνωνα. Ανάμεσα σε δύο δασωμένες ρεματιές. Αμέτρητα Έλατα, στεφάνι στην κατάλευκη κόμη της. Ένα πυκνό δάσος από Καστανιές να ερωτοτροπεί μαζί της παθιασμένα. Στο βάθος να απομακρύνεται ακατάδεκτο το φαράγγι του ποταμού Βρασιώτη. Το φαιοπράσινο του βουνού την θέση του να δίνει στο γαλάζιο της θάλασσας. Κόλπος Αργολικός. Μα η όραση ακόρεστη. Να θέλει να φτάσει ακόμη μακρύτερα. Πέρα από την λαμπερά νερά. Το μάτι να ξαποστάσει στο μήκος της Αργολικής γης...
Η Ελατοσκέπαστη πλαγιά, βορειοδυτικά του χωριού ανέβαινε ακάθεκτη προς τα ουράνια. Συνέχιζε μέχρι τα 1934 μέτρα. Γινόταν κομμάτι από την ψηλότερη κορυφή του Πάρνωνα. Την Μεγάλη Τούρλα. Περίβλεπτη σε όλη την Ανατολική Πελοπόννησο. Μια κορυφή σχεδόν γυμνή από δένδρα. Που λάμπει στο φως της ανατολής και της δύσης. Και στο αχνό φέγγος του Σεληνόφωτος. Χαρίζοντας έτσι στο βουνό την πανάρχαια ονομασία του. Πάρνωνας. “Λαμπερή Κορυφή”....
Ράθυμη διάνυση των τελευταίων χιλιομέτρων. Η Καστάνιτσα πλησίαζε λικνιζόμενη. Η Μάχη νωχελικά τον μετέφερε μέσα από το πυκνό καστανόδασος που στεφάνωνε το χωριό και του χάριζε το όνομά του. Ένα καλντερίμι παίρνει την θέση της ασφάλτου. Τον υποδέχονται στενά σοκάκια. Ερημιά δίσημη. Δίπατα, λευκά πυργόσπιτα. Τοίχοι κάτασπροι. Η πάστρα του ασβέστη να ξανοίγει την όραση. Πόρτες και παραθυρόφυλλα βαμμένα, χρώματα ενθουσιώδη. Παιχνιδιάρικα, ξύλινα μπαλκόνια να τινάζουν προκλητικά το στήθος τους πάνω από το λιθόστρωτο. Φαιοπράσινες, τετράριχτες, σχιστολιθικές σκεπές που ξυπνάνε μνήμες από χωριά της Πίνδου. Γλάστρες, μικρά φυτά και οπωροφόρα δένδρα, στολίδια στις μικρές περιποιημένες αυλές....
“Στολίδι”, όνομα και πράγμα, είναι και η μικρή παραδοσιακή ταβέρνα στην πλατεία του χωριού. Χώρος όμορφος, σχεδόν κουκλίστικος. Τζάκι πυρπολημένο. Τοίχοι φωτεινοί. Τα νότια παράθυρα να βλέπουν στην πλατεία. Τα βορινά, στην δασωμένη χαράδρα να στέλνουν τα μάτια. Τα εδέσματα παραδοσιακά. Πεντανόστιμα. Το κρασί κόκκινο, σαν κουρασμένη φωτιά. Άγρια χόρτα με ατίθαση γεύση. Καθημαγμένα παντζάρια. Φέτες ψωμιού ψητές. Να τις νοτίζει το ριγανόλαδο. Και η προσωπική επιλογή: Χοιρινό μαγειρευτό με κάστανα. Γευστική ανάμνηση που δύσκολα θα σβήσει....
Μια επίσκεψη στο “κατώι της Αθανασίας”, θα κάνει τους σιελογόνους αδένες να δουλέψουν υπερωρίες. Πλήθος σπιτικών γλυκών κουταλιού και πολλών διαφορετικών μαρμελάδων. Βότανα και μυρωδικά, απλόχερη προσφορά του Πάρνωνα. Κρασί και ελαιόλαδο ντόπιας παραγωγής. Μέλι φρεσκοτρυγημένο. Δεκαπεντάλεπτη κουβέντα με την ολιγάριθμη παρέα του ιδιοκτήτη. Αποχώρηση με την συνοδεία διάφορων βάζων από ντόπια γλυκά κουταλιού...
Περιτρέχει με το βλέμμα του ολόκληρο το χωριό. Αχόρταγη αποτύπωση εικόνων της τελευταίας στιγμής. Παρακαταθήκη στην οπτική μνήμη για τα χαλεπά Αθηναϊκά μερόνυχτα. Δυνατή εισπνοή. Διεσταλμένα ρουθούνια παγιδεύουν οσμές θανατωμένων καυσόξυλων. Εκπομπές δραστήριων τζακιών. Στήλες καπνού ανυψώνονται από τις καμινάδες αυστηρών πυργόσπιτων. Σπονδές στην διφορούμενη ομορφιά του πρόωρου Χειμώνα...
Του ρολογιού οι δείκτες, άοκνοι,στροβιλίζονται. Αδυσώπητη ένδειξη της διαρκούς και ανεπίστρεπτης ροής. Ένας κουρασμένος Ήλιος χαιρετά. Νωχελικά κατευθύνεται στο κονάκι της Δύσης. Το φως λιγοστεύει. Η σκέψη του στενού, φιδογυριστού, επαρχιακού, ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ δρόμου σφίγγει το μυαλό. Αίτημα άμεσης αναχώρησης. Η Μάχη έτοιμη. Ανέκαθεν έτοιμη.... Ιππεύει την μοτοσυκλέτα απρόθυμος. Ο αποχωρισμός του τόπου δυσχερής. Μα ο ερχομός του σκότους δυνητικά επικίνδυνος. Στο επανιδείν πάλλευκη Καστάνιτσα...
Αρχή της καθόδου. Από τα 950 μέτρα στο επίπεδο της θάλασσας. Από την ορεινή Καστάνιτσα στην, σχεδόν παραθαλάσσια, κωμόπολη του Αγίου Ανδρέα. Ο δρόμος να γλύφει τα χείλη του γκρεμού. Το φαράγγι του Βρασιώτη στα αριστερά του. Βαθύ. Απότομο. Θανάσιμα υπέροχο. Η λευκή φιγούρα της Καστάνιτσας να απομακρύνεται στον ορίζοντα της Δύσης. Αιωρούμενη σαν Ξωτική Κυρά του βουνού. Ακόμη πιο ψηλά, η “λαμπερή κορυφή” να τον αποχαιρετά γυμνή δείχνοντάς του τα κάλλη της. Τα Έλατα και το καστανόδασος παραχωρούν μεγαλόκαρδα την θέση τους στους ελαιώνες και στην χαμηλή βλάστηση. Η παρουσία του βράχου σκληραίνει το τοπίο. Πολλές οι ομοιότητες με το βασίλειο της πέτρας, την Μάνη. Πιο ομαλό πλέον, το Βρασιώτικο φαράγγι, σύντροφος για τα τελευταία δεκαπέντε χιλιόμετρα της κατάβασης. Και ξαφνικά, μετά από μια δεξιά στροφή, είδε....
Απότομη άνοδος σφυγμών. Μάτια γουρλωμένα και, ανεξήγητα, υγρά. Μουδιασμένα ακροδάχτυλα, προσπαθούν την μανέτα του φρένου να γραπώσουν . Ακινητοποίηση. Αφίππευση. Κοκαλωμένος δίπλα στην Μάχη. Σαν να προσπαθεί, με την ακινησία του να παγώσει την ροή του χρόνου. Στο βάθος ο Αργολικός κόλπος. Πέρα από αυτόν η χερσόνησος της Αργολίδας. Και στη δεξιά γωνιά του οπτικού οργίου, ο μεγάλος πρωταγωνιστής: Η ανατολή της Πανσελήνου....
Όμορφο τέλος μιας όμορφης μέρας. Ρουφούσε σαν μαύρη τρύπα τα δεδομένα της εικόνας που γέμιζε το οπτικό του πεδίο. Ώρα αρκετή ακίνητος. Αναλογιζόμενος τις 12 προηγηθέντες ώρες. Συζητώντας με την συνειδητότητα του εαυτού του.. Ανταλλάσσοντας απόψεις για αυτά που είχε ζήσει. Μια διαδικασία που την έχει επαναλάβει αναρίθμητες φορές. Όσες και τα μοναχικά του ταξίδια...
Σε τέτοια ταξίδια είχε βιώσει εμπειρίες αξέχαστες. Πως θα μπορούσε ποτέ να λησμονήσει εκείνη την νύχτα στα δάση της Β. Πίνδου, τον διαλογισμό υπό τον έναστρο ουρανό στο ακρωτήριο Τρυπητή της Γαύδου, την “απογείωση” στην λίμνη Κερκίνη, τις δύο συγκλονιστικές νύχτες αυτεπίγνωσης στην ερημιά των Σκωτσέζικων Highlands, την εξαγνιστική βροχή στο Νορβηγικό Βόρειο Ακρωτήριο, το ελεύθερο camping στις Φινλανδικές λίμνες.... Πάντα μοναχικός. Ποτέ “μόνος”... Ανέκαθεν αναζητούσε την μοναχικότητα στα ταξίδια του. Ακόμη και σαν μια μορφή “άσκησης”. Ίσως γιατί δεν ήθελε να είναι, να αισθάνεται προσκολλημένος. Εξαρτώμενος, ψυχολογικά και συναισθηματικά από κάπου. Σύμφωνα με τον OSHO: “Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους στον κόσμο είναι το να μείνει κανείς μόνος”. Γι αυτό οι άνθρωποι συχνά αποποιούνται την ατομικότητά τους εισχωρώντας σε σχέσεις, πολλές φορές, ανούσιες. Πιεζόμενοι από το αβάσταχτο φορτίο της μοναξιάς, απλά εντάσσονται. Προσαρμόζονται. Στα πιστεύω της μάζας. Στις απόψεις και τις απαιτήσεις των διάφορων κοινωνικών ομάδων και ανθρώπων. Θέλοντας να νιώθουν ότι δεν είναι μόνοι. Ότι ανήκουν κάπου. Ελπίζοντας στην ΑΠΟΔΟΧΗ. Σε αυτό που, κατά την γνώμη τους, θα απομακρύνει τον κίνδυνο της επαπειλούμενης μοναξιάς. Χάνοντας έτσι την ευκαιρία να θρυμματίσουν την μοναξιά, να θριαμβεύσουν πάνω της, μετατρέποντάς την σε συνειδητή μοναχικότητα. Μια κατάσταση συναισθηματικής και ψυχολογικής απεξάρτησης από σχέσεις και συνυπάρξεις, “αναγκαίες” ή μη. Και όταν καταφέρουν αυτό θα είναι πλέον ικανοί να ΕΠΙΛΕΓΟΥΝ, να ΔΙΝΟΝΤΑΙ. Με μυαλό καθαρό... Πραγματικά αυτόβουλα... Απορρίπτοντας κάθε συμβιβασμό... Έξω από τα καλούπια της κοινωνίας, του συνόλου, της μάζας... Που πάντα προσπαθεί να σε κάνει κάτι άλλο από αυτό που είσαι. Που μόνο εσύ ξέρεις ότι είσαι... Να σε προσαρμόσει μέσα στα δικά της όρια. Να καλύψει πρώτα τις δικές της ανάγκες....
Φτάνοντας στον Άγιο Ανδρέα το φως της μέρας ήταν πλέον απών. Είχε μπροστά του ακόμη 200 χλμ μέχρι να εισέλθει και πάλι στο αλλότριο χωνευτήρι της Αθήνας. Δεν τον ένοιαζε όμως: Ακόμη μια φορά είχε βιώσει στιγμές απόλυτης ευτυχίας. Ακόμη μια φορά είχε αναρριχηθεί σε μια από τις προσωπικές του “Λαμπερές Κορυφές”....
Πέμπτη ημέρα του Νοεμβρίου του 2006. Κυριακή. Περίπου έξη το πρωί. Το κρύο ασυνήθιστο για την εποχή. Ανίκανο όμως να τον σταματήσει. Επιπλέον, ο ουρανός προβλεπόταν ανέφελος. Αν και ο Ήλιος θα είχε σίγουρα κοφτερά δόντια.... Τελευταία επίσκεψη στον Πάρνωνα ήταν πριν αρκετά χρόνια. Το βουνό του Μοριά, σειρήνα ευτραφής, τον καλούσε ξανά κοντά του. Η έλξη αμοιβαία. Μία ημέρα του αρκούσε. Η απόφαση πάρθηκε αβίαστα. Άλλωστε τέτοιες επιθυμίες δεν χρειάζονται πολλή σκέψη. Απαιτούν πράξη...
Λίγο πριν τις οκτώ άφηνε τον δρόμο Τρίπολης-Σπάρτης. Ομαλή ανάβαση για τα επόμενα δέκα χιλιόμετρα. Στο τέλος της διαδρομής, στην άκρη ενός ασύμμετρου κάμπου, απλωνόταν πάνω σε μια εδαφική έξαρση το χωριό των Καρυών....
Κόσμημα σε μία άκοσμη ταμπέλα. Στου χωριού την είσοδο, τα λόγια από τα “Αρκαδικά” του Παυσανία. Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες γεωγράφους και περιηγητές. Πορεύθηκε τον βίο του, ταξιδεύοντας, τον δεύτερο αιώνα μ.χ. σε όλη την , τότε γνωστή, ανατολική Μεσόγειο. Το έργο του, “Ελλάδος Περιήγησις”, απαρτιζόμενο από δέκα βιβλία αποτελεί μία από τις κυριότερες πηγές πληροφοριών για την Αρχαία Ελλάδα...
Όπως λοιπόν ο Παυσανίας λέει: “Το γαρ χωρίων Αρτέμιδος και Νυμφών εστίν αι Καρυαί...” Στην αρχαία αυτή πόλη λατρευόταν η θεά Άρτεμις. Νεαρές παρθένες(χμμμμ.....) κοσμούσαν τις λατρευτικές τελετές με τους χορούς τους. Κατά πιθανότητα πάσα, αποτέλεσαν την έμπνευση των αρχιτεκτόνων του, εν Ακρόπολις, Ερεχθείου. Οι “Καρυάτιδες”, ή μάλλον τα πιστά τους αντίγραφα, ορθώνονται σε ένα ύψωμα κοντά στην κεντρική πλατεία. Άγρυπνο βλέμμα επιτήρησης της δυτικής εισόδου του χωριού.
Του Ερεχθείου το αντίγραφο θα μπορούσε αβίαστα, από έναν αδέκαστο παρατηρητή, να εκληφθεί ως μία κακόγουστη εκδήλωση της ντόπιας υπερηφάνειας. Της άμετρης προγονολατρείας. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο στις Καρυές. Κάτι παλαιότερο ακόμα και από το αυθεντικό Ερεχθείο. Ένα θαύμα της Φύσης του Πάρνωνα. Λίγο έξω από το χωριό. Στο δρόμο για τον Άγιο Πέτρο. “Τα πλατάνια του Μενελάου”. Υπέρ-αιωνόβιοι ζωντανοί οργανισμοί. Πελώριοι κορμοί. Σπηλαιώδεις κουφάλες χάσκουν στο εσωτερικό τους. Δύο και τρεις άνθρωποι άνετα χωρούν στα ανοικτά σωθικά αυτών των γηραιών γιγάντων. Μέσα στους μύθους χάνεται η αρχή της ύπαρξής τους. Συνομιλία με υπερήλικα κάτοικο του χωριού, του αποκάλυψε μία εκ των εκδοχών: Σύμφωνα με τον Παυσανία, τα πλατάνια φύτεψε ο Μενέλαος πριν την αναχώρησή του για τον Τρωικό Πόλεμο. Και στέκονται τώρα εδώ. Σεβάσμιοι γέροντες. Θαλεροί υπερήλικες περίπου 3200 ετών. Σώματα ροζιασμένα. Μα γεμάτα κίνηση. Δυσεξήγητη πλαστικότητα στους κορμούς. Κλαδιά ελισσόμενα με δραματική ένταση. Χάρη χορευτική. Οι ακτίνες του Ήλιου με σεβασμό ελίσσονται ανάμεσα από τα πανάρχαια μέλη. Το ντροπαλό αεράκι διστάζει να διαταράξει την ηρεμία των κίτρινων φύλλων. Και αυτός να κάθεται αμίλητος ανάμεσα στις, ακατάβλητες από τον χρόνο, μορφές. Ακίνητος. Σιωπηλός μπροστά στην βαριά ανάσα της Φύσης....
Λαμπερές οι Καρυές. Χωριό ζωντανό. Πολύχρωμο. Κατάφυτο. Βγαίνοντας από την Ανατολική έξοδο, ο οικισμός τον χαιρετά λουσμένος από τον πρωινό ήλιο. Ο δασωμένος, πλέον, δρόμος θα τον βγάλει στο χωριό της Βαρβίτσας, με την πανέμορφη πλατεία. Από εκεί ελάχιστα χιλιόμετρα τον χωρίζουν από την Βαμβακού. Ονειρικός οικισμός απλωμένος στην πλαγιά του βουνού, κυκλωμένος από ένα μεθυσμένο δάσος. Πεντακάθαροι δρόμοι. Πετρόκτιστα σπίτια. Προσεγμένες αναπαλαιώσεις. Το χωριό χρωστάει πολλά στα τέκνα του, Σπύρο και Σταύρο Νιάρχο καθώς και στο ίδρυμα Νιάρχου, το οποίο έχει “ρίξει” πολλά χρήματα στο χωριό...
Ο δρόμος ανηφόριζε πλέον ακάθεκτος. Η δασοκάλυψη “βάραινε” ευχάριστα το τοπίο. Προορισμός του, τώρα, ήταν το χωριό “Τσίντζινα”. Δεν βιαζόταν όμως. Διέσχιζε ένα τοπίο υστερικής ομορφιάς. Οδηγούσε αργά. Ράθυμα Οι μύες του αυχένα του σε διαρκή κίνηση. Περιέφεραν το κεφάλι του αριστερά και δεξιά. Μάτια αχόρταγα. Στόμα διάπλατα ανοιχτό. Εκστασιασμένος. Άρχισε να αισθάνεται περίεργα. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Κατέβηκε από την Μάχη. Κοίταξε ανήσυχος γύρω του. Οσφράνθηκε την καθάρια ατμόσφαιρα. Κατάλαβε... Το “έβλεπε” να έρχεται.. και πάλι... όπως τόσες φορές στο παρελθόν... Ήξερε πως το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να “αφεθεί”.... Στην ασυγκράτητη παλίρροια του πράσινου.
Ευθυτενή Έλατα. Σκοτεινά ψηλόλιγνα Μαυρόπευκα. Στραφταλίζουσες φθινοπωρινές Οξιές. Λεχώνες Καστανιές. Να ροβολάνε την πλαγιά. Καλπάζοντας τρέχουν να τον απαντήσουν. Ποδοβολητό χωρίς ήχο. Σιωπή μακάρια. Προσμονή συνάντησης. Σμίξη ηδονική. Μέθεξη σώματος ακριβολόγου και ψυχής ονειροπόλας. Και μέσα στην έκσταση... Αποτρόπαιος μαγνήτης οφθαλμών, η αποκρουστική άσφαλτος. Παρέμβαση ανθρωπινή. Εκδορά στον πράσινο καμβά της εικαστικής Φύσης. Ποτάμι μαύρο. Όχι γαλανό. Ευθεία της ακινησίας μα και της επιβαίνουσας ροής. Διακομιστής ανθρώπων. Θεμιτή ευχέρεια. Και πάνω στο ποτάμι της πρόσφυσης, ακίνητη η μοτοσυκλέτα. Κι ο αναβάτης... Βιώνοντας για άλλη μία φορά στην ζωή του την αλήθεια του Δάσους. Την μοναδικότητα του Βουνού. Ιονισμένος... Δονούμενος... Πλέοντας μέσα στην ενεργειακή σούπα του περιβάλλοντος χώρου. Τα κύτταρά του επαναστατημένα. Τάση ανεξαρτητοποίησης του πνεύματος από την αμφικτιονία της σωματικής ολότητας. Διαχωρισμός ουσιών. Αιθερική αιώρηση. Πτήση ονειρική. Πάνω από τις δενδροκορφές. Με την παρόρμηση του καθάριου ανέμου. Αφουγκραζόμενος τους διαλόγους του σύδεντρου. Θωπεύοντας με λάγνο θαυμασμό τις φαινομηρίδες Οξιές. Σταυρώνοντας τα δάκτυλα μέσα από τις πευκοβελόνες. Αναρριχώμενος στις κορυφές των Ελάτων και βουτώντας μέσα στο δροσερό χώμα. ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ. Χωρίς ανάσα. Χωρίς τον καταναγκασμό του λογικού ειρμού. Που σε λίγο θα ρεύσει και πάλι στους διαδρόμους του μυαλού. Απρόσκλητος. Εικονικά απαραίτητος. Φραγή στην ελευθεριότητα της σκέψης. Ολική επαναφορά στην κατάπτωση του εφικτού. Στην αποδοχή του χειροπιαστού. Η κύλιση του χρόνου αναπόδραστη. Επί της μοτοσυκλέτας και πάλι. Τα Τσίντζινα δεν είναι μακριά. Τίποτα δεν είναι “μακριά”. Όλα είναι μέσα μας...
Παρόμοια κατάσταση είχε βιώσει και άλλες φορές στο παρελθόν. Αυτά που είδε, που μύρισε, που “άγγιξε”, ήταν πανέμορφα. Υπέροχα. Αλλά από κει και πέρα? Ποια η ιδιαίτερη σημασία αυτής της, σχεδόν μεταφυσικής, εμπειρίας? Πως μπορεί να επιδράσει ουσιαστικά στην εξέλιξή του σαν Άνθρωπος? Σαν προσωπικότητα? Ποια η προσωπική βελτίωση που μπορεί να επιφέρει? Μα είναι δυνατόν? Κάτι που σε δονεί συθέμελα, να μην έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα? Και αυτά που είχε νιώσει? Η καρδιά έτοιμη να εκραγεί. Οι οφθαλμοί να λειτουργούν σαν υπέρ-ευρυγώνιος φακός. Καμιά έγνοια στο μυαλό. Καμιά ανησυχία. Αταραξία σώματος και μυαλού απόλυτη. Για λίγα λεπτά δεν είχε συγγενείς. Δεν σκεφτόταν φίλους. Σχέσεις και επαφές, έστω για δευτερόλεπτα, είχαν χάσει κάθε αξία. Ήταν μόνος του μέσα στο προσωπικό του σύμπαν. Νιρβάνα ολική. Ο εαυτός του, του είχε δείξει ακόμη μια φορά το νόημα της ζωής: <<Νόημα? Μην το αναζητάς άδικα εκεί έξω. Δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο μυστικό να ανακαλύψεις. Η Ζωή δεν είναι κάποιο τρομερό μυστήριο που χρήζει λύσης. Απλά να είσαι ο εαυτός σου. Να ζεις ολοκληρωτικά την κάθε στιγμή της ύπαρξής σου. Ακόμη και μέσα στην ανεπιτήδευτη απλότητά της. Και, πάνω απ όλα, να είσαι ευτυχισμένος. ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ αενάως να είσαι ευτυχισμένος. Έστω και για λίγα λεπτά.>> Όπως είπε ο Δάσκαλος πριν από 23 αιώνες: “Όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, κι όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε”. Όλοι μπορούν να ξεχωρίσουν την ευτυχία από την δυστυχία. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουν όλοι ποια πράγματα οδηγούν σε αυτές τις δύο καταστάσεις. Πιστεύουν ότι η ευτυχία είναι κάτι το τρομερά δυσπρόσιτο. Ότι απαιτεί πολλά χρήματα. Εξωτικά καταναλωτικά προϊόντα. Κοινωνική αποδοχή . Επαγγελματική επιτυχία. Σίγουρα είναι καλά όλα αυτά. Είναι όμως και αρκετά δύσκολο να αποκτηθούν. Αναπόφευκτα ζητούν καθοδήγηση. Και όμως είναι τόσο απλό. Αρκεί να σκύψει, να ψάξει ο καθένας μέσα του. Με πίστη στην βουλητική του ικανότητα. Ο ιδανικός δάσκαλος θα σου δείξει την ατραπό της εσωτερικής αναζήτησης. Κανένας όμως δεν μπορεί να σου διδάξει τον δρόμο για την ευτυχία. Γιατί κανένας δεν είναι ίδιος με σένα.. Η ευτυχία είναι ένα ταξίδι(πάντα μπροστά του αυτή η λέξη....)προσωπικής ανακάλυψης μέσα στην μοναδικότητα της ύπαρξής. Να λείπουν λοιπόν οι “Αυθεντίες”! Αρκετά με τους κάθε λογής “Μεσσίες”! Εξαφανιστείτε “Παντογνώστες”! “Θεϊκές” αποκαλύψεις? Ναι, καλά.....
Μεγάλη η έκταση του Πάρνωνα. Χιλιόμετρα 110 από το βορρά μέχρι τον νότο. Σχεδόν όλη η ανατολική πλευρά της Πελοποννήσου. Παρότι όμως είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος ορεινός όγκος του Μοριά, δεν είναι και ο ψηλότερος. Προηγούνται η κορυφή Προφήτης Ηλίας(η περίφημη Πυραμίδα) του Ταΰγετου στα 2404 μέτρα και έπονται η Ζήρεια, ο Χελμός, ο Ερύμανθος και το Μαίναλο. Τ ο ανάγλυφο του Πάρνωνα είναι σχετικά ήπιο. Οι έντονες εδαφικές εξάρσεις απουσιάζουν. Υπάρχουν βέβαια υδατόροες ρεματιές. Κάλλιστα φαράγγια. Πλούσιο δίκτυο από, ικανά σηματοδοτημένα, ορειβατικά μονοπάτια. Προικισμένος με μια εκμαυλιστικά έντονη και πολυποίκιλη δασοκάλυψη. Έναν εκπληκτικό βοτανολογικό πλούτο που δύσκολα συναντάς σε άλλα βουνά. Ο Πάρνωνας δεν θα σε φοβίσει. Θα σε συναρπάσει σαν ένα μυστηριώδες, εξωτικό, πολλά υποσχόμενο θηλυκό. Θα σε προτρέψει να εξερευνήσεις τον άγνωστο κόσμο που κρύβει στα πανέμορφα χωριά του. Τον κόσμο της περίφημης Τσακωνιάς. Οι Τσάκωνες μιλούν(μιλούσαν τουλάχιστον) την Τσακωνική. Μια αρχαία Ελληνική διάλεκτο με δωρικά κατάλοιπα. Πλέον διασώζεται μόνο στις συνομιλίες μεταξύ υπερήλικων Τσακώνων. Γίνονται βέβαια προσπάθειες για την καταγραφή και εντέλει την διάσωση αυτού του πανάρχαιου ιδιώματος αλλά....
Απέμενε μονοψήφιος αριθμός χιλιομέτρων μέχρι τα Τσίντζινα. Το τοπίο είχε ανοίξει. Είχε βγει από τις κλεισούρες του βουνού. Εκινείτο πλέον στις δυτικές-νοτιοδυτικές πλαγιές. Πάντα δασωμένες. Ατέρμονα πράσινες. Ομορφιά που δεν αφήνει τους σφυγμούς να γίνουν διψήφιοι. Ο ουρανός εμφανιζόταν πλέον ακάλυπτος πάνω από το κεφάλι του. Βαθιά γλαυκός. Απόλυτα ανέφελος. Ανεπιτήδευτα κυρίαρχος. Χωρίς το φυσικό εμπόδιο των, πυκνής διάταξης, δενδροκορφών. Μπορούσε να διακρίνει με ευκολία, απέναντι, την κορυφογραμμή του Ταΰγετου. Το αντίπαλον δέος του Πάρνωνα. Οι στροφές συνεχίζονταν. Μονότονα υπέροχες. Έξαφνα... Εντελώς απροειδοποίητα... Αποκαλύφθηκαν μπροστά του τα Τσίντζινα. Στον λαμπερό, μα κρύο, Ήλιο παραδομένα. Αβίαστη νωχέλεια. Χρόνος νωθρός. Συναπάντημα βουνοπλαγιών. Δασωμένα γκρέμια στέκονται στο προσκέφαλο του μικρού χωριού με έγνοια πατρική. Ένα παιχνιδιάρικο ρέμα βρίσκει διέξοδο μέσα από το σμίξιμο των πλαγιών. Ξεγλιστράει από το στένωμα της χαράδρας και περνάει μέσα από το χωριό ψιθυρίζοντας το μονότονο κελαρυστό τραγούδι του.
Τα Τσίντζινα(“μικρό χωριό” στην Τσακωνική διάλεκτο) σε αρκετούς χάρτες αναφέρονται ως “Πολύδροσο”. Μια ονομασία που “εφευρέθηκε” επί δικτατορίας. Φυσικά οι ντόπιοι αυτοχαρακτηρίζονται περήφανα ως Τσιντζινιώτες και τίποτε άλλο.... Στο χωριό είχαν απομείνει λίγοι κάτοικοι. Το χειμώνα οι περισσότεροι Τσιντζινιώτες διαβιούν στα πεδινά τους καταλύματα και επανέρχονται στο χωριό με την έλευση της Άνοιξης. Παρόλα αυτά η ζωή εξακολουθεί να υπάρχει στον οικισμό μιας και τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ένας όμορφος ξενώνας. Το “σχολαρχείο”. Ένα εγκαταλειμμένο σχολείο του 1891. Προσεχτικά αναπαλαιωμένο. Με μια υπέροχα διακοσμημένη αίθουσα πρωινού πού λειτουργεί και σαν καφέ μπαρ. Ξύλο και πέτρα παντού κυρίαρχα. Πρωτότυπα φωτιστικά. Οι καναπέδες γύρω από το αναμμένο τζάκι. Η Βανέσα Μέι και το βιολί της στα ηχεία. Γνωριμία με δύο Σπαρτιάτες εντουράδες και έναν ντόπιο πεζοπόρο. Διπλός Ελληνικός καφές-βάλσαμο. Μα το συγκλονιστικότερο όλων ήταν το τρίπτυχο ντόπιων προϊόντων: Γιαούρτι-μέλι-καρύδια.... χωρίς περαιτέρω σχόλια....
Επιστροφή από τον ίδιο, γνώριμο πλέον, δρόμο. Μετά από 15 περίπου χλμ, δεξιά στροφή. Ακολουθώντας την πινακίδα που δείχνει την κατεύθυνση για την πεντάμορφη του Βουνού: Την Καστάνιτσα. Στο οδικό δίκτυο του Πάρνωνα δεν χρειάζεσαι ιδιαίτερη ικανότητα προσανατολισμού. Η οδική σήμανση είναι ασφυκτικά παρούσα παντού. Σε κάθε μικρή ή μεγάλη διασταύρωση. Και φυσικά δεν έχεις ανάγκη την περιττή πολυτέλεια του GPS. Που θα σου αφαιρέσει ένα δομικό συστατικό της ταξιδιωτικής μαγείας: Την διακριτική ευχέρεια που, αξιωματικά, σου ανήκει: ΝΑ ΧΑΝΕΣΑΙ....
Άλλη μία στροφή... Και άλλη... Ακόμη μία... Και ξαφνικά μετά από μία κλειστή δεξιά εμφανίστηκε εμπρός του εικόνα εκθαμβωτική. Η Καστάνιτσα. Κατάλευκη από τα ασβεστωμένα σπίτια της. Κουρνιασμένη στην αγκαλιά του Πάρνωνα. Ανάμεσα σε δύο δασωμένες ρεματιές. Αμέτρητα Έλατα, στεφάνι στην κατάλευκη κόμη της. Ένα πυκνό δάσος από Καστανιές να ερωτοτροπεί μαζί της παθιασμένα. Στο βάθος να απομακρύνεται ακατάδεκτο το φαράγγι του ποταμού Βρασιώτη. Το φαιοπράσινο του βουνού την θέση του να δίνει στο γαλάζιο της θάλασσας. Κόλπος Αργολικός. Μα η όραση ακόρεστη. Να θέλει να φτάσει ακόμη μακρύτερα. Πέρα από την λαμπερά νερά. Το μάτι να ξαποστάσει στο μήκος της Αργολικής γης...
Η Ελατοσκέπαστη πλαγιά, βορειοδυτικά του χωριού ανέβαινε ακάθεκτη προς τα ουράνια. Συνέχιζε μέχρι τα 1934 μέτρα. Γινόταν κομμάτι από την ψηλότερη κορυφή του Πάρνωνα. Την Μεγάλη Τούρλα. Περίβλεπτη σε όλη την Ανατολική Πελοπόννησο. Μια κορυφή σχεδόν γυμνή από δένδρα. Που λάμπει στο φως της ανατολής και της δύσης. Και στο αχνό φέγγος του Σεληνόφωτος. Χαρίζοντας έτσι στο βουνό την πανάρχαια ονομασία του. Πάρνωνας. “Λαμπερή Κορυφή”....
Ράθυμη διάνυση των τελευταίων χιλιομέτρων. Η Καστάνιτσα πλησίαζε λικνιζόμενη. Η Μάχη νωχελικά τον μετέφερε μέσα από το πυκνό καστανόδασος που στεφάνωνε το χωριό και του χάριζε το όνομά του. Ένα καλντερίμι παίρνει την θέση της ασφάλτου. Τον υποδέχονται στενά σοκάκια. Ερημιά δίσημη. Δίπατα, λευκά πυργόσπιτα. Τοίχοι κάτασπροι. Η πάστρα του ασβέστη να ξανοίγει την όραση. Πόρτες και παραθυρόφυλλα βαμμένα, χρώματα ενθουσιώδη. Παιχνιδιάρικα, ξύλινα μπαλκόνια να τινάζουν προκλητικά το στήθος τους πάνω από το λιθόστρωτο. Φαιοπράσινες, τετράριχτες, σχιστολιθικές σκεπές που ξυπνάνε μνήμες από χωριά της Πίνδου. Γλάστρες, μικρά φυτά και οπωροφόρα δένδρα, στολίδια στις μικρές περιποιημένες αυλές....
“Στολίδι”, όνομα και πράγμα, είναι και η μικρή παραδοσιακή ταβέρνα στην πλατεία του χωριού. Χώρος όμορφος, σχεδόν κουκλίστικος. Τζάκι πυρπολημένο. Τοίχοι φωτεινοί. Τα νότια παράθυρα να βλέπουν στην πλατεία. Τα βορινά, στην δασωμένη χαράδρα να στέλνουν τα μάτια. Τα εδέσματα παραδοσιακά. Πεντανόστιμα. Το κρασί κόκκινο, σαν κουρασμένη φωτιά. Άγρια χόρτα με ατίθαση γεύση. Καθημαγμένα παντζάρια. Φέτες ψωμιού ψητές. Να τις νοτίζει το ριγανόλαδο. Και η προσωπική επιλογή: Χοιρινό μαγειρευτό με κάστανα. Γευστική ανάμνηση που δύσκολα θα σβήσει....
Μια επίσκεψη στο “κατώι της Αθανασίας”, θα κάνει τους σιελογόνους αδένες να δουλέψουν υπερωρίες. Πλήθος σπιτικών γλυκών κουταλιού και πολλών διαφορετικών μαρμελάδων. Βότανα και μυρωδικά, απλόχερη προσφορά του Πάρνωνα. Κρασί και ελαιόλαδο ντόπιας παραγωγής. Μέλι φρεσκοτρυγημένο. Δεκαπεντάλεπτη κουβέντα με την ολιγάριθμη παρέα του ιδιοκτήτη. Αποχώρηση με την συνοδεία διάφορων βάζων από ντόπια γλυκά κουταλιού...
Περιτρέχει με το βλέμμα του ολόκληρο το χωριό. Αχόρταγη αποτύπωση εικόνων της τελευταίας στιγμής. Παρακαταθήκη στην οπτική μνήμη για τα χαλεπά Αθηναϊκά μερόνυχτα. Δυνατή εισπνοή. Διεσταλμένα ρουθούνια παγιδεύουν οσμές θανατωμένων καυσόξυλων. Εκπομπές δραστήριων τζακιών. Στήλες καπνού ανυψώνονται από τις καμινάδες αυστηρών πυργόσπιτων. Σπονδές στην διφορούμενη ομορφιά του πρόωρου Χειμώνα...
Του ρολογιού οι δείκτες, άοκνοι,στροβιλίζονται. Αδυσώπητη ένδειξη της διαρκούς και ανεπίστρεπτης ροής. Ένας κουρασμένος Ήλιος χαιρετά. Νωχελικά κατευθύνεται στο κονάκι της Δύσης. Το φως λιγοστεύει. Η σκέψη του στενού, φιδογυριστού, επαρχιακού, ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ δρόμου σφίγγει το μυαλό. Αίτημα άμεσης αναχώρησης. Η Μάχη έτοιμη. Ανέκαθεν έτοιμη.... Ιππεύει την μοτοσυκλέτα απρόθυμος. Ο αποχωρισμός του τόπου δυσχερής. Μα ο ερχομός του σκότους δυνητικά επικίνδυνος. Στο επανιδείν πάλλευκη Καστάνιτσα...
Αρχή της καθόδου. Από τα 950 μέτρα στο επίπεδο της θάλασσας. Από την ορεινή Καστάνιτσα στην, σχεδόν παραθαλάσσια, κωμόπολη του Αγίου Ανδρέα. Ο δρόμος να γλύφει τα χείλη του γκρεμού. Το φαράγγι του Βρασιώτη στα αριστερά του. Βαθύ. Απότομο. Θανάσιμα υπέροχο. Η λευκή φιγούρα της Καστάνιτσας να απομακρύνεται στον ορίζοντα της Δύσης. Αιωρούμενη σαν Ξωτική Κυρά του βουνού. Ακόμη πιο ψηλά, η “λαμπερή κορυφή” να τον αποχαιρετά γυμνή δείχνοντάς του τα κάλλη της. Τα Έλατα και το καστανόδασος παραχωρούν μεγαλόκαρδα την θέση τους στους ελαιώνες και στην χαμηλή βλάστηση. Η παρουσία του βράχου σκληραίνει το τοπίο. Πολλές οι ομοιότητες με το βασίλειο της πέτρας, την Μάνη. Πιο ομαλό πλέον, το Βρασιώτικο φαράγγι, σύντροφος για τα τελευταία δεκαπέντε χιλιόμετρα της κατάβασης. Και ξαφνικά, μετά από μια δεξιά στροφή, είδε....
Απότομη άνοδος σφυγμών. Μάτια γουρλωμένα και, ανεξήγητα, υγρά. Μουδιασμένα ακροδάχτυλα, προσπαθούν την μανέτα του φρένου να γραπώσουν . Ακινητοποίηση. Αφίππευση. Κοκαλωμένος δίπλα στην Μάχη. Σαν να προσπαθεί, με την ακινησία του να παγώσει την ροή του χρόνου. Στο βάθος ο Αργολικός κόλπος. Πέρα από αυτόν η χερσόνησος της Αργολίδας. Και στη δεξιά γωνιά του οπτικού οργίου, ο μεγάλος πρωταγωνιστής: Η ανατολή της Πανσελήνου....
Όμορφο τέλος μιας όμορφης μέρας. Ρουφούσε σαν μαύρη τρύπα τα δεδομένα της εικόνας που γέμιζε το οπτικό του πεδίο. Ώρα αρκετή ακίνητος. Αναλογιζόμενος τις 12 προηγηθέντες ώρες. Συζητώντας με την συνειδητότητα του εαυτού του.. Ανταλλάσσοντας απόψεις για αυτά που είχε ζήσει. Μια διαδικασία που την έχει επαναλάβει αναρίθμητες φορές. Όσες και τα μοναχικά του ταξίδια...
Σε τέτοια ταξίδια είχε βιώσει εμπειρίες αξέχαστες. Πως θα μπορούσε ποτέ να λησμονήσει εκείνη την νύχτα στα δάση της Β. Πίνδου, τον διαλογισμό υπό τον έναστρο ουρανό στο ακρωτήριο Τρυπητή της Γαύδου, την “απογείωση” στην λίμνη Κερκίνη, τις δύο συγκλονιστικές νύχτες αυτεπίγνωσης στην ερημιά των Σκωτσέζικων Highlands, την εξαγνιστική βροχή στο Νορβηγικό Βόρειο Ακρωτήριο, το ελεύθερο camping στις Φινλανδικές λίμνες.... Πάντα μοναχικός. Ποτέ “μόνος”... Ανέκαθεν αναζητούσε την μοναχικότητα στα ταξίδια του. Ακόμη και σαν μια μορφή “άσκησης”. Ίσως γιατί δεν ήθελε να είναι, να αισθάνεται προσκολλημένος. Εξαρτώμενος, ψυχολογικά και συναισθηματικά από κάπου. Σύμφωνα με τον OSHO: “Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους στον κόσμο είναι το να μείνει κανείς μόνος”. Γι αυτό οι άνθρωποι συχνά αποποιούνται την ατομικότητά τους εισχωρώντας σε σχέσεις, πολλές φορές, ανούσιες. Πιεζόμενοι από το αβάσταχτο φορτίο της μοναξιάς, απλά εντάσσονται. Προσαρμόζονται. Στα πιστεύω της μάζας. Στις απόψεις και τις απαιτήσεις των διάφορων κοινωνικών ομάδων και ανθρώπων. Θέλοντας να νιώθουν ότι δεν είναι μόνοι. Ότι ανήκουν κάπου. Ελπίζοντας στην ΑΠΟΔΟΧΗ. Σε αυτό που, κατά την γνώμη τους, θα απομακρύνει τον κίνδυνο της επαπειλούμενης μοναξιάς. Χάνοντας έτσι την ευκαιρία να θρυμματίσουν την μοναξιά, να θριαμβεύσουν πάνω της, μετατρέποντάς την σε συνειδητή μοναχικότητα. Μια κατάσταση συναισθηματικής και ψυχολογικής απεξάρτησης από σχέσεις και συνυπάρξεις, “αναγκαίες” ή μη. Και όταν καταφέρουν αυτό θα είναι πλέον ικανοί να ΕΠΙΛΕΓΟΥΝ, να ΔΙΝΟΝΤΑΙ. Με μυαλό καθαρό... Πραγματικά αυτόβουλα... Απορρίπτοντας κάθε συμβιβασμό... Έξω από τα καλούπια της κοινωνίας, του συνόλου, της μάζας... Που πάντα προσπαθεί να σε κάνει κάτι άλλο από αυτό που είσαι. Που μόνο εσύ ξέρεις ότι είσαι... Να σε προσαρμόσει μέσα στα δικά της όρια. Να καλύψει πρώτα τις δικές της ανάγκες....
Φτάνοντας στον Άγιο Ανδρέα το φως της μέρας ήταν πλέον απών. Είχε μπροστά του ακόμη 200 χλμ μέχρι να εισέλθει και πάλι στο αλλότριο χωνευτήρι της Αθήνας. Δεν τον ένοιαζε όμως: Ακόμη μια φορά είχε βιώσει στιγμές απόλυτης ευτυχίας. Ακόμη μια φορά είχε αναρριχηθεί σε μια από τις προσωπικές του “Λαμπερές Κορυφές”....
Attachments
-
187 KB Προβολές: 158