Υπάρχει μια "κλασική" διαδρομή που κάνουν οι περισσότεροι τουρίστες στο Ιράν σε ταξίδια διάρκειας 7-10 ημερών. Πετάνε (ή παίρνουν λεωφορείο για) Σιράζ από την Τεχεράνη και σιγά-σιγά ανηφορίζουν προς τον Βορρά, κάνοντας στάσεις στη Γιαζντ, το Εσφαχάν και ενίοτε το Κασάν. Με 8+ μέρες στη διάθεσή μας και καθώς θέλαμε να κάνουμε την εξερεύνησή μας χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη, μπορείτε να καταλάβετε ότι κι εμείς δεν ξεφύγαμε από την "πεπατημένη". Έτσι λοιπόν, φεύγοντας από το Σιράζ, η επόμενη στάση μας ήταν η Γιαζντ. Η πλίθινη πόλη της ερήμου με τη μαγευτική ατμόσφαιρα και το έντονο ζωροαστρικό στοιχείο.
Μετά λοιπόν από έναν εγκάρδιο, σχεδόν συγκινητικό και μακρύ αποχαιρετισμό με την οικογένεια που μας φιλοξένησε και όντας σχεδόν σίγουρες ότι εν τέλει θα χάναμε το λεωφορείο μας, καταφέραμε και επιβιβαστήκαμε τελευταία στιγμή στο VIP bus που θα μας μετέφερε στη Γιαζντ. Εδώ να πω ότι πέρα από την εσωτερική πτήση που ανέφερα σε προηγούμενο κεφάλαιο, όλες οι υπεραστικές διαδρομές έγιναν με VIP λεωφορεία. Η διαφορά τιμής σε σχέση με τα "απλά" υπεραστικά είναι πολύ μικρή κι έτσι αξίζει κανείς να ταξιδεύει μαζί τους λόγω της άνεσης που προσφέρουν (λίγα σχετικά καθίσματα, τα οποία ανοίγουν περίπου σαν αεροπορικά 'α θέσης, συν συνοδός, συν παροχή νερού και σνακ κλπ κλπ).
Δεν είμαι σίγουρη για το πόσο διήρκησε η διαδρομή (κανά 4ωρο + έχω την αίσθηση), αυτό που μπορώ να πω είναι πως ήταν όντως ξεκούραστη λόγω του λεωφορείου και πέρασε ευχάριστα με συζήτηση, διάβασμα και χάζι. Η θέα από το παράθυρο πάλι δε μας προκάλεσε κάποιον ενθουσιασμό, καθώς ήταν αρκετά μονότονη με άνυδρα, πανομοιότυπα τοπία.
Απόγευμα προς σούρουπο φτάσαμε στη Γιαζντ και άμεσα πήραμε ταξί για να μας μεταφέρει στην παλιά πόλη όπου είχαμε κλείσει κατάλυμα. Τότε ήταν και η στιγμή που αντιμετωπίσαμε τις πρώτες ("προφητικές") ενδείξεις "παραβίασης" επί ιρανικού εδάφους. Μέχρι εκείνο το σημείο είχαμε νιώσει μεγάλη άνεση και ασφάλεια ως γυναίκες σε σχέση με άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Οι Ιρανοί άντρες μπορεί να μας κοιτούσαν ενίοτε λίγο πιο έντονα (αν και η αλήθεια είναι ότι εκ πρώτης μας περνούσαν όλοι για Ιρανές και μας απευθύνονταν στα φαρσί) ή να πέταγαν κάποιο σχόλιο (που δεν καταλαβαίναμε), δεν είχαμε όμως νιώσει στιγμή ότι κάποιος εισέρχεται στον προσωπικό μας χώρο ή μας κάνει να νιώσουμε άβολα. Αυτό έγινε πρώτη φορά με το νεαρό ταξιτζή, ο οποίος μας ρωτούσε για ποιό λόγο ταξιδεύαμε δυο γυναίκες μόνες, αν είχαμε συζύγους και γενικώς διάφορα αδιάκριτα με "φλερταριστική" διάθεση.
Όπως και να έχει δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην παλιά πόλη και στο περίφημο Silk Road Hotel, όπου είχαμε κάνει την κράτησή μας. Επαναλαμβάνω ότι την περίοδο που είχαμε πάει εμείς (2016), οι κρατήσεις γίνονταν μόνο μέσω mail ή από τις ιστοσελίδες των καταλυμάτων. Στην παρούσα φάση βλέπω ότι μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει και κάποιες πλατφόρμες (πχ hostelword, αλλά σίγουρα όχι την booking.com). Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο (το οποίο έχει τόσο κλασικά δωμάτια με ιδιωτικό μπάνιο, όσο και κοιτώνες) είναι διάσημο επειδή μαζεύει πολύ κόσμο, έχει εστιατόριο κλπ και διευκολύνει τις γνωριμίες, αλλά επίσης διότι είναι πολύ όμορφο, με μεγάλη εσωτερική αυλή, συντριβάνι κλπ. Εκεί μας ενημέρωσαν ότι υπήρχε πληρότητα και για αυτό μας μετέφεραν στο "αδελφό" Orient Hotel, το οποίο μας άρεσε και πολύ περισσότερο. Εξίσου παραδοσιακό, με το καλαίσθητο αίθριο και το συντριβάνι του, με απλά, αλλά όμορφα και πεντακάθαρα δωμάτια (μείναμε σε δίκλινο με ιδιωτικό μπάνιο) και ταυτόχρονα πολύ ήρεμη ατμόσφαιρα, καμία σχέση με το πολύβουο Silk Road. Πρόκειται για το ιδανικό μέρος για να χαλαρώσει κανείς μετά από μια κουραστική μέρα στη Γιαζντ και να γεμίσει τις μπαταρίες του σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον.
Ακόμα θυμάμαι τη στιγμή, εκεί που χαλαρώναμε λίγο στο αίθριο πριν βγούμε για μια πρώτη βόλτα στην παλιά πόλη, όταν άρχισε να ακούγεται από τα ηχεία το "Βαλς των ματιών" του πιανίστα και συνθέτη Σταύρου Λάντσια. Ήμουν σε ένα υπέροχο μέρος στην Περσία, στη μέση της ερήμου και άκουγα ένα πολυαγαπημένο κομμάτι από τη χώρα μου. Απλά ανατριχίλα!
Η Γιαζντ σαν πρώτη εικόνα μας έδωσε την αίσθηση ενός πολύ ιδιαίτερου, παραδοσιακού και όμορφου τόπου και περιμέναμε πώς και πώς να ξεχυθούμε την επόμενη ημέρα για εξερεύνηση και φωτογραφίες. Οι δύο πρώτες διαπιστώσεις που κάναμε πάντως ήταν ότι αφενός πρόκειται για ένα αρκετά τουστικό μέρος (το γεγονός ότι όλοι οι τουρίστες μένουν στην περιορισμένης έκτασης παλιά πόλη τους κάνει να φαντάζουν πολύ περισσότεροι σε σχέση με άλλες πόλεις) και αφετέρου ότι τα ήθη είναι πολύ πιο συντηρητικά από την Τεχεράνη και το Σιράζ. Τα τσαντόρ έδιναν και έπαιρναν και τα βλέμματα προς εμάς ήταν πολύ πιο έντονα και παραβιαστικά σε σχέση με τις προηγούμενες ημέρες.
Η βραδιά έκλεισε με ένα αρκετά εύγευστο δείπνο στο εστιατόριο του Silk Road, με κεμπάπ κοτόπουλου (έτρωγα ακόμα κρέας τότε), κάποια ιδιαίτερα μαγειρευτά στο στυλ των ινδικών κάρυ, πιλάφι και σμούθις. Πέσαμε κουρασμένες για ύπνο, αλλά με ενθουσιασμό για όσα θα βλέπαμε την επόμενη μέρα στη μαγική αυτή πόλη της ερήμου.