StellAnna
Member
- Μηνύματα
- 921
- Likes
- 365
- Επόμενο Ταξίδι
- Αίγυπτος επιτέλους!!!!!!!
- Ταξίδι-Όνειρο
- Μποτσουάνα? Γιατί όχι?
Τρέχαμε στους στενούς δρόμους της επαρχίας Τσιάπας, στο Μεξικό, λες και μας κυνηγούσαν. Οι περισσότεροι τουριστικοί πράκτορες, οι μοναχικοί ταξιδιώτες και οι απαίδευτοι τουρίστες πιστεύουν πως όπου να ‘ναι θα ξεπεταχτούν από τη ζούγκλα οι ορδές των επαναστατών Ζαπατίστας και θα ακολουθούσουν αρπάγματα και απαγωγές.
Μας έπιασε τρελό γέλιο με την ιδέα και μόνο. Όσο γελούσαμε, τόσο γκάζωνε ο μεξικάνος γόης.
Τα χιλιόμετρα ήταν πολλά και με φωνές και νοήματα του ζητήσαμε να κάνει μια στάση για «νερό και τσιγάρο». ΄Ετσι λένε σε τούτα τα μέρη την ανάγκη σου για τουαλέτα. Ας είναι.
Ξαναγκαζώνει το βαν και λίγο πιο κάτω, κάνει αριστερά και σταματάει. Το μέρος υπαίθριο, γεμάτο βλάστηση, δέντρα και πάγκους ξύλινους. Τριγύρω μας παπαγάλοι πράσινοι, μεγάλοι και καμαρωτοί. Μας πήραν στο κατόπι κράζοντας για λίγη προσοχή και φαγητό. Μόλις τους έγιναν τα πρώτα χατίρια, αποθρασύνθηκαν και σκαρφάλωναν στα πόδια μας, στους ώμους μας και κάποιοι μας τσιμπούσαν στη γάμπα για να εκδικηθούν που τους αγνοούσαμε. Κοιτάξαμε υποψιασμένοι τα φαγητά και στραφήκαμε κατά την αυτοσχέδια ψησταριά. Ένα βαρέλι κι απάνω του μια μαντεμένια πλάκα που ζεματάει. Η γλυκιά μεξικάνα παίρνει ένα κομματάκι ζυμάρι, το ανοίγει σε ένα στρογγυλό πιττάκι και το ακουμπά στην πυρωμένη πλάκα. Το γεμίζει με κάποιο είδος άσπρου τυριού, το διπλώνει και μας το προσφέρει σε πιατάκια.
Το πρώτο αυτοκτόνησε στο χωματένιο δάπεδο, μετά από μια απέλπιδα προσπάθεια να ισορροπήσει στο καθαρό, πλην ετοιμόρροπο, πιάτο.
Το δεύτερο έπεσε θύμα της μάχης μεταξύ ανθρώπου - παπαγάλου. ΄Ηρθαν οι άτιμοι και μας το άρπαξαν λάθρα. Παραμόνευαν στους ώμους μας και πριν ακόμα αγγίξουμε τη λιχουδιά, είχε κάνει φτερά και πέταγε προς άγνωστη κατεύθυνση, στο ράμφος των αδιάντροπων κλεφτών.
Στο τρίτο μάθαμε. Ζεστό ξεζεστό, το πήραμε στο χέρι μας και το φάγαμε περπατώντας πάνω κάτω, προς αποφυγή περαιτέρω ατυχημάτων. Μας πήραν είδηση και φτερούγιζαν δίπλα μας, για να επαναλάβουν τον θρίαμβό τους. Όσο δεν το κατόρθωναν, πραγματοποιούσαν ομαδικές επιθέσεις στις γάμπες μας. Πρώτη φορά έφαγα τυροπιτάκι περπατώντας και κλωτσώντας αφηνιασμένους παπαγάλους.
Ο γόης, απ΄ εκεί που βιαζόταν, κατέβαζε ήδη το τρίτο πιάτο, μιας χυλοειδούς καφτερής σπεσιαλιτέ της τοπικής γκουρμέ κουζίνας. Το πρόσωπό του, κατακόκκινο από την αψάδα του τσίλι, έγινε ολόκληρο ένα χαμόγελο όταν του δώσαμε να καταλάβει ότι θα πληρώσουμε εμείς γι΄ αυτόν. Όταν παρήγγειλε και τέταρτο πιάτο δείξαμε τη δυσαρέσκειά μας, γιατί ο ήλιος ήδη είχε πάρει την κατηφόρα. Είχαμε δρόμο ακόμα, είχαμε να περάσουμε σύνορα, να φτάσουμε στη Γουατεμάλα. Μας κοίταξε στεναχωρημένος και σηκώθηκε κρατώντας το πιάτο. Φοβηθήκαμε ότι θα το πάρει μαζί του και θα τρώει κουταλιά και γκαζιά και τον αφήσαμε να αποτελειώσει το γεύμα του.
Σε λίγο, πανευτυχής σανίδωνε το γκάζι, τρέχοντας και κορνάροντας δαιμονισμένα, μήπως και δεν μας πάρουν είδηση όσοι από τους Σαντινίστας δεν ήξεραν ήδη την έλευσή μας.
Λίγο ακόμα ράλλυ και φτάσαμε σε ένα ξέφωτο. Κατεβαίνουμε και κάτι παιδιά ορμάνε στις βαλίτσες μας. Τις χάνουμε από τα μάτια μας, στο πιτς φιτίλι. «Θα τις ξαναβρούμε?» Ποιος ξέρει…
Γύρω μας ησυχία. Στο βάθος κάτι ξεχασμένα αυτοκίνητα κάτω από τα δέντρα και δυο τρία παραγκένια σπιτάκια. Διασχίζουμε το δρόμο ολομόναχοι, ενώ από μακριά μάς παρακολουθούν κάποια παιδάκια. Δεξιά βλέπουμε κάτι τσίγκινα παραπήγματα και βγάζουμε τα διαβατήρια.
«Τι τα θέλετε?» μας ρωτούν.
«Για το συνοριακό έλεγχο» τους λέμε και πατάνε τα γέλια.
«Νο, Νο, Νο» φωνάζουν και ξαναχώνουμε το ταξιδιωτικό μας έχει, στα άδυτα των σάκων μας, πιστεύοντας ακράδαντα, πως εδώ τα πράγματα χαρακτηρίζονται από τη γνωστή ελαφρότητα του λατινικού «είναι».
Δεν κάνουμε ούτε εκατό μέτρα, «έλεγχος διαβατηρίων» μας λένε και τα παίρνουμε. «Μα…» κάνουμε να διαμαρτυρηθούμε. «Εδώ είναι ο έλεγχος και όχι εκεί» μας δείχνουν το δρόμο πίσω μας. Τι να πεις. Αλλά και να ‘χες κάτι, το ‘λεγες?
Ο πρωτοξάδελφος των Ζαπατίστας μας κοίταζε προσεκτικά, μέσα από το μεγάλο παραθύρι του τσίγκινου παραπήγματος. Έναν - έναν που ενέκρινε, του πάταγε και μια σφραγίδα, όπου έβρισκε. Εφτά ήμασταν, κόσμος άλλος δεν υπήρχε, τελειώσαμε στα γρήγορα.
Προχωράμε λίγο ακόμα και κάνουμε δεξιά σε ένα χωμάτινο μονοπάτι. Βγάζω την κάμερα «επιτρέπεται?» ρωτάω και οι ντόπιοι οδηγοί παραξενεύονται. «Γιατί όχι?» ρωτούν. «Γιατί είμαστε σε παραμεθόριο περιοχή» τους λέω και σκάζουν στα γέλια. Κοίταξα τριγύρω και συνειδητοποίησα το μέγεθος της χαζομάρας μου. Η «παραμεθόριος» ήταν μια χαλαρά αποψιλωμένη περιοχή από τη γύρω ζούγκλα, με τεράστια δέντρα. Στο βάθος ξεδιπλωνόταν το ποτάμι και στην απέναντι όχθη πλένανε τα ρούχα τους οι Γουατεμαλτέζες, που είχαν ανοίξει ένα φωναχτό λακριντί με τις Μεξικάνες νοικοκυράδες, τούτης της όχθης.
Σηκώνω τη μηχανή και δέχομαι το πρώτο χτύπημα. Ένα καρούμπαλο σαν αμύγδαλο κοσμεί το πάνω δεξιό μου καύκαλο. Καπάκι έρχεται το δεύτερο και δίπλα από το αμύγδαλο προστίθεται φυστίκι.
«Καλυφθείτε!!!» φωνάζει κάποιος κρατώντας το κεφάλι του και ξαπλώνουμε κατάχαμα. Οι εχθροί γύρω μας πηδούν από κλαρί σε κλαρί και εκσφενδονίζουν πέτρες και κλαδιά. Τι το ‘θελα το ξεσκούφωτο ξανθό? Μυαλό δεν έβαλα από το μαλλιοτράβηγμα ανάμεσα σε μένα και τη μαϊμού του Αμαζονίου? Πήρα και τους ανθρώπους στο λαιμό μου.
Βάλαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, ως προστασία κεφαλής και τρέξαμε προς το ξέφωτο του ποταμού. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα στραβά τσιμεντένια σκαλοπάτια και ξαφνικά σταματάμε.
«Πού είναι το σκάφος?» ρωτάμε και σαρώνουμε με το βλέμμα μας το ποτάμι, με το ίδιο ακριβώς ύφος, που έψαχνε για παντεσπάνι και η Μαρία Αντουανέτα, εν μέσω επανάστασης.
Μας έδειξαν μερικές βάρκες που λικνιζόντουσαν χαλαρά στην όχθη του ποταμού. Ήταν οι γνωστές στενόμακρες, χωρίς καρίνα, βάρκες των ποταμών, που έχουν ένα σκέπαστρο στο μέσο τους. Δίπλα τους λιαζόντουσαν του καλού καιρού κάτι τεμπέληδες καλοζωισμένοι κροκόδειλοι.
Όλοι οι συνταξιδιώτες είχαμε περάσει και από νότιο Αμερική, οπότε ήμασταν μαθημένοι σε τέτοια πολυτελή κότερα. Περιμέναμε να φορτωθούν οι βαλίτσες και μπήκαμε κι εμείς.
Η βάρκα έκατσε από το βάρος. Οι κροκόδειλοι αφήσαν τα λιάσματα και χώθηκαν στο νερό. Ήρθαν δίπλα μας και βγάζοντας το μισό τους κεφάλι, μας κάνανε ματάκια.
Κάναμε ότι τους αγνοήσαμε, αλλά ασυναίσθητα σκύψαμε προς το κέντρο της βάρκας.
Κάποιοι, είχαν διάθεση για παιχνίδια και κόβανε βόλτες από κάτω μας και καθώς περνούσαν, ακουμπούσαν με το σώμα τους τον πάτο. Σε κάθε θόρυβο, κοιτάζαμε την περιοχή γύρω από τα πόδια μας.
«Πάει μακριά η βαλίτσα μάστορα?» ρωτήσαμε τον βαρκάρη, δήθεν ανυπομονώντας.
«Μιάμιση ώρα δρόμος είναι» μουρμούρισε, σκύβοντας πάνω από την εξωλέμβια.
Η μηχανή πήγε μπρος με την πρώτη και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τον ποταμό, προς τη Γουατεμάλα.
Μας έπιασε τρελό γέλιο με την ιδέα και μόνο. Όσο γελούσαμε, τόσο γκάζωνε ο μεξικάνος γόης.
Τα χιλιόμετρα ήταν πολλά και με φωνές και νοήματα του ζητήσαμε να κάνει μια στάση για «νερό και τσιγάρο». ΄Ετσι λένε σε τούτα τα μέρη την ανάγκη σου για τουαλέτα. Ας είναι.
Ξαναγκαζώνει το βαν και λίγο πιο κάτω, κάνει αριστερά και σταματάει. Το μέρος υπαίθριο, γεμάτο βλάστηση, δέντρα και πάγκους ξύλινους. Τριγύρω μας παπαγάλοι πράσινοι, μεγάλοι και καμαρωτοί. Μας πήραν στο κατόπι κράζοντας για λίγη προσοχή και φαγητό. Μόλις τους έγιναν τα πρώτα χατίρια, αποθρασύνθηκαν και σκαρφάλωναν στα πόδια μας, στους ώμους μας και κάποιοι μας τσιμπούσαν στη γάμπα για να εκδικηθούν που τους αγνοούσαμε. Κοιτάξαμε υποψιασμένοι τα φαγητά και στραφήκαμε κατά την αυτοσχέδια ψησταριά. Ένα βαρέλι κι απάνω του μια μαντεμένια πλάκα που ζεματάει. Η γλυκιά μεξικάνα παίρνει ένα κομματάκι ζυμάρι, το ανοίγει σε ένα στρογγυλό πιττάκι και το ακουμπά στην πυρωμένη πλάκα. Το γεμίζει με κάποιο είδος άσπρου τυριού, το διπλώνει και μας το προσφέρει σε πιατάκια.
Το πρώτο αυτοκτόνησε στο χωματένιο δάπεδο, μετά από μια απέλπιδα προσπάθεια να ισορροπήσει στο καθαρό, πλην ετοιμόρροπο, πιάτο.
Το δεύτερο έπεσε θύμα της μάχης μεταξύ ανθρώπου - παπαγάλου. ΄Ηρθαν οι άτιμοι και μας το άρπαξαν λάθρα. Παραμόνευαν στους ώμους μας και πριν ακόμα αγγίξουμε τη λιχουδιά, είχε κάνει φτερά και πέταγε προς άγνωστη κατεύθυνση, στο ράμφος των αδιάντροπων κλεφτών.
Στο τρίτο μάθαμε. Ζεστό ξεζεστό, το πήραμε στο χέρι μας και το φάγαμε περπατώντας πάνω κάτω, προς αποφυγή περαιτέρω ατυχημάτων. Μας πήραν είδηση και φτερούγιζαν δίπλα μας, για να επαναλάβουν τον θρίαμβό τους. Όσο δεν το κατόρθωναν, πραγματοποιούσαν ομαδικές επιθέσεις στις γάμπες μας. Πρώτη φορά έφαγα τυροπιτάκι περπατώντας και κλωτσώντας αφηνιασμένους παπαγάλους.
Ο γόης, απ΄ εκεί που βιαζόταν, κατέβαζε ήδη το τρίτο πιάτο, μιας χυλοειδούς καφτερής σπεσιαλιτέ της τοπικής γκουρμέ κουζίνας. Το πρόσωπό του, κατακόκκινο από την αψάδα του τσίλι, έγινε ολόκληρο ένα χαμόγελο όταν του δώσαμε να καταλάβει ότι θα πληρώσουμε εμείς γι΄ αυτόν. Όταν παρήγγειλε και τέταρτο πιάτο δείξαμε τη δυσαρέσκειά μας, γιατί ο ήλιος ήδη είχε πάρει την κατηφόρα. Είχαμε δρόμο ακόμα, είχαμε να περάσουμε σύνορα, να φτάσουμε στη Γουατεμάλα. Μας κοίταξε στεναχωρημένος και σηκώθηκε κρατώντας το πιάτο. Φοβηθήκαμε ότι θα το πάρει μαζί του και θα τρώει κουταλιά και γκαζιά και τον αφήσαμε να αποτελειώσει το γεύμα του.
Σε λίγο, πανευτυχής σανίδωνε το γκάζι, τρέχοντας και κορνάροντας δαιμονισμένα, μήπως και δεν μας πάρουν είδηση όσοι από τους Σαντινίστας δεν ήξεραν ήδη την έλευσή μας.
Λίγο ακόμα ράλλυ και φτάσαμε σε ένα ξέφωτο. Κατεβαίνουμε και κάτι παιδιά ορμάνε στις βαλίτσες μας. Τις χάνουμε από τα μάτια μας, στο πιτς φιτίλι. «Θα τις ξαναβρούμε?» Ποιος ξέρει…
Γύρω μας ησυχία. Στο βάθος κάτι ξεχασμένα αυτοκίνητα κάτω από τα δέντρα και δυο τρία παραγκένια σπιτάκια. Διασχίζουμε το δρόμο ολομόναχοι, ενώ από μακριά μάς παρακολουθούν κάποια παιδάκια. Δεξιά βλέπουμε κάτι τσίγκινα παραπήγματα και βγάζουμε τα διαβατήρια.
«Τι τα θέλετε?» μας ρωτούν.
«Για το συνοριακό έλεγχο» τους λέμε και πατάνε τα γέλια.
«Νο, Νο, Νο» φωνάζουν και ξαναχώνουμε το ταξιδιωτικό μας έχει, στα άδυτα των σάκων μας, πιστεύοντας ακράδαντα, πως εδώ τα πράγματα χαρακτηρίζονται από τη γνωστή ελαφρότητα του λατινικού «είναι».
Δεν κάνουμε ούτε εκατό μέτρα, «έλεγχος διαβατηρίων» μας λένε και τα παίρνουμε. «Μα…» κάνουμε να διαμαρτυρηθούμε. «Εδώ είναι ο έλεγχος και όχι εκεί» μας δείχνουν το δρόμο πίσω μας. Τι να πεις. Αλλά και να ‘χες κάτι, το ‘λεγες?
Ο πρωτοξάδελφος των Ζαπατίστας μας κοίταζε προσεκτικά, μέσα από το μεγάλο παραθύρι του τσίγκινου παραπήγματος. Έναν - έναν που ενέκρινε, του πάταγε και μια σφραγίδα, όπου έβρισκε. Εφτά ήμασταν, κόσμος άλλος δεν υπήρχε, τελειώσαμε στα γρήγορα.
Προχωράμε λίγο ακόμα και κάνουμε δεξιά σε ένα χωμάτινο μονοπάτι. Βγάζω την κάμερα «επιτρέπεται?» ρωτάω και οι ντόπιοι οδηγοί παραξενεύονται. «Γιατί όχι?» ρωτούν. «Γιατί είμαστε σε παραμεθόριο περιοχή» τους λέω και σκάζουν στα γέλια. Κοίταξα τριγύρω και συνειδητοποίησα το μέγεθος της χαζομάρας μου. Η «παραμεθόριος» ήταν μια χαλαρά αποψιλωμένη περιοχή από τη γύρω ζούγκλα, με τεράστια δέντρα. Στο βάθος ξεδιπλωνόταν το ποτάμι και στην απέναντι όχθη πλένανε τα ρούχα τους οι Γουατεμαλτέζες, που είχαν ανοίξει ένα φωναχτό λακριντί με τις Μεξικάνες νοικοκυράδες, τούτης της όχθης.
Σηκώνω τη μηχανή και δέχομαι το πρώτο χτύπημα. Ένα καρούμπαλο σαν αμύγδαλο κοσμεί το πάνω δεξιό μου καύκαλο. Καπάκι έρχεται το δεύτερο και δίπλα από το αμύγδαλο προστίθεται φυστίκι.
«Καλυφθείτε!!!» φωνάζει κάποιος κρατώντας το κεφάλι του και ξαπλώνουμε κατάχαμα. Οι εχθροί γύρω μας πηδούν από κλαρί σε κλαρί και εκσφενδονίζουν πέτρες και κλαδιά. Τι το ‘θελα το ξεσκούφωτο ξανθό? Μυαλό δεν έβαλα από το μαλλιοτράβηγμα ανάμεσα σε μένα και τη μαϊμού του Αμαζονίου? Πήρα και τους ανθρώπους στο λαιμό μου.
Βάλαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, ως προστασία κεφαλής και τρέξαμε προς το ξέφωτο του ποταμού. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα στραβά τσιμεντένια σκαλοπάτια και ξαφνικά σταματάμε.
«Πού είναι το σκάφος?» ρωτάμε και σαρώνουμε με το βλέμμα μας το ποτάμι, με το ίδιο ακριβώς ύφος, που έψαχνε για παντεσπάνι και η Μαρία Αντουανέτα, εν μέσω επανάστασης.
Μας έδειξαν μερικές βάρκες που λικνιζόντουσαν χαλαρά στην όχθη του ποταμού. Ήταν οι γνωστές στενόμακρες, χωρίς καρίνα, βάρκες των ποταμών, που έχουν ένα σκέπαστρο στο μέσο τους. Δίπλα τους λιαζόντουσαν του καλού καιρού κάτι τεμπέληδες καλοζωισμένοι κροκόδειλοι.
Όλοι οι συνταξιδιώτες είχαμε περάσει και από νότιο Αμερική, οπότε ήμασταν μαθημένοι σε τέτοια πολυτελή κότερα. Περιμέναμε να φορτωθούν οι βαλίτσες και μπήκαμε κι εμείς.
Η βάρκα έκατσε από το βάρος. Οι κροκόδειλοι αφήσαν τα λιάσματα και χώθηκαν στο νερό. Ήρθαν δίπλα μας και βγάζοντας το μισό τους κεφάλι, μας κάνανε ματάκια.
Κάναμε ότι τους αγνοήσαμε, αλλά ασυναίσθητα σκύψαμε προς το κέντρο της βάρκας.
Κάποιοι, είχαν διάθεση για παιχνίδια και κόβανε βόλτες από κάτω μας και καθώς περνούσαν, ακουμπούσαν με το σώμα τους τον πάτο. Σε κάθε θόρυβο, κοιτάζαμε την περιοχή γύρω από τα πόδια μας.
«Πάει μακριά η βαλίτσα μάστορα?» ρωτήσαμε τον βαρκάρη, δήθεν ανυπομονώντας.
«Μιάμιση ώρα δρόμος είναι» μουρμούρισε, σκύβοντας πάνω από την εξωλέμβια.
Η μηχανή πήγε μπρος με την πρώτη και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τον ποταμό, προς τη Γουατεμάλα.
Attachments
-
80,5 KB Προβολές: 3.340