ioanna karagianni
Member
- Μηνύματα
- 1.666
- Likes
- 1.327
- Επόμενο Ταξίδι
- Κρακοβία-Βαρσοβία
- Ταξίδι-Όνειρο
- ...Ιθάκη...
(Αφιερωμένο στο Γιώργο - Αφέντη)
Ξημέρωσε λοιπόν η μεγάλη μέρα του γυρισμού. Μαζέψαμε τα πράγματα μας τα ζέψαμε στο βαν και πήγαμε να χαιρετήσουμε το παιδάκι κλειδάκι της διπλανής αυλής, αυτό πάλι εντελώς αψυχολόγητα όταν μας είδε, άρχισε να κλαίει γοερά και έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά της μαμάς του. Εισπράξαμε ένα απολογητικό βλέμμα από εκείνην, παραδώσαμε χαμόγελα και χαιρετισμούς (τζούλε, τζούλε) και φύγαμε. Τελικά μερικά παιδιά είναι αχάριστα, ενώ τους φέρεσαι με τον καλύτερο τρόπο, τα βουτάς από το παιχνίδι και τους φίλους του απροειδοποίητα, τα χώνεις με το ζόρι μέσα από κάτι κάγκελα σε ένα άγνωστο δωμάτιο, τα υποχρεώνεις να κάνουν πράγματα που δεν θέλουν και δεν καταλαβαίνουν και αυτά έτσι χωρίς καμιά αιτία, δεν σου λένε ούτε ένα «τζούλε».
Μετά από μια μονότονη οδήγηση φτάσαμε στο Lekir και από εκεί ενωθήκαμε πάλι με όλα τα υπόλοιπα αυτοκίνητα που θα περνούσαν τον ίδιο δρόμο με εμάς. Τώρα πια αποτελούσαμε ξανά μέρος ενός κομβοί που θα κάλυπτε τα κακοτράχαλα χιλιόμετρα με μια αργή πορεία γεμάτη σκόνη και κορναρίσματα. Η κατάσταση ίδια με την προηγούμενη φορά, τα χαλασμένα φορτηγά σπρώχνονταν έξω από τον δρόμο για να συνεχίσουν οι υπόλοιποι, μπροστά πήγαινε ο στρατός, μετά ένα ασθενοφόρο, μετά εμείς οι δόλιοι τουρίστες και μετά ακολουθούσαν τα λεωφορεία και καμιά εκατοστή φορτηγά. Έτσι πορευτήκαμε έως το NamicaPassόπου και κολλήσαμε εντελώς. Aν θυμάστε ο δρόμος από κει και πέρα είναι μονός (δηλαδή ούτε μονός ουσιαστικά μισός μονός είναι αλλά τέλος πάντων) και χρησιμοποιείται εναλλάξ, την μισή μέρα περνούν τα οχήματα που φεύγουν από Shrinagarπρος Leh, και την άλλη μισή μέρα αυτά που έρχονται στο Shrinagarαπό το Leh. Ενώ λοιπόν έχει περάσει η μισή μέρα και είναι η σειρά μας να οδεύσουμε στον προορισμό μας, φορτηγά ανεφοδιασμού του στρατού έρχονται συνεχώς από την πλευρά του Srinagar, σε μια ατελείωτη ουρά που δεν έχει τελειωμό και δεν λέει να τελειώσει (πλεονασμός απελπισίας) , αναγκάζοντας το δικό μας κομβόι να σταματήσει και να κάνει στην άκρη, καθότι κύριοι έχουμε πόλεμο και τα στρατά δεν τα πιάνει κανένα είδους πρόγραμμα. Σταματάμε λοιπόν δίπλα σε ένα στρατόπεδο Ινδών, από την μια μεριά και μια κοιλάδα με ένα πλατύ ποτάμι από την άλλη, στις άκρες του δρόμου τα χιόνια των παγετώνων, γύρω μας βουνά πανύψηλα και στο κέντρο η απελπισία μου για τις διακοπές μου που πάνε χαμένες, το ηθικό μου εντελώς πεσμένο τσαλαπατιέται από τα φορτηγά που περνάνε δίπλα μας αφήνοντας κατάμαυρες τουλίπες καπνού από τις εξατμίσεις τους. Κανείς δεν ξέρει να μας πει πόση ώρα θα περιμένουμε εκεί, κανείς δεν τολμάει να πάει να ρωτήσει πότε προβλέπεται να φύγουμε από εκεί, εμείς ρωτάμε τους οδηγούς των λεωφορείων και αυτοί μας στέλνουν να ρωτήσουμε τους στρατιώτες και να τους πούμε. Μπροστά εκτυλίσσεται το παράλογο, οι νοσοκόμοι κατεβάζουν το φορείο με τον ασθενή από το ασθενοφόρο, τον ακουμπούν πάνω στα χιόνια και μετά στον άδειο χώρο που άφησε το φορείο ακουμπούν ένα καμινέτο και άλλα υλικά και αρχίζουν να μαγειρεύουν.
Κι εμείς πεινάμε, προμήθειες δεν έχουμε καθόλου, μας τελειώνει και το νερό. Οι οδηγοί μας δεν έχουν τέτοια προβλήματα, έχουν όλα τα απαραίτητα για να τρώνε στο βαν, βλέποντας τα πεινασμένα βλέμματα, βγάζουν και αυτοί το καμινέτο τους και πριν φτιάξουν το δικό τους ρύζι βράζουν για εμάς τέσσερεις πατάτες. Η Βούλα βγάζει από την τσάντα ακόμα μια κονσέρβα, μα τι στο καλό τις γεννάει; Οι οδηγοί μας αδυνατούν να καταλάβουν γιατί αντί να φάμε τις πατάτες κυνηγάμε όλοι μαζί την κοκκινομάλλα που τρέχει με τα χέρια ψηλά κρατώντας ένα στρογγυλό μεταλλικό κουτί, τι σόι τελετουργικό είναι αυτό; Μια απλή προσευχή γύρω από το τραπέζι δεν φτάνει; Εκείνη την ημέρα μαζί με τις πατάτες φάγαμε και τόνο κονσέρβα.
Στην κοιλάδα δίπλα στο ποτάμι βόσκουν άλογα και γιακ, στον λόφο έχουν κατασκηνώσει νομάδες, προχωρούμε προς το ποτάμι για να ξεμουδιάσουμε, μαύρες κουκίδες κατηφορίζουν από το βουνό όταν φτάνουν κάτω γίνονται άνθρωποι φορτωμένοι με ξύλα, ένας από αυτούς πλησιάζει χαμογελώντας δειλά η μορφή του είναι πολύ χαρακτηριστική τα ρούχα του χοντροφτιαγμένα φαίνονται χειροποίητα, ο Νίκος τον χαιρετά και του δείχνει την μηχανή του, υποτυπώδη κίνηση για να πάρει την άδεια του για μια φωτογραφία, ο άντρας αφήνει το φορτίο του στέκεται στητός με το χέρι στο στήθος και βλέμμα όλο ένταση, το θεωρεί τιμή του που θέλουμε να τον φωτογραφίσουμε. Μετά, μας δείχνει τις σκηνές και κουνάει το χέρι του, μας καλεί στο σπίτι του. Πάμε μαζί του, από τις σκηνές βγαίνουν γυναίκες για να προϋπαντήσουν τους άντρες και να πάρουν τα ξύλα, μας στρώνουν ένα κουρελιασμένο πανί κάτω και μας καλούν να κάτσουμε.
Μια ξεδοντιασμένη γιαγιά με ψαρά μαλλιά να πετιούνται γύρω από το πρόσωπο της έρχεται με ένα μικρό μαύρο τσουκάλι, γεμάτο με ένα θολό ασπριδερό υγρό, πίσω της ο άντρας που μας κάλεσε μας μοιράζει ραγισμένα φλιτζάνια, είναι γεμάτα χώματα. Η καλή γιαγιάκα μας τα γεμίζει με το υγρό, στο δικό μου πλέουν κάτι μικρά μαύρα στίγματα, η γιαγιά με κοιτάει χαμογελώντας φαφούτικα, περιμένει, βεβαιώνομαι ότι αυτά τα στίγματα δεν αποτελούσαν ποτέ μέρος του ζωικού βασιλείου αλλά αποσπάστηκαν από τον πάτο της κατσαρόλας κατά το βράσιμο, και φέρνω το φλιτζάνι, στα χείλι μου. Είναι τσάι με γάλα γιακ. Το γάλα είναι γλοιώδες και η μυρωδιά αποπνικτική, θέλω να πετάξω το φλιτζάνι κάτω και να αρχίζω να βήχω μέχρι να αποσπάσω από το λαιμό μου αυτήν την πηχτή γλυκερή γεύση. Η γιαγιά παρακολουθεί καλοσυνάτα, της κουνάω το κεφάλι όλο ικανοποίηση «ναι είναι πολύ ωραίο θα το πιώ όλο». Φεύγει ικανοποιημένη για να γεμίσει και τα υπόλοιπα φλιτζάνια. Η Βούλα το αφήνει αμέσως κάτω μορφάζοντας δεν αντέχει ούτε την μυρωδιά, η Λίτσα βουτάει το φλιτζάνι πριν το πάρει είδηση η γιαγιά, θα το πιεί αυτή δεν θέλει να τους προσβάλουμε. Ο άντρας ξαναέρχεται με ένα πιάτο γεμάτα κατάξερα κομμάτια ψωμί, μας φιλεύουν ότι έχουν, αλλά δεν θα τους στερήσουμε και το ψωμί τους, κουνάμε αρνητικά το κεφάλι μας, το τσάι τους μας είναι αρκετό. Εφαρμόζοντας όλες τις αρχές διαλογισμού καταφέρνω να κατεβάσω γουλιά γουλιά το εμετικό υγρό, ο πάτος αρχίζει να φαίνεται η σωτηρία είναι κοντά, ναι θα τα καταφέρω!! Το ίδιο φαφούτικο χαμόγελο εμφανίζεται δίπλα μου και μια πρόθυμη κουτάλα ξαναγεμίζει το φλιτζάνι μου, σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό, κάποιος εκεί πάνω μου κάνει πλάκα.
Τώρα έχουν μαζευτεί και τα υπόλοιπα μέλη του καταυλισμού γύρω μας, ο Γιώργος και ο Νίκος μοιράζουν τσιγάρα, η Ιωάννα θαυμάζει τα κολιέ των γυναικών και εγώ ανταλλάσω γκριμάτσες με τα πιτσιρίκια, μοιάζει με κυριακάτικη συγκέντρωση φίλων. Στο τέλος μαζευόμαστε όλοι μαζί για μια αναμνηστική φωτογραφία.
Υπάρχουν λέξεις που από μικροί τις ακούμε και τις χρησιμοποιούμε πολύ χωρίς λόγο και αυτές χάνουν την ουσία της έννοιας τους, έτσι όταν ένα χέρι σκεπάζει όλο φροντίδα το δικό μας, η λέξη «αγάπη» είναι πολύ κοινότυπη πια για να εκφράσει το πώς νοιώθουμε, όταν το βλέμμα ενός άγνωστου στο δρόμο φλογίζει τα μάγουλα μας, η λέξη «έρωτας» είναι πια πολύ σαχλή για να εξηγήσει τι αισθανόμαστε. Και όταν αυτοί οι άνθρωποι πρόσφεραν σε επτά άγνωστους κυριολεκτικά ότι είχαν η λέξη «φιλοξενία» στάθηκε μικρή για να καλύψει το μεγαλείο της προσφοράς τους. Και τότε ήταν που ανακάλυψα ότι όταν ο Πορτοκάλογλου τραγουδούσε «μην ψάχνεις πια αλλού αφού το ξέρεις ήδη, εδώ είναι το ταξίδι», ήξερε πολύ καλά τι έλεγε, εγώ όμως το έμαθα με τους νομάδες.
Ξημέρωσε λοιπόν η μεγάλη μέρα του γυρισμού. Μαζέψαμε τα πράγματα μας τα ζέψαμε στο βαν και πήγαμε να χαιρετήσουμε το παιδάκι κλειδάκι της διπλανής αυλής, αυτό πάλι εντελώς αψυχολόγητα όταν μας είδε, άρχισε να κλαίει γοερά και έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά της μαμάς του. Εισπράξαμε ένα απολογητικό βλέμμα από εκείνην, παραδώσαμε χαμόγελα και χαιρετισμούς (τζούλε, τζούλε) και φύγαμε. Τελικά μερικά παιδιά είναι αχάριστα, ενώ τους φέρεσαι με τον καλύτερο τρόπο, τα βουτάς από το παιχνίδι και τους φίλους του απροειδοποίητα, τα χώνεις με το ζόρι μέσα από κάτι κάγκελα σε ένα άγνωστο δωμάτιο, τα υποχρεώνεις να κάνουν πράγματα που δεν θέλουν και δεν καταλαβαίνουν και αυτά έτσι χωρίς καμιά αιτία, δεν σου λένε ούτε ένα «τζούλε».
Μετά από μια μονότονη οδήγηση φτάσαμε στο Lekir και από εκεί ενωθήκαμε πάλι με όλα τα υπόλοιπα αυτοκίνητα που θα περνούσαν τον ίδιο δρόμο με εμάς. Τώρα πια αποτελούσαμε ξανά μέρος ενός κομβοί που θα κάλυπτε τα κακοτράχαλα χιλιόμετρα με μια αργή πορεία γεμάτη σκόνη και κορναρίσματα. Η κατάσταση ίδια με την προηγούμενη φορά, τα χαλασμένα φορτηγά σπρώχνονταν έξω από τον δρόμο για να συνεχίσουν οι υπόλοιποι, μπροστά πήγαινε ο στρατός, μετά ένα ασθενοφόρο, μετά εμείς οι δόλιοι τουρίστες και μετά ακολουθούσαν τα λεωφορεία και καμιά εκατοστή φορτηγά. Έτσι πορευτήκαμε έως το NamicaPassόπου και κολλήσαμε εντελώς. Aν θυμάστε ο δρόμος από κει και πέρα είναι μονός (δηλαδή ούτε μονός ουσιαστικά μισός μονός είναι αλλά τέλος πάντων) και χρησιμοποιείται εναλλάξ, την μισή μέρα περνούν τα οχήματα που φεύγουν από Shrinagarπρος Leh, και την άλλη μισή μέρα αυτά που έρχονται στο Shrinagarαπό το Leh. Ενώ λοιπόν έχει περάσει η μισή μέρα και είναι η σειρά μας να οδεύσουμε στον προορισμό μας, φορτηγά ανεφοδιασμού του στρατού έρχονται συνεχώς από την πλευρά του Srinagar, σε μια ατελείωτη ουρά που δεν έχει τελειωμό και δεν λέει να τελειώσει (πλεονασμός απελπισίας) , αναγκάζοντας το δικό μας κομβόι να σταματήσει και να κάνει στην άκρη, καθότι κύριοι έχουμε πόλεμο και τα στρατά δεν τα πιάνει κανένα είδους πρόγραμμα. Σταματάμε λοιπόν δίπλα σε ένα στρατόπεδο Ινδών, από την μια μεριά και μια κοιλάδα με ένα πλατύ ποτάμι από την άλλη, στις άκρες του δρόμου τα χιόνια των παγετώνων, γύρω μας βουνά πανύψηλα και στο κέντρο η απελπισία μου για τις διακοπές μου που πάνε χαμένες, το ηθικό μου εντελώς πεσμένο τσαλαπατιέται από τα φορτηγά που περνάνε δίπλα μας αφήνοντας κατάμαυρες τουλίπες καπνού από τις εξατμίσεις τους. Κανείς δεν ξέρει να μας πει πόση ώρα θα περιμένουμε εκεί, κανείς δεν τολμάει να πάει να ρωτήσει πότε προβλέπεται να φύγουμε από εκεί, εμείς ρωτάμε τους οδηγούς των λεωφορείων και αυτοί μας στέλνουν να ρωτήσουμε τους στρατιώτες και να τους πούμε. Μπροστά εκτυλίσσεται το παράλογο, οι νοσοκόμοι κατεβάζουν το φορείο με τον ασθενή από το ασθενοφόρο, τον ακουμπούν πάνω στα χιόνια και μετά στον άδειο χώρο που άφησε το φορείο ακουμπούν ένα καμινέτο και άλλα υλικά και αρχίζουν να μαγειρεύουν.
Κι εμείς πεινάμε, προμήθειες δεν έχουμε καθόλου, μας τελειώνει και το νερό. Οι οδηγοί μας δεν έχουν τέτοια προβλήματα, έχουν όλα τα απαραίτητα για να τρώνε στο βαν, βλέποντας τα πεινασμένα βλέμματα, βγάζουν και αυτοί το καμινέτο τους και πριν φτιάξουν το δικό τους ρύζι βράζουν για εμάς τέσσερεις πατάτες. Η Βούλα βγάζει από την τσάντα ακόμα μια κονσέρβα, μα τι στο καλό τις γεννάει; Οι οδηγοί μας αδυνατούν να καταλάβουν γιατί αντί να φάμε τις πατάτες κυνηγάμε όλοι μαζί την κοκκινομάλλα που τρέχει με τα χέρια ψηλά κρατώντας ένα στρογγυλό μεταλλικό κουτί, τι σόι τελετουργικό είναι αυτό; Μια απλή προσευχή γύρω από το τραπέζι δεν φτάνει; Εκείνη την ημέρα μαζί με τις πατάτες φάγαμε και τόνο κονσέρβα.
Στην κοιλάδα δίπλα στο ποτάμι βόσκουν άλογα και γιακ, στον λόφο έχουν κατασκηνώσει νομάδες, προχωρούμε προς το ποτάμι για να ξεμουδιάσουμε, μαύρες κουκίδες κατηφορίζουν από το βουνό όταν φτάνουν κάτω γίνονται άνθρωποι φορτωμένοι με ξύλα, ένας από αυτούς πλησιάζει χαμογελώντας δειλά η μορφή του είναι πολύ χαρακτηριστική τα ρούχα του χοντροφτιαγμένα φαίνονται χειροποίητα, ο Νίκος τον χαιρετά και του δείχνει την μηχανή του, υποτυπώδη κίνηση για να πάρει την άδεια του για μια φωτογραφία, ο άντρας αφήνει το φορτίο του στέκεται στητός με το χέρι στο στήθος και βλέμμα όλο ένταση, το θεωρεί τιμή του που θέλουμε να τον φωτογραφίσουμε. Μετά, μας δείχνει τις σκηνές και κουνάει το χέρι του, μας καλεί στο σπίτι του. Πάμε μαζί του, από τις σκηνές βγαίνουν γυναίκες για να προϋπαντήσουν τους άντρες και να πάρουν τα ξύλα, μας στρώνουν ένα κουρελιασμένο πανί κάτω και μας καλούν να κάτσουμε.
Μια ξεδοντιασμένη γιαγιά με ψαρά μαλλιά να πετιούνται γύρω από το πρόσωπο της έρχεται με ένα μικρό μαύρο τσουκάλι, γεμάτο με ένα θολό ασπριδερό υγρό, πίσω της ο άντρας που μας κάλεσε μας μοιράζει ραγισμένα φλιτζάνια, είναι γεμάτα χώματα. Η καλή γιαγιάκα μας τα γεμίζει με το υγρό, στο δικό μου πλέουν κάτι μικρά μαύρα στίγματα, η γιαγιά με κοιτάει χαμογελώντας φαφούτικα, περιμένει, βεβαιώνομαι ότι αυτά τα στίγματα δεν αποτελούσαν ποτέ μέρος του ζωικού βασιλείου αλλά αποσπάστηκαν από τον πάτο της κατσαρόλας κατά το βράσιμο, και φέρνω το φλιτζάνι, στα χείλι μου. Είναι τσάι με γάλα γιακ. Το γάλα είναι γλοιώδες και η μυρωδιά αποπνικτική, θέλω να πετάξω το φλιτζάνι κάτω και να αρχίζω να βήχω μέχρι να αποσπάσω από το λαιμό μου αυτήν την πηχτή γλυκερή γεύση. Η γιαγιά παρακολουθεί καλοσυνάτα, της κουνάω το κεφάλι όλο ικανοποίηση «ναι είναι πολύ ωραίο θα το πιώ όλο». Φεύγει ικανοποιημένη για να γεμίσει και τα υπόλοιπα φλιτζάνια. Η Βούλα το αφήνει αμέσως κάτω μορφάζοντας δεν αντέχει ούτε την μυρωδιά, η Λίτσα βουτάει το φλιτζάνι πριν το πάρει είδηση η γιαγιά, θα το πιεί αυτή δεν θέλει να τους προσβάλουμε. Ο άντρας ξαναέρχεται με ένα πιάτο γεμάτα κατάξερα κομμάτια ψωμί, μας φιλεύουν ότι έχουν, αλλά δεν θα τους στερήσουμε και το ψωμί τους, κουνάμε αρνητικά το κεφάλι μας, το τσάι τους μας είναι αρκετό. Εφαρμόζοντας όλες τις αρχές διαλογισμού καταφέρνω να κατεβάσω γουλιά γουλιά το εμετικό υγρό, ο πάτος αρχίζει να φαίνεται η σωτηρία είναι κοντά, ναι θα τα καταφέρω!! Το ίδιο φαφούτικο χαμόγελο εμφανίζεται δίπλα μου και μια πρόθυμη κουτάλα ξαναγεμίζει το φλιτζάνι μου, σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό, κάποιος εκεί πάνω μου κάνει πλάκα.
Τώρα έχουν μαζευτεί και τα υπόλοιπα μέλη του καταυλισμού γύρω μας, ο Γιώργος και ο Νίκος μοιράζουν τσιγάρα, η Ιωάννα θαυμάζει τα κολιέ των γυναικών και εγώ ανταλλάσω γκριμάτσες με τα πιτσιρίκια, μοιάζει με κυριακάτικη συγκέντρωση φίλων. Στο τέλος μαζευόμαστε όλοι μαζί για μια αναμνηστική φωτογραφία.
Υπάρχουν λέξεις που από μικροί τις ακούμε και τις χρησιμοποιούμε πολύ χωρίς λόγο και αυτές χάνουν την ουσία της έννοιας τους, έτσι όταν ένα χέρι σκεπάζει όλο φροντίδα το δικό μας, η λέξη «αγάπη» είναι πολύ κοινότυπη πια για να εκφράσει το πώς νοιώθουμε, όταν το βλέμμα ενός άγνωστου στο δρόμο φλογίζει τα μάγουλα μας, η λέξη «έρωτας» είναι πια πολύ σαχλή για να εξηγήσει τι αισθανόμαστε. Και όταν αυτοί οι άνθρωποι πρόσφεραν σε επτά άγνωστους κυριολεκτικά ότι είχαν η λέξη «φιλοξενία» στάθηκε μικρή για να καλύψει το μεγαλείο της προσφοράς τους. Και τότε ήταν που ανακάλυψα ότι όταν ο Πορτοκάλογλου τραγουδούσε «μην ψάχνεις πια αλλού αφού το ξέρεις ήδη, εδώ είναι το ταξίδι», ήξερε πολύ καλά τι έλεγε, εγώ όμως το έμαθα με τους νομάδες.