Ο φάκελος βρισκόταν στον δίσκο, δίπλα στο σερβίτσιο με το τσάι. Είχε έρθει με το πρωϊνό ταχυδρομείο.
Ο Σέρλοκ πήρε το φλιτζάνι στα χέρια του καί τράβηξε δυό γενναίες ρουφηξιές. Το πρωϊνό ρόφημα ήταν γι’ αυτόν ιεροτελεστία. Ο ήχος πού έκανε το καπάκι της πορσελάνινης τσαγιέρας, το τσάι πού έπεφτε στο φλιτζάνι, το ασημένιο κουταλάκι πού ανακάτευε την ζάχαρη, όλα ήταν γι’ αυτόν το εγερτήριο των φαιών κυττάρων, πράγμα απαραίτητο γιά να λειτουργήσει το υπόλοιπο της ημέρας.
Πήρε τον φάκελο στα χέρια του καί τον περιεργάστηκε. Πάντα περιεργαζόταν τους φακέλους πριν τους ανοίξει. Προσπαθούσε να μαντέψει στοιχεία τού αποστολέα.
Σκληρός φάκελος, μαρτυρά άνθρωπο πού χρησιμοποιεί συχνά αλληλογραφία.
Ελαφρώς αρωματισμένο, άρα από γυναίκα. Σκούρο μπεζ χρώμα, σίγουρα μεγάλης ηλικίας. Σφραγισμένο με κερί, δείχνει άτομο με φινέτσα. Τα μικρά γράμματα τον παρέπεμπαν σε άνθρωπο πού έγραφε πολύ. Η χρήση τού χάρακα στην γραφή φανέρωνε κάποιον πού ήθελε να βάζει τα πάντα σε τάξη.
Ανοιξε τον φάκελο. Οι δύο αράδες τού επιβεβαίωσαν τα όσα ήδη είχε μαντέψει.
« Αγαπητέ κύριε Χολμς
Δεν θα τολμούσα να σας ενοχλήσω αν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη. Αν έχετε την καλοσύνη να με δεχθείτε σήμερα στις 11;00, θα σας εξηγήσω προσωπικώς περί τίνος πρόκειται. Πιστέψτε με, είναι κάτι πολύ σημαντικό.
Με εκτίμηση
Α. Κρίστι»
Το Μπιγκ Μπεν χτύπησε δυνατά τις ώρες. Ο Σέρλοκ έβγαλε το ρολόϊ του από την τσέπη τού γιλέκου. Ηθελε να διαπιστώσει την ακρίβεια τού ρολογιού του.
Η ακρίβεια τού χρόνου έπαιζε σπουδαίο ρόλο στις υποθέσεις του.
Ηταν εννέα ακριβώς . Είχε αρκετό χρόνο να διαβάσει τις εφημερίδες του.
-Σας περιμένω λοιπόν, μαντάμ Κρίστι.
Καί βυθίστηκε στην πολυθρόνα του...
Το διακριτικό καί αποφασιστικό κουδούνισμα τον έβγαλε από την ανάγνωση. Η σπιτονοικοκυρά άνοιξε την πόρτα καί άφησε την γηραιά κυρία να περάσει από μπροστά της.
Ο Σέρλοκ της έτεινε το χέρι.
- Αγαπητή κυρία, παρακαλώ καθίστε.
Μα δεν τού ήταν άγνωστη. Κάπου την είχε συναντήσει. Σε κάποια διάλεξη ή κάτι τέτοιο, δεν θυμόταν ακριβώς.
- Κύριε Χολμς, συγχωρήστε μου το θάρρος. Θα μπω κατ’ ευθείαν στο θέμα. Χρειάζομαι την βοήθειά σας. Πρόκειται γιά τον προσωπικό μου φίλο, τον κύριο Τόμσον, επιφανή πολίτη της πόλης μας καί σπουδαίο συλλέκτη.
- Το όνομα δεν μού λέει τίποτα.
- Μα πως, είχαμε συναντηθεί πριν μερικά χρόνια σε μιά δημοπρασία.
- Μα βέβαια, συνοδευόταν μάλιστα από μία νεαρά.
- Την Αμέλια, την κόρη του.
- Λοιπόν?
- Λοιπόν, ο κύριος Τόμσον είχε στην κατοχή του κάποια ανέκδοτα χειρόγραφα της Τζέιν Ωστεν καί τού Σαίξπηρ. Καταλαβαίνετε, μιλάμε γιά ανεκτίμητης αξίας αποκτήματα. Τολμώ να πώ εθνικό θησαυρό.
- Μα βέβαια, βέβαια. Καί γιατί μού είπατε πως «είχε»?
- Μα περί αυτού πρόκειται. Δεν τα έχει πιά. Εξαφανίστηκαν, εκλάπησαν, πάντως δεν υπάρχουν πιά. Γι’ αυτό τόλμησα να ζητήσω την βοήθειά σας. Οπως αντιλαμβάνεστε πρόκειται γιά ένα πολύ λεπτό θέμα πού πρέπει να χειριστούμε με μεγάλη διακριτικότητα.
- Καί απόλυτη μυστικότητα, της απάντησε ο Σέρλοκ με νόημα, σκεπτόμενος πως ο ευυπόληπτος κύριος Τόμσον ίσως δεν είχε αποκτήσει τα χειρόγραφα με τόσο, έ, χμ, νόμιμο τρόπο.
Η Αγκάθα χαμογέλασε αμήχανα.
- Οπως σας είπα πρόκειται γιά προσωπικό μου φίλο.
- Πολύ καλά, κυρία μου. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πως καί πότε ανακάλυψε ότι τού «λείπουν» ?
- Θα θέλατε να μας τα πεί ο ίδιος? Αν δεν σας κάνει κόπο, έχω κρατήσει ταξί κάτω καί μας περιμένει.
«Ηταν πολύ σίγουρη πως δεν θα πώ όχι» σκέφτηκε ο Σέρλοκ με έναν μικρό εκνευρισμό. Δεν τού άρεσε να τον έχουν δεδομένο.
ΣΗΜ: Οχι, δεν σκοπεύω να γράψω αστυνομικό μυθιστόρημα. Απλώς σκέφτηκα έναν πρωτότυπο τρόπο να σας ξεναγήσω στο Λονδίνο καί όχι μόνο.
Συνεχίζεται...
Ο Σέρλοκ πήρε το φλιτζάνι στα χέρια του καί τράβηξε δυό γενναίες ρουφηξιές. Το πρωϊνό ρόφημα ήταν γι’ αυτόν ιεροτελεστία. Ο ήχος πού έκανε το καπάκι της πορσελάνινης τσαγιέρας, το τσάι πού έπεφτε στο φλιτζάνι, το ασημένιο κουταλάκι πού ανακάτευε την ζάχαρη, όλα ήταν γι’ αυτόν το εγερτήριο των φαιών κυττάρων, πράγμα απαραίτητο γιά να λειτουργήσει το υπόλοιπο της ημέρας.
Πήρε τον φάκελο στα χέρια του καί τον περιεργάστηκε. Πάντα περιεργαζόταν τους φακέλους πριν τους ανοίξει. Προσπαθούσε να μαντέψει στοιχεία τού αποστολέα.
Σκληρός φάκελος, μαρτυρά άνθρωπο πού χρησιμοποιεί συχνά αλληλογραφία.
Ελαφρώς αρωματισμένο, άρα από γυναίκα. Σκούρο μπεζ χρώμα, σίγουρα μεγάλης ηλικίας. Σφραγισμένο με κερί, δείχνει άτομο με φινέτσα. Τα μικρά γράμματα τον παρέπεμπαν σε άνθρωπο πού έγραφε πολύ. Η χρήση τού χάρακα στην γραφή φανέρωνε κάποιον πού ήθελε να βάζει τα πάντα σε τάξη.
Ανοιξε τον φάκελο. Οι δύο αράδες τού επιβεβαίωσαν τα όσα ήδη είχε μαντέψει.
« Αγαπητέ κύριε Χολμς
Δεν θα τολμούσα να σας ενοχλήσω αν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη. Αν έχετε την καλοσύνη να με δεχθείτε σήμερα στις 11;00, θα σας εξηγήσω προσωπικώς περί τίνος πρόκειται. Πιστέψτε με, είναι κάτι πολύ σημαντικό.
Με εκτίμηση
Α. Κρίστι»
Το Μπιγκ Μπεν χτύπησε δυνατά τις ώρες. Ο Σέρλοκ έβγαλε το ρολόϊ του από την τσέπη τού γιλέκου. Ηθελε να διαπιστώσει την ακρίβεια τού ρολογιού του.
Η ακρίβεια τού χρόνου έπαιζε σπουδαίο ρόλο στις υποθέσεις του.
Ηταν εννέα ακριβώς . Είχε αρκετό χρόνο να διαβάσει τις εφημερίδες του.
-Σας περιμένω λοιπόν, μαντάμ Κρίστι.
Καί βυθίστηκε στην πολυθρόνα του...
Το διακριτικό καί αποφασιστικό κουδούνισμα τον έβγαλε από την ανάγνωση. Η σπιτονοικοκυρά άνοιξε την πόρτα καί άφησε την γηραιά κυρία να περάσει από μπροστά της.
Ο Σέρλοκ της έτεινε το χέρι.
- Αγαπητή κυρία, παρακαλώ καθίστε.
Μα δεν τού ήταν άγνωστη. Κάπου την είχε συναντήσει. Σε κάποια διάλεξη ή κάτι τέτοιο, δεν θυμόταν ακριβώς.
- Κύριε Χολμς, συγχωρήστε μου το θάρρος. Θα μπω κατ’ ευθείαν στο θέμα. Χρειάζομαι την βοήθειά σας. Πρόκειται γιά τον προσωπικό μου φίλο, τον κύριο Τόμσον, επιφανή πολίτη της πόλης μας καί σπουδαίο συλλέκτη.
- Το όνομα δεν μού λέει τίποτα.
- Μα πως, είχαμε συναντηθεί πριν μερικά χρόνια σε μιά δημοπρασία.
- Μα βέβαια, συνοδευόταν μάλιστα από μία νεαρά.
- Την Αμέλια, την κόρη του.
- Λοιπόν?
- Λοιπόν, ο κύριος Τόμσον είχε στην κατοχή του κάποια ανέκδοτα χειρόγραφα της Τζέιν Ωστεν καί τού Σαίξπηρ. Καταλαβαίνετε, μιλάμε γιά ανεκτίμητης αξίας αποκτήματα. Τολμώ να πώ εθνικό θησαυρό.
- Μα βέβαια, βέβαια. Καί γιατί μού είπατε πως «είχε»?
- Μα περί αυτού πρόκειται. Δεν τα έχει πιά. Εξαφανίστηκαν, εκλάπησαν, πάντως δεν υπάρχουν πιά. Γι’ αυτό τόλμησα να ζητήσω την βοήθειά σας. Οπως αντιλαμβάνεστε πρόκειται γιά ένα πολύ λεπτό θέμα πού πρέπει να χειριστούμε με μεγάλη διακριτικότητα.
- Καί απόλυτη μυστικότητα, της απάντησε ο Σέρλοκ με νόημα, σκεπτόμενος πως ο ευυπόληπτος κύριος Τόμσον ίσως δεν είχε αποκτήσει τα χειρόγραφα με τόσο, έ, χμ, νόμιμο τρόπο.
Η Αγκάθα χαμογέλασε αμήχανα.
- Οπως σας είπα πρόκειται γιά προσωπικό μου φίλο.
- Πολύ καλά, κυρία μου. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πως καί πότε ανακάλυψε ότι τού «λείπουν» ?
- Θα θέλατε να μας τα πεί ο ίδιος? Αν δεν σας κάνει κόπο, έχω κρατήσει ταξί κάτω καί μας περιμένει.
«Ηταν πολύ σίγουρη πως δεν θα πώ όχι» σκέφτηκε ο Σέρλοκ με έναν μικρό εκνευρισμό. Δεν τού άρεσε να τον έχουν δεδομένο.
ΣΗΜ: Οχι, δεν σκοπεύω να γράψω αστυνομικό μυθιστόρημα. Απλώς σκέφτηκα έναν πρωτότυπο τρόπο να σας ξεναγήσω στο Λονδίνο καί όχι μόνο.
Συνεχίζεται...