xlapakosayros
Member
- Μηνύματα
- 10
- Likes
- 52
- Ταξίδι-Όνειρο
- Η εκάστοτε διαδρομή...
Κοντοστάθηκε τρομαγμένος. Ακίνητος έμεινε. Κοκαλωμένος. Χωρίς να αναπνέει. Ο χρόνος, θαρρείς, είχε παγώσει. Αγωνία. Νευρικότητα. Υπερένταση που,
συνεπικουρούμενη από την ζέστη του περιβάλλοντος, υποχρέωσε τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματός του, να δουλέψουν υπερωρίες. Το αλμυρό υγρό κυλούσε άφθονο από τους πόρους. Το μέτωπο διέτρεχε. Κρεμόταν στην άκρη της μύτης. Έσταζε από τα φρύδια, κατευθείαν μέσα στα μάτια του. Κουρτίνα θαμπή που την όραση θόλωνε.
Όλα αυτά τα είχε προκαλέσει ένα κλαράκι. Μικρό. Ασήμαντο. Κομμάτι ξύλου, τιποτένιο. Με θόρυβο τσακίστηκε κάτω από το βάρος του ποδιού του. Έσφιξε στο χέρι του το όπλο του. Κοίταξε πίσω από τον κορμό της γέρικης Ιτιάς που τον κάλυπτε. Το θύμα του ήταν ακόμη εκεί. Ανήσυχο από τον ήχο του σπασμένου κλαριού. Γύρω του κοιτούσε υποψιασμένο. Βλέποντας το κεφάλι του θηρευτή του να ξεπροβάλλει πίσω από τον κορμό του δένδρου, τίναξε με δύναμη τα πόδια του. Τα φτερά του άνοιξε μεγαλόπρεπα. Πάνω από την επιφάνεια της λίμνης σηκώθηκε. Ραπίζοντας δυνατά τον αέρα με τις φτερούγες του, απομακρύνθηκε με την χάρη που μόνο ένας Λευκοτσικνιάς, αυτό το χιονόχρωμο είδος μεταναστευτικού Ερωδιού, μπορεί να έχει…
Το κορμί του χαλάρωσε. Οι αρθρώσεις του ξεκλείδωσαν. Το δεξί του χέρι εξασθένησε την πίεση με την οποία κρατούσε το ''όπλο'' του. Η φωτογραφική μηχανή με τον τριακοσάρη τηλεφακό, στο στήθος κρεμάστηκε. Απογοητευμένη...
Η Μάχη το είχε υποψιαστεί από το προηγούμενο βράδυ... Όταν την οδήγησε στο, κοντινότερο στο σπίτι του, βενζινάδικο για να γεμίσει το ντεπόζιτό της. Η υποψία, βεβαιότητα έγινε όταν λάδωσε με επιμέλεια την αλυσίδα της. Ώστε θα φεύγανε και πάλι! Άλλη μια ημερήσια εκδρομή. Άλλη μια φυγή πέρα από τα κάγκελα της καθημερινότητας. Δρασκελιά πάνω από της κενότητας το νοητό, μουντό, τείχος. Μια μεστή ανάσα απόδρασης από την φυλακή της μεγαλούπολης. Επιστροφή, έστω ολιγόωρη, σε τόπο όμορφο, ''πλούσιο'', οικείο, αγαπημένο. Μα πάνω απ’ όλα, σε ένα τόπο γεμάτο ΖΩΗ. Ατόφια, αληθινή, αρχέγονη ΖΩΗ. Στην λίμνη Κερκίνη….
Θέλησε να φρεσκάρει τις γνώσεις του σχετικά με την ιστορία και το οικοσύστημα του, της αυριανής μέρας, προορισμού του. Ανέτρεξε στα τεύχη 20 και 21 του περιοδικού <<Ελληνικό Πανόραμα>> και στο τεύχος 18 του περιοδικού <<Γαιόραμα>>, πλούσια σε πληροφορίες για την περιοχή της Κερκίνης...
Τα νερά της απλώνει η λίμνη στο βορειοδυτικό άκρο της πεδιάδας των Σερρών. Μια ανάσα από τα σύνορα με Σκόπια και Βουλγαρία. Στα Βόρεια το βλέμμα σταματά στο όρος Κερκίνη( ή Μπέλλες). Κορυφογραμμή συμπαγής. Τα σύνορα οριοθετεί με την Βουλγαρία. Κατάφυτο με πλατάνια, καστανιές, πεύκα και οξιές. Στην πλαγιά του φιλοξενεί τον, γνωστότερο ίσως, οικισμό της περιοχής. Το χωριό Άνω Πορόια. Στα δυτικά, την Λίμνη προσεγγίζει, το όρος Δύσωρο. Νότια ''ξαπλώνει'', νωθρό, το Μαυροβούνι. Νοτιοανατολικά ξεδιπλώνεται, χαμηλόθωρος, ο κάμπος των Σερρών....
Στους αρχαίους χρόνους υπήρχαν στην περιοχή δύο μικρότερες λίμνες. Η Κερκινίτιδα και η Πρασσιάδα. Στα δάση που τις περιτριγύριζαν ζούσαν αρκούδες, λύκοι, τσακάλια, ελάφια και αρκετά λιοντάρια. Τον ουρανό έσχιζαν αετοί, γύπες και τεράστια κοπάδια υδρόβιων πτηνών.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η μορφή του κάμπου των Σερρών αλλότρια ήταν με το ''σήμερα''. Πολλές μικρές λίμνες και βάλτοι επιβάλλονταν στο τοπίο. Με νερά που τροφοδοτούσε ο Στρυμόνας. Ποταμός που, ορμητικός, κατέβαινε από την Βουλγαρία. Το στενό του Ρούπελ διέσχιζε, παρέχοντας ύδατα στις λίμνες Κερκίνη και Αχινό καθώς και στα διάφορα έλη...
1922. Χρονιά κρίσιμη στην ιστορία της περιοχής. Ογδόντα πέντε χιλιάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες ήρθαν να κατοικήσουν στα χωριά του λεκανοπεδίου. Η φτώχια τους περίμενε. Η πείνα. Η ελονοσία. Η οποία, μέσα σε λίγα χρόνια, σκότωσε δέκα χιλιάδες ανθρώπους. Το 1928 το Ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να προβεί στην εκτέλεση αποστραγγιστικών έργων. Μέσα σε έξη χρόνια, διευθετήθηκε η κοίτη του Στρυμόνα. Εγιναν αναχωματικά έργα. Η λίμνη του Αχινού και τα γύρω έλη, αποξηράνθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία δεκάδων χιλιάδων στρεμμάτων εύφορης γης που αποδόθηκαν στην γεωργία. Το 1932, η δημιουργία ενός φράγματος στο χωριό Λιθότοπος ανέκοψε την ροή του νερού. Ένα ανάχωμα μήκους 7,5 χιλιομέτρων διαμόρφωσε το ανατολικό όριο της λίμνης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και σε συνδυασμό με διάφορα επιπλέον έργα, η περιοχή της (τεχνητής πλέον) λίμνης Κερκίνης εξελίχθηκε περαιτέρω. Ένας ολοζώντανος υδροβιότοπος δημιουργήθηκε. Ένα πλούσιο οικοσύστημα με αμέτρητα πουλιά και ζώα και πυκνή βλάστηση….
Κυριακή 27 Ιουλίου. Ώρα 6 το πρωί. Αναχώρηση για ένα αυθημερόν ταξίδι περίπου 1200 χιλιομέτρων. Μετάβαση από την Αθήνα στην Κερκίνη και στο χωριό Άνω Πορόια και επιστροφή πάλι πίσω γύρω στις 12 το βράδυ. Ο καιρός ήταν υπέροχος, αν και πολύ ζεστός. Ο φωτοβόλος ήλιος, από πολύ νωρίς, είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του. Τα μοτοσυκλετιστικά ρούχα, δυσθυμία προκαλούσαν. Σε μια μέρα που η θερμοκρασία προβλεπόταν να φτάσει τους 35 βαθμούς. Ήταν όμως απαραίτητα….
Στο δρόμο συνάντησε αρκετούς μοτοσικλετιστές. Οι καθιερωμένοι χαιρετισμοί και η ρουτίνα της διαδρομής, αφορμή στάθηκαν ώστε το μυαλό να αρχίσει να ανασύρει εικόνες και αναμνήσεις από γνωστούς, φίλους, συνοδοιπόρους των δρόμων και της Ζωής... Υπέροχες, πρόσχαρες φάτσες άρχισαν να γεμίζουν τα κενά της σκέψης του...Όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί, είχανε κάνει, εκείνη την στιγμή, κατάληψη στη σκέψη του. Το μυαλό απασχολούσαν. Και μάλιστα κατά την διάρκεια ενός μοναχικού ταξιδιού. Του προσωπικού του, απροσπέλαστου από άλλους, χωροχρόνου. Συνειδητοποίησε, με τρόμο, ότι η απουσία τους του ήταν δυσάρεστη. Η νοσταλγία, με ορμητικότητα, εισέβαλε. Το θυμικό του κατέλαβε. Τα συναισθήματα που ένιωθε ήταν ανησυχητικά στενόχωρα, περιέργως χαλεπά…
Δεν αισθανόταν άνετα με αυτά τα συναισθήματα….
Τα εξοστράκισε από το μυαλό του με την ωμή σφοδρότητα της απολυταρχικής βιαιότητας….
Γύρω στις 11.30 π.μ., έχοντας κάνει τις απαραίτητες στάσεις, έφτασε στην Νύφη του Θερμαϊκού. Από τον περιφερειακό έστριψε με κατεύθυνση την Καβάλα. Μετά από λίγα χιλιόμετρα, νέα στροφή για Σέρρες. Έξω από το χωριό Στρυμονικό, αριστερή στροφή, για τα τελευταία 15 περίπου χλμ. Επιτέλους! Μπροστά του βρισκόταν το φράγμα του χωριού Λιθότοπος. Η βασική γενεσιουργός αιτία της λίμνης. Αυτό το φράγμα εγκαινιάστηκε το 1982 και κατασκευάστηκε δυτικότερα του παλιού, μικρότερου και χαμηλότερου φράγματος. Παράλληλα την δεκαετία του ΄70 το ανατολικό ανάχωμα της λίμνης ανυψώθηκε μερικά μέτρα ακόμη. Το συνακόλουθο ήταν να ανυψωθεί η στάθμη της λίμνης κατά μερικά μέτρα, με αποτέλεσμα να βρεθούν ξαφνικά μέσα στο νερό οι καλαμιώνες, το παρυδάτιο δάσος, τα διάφορα πουλιά και, εν γένει, όντα και οργανισμοί που εξαρτούν την επιβίωσή τους από την οικολογική ισορροπία του υγρότοπου και του φυσικού περιβάλλοντος στο σύνολό του. Οι καταστροφές που έχει υποστεί το οικοσύστημα από την αύξηση της στάθμης της λίμνης είναι, δυστυχώς, μεγάλες. Ο λόγος της συγκεκριμένης ανθρώπινης επέμβασης ήταν η αύξηση των αρδευτικών αναγκών των, ολοένα περισσότερων, καλλιεργούμενων εκτάσεων του κάμπου των Σερρών….
Συνέχισε την πορεία του κατά μήκος της δυτικής πλευράς της λίμνης. Επιζητούσε, το συντομότερο, να φτάσει στα Άνω Πορόια. Το στομάχι του, κενό εδώ και αρκετή ώρα, διαμαρτυρόταν στους ρυθμούς συγκροτήματος κρουστών μουσικών οργάνων. Επιπλέον η ανάμνηση της ψητής πέστροφας, που τον περίμενε μέσα στο δάσος πάνω από την βόρεια έξοδο του χωριού, τον έκανε να αγνοεί τα κοπάδια των πελεκάνων που τον ''χαιρετούσαν''. Τους Ερωδιούς που ψάρευαν στα αβαθή. Το τσούρμο των Κορμοράνων, που την μεσημεριανή του σιέστα απολάμβανε, πάνω στα κλαδιά μιας ημιθανούς Ιτιάς. Περνώντας δίπλα από έναν μικρό όρμο, το βλέμμα απέστρεψε από τα θέλγητρα μιας τεράστιας, ξεμυαλίστρας έκτασης από υπέροχα νούφαρα. Η εικονική πραγματικότητα της καλοψημένης πέστροφας, τα ρουθούνια του γέμιζε με παραισθήσεις οσμών. Το στόμα του πλυμμήριζε με τεράστιες ποσότητες σιέλου…
Προσπέρασε τα χωριά Κερκίνη και Λιβαδιά. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο που ενώνει τα σύνορα των Σκοπίων με τις Σέρρες. Έχοντας διανύσει περίπου 35 χιλιόμετρα από το φράγμα του Λιθότοπου, πέρασε δίπλα από τα πρώτα σπίτια στα Άνω Πορόια. Ο δρόμος τον έβγαλε στην κεντρική πλατεία. Η πρώτη σκέψη ήταν να σταματήσει. Στην δεύτερη σκέψη, όμως, υπέκυψε. Στην επιταγή του άδειου στομαχιού του που γουργούριζε εκκωφαντικά. Το χωριό, σε ελάχιστα λεπτά, διέσχισε. Στην βόρεια έξοδο κατευθήνθηκε. Μέσα στο δάσος... Στην διασταύρωση της Γερμανικής Βρύσης, τον δεξιό κλάδο ακολούθησε... Πλέον, μόνο ένα χιλιόμετρο τον χώριζε από το να κάνει πάλι πραγματικότητα την ανάμνηση από παλαιότερα τσιμπούσια. Στο διάσημο σε όλη την περιοχή(και όχι μόνο) πεστροφοτροφείο...
Μεγάλοι ξύλινοι πάγκοι. Τραπέζια από χοντροκομμένους κορμούς δέντρων. Σκιά από θεόρατα, υπέρ-αιωνόβια πλατάνια. Τις λυσσαλέες επιθέσεις του στα εδέσματα συνόδευε το κελάρυσμα του παρακείμενου παλιού νερόμυλου. Στην ηχητική επένδυση συμπράττανε, με άναρθρες κραυγές, χήνες και γαλοπούλες. Θα τολμούσε να περιγράψει την γεύση της ψητής πέστροφας, αν μπορούσε βέβαια να βρει(ή και να επινοήσει) τις κατάλληλες λέξεις για αυτή την, θεμιτά ξεδιάντροπη, αποπλάνηση του ουρανίσκου του….
Η δέκατη τέταρτη ώρα του εικοσιτετραώρου τον βρήκε να κάθεται στον πάγκο. Πλάτη ακουμπισμένη στον πλάτανο. Άδεια πιάτα πάνω στο τραπέζι. Χαρούμενες ομιλίες από την ομήγυρη. Μικρά παιδιά να παίζουν στα ''πόδια'' των γέρικων δένδρων. Εκατοντάδες πουλιά από πάνω τους να συμβάλλουν σε ένα ωδικό ντελίριο. Το δάσος να ψιθυρίζει ανήκουστες λέξεις με την παρόρμηση του ανεπαίσθητου αέρα. Τα πλατάνια να προσφέρουν τον πολύτιμο και πλούσιο ίσκιο τους, βάλσαμο στην μεσημεριανή κάψα. Τσιγάρο στο ένα χέρι. Στο άλλο, ένα ποτήρι με δυο γουλιές γλυκόπιοτο κρασί. Οι αισθήσεις, δικαιωμένες, την ανταμοιβή τους γλεντούσαν. Η ψυχή, ακορντεόν πολύπτυχο, άυλα να πάλλεται. Με ήχους ευήκοους να δονεί το προσωπικό του σύμπαν. Μουσικές από βιολιά και κλειδοκύμβαλα να ξεχύνονται από τα βάθη της μνήμης... Μα τι είναι αυτό? Τσιμπήματα στο στήθος? Μούδιασμα των δακτύλων? Βαριά ανάσα? Μπα… Η ιδέα του θα είναι. Διώχνοντας τις κακές σκέψεις από το μυαλό του, πλήρωσε το λογαριασμό και ανέβηκε στην Μάχη. Η προδότρια, ψιλή κουβέντα είχε πιάσει με ένα γερασμένο VOLVO, μια TOYOTA COROLLA και ένα υπεροπτικό, παχουλούτσικο VARADERO....
Η κούραση του ταξιδιού, και της τροφής η εσώτερη επεξεργασία, είχαν φέρει τους βιορυθμούς του σε κατάσταση ανεξέλεγκτης ραστώνης. Είχε μπει πλέον σε φάση αδιατάρακτης νωχέλειας. Χρειαζόταν επειγόντως έναν καφέ. Στάση λοιπόν στην κεντρική πλατεία στα Άνω Πορόια. Όλο το χωριό στο πράσινο πνιγμένο: Πλατάνια, οξιές, καστανιές σε μεγάλους αριθμούς. Νερά τρεχούμενα. Ρυάκια αλήτικα, μέσα στην πλατεία σεργιανούσαν. Κάτοικοι χωρίς βιασύνη, χωρίς άγχος. Πρόσωπα γαλήνια. Φωνές που η χροιά τους την αταραξία της ψυχής διατράνωνε... Έλεος! Όχι άλλη ομορφιά…..
Ήταν τρεις και μισή το απόγευμα όταν επέστρεψε στο ομώνυμο χωριό της λίμνης. Σχεδόν όλοι οι στύλοι της ΔΕΗ και του ΟΤΕ φιλοξενούσαν στην κορυφή τους και από μία φωλιά πελαργών. Το ίδιο συνέβαινε στην κορυφή του τρούλου της εκκλησίας. Λελέκια στοργικά, αέναα, έφευγαν και ερχόντουσαν. Τροφή έφερναν στα μικρά τους. Στο στόμα τα τάιζαν. Εικόνες υπέροχες που προκαλούν μια ιδιαίτερη χαρά στον, ασυνήθιστο σε παρόμοιες σκηνές, επισκέπτη. Το πρόσωπό του στολίζουν με ένα διάπλατο χαμόγελο. Έβγαλε από την θήκη της την ΝΙΚΟΝ. Αφαίρεσε τον 28-70 φακό και τοποθέτησε τον 300άρη τηλεφακό. Όταν όμως προσπάθησε να στοχεύσει μία φωλιά και τους ενοίκους της, συνειδητοποίησε με συντριβή ότι είχε ξεχάσει να φέρει μαζί του ένα σημαντικό εξάρτημα: Το τρίποδο. Το ταλαιπωρημένο του σώμα ήταν αδύνατο να συνεργαστεί αγαστά με τα χέρια του ώστε να εστιάσει σωστά και προπάντων σταθερά. Ας είναι…
Μετά από μισή ώρα βρισκόταν στην περιοχή στην οποία είχε δει προηγουμένως την μεγάλη έκταση με τα νούφαρα. Με δισταγμό δυσεξήγητο άρχισε να ''παγιδεύει'' στο φίλμ την τεράστια υδάτινη έκταση, τα κοπάδια των πουλιών, τα παρυδάτια δένδρα, τα νούφαρα, τα παιχνίδια και την αναζήτηση τροφής της φτερωτής πανίδας. Χύνοντας ποταμούς ιδρώτα, προσπάθησε να πλησιάσει μεμονωμένα άτομα ώστε να αντισταθμίσει την έλλειψη τρίποδου, με μια μικρότερη απόσταση εστίασης. Μάταιο. Τα πουλιά απλά τις φτερούγες τους άνοιγαν. Μακριά έφευγαν. Λογικό. Έχουν συνηθίσει να περιμένουν από τους ανθρώπους το χειρότερο….
Αποκαμωμένος από τον μάταιο αγώνα του κινήθηκε προς μία μικρή συστάδα από ιτιές. Στην όχθη της λίμνης. Το μπουφάν έβγαλε. Στο έδαφος έγειρε. Εδράστηκε στις ρίζες ενός δένδρου με ικανή σκιά. Απόθεσε την φωτογραφική μηχανή στο χώμα. Δεν σκόπευε να την χρησιμοποιήσει άλλο σήμερα. Εξάλλου σε αυτά τα πλάσματα δεν τους πρέπει καμία φυλακή. Έστω και αν αυτή είναι η ''φυλακή'' του φιλμ. Κανένας φωτογραφικός φακός δεν μπορεί να αποδώσει σε όλο του το μεγαλείο το επιβλητικό πέταγμα ενός πελεκάνου, την γονική στοργικότητα ενός πελαργού, το θρόισμα των φύλλων του δάσους, το καθρέπτισμα ενός σύννεφου στην ακίνητη επιφάνεια της λίμνης. Οι αισθήσεις και η μνήμη ''αποτυπώνουν'' τις καλύτερες, τις εκφραστικότερες φωτογραφίες….
Ακούμπησε την πλάτη του πάνω στον κορμό της ιτιάς. Αδιαμαρτύρητα, εκείνη, τον δέχτηκε. Κοίταξε ολόγυρα. Σιωπηλή η Μάχη, στεκόταν κάτω από τον καυτό ήλιο, στην άκρη του δρόμου. Από την μία πλευρά της στενής οδού απλωνόταν η λίμνη. Από την άλλη μία μικρότερη έκταση. Στο μέγεθος ποδοσφαιρικού γηπέδου. Γεμάτη νερό, μικρά νησάκια και διάφορα υδρόβια φυτά. Μια χουλιαρομύτα, με το χαρακτηριστικό πεπλατυσμένο σαν σπάτουλα ράμφος της, αναμόχλευε τα ρηχά νερά αναζητώντας την τροφή της. Ένα κοπάδι από μαύρους κορμοράνους, με τις φτερούγες ανοιχτές, στέκονταν πάνω σε ένα μικρό νησάκι. Το βλέμμα γύρισε προς την μεγάλη γαλάζια έκταση. Δύο πελεκάνοι, αμέριμνοι, αρμενίζανε ανάμεσα στα νούφαρα. Ένας Λευκοτσικνιάς τελείωνε την εμπνευσμένη πτήση του μέσα στις καλαμιές.
Άρχισαν να επανέρχονται τα συμπτώματα που ένιωσε στο πεστροφοτροφείο. Ήταν μία, παρανοϊκά, ευχάριστη ''δυσφορία''. Το κορμί του έκαιγε. Μήπως η ζέστη? Κοίταξε γύρω του. Κανείς... Η θέση του ήταν αρκετά απομονωμένη. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβγαλε μπλουζάκι, δερμάτινο παντελόνι και μπότες. Το εσώρουχο, μόνο, τον κάλυπτε. Καθισμένος στο χώμα. Ένα με το έδαφος. Στην αγκαλιά της μάνας Γης…
….Η φύση, απερίσπαστη, το ντελίριό της ούρλιαζε. Μία ευσταλής αλκυόνα ατένιζε τον κόσμο πάνω από την κορυφή ενός καλαμιού. Ένας μελισσοφάγος, τυλιγμένος με το χαρακτηριστικό πολύχρωμο φτέρωμά του, έντομα κυνηγούσε. Ένας ερωδιός, με εντυπωσιακό άνοιγμα φτερών, εκτελούσε χαμηλή πτήση πάνω από τις ιτιές. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι, ανάλαφρα, δονούσε τα φύλλα των δένδρων και χάιδευε ευχάριστα το στήθος του. Στο βάθος ο καταπράσινος, επιβλητικός όγκος του όρους Μπέλλες επέβλεπε αφ’υψηλού την λίμνη. Το δάσος, της Χλωροφύλλης ο θρίαμβος, στρώμα ζωντανό, την ανόργανη ύλη του βουνού στοργικά εκάλυπτε. Πνεύμονας δυσθεώρητος, με βωβό βουητό, ανέπνεε. Στα εκατό μέτρα ένας τρίμετρος στύλος, έβγαινε μέσα από το νερό, φιλοξενώντας στην κορυφή του την φωλιά μιας οικογένειας πελαργών. Όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του λαμπρού ζωοδότη Ήλιου…
Γαληνεμένος πλέον. Πλήρης. Υπέροχα ένιωθε. Τόσο υπέροχα ώστε, τι περίεργο, ''πονούσε''. Τα τσιμπήματα στο στήθος, σε οδυνηρό άλγος είχαν μετατραπεί. Σε μία υποψία επερχόμενης λύσης της συνεχείας του δέρματος. Μία ραγάδα σχηματίστηκε στο στέρνο του. Κλάσματα δευτερολέπτου μετά, το δέρμα σχίστηκε. Ένιωσε το ''είναι'' του, να εκτινάσσεται εκρηγνυόμενο μέσα από το ίδιο του το κορμί. Σαν αυτοκατευθυνόμενη ρουκέτα, στόχο αναζητούσε. Άρχισε να ελίσσεται πάνω από την λίμνη. Έπαιξε με έναν αργυροπελεκάνο. Εναέρια κουβέντα, είχε, με ένα βαλτογλάρονο. Ορμητικά βούτηξε από ύψος 150 μέτρων μέσα στην λίμνη και χάιδεψε μία μικρή νεροχελώνα. Χωρίς να επιβραδύνει, αναδύθηκε. Σε δευτερόλεπτα έφτασε πάνω από την κορυφή του Μπέλλες. Σαν αέρας ελίχθηκε ανάμεσα στα φύλλα των δένδρων. Ένα δευτερόλεπτο ήταν αρκετό για να επιστρέψει στην λίμνη. Δεν τον απασχολούσε πλέον το παρελθόν. Το μέλλον ήταν αδιάφορο. Όλο το παρόν είχε συρρικνωθεί σε μία στιγμή έκστασης, συναισθηματικού οργασμού, υπέρτατης ευδαιμονίας. Ήταν ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ….
Κάτω, σε μία συστάδα από ιτιές, σάρκινη μάζα διέκρινε. Πλανάρισε στον αέρα. Άρχισε να εκτελεί μία χαμηλή, κυκλική πτήση. Είδε έναν αστείο, ξεβράκωτο τύπο με ένα ηλίθιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Είχε εμφάνιση τελειωμένου σεξομανή που έχει βιώσει δυσμέτρητους, πολλαπλούς οργασμούς. Κεφάλι γερμένο στον δεξί ώμο. Χέρια κρεμασμένα στο πλάι, άνευρα. Μάτια γλαρά. Τον λυπήθηκε. Αποφάσισε να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Κατευθύνθηκε στην πύλη του στήθους του και βούτηξε μέσα στο πηχτό σκοτάδι….
….Σαστισμένη η Μάχη, με τα αλλήθωρα ''μάτια'' της, τον ατένιζε από μακριά. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Της έγνεψε καθησυχαστικά. Είχε επιστρέψει. Αυτό που είχε βιώσει δεν ήταν, δεν μπορούσε να ήταν, τίποτε άλλο από αυτό που ο αρχαίος δάσκαλος αποκαλούσε Αταραξία. Το σώμα μακάριο, χορτασμένο, ευθαλές. Από πόνους και δυσφορίες απηλλαγμένο. Η ψυχή γαλήνια, νηφάλια και στοχαστική. Με ευδαιμονία πλυμμηρισμένη. Από έγνοιες και αγωνίες ελεύθερη. Έστω και για λίγο, δεν χρειαζόταν ΤΙΠΟΤΑ. Επιθυμίες και ανάγκες δεν είχε. Η Μάνα Φύση, με υπερβάλλον ζήλο, με ανεπιτήδευτη επάρκεια, πλήρωνε όλες του τις αισθήσεις. Την ψυχή του επάνδρωνε με, αισθητικά, ηδονικές προσλήψεις.(ηδονή...τι παρεξηγημένη λέξη...) Κατακρημνίζοντας στα ερεβώδη τάρταρα τις επιδράσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας. Ικανοποιημένος απόλυτα και, γι'αυτό, αυτάρκης. Και όταν κάποιος είναι αυτάρκης, όταν δεν αισθάνεται την πίεση και το ψυχικό άλγος, που προκαλεί η-συνήθως-περιττή και υπερβάλουσα επιθυμία, μόνο τότε ειναι ΠΛΟΥΣΙΟΣ. Πραγματικός πλούτος σημαίνει το να μπορεί κάποιος να αρκεστεί στα λίγα. Γιατί αυτός που δεν του αρκούν τα λίγα, δεν θα μπορέσει να νιώσει ικανοποιημένος ούτε με τα πολλά...
Η ώρα ήταν 6 το απόγευμα. Ντύθηκε. Την Μάχη προσέγγισε. Έπρεπε να ξεκινήσει για τον δρόμο της επιστροφής. Να φύγει από τις στιγμές Αταραξίας που μόλις είχε κατακτήσει...και την επαύριο να ξεκινήσει την αναζήτηση των επόμενων...τακτοποιώντας και πάλι,με περισσή στοργή και ευλάβεια μέσα στο μυαλό του, τα λόγια του αρχαίου, Ρωμαίου ποιητή Λουκρήτιου μέσα από το Λατινικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ''DE RERUM NATURA''(Περί της φύσεως των πραγμάτων)...
<<Ω, κακόμοιρα ανθρώπινα μυαλά και τυφλωμένες καρδιές! Σε τι σκοτάδια, σε τι κινδύνους κυλάει ο λίγος χρόνος της ζωής σας! Δεν ακούτε λοιπόν την κραυγή της φύσης που διαλαλεί την επιθυμία της, από το κορμί να φύγει κάθε πόνος, και το πνεύμα να νιώσει ευδαιμονία, ελεύθερο από έγνοιες και αγωνίες?>>
συνεπικουρούμενη από την ζέστη του περιβάλλοντος, υποχρέωσε τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματός του, να δουλέψουν υπερωρίες. Το αλμυρό υγρό κυλούσε άφθονο από τους πόρους. Το μέτωπο διέτρεχε. Κρεμόταν στην άκρη της μύτης. Έσταζε από τα φρύδια, κατευθείαν μέσα στα μάτια του. Κουρτίνα θαμπή που την όραση θόλωνε.
Όλα αυτά τα είχε προκαλέσει ένα κλαράκι. Μικρό. Ασήμαντο. Κομμάτι ξύλου, τιποτένιο. Με θόρυβο τσακίστηκε κάτω από το βάρος του ποδιού του. Έσφιξε στο χέρι του το όπλο του. Κοίταξε πίσω από τον κορμό της γέρικης Ιτιάς που τον κάλυπτε. Το θύμα του ήταν ακόμη εκεί. Ανήσυχο από τον ήχο του σπασμένου κλαριού. Γύρω του κοιτούσε υποψιασμένο. Βλέποντας το κεφάλι του θηρευτή του να ξεπροβάλλει πίσω από τον κορμό του δένδρου, τίναξε με δύναμη τα πόδια του. Τα φτερά του άνοιξε μεγαλόπρεπα. Πάνω από την επιφάνεια της λίμνης σηκώθηκε. Ραπίζοντας δυνατά τον αέρα με τις φτερούγες του, απομακρύνθηκε με την χάρη που μόνο ένας Λευκοτσικνιάς, αυτό το χιονόχρωμο είδος μεταναστευτικού Ερωδιού, μπορεί να έχει…
Το κορμί του χαλάρωσε. Οι αρθρώσεις του ξεκλείδωσαν. Το δεξί του χέρι εξασθένησε την πίεση με την οποία κρατούσε το ''όπλο'' του. Η φωτογραφική μηχανή με τον τριακοσάρη τηλεφακό, στο στήθος κρεμάστηκε. Απογοητευμένη...
Η Μάχη το είχε υποψιαστεί από το προηγούμενο βράδυ... Όταν την οδήγησε στο, κοντινότερο στο σπίτι του, βενζινάδικο για να γεμίσει το ντεπόζιτό της. Η υποψία, βεβαιότητα έγινε όταν λάδωσε με επιμέλεια την αλυσίδα της. Ώστε θα φεύγανε και πάλι! Άλλη μια ημερήσια εκδρομή. Άλλη μια φυγή πέρα από τα κάγκελα της καθημερινότητας. Δρασκελιά πάνω από της κενότητας το νοητό, μουντό, τείχος. Μια μεστή ανάσα απόδρασης από την φυλακή της μεγαλούπολης. Επιστροφή, έστω ολιγόωρη, σε τόπο όμορφο, ''πλούσιο'', οικείο, αγαπημένο. Μα πάνω απ’ όλα, σε ένα τόπο γεμάτο ΖΩΗ. Ατόφια, αληθινή, αρχέγονη ΖΩΗ. Στην λίμνη Κερκίνη….
Θέλησε να φρεσκάρει τις γνώσεις του σχετικά με την ιστορία και το οικοσύστημα του, της αυριανής μέρας, προορισμού του. Ανέτρεξε στα τεύχη 20 και 21 του περιοδικού <<Ελληνικό Πανόραμα>> και στο τεύχος 18 του περιοδικού <<Γαιόραμα>>, πλούσια σε πληροφορίες για την περιοχή της Κερκίνης...
Τα νερά της απλώνει η λίμνη στο βορειοδυτικό άκρο της πεδιάδας των Σερρών. Μια ανάσα από τα σύνορα με Σκόπια και Βουλγαρία. Στα Βόρεια το βλέμμα σταματά στο όρος Κερκίνη( ή Μπέλλες). Κορυφογραμμή συμπαγής. Τα σύνορα οριοθετεί με την Βουλγαρία. Κατάφυτο με πλατάνια, καστανιές, πεύκα και οξιές. Στην πλαγιά του φιλοξενεί τον, γνωστότερο ίσως, οικισμό της περιοχής. Το χωριό Άνω Πορόια. Στα δυτικά, την Λίμνη προσεγγίζει, το όρος Δύσωρο. Νότια ''ξαπλώνει'', νωθρό, το Μαυροβούνι. Νοτιοανατολικά ξεδιπλώνεται, χαμηλόθωρος, ο κάμπος των Σερρών....
Στους αρχαίους χρόνους υπήρχαν στην περιοχή δύο μικρότερες λίμνες. Η Κερκινίτιδα και η Πρασσιάδα. Στα δάση που τις περιτριγύριζαν ζούσαν αρκούδες, λύκοι, τσακάλια, ελάφια και αρκετά λιοντάρια. Τον ουρανό έσχιζαν αετοί, γύπες και τεράστια κοπάδια υδρόβιων πτηνών.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η μορφή του κάμπου των Σερρών αλλότρια ήταν με το ''σήμερα''. Πολλές μικρές λίμνες και βάλτοι επιβάλλονταν στο τοπίο. Με νερά που τροφοδοτούσε ο Στρυμόνας. Ποταμός που, ορμητικός, κατέβαινε από την Βουλγαρία. Το στενό του Ρούπελ διέσχιζε, παρέχοντας ύδατα στις λίμνες Κερκίνη και Αχινό καθώς και στα διάφορα έλη...
1922. Χρονιά κρίσιμη στην ιστορία της περιοχής. Ογδόντα πέντε χιλιάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες ήρθαν να κατοικήσουν στα χωριά του λεκανοπεδίου. Η φτώχια τους περίμενε. Η πείνα. Η ελονοσία. Η οποία, μέσα σε λίγα χρόνια, σκότωσε δέκα χιλιάδες ανθρώπους. Το 1928 το Ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να προβεί στην εκτέλεση αποστραγγιστικών έργων. Μέσα σε έξη χρόνια, διευθετήθηκε η κοίτη του Στρυμόνα. Εγιναν αναχωματικά έργα. Η λίμνη του Αχινού και τα γύρω έλη, αποξηράνθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία δεκάδων χιλιάδων στρεμμάτων εύφορης γης που αποδόθηκαν στην γεωργία. Το 1932, η δημιουργία ενός φράγματος στο χωριό Λιθότοπος ανέκοψε την ροή του νερού. Ένα ανάχωμα μήκους 7,5 χιλιομέτρων διαμόρφωσε το ανατολικό όριο της λίμνης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και σε συνδυασμό με διάφορα επιπλέον έργα, η περιοχή της (τεχνητής πλέον) λίμνης Κερκίνης εξελίχθηκε περαιτέρω. Ένας ολοζώντανος υδροβιότοπος δημιουργήθηκε. Ένα πλούσιο οικοσύστημα με αμέτρητα πουλιά και ζώα και πυκνή βλάστηση….
Κυριακή 27 Ιουλίου. Ώρα 6 το πρωί. Αναχώρηση για ένα αυθημερόν ταξίδι περίπου 1200 χιλιομέτρων. Μετάβαση από την Αθήνα στην Κερκίνη και στο χωριό Άνω Πορόια και επιστροφή πάλι πίσω γύρω στις 12 το βράδυ. Ο καιρός ήταν υπέροχος, αν και πολύ ζεστός. Ο φωτοβόλος ήλιος, από πολύ νωρίς, είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του. Τα μοτοσυκλετιστικά ρούχα, δυσθυμία προκαλούσαν. Σε μια μέρα που η θερμοκρασία προβλεπόταν να φτάσει τους 35 βαθμούς. Ήταν όμως απαραίτητα….
Στο δρόμο συνάντησε αρκετούς μοτοσικλετιστές. Οι καθιερωμένοι χαιρετισμοί και η ρουτίνα της διαδρομής, αφορμή στάθηκαν ώστε το μυαλό να αρχίσει να ανασύρει εικόνες και αναμνήσεις από γνωστούς, φίλους, συνοδοιπόρους των δρόμων και της Ζωής... Υπέροχες, πρόσχαρες φάτσες άρχισαν να γεμίζουν τα κενά της σκέψης του...Όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί, είχανε κάνει, εκείνη την στιγμή, κατάληψη στη σκέψη του. Το μυαλό απασχολούσαν. Και μάλιστα κατά την διάρκεια ενός μοναχικού ταξιδιού. Του προσωπικού του, απροσπέλαστου από άλλους, χωροχρόνου. Συνειδητοποίησε, με τρόμο, ότι η απουσία τους του ήταν δυσάρεστη. Η νοσταλγία, με ορμητικότητα, εισέβαλε. Το θυμικό του κατέλαβε. Τα συναισθήματα που ένιωθε ήταν ανησυχητικά στενόχωρα, περιέργως χαλεπά…
Δεν αισθανόταν άνετα με αυτά τα συναισθήματα….
Τα εξοστράκισε από το μυαλό του με την ωμή σφοδρότητα της απολυταρχικής βιαιότητας….
Γύρω στις 11.30 π.μ., έχοντας κάνει τις απαραίτητες στάσεις, έφτασε στην Νύφη του Θερμαϊκού. Από τον περιφερειακό έστριψε με κατεύθυνση την Καβάλα. Μετά από λίγα χιλιόμετρα, νέα στροφή για Σέρρες. Έξω από το χωριό Στρυμονικό, αριστερή στροφή, για τα τελευταία 15 περίπου χλμ. Επιτέλους! Μπροστά του βρισκόταν το φράγμα του χωριού Λιθότοπος. Η βασική γενεσιουργός αιτία της λίμνης. Αυτό το φράγμα εγκαινιάστηκε το 1982 και κατασκευάστηκε δυτικότερα του παλιού, μικρότερου και χαμηλότερου φράγματος. Παράλληλα την δεκαετία του ΄70 το ανατολικό ανάχωμα της λίμνης ανυψώθηκε μερικά μέτρα ακόμη. Το συνακόλουθο ήταν να ανυψωθεί η στάθμη της λίμνης κατά μερικά μέτρα, με αποτέλεσμα να βρεθούν ξαφνικά μέσα στο νερό οι καλαμιώνες, το παρυδάτιο δάσος, τα διάφορα πουλιά και, εν γένει, όντα και οργανισμοί που εξαρτούν την επιβίωσή τους από την οικολογική ισορροπία του υγρότοπου και του φυσικού περιβάλλοντος στο σύνολό του. Οι καταστροφές που έχει υποστεί το οικοσύστημα από την αύξηση της στάθμης της λίμνης είναι, δυστυχώς, μεγάλες. Ο λόγος της συγκεκριμένης ανθρώπινης επέμβασης ήταν η αύξηση των αρδευτικών αναγκών των, ολοένα περισσότερων, καλλιεργούμενων εκτάσεων του κάμπου των Σερρών….
Συνέχισε την πορεία του κατά μήκος της δυτικής πλευράς της λίμνης. Επιζητούσε, το συντομότερο, να φτάσει στα Άνω Πορόια. Το στομάχι του, κενό εδώ και αρκετή ώρα, διαμαρτυρόταν στους ρυθμούς συγκροτήματος κρουστών μουσικών οργάνων. Επιπλέον η ανάμνηση της ψητής πέστροφας, που τον περίμενε μέσα στο δάσος πάνω από την βόρεια έξοδο του χωριού, τον έκανε να αγνοεί τα κοπάδια των πελεκάνων που τον ''χαιρετούσαν''. Τους Ερωδιούς που ψάρευαν στα αβαθή. Το τσούρμο των Κορμοράνων, που την μεσημεριανή του σιέστα απολάμβανε, πάνω στα κλαδιά μιας ημιθανούς Ιτιάς. Περνώντας δίπλα από έναν μικρό όρμο, το βλέμμα απέστρεψε από τα θέλγητρα μιας τεράστιας, ξεμυαλίστρας έκτασης από υπέροχα νούφαρα. Η εικονική πραγματικότητα της καλοψημένης πέστροφας, τα ρουθούνια του γέμιζε με παραισθήσεις οσμών. Το στόμα του πλυμμήριζε με τεράστιες ποσότητες σιέλου…
Προσπέρασε τα χωριά Κερκίνη και Λιβαδιά. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο που ενώνει τα σύνορα των Σκοπίων με τις Σέρρες. Έχοντας διανύσει περίπου 35 χιλιόμετρα από το φράγμα του Λιθότοπου, πέρασε δίπλα από τα πρώτα σπίτια στα Άνω Πορόια. Ο δρόμος τον έβγαλε στην κεντρική πλατεία. Η πρώτη σκέψη ήταν να σταματήσει. Στην δεύτερη σκέψη, όμως, υπέκυψε. Στην επιταγή του άδειου στομαχιού του που γουργούριζε εκκωφαντικά. Το χωριό, σε ελάχιστα λεπτά, διέσχισε. Στην βόρεια έξοδο κατευθήνθηκε. Μέσα στο δάσος... Στην διασταύρωση της Γερμανικής Βρύσης, τον δεξιό κλάδο ακολούθησε... Πλέον, μόνο ένα χιλιόμετρο τον χώριζε από το να κάνει πάλι πραγματικότητα την ανάμνηση από παλαιότερα τσιμπούσια. Στο διάσημο σε όλη την περιοχή(και όχι μόνο) πεστροφοτροφείο...
Μεγάλοι ξύλινοι πάγκοι. Τραπέζια από χοντροκομμένους κορμούς δέντρων. Σκιά από θεόρατα, υπέρ-αιωνόβια πλατάνια. Τις λυσσαλέες επιθέσεις του στα εδέσματα συνόδευε το κελάρυσμα του παρακείμενου παλιού νερόμυλου. Στην ηχητική επένδυση συμπράττανε, με άναρθρες κραυγές, χήνες και γαλοπούλες. Θα τολμούσε να περιγράψει την γεύση της ψητής πέστροφας, αν μπορούσε βέβαια να βρει(ή και να επινοήσει) τις κατάλληλες λέξεις για αυτή την, θεμιτά ξεδιάντροπη, αποπλάνηση του ουρανίσκου του….
Η δέκατη τέταρτη ώρα του εικοσιτετραώρου τον βρήκε να κάθεται στον πάγκο. Πλάτη ακουμπισμένη στον πλάτανο. Άδεια πιάτα πάνω στο τραπέζι. Χαρούμενες ομιλίες από την ομήγυρη. Μικρά παιδιά να παίζουν στα ''πόδια'' των γέρικων δένδρων. Εκατοντάδες πουλιά από πάνω τους να συμβάλλουν σε ένα ωδικό ντελίριο. Το δάσος να ψιθυρίζει ανήκουστες λέξεις με την παρόρμηση του ανεπαίσθητου αέρα. Τα πλατάνια να προσφέρουν τον πολύτιμο και πλούσιο ίσκιο τους, βάλσαμο στην μεσημεριανή κάψα. Τσιγάρο στο ένα χέρι. Στο άλλο, ένα ποτήρι με δυο γουλιές γλυκόπιοτο κρασί. Οι αισθήσεις, δικαιωμένες, την ανταμοιβή τους γλεντούσαν. Η ψυχή, ακορντεόν πολύπτυχο, άυλα να πάλλεται. Με ήχους ευήκοους να δονεί το προσωπικό του σύμπαν. Μουσικές από βιολιά και κλειδοκύμβαλα να ξεχύνονται από τα βάθη της μνήμης... Μα τι είναι αυτό? Τσιμπήματα στο στήθος? Μούδιασμα των δακτύλων? Βαριά ανάσα? Μπα… Η ιδέα του θα είναι. Διώχνοντας τις κακές σκέψεις από το μυαλό του, πλήρωσε το λογαριασμό και ανέβηκε στην Μάχη. Η προδότρια, ψιλή κουβέντα είχε πιάσει με ένα γερασμένο VOLVO, μια TOYOTA COROLLA και ένα υπεροπτικό, παχουλούτσικο VARADERO....
Η κούραση του ταξιδιού, και της τροφής η εσώτερη επεξεργασία, είχαν φέρει τους βιορυθμούς του σε κατάσταση ανεξέλεγκτης ραστώνης. Είχε μπει πλέον σε φάση αδιατάρακτης νωχέλειας. Χρειαζόταν επειγόντως έναν καφέ. Στάση λοιπόν στην κεντρική πλατεία στα Άνω Πορόια. Όλο το χωριό στο πράσινο πνιγμένο: Πλατάνια, οξιές, καστανιές σε μεγάλους αριθμούς. Νερά τρεχούμενα. Ρυάκια αλήτικα, μέσα στην πλατεία σεργιανούσαν. Κάτοικοι χωρίς βιασύνη, χωρίς άγχος. Πρόσωπα γαλήνια. Φωνές που η χροιά τους την αταραξία της ψυχής διατράνωνε... Έλεος! Όχι άλλη ομορφιά…..
Ήταν τρεις και μισή το απόγευμα όταν επέστρεψε στο ομώνυμο χωριό της λίμνης. Σχεδόν όλοι οι στύλοι της ΔΕΗ και του ΟΤΕ φιλοξενούσαν στην κορυφή τους και από μία φωλιά πελαργών. Το ίδιο συνέβαινε στην κορυφή του τρούλου της εκκλησίας. Λελέκια στοργικά, αέναα, έφευγαν και ερχόντουσαν. Τροφή έφερναν στα μικρά τους. Στο στόμα τα τάιζαν. Εικόνες υπέροχες που προκαλούν μια ιδιαίτερη χαρά στον, ασυνήθιστο σε παρόμοιες σκηνές, επισκέπτη. Το πρόσωπό του στολίζουν με ένα διάπλατο χαμόγελο. Έβγαλε από την θήκη της την ΝΙΚΟΝ. Αφαίρεσε τον 28-70 φακό και τοποθέτησε τον 300άρη τηλεφακό. Όταν όμως προσπάθησε να στοχεύσει μία φωλιά και τους ενοίκους της, συνειδητοποίησε με συντριβή ότι είχε ξεχάσει να φέρει μαζί του ένα σημαντικό εξάρτημα: Το τρίποδο. Το ταλαιπωρημένο του σώμα ήταν αδύνατο να συνεργαστεί αγαστά με τα χέρια του ώστε να εστιάσει σωστά και προπάντων σταθερά. Ας είναι…
Μετά από μισή ώρα βρισκόταν στην περιοχή στην οποία είχε δει προηγουμένως την μεγάλη έκταση με τα νούφαρα. Με δισταγμό δυσεξήγητο άρχισε να ''παγιδεύει'' στο φίλμ την τεράστια υδάτινη έκταση, τα κοπάδια των πουλιών, τα παρυδάτια δένδρα, τα νούφαρα, τα παιχνίδια και την αναζήτηση τροφής της φτερωτής πανίδας. Χύνοντας ποταμούς ιδρώτα, προσπάθησε να πλησιάσει μεμονωμένα άτομα ώστε να αντισταθμίσει την έλλειψη τρίποδου, με μια μικρότερη απόσταση εστίασης. Μάταιο. Τα πουλιά απλά τις φτερούγες τους άνοιγαν. Μακριά έφευγαν. Λογικό. Έχουν συνηθίσει να περιμένουν από τους ανθρώπους το χειρότερο….
Αποκαμωμένος από τον μάταιο αγώνα του κινήθηκε προς μία μικρή συστάδα από ιτιές. Στην όχθη της λίμνης. Το μπουφάν έβγαλε. Στο έδαφος έγειρε. Εδράστηκε στις ρίζες ενός δένδρου με ικανή σκιά. Απόθεσε την φωτογραφική μηχανή στο χώμα. Δεν σκόπευε να την χρησιμοποιήσει άλλο σήμερα. Εξάλλου σε αυτά τα πλάσματα δεν τους πρέπει καμία φυλακή. Έστω και αν αυτή είναι η ''φυλακή'' του φιλμ. Κανένας φωτογραφικός φακός δεν μπορεί να αποδώσει σε όλο του το μεγαλείο το επιβλητικό πέταγμα ενός πελεκάνου, την γονική στοργικότητα ενός πελαργού, το θρόισμα των φύλλων του δάσους, το καθρέπτισμα ενός σύννεφου στην ακίνητη επιφάνεια της λίμνης. Οι αισθήσεις και η μνήμη ''αποτυπώνουν'' τις καλύτερες, τις εκφραστικότερες φωτογραφίες….
Ακούμπησε την πλάτη του πάνω στον κορμό της ιτιάς. Αδιαμαρτύρητα, εκείνη, τον δέχτηκε. Κοίταξε ολόγυρα. Σιωπηλή η Μάχη, στεκόταν κάτω από τον καυτό ήλιο, στην άκρη του δρόμου. Από την μία πλευρά της στενής οδού απλωνόταν η λίμνη. Από την άλλη μία μικρότερη έκταση. Στο μέγεθος ποδοσφαιρικού γηπέδου. Γεμάτη νερό, μικρά νησάκια και διάφορα υδρόβια φυτά. Μια χουλιαρομύτα, με το χαρακτηριστικό πεπλατυσμένο σαν σπάτουλα ράμφος της, αναμόχλευε τα ρηχά νερά αναζητώντας την τροφή της. Ένα κοπάδι από μαύρους κορμοράνους, με τις φτερούγες ανοιχτές, στέκονταν πάνω σε ένα μικρό νησάκι. Το βλέμμα γύρισε προς την μεγάλη γαλάζια έκταση. Δύο πελεκάνοι, αμέριμνοι, αρμενίζανε ανάμεσα στα νούφαρα. Ένας Λευκοτσικνιάς τελείωνε την εμπνευσμένη πτήση του μέσα στις καλαμιές.
Άρχισαν να επανέρχονται τα συμπτώματα που ένιωσε στο πεστροφοτροφείο. Ήταν μία, παρανοϊκά, ευχάριστη ''δυσφορία''. Το κορμί του έκαιγε. Μήπως η ζέστη? Κοίταξε γύρω του. Κανείς... Η θέση του ήταν αρκετά απομονωμένη. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβγαλε μπλουζάκι, δερμάτινο παντελόνι και μπότες. Το εσώρουχο, μόνο, τον κάλυπτε. Καθισμένος στο χώμα. Ένα με το έδαφος. Στην αγκαλιά της μάνας Γης…
….Η φύση, απερίσπαστη, το ντελίριό της ούρλιαζε. Μία ευσταλής αλκυόνα ατένιζε τον κόσμο πάνω από την κορυφή ενός καλαμιού. Ένας μελισσοφάγος, τυλιγμένος με το χαρακτηριστικό πολύχρωμο φτέρωμά του, έντομα κυνηγούσε. Ένας ερωδιός, με εντυπωσιακό άνοιγμα φτερών, εκτελούσε χαμηλή πτήση πάνω από τις ιτιές. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι, ανάλαφρα, δονούσε τα φύλλα των δένδρων και χάιδευε ευχάριστα το στήθος του. Στο βάθος ο καταπράσινος, επιβλητικός όγκος του όρους Μπέλλες επέβλεπε αφ’υψηλού την λίμνη. Το δάσος, της Χλωροφύλλης ο θρίαμβος, στρώμα ζωντανό, την ανόργανη ύλη του βουνού στοργικά εκάλυπτε. Πνεύμονας δυσθεώρητος, με βωβό βουητό, ανέπνεε. Στα εκατό μέτρα ένας τρίμετρος στύλος, έβγαινε μέσα από το νερό, φιλοξενώντας στην κορυφή του την φωλιά μιας οικογένειας πελαργών. Όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του λαμπρού ζωοδότη Ήλιου…
Γαληνεμένος πλέον. Πλήρης. Υπέροχα ένιωθε. Τόσο υπέροχα ώστε, τι περίεργο, ''πονούσε''. Τα τσιμπήματα στο στήθος, σε οδυνηρό άλγος είχαν μετατραπεί. Σε μία υποψία επερχόμενης λύσης της συνεχείας του δέρματος. Μία ραγάδα σχηματίστηκε στο στέρνο του. Κλάσματα δευτερολέπτου μετά, το δέρμα σχίστηκε. Ένιωσε το ''είναι'' του, να εκτινάσσεται εκρηγνυόμενο μέσα από το ίδιο του το κορμί. Σαν αυτοκατευθυνόμενη ρουκέτα, στόχο αναζητούσε. Άρχισε να ελίσσεται πάνω από την λίμνη. Έπαιξε με έναν αργυροπελεκάνο. Εναέρια κουβέντα, είχε, με ένα βαλτογλάρονο. Ορμητικά βούτηξε από ύψος 150 μέτρων μέσα στην λίμνη και χάιδεψε μία μικρή νεροχελώνα. Χωρίς να επιβραδύνει, αναδύθηκε. Σε δευτερόλεπτα έφτασε πάνω από την κορυφή του Μπέλλες. Σαν αέρας ελίχθηκε ανάμεσα στα φύλλα των δένδρων. Ένα δευτερόλεπτο ήταν αρκετό για να επιστρέψει στην λίμνη. Δεν τον απασχολούσε πλέον το παρελθόν. Το μέλλον ήταν αδιάφορο. Όλο το παρόν είχε συρρικνωθεί σε μία στιγμή έκστασης, συναισθηματικού οργασμού, υπέρτατης ευδαιμονίας. Ήταν ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ….
Κάτω, σε μία συστάδα από ιτιές, σάρκινη μάζα διέκρινε. Πλανάρισε στον αέρα. Άρχισε να εκτελεί μία χαμηλή, κυκλική πτήση. Είδε έναν αστείο, ξεβράκωτο τύπο με ένα ηλίθιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Είχε εμφάνιση τελειωμένου σεξομανή που έχει βιώσει δυσμέτρητους, πολλαπλούς οργασμούς. Κεφάλι γερμένο στον δεξί ώμο. Χέρια κρεμασμένα στο πλάι, άνευρα. Μάτια γλαρά. Τον λυπήθηκε. Αποφάσισε να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Κατευθύνθηκε στην πύλη του στήθους του και βούτηξε μέσα στο πηχτό σκοτάδι….
….Σαστισμένη η Μάχη, με τα αλλήθωρα ''μάτια'' της, τον ατένιζε από μακριά. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Της έγνεψε καθησυχαστικά. Είχε επιστρέψει. Αυτό που είχε βιώσει δεν ήταν, δεν μπορούσε να ήταν, τίποτε άλλο από αυτό που ο αρχαίος δάσκαλος αποκαλούσε Αταραξία. Το σώμα μακάριο, χορτασμένο, ευθαλές. Από πόνους και δυσφορίες απηλλαγμένο. Η ψυχή γαλήνια, νηφάλια και στοχαστική. Με ευδαιμονία πλυμμηρισμένη. Από έγνοιες και αγωνίες ελεύθερη. Έστω και για λίγο, δεν χρειαζόταν ΤΙΠΟΤΑ. Επιθυμίες και ανάγκες δεν είχε. Η Μάνα Φύση, με υπερβάλλον ζήλο, με ανεπιτήδευτη επάρκεια, πλήρωνε όλες του τις αισθήσεις. Την ψυχή του επάνδρωνε με, αισθητικά, ηδονικές προσλήψεις.(ηδονή...τι παρεξηγημένη λέξη...) Κατακρημνίζοντας στα ερεβώδη τάρταρα τις επιδράσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας. Ικανοποιημένος απόλυτα και, γι'αυτό, αυτάρκης. Και όταν κάποιος είναι αυτάρκης, όταν δεν αισθάνεται την πίεση και το ψυχικό άλγος, που προκαλεί η-συνήθως-περιττή και υπερβάλουσα επιθυμία, μόνο τότε ειναι ΠΛΟΥΣΙΟΣ. Πραγματικός πλούτος σημαίνει το να μπορεί κάποιος να αρκεστεί στα λίγα. Γιατί αυτός που δεν του αρκούν τα λίγα, δεν θα μπορέσει να νιώσει ικανοποιημένος ούτε με τα πολλά...
Η ώρα ήταν 6 το απόγευμα. Ντύθηκε. Την Μάχη προσέγγισε. Έπρεπε να ξεκινήσει για τον δρόμο της επιστροφής. Να φύγει από τις στιγμές Αταραξίας που μόλις είχε κατακτήσει...και την επαύριο να ξεκινήσει την αναζήτηση των επόμενων...τακτοποιώντας και πάλι,με περισσή στοργή και ευλάβεια μέσα στο μυαλό του, τα λόγια του αρχαίου, Ρωμαίου ποιητή Λουκρήτιου μέσα από το Λατινικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ''DE RERUM NATURA''(Περί της φύσεως των πραγμάτων)...
<<Ω, κακόμοιρα ανθρώπινα μυαλά και τυφλωμένες καρδιές! Σε τι σκοτάδια, σε τι κινδύνους κυλάει ο λίγος χρόνος της ζωής σας! Δεν ακούτε λοιπόν την κραυγή της φύσης που διαλαλεί την επιθυμία της, από το κορμί να φύγει κάθε πόνος, και το πνεύμα να νιώσει ευδαιμονία, ελεύθερο από έγνοιες και αγωνίες?>>
Attachments
-
13,8 KB Προβολές: 119