• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάρτιο - Αύγουστο 2020 !

Περού Ανακαλύπτοντας το Περού απ’ τη σέλα της βέσπας!

Μηνύματα
51
Likes
436
Περιεχόμενα

Καλησπέρα στην παρέα!
Σε αυτό το νήμα θα προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε ένα ταξίδι στη Νότια Αμερική με βέσπα.

Πριν λίγο τελειώσαμε το γράψιμο της ιστορίας του Περού.
Το οποίο Περού το διασχίσαμε αρκετό καιρό πριν, αλλά κάλλιο να μοιραστούμε την εμπειρία μας αργά, παρά ποτέ... :)


Περού (μέρος Α) - Ανακαλύπτοντας το Περού απ’ τη σέλα της βέσπας!

Με μια δόση θλίψης αφήναμε πίσω μας πια την αγαπημένη μας Βολιβία και κάναμε τα πρώτα χιλιόμετρα στο Περού. Παρηγορηθήκαμε υποσχόμενοι ο ένας στον άλλο πως κάποτε θα ξαναγυρίσουμε στη Βολιβία και σε λίγα λεπτά, η προσμονή μας για την καινούρια χώρα είχε διώξει και τα τελευταία σύννεφα απ’ το μυαλό μας. Κατευθυνόμασταν στο Πούνο, μια ακόμη παραλίμνια πόλη και η θέα της λίμνης Τιτικάκα σε συνδυασμό με τον ζεστό ήλιο μας έκανε να νιώθουμε πως βρισκόμαστε σε κάποιο κυκλαδίτικο νησί. Κίτρινα στάχυα, ξερολιθιές κι έντονο βαθύ μπλε. Η μόνη διαφορά απ’ το ελληνικό τοπίο ήταν τα πολύχρωμα υφαντά ρούχα των γυναικών που συναντούσαμε να θερίζουν στα χωράφια.


Αγροτικές εργασίες στην Κοιλάδα Urubamba

Το Πούνο δεν απείχε και πολύ απ’ τα σύνορα με τη Βολιβία, αλλά ενώ τώρα πια βρισκόμασταν σε άλλη χώρα, διαπιστώσαμε πως τα κοινά τους σημεία ήταν πολλά. Οι άνθρωποι και οι πολιτισμοί δε χωρίζονται από γραμμές χαραγμένες σε χάρτες κι από διεθνείς συνθήκες. Ωστόσο, μια διαφορά που σύντομα παρατηρήσαμε ήταν πως οι Περουβιανοί, ανταποκρίνονταν με περισσότερη θέρμη κάθε φορά που τους χαιρετούσαμε στον δρόμο. Πολλά είχαμε ακούσει για το Περού: τους ανθρώπους, τον πολιτισμό, τη φημισμένη κουζίνα, τους Ίνκας, την εγκληματικότητα…Τί άραγε θα βλέπαμε εμείς;


Κεντρικός δρόμος στο Πούνο

Στο Πούνο φτάσαμε την ίδια μέρα και σύντομα αρχίσαμε να σκεφτόμαστε αν θα επισκεπτόμασταν τα γνωστά “Islas Flotantes”, τα επιπλέοντα νησιά. Πρόκειται για νησάκια της λίμνης Titicaca στα οποία ζουν οι Uro, μια από τις εθνότητες της περιοχής. Τα νησάκια είναι κατασκευασμένα από ένα είδος καλαμιάς και οι κάτοικοί τους τα επεκτείνουν και τα επισκευάζουν ανάλογα με τις ανάγκες. Είχαμε διαβάσει πληροφορίες κι εμπειρίες άλλων επισκεπτών και οι εντυπώσεις μοιράζονταν ανάμεσα στο “υπερβολικά τουριστικό” και το απόλυτο αντίθετό του: “μοναδική εμπειρία”.


Οργανωμένες εκδρομές στα “Islas Flotantes” – τα επιπλέοντα νησιά της λίμνης Τιτικάκα (Πούνο)

Η απόφαση που πήραμε ήταν να μην πάμε. Νιώσαμε λίγο άβολα με τις διηγήσεις ταξιδιωτών που έγραφαν πως ήταν σα να επισκέφτηκαν κάποιο ψεύτικο σκηνικό στημένο μόνο για τουρίστες και πως τα νησιά των οποίων οι κάτοικοι ζουν για τους ίδιους κι όχι για την τουριστική βιομηχανία, είναι “κλειστά” για τους ξένους. Το Πούνο με τη σκεπαστή αγορά του, τα μοτο-ταξί που μοιάζουν με τα τουκ-τουκ των ασιατικών χωρών και τα όμορφα του χρώματα, ήταν η πρώτη μόνο από τις θετικές εμπειρίες που ζήσαμε στο Περού. Από τις πρώτες μας κιόλας συνομιλίες με τους Περουβιανούς, διαπιστώσαμε πως αν και στο μυαλό τους υπήρχε μια ασάφεια για την ακριβή θέση της Ελλάδας (άλλωστε πόσοι Έλληνες γνωρίζουν ακριβώς πού βρίσκεται το Περού;!), πολλοί είχαν μια ικανοποιητικότατη γνώση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μάλιστα μπαίνοντας στο Πούνο, πήρε το μάτι μας μια επιγραφή κάποιας σχολής φιλοσοφίας με το όνομα “Πλάτων”. Θυμήθηκα τότε τον Περουβιανό νταλικέρη που μαζί του ταξίδεψα για κάποια χιλιόμετρα, όταν το βεσπάκι δεν άντεχε κι εμένα στην πλάτη του. Εκείνος πρώτος μου είχε μιλήσει για την ιδιαίτερη θέση που έχει στο Περού ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός.


Ο κεντρικός πεζόδρομος του Πούνο γεμάτος με καταστήματα για όλους, τουρίστες και ντόπιους


“Σχολή αυτοβελτίωσης – Δημοσθένης ο Αθηναίος – Ρητορική και ηγετική ικανότητα”…δεν καταλάβαμε ακριβώς τί διδάσκεται εδώ (Κούσκο)


Τουριστικά εστιατόρια στο Πούνο

Επόμενος μας προορισμός το διάσημο Κούσκο, η “πρωτεύουσα” της αυτοκρατορίας των Ίνκας! Η απόσταση μεταξύ των δυο πόλεων ήταν αρκετή για να τη διανύσουμε σε μια μέρα, οπότε προς το απόγευμα, αφήσαμε τον κεντρικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο και μπήκαμε στο πρώτο χωριουδάκι που βρήκαμε. Το όνομα του χωριού “Santa Rosa”και ο αριθμός των κατοίκων του αρκετά μικρός. Απ’ τα γεμάτα περιέργεια βλέμματά τους, σύντομα καταλάβαμε πως στη “Santa Rosa” κανείς ξένος δεν έχει ιδιαίτερο λόγο να σταματήσει. Σ’ αυτά όμως τα μικρά κι άσημα μέρη μπορεί να ζήσει κανείς τις πιο όμορφες εμπειρίες!



Κουβεντούλα και μαθήματα Κέτσουα με μια γλυκύτατη οικογένεια (Santa-Rosa)

Νοικιάσαμε λοιπόν ένα σκανδαλωδώς φτηνό δωμάτιο σ’ έναν ξενώνα και ξεκινήσαμε να περπατάμε στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Ούτε ένας κάτοικος δεν πέρασε χωρίς να μας χαιρετήσει με πλατύ χαμόγελο. Σύντομα νιώσαμε οικεία στο χωριό, βγάλαμε τις κάμερες κι αρχίσαμε ν’ απαθανατίζουμε στιγμές απ’ την καθημερινότητά του. Μια γυναίκα γύρω στα 45 καθόταν μαζί με την έφηβη κόρη της και τους δυο μικρότερους γιους της σε μια άκρη του δρόμου κι όταν μας είδε να φωτογραφίζουμε την προβατίνα της, πραγματικά παραξενεύτηκε. Της είπα χαριτολογώντας πως η προβατίνα της είναι φωτομοντέλο κι ο πάγος έσπασε αμέσως! Δυο λεπτά μετά, είχαμε πιάσει κουβέντα με την ίδια και με τα παιδιά της. Η έφηβη κόρη μας έλεγε πόσο τη δυσκολεύουν τ’ αγγλικά στο σχολείο, τα μικρότερα αγόρια ενδιαφέρονταν πολύ να μάθουν καινούρια πράγματα από μας, αλλά κι εμείς απ’ αυτούς. Εκεί κάναμε και τα πρώτα μαθήματα Κέτσουα(Quechua), μιας από τις γλώσσες των ιθαγενών κατοίκων που οι πληθυσμοί τους μοιράζονται σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής.


Φωτομοντέλο στο μικρό χωριουδάκι, τη Σάντα-Ρόζα

Όταν, μετά από αρκετή ώρα συζήτησης, αναφέραμε στους συνομιλητές μας πως δεν είχαμε φάει τίποτα απ’ το πρωί και πως περιμέναμε το εστιατόριο του χωριού ν’ ανοίξει, η μητέρα των παιδιών κάτι είπε στα Κέτσουα με επιτακτικό τόνο στον μικρότερο γιο της κι εκείνος τρέχοντας, χάθηκε στο απέναντι στενάκι. Λίγα λεπτά μετά, γύρισε με τρία πορτοκάλια στα χέρια του. Μας τα πρόσφεραν να παρηγορήσουμε την πείνα μας ώσπου ν’ ανοίξει το εστιατόριο!

Γι’ ακόμη μια φορά διαπιστώσαμε πως η πραγματική αλληλεγγύη βρίσκεται εκεί που οι άνθρωποι έχουν τα λιγότερα υλικά αγαθά. Όταν πια το εστιατόριο άνοιξε, δειπνήσαμε (φάγαμε μια συνταγή μ’ έναν αρκετά ασυνήθιστο συνδυασμό υλικών για τα δικά μας δεδομένα: μακαρόνια, ρύζι και πατάτες βρασμένα όλα μαζί σε ζωμό από κρέας!) και κατευθυνθήκαμε προς το δωμάτιό μας για να ξεκουραστούμε. Την επόμενη μέρα θα φτάναμε στο διάσημο Κούσκο.


Στον δρόμο για το Κούσκο (Κοιλάδα Urubamba)

Ο δρόμος για το Κούσκο ήταν εύκολος και χωρίς απρόοπτα, αν και είχαμε αρχίσει ν’ αντιλαμβανόμαστε ότι η οδηγική κουλτούρα των Περουβιανών δεν είναι και η καλύτερη. Για το Κούσκο είχαμε διαβάσει πολλά, άλλωστε ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Ίνκας και “ορμητήριο” των χιλιάδων τουριστών για μια επίσκεψη στο περίφημο Μάτσου-Πίκτσου. Δεν ξέρω γιατί, όμως επιμέναμε να το έχουμε στο μυαλό μας σα μια μικρή γραφική πόλη, στην οποία μόνοι επισκέπτες θα ήμαστε εμείς! Σα να αγνοούσαμε επίτηδες όλα όσα είχαμε διαβάσει, περιμέναμε να μπούμε σ’ ένα χωριουδάκι…Μέγα λάθος!


H kεντρική πλατεία (Plaza de Armas) του ιστορικού κέντρου στο Κούσκο

Η διαδρομή από της είσοδο μέχρι το ιστορικό κέντρο της πόλης των αρκετών χιλιάδων κατοίκων ήταν ένας εφιάλτης. Αυτοκίνητα παντού κι οδηγοί χωρίς κανένα ενδιαφέρον για οποιονδήποτε κανόνα οδικής κυκλοφορίας. Ένα λεωφορείο σε φονική πορεία εναντίον μας κι ένας Στέργιος εξοργισμένος, να οδηγεί όσο πιο επιθετικά γινόταν για να αποφύγουμε να μας τρακάρουν. Τέλεια! (Βέβαια, αυτό συνεχίστηκε σε όλες τις υπόλοιπες πόλεις του Περού που επισκεφτήκαμε, χωρίς παραδόξως να πάθουμε τίποτα!) Ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε μεταβολή και να φύγουμε απ’ το Κούσκο, μέχρι που φτάσαμε στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Πανέμορφα πετρόχτιστα κτήρια, πλακόστρωτα στενοσόκακα χρωματιστές αγορές και κόσμος από κάθε γωνιά της γης. Ας ήταν ένα απ’ τα πιο τουριστικά μέρη που είχαμε επισκεφτεί, άξιζε τη φήμη του!


Ντόπιοι κι επισκέπτες στο ιστορικό κέντρο του Κούσκο

Αναζητήσαμε κατάλυμα κι ενώ όλα έδειχναν πως θα έπρεπε να μείνουμε λίγο καιρό λόγω των “τσιμπημένων” τιμών, τελικά σταθήκαμε τυχεροί και βρήκαμε δωμάτιο σ’ έναν ξενώνα που υπολειτουργούσε λόγω ανακαίνισης. Ο ιδιοκτήτης, ο αδερφός του, ο πατέρας τους και μια μικρή ομάδα από μάστορες που δούλευαν στον όμορφο ξενώνα που είχε χτιστεί το 18ο αι. (!), ήταν κάτι παραπάνω από φιλόξενοι. Στο Κούσκο μείναμε 10 μέρες και μέσα σ’ αυτό το διάστημα επιδοθήκαμε στην αγαπημένη μας συνήθεια: δοκιμή τοπικής – κι όχι μόνο – κουζίνας. Ξαναβρεθήκαμε στις πολύχρωμες αγορές, ξανακάναμε γνωριμίες με κυρίες που πουλούσαν άγνωστα σε μας προϊόντα κι εμπλουτίσαμε κι άλλο τη λίστα με τα φαγητά που θα μας λείψουν τώρα πια που δεν είμαστε εκεί.

Η απροσδόκητη ανακάλυψη της κινέζικης κουζίνας απ’ τον Στέργιο καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις γαστρονομικές μας επιλογές, καθώς επίσης και η δική μου “ανακάλυψη”: μου αρέσει το ρυζόγαλο, αρκεί να είναι σερβιρισμένο μαζί με “mazamorra morada”, ένα γλυκό με την υφή της δικής μας μουσταλευριάς, φτιαγμένο από άμυλο μοβ καλαμποκιού. Θεσπέσιο!


Στενά σοκάκια στο Κούσκο


Στην κεντρική πλατεία (Plaza de Armas) του ιστορικού κέντρου στο Κούσκο


Τρώγοντας στην αγορά του San Blas (Κούσκο)

Στο Κούσκο μας δόθηκε και η ευκαιρία να φάμε ό,τι κοντινότερο στο ελληνικό παραδοσιακό πιτόγυρο, αφού υπήρχαν κάποια αραβικά εστιατόρια που σέρβιραν φαλάφελ, κεμπάμπ και γύρο! Το Περού είναι ένας απ’ τους δημοφιλείς ταξιδιωτικούς προορισμούς διεθνώς, οπότε δεν εκπλησσόμασταν όταν περιδιαβαίνοντας στα στενά της παλιάς πόλης, συναντούσαμε κόσμο απ’ όλες τις μεριές της γης. Ωστόσο, το να μας προσεγγίσει ένας άνθρωπος απ’ τη Ρουμανία μόνο και μόνο λόγω του συνθήματος “SOS Halkidiki” που είναι γαζωμένο στο μπουφάν του Στέργιου, δεν το περιμέναμε. Ο Αντρέι λοιπόν, ένας Ρουμάνος ακτιβιστής κατά των καταστροφών που επιφέρει στο περιβάλλον και την κοινωνία η αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της γης, μας πλησίασε και μας μίλησε για την “Roșia Montană”, για τα ορυχεία της και των αγώνα των κατοίκων να σώσουν την περιοχή τους απ’ τις μεταλλευτικές εταιρίες που λυμαίνονται τον πλούτο της. Γνώριζε για τη Χαλκιδική, για τα αντίστοιχα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα κι ενδιαφερόταν πολύ ν’ ανταλλάξουμε απόψεις για τα κοινά μας ζητήματα.

Η πιο σημαντική συνάντηση όμως εκείνων των ημερών, ήταν – όπως αποδείχτηκε με τον τραγικότερο τρόπο αργότερα – εκείνη με τους δυο φίλους μας, τον Ντορόν και τη Γκάλια, που είχαμε πρωτογνωρίσει στα βόρεια της Αργεντινής και με τους οποίους ποτέ δεν είχαμε πάψει να επικοινωνούμε. Το δέσιμο με κάποιους ανθρώπους που συναντάς όταν είσαι στο δρόμο, μπορεί να είναι πολύ πιο βαθύ και δυνατό από γνωριμίες ετών. Είχαν νοικιάσει ένα μικρό σπίτι σ’ ένα χωριουδάκι έξω απ’ το Κούσκο κι έμεναν εκεί για να ξεκουραστούν οι ίδιοι και τα σκυλιά τους απ’ τις περιπέτειες του ταξιδιού τους. Περάσαμε μαζί τους στο Κούσκο ένα όμορφο απόγευμα με καφέ και κουβέντα που έγινε ένα όμορφο βράδυ με ποτό και κουβέντα και κατέληξε σε μια βόλτα στην πόλη πριν αποχαιρετιστούμε και δώσουμε ραντεβού για μια επόμενη συνάντηση…Λίγους μήνες μετά, η Γκάλια έφυγε ξαφνικά απ’ τη ζωή αφήνοντάς μας σοκαρισμένους αλλά κι αποφασισμένους πως θα κάνουμε το παν για να ζήσουμε όπως πραγματικά επιθυμούμε. Αυτό έκανε και η ίδια άλλωστε, γι’ αυτό το χαμόγελό της ξεχείλιζε ευτυχία!

Οι μέρες στο Κούσκο περνούσαν και πια είχαμε ξεκουραστεί αρκετά και ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το επόμενο κομμάτι του ταξιδιού μας. Είχαμε αποφασίσει να αγνοήσουμε το χιλιοφωτογραφημένο Μάτσου-Πίκτσου και να πάμε στο ταπεινό κι άγνωστο “αδερφάκι” του, το Τσοκεκιράο (Choquequirao)…


Στον δρόμο για το Τσοκεκιράο

(συνεχίζεται…)


Καλά ταξίδια σε όλους,
Στέργιος & Αλεξάνδρα

 
Last edited:
Μηνύματα
51
Likes
436
Περού (μέρος Β)
Ανακαλύπτοντας το Περού απ’ τη σέλα της βέσπας!



Οι μέρες στο Κούσκο περνούσαν, είχαμε ξεκουραστεί αρκετά πια και ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το επόμενο κομμάτι του ταξιδιού μας. Είχαμε αποφασίσει να αγνοήσουμε το χιλιοφωτογραφημένο Μάτσου-Πίκτσου και να πάμε στο ταπεινό κι άγνωστο “αδερφάκι” του, το Τσοκεκιράο (Choquequirao). Μια πόλη των Ίνκας που σχετικά πρόσφατα είχε γίνει προσβάσιμη στο κοινό και που μας είχαν “συστήσει” δυο Γάλλοι ταξιδιώτες που γνωρίσαμε στην Αργεντινή. Ένας απ’ τους λόγους που ο αριθμός των επισκεπτών που δέχεται το Τσοκεκιράο ετησίως είναι σαφώς μικρότερος απ’ αυτόν του Μάτσου-Πίκτσου, είναι και το δυσπρόσιτο της περιοχής όπου βρίσκεται.

Είχαμε ενημερωθεί για την τετραήμερη πεζοπορία και είχαμε αποφασίσει πως θα το προσπαθούσαμε. Το μονοπάτι για το Τσοκεκιράο ξεκινά απ’ το χωριό Κατσόρα και η απόσταση που οφείλει να διανύσει κανείς με τα πόδια για να φτάσει εκεί, είναι 22χλμ μοιρασμένα σε μια κατάβαση και μια ανάβαση ενός φαραγγιού που διασχίζεται απ’ τον ποταμό Apurimac. Είχαμε αρκετές αμφιβολίες για τη φυσική μας κατάσταση και για το πόσες μέρες θα χρειαστούμε εμείς για να πάμε ως εκεί (και να επιστρέψουμε απ’ τον ίδιο δρόμο – δηλαδή 44χλμ συνολικά), όμως αφού δε βιαζόμασταν κι αφού στον δρόμο μπορούσαμε να βρούμε φαγητό και νερό, δεν αγχωνόμασταν.


Ήσυχη ζωή κι όμορφη θέα στην Κατσόρα

Το χωριό Κατσόρα, στο οποίο φτάσαμε την επόμενη μέρα ήταν ένα πανέμορφο μέρος, χαμένο μέσα σ’ ένα καταπράσινο τοπίο, ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά. Μάλιστα, όταν φτάσαμε πέσαμε πάνω σε μια γιορτή που εκτός από μουσική, χορό και φαγητό, περιλάμβανε κι ένα είδος αυτοσχέδιας ταυρομαχίας (αναίμακτης). Νοικιάσαμε δωμάτιο στον πρώτο ξενώνα που βρήκαμε κι αφού πήραμε οδηγίες απ’ τον ιδιοκτήτη του για το κοντινότερο εστιατόριο, αγνοώντας το σχόλιό του για μια Ελληνίδα που μένει μόνιμα στο χωριό, κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί. Μόνο όταν καθίσαμε στο εστιατόριο όπου μας είπαν ξανά για την Ελληνίδα που μένει στο χωριό, αρχίσαμε να παίρνουμε στα σοβαρά την πληροφορία. Μάλιστα, μια πελάτισσα μου είπε πως είχε τον αριθμό της και την πήρε τηλέφωνο.


Τι; Δε δικαιούμαστε εμείς πορσελάνινο σετ σερβιρίσματος; (Κατσόρα)

Η έκπληξή μας ήταν τεράστια όταν στην άλλη άκρη της γραμμής, μια γυναικεία φωνή όντως απάντησε τελείως ελληνικά όταν την καλησπέρισα! Είχαμε συναντήσει Γάλλους, Γερμανούς, Βέλγους να ζουν σε διάφορα απομακρυσμένα μέρη της Λατινικής Αμερικής. Αλλά μια Ελληνίδα; Κανονίσαμε να βρεθούμε και σε λίγη ώρα το μυστήριο άρχισε να λύνεται! Η χαρά μας όταν τη γνωρίσαμε (όπως και η δική της), ήταν μεγάλη, γιατί δεν ήταν απλώς μια Ελληνίδα, ήταν μια εξαιρετικά συμπαθητική Ελληνίδα κι αμέσως βρήκαμε κοινά ενδιαφέροντα και θέματα για να συζητήσουμε, όχι μόνο για λίγες ώρες, αλλά για πολλές μέρες. Μαζί με την Ελληνίδα φίλη μας, γνωρίσαμε και μια ακόμη υπέροχη γυναίκα, τη Γιοβάνα, που μαζί με το σύζυγό της τον Jan και την κόρη τους, ζουν στο χωριό έχοντας ίσως το πιο όμορφο ξενοδοχείο της περιοχής. Η Γιοβάνα μας δάνεισε μπαστούνια για trekking και μας είπε πως θα χαρεί πολύ να μας φιλοξενήσει στο ξενοδοχείο της όταν γυρίσουμε απ’ την πεζοπορία.


Η θέα απ’ το δωμάτιό μας στο ξενοδοχείο του Jan και της Yovana, όπου μείναμε φιλοξενούμενοι επιστρέφοντας απ’ την πεζοπορία (Κατσόρα)

Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς, φορτώσαμε στο βεσπάκι τα πράγματα που θα είχαμε μαζί μας για τις επόμενες 4-5 μέρες και ξεκινήσαμε. Ο ήλιος δεν είχε σηκωθεί ακόμη και το πρωινό δροσερό αεράκι φυσούσε ευχάριστα στα πρόσωπά μας καθώς κατηφορίζαμε στον χωματόδρομο που οδηγούσε στην αρχή του μονοπατιού. Μετά από περίπου 10 χιλιόμετρα ο δρόμος σταματούσε και το μικρό καλύβι – εμπορικό κατάστημα – εστιατόριο που μας είχαν πει πως υπήρχε εκεί, μόλις είχε ανοίξει. Αγοράσαμε λίγα μπισκότα και συμφωνήσαμε με τον ιδιοκτήτη να μας προσέχει το βεσπάκι – έναντι μικρού φιλοδωρήματος – για τις μέρες που θα λείπαμε. Τέρμα τα ψέμματα! Το μονοπάτι ήταν εκεί, μπροστά μας και ήταν θέμα χρόνου πια να ξεκινήσει η κατάβαση στο φαράγγι. Οι μέρες που ακολούθησαν μέχρι να ξαναβρεθούμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε ήταν μια πραγματικά αξέχαστη εμπειρία που ούτε που φανταζόμασταν τη στιγμή που κάναμε τα πρώτα μας βήματα στο μονοπάτι.


Χαζεύοντας τη χαράδρα και το μονοπάτι για το Τσοκεκιράο. Δύσκολα τα πράματα…

Λίγη ώρα αφού ξεκινήσαμε το περπάτημα κι ενώ ο Στέργιος ήταν φορτωμένος με τον σάκο που περιείχε τη σκηνή, τους υπνόσακους, τα ρούχα και τις περισσότερες προμήθειες μας κι εγώ με τα υπόλοιπα πράγματά μας, μου έγινε σαφές πως οι επόμενες μέρες δε θα ήταν εύκολες. Ο δρόμος ξεκινούσε απ’ τα 3000μ υψόμετρο, κατέβαινε στα 1500μ και ξανανέβαινε στα 3000μ. Κι όλα αυτά σ’ ένα ευκρινές, ωστόσο ελαφρώς κακοτράχαλο κι αρκετά απότομο μονοπάτι. Ήδη απ’ τα πρώτα 5 χλμ, τα γόνατά μου είχαν αρχίσει να πονούν! Πλέον ανησυχούσα για το αν θα τα καταφέρω κι ο Στέργιος ανησυχούσε για το αν θα τον εκνευρίσω αρκετά με τα εκατοντάδες παράπονά μου για τα πονεμένα μέρη του σώματός μου. Ποτέ δε φημιζόμουν για την υπομονή μου, άλλωστε! Στις επίπονες εμπειρίες που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν τα αμέτρητα, αιμοβόρικα εντομάκια που πετούσαν γύρω μας και δεν έχαναν ευκαιρία να μας τσιμπήσουν σε κάθε εκτεθειμένο κομμάτι δέρματος! Άουτς!


Τα πρώτα μας βήματα στο μονοπάτι για το Τσοκεκιράο)

Τον σωματικό μας πόνο όμως καταφέρναμε να τον ξεχνάμε για λίγο, κάθε φορά που σηκώναμε το βλέμμα απ’ το κακοτράχαλο μονοπάτι και αφιερώναμε μερικά λεπτά να θαυμάσουμε την απίστευτη θέα (και να πάρουμε και μια ανάσα). Η βλάστηση γύρω μας εντυπωσιακή! Βουνά καλυμμένα μ’ ένα καταπράσινο χαλί, απότομες πλαγιές και στο βάθος ο αέναος ήχος του νερού που κυλούσε. Ο κόσμος που περπατούσε στο μονοπάτι ήταν ελάχιστος και μόνο 2-3 πενταμελή γκρουπ τουριστών μαζί με τους ντόπιους οδηγούς και τα μουλάρια ους που κουβαλούσαν όλες τις αποσκευές, έκαναν την εμφάνισή τους κατεβαίνοντας βιαστικά την πλαγιά. Κι ενώ όλοι οι επισκέπτες – ακόμη και οι πιο γυμνασμένοι – έδειχναν σημάδια κόπωσης, οι ντόπιοι περπατούσαν στο μονοπάτι και μας προσπερνούσαν με τέτοια άνεση, που μας έκαναν να ντρεπόμαστε λίγο. Το πρώτο βράδυ κοιμηθήκαμε στον μικρό καταυλισμό πριν το ποτάμι. Το πλάνο ήταν να περάσουμε την επόμενη μέρα στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού, να διανυκτερεύσουμε στα μισά της ανάβασης και τη μεθεπόμενη να φτάσουμε στον προορισμό μας. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά με πολλά δάκρυα πόνου κι απόγνωσης εκ μέρους μου (είπαμε, η υπομονή δεν είναι το δυνατό μου σημείο!).


Μία στιγμή να ξεκουραστούμε και ν’ απολαύσουμε τη θέα (στο μονοπάτι για το Τσοκεκιράο)

Όταν πια διανύαμε τα τελευταία 4 χιλιόμετρα, έχοντας αφήσει στον τελευταίο καταυλισμό πριν τον αρχαιολογικό χώρο σχεδόν όλα μας τα πράγματα, ήταν σα να είχαν φυτρώσει φτερά στα πόδια μας. Η αγωνία και η προσμονή μας είχαν κορυφωθεί και πια δε νιώθαμε κούραση. Η βλάστηση τώρα ήταν πιο πυκνή, η υγρασία θύμιζε τροπικό δάσος και ανάμεσα στο πυκνό πράσινο των απέναντι πλαγιών άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα ίχνη των κτισμάτων των Ίνκας! Μέχρι που φτάσαμε στον κεντρικό αρχαιολογικό χώρο, στην “πλατεία” κι αντικρίσαμε επιτέλους τη χαμένη πόλη που σιγά-σιγά τα τελευταία χρόνια άρχισε να αποκαλύπτεται.

"Δύσκολο να περιγράψω το συναίσθημα."


Η πιο όμορφη θέα! (Τσοκεκιράο)

Το “φτερούγισμα” στο στομάχι πλέον δεν ήταν απ’ την κούραση, αλλά απ’ τη συγκίνηση. Και…ήμασταν μόνοι! Μπορούσαμε να περιπλανηθούμε ανάμεσα στις τεράστιες πέτρινες κατασκευές, να ξαπλώσουμε στο χορτάρι στο πιο κεντρικό σημείο του χώρου και να απολαύσουμε τη σιωπή και τη συνάντησή μας μ’ έναν απ’ τους πιο σημαντικούς πολιτισμούς της Αμερικής! Όπως μας είχαν πει, στο Τσοκεκιράο δε φτάνουν παραπάνω από 80 άτομα ημερησίως κι αυτό μόνο την υψηλή τουριστική περίοδο. Είχαμε δικαιωθεί για την επιλογή μας να το επισκεφτούμε κι όσο κι αν πονούσαν τα πόδια και η πλάτη μας, δεν πείραζε καθόλου.


Εκατοντάδες τσιμπήματα από μικρά, όμως φονικά εντομάκια (Τσοκεκιράο)

Ο δρόμος της επιστροφής δε μας επιφύλασσε εκπλήξεις. Τα πονεμένα πόδια και η πλάτη, τα αιμοβόρικα έντομα που μας είχαν “κεντήσει” τα χέρια με τα εκατοντάδες τσιμπήματα τους, αλλά και το μοναδικά όμορφο τοπίο, όλα επαναλήφθηκαν για τα 22 χιλιόμετρα του δρόμου της επιστροφής. Όταν κοντεύαμε να φτάσουμε στο σημείο όπου είχαμε αφήσει τη βέσπα λίγες μέρες πριν, τα πόδια μου είχαν όλως παραδόξως σταματήσει να πονούν. Ανεβαίναμε τα τελευταία 2-3 χιλιόμετρα με ρυθμό έμπειρου περιπατητή. Αν κάποιος μας έβλεπε εκείνη τη στιγμή, σίγουρα θα είχε τη λανθασμένη εντύπωση πως η πεζοπορία για το Τσοκεκιράο είναι παιχνιδάκι! Μάλλον όμως, ο λόγος που είχαμε αναπτύξει τέτοια ταχύτητα ήταν επειδή αναζητούσαμε με αγωνία το μέρος όπου θα σωριαζόμασταν για να συνέλθουμε απ’ την κούραση! Είχαμε προβλέψει να ξυπνήσουμε και να αναχωρήσουμε απ’ τον τελευταίο καταυλισμό όπου διανυκτερεύσαμε πριν ξημερώσει, για να μη βασανιστούμε απ’ τη ζέστη και τα έντομα. Σχέδιο που τελικά στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, οπότε σύντομα ξαναντικρίσαμε το βεσπάκι που μας περίμενε κι ανηφορίσαμε προς το χωριό, για να συναντήσουμε ξανά τους φίλους μας και να ξεκουραστούμε.

Μείναμε άλλες δυο μέρες στην Κατσόρα, στο πανέμορφο ξενοδοχείο του Γιάν και της Γιοβάνας που μας φιλοξένησαν και περάσαμε πολλές ώρες μαζί και με την Ελληνίδα φίλη μας. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, οι διάφοροι μυικοί πόνοι μας είχαν περάσει, οι μπόλικες πληγούλες στα πόδια μας είχαν αρχίσει να κλείνουν και μόνο το αστείο πουά σχέδιο στα χέρια μας απ’ τα τσιμπήματα είχε μείνει να μας θυμίζει την αξέχαστη εμπειρία των προηγούμενων ημερών. Αποχαιρετίσαμε τους φίλους μας, υποσχεθήκαμε πως μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε και ξαναπήραμε τον ανηφορικό χωματόδρομο που οδηγούσε στον κεντρικό οδικό άξονα, μακριά απ’ την πανέμορφη κρυμμένη κοιλάδα.


Ο κύριος έκανε ωτοστόπ, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε χώρο (Ocoña)

Από εκεί, η συνέχεια του ταξιδιού μας είχε ως εξής: θα κατευθυνόμασταν νοτιοδυτικά προς την πόλη Νάσκα κι από ‘κει, θα συνεχίζαμε πλάι στον Ειρηνικό Ωκεανό για να φτάσουμε στην πόλη Αρεκίπα, που βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα απ’ την ακτή προς την ενδοχώρα. Ως συνήθως, δεν υπήρχε πιο σαφές πλάνο απ’ αυτό και το μόνο που είχαμε αποφασίσει στα σίγουρα, ήταν πως δε θ’ ανεβαίναμε προς τη Λίμα, την πρωτεύουσα του Περού. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που είχαμε έναν χρονικό περιορισμό στο ταξίδι μας. Το διαβατήριο του Στέργιου όδευε προς τη λήξη του και με βάση τους επιστημονικούς γεωγραφικούς-χαρτογραφικούς υπολογισμούς που πάντα κάναμε (χαχα), έπρεπε να τραβήξουμε προς Χιλή μεριά για να το ανανεώσουμε πριν ξεμείνουμε πουθενά.

Η διαδρομή μέχρι τη Νάσκα, ήταν πανέμορφη γιατί στο μεγαλύτερο μήκος της ταξιδεύαμε παράλληλα με τον ποταμό Apurimac, διασχίζοντας ένα καταπράσινο φαράγγι και περνώντας μέσα από όμορφα χωριουδάκια. Η ξεραΐλα ξεκίνησε όταν αρχίσαμε να κατεβαίνουμε απ’ τα βουνά και τότε συνειδητοποιήσαμε πως για πρώτη φορά μετά από αρκετούς μήνες, θα βλέπαμε θάλασσα. Από τα βόρεια της Αργεντινής που σκαρφαλώσαμε στις Άνδεις έως εκείνη τη μέρα, βρισκόμασταν σε υψόμετρο πάνω απ’ τα 2000 μέτρα. Πλησίαζε η στιγμή που θ’ αλλάζαμε ξανά το ζιγκλέρ της βέσπας, θα ξανατοποθετούσαμε το φίλτρο αέρα στη θέση του και δε θα χρειαζόταν πια να αγωνιώ αν θα πρέπει να σπρώξω τη βέσπα και να περπατήσω…


Το τοπίο δίπλα στον Ωκεανό δεν ήταν και πολύ φιλόξενο (Νότιο Περού)

Σύντομα πια θα βλέπαμε τον Ειρηνικό Ωκεανό. Μετά από μια διπλή διανυκτέρευση λόγω ελαφράς δηλητηρίασης σ’ ένα χωριό, όπου μάλιστα δοκιμάσαμε και διάφορα μαντζούνια με βάση τον γλυκάνισο, η ζέστη κι ο δυνατός αέρας μας προετοίμαζαν για την “τελική ευθεία”. Ο δρόμος μας πια, ήταν μια νοητή ευθεία που θα μας οδηγούσε στα σύνορα με τη Χιλή. Μόνο ένα μικρό διάλειμμα στην πόλη Αρεκίπα θα κάναμε, γιατί μας είχαν πει πως έχει ενδιαφέρον και πως αποτελεί γαστρονομικό σταθμό απαραίτητο για τη γνωριμία με την περουβιάνικη κουζίνα. Από τη στιγμή που φτάσαμε στη Νάσκα μέχρι και τη στιγμή που περίπου 1 μήνα μετά φτάναμε κοντά στο Σαντιάγο της Χιλής, μοναδική μας παρέα η άμμος της ερήμου κι ο αέρας. Η συγκεκριμένη πλευρά της αμερικανικής ηπείρου που βρέχεται απ’ τον Ειρηνικό, για πολλά χιλιόμετρα ακολουθεί το ίδιο μοτίβο: άμμος-αέρας-ωκεανός.


Άμμος και άσφαλτος (Νότιο Περού)

Άλλωστε, η τεράστια περιοχή που καλύπτει η έρημος Ατακάμα, ξεκινά απ’ το νότιο κομμάτι του Περού. Μετά από κάμποσα ανεμο-αμμο-δαρμένα χιλιόμετρα, οδηγήσαμε προς το μικρό λιμανάκι Puerto-Lomas για να περάσουμε εκεί το βράδυ. Το χωριό, μάλλον ήταν τουριστικό θέρετρο, όμως αφού εμείς είχαμε πάει εκτός σεζόν, τα πράγματα ήταν κάπως…νεκρά. Κανείς επισκέπτης και σχεδόν κανένα μαγαζί ανοιχτό. Βολτάραμε λίγο στα δρομάκια του χαρούμενοι που μετά από τόσο καιρό βρισκόμασταν σ’ ένα ψαροχώρι δίπλα στη θάλασσα, όμως η χαρά δεν κράτησε για πολύ, αφού μια διάχυτη μελαγχολία κυριαρχούσε στα πολύχρωμα αλλά μισόκλειστα σπίτια και στα σφραγισμένα μαγαζάκια. Ευτυχώς γνωρίσαμε μια πολύ συμπαθητική κυρία που μας μαγείρεψε και μας περιποιήθηκε σα να’ μαστε παιδιά της.

Την επόμενη μέρα ξανα-ανηφορίζαμε για την πόλη Αρεκίπα. Εντάξει, αυτή τη φορά δεν ανεβήκαμε και πολύ, μόνο 2300 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας για να δούμε τη “Λευκή Πόλη” με τα παλιά της σπίτια και τους ναούς που είναι φτιαγμένοι από άσπρη ηφαιστειακή πέτρα. Με 3 ηφαίστεια γύρω απ’ την πόλη (το διασημότερο εξ’ αυτών λέγεται “Misti”) η περιοχή είναι αρκετά σεισμογενής, πράγμα που διαπιστώσαμε απ’ την πρώτη κιόλας μέρα. Πίνοντας λοιπόν το καφεδάκι μας στηνPlaza de Armas, την κεντρική πλατεία της πόλης, νιώσαμε το χαρακτηριστικό θορυβώδες ταρακούνημα ενός σεισμού! Έντρομοι, σηκωθήκαμε με σκοπό να κατευθυνθούμε έξω απ’ το κατάστημα, όμως είδαμε πως κανείς άλλος δε δείχνει να θορυβείται. Ρωτήσαμε λοιπόν την σερβιτόρα για το σεισμό που μόλις έγινε κι εκείνη γελώντας με την αφέλειά μας, απάντησε: “Αυτό δεν είναι σεισμός, ένα μικρό ταρακούνημα είναι!”. Χμμμ, μάλλον στην Αρεκίπα όταν μιλούν για σεισμό, μιλούν για κάτι που ένας Έλληνας θα ονόμαζε “Αρμαγεδδώνα”.


Με θέα το ηφαίστειο (Αρεκίπα)

Στην Αρεκίπα μείναμε περίπου μια βδομάδα και ήταν το μοναδικό μέρος στο Περού, όπου μια Περουβιανή κυρία, όταν μας είδε με τις φωτογραφικές μηχανές στο χέρι να κατευθυνόμαστε στην αγορά της πόλης, μας συμβούλεψε να τις αφήσουμε στο σπίτι πριν μπούμε. Ήταν και η μοναδική φορά που αποφασίσαμε να ακούσουμε τη συμβουλή κάποιου και να κινηθούμε “συντηρητικά”. Ίσως επειδή πριν λίγες μέρες, ακόμη ένας ντόπιος μας είχε συμβουλεύσει να μην αναζητήσουμε στέγη στη συγκεκριμένη περιοχή. Εκείνον, δεν τον ακούσαμε και βρήκαμε ένα υπέροχο παλιό κτήριο με εσωτερική αυλή και μια γλυκύτατη ιδιοκτήτρια. Τη δεύτερη συμβουλή όμως αποφασίσαμε να την ακολουθήσουμε. Ίσως είχαμε δει αρκετές περουβιανές αγορές, οπότε ας χάναμε και μία.

Τα παραδοσιακά πιάτα της περιοχής όμως που δοκιμάσαμε, μας αποζημίωσαν για τις οποιεσδήποτε σκέψεις είχαμε για την ασφάλεια στο Περού. Άλλωστε, παρ’ όλη την κακή φήμη που έχει η χώρα, σ’ εμάς ποτέ δε συνέβη το παραμικρό. Δοκιμάσαμε λοιπόν, κάμποσες γνωστές περουβιάνικες συνταγές, όπως το διάσημο και εις την Δύσιν “Ceviche” – πικάντικο πιάτο με ωμό ψάρι, χυμό λάιμ και καυτερή πιπεριά και άλλα που δε θα αναφέρω εδώ γιατί θα δημιουργηθεί η ιδέα πως είμαστε τίποτα κοιλιόδουλοι που όπου ταξιδεύουμε έχουμε προτεραιότητα το φαΐ…Ή μάλλον όχι, είναι άδικο να μην αναφερθώ στο “Rocoto Relleno” – τη καυτερή πιπεριά που γεμίζουν με κιμά και σερβίρουν με πατάτες με μπεσαμέλ για να σβήσει το κάψιμο, ή την “Causa de Pollo” – τον πουρέ πατάτας που σερβίρεται με στρώσεις από ψιλοκομμένο κοτόπουλο με μαγιονέζα και μυρωδικά με τη μορφή μιας αλμυρής κρύας τούρτας…Αλλά είπαμε, δεν είμαστε κοιλιόδουλοι…

Βολτάροντας, τρωγοπίνοντας και φωτογραφίζοντας, πέρασε μια βδομάδα στην Αρεκίπα κι αποφασίσαμε πως ήταν πια καιρός να κατευθυνθούμε προς τα σύνορα με τη Χιλή. Η τελευταία πόλη που θα συναντούσαμε πριν φύγουμε απ’ τη χώρα ήταν η Τάκνα, που απ’ αυτά που είχαμε διαβάσει, το βασικό της χαρακτηριστικό ήταν αυτό ακριβώς: ήταν η τελευταία πόλη πριν τα σύνορα με τη Χιλή. Στην Τάκνα δε μείναμε πολύ, μόνο 3 βράδια κι αυτό γιατί δε νιώθαμε ακόμη έτοιμοι να εγκαταλείψουμε το Περού. Μπορεί η Βολιβία να ήταν η μεγάλη έκπληξη για μας, αλλά τα τοπία και οι άνθρωποι που γνωρίσαμε στο Περού, το έκαναν μοναδικό. Από τις πρώτες κιόλας μέρες που διασχίσαμε τα σύνορά του με τη Βολιβία, τα χαμογελαστά πρόσωπα και οι εγκάρδιοι χαιρετισμοί των Περουβιανών μας δημιούργησαν μια όμορφη εικόνα, αντίθετη με όσα διαβάζαμε για τις επιθέσεις ληστών, τις κλοπές πορτοφολιών και τα περιστατικά εξαπάτησης τουριστών. Γι’ ακόμη μια φορά, δεν είχαμε τίποτα αρνητικό να θυμόμαστε. Οι πολύβουες αγορές, οι κατανυκτικές θρησκευτικές λιτανείες, τα χρώματα και οι μουσικές, η κληρονομιά των Ίνκας και η αξέχαστη εμπειρία με την πεζοπορία στο Τσοκεκιράο…Η οικογένεια που μας έδωσε τα πορτοκάλια στο μικροσκοπικό χωριό Σάντα-Ρόζα και η Γιοβάνα με τον Γιαν στην Κατσόρα. Τα χαμογελαστά μάτια της Ελληνίδας φίλης μας και η συνάντηση με την Γκάλια που έμελλε να είναι και η τελευταία…Πώς να τα ξεχάσουμε αυτά; Πώς να ξεχάσουμε τόσους ανθρώπους και τόσες στιγμές;

Οι 3 μερούλες στην Τάκνα πέρασαν γρήγορα χωρίς απρόοπτα και “μεγάλες” στιγμές. Λίγα χαμόγελα ακόμη, λίγο νόστιμο φαγητό κι αυτό ήταν ό,τι χρειαζόμασταν για να συνεχίσουμε προς το Νότο. Η Χιλή ήταν μπροστά μας και για να φτάσουμε στο Σαντιάγο έπρεπε να διασχίσουμε όλη την έρημο Ατακάμα. Από τη συνοριακή πόλη Αρίκα, στα ορυχεία γύρω απ’ την Αντοφαγάστα. Από εκεί, με θέα τα μικρά μοβ λουλουδάκια που αποφάσισαν να ανθίσουν μέσα στην άμμο προμηνύοντας πως η έρημος όπου να ‘ναι τελειώνει, στις πρώτες παραλιακές πόλεις-θέρετρα ως την πρωτεύουσα. Και πιο κάτω…ο Νότος.


Καλά ταξίδια σε όλους,
Στέργιος & Αλεξάνδρα
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.977
Likes
52.479
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Πάρα πολύ ωραία πράγματα, δεν έχω καταλάβει γιατί τόσοι λίγοι αναγνώστες, μου αρέσει το περιληπτικό στιλ και οι επιλεγμένες φωτό, εύγε!
 

isabelle

Member
Μηνύματα
904
Likes
4.184
Πάρα πολύ ωραία πράγματα, δεν έχω καταλάβει γιατί τόσοι λίγοι αναγνώστες, μου αρέσει το περιληπτικό στιλ και οι επιλεγμένες φωτό, εύγε!
Προσυπογράφω! Όσο για την απορία σου, που είναι και δική μου, μια πρόχειρη εξήγηση είναι ότι αυτό που συμβαίνει με τις ιστορίες εδώ στο φόρουμ είναι περίπου ανάλογο μ' αυτό που συμβαίνει και με τ’ αξιοθέατα ανά τον κόσμο. Οι αναγνώστες συρρέουν μ’ ευκολία στις ιστορίες των οποίων οι συγγραφείς είναι ήδη «φιρμες» (στα πλαίσια του τραβελστόρις εννοώ) όπως κάνουν οι τουρίστες στα διάσημα μνημεία. Οι περισσότεροι πάνε στα σίγουρα, λίγοι ψάχνουν το διαφορετικό. Έτσι μπορεί να αγνοηθούν για καιρό αξιόλογες ιστορίες όπως αυτή εδώ μέχρι να «ακουστούν» στόμα με στόμα.
 
Last edited:

Giwrgos10

Member
Μηνύματα
219
Likes
926
Επόμενο Ταξίδι
?
Ταξίδι-Όνειρο
Κάτι ΜΗ τουριστικό
Μια αλλη προχειρη εξηγηση που δινω εγω ειναι το πολυ μεγαλο κατεβατο(προσωπικα δε με χαλαει καθολου) που βλεποντας το ο αλλος βαριεται να μπει στη διαδικασια μα το διαβασει. Ποσο δε για προορισμους που ελαχιστοι καποτε θα πατησουν τα ποδια τους. Κατα τ αλλα υπεροχη ιστορια...ονειρο ζωης για καποιους!
 

isabelle

Member
Μηνύματα
904
Likes
4.184
Μια αλλη προχειρη εξηγηση που δινω εγω ειναι το πολυ μεγαλο κατεβατο(προσωπικα δε με χαλαει καθολου) που βλεποντας το ο αλλος βαριεται να μπει στη διαδικασια μα το διαβασει. Ποσο δε για προορισμους που ελαχιστοι καποτε θα πατησουν τα ποδια τους. Κατα τ αλλα υπεροχη ιστορια...ονειρο ζωης για καποιους!
Ίσως παίζει κάποιο ρόλο, πολύ όμως περιορισμένο. Δεν έχεις παρά να δεις για παράδειγμα την επισκεψιμότητα στην πιο-κατεβατό-δεν-γίνεται ιστορία του @hydronetta για το Πακιστάν ή του @Yorgos για το Αϊτή. Μη μου πεις ότι το μισό φόρουμ ετοιμάζεται για κει!
 

giannismits

Member
Μηνύματα
3.497
Likes
11.811
Επόμενο Ταξίδι
?
Ισχύουν όλα όσα γράφετε! Δηλαδή μια ιστορία νέου μέλους έχει πολύ μικρότερη αποδοχή μέχρι να αρχίσει να γίνεται πιο ενεργό μέλος. Ιστορίες χωρίς φωτογραφίες δεν τραβούν το ενδιαφέρον εκτός αν είναι ιστορίες του Γιώργου ή της Ντιμκυρ που οτι και να γράψουν όλοι παθαίνουν ντελίριο ενθουσιασμού! Παιζει ρόλο και ο προορισμός καθώς οι περισσότεροι σνομπάρουν τα της Ευρώπης ενώ αντίθετα οτιδήποτε ''εξωτικό'' οτι και να ναι αυτό θα προτιμηθεί. Αυτό φαίνεται και από την ψηφοφορία για την ταξιδιωτική ιστορία του μήνα. Το θέμα είναι πως υπάρχουν ιστορίες για όλα τα γούστα. Κανεις δεν μένει παραπονεμένος.:)

Πάντως όλα θέλουν το χρόνο τους. Μια χαρά αποδοχή αρχίζει να έχει η ιστορία που πραγματικά είναι ωραιότατη και αξιόλογη. Μπράβο στα παιδιά.
 

buffon85

Member
Μηνύματα
594
Likes
1.562
Επόμενο Ταξίδι
Κολομβία
Ταξίδι-Όνειρο
Χιλή, Ιαπωνία, Αμερική
δεν εχω χρονο να το διαβασω τωρα, μια κλεφτη ματια στις φωτογραφιες εριξα, υπεροχα! παντα τετοια!
 

travelbreak

Member
Μηνύματα
1.860
Likes
16.083
Επόμενο Ταξίδι
???
Ταξίδι-Όνειρο
Υπερσιβηρικός
Γεια σας Αλαξάνδρα και Στέργιο. Ωραία τα λέτε, γιατί εμείς τα έχομε δει με πρακτορείο πολύ λιτά (στα γρήγορα) και στημένα.
Ο Νίκος από το Καλαφάτε που συναντηθήκαμε είμαι.
 
Μηνύματα
51
Likes
436
Γεια σας Αλαξάνδρα και Στέργιο. Ωραία τα λέτε, γιατί εμείς τα έχομε δει με πρακτορείο πολύ λιτά (στα γρήγορα) και στημένα.
Ο Νίκος από το Καλαφάτε που συναντηθήκαμε είμαι.
Γεια σου Νίκο! Τι λέει το πρόγραμμά σου για το μέλλον; Σ' ευχαριστούμε για το σχόλιο!

δεν εχω χρονο να το διαβασω τωρα, μια κλεφτη ματια στις φωτογραφιες εριξα, υπεροχα! παντα τετοια!
Ευχαριστούμε! :)
 

travelbreak

Member
Μηνύματα
1.860
Likes
16.083
Επόμενο Ταξίδι
???
Ταξίδι-Όνειρο
Υπερσιβηρικός
Γεια σου Νίκο! Τι λέει το πρόγραμμά σου για το μέλλον; Σ' ευχαριστούμε για το σχόλιο!

Το μέλλον είναι ακόμα άγνωστο, αλλά το καλοκαίρι πήγαμε ένα υπέροχο ταξίδι Αλάσκα και Χαβάη. Τώρα ανεβάζω την ιστορία εδώ στο travelstories.
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.651
Μηνύματα
906.177
Μέλη
39.401
Νεότερο μέλος
Engie

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom