erodios
Member
- Μηνύματα
- 158
- Likes
- 650
- Ταξίδι-Όνειρο
- Στα φεγγάρια μου
Πρώτη βραδιά στην Pub Street
Τακτοποίησα τα πράγματά μου στο δωμάτιο, έκανα ένα μπάνιο και ετοιμάστηκα για την πρώτη μου βόλτα στο Σιέμ Ριπ. Είχε ήδη σκοτεινιάσει.
Περπατώντας στον δρόμο συναντούσα πάγκους υπαίθριας αγοράς, που θύμιζαν τους πάγκους σε κάποια λαϊκή αγορά ή τους αντίστοιχους σε κάποιο πανηγύρι, καθώς και καντίνες με πρόχειρο φαγητό και χυμούς. Πεινούσα, αλλά κρατήθηκα και συνέχισα το περπάτημά μου για να φτάσω στην περίφημη Pub Street.
Παρεμπιπτόντως μια υπαίθρια αγορά υπήρχε και ακριβώς απέναντι από την είσοδο του ξενοδοχείου μου, με διάφορα ψιλικά και φαγητό σε συσκευασίες μιας χρήσης. Αυτήν την ώρα όμως η συγκεκριμένη αγορά ήταν κλειστή. Όπως διαπίστωσα, σε αντίθεση με άλλες, άνοιγε το πρωί και έκλεινε το βραδάκι. Σε αυτήν την αγορά κάθε πρωί έκανα χάζι ένα χαριτωμένο μικρούλι, που έτρεχε και χοροπηδούσε συνέχεια χαρούμενο, ενώ η μαμά του ετοίμαζε το εμπόρευμα στον πάγκο της.
Μετά από λίγο έφτασα στην Pub Street. Άλλωστε το ξενοδοχείο μου ήταν πολύ κοντά σε αυτήν. Τόσο κοντά όσο έπρεπε για να πηγαίνω εύκολα με τα πόδια, αλλά και τόσο μακριά ώστε να μην διακόπτεται ο ύπνος μου από τη σχετική φασαρία της. Η πρώτη εικόνα που μου έδωσε ήταν πολύ καλύτερη από αυτήν της Khao San, στην οποία βρισκόμουν το προηγούμενο βράδυ. Πρώτα απ’ όλα δεν ήταν ένας μονοκόμματος δρόμος με απελπιστικά δυνατή και χαοτικά ανακατεμένη μουσική από τα διπλανά ή τα απέναντι μπαρ, όπως στην Khao San, κάτι που σε μικρότερη πάντως ηλικία ίσως να μην με ενοχλούσε ή μπορεί κιόλας να μου άρεσε. Σκεπτόμενος βέβαια τότε αυτά, πού να ήξερα τι θα συναντούσα και στην Bangla Road τού Πουκέτ μερικές μέρες μετά!
Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες, η Pub Street ήταν πιο ήσυχη. Έχει μάλλον δύο βασικούς κάθετους δρόμους (Street 8 και Street 11) και κάποιους άλλους μεγαλύτερους ή μικρότερους με καταστήματα και μαγαζιά για φαγητό ή ποτό στην περιοχή γύρω από αυτούς. Περιφερειακά συνάντησα ένα “Green Market”, που θύμιζε στοά με μαγαζάκια και κατέληγε σε ένα αίθριο φαγητού-ποτού. Δεν κάθισα όμως σε αυτό, παρόλο που με έλκυε ο καλαμωτός διάκοσμός του.
Προτίμησα να πάω στο κεντρικό σταυροδρόμι 8 & 11. Χωρίς να το ψάξω ιδιαίτερα κάθισα κάπου για το πρώτο μου καμποτζιανό γεύμα. Το φαγητό στο “τουριστικό” μαγαζί που επέλεξα δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά οπωσδήποτε από εκεί είχα την καλύτερη θέα στην κίνηση.
Με γεμάτο ξανά το στομάχι σηκώθηκα για να περπατήσω και να πάω κάπου αλλού για ένα ποτό. Αρχικά μπήκα σε ένα μπαρ που είχε τραπεζάκια στο ισόγειο και στην ταράτσα, αλλά ανεβαίνοντας δεν με ενθουσίασε το περιβάλλον του και έτσι συνέχισα την αναζήτησή μου. Κάπου εκεί με πλησίασε ένας ντόπιος και με ρώτησε:
- Χρειάζεσαι τουκ τουκ;
- Όχι, ευχαριστώ, του απάντησα.
Απευθείας αυτός συνέχισε:
- Θα ήθελες κάποια γυναίκα για το βράδυ;
- Όχι ευχαριστώ, του απάντησα ξανά.
Όλα καλά, αλλά το θέμα είναι ότι ο ίδιος Καμποτζιανός με είχε πλησιάσει όταν περπατούσα πριν από καμιά ώρα και μου είχε πει ακριβώς τα ίδια πράγματα. Στην πορεία μου κι άλλοι ντόπιοι με είχαν ρωτήσει αν χρειαζόμουν τουκ τουκ, αλλά μέχρι εκεί. Δεν ήταν προαγωγοί όπως ο συγκεκριμένος και σίγουρα δεν ήταν ενοχλητικοί. Κι αυτός πάντως κατά τα άλλα “συμπαθέστατος” φαινόταν.
Με την ευκαιρία να σχολιάσω τα τουκ τουκ της Καμπότζης. Δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που εγώ τουλάχιστον έχω δει μέχρι τώρα σε άλλες χώρες της Ν και ΝΑ Ασίας. Αυτά στο Σιέμ Ριπ δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κανονικότατο παπάκι ή κάποια άλλη μηχανή, όπου στο πίσω μέρος τους έχει προσαρμοστεί μια βάση για το αμαξίδιο. Εξαιρετικό! Αντί για το καλάθι του ντελίβερι έχουμε το αμαξίδιο για τη βόλτα!
Συνέχισα με τα πόδια την πορεία μου και οδηγήθηκα στον ομώνυμο ποταμό που διαρρέει το Σιέμ Ριπ. Τον άφησα όμως για να τον εξερευνήσω την επόμενη ημέρα.
Προχώρησα. Στον δρόμο υπήρχαν πολλά καταστήματα με τουριστικά είδη και σουβενίρ. Δεν με ενδιέφεραν όμως αυτήν τη στιγμή. Συνέχισα και κάπου βρήκα έναν συμπαθητικό χώρο για ποτό, όπου απόλαυσα τη συνέχεια της βραδιάς μου.
Η επόμενη ημέρα όμως με την εκδρομή στο Άνγκορ προοιωνιζόταν κουραστική. Έτσι πήρα σχετικά νωρίς τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο μου. Και ποιον συνάντησα στον δρόμο; Πάλι τον ίδιο Καμποτζιανό, ο οποίος για εμένα ήταν πια μια οικεία φυσιογνωμία που με πλησίαζε ξανά! Μα καλά, τρίτη φορά; Καταντάει ανέκδοτο! Δεν με θυμόταν; Τόσο απαρατήρητος περνάω;
Και ξεκίνησε ο ίδιος μονότονος διάλογος. “Χρειάζεσαι τουκ τουκ;”. “Όχι, ευχαριστώ”, αλλά πριν προλάβει να συνεχίσει του ξέκοψα πως δεν χρειαζόμουν ούτε τουκ τουκ ούτε γυναίκα για το βράδυ. Με κοιτούσε καλά καλά. Ε, αμάν πια, ήμαρτον! Goodnight my friend!
Τακτοποίησα τα πράγματά μου στο δωμάτιο, έκανα ένα μπάνιο και ετοιμάστηκα για την πρώτη μου βόλτα στο Σιέμ Ριπ. Είχε ήδη σκοτεινιάσει.
Περπατώντας στον δρόμο συναντούσα πάγκους υπαίθριας αγοράς, που θύμιζαν τους πάγκους σε κάποια λαϊκή αγορά ή τους αντίστοιχους σε κάποιο πανηγύρι, καθώς και καντίνες με πρόχειρο φαγητό και χυμούς. Πεινούσα, αλλά κρατήθηκα και συνέχισα το περπάτημά μου για να φτάσω στην περίφημη Pub Street.
Παρεμπιπτόντως μια υπαίθρια αγορά υπήρχε και ακριβώς απέναντι από την είσοδο του ξενοδοχείου μου, με διάφορα ψιλικά και φαγητό σε συσκευασίες μιας χρήσης. Αυτήν την ώρα όμως η συγκεκριμένη αγορά ήταν κλειστή. Όπως διαπίστωσα, σε αντίθεση με άλλες, άνοιγε το πρωί και έκλεινε το βραδάκι. Σε αυτήν την αγορά κάθε πρωί έκανα χάζι ένα χαριτωμένο μικρούλι, που έτρεχε και χοροπηδούσε συνέχεια χαρούμενο, ενώ η μαμά του ετοίμαζε το εμπόρευμα στον πάγκο της.
Μετά από λίγο έφτασα στην Pub Street. Άλλωστε το ξενοδοχείο μου ήταν πολύ κοντά σε αυτήν. Τόσο κοντά όσο έπρεπε για να πηγαίνω εύκολα με τα πόδια, αλλά και τόσο μακριά ώστε να μην διακόπτεται ο ύπνος μου από τη σχετική φασαρία της. Η πρώτη εικόνα που μου έδωσε ήταν πολύ καλύτερη από αυτήν της Khao San, στην οποία βρισκόμουν το προηγούμενο βράδυ. Πρώτα απ’ όλα δεν ήταν ένας μονοκόμματος δρόμος με απελπιστικά δυνατή και χαοτικά ανακατεμένη μουσική από τα διπλανά ή τα απέναντι μπαρ, όπως στην Khao San, κάτι που σε μικρότερη πάντως ηλικία ίσως να μην με ενοχλούσε ή μπορεί κιόλας να μου άρεσε. Σκεπτόμενος βέβαια τότε αυτά, πού να ήξερα τι θα συναντούσα και στην Bangla Road τού Πουκέτ μερικές μέρες μετά!
Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες, η Pub Street ήταν πιο ήσυχη. Έχει μάλλον δύο βασικούς κάθετους δρόμους (Street 8 και Street 11) και κάποιους άλλους μεγαλύτερους ή μικρότερους με καταστήματα και μαγαζιά για φαγητό ή ποτό στην περιοχή γύρω από αυτούς. Περιφερειακά συνάντησα ένα “Green Market”, που θύμιζε στοά με μαγαζάκια και κατέληγε σε ένα αίθριο φαγητού-ποτού. Δεν κάθισα όμως σε αυτό, παρόλο που με έλκυε ο καλαμωτός διάκοσμός του.
Προτίμησα να πάω στο κεντρικό σταυροδρόμι 8 & 11. Χωρίς να το ψάξω ιδιαίτερα κάθισα κάπου για το πρώτο μου καμποτζιανό γεύμα. Το φαγητό στο “τουριστικό” μαγαζί που επέλεξα δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά οπωσδήποτε από εκεί είχα την καλύτερη θέα στην κίνηση.
Με γεμάτο ξανά το στομάχι σηκώθηκα για να περπατήσω και να πάω κάπου αλλού για ένα ποτό. Αρχικά μπήκα σε ένα μπαρ που είχε τραπεζάκια στο ισόγειο και στην ταράτσα, αλλά ανεβαίνοντας δεν με ενθουσίασε το περιβάλλον του και έτσι συνέχισα την αναζήτησή μου. Κάπου εκεί με πλησίασε ένας ντόπιος και με ρώτησε:
- Χρειάζεσαι τουκ τουκ;
- Όχι, ευχαριστώ, του απάντησα.
Απευθείας αυτός συνέχισε:
- Θα ήθελες κάποια γυναίκα για το βράδυ;
- Όχι ευχαριστώ, του απάντησα ξανά.
Όλα καλά, αλλά το θέμα είναι ότι ο ίδιος Καμποτζιανός με είχε πλησιάσει όταν περπατούσα πριν από καμιά ώρα και μου είχε πει ακριβώς τα ίδια πράγματα. Στην πορεία μου κι άλλοι ντόπιοι με είχαν ρωτήσει αν χρειαζόμουν τουκ τουκ, αλλά μέχρι εκεί. Δεν ήταν προαγωγοί όπως ο συγκεκριμένος και σίγουρα δεν ήταν ενοχλητικοί. Κι αυτός πάντως κατά τα άλλα “συμπαθέστατος” φαινόταν.
Με την ευκαιρία να σχολιάσω τα τουκ τουκ της Καμπότζης. Δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που εγώ τουλάχιστον έχω δει μέχρι τώρα σε άλλες χώρες της Ν και ΝΑ Ασίας. Αυτά στο Σιέμ Ριπ δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κανονικότατο παπάκι ή κάποια άλλη μηχανή, όπου στο πίσω μέρος τους έχει προσαρμοστεί μια βάση για το αμαξίδιο. Εξαιρετικό! Αντί για το καλάθι του ντελίβερι έχουμε το αμαξίδιο για τη βόλτα!
Συνέχισα με τα πόδια την πορεία μου και οδηγήθηκα στον ομώνυμο ποταμό που διαρρέει το Σιέμ Ριπ. Τον άφησα όμως για να τον εξερευνήσω την επόμενη ημέρα.
Προχώρησα. Στον δρόμο υπήρχαν πολλά καταστήματα με τουριστικά είδη και σουβενίρ. Δεν με ενδιέφεραν όμως αυτήν τη στιγμή. Συνέχισα και κάπου βρήκα έναν συμπαθητικό χώρο για ποτό, όπου απόλαυσα τη συνέχεια της βραδιάς μου.
Η επόμενη ημέρα όμως με την εκδρομή στο Άνγκορ προοιωνιζόταν κουραστική. Έτσι πήρα σχετικά νωρίς τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο μου. Και ποιον συνάντησα στον δρόμο; Πάλι τον ίδιο Καμποτζιανό, ο οποίος για εμένα ήταν πια μια οικεία φυσιογνωμία που με πλησίαζε ξανά! Μα καλά, τρίτη φορά; Καταντάει ανέκδοτο! Δεν με θυμόταν; Τόσο απαρατήρητος περνάω;
Και ξεκίνησε ο ίδιος μονότονος διάλογος. “Χρειάζεσαι τουκ τουκ;”. “Όχι, ευχαριστώ”, αλλά πριν προλάβει να συνεχίσει του ξέκοψα πως δεν χρειαζόμουν ούτε τουκ τουκ ούτε γυναίκα για το βράδυ. Με κοιτούσε καλά καλά. Ε, αμάν πια, ήμαρτον! Goodnight my friend!
Last edited: