renata
Member
- Μηνύματα
- 5.544
- Likes
- 1.965
- Επόμενο Ταξίδι
- μαλαισία
Σε μία χώρα με παράδοση στην κουζίνα και παγκοσμίως διαδεδομένες γεύσεις, ένα ελληνικό εστιατόριο ανθεί προσελκύοντας μαζικά ντόπιους θαμώνες.
Στο ιστορικό κέντρο της Φλωρεντίας, το εστιατόριο «Διόνυσος» με τα χαρακτηριστικά γαλανόλευκα χρώματά του και τις ακόμα πιο χαρακτηριστικές ελληνικές γεύσεις γεμίζει καθημερινά από πλήθος Ιταλών.
Πίσω από το εστιατόριο βρίσκεται ο ελληνικής καταγωγής, Λουίτζι Πάσκουα. Ο 58χρονος ιδιοκτήτης του αποφάσισε το 2001 να ανοίξει το πρώτο ελληνικό (σύμφωνα με τον ίδιο) εστιατόριο της Φλωρεντίας. «Ονειρευόμουν να δημιουργήσω ένα εστιατόριο, όπου θα προσφέρω καλό φαγητό και γλέντι», λέει στο Εθνικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο συνδυασμός αυτός κυριάρχησε τελικά στο «Διόνυσο», όπου τα ελληνικά πιάτα «συνοδεύονται» με τσιφτετέλι, συρτάκι, ζεϊμπέκικο, ακόμα και… λουλουδοπόλεμο. «Ο χορός στο μαγαζί προέκυψε έπειτα από πρόταση των υπαλλήλων, οι οποίοι τον πρώτο καιρό χόρευαν αυθόρμητα. Τελικά καθιερώσαμε τη συνήθεια αυτή κάθε Παρασκευή και Σάββατο», εξηγεί.
Δεν είναι, όμως, μόνο ο χορός που δημιουργεί μια διαφορετική ατμόσφαιρα. Στην άκρη του μαγαζιού βρίσκονται πάντα στημένα ένα μπουζούκι και μία κιθάρα, για όποιον από το προσωπικό ή τους πελάτες θελήσει να ερμηνεύσει ζωντανά τα αγαπημένα του - ελληνικά πάντα - τραγούδια.
Κύριο ατού του εστιατορίου δεν είναι, όμως, το κέφι και ο αυθορμητισμός, αλλά το φαγητό. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το πλήθος κόσμου που συρρέει από νωρίς το μεσημέρι ως αργά το βράδυ στον «Διόνυσο». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τις μέρες αιχμής (Πέμπτη έως Κυριακή) το εστιατόριο υποδέχεται ημερησίως από 250 έως 350 άτομα (κυρίως Ιταλούς), ενώ διόλου ευκαταφρόνητοι είναι οι αριθμοί και για τις υπόλοιπες ημέρες με το μέσο όρο των επισκεπτών να κυμαίνεται στα 150 με 200 άτομα.
Το μενού στον «Διόνυσο» είναι απόλυτα ελληνικό, όπως άλλωστε και οι πρώτες ύλες που έρχονται κατευθείαν από την Ελλάδα. Ο γύρος, το σουβλάκι, τα κεφτεδάκια, τα ντολμαδάκια, το τζατζίκι και η σκορδαλιά δεν μπορούν παρά να κυριαρχούν. «Αγαπημένα πιάτα των πελατών δεν είναι μόνο τα κρεατικά, αλλά και το χταπόδι στη σχάρα και ο παραδοσιακός μουσακάς», επισημαίνει ο Λουίτζι Πάσκουα.
Το μενού συμπληρώνουν παραδοσιακά γλυκά, όπως καρυδόπιτα, γαλακτομπούρεκο, μπακλαβάς και κανταΐφι, που και αυτά παρασκευάζονται στην κουζίνα του μαγαζιού. Οι πελάτες έχουν τη δυνατότητα να συνοδεύσουν το φαγητό τους και με μία από τις δεκάδες ετικέτες ελληνικών κρασιών.
Ο ιδιοκτήτης του «Διόνυσου», Λουίτζι Πάσκουα, γεννήθηκε στη Φλωρεντία, αλλά έχει ελληνική καταγωγή: η γιαγιά του ήταν από την Πάτρα, ενώ στην αχαϊκή πρωτεύουσα γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και οι δύο γονείς του, αλλά και ο αδερφός του. «Η γιαγιά μου δεν γνώριζε ιταλικά, οπότε στο σπίτι μιλούσαμε κυρίως ελληνικά», λέει. Επίσης, στο σπίτι τους είχαν συχνά ακούσματα από ελληνικές μουσικές. «Ο πατέρας μου είχε δίσκους του Καζαντζίδη, της Μαρινέλλας και του Διονυσίου, μουσικές που ακούμε ακόμα και σήμερα στο μαγαζί», προσθέτει.
Μπορεί να γνωρίζει άπταιστα ελληνικά, να λατρεύει τις ελληνικές γεύσεις και να ακούει μόνο ελληνική μουσική, ωστόσο πρωτοεπισκέφθηκε την Ελλάδα μόλις το 2001. «Όταν πήγα για πρώτη φορά, αισθάνθηκα ότι έχασα πολύ χρόνο. Σήμερα το όνειρό μου είναι να μετακομίσω στην Ελλάδα μόνιμα», εξομολογείται.
Εξάλλου, πλέον ταξιδεύει συχνά σε ελληνικούς τόπους προκειμένου να πάρει ιδέες για πιάτα και ετικέτες κρασιών. «Αυτό που με απογοητεύει, όμως, είναι ότι στα περισσότερα ελληνικά μαγαζιά κυριαρχεί η ξένη μουσική πλέον και όχι η ελληνική παράδοση», καταλήγει.
Κείμενο: Μαρίας Κουζινοπούλου
ana-mpa.gr/
Στο ιστορικό κέντρο της Φλωρεντίας, το εστιατόριο «Διόνυσος» με τα χαρακτηριστικά γαλανόλευκα χρώματά του και τις ακόμα πιο χαρακτηριστικές ελληνικές γεύσεις γεμίζει καθημερινά από πλήθος Ιταλών.
Πίσω από το εστιατόριο βρίσκεται ο ελληνικής καταγωγής, Λουίτζι Πάσκουα. Ο 58χρονος ιδιοκτήτης του αποφάσισε το 2001 να ανοίξει το πρώτο ελληνικό (σύμφωνα με τον ίδιο) εστιατόριο της Φλωρεντίας. «Ονειρευόμουν να δημιουργήσω ένα εστιατόριο, όπου θα προσφέρω καλό φαγητό και γλέντι», λέει στο Εθνικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο συνδυασμός αυτός κυριάρχησε τελικά στο «Διόνυσο», όπου τα ελληνικά πιάτα «συνοδεύονται» με τσιφτετέλι, συρτάκι, ζεϊμπέκικο, ακόμα και… λουλουδοπόλεμο. «Ο χορός στο μαγαζί προέκυψε έπειτα από πρόταση των υπαλλήλων, οι οποίοι τον πρώτο καιρό χόρευαν αυθόρμητα. Τελικά καθιερώσαμε τη συνήθεια αυτή κάθε Παρασκευή και Σάββατο», εξηγεί.
Δεν είναι, όμως, μόνο ο χορός που δημιουργεί μια διαφορετική ατμόσφαιρα. Στην άκρη του μαγαζιού βρίσκονται πάντα στημένα ένα μπουζούκι και μία κιθάρα, για όποιον από το προσωπικό ή τους πελάτες θελήσει να ερμηνεύσει ζωντανά τα αγαπημένα του - ελληνικά πάντα - τραγούδια.
Κύριο ατού του εστιατορίου δεν είναι, όμως, το κέφι και ο αυθορμητισμός, αλλά το φαγητό. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το πλήθος κόσμου που συρρέει από νωρίς το μεσημέρι ως αργά το βράδυ στον «Διόνυσο». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τις μέρες αιχμής (Πέμπτη έως Κυριακή) το εστιατόριο υποδέχεται ημερησίως από 250 έως 350 άτομα (κυρίως Ιταλούς), ενώ διόλου ευκαταφρόνητοι είναι οι αριθμοί και για τις υπόλοιπες ημέρες με το μέσο όρο των επισκεπτών να κυμαίνεται στα 150 με 200 άτομα.
Το μενού στον «Διόνυσο» είναι απόλυτα ελληνικό, όπως άλλωστε και οι πρώτες ύλες που έρχονται κατευθείαν από την Ελλάδα. Ο γύρος, το σουβλάκι, τα κεφτεδάκια, τα ντολμαδάκια, το τζατζίκι και η σκορδαλιά δεν μπορούν παρά να κυριαρχούν. «Αγαπημένα πιάτα των πελατών δεν είναι μόνο τα κρεατικά, αλλά και το χταπόδι στη σχάρα και ο παραδοσιακός μουσακάς», επισημαίνει ο Λουίτζι Πάσκουα.
Το μενού συμπληρώνουν παραδοσιακά γλυκά, όπως καρυδόπιτα, γαλακτομπούρεκο, μπακλαβάς και κανταΐφι, που και αυτά παρασκευάζονται στην κουζίνα του μαγαζιού. Οι πελάτες έχουν τη δυνατότητα να συνοδεύσουν το φαγητό τους και με μία από τις δεκάδες ετικέτες ελληνικών κρασιών.
Ο ιδιοκτήτης του «Διόνυσου», Λουίτζι Πάσκουα, γεννήθηκε στη Φλωρεντία, αλλά έχει ελληνική καταγωγή: η γιαγιά του ήταν από την Πάτρα, ενώ στην αχαϊκή πρωτεύουσα γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και οι δύο γονείς του, αλλά και ο αδερφός του. «Η γιαγιά μου δεν γνώριζε ιταλικά, οπότε στο σπίτι μιλούσαμε κυρίως ελληνικά», λέει. Επίσης, στο σπίτι τους είχαν συχνά ακούσματα από ελληνικές μουσικές. «Ο πατέρας μου είχε δίσκους του Καζαντζίδη, της Μαρινέλλας και του Διονυσίου, μουσικές που ακούμε ακόμα και σήμερα στο μαγαζί», προσθέτει.
Μπορεί να γνωρίζει άπταιστα ελληνικά, να λατρεύει τις ελληνικές γεύσεις και να ακούει μόνο ελληνική μουσική, ωστόσο πρωτοεπισκέφθηκε την Ελλάδα μόλις το 2001. «Όταν πήγα για πρώτη φορά, αισθάνθηκα ότι έχασα πολύ χρόνο. Σήμερα το όνειρό μου είναι να μετακομίσω στην Ελλάδα μόνιμα», εξομολογείται.
Εξάλλου, πλέον ταξιδεύει συχνά σε ελληνικούς τόπους προκειμένου να πάρει ιδέες για πιάτα και ετικέτες κρασιών. «Αυτό που με απογοητεύει, όμως, είναι ότι στα περισσότερα ελληνικά μαγαζιά κυριαρχεί η ξένη μουσική πλέον και όχι η ελληνική παράδοση», καταλήγει.
Κείμενο: Μαρίας Κουζινοπούλου
ana-mpa.gr/