galat
Member
- Μηνύματα
- 851
- Likes
- 2.126
- Επόμενο Ταξίδι
- ...
- Ταξίδι-Όνειρο
- Λατινική Αμερική
Στην ορεινά φιόρδ του Κομάν
Σήμερα επρόκειτο να κάνουμε μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες διαδρομές του ταξιδιού μας. Να διασχίσουμε τα βουνά της Βορειοανατολικής Αλβανίας με κατεύθυνση το Κόσοβο και την πόλη Prizren. Το πιο ενδιαφέρον όμως στην σημερινή διαδρομή δεν ήταν τόσο η διαδρομή με το αυτοκίνητο, όσο μία διαδρομή με φεριμπότ στην τεχνητή λίμνη του Κομάν, αυτήν που πολύ σωστά ονόμασε παραπάνω ο Kalspiros σαν «φιόρδ» του Κομάν.
Ο ποταμός Δρίνος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Αλβανίας. Αποτελεί την ένωση δυο μεγάλων παραποτάμων του, που συναντώνται στην πόλη Kukes κοντά στα σύνορα με το Κόσοβο και συνεχίζουν μέσα από απότομα φαράγγια την κοινή πορεία τους μέχρι την Αδριατική. Το ένα τμήμα είναι ο λευκός Δρίνος που ξεκινά από την λίμνη Οχρίδα και το άλλο ο μαύρος Δρίνος, που πηγάζει από την περιοχή του Πετς στο Κόσοβο. Το συνολικό του μήκος φτάνει τα 335 χλμ. Στο ποτάμι αυτό την δεκαετία του 1970 το καθεστώς του Εβρέν Χότζα άρχισε την κατασκευή μίας σειράς υδροηλεκτρικών φραγμάτων. Το φράγμα του Vau I Dejes και του Fierze στην αρχή και αργότερα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το φράγμα του Κομάν. Έτσι στην θέση του ποταμού δημιουργήθηκε μία μεγάλη τεχνητή λίμνη σε τρία διαφορετικά επίπεδα, ανάλογα με το κάθε φράγμα. Η λίμνη αυτή έχει ένα συνολικό μήκος περίπου 100 χλμ και εισέρχεται και μέσα στο έδαφος του Κοσόβου. Λέγεται μάλιστα ότι επειδή οι σχέσεις του καθεστώτος του Χότζα ήταν πολύ κακές με αυτό του Τίτο στην Γιουγκοσλαβία, το καθεστώς του Χότζα δεν θεώρησε καν αναγκαίο να συνεννοηθεί με τους κατοίκους της άλλης πλευράς των συνόρων, με αποτέλεσμα κάποια ωραία πρωϊα οι άνθρωποι, στην περιοχή αυτή του σημερινού Κοσόβου, να δουν αναπάντεχα τα χωράφια τους να πλημμυρίζουν και την τεχνητή λίμνη Vermica να σχηματίζεται.
Η μεσαία από τις λίμνες αυτές είναι η λίμνη του Κομάν, η οποία φημίζεται για την υπέροχη και άγρια ομορφιά της. Το παλιό φαράγγι έχει μετασχηματιστεί σε ένα εντυπωσιακό φιορδ με πανύψηλα βουνά, που φτάνουν σε ύψος και τα 2.700 μέτρα, να το περιτριγυρίζουν. Στην τεχνητή αυτή λίμνη υπάρχει ένα φεριμπότ, που συνδέει μία φορά την ημέρα το Fierze προς ανατολάς και τα χωριά, που βρίσκονται στους μεγάλους ορεινούς όγκους που συνορεύουν με αυτό, με το Κομάν προς Δυσμάς και από εκεί με την Σκόδρα και τον πολιτισμό. Λόγω της μεγάλης φυσικής ομορφιάς του τοπίου, στο φεριμπότ σίγουρα μαζεύονται τουρίστες, κύρια Γερμανοί και Ιταλοί, όμως το φεριμπότ ουσιαστικά λειτουργεί για να εξυπηρετεί τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων των ορεινών αυτών όγκων. Μεγάλα φορτηγά φορτωμένα με οικοδομικά και άλλα υλικά προτιμάνε την διαδρομή των 2,5 ωρών με το φεριμπότ από το Fierze μέχρι το Κομάν και από εκεί τον κακοτράχαλο δρόμο μέχρι τα φράγμα του Vau I Dejes και από εκεί στην Σκόδρα, παρά τους στενούς φιδωτούς δρόμους που συνδέουν τα βουνά της βορειοανατολικής Αλβανίας με την Σκόδρα.
Η διαδρομή αυτή με το φεριμπότ της λίμνης του Κομάν, θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα της Αλβανίας και σε αυτό ήταν αφιερωμένη η σημερινή μας μέρα. Το φεριμπότ αυτό ξεκινά κάθε μέρα στις 7:00 το πρωί από το Fierze και φτάνει στο Κομάν περίπου στις 9:15, απ’ όπου φεύγει στις 10:00 το πρωί για να επιστρέψει στο Fierze. Συνεπώς δεν υπάρχει δυνατότητα να κάνει κανείς μία εκδρομή από τη Σκόδρα προς το Fierze και να επιστρέψει την ίδια μέρα πίσω στην Σκόδρα, εκτός εάν την επιστροφή την κάνει οδικώς. Εμείς όμως έτσι και αλλιώς δεν σκοπεύαμε να επιστρέψουμε πίσω στην Σκόδρα, αφού ο επόμενος προορισμός μας ήταν το Prizren στο Κόσοβο.
Ξεκινήσαμε στις 7:30 το πρωί από την Σκόδρα για να κάνουμε οδικά την διαδρομή μέχρι το φράγμα του Κομάν, μια απόσταση περίπου 60χλμ. Πήραμε προς τα πίσω για 12 χλμ τον δρόμο Ε762, από τον οποίο είχαμε έρθει από τα Τίρανα και στρίψαμε προς ανατολάς τον δρόμο Ε851 προς Kosmac, Stajke και Puke. Μετά από 14 ακόμα χλμ. περίπου και ενώ είχαμε ήδη δει το φράγμα και το χωριό του Vau I Dejes στρίψαμε και πάλι αριστερά προς Koman για 32 ακόμα χιλιόμετρα. Αυτά τα 32 χλμ ήταν στον πιο κακοτράχαλο δρόμο του συνολικού ταξιδιού μας, στον δρόμο με τις περισσότερες λακκούβες. Ο δρόμος ακολουθούσε την δεξιά πλευρά της λίμνης και ουσιαστικά ήταν οριζόντιος, πηγαίνοντας παράλληλα με την στάθμη της λίμνης. Αυτό που άλλαζε όσο προχωρούσαμε ήταν τα βουνά γύρω μας του μεγάλωναν. Κίνηση δεν υπήρχε, πέρα από 2-3 αυτοκίνητα, που προφανώς είχαν τον ίδιο προορισμό. Σε όλη την διαδρομή δεν υπήρχαν οικισμοί ή κτίσματα. Η απόλυτη ερημιά. Είχαμε κάνει ήδη 1,5 ώρα διαδρομής και στο βάθος φαινόταν το φράγμα του Κομάν με το ύψος του των 115 μέτρων. Μην γνωρίζοντας το μέγεθος του φεριμπότ ανησυχήσαμε όταν πλησιάζοντας μία γέφυρα, που μας οδηγούσε στην αριστερή πλευρά της λίμνης είδαμε 5-6 μεγάλα φορτηγά να περιμένουν. Θα χώραγε και μας το φεριμπότ; Περνώντας την γέφυρα ο δρόμος ήταν πλέον ανηφορικός ανεβαίνοντας προς την στέψη του φράγματος. Λίγο πριν ο δρόμος κατέληγε σε ένα τούνελ, χωρίς την οποιαδήποτε ένδειξη, χωρίς φωτισμό και χωρίς επένδυση στην οροφή του, δηλαδή με τον βράχο πάνω από τα κεφάλια μας και νερά να τρέχουν σε διάφορα σημεία. Αλλά το πιο σημαντικό, το τούνελ δεν ήταν ευθύγραμμο ή έστω καμπύλο, αλλά έκανε διάφορα ζικ-ζαγκ και μας έκανε να απορούμε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι εάν είχαμε μπει σωστά στο τούνελ αυτό. Όμως μετά από 3-4 λεπτά έκπληξης και απορίας, φάνηκε επί τέλους φως στην άκρη του τούνελ και βγαίνοντας από αυτό είδαμε την λίμνη του Κομάν να απλώνεται μπροστά μας, περιτριγυρισμένη από πανύψηλα και καταπράσινα βουνά και μείς να βρισκόμαστε πάνω σε μία μικρή αποβάθρα, που δεν είχε τίποτε άλλο πέρα από ένα καφέ. Ήδη μερικά αυτοκίνητα βρίσκονταν εδώ και περίμεναν. Εάν ερχόντουσαν μερικά ακόμα, είναι ζήτημα εάν θα υπήρχε χώρος να κάνει κανείς επί τόπου στροφή, εάν ήθελε να γυρίσει πίσω.
Σε λίγο εμφανίστηκε και το φεριμπότ, που ερχόταν από το Fierze γεμάτο αυτοκίνητα και φορτηγά. Ευτυχώς ήταν αρκετά μεγάλο και έτσι ο φόβος μήπως δεν χωράγαμε εξαφανίστηκε. Ο οδηγός έγραφε ότι το ατομικό εισιτήριο κάνει 500 λεκ (κάπου 3,5?) και του αυτοκινήτου 1300 λεκ (κάπου 10 ?) ανά τετραγωνικό μέτρο! Με τους υπολογισμούς μας το εισιτήριο του αυτοκινήτου θα ξεπέρναγε τα 60 ?, για μια διαδρομή 2,5 ωρών, κάτι που μας φαινόταν ιδιαίτερα ακριβό και μάλιστα για την Αλβανία. Όμως ήμασταν αποφασισμένοι να το κάνουμε σε κάθε περίπτωση. Εν τέλει όμως στο σημείο αυτό ο οδηγός ήταν εντελώς λάθος. Το εισιτήριο του αυτοκινήτου κόστισε 1600 λεκ (γύρω στα 11,5 ?), το ατομικό εισιτήριο 200 λεκ (γύρω στο 1,5 ?) και ακόμα 200 λεκ για το πέρασμα του τούνελ, σύνολο 16 ? περίπου. Περιμένοντας την είσοδό μας στο φεριμπότ ο υπεύθυνος της αποβάθρας μας έπιασε την κουβέντα στα Ελληνικά. Είχε δουλέψει για δυο χρόνια στην Ελλάδα και αρκετά χρόνια στην Ιταλία. Ήταν πολύ ευγενικός και εξυπηρετικός και στην ερώτησή μας που ήταν καλύτερα, στην Ελλάδα ή στην Ιταλία, η απάντησή του ήταν ανεπιφύλακτη : «στην Ελλάδα, γιατί εκεί δουλεύαμε λιγότερο…». Τα συμπεράσματα δικά σας και προσοχή μην μας ακούσει το ΔΝΤ.
Μπήκαμε από τους πρώτους στο φεριμπότ και ανεβήκαμε αμέσως στο κατάστρωμα να θαυμάσουμε το τοπίο. Τώρα βλέπαμε από ψηλά και από την αντίθετη κατεύθυνση το που περιμέναμε τόση ώρα. Μία μικρή αποβάθρα στην ρίζα ενός τεράστιου κατακόρυφου βράχου. Καμία πρόσβαση δεν υπήρχε πέρα από την μαύρη τρύπα του τούνελ που κατέληγε σε αυτήν. Γύρω-γύρω η λίμνη και από πάνω ο βράχος. Ήδη κάποια αυτοκίνητα είχαν ήδη προστεθεί σε όσα περίμεναν να μπουν στο φεριμπότ και όταν αυτά επιβιβάστηκαν άρχισαν να εμφανίζονται από το τούνελ ένα-ένα τα φορτηγά, που είχαμε δει να περιμένουν στην γέφυρα. Τώρα εξηγούνταν γιατί περίμεναν. Απλά δεν χώραγαν στην αποβάθρα.
Το φεριμπότ ξεκίνησε και εμείς βλέπαμε γύρω-γύρω τις καταπράσινες πλαγιές των βουνών να καταλήγουν με μεγάλες κλίσεις στα καταγάλανα νερά της λίμνης. Όμως η αίσθηση δεν ήταν ότι βρίσκεσαι σε μία τεχνητή λίμνη, αλλά σε ένα ποτάμι χωρίς ροή νερού. Σε ένα ποτάμι, με πολλές διακλαδώσεις δεξιά και αριστερά. Οι βραχώδεις σχηματισμοί σου έκοβαν την ανάσα. Άλλοτε εντελώς κατακόρυφοι για εκατοντάδες μέτρα, με δέντρα να ξεφυτρώνουν μέσα από τις σχισμές των βράχων. Άλλοτε τσαλακωμένοι με εμφανείς τις διάφορες γεωλογικές στρώσεις και εντυπωσιακά δείγματα των έντονων γεωλογικών μεταβολών, που έχουν συμβεί στο παρελθόν. Τα καταπράσινα βουνά, διαδέχονταν τεράστιοι άγονοι βραχώδεις ορεινοί όγκοι, που σου έκρυβαν το οπτικό πεδίο και σου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι το φεριμπότ βαδίζει προς ένα αδιέξοδο. Και όμως όσο το φεριμπότ προχωρούσε μια στενή υδάτινη δίοδος εμφανίζονταν ανάμεσα στους βραχώδεις όγκους και ένα νέο υπέροχο θέαμα ερέθιζε το οπτικό νεύρο. Σε λίγο ανάμεσα από τα βουνά που έπεφταν μέχρι το νερό εμφανίστηκαν οι χιονισμένες κορυφές από τα υψηλά βουνά της βορειοανατολικής Αλβανίας. Που και που μικρά νησάκια εμφανίζονταν στον δρόμο μας, ή ανάμεσα στις απότομες πλαγιές σχηματίζονταν μικρές παραλίες.
Περιττό να πω ότι παγωμένος αέρας κατέβαινε από τα χιονισμένα βουνά και μέσα στο στενό πέρασμα που κινούμασταν ανέβαζε την ταχύτητά του και έκανε την συνεχή παραμονή στο κατάστρωμα ανυπόφορη. Έτσι κατά διαστήματα ήμασταν αναγκασμένοι να κάνουμε μικρά πεντάλεπτα διαλείμματα στον εσωτερικό χώρο του φεριμπότ και να κοιτάμε προς τα έξω από τα μικρά παράθυρά του. Πρέπει να πω ότι είχαμε πολύ ταλαντευτεί για το τι ρούχα θα παίρναμε στην εκδρομή αυτή. Η πρόβλεψη του καιρού έδειχνε καλές για την εποχή θερμοκρασίες για την διάρκεια της ημέρας, όμως για το μισό του ταξιδιού, που θα κινούμασταν στα βουνά, το βράδυ οι θερμοκρασίες θα έπεφταν μέχρι και τους μηδέν βαθμούς! Όμως θέλοντας να αποφύγουμε μεγάλο όγκο και βάρος αποσκευών είχαμε προτιμήσει να πάρουμε πιο ελαφριά ρούχα και να υπομείνουμε κάποιο κρύο για λίγες μέρες. Ήδη η επιλογή μας αυτή δοκιμαζόταν.
Η φωτογραφική μηχανή είχε πάρει φωτιά. 150 φωτογραφίες σε μία διαδρομή 2,5 περίπου ωρών. Φωτογραφίες που βλέποντας τες εκ των υστέρων είναι πολύ κατώτερες από την υπέροχη αίσθηση που μας άφησε η εμπειρία αυτή.
Σε όλη αυτή την διαδρομή – που σε μήκος δεν ήταν πάνω από 30-35 χλμ. – η απουσία ανθρώπινης δραστηριότητας ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Αραιά και που στις απότομες πλαγιές των βουνών εμφανίζονταν μεμονωμένες αγροικίες, που απορούσες πως μπορεί να φτάνει κανείς μέχρι εκεί, αφού πουθενά δεν υπήρχε ούτε ήταν δυνατόν να υπάρχει δρόμος. Μόνο σε μία περίπτωση σε ένα μικρό αλλά καλλιεργημένο πλάτωμα δίπλα στην λίμνη ήταν συγκεντρωμένα 5-6 αγροτόσπιτα. Ούτε εδώ έφτανε δρόμος και ήταν φανερό ότι κάθε επικοινωνία γινόταν από το νερό.
Μια απορία μάλιστα μας δημιουργήθηκε, η οποία μας έχει μείνει μέχρι σήμερα αναπάντητη και συνεπώς κάθε ιδέα ευπρόσδεκτη. Πως μεταφέρθηκε μέχρι την λίμνη Κομάν το φεριμπότ που έκανε την διαδρομή; Ούτε το οδικό δίκτυο προσφέρεται, ούτε ναυπηγεία υπάρχουν στην περιοχή, για να μπορεί να γίνει κάποια έστω συναρμολόγηση, ούτε από το νερό μπορούσε να έρθει, αφού υπάρχουν φράγματα με υψομετρικές διαφορές. Απορία….
Φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής και το φεριμπότ έδεσε πάλι σε μία μικρή αποβάθρα. Καθώς είχαμε μπει από τους πρώτους βγήκαμε τώρα από τους τελευταίους. Βρισκόμασταν πίσω από ένα μεγάλο κομβόι από φορτηγά και πηγαίναμε σιγά-σιγά για 2-3 χλμ. σε έναν στενό χωμάτινο δρόμο στην αριστερή πλευρά της λίμνης μέχρι το χωριό του Fierze. Είχαμε τώρα να κάνουμε μία ορεινή διαδρομή σε έναν λευκό δρόμο του χάρτη, δηλαδή σε δρόμο κακής βατότητας και ανηφορικό μέχρι να συναντήσουμε τον δρόμο που οδηγούσε προς το Κούκες και τα σύνορα και τον οποίο είχαμε πάρει το πρωϊ πριν τον εγκαταλείψουμε με κατεύθυνση το Κομάν. Με τρόμο σκεφτόμουνα να κάνουμε τον δρόμο με τόσα φορτηγά μπροστά μας. Όμως η τύχη μας χαμογέλασε. Φτάνοντας σε μια γέφυρα που έφευγε προς τα δεξιά στον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουμε, όλα τα φορτηγά αλλά και όλη η υπόλοιπη κίνηση κατευθύνθηκε προς τα αριστερά στον δρόμο που οδηγούσε στα ορεινά χωριά της βορειοανατολικής Αλβανίας, στα οποία τα φορτηγά μετέφεραν μια σειρά από αγαθά. Πήραμε λοιπόν μόνοι μας τον δρόμο στην δεξιά πλευρά την λίμνης και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό. Σε λίγο είδαμε να ορθώνονται μπροστά μας τα 152 μέτρα ύψος του φράγματος του Fierze και όταν ο δρόμος ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά, αντικρύσαμε το τρίτο μέρος της τεχνητής λίμνης, που βρίσκονταν αρκετά πιο ψηλά από την λίμνη του Κομάν, που βρισκόμασταν μέχρι πριν από λίγο.
Πρέπει να πω σε αυτό το σημείο ότι σε όλο το ταξίδι μας διαπιστώσαμε σχεδόν ολοκληρωτική απουσία χιλιομετρικών πινακίδων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα είχαμε και αντικρουόμενες πληροφορίες για το μήκος του δρόμου που είχαμε να διανύσουμε (μέχρι το σημείο Ζ του χάρτη). Ο ένας χάρτης έδειχνε 40 χλμ, ο άλλος 50. Στο τέλος αποδείχτηκαν 60. Ο δρόμος δεν ήταν εν τέλει κακός, αλλά με συνεχείς στροφές και μεγάλες ανηφόρες ή κατηφόρες με αποτέλεσμα να χρειαστούμε σχεδόν 2 ώρες. Ο δρόμος ήταν όμως σχεδόν έρημος. Σε όλη την διαδρομή δεν συναντήσαμε παρά 7-8 αμάξια, από αυτά 3-4 μαζεμένα που ακολουθούσαν μια νεκροφόρα! Οικισμοί ελάχιστοι, στην ουσία λίγες αραιές συστάδες από σπίτια. Σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις πήραμε μαζί μας ανθρώπους, που έκαναν οτοστόπ. Έναν βοσκό, έναν αγρότη που κουβάλαγε μια βαριά μπαταρία αυτοκινήτου με την μικρή του αδερφή, κάποιον που είχε μείνει στην μέση του πουθενά από βενζίνη. Σε όλο μας το ταξίδι, πήραμε σε διάφορες χώρες συνολικά 12 άτομα που έκαναν οτοστόπ. Με εξαίρεση έναν Πολωνό με μια νεαρή Τουρκάλα, όλοι οι υπόλοιποι ήταν ντόπιοι και δεν μιλούσαν ούτε μία λέξη Αγγλικά ή μιαν άλλη ξένη γλώσσα. Απ’ ότι καταλάβαμε το οτοστόπ είναι κάτι το συνηθισμένο. Δεδομένου ότι δεν είδαμε ούτε σε μία περίπτωση να κυκλοφορούν επαρχιακά λεωφορεία, φαίνεται ότι χρησιμοποιούν αυτόν τον τρόπο για να μετακινούνται από χωριό σε χωριό. Σε μία περίπτωση μάλιστα περνώντας τα σύνορα από την Κροατία για την Βοσνία στον δρόμο για την Τρεμπίνιε, ένας κύριος είχε συνοδεύσει την 20χρονη κόρη του μέχρι την δημοσιά, για να βρει αντ’αυτής ένα αυτοκίνητο στους επιβάτες του οποίου θα εμπιστεύονταν την νεαρή κοπέλα στον 25 χιλιομέτρων δρόμο μέχρι την πόλη. Μας είδε σαν ένα ζευγάρι ώριμων και αξιοσέβαστων Αλβανών, αφού το αμάξι μας είχε αλβανικές πινακίδες και έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να συνοδεύσουμε επιτυχώς την κόρη του.
Σε λίγο βγήκαμε στον δρόμο για το Κούκες, και λίγο αργότερα ο δρόμος έφτιαξε πολύ και έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να τρέξουμε λίγο και να καλύψουμε ένα μέρος από την καθυστέρηση που είχαμε. Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στα σύνορα με το Κόσοβο με κατεύθυνση το Πρίζρεν….
περισσότερες φωτο στο επόμενο Post
Σήμερα επρόκειτο να κάνουμε μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες διαδρομές του ταξιδιού μας. Να διασχίσουμε τα βουνά της Βορειοανατολικής Αλβανίας με κατεύθυνση το Κόσοβο και την πόλη Prizren. Το πιο ενδιαφέρον όμως στην σημερινή διαδρομή δεν ήταν τόσο η διαδρομή με το αυτοκίνητο, όσο μία διαδρομή με φεριμπότ στην τεχνητή λίμνη του Κομάν, αυτήν που πολύ σωστά ονόμασε παραπάνω ο Kalspiros σαν «φιόρδ» του Κομάν.
Ο ποταμός Δρίνος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Αλβανίας. Αποτελεί την ένωση δυο μεγάλων παραποτάμων του, που συναντώνται στην πόλη Kukes κοντά στα σύνορα με το Κόσοβο και συνεχίζουν μέσα από απότομα φαράγγια την κοινή πορεία τους μέχρι την Αδριατική. Το ένα τμήμα είναι ο λευκός Δρίνος που ξεκινά από την λίμνη Οχρίδα και το άλλο ο μαύρος Δρίνος, που πηγάζει από την περιοχή του Πετς στο Κόσοβο. Το συνολικό του μήκος φτάνει τα 335 χλμ. Στο ποτάμι αυτό την δεκαετία του 1970 το καθεστώς του Εβρέν Χότζα άρχισε την κατασκευή μίας σειράς υδροηλεκτρικών φραγμάτων. Το φράγμα του Vau I Dejes και του Fierze στην αρχή και αργότερα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το φράγμα του Κομάν. Έτσι στην θέση του ποταμού δημιουργήθηκε μία μεγάλη τεχνητή λίμνη σε τρία διαφορετικά επίπεδα, ανάλογα με το κάθε φράγμα. Η λίμνη αυτή έχει ένα συνολικό μήκος περίπου 100 χλμ και εισέρχεται και μέσα στο έδαφος του Κοσόβου. Λέγεται μάλιστα ότι επειδή οι σχέσεις του καθεστώτος του Χότζα ήταν πολύ κακές με αυτό του Τίτο στην Γιουγκοσλαβία, το καθεστώς του Χότζα δεν θεώρησε καν αναγκαίο να συνεννοηθεί με τους κατοίκους της άλλης πλευράς των συνόρων, με αποτέλεσμα κάποια ωραία πρωϊα οι άνθρωποι, στην περιοχή αυτή του σημερινού Κοσόβου, να δουν αναπάντεχα τα χωράφια τους να πλημμυρίζουν και την τεχνητή λίμνη Vermica να σχηματίζεται.
Η μεσαία από τις λίμνες αυτές είναι η λίμνη του Κομάν, η οποία φημίζεται για την υπέροχη και άγρια ομορφιά της. Το παλιό φαράγγι έχει μετασχηματιστεί σε ένα εντυπωσιακό φιορδ με πανύψηλα βουνά, που φτάνουν σε ύψος και τα 2.700 μέτρα, να το περιτριγυρίζουν. Στην τεχνητή αυτή λίμνη υπάρχει ένα φεριμπότ, που συνδέει μία φορά την ημέρα το Fierze προς ανατολάς και τα χωριά, που βρίσκονται στους μεγάλους ορεινούς όγκους που συνορεύουν με αυτό, με το Κομάν προς Δυσμάς και από εκεί με την Σκόδρα και τον πολιτισμό. Λόγω της μεγάλης φυσικής ομορφιάς του τοπίου, στο φεριμπότ σίγουρα μαζεύονται τουρίστες, κύρια Γερμανοί και Ιταλοί, όμως το φεριμπότ ουσιαστικά λειτουργεί για να εξυπηρετεί τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων των ορεινών αυτών όγκων. Μεγάλα φορτηγά φορτωμένα με οικοδομικά και άλλα υλικά προτιμάνε την διαδρομή των 2,5 ωρών με το φεριμπότ από το Fierze μέχρι το Κομάν και από εκεί τον κακοτράχαλο δρόμο μέχρι τα φράγμα του Vau I Dejes και από εκεί στην Σκόδρα, παρά τους στενούς φιδωτούς δρόμους που συνδέουν τα βουνά της βορειοανατολικής Αλβανίας με την Σκόδρα.
Η διαδρομή αυτή με το φεριμπότ της λίμνης του Κομάν, θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα της Αλβανίας και σε αυτό ήταν αφιερωμένη η σημερινή μας μέρα. Το φεριμπότ αυτό ξεκινά κάθε μέρα στις 7:00 το πρωί από το Fierze και φτάνει στο Κομάν περίπου στις 9:15, απ’ όπου φεύγει στις 10:00 το πρωί για να επιστρέψει στο Fierze. Συνεπώς δεν υπάρχει δυνατότητα να κάνει κανείς μία εκδρομή από τη Σκόδρα προς το Fierze και να επιστρέψει την ίδια μέρα πίσω στην Σκόδρα, εκτός εάν την επιστροφή την κάνει οδικώς. Εμείς όμως έτσι και αλλιώς δεν σκοπεύαμε να επιστρέψουμε πίσω στην Σκόδρα, αφού ο επόμενος προορισμός μας ήταν το Prizren στο Κόσοβο.
Ξεκινήσαμε στις 7:30 το πρωί από την Σκόδρα για να κάνουμε οδικά την διαδρομή μέχρι το φράγμα του Κομάν, μια απόσταση περίπου 60χλμ. Πήραμε προς τα πίσω για 12 χλμ τον δρόμο Ε762, από τον οποίο είχαμε έρθει από τα Τίρανα και στρίψαμε προς ανατολάς τον δρόμο Ε851 προς Kosmac, Stajke και Puke. Μετά από 14 ακόμα χλμ. περίπου και ενώ είχαμε ήδη δει το φράγμα και το χωριό του Vau I Dejes στρίψαμε και πάλι αριστερά προς Koman για 32 ακόμα χιλιόμετρα. Αυτά τα 32 χλμ ήταν στον πιο κακοτράχαλο δρόμο του συνολικού ταξιδιού μας, στον δρόμο με τις περισσότερες λακκούβες. Ο δρόμος ακολουθούσε την δεξιά πλευρά της λίμνης και ουσιαστικά ήταν οριζόντιος, πηγαίνοντας παράλληλα με την στάθμη της λίμνης. Αυτό που άλλαζε όσο προχωρούσαμε ήταν τα βουνά γύρω μας του μεγάλωναν. Κίνηση δεν υπήρχε, πέρα από 2-3 αυτοκίνητα, που προφανώς είχαν τον ίδιο προορισμό. Σε όλη την διαδρομή δεν υπήρχαν οικισμοί ή κτίσματα. Η απόλυτη ερημιά. Είχαμε κάνει ήδη 1,5 ώρα διαδρομής και στο βάθος φαινόταν το φράγμα του Κομάν με το ύψος του των 115 μέτρων. Μην γνωρίζοντας το μέγεθος του φεριμπότ ανησυχήσαμε όταν πλησιάζοντας μία γέφυρα, που μας οδηγούσε στην αριστερή πλευρά της λίμνης είδαμε 5-6 μεγάλα φορτηγά να περιμένουν. Θα χώραγε και μας το φεριμπότ; Περνώντας την γέφυρα ο δρόμος ήταν πλέον ανηφορικός ανεβαίνοντας προς την στέψη του φράγματος. Λίγο πριν ο δρόμος κατέληγε σε ένα τούνελ, χωρίς την οποιαδήποτε ένδειξη, χωρίς φωτισμό και χωρίς επένδυση στην οροφή του, δηλαδή με τον βράχο πάνω από τα κεφάλια μας και νερά να τρέχουν σε διάφορα σημεία. Αλλά το πιο σημαντικό, το τούνελ δεν ήταν ευθύγραμμο ή έστω καμπύλο, αλλά έκανε διάφορα ζικ-ζαγκ και μας έκανε να απορούμε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι εάν είχαμε μπει σωστά στο τούνελ αυτό. Όμως μετά από 3-4 λεπτά έκπληξης και απορίας, φάνηκε επί τέλους φως στην άκρη του τούνελ και βγαίνοντας από αυτό είδαμε την λίμνη του Κομάν να απλώνεται μπροστά μας, περιτριγυρισμένη από πανύψηλα και καταπράσινα βουνά και μείς να βρισκόμαστε πάνω σε μία μικρή αποβάθρα, που δεν είχε τίποτε άλλο πέρα από ένα καφέ. Ήδη μερικά αυτοκίνητα βρίσκονταν εδώ και περίμεναν. Εάν ερχόντουσαν μερικά ακόμα, είναι ζήτημα εάν θα υπήρχε χώρος να κάνει κανείς επί τόπου στροφή, εάν ήθελε να γυρίσει πίσω.
Σε λίγο εμφανίστηκε και το φεριμπότ, που ερχόταν από το Fierze γεμάτο αυτοκίνητα και φορτηγά. Ευτυχώς ήταν αρκετά μεγάλο και έτσι ο φόβος μήπως δεν χωράγαμε εξαφανίστηκε. Ο οδηγός έγραφε ότι το ατομικό εισιτήριο κάνει 500 λεκ (κάπου 3,5?) και του αυτοκινήτου 1300 λεκ (κάπου 10 ?) ανά τετραγωνικό μέτρο! Με τους υπολογισμούς μας το εισιτήριο του αυτοκινήτου θα ξεπέρναγε τα 60 ?, για μια διαδρομή 2,5 ωρών, κάτι που μας φαινόταν ιδιαίτερα ακριβό και μάλιστα για την Αλβανία. Όμως ήμασταν αποφασισμένοι να το κάνουμε σε κάθε περίπτωση. Εν τέλει όμως στο σημείο αυτό ο οδηγός ήταν εντελώς λάθος. Το εισιτήριο του αυτοκινήτου κόστισε 1600 λεκ (γύρω στα 11,5 ?), το ατομικό εισιτήριο 200 λεκ (γύρω στο 1,5 ?) και ακόμα 200 λεκ για το πέρασμα του τούνελ, σύνολο 16 ? περίπου. Περιμένοντας την είσοδό μας στο φεριμπότ ο υπεύθυνος της αποβάθρας μας έπιασε την κουβέντα στα Ελληνικά. Είχε δουλέψει για δυο χρόνια στην Ελλάδα και αρκετά χρόνια στην Ιταλία. Ήταν πολύ ευγενικός και εξυπηρετικός και στην ερώτησή μας που ήταν καλύτερα, στην Ελλάδα ή στην Ιταλία, η απάντησή του ήταν ανεπιφύλακτη : «στην Ελλάδα, γιατί εκεί δουλεύαμε λιγότερο…». Τα συμπεράσματα δικά σας και προσοχή μην μας ακούσει το ΔΝΤ.
Μπήκαμε από τους πρώτους στο φεριμπότ και ανεβήκαμε αμέσως στο κατάστρωμα να θαυμάσουμε το τοπίο. Τώρα βλέπαμε από ψηλά και από την αντίθετη κατεύθυνση το που περιμέναμε τόση ώρα. Μία μικρή αποβάθρα στην ρίζα ενός τεράστιου κατακόρυφου βράχου. Καμία πρόσβαση δεν υπήρχε πέρα από την μαύρη τρύπα του τούνελ που κατέληγε σε αυτήν. Γύρω-γύρω η λίμνη και από πάνω ο βράχος. Ήδη κάποια αυτοκίνητα είχαν ήδη προστεθεί σε όσα περίμεναν να μπουν στο φεριμπότ και όταν αυτά επιβιβάστηκαν άρχισαν να εμφανίζονται από το τούνελ ένα-ένα τα φορτηγά, που είχαμε δει να περιμένουν στην γέφυρα. Τώρα εξηγούνταν γιατί περίμεναν. Απλά δεν χώραγαν στην αποβάθρα.
Το φεριμπότ ξεκίνησε και εμείς βλέπαμε γύρω-γύρω τις καταπράσινες πλαγιές των βουνών να καταλήγουν με μεγάλες κλίσεις στα καταγάλανα νερά της λίμνης. Όμως η αίσθηση δεν ήταν ότι βρίσκεσαι σε μία τεχνητή λίμνη, αλλά σε ένα ποτάμι χωρίς ροή νερού. Σε ένα ποτάμι, με πολλές διακλαδώσεις δεξιά και αριστερά. Οι βραχώδεις σχηματισμοί σου έκοβαν την ανάσα. Άλλοτε εντελώς κατακόρυφοι για εκατοντάδες μέτρα, με δέντρα να ξεφυτρώνουν μέσα από τις σχισμές των βράχων. Άλλοτε τσαλακωμένοι με εμφανείς τις διάφορες γεωλογικές στρώσεις και εντυπωσιακά δείγματα των έντονων γεωλογικών μεταβολών, που έχουν συμβεί στο παρελθόν. Τα καταπράσινα βουνά, διαδέχονταν τεράστιοι άγονοι βραχώδεις ορεινοί όγκοι, που σου έκρυβαν το οπτικό πεδίο και σου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι το φεριμπότ βαδίζει προς ένα αδιέξοδο. Και όμως όσο το φεριμπότ προχωρούσε μια στενή υδάτινη δίοδος εμφανίζονταν ανάμεσα στους βραχώδεις όγκους και ένα νέο υπέροχο θέαμα ερέθιζε το οπτικό νεύρο. Σε λίγο ανάμεσα από τα βουνά που έπεφταν μέχρι το νερό εμφανίστηκαν οι χιονισμένες κορυφές από τα υψηλά βουνά της βορειοανατολικής Αλβανίας. Που και που μικρά νησάκια εμφανίζονταν στον δρόμο μας, ή ανάμεσα στις απότομες πλαγιές σχηματίζονταν μικρές παραλίες.
Περιττό να πω ότι παγωμένος αέρας κατέβαινε από τα χιονισμένα βουνά και μέσα στο στενό πέρασμα που κινούμασταν ανέβαζε την ταχύτητά του και έκανε την συνεχή παραμονή στο κατάστρωμα ανυπόφορη. Έτσι κατά διαστήματα ήμασταν αναγκασμένοι να κάνουμε μικρά πεντάλεπτα διαλείμματα στον εσωτερικό χώρο του φεριμπότ και να κοιτάμε προς τα έξω από τα μικρά παράθυρά του. Πρέπει να πω ότι είχαμε πολύ ταλαντευτεί για το τι ρούχα θα παίρναμε στην εκδρομή αυτή. Η πρόβλεψη του καιρού έδειχνε καλές για την εποχή θερμοκρασίες για την διάρκεια της ημέρας, όμως για το μισό του ταξιδιού, που θα κινούμασταν στα βουνά, το βράδυ οι θερμοκρασίες θα έπεφταν μέχρι και τους μηδέν βαθμούς! Όμως θέλοντας να αποφύγουμε μεγάλο όγκο και βάρος αποσκευών είχαμε προτιμήσει να πάρουμε πιο ελαφριά ρούχα και να υπομείνουμε κάποιο κρύο για λίγες μέρες. Ήδη η επιλογή μας αυτή δοκιμαζόταν.
Η φωτογραφική μηχανή είχε πάρει φωτιά. 150 φωτογραφίες σε μία διαδρομή 2,5 περίπου ωρών. Φωτογραφίες που βλέποντας τες εκ των υστέρων είναι πολύ κατώτερες από την υπέροχη αίσθηση που μας άφησε η εμπειρία αυτή.
Σε όλη αυτή την διαδρομή – που σε μήκος δεν ήταν πάνω από 30-35 χλμ. – η απουσία ανθρώπινης δραστηριότητας ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Αραιά και που στις απότομες πλαγιές των βουνών εμφανίζονταν μεμονωμένες αγροικίες, που απορούσες πως μπορεί να φτάνει κανείς μέχρι εκεί, αφού πουθενά δεν υπήρχε ούτε ήταν δυνατόν να υπάρχει δρόμος. Μόνο σε μία περίπτωση σε ένα μικρό αλλά καλλιεργημένο πλάτωμα δίπλα στην λίμνη ήταν συγκεντρωμένα 5-6 αγροτόσπιτα. Ούτε εδώ έφτανε δρόμος και ήταν φανερό ότι κάθε επικοινωνία γινόταν από το νερό.
Μια απορία μάλιστα μας δημιουργήθηκε, η οποία μας έχει μείνει μέχρι σήμερα αναπάντητη και συνεπώς κάθε ιδέα ευπρόσδεκτη. Πως μεταφέρθηκε μέχρι την λίμνη Κομάν το φεριμπότ που έκανε την διαδρομή; Ούτε το οδικό δίκτυο προσφέρεται, ούτε ναυπηγεία υπάρχουν στην περιοχή, για να μπορεί να γίνει κάποια έστω συναρμολόγηση, ούτε από το νερό μπορούσε να έρθει, αφού υπάρχουν φράγματα με υψομετρικές διαφορές. Απορία….
Φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής και το φεριμπότ έδεσε πάλι σε μία μικρή αποβάθρα. Καθώς είχαμε μπει από τους πρώτους βγήκαμε τώρα από τους τελευταίους. Βρισκόμασταν πίσω από ένα μεγάλο κομβόι από φορτηγά και πηγαίναμε σιγά-σιγά για 2-3 χλμ. σε έναν στενό χωμάτινο δρόμο στην αριστερή πλευρά της λίμνης μέχρι το χωριό του Fierze. Είχαμε τώρα να κάνουμε μία ορεινή διαδρομή σε έναν λευκό δρόμο του χάρτη, δηλαδή σε δρόμο κακής βατότητας και ανηφορικό μέχρι να συναντήσουμε τον δρόμο που οδηγούσε προς το Κούκες και τα σύνορα και τον οποίο είχαμε πάρει το πρωϊ πριν τον εγκαταλείψουμε με κατεύθυνση το Κομάν. Με τρόμο σκεφτόμουνα να κάνουμε τον δρόμο με τόσα φορτηγά μπροστά μας. Όμως η τύχη μας χαμογέλασε. Φτάνοντας σε μια γέφυρα που έφευγε προς τα δεξιά στον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουμε, όλα τα φορτηγά αλλά και όλη η υπόλοιπη κίνηση κατευθύνθηκε προς τα αριστερά στον δρόμο που οδηγούσε στα ορεινά χωριά της βορειοανατολικής Αλβανίας, στα οποία τα φορτηγά μετέφεραν μια σειρά από αγαθά. Πήραμε λοιπόν μόνοι μας τον δρόμο στην δεξιά πλευρά την λίμνης και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό. Σε λίγο είδαμε να ορθώνονται μπροστά μας τα 152 μέτρα ύψος του φράγματος του Fierze και όταν ο δρόμος ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά, αντικρύσαμε το τρίτο μέρος της τεχνητής λίμνης, που βρίσκονταν αρκετά πιο ψηλά από την λίμνη του Κομάν, που βρισκόμασταν μέχρι πριν από λίγο.
Πρέπει να πω σε αυτό το σημείο ότι σε όλο το ταξίδι μας διαπιστώσαμε σχεδόν ολοκληρωτική απουσία χιλιομετρικών πινακίδων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα είχαμε και αντικρουόμενες πληροφορίες για το μήκος του δρόμου που είχαμε να διανύσουμε (μέχρι το σημείο Ζ του χάρτη). Ο ένας χάρτης έδειχνε 40 χλμ, ο άλλος 50. Στο τέλος αποδείχτηκαν 60. Ο δρόμος δεν ήταν εν τέλει κακός, αλλά με συνεχείς στροφές και μεγάλες ανηφόρες ή κατηφόρες με αποτέλεσμα να χρειαστούμε σχεδόν 2 ώρες. Ο δρόμος ήταν όμως σχεδόν έρημος. Σε όλη την διαδρομή δεν συναντήσαμε παρά 7-8 αμάξια, από αυτά 3-4 μαζεμένα που ακολουθούσαν μια νεκροφόρα! Οικισμοί ελάχιστοι, στην ουσία λίγες αραιές συστάδες από σπίτια. Σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις πήραμε μαζί μας ανθρώπους, που έκαναν οτοστόπ. Έναν βοσκό, έναν αγρότη που κουβάλαγε μια βαριά μπαταρία αυτοκινήτου με την μικρή του αδερφή, κάποιον που είχε μείνει στην μέση του πουθενά από βενζίνη. Σε όλο μας το ταξίδι, πήραμε σε διάφορες χώρες συνολικά 12 άτομα που έκαναν οτοστόπ. Με εξαίρεση έναν Πολωνό με μια νεαρή Τουρκάλα, όλοι οι υπόλοιποι ήταν ντόπιοι και δεν μιλούσαν ούτε μία λέξη Αγγλικά ή μιαν άλλη ξένη γλώσσα. Απ’ ότι καταλάβαμε το οτοστόπ είναι κάτι το συνηθισμένο. Δεδομένου ότι δεν είδαμε ούτε σε μία περίπτωση να κυκλοφορούν επαρχιακά λεωφορεία, φαίνεται ότι χρησιμοποιούν αυτόν τον τρόπο για να μετακινούνται από χωριό σε χωριό. Σε μία περίπτωση μάλιστα περνώντας τα σύνορα από την Κροατία για την Βοσνία στον δρόμο για την Τρεμπίνιε, ένας κύριος είχε συνοδεύσει την 20χρονη κόρη του μέχρι την δημοσιά, για να βρει αντ’αυτής ένα αυτοκίνητο στους επιβάτες του οποίου θα εμπιστεύονταν την νεαρή κοπέλα στον 25 χιλιομέτρων δρόμο μέχρι την πόλη. Μας είδε σαν ένα ζευγάρι ώριμων και αξιοσέβαστων Αλβανών, αφού το αμάξι μας είχε αλβανικές πινακίδες και έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να συνοδεύσουμε επιτυχώς την κόρη του.
Σε λίγο βγήκαμε στον δρόμο για το Κούκες, και λίγο αργότερα ο δρόμος έφτιαξε πολύ και έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να τρέξουμε λίγο και να καλύψουμε ένα μέρος από την καθυστέρηση που είχαμε. Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στα σύνορα με το Κόσοβο με κατεύθυνση το Πρίζρεν….
περισσότερες φωτο στο επόμενο Post
Last edited by a moderator: