Εγώ το ηθικό δίδαγμα μετέφερα, που την είδες την πονηριά;Πονηρούλη.
Ήταν μια φορά δυο παιδικοί φίλοι. Μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο, μαζί στο λύκειο, μαζί στο στρατό…
Μετά το στρατό οι δρόμοι τους χώρισαν και ο καθένας τράβηξε το δικό του.
Συναντήθηκαν τυχαία μετά τρία χρόνια.
Ο πρώτος οδηγούσε ένα Φιατάκι σε καλή κατάσταση, σπορ ντύσιμο μπλουτζινάκι – μπουφανάκι, κάπνιζε Άσσο φίλτρο των 10 δραχμών.
Ο δεύτερος οδηγούσε ένα παλιό μηχανάκι, ήταν ατημέλητος, κάπνιζε Νο 7 Παπαστράτου άφιλτρο των 5 δραχμών και κάθε τόσο έβγαζε από τη τσέπη του ένα μπουκάλι με ποτό και έπινε.
- Τι γίνεται, τι κάνεις;
-Καλά είμαι, έπιασα δουλειά πωλητής σε ένα μεγάλο σουπερμάρκετ – ευχαριστημένος! Εσύ;
-Εγώ πίνω … πίνω… (με βαριά φωνή). Και όσο μιλούσαν κάθε τόσο έβγαζε από τη τσέπη του ένα μπουκάλι με ποτό και έπινε.
Χώρισαν. Ξανασυναντήθηκαν τυχαία μετά τρία χρόνια.
Ο πρώτος οδηγούσε ένα Τογιότα Κορόλα σε πολύ καλή κατάσταση, καλοντυμένος – σακάκι, παντελόνι, κάπνιζε Παλλάς των 13 δραχμών.
Ο δεύτερος οδηγούσε ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο, ήταν αξύριστος, φορούσε τα ίδια ρούχα με την άλλη φορά μόνο που τώρα ήταν πολύ φθαρμένα, κάπνιζε Νο 26 Ματσάγγου των 3 δραχμών και κάθε τόσο έβγαζε από τη τσέπη του ένα μπουκάλι με ποτό και έπινε.
- Τι γίνεται, τι κάνεις;
-Καλά είμαι, πήρα προαγωγή στη δουλειά από πωλητής που ήμουνα στο σουπερμάρκετ έγινα προϊστάμενος πωλήσεων – πολύ ευχαριστημένος είμαι! Εσύ;
-Εγώ πίνω … πίνω… (με αργή βαριά φωνή). Και όσο μιλούσαν κάθε τόσο έβγαζε από τη τσέπη του ένα μπουκάλι με ποτό και έπινε.
Χώρισαν. Ξανασυναντήθηκαν τυχαία μετά τρία χρόνια.
Ο πρώτος οδηγούσε μία Μπι Εμ Βε σχεδόν καινούργια, κοστουμάτος, κάπνιζε Άστορ των 16 δραχμών.
Ο δεύτερος έσερνε τα πόδια του, ελεεινός, φορούσε τα ίδια ρούχα με την άλλη φορά μόνο που τώρα είχαν γίνει κουρέλια, τα δάχτυλα των ποδιών του βγαίναν από τα τρύπια παπούτσια του, κάπνιζε γόπες που μάζευε απ’ το δρόμο και κάθε τόσο έβγαζε από τη τσέπη του ένα μπουκάλι με ποτό και έπινε.
- Τι γίνεται, τι κάνεις;
-Πολύ καλά είμαι, πήρα προαγωγή στη δουλειά, από προϊστάμενος που ήμουνα στο σουπερμάρκετ έγινα διευθυντής πωλήσεων – πολύ ευχαριστημένος είμαι! Εσύ;
-Εγώ πίνω … πίνω… (με ξεψυχισμένη φωνή). Και όσο μιλούσαν κάθε τόσο έβγαζε από τη τσέπη του ένα μπουκάλι με ποτό και έπινε.
Χώρισαν. Ξανασυναντήθηκαν τυχαία μετά τρία χρόνια.
Ο πρώτος οδηγούσε μία καινούργια Μερσεντές, κοστουμαρισμένος – γραβατωμένος, κάπνιζε σιγαρίλος Βέλος των 20 δραχμών.
Ο δεύτερος:::
Ρόλς Ρόις Φάντομ με οδηγό με πηλίκιο! Καθισμένος στην πολυτελή πίσω δερμάτινη πολυθρόνα φορούσε κοστούμι Πιέρ Γκαρντέν ραμμένο από τον ίδιο τον Πιέρ Γκαρντέν, αδαμαντοκόλλητο Ρόλεξ στο αριστερό χέρι, πούρο Αβάνας στο δεξί τεράστιο σαν αυτά που κάπνιζε ο Φιντέλ Κάστρο, με μια μελαχρινή θεογκόμενα στα αριστερά του να τον ταΐζει με το κουταλάκι στο στόμα μαύρο χαβιάρι και μια ξανθή στα δεξιά του να τον κερνά σαμπάνια στο ποτήρι …
Ο πρώτος έμεινε αποσβολωμένος, κάτωχρος, έτοιμος να λιποθυμήσει από το σάστισμά του.
Κατάφερε να ψελλίσει μερικές λέξεις.
–Καλά εγώ πήρα προαγωγή, έγινα γενικός διευθυντής είμαι πολύ καλά, αλλά εσύ πως; Εσύ όλο έπινες! ΠΩΣ;
-Πούλησα τα μπουκάλια!!!