Fanie
Member
Το πρώτο αυτό ταξίδι πραγματοποιήθηκε 3-9 Σεπτεμβρίου 2016 με τα εισιτήρια να έχουν κλειστεί μήνες νωρίτερα, όταν η Aegean έβγαλε την τυπική της προσφορά του -40% για τους προορισμούς του εξωτερικού. Η συγκεκριμένη εποχή ήταν η καλύτερη που θα μπορούσαμε να επιλέξουμε από άποψη καιρού: οι μέρες ήταν μεγάλες και ηλιόλουστες και οι βροχές σπάνιες και σύντομες. Ξεκινήσαμε λοιπόν ένα πρωί από την Αθήνα και τρεις ώρες μετά προσγειωνόμασταν στον πάτο μιας λίμνης, τέσσερα μέτρα κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Καλωσορίσαμε στο Schiphol!
Για να πάμε στο κέντρο της πόλης πήραμε το λεωφορείο 397 (παλαιότερα ονομάζονταν 197), το οποίο ξεκινούσε μπροστά από την έξοδο του αεροδρομίου. Εισιτήρια βγάλαμε, μετά από υπόδειξη του οδηγού, σε ένα κόκκινο βαν που ήταν παρκαρισμένο δίπλα στην αφετηρία.
Το λεωφορείο μάς άφησε στην Museumplein κι εκεί αναπνεύσαμε για πρώτη φορά το μπαφ... sorry... το Άμστερνταμ! Ήταν το πρώτο μας ταξίδι στην ολλανδική πρωτεύουσα και επιλέξαμε για διαμονή ένα ξενοδοχείο στην περιοχή των μουσείων, που είχε κατεβάσει την τιμή του γιατί μπροστά του γίνονταν εργασίες ανάπλασης του δρόμου. Μην φανταστείτε σπουδαία όχληση, ούτε τους είδαμε, ούτε τους ακούσαμε ποτέ τους εργάτες. Ίσως να έπαιξε το ρόλο του και το δωμάτιο που έβλεπε στην πίσω αυλή κι όχι στην λεωφόρο.
Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο και μπήκαμε στο δωμάτιο το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ένα σημείωμα από τη διεύθυνση που ενημέρωνε, μεταξύ άλλων, ότι τα μαλακά ναρκωτικά καταναλώνονται μόνο στα coffee shops. Ναι, δεν είχαμε κάνει λάθος. Είμασταν πράγματι στο Άμστερνταμ!
Αφήσαμε λοιπόν τα πράγματά μας και βγήκαμε να γνωριστούμε με την πόλη.
Το πρώτο κανάλι που βρέθηκε στο δρόμο μας ήταν το Singelgracht, με όμορφα αρχοντικά, λουλουδιασμένες γέφυρες κι αυξημένη κίνηση.
Προχωρήσαμε βόρεια διασχίζοντας δεντροστοιχισμένα κανάλια γεμάτα βαρκούλες και προσπερνώντας σπίτια με φωτογενείς προσόψεις.
Φυσικά προσέχαμε τα τραμ και τα ποδήλατα, καθώς αυτά είναι οι ουσιαστικοί αφέντες των δρόμων και εμείς οι πεζοί καλά θα κάναμε να αυτοεξοριζόμασταν στα βάθη των πεζοδρομίων και να τους αφήναμε στην ησυχία τους.
Φτάσαμε στην Nieuwe Kerk. Δεν μπήκαμε μέσα, αλλά καθίσαμε σ' ένα εστιατόριο δίπλα της, το Cote Ouest όπου παραγγείλαμε το πρώτο μας γεύμα επί ολλανδικού εδάφους. Θυμάμαι πως μας άρεσε, όμως δύο χρόνια μετά, όταν ξαναπήγαμε στα μέρη του, δεν μπορέσαμε να το βρούμε.
Φαγωμένοι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Ξανά ποδήλατα, ξανά κανάλια, ξανά γεφυρούλες, ξανά βαρκούλες, ξανά... οι μυρωδιές του Άμστερνταμ.
Προσπεράσαμε διάφορα χαριτωμένα μαγαζάκια κι αγοράσαμε παγωτό που το φάγαμε δίπλα στο αγαπημένο τέκνο της Ολλανδίας.
Για να πάμε στο ξενοδοχείο μας κόψαμε δρόμο από το Vondel Park, όπου κι εκεί αναπνεύσαμε Άμστερνταμ.
Ζαλισμένοι από τα χρώματα και τα αρώματα πέσαμε για ύπνο. Η αυριανή μέρα θα ήταν αφιερωμένη στα μουσεία! Γιούπι!
Το πρωί της Κυριακής μάς βρήκε να κατηφορίζουμε τον δρόμο για την Museumplein. Σκοπός μας να επισκεφτούμε δύο από τα μουσεία της, το Rijksmuseum και το Van Gogh Museum και να θαυμάσουμε τους πίνακές τους. Όμως καθώς προχωρούσαμε σταθήκαμε για λίγο να θαυμάσουμε τις ζωγραφικές ανησυχίες της νέας γενιάς των καλλιτεχνών του Άμστερνταμ, εκείνης που δειλά-δειλά ξεκινά από το κατώφλι του σπιτιού της για να θαμπώσει τον κόσμο.
Η χθεσινοβραδινή μπόρα είχε μουσκέψει αρκετά την πλατεία.
Φτάσαμε μπροστά στα εκδοτήρια του Van Gogh Museum. Ο κόσμος στην ουρά ήταν ελάχιστος και όταν ήρθε η σειρά μας αγοράσαμε από μία Museumkaart. Αφήσαμε την ουρά στα εκδοτήρια να μεγαλώνει και πήγαμε παραδίπλα, στο Café Le Tambourin, για να πάρουμε επιτέλους το πρωινό μας. Παραγγείλαμε καφεδάκια και γλυκά, διαλέξαμε ένα τραπεζάκι δίπλα στην μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε το πάρκο και καθίσαμε να χαζεύουμε τους περαστικούς.
Αφού αποφάγαμε ξεκινήσαμε να δούμε τα έργα του Van Gogh κι επειδή στον χώρο δεν επιτρέπονταν η φωτογράφιση δεν έχω κάτι να σας δείξω. Πάντως να σας πω ότι ήταν από τις περιεκτικότερες εκθέσεις που έχω δει· εάν έχετε χρόνο μόνο για ένα μουσείο στο Άμστερνταμ, αυτό είναι το μουσείο σας.
Μου άρεσε πολύ ο πίνακας με τις αμυγδαλιές που ο ζωγράφος είχε κάνει δώρο στην οικογένεια του αδερφού του με την ευκαιρία της γέννησης του γιου τους. Το αγοράκι εκείνο πήρε το όνομα του θείου του, ονομάστηκε Vincent Willem van Gogh και για να μην τον συγχέουν με τον ζωγράφο των φώναζαν “ο μηχανικός” επειδή αυτό ήταν το επάγγελμά του. Εργάστηκε σε πολλές χώρες κι όταν επέστρεψε στην Ολλανδία ασχολήθηκε με την στέγαση του έργου του θείου του. Το μουσείο άνοιξε τις πύλες του το 1973 και ο Van Gogh, ο μηχανικός, σεργιάνιζε εκεί μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής του, το 1978.
Εκτός από την κύρια έκθεση είχε και μια περιοδική με τίτλο “στα όρια της τρέλας” όπου μέσα από πίνακες, γράμματα και μαρτυρίες γινόταν προσπάθεια να απαντηθούν ερωτήματα σχετικά με την ψυχική υγεία του ζωγράφου: “από τι ακριβώς έπασχε;”, “γιατί έκοψε το αυτί του;”, “γιατί αυτοκτόνησε;”. Σε μία προθήκη εκθέτονταν και το όπλο της αυτοχειρίας του. Ο ζωγράφος αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος του, όμως δεν πέθανε αμέσως, γιατί το όπλο δεν ήταν “κατάλληλο για αυτοκτονίες”, όπως αναφέρουν οι ερευνητές. Αντ' αυτού, γύρισε πίσω στο ξενοδοχείο του και εξέπνευσε μετά από δύο ημέρες.
Μέσα στην τρελή κατάθλιψη αφήσαμε την έκθεση και μπήκαμε στο κατάστημα του μουσείου. Εκεί βρήκαμε ένα πολύ όμορφο παιχνίδι μνήμης με τους πίνακες του καλλιτέχνη και το αγοράσαμε για τα ανιψάκια μας.
Το δεύτερο και τελευταίο μουσείο για σήμερα ήταν το Rijksmuseum. Στην μεγαλοπρεπή του είσοδο είδαμε μια γκέισα να προπορεύεται μερικά μέτρα μπροστά και καθώς πλησιάζαμε ακούσαμε μια μελωδία τόσο ξεχωριστή που με έκανε να κοντοσταθώ και να ρωτήσω τον οργανοπαίχτη τι ήταν αυτό που έπαιζε. Εκείνος (φοιτητής από την Καραϊβική) μας είπε ότι επρόκειτο για ένα steelpan, ένα κρουστό, μουσικό όργανο με προέλευση από το Trinidad and Tobago. Το steelpan φτιαχνόταν παλαιότερα από τους πάτους ατσάλινων βαρελιών και εσωτερικά (όπως διακρίνεται στην φωτογραφία) είναι γεμάτο βαθουλώματα. Αυτά είναι οι νότες. Όσο μικρότερα τα βαθουλώματα, τόσο πιο οξύς ο ήχος.
Αφήσαμε τον φοιτητή από την Καραϊβική και προχωρήσαμε στο εσωτερικό του μουσείου. Εκεί όπου μας περίμεναν ο Rembrandt και ο Vermeer.
O “Λόχος της Πολιτοφυλακής υπό τη διοίκηση του λοχαγού Φρανς Μπάννινκ Κοκ” (1642) του Rembrandt ή πιο γνωστός ως: “Νυχτερινή Περίπολος” βρίσκεται στο βάθος μιας πλατιάς αίθουσας. Είναι πολύ μεγάλος (3,63 m x 4,37 m) και ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους με την ίδια θεματολογία, γιατί έτσι όπως χρησιμοποιεί το φως και τις σκιές (chiaroscuro), ξεχειλίζει από κίνηση. Οι μορφές έχουν ζωγραφιστεί σε φυσικό μέγεθος και λέγεται πως κάθε ένας από τους απεικονιζόμενους χαρακτήρες (εκτός από τη μασκότ και τον τυμπανιστή) πλήρωσε 100 χρυσά νομίσματα (γύρω στα 1000 €) στον ζωγράφο για μια θέση στον καμβά. Όμως, κατά τη μεταφορά του πίνακα σε άλλο κτίριο, το 1715, έπρεπε να κοπεί ένα κομμάτι από την αριστερή του μεριά για να χωρέσει ο πίνακας στη νέα του θέση και μαζί μ' αυτό κόπηκαν και δυο από τους χαρακτήρες (sorry, παιδιά).
Μετά την “Περίπολο” πήγαμε να δούμε την “Γαλατού” (1658), του Vermeer. Ένας τοσοδούλης πίνακας με τόση δύναμη που θα μπορούσες να κάτσεις να τον κοιτάζεις με τις ώρες.
Το μουσείο όμως δεν είχε μόνο πίνακες. Είχε και κουκλόσπιτα! Τρία στον αριθμό! Πρόκειται για κομψοτεχνήματα του 17ου αιώνα τα οποία δεν προορίζονταν για παιχνίδι, αλλά ήταν ένα ακριβό χόμπι των ευκατάστατων γυναικών του Άμστερνταμ. Υαλουργοί, μαραγκοί, αργυροχρυσοχόοι, υφαντουργοί, καλαθοπλέκτες και ζωγράφοι επιστρατεύονταν για να δημιουργήσουν έργα λιλιπούτεια, αλλά αντάξια εκείνων σε φυσικό μέγεθος.
Μετά τα μουσεία ανεβήκαμε προς την αγορά των λουλουδιών, την Bloemenmarkt. Σεπτέμβρης μήνας και ξεκινούσε η κατάλληλη εποχή για να προμηθευτεί κανείς τους βολβούς που θα άνθιζαν την άνοιξη. Τα πλωτά μαγαζάκια ήταν γεμάτα κόσμο και λουλούδια. Μερικά πουλούσαν μέχρι και σαρκοφάγα φυτά μέσα σε διάφανα δοχεία.
Περπατώντας, κατεβήκαμε κατά τύχη κάτι σκαλιά και βρεθήκαμε μέσα σε ένα μικρό μαγαζάκι που το έλεγαν “το μαγικό μανιτάρι”. Δεν είχε λουλούδια (μπορεί να είχε μανιτάρια, δεν τα είδα), αλλά είχε διάφορα άλλα πράγματα που είχαν σχέση με φυτά.
Μετά πεινάσαμε και καθώς χαζεύαμε τα πολύχρωμα γλυκά σε μια βιτρίνα μας έπιασε βροχή και λέμε, “α το κάρμα θα είναι”, και μπήκαμε μέσα. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με μερικά τραπεζάκια σε ένα πατάρι. Δεν θέλαμε να φάμε γλυκό και ζητήσαμε από ένα κομμάτι πίτσα για να καταλαγιάσουμε την πείνα μας. Φεύγοντας δεν ξέχασα να φωτογραφήσω και τα γλυκά.
Μετά το φαγητό αποφασίσαμε πως είχε έρθει πια ο καιρός να δούμε τον περίφημο Amstel. Η βροχή είχε ελαττωθεί κι όταν φτάσαμε τελικά στο ποτάμι, είχε σταματήσει. Ο Amstel μάς χαιρέτησε κάτω από ένα φωτεινό ουράνιο τόξο.
Περπατήσαμε μέχρι τα waterlocks που βοηθούν στον καθαρισμό του νερού. Όπως έχω διαβάσει, υπάρχουν 16 τέτοιες κατασκευές ολόγυρα στην πόλη και τρεις φορές την εβδομάδα οι 14 από αυτές κλείνουν και φρέσκο νερό αρχίζει να αντλείται από την λίμνη Ijsselmeer, να μπαίνει στα κανάλια και να σπρώχνει το βρώμικο νερό προς τα ανοιχτά waterlocks, στην άλλη πλευρά της πόλης.
Αφήσαμε τον Amstel και προχωρήσαμε ως την Rembrandtplein όπου ένας μπρούτζινος λοχαγός Φρανς Μπάννινκ Κοκ, από τη “Νυχτερινή Περίπολο”, μας πρότεινε το χέρι σε χαιρετισμό. Εκεί, σε μια πλευρά της πλατείας, βρίσκονται και τα κεντρικά γραφεία της Booking.
Συνεχίζοντας τον περίπατό μας βρεθήκαμε μπροστά στο Pathe Tuschinski, ένα από τα ωραιότερα σινεμά της πόλης, χτισμένο το 1921 σε τεχνοτροπία Art Deco. Μπήκαμε για να δούμε λίγο το φουαγιέ του, αλλά δεν προχωρήσαμε ως τις αίθουσες γιατί δεν θέλαμε να δούμε κάποια ταινία. Ίσως σε κάποια άλλη επίσκεψή μας να το επιχειρήσουμε, γιατί όπως βλέπω από άλλες φωτογραφίες πρέπει να είναι εκπληκτικό εσωτερικά.
Αφήσαμε το Pathe και προχωρώντας φτάσαμε μπροστά στα πιο στραβά σπίτια που είχαμε δει. Η πόλη είναι χτισμένη επάνω σε πασσάλους κι οι πιο παλιοί από αυτούς είναι ξύλινοι. Όταν οι πάσσαλοι αρχίζουν να σαπίζουν, τα σπίτια που στηρίζουν αρχίζουν να γέρνουν, όπως και τα σπιτάκια που στράβωναν μπροστά μας.
Παραδίπλα βρήκαμε μια περίτεχνη, μαρμάρινη πόρτα σφηνωμένη ανάμεσα σε δύο πανύψηλα κτίρια. Ένας Ιταλός πέρασε την ώρα που την απαθανατίζαμε. “Όμορφη δεν είναι;” μας ρώτησε χαμογελώντας και απομακρύνθηκε. Ναι, όμορφη. Αναρωτήθηκα με πόσα γκράφιτι θα ήταν τώρα καλυμμένη εάν είχε την τύχη να βρίσκεται στην Αθήνα.
Στον δρόμο της επιστροφής ανακαλύψαμε και έναν τοίχο που αποζητούσε την αγάπη μας. Αααχ, καλό μου Άμστερνταμ. Αυτή θα πρέπει να την κερδίσεις.
Η Δευτέρα ξημέρωνε με τους καλύτερους μετεωρολογικούς οιωνούς. Με λιγοστά σύννεφα και ανεβασμένη θερμοκρασία προμηνύονταν ως μια από τις ομορφότερες ημέρες στο Άμστερνταμ.
Αφήσαμε λοιπόν τα πανωφόρια μας στο δωμάτιο και ξεκινήσαμε τη βόλτα μας. Στο δρόμο για το κανάλι Singelgracht περάσαμε δίπλα από τον κήπο του Rijksmuseum και είπαμε να μπούμε μέσα να τον δούμε από κοντά.
Κάθε καλοκαίρι ο χώρος φιλοξενεί την έκθεση κάποιου γλύπτη και για το 2016 είχε έργα του Ιταλού Giuseppe Penone, εξού και τα δέντρα με τις πέτρες στα κλαδιά.
Βγήκαμε από τον κήπο και περπατήσαμε για άλλη μια φορά κατά μήκος του Singelgracht, αυτή τη φορά έως το Heineken Brouwery και εκεί στρίψαμε βόρεια. Για το Heineken Experience να σας πω ότι δεν είχα διαβάσει τα καλύτερα και γι' αυτό δεν το επισκεφτήκαμε.
Η διαδρομή μάς οδήγησε τρία κανάλια παραπάνω, στο Keizersgracht, όπου βρίσκονταν το πρώτο από τα καναλόσπιτα που θα επισκεπτόμασταν σήμερα, εκείνο της οικογένειας Van Loon. Εδώ έμενε ο συνιδρυτής της Ολλανδικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών, ο Willem van Loon. Οι απόγονοι της ευγενούς οικογένειας είχαν μετατρέψει το σπίτι των προγόνων τους σε μουσείο κι εμείς μπήκαμε μέσα δωρεάν κάνοντας χρήση της Museumkaart που είχαμε αρχίσει να αποσβένουμε από χθες.
Σαράντα λεπτά μετά είχαμε αφήσει το καναλόσπιτo και καθόμασταν για ένα καφεδάκι κάτω από μια πλατιά ομπρέλα σε μια καφετέρια εκεί κοντά. Εκεί δοκίμασα πρώτη φορά τα Bitterballen, ένα είδος στρογγυλής κροκέτας γεμιστής με κρέας και λαχανικά και τηγανισμένης σε καυτό λάδι. Συνοδεύεται ιδανικά με μουστάρδα ή κέτσαπ. Τι τρώω πρωί-πρωί η τουρίστρια!
Μετά το καφεδάκι είπαμε να δούμε καμιά τσάντα και είμασταν πολύ τυχεροί γιατί κοντά μας βρίσκονταν ένα καναλόσπιτο στο οποίο έδρευε το Μουσείο Τσάντας και Πορτοφολιού του Άμστερνταμ! Γουάου!
Μετά την βόλτα μας στην έκθεση κατεβήκαμε στο ισόγειο όπου σε κάτι όμορφες αίθουσες σερβίρονταν high tea και lunch! Επρόκειτο βέβαια για ξεκάθαρη tourist trap, αλλά εμείς πεινάγαμε και κάναμε πως δεν καταλαβαίνουμε.
Τέλος πάντων το φάγαμε το lunch μας, χαζέψαμε και την θέα έξω από το τζάμι και κοιτάξαμε την ώρα.
– ΑΑΑ! ΑΑΑ!
– Τι; Τι;
– Τρέχα! Τρέχα! Θα χάσουμε την είσοδο στο τρίτο καναλόσπιτο!!
– Κι άλλο καναλόσπιτο; Δεν μας λυπάσαι;
– ΤΡΕΧΑ ΣΟΥ ΛΕΩ!!!
Ευτυχώς δεν τρέξαμε πολύ μακριά γιατί το Museum Willet-Holthuysen βρισκόταν αμέσως μετά την επόμενη γεφυρούλα. Μεταξύ του 1861 και του 1895 έμεναν εδώ ο Abraham Willet, η σύζυγός του Sandrina Louisa Geertruyda Holthuysen και μια μεγάλη συντροφιά από γατάκια και σκυλάκια. Το μουσείο άνοιξε για το κοινό το 1896, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της Sandrina Louisa και γιόρταζε φέτος τα 120 χρόνια της λειτουργίας του.
Έπειτα από τρεις ώρες και τρία καναλόσπιτα είμασταν και πάλι στους δρόμους. Κι αυτή τη φορά είχαμε βάλει πλώρη για το λιμάνι!
Διασχίσαμε δεντροστοιχισμένες γέφυρες και πολύβουες λεωφόρους και βρεθήκαμε τελικά στις όχθες του Καναλιού της Βόρειας Θάλασσας, εκεί όπου από τον 13o αιώνα υπάρχει το λιμάνι του Άμστερνταμ. Για κοντά 200 χρόνια ο στόλος της Ολλανδικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών ξεφόρτωνε εδώ τις εξωτικές πραμάτειες του: μπαχάρια και πιπέρια, όπιο και καπνό, καφέ και μετάξι, κοχύλια, χαλκό, χρυσό κι ασήμι... Σήμερα, στα ίδια νερά, εξακολουθούν να αγκυροβολούν εντυπωσιακά πλοία, όπως κρουαζιερόπλοια και ποταμόπλοια που φτάνουν έως εδώ διαπλέοντας την Βόρεια Θάλασσα ή τον Ρήνο.
Προχωρήσαμε προς το συναυλιακό κέντρο Muziekgebouw aan 't IJ και μπήκαμε μέσα.
Το κτίριο ήταν εντελώς άδειο, μόνο στην καφετέρια του ισογείου υπήρχαν κάποιοι υπάλληλοι. Βγήκαμε στην προκυμαία μπροστά από το κτίριο και χαζέψαμε για λίγο την θέα. Στο βάθος-βάθος βλέπαμε το τεχνητό νησί της Ιάβα και την μεγάλη γέφυρα που το ένωνε με την στεριά, αλλά ήμασταν ήδη πολύ κουρασμένοι για να πάμε ως εκεί. Σε κάποιο άλλο ταξίδι θα φροντίσουμε ν' αφιερώσουμε μια ολόκληρη μέρα αποκλειστικά για μια βόλτα σε αυτά τα τεχνητά νησάκια.
Μετά από λίγη ώρα μπήκαμε πάλι μέσα στο κτίριο πήραμε το ασανσέρ και ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο. Ούτε εκεί συναντήσαμε κανέναν, αλλά απολαύσαμε την άπλετη πανοραμική θέα του λιμανιού που ξεδιπλώνονταν από κάτω μας.
Αφού χορτάσαμε φωτογραφίες κατεβήκαμε στο ισόγειο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Είδαμε ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα της ζωή μας ακριβώς έξω από το ΝΕΜΟ, το μουσείο επιστημών του Άμστερνταμ.
Τα φώτα άναβαν στα σπίτια, στα κανάλια και τα καταστήματα και μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο, είχε νυχτώσει για τα καλά.
Ένας δροσερός άνεμος είχε ξεκινήσει να φυσά. Ο καιρός θα χάλαγε, αλλά δεν θα έμπαινε εμπόδιο στα αυριανά μας σχέδια: O ζωολογικός κήπος Αrtis και η παρακείμενή του Micropia μάς περίμεναν.
Με ψυχρούλα και ψιλόβροχο ξεκίνησε η καινούργια μας ημέρα στο Άμστερνταμ. Σήμερα περπατήσαμε ίσα με δυόμιση χιλιόμετρα μέχρι τα επόμενα αξιοθέατα της λίστας μας. Τολμώ να πω ότι η διαδρομή που ακολουθήσαμε δεν ήταν ιδιαίτερα γραφική, ιδιαίτερα στο κομμάτι της από τον Άμστελ έως τον Artis, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχε τις εκπλήξεις της.
Φτάνοντας στον Artis τον αγνοήσαμε εντελώς και μπήκαμε στην γειτονική του Micropia, το μουσείο των μικροβίων, το μοναδικό στον κόσμο.
Εκεί μας έδωσαν από μία μικρή, στρογγυλή κάρτα και μας οδήγησαν σε ένα σκοτεινό μέρος με φωτεινές οθόνες και διάφορους θαλάμους όπου κοιτούσες μέσα και έβλεπες τα μικρόβια. Δίπλα σε κάθε έκθεμα υπήρχε μια σφραγιδούλα που την πατούσες επάνω στην κάρτα σου και στο τέλος έβλεπες πόσα μικρόβια βρήκες. Σε ξεχωριστό σημείο της αίθουσας, λουσμένος υπό το φως των προβολέων, βρισκόταν ένα πρόπλασμα του βασιλιά του μικροβιακού πληθυσμού, του βραδύπορα (tardigrade), του μοναδικού ζωντανού οργανισμού που μπορεί να επιζήσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Οι εκπλήξεις όμως δεν σταματούσαν στον μικροβιακό πληθυσμό, αλλά συνεχίζονταν στον κάτω όροφο όπου μέσα σε γυάλινες προθήκες υπήρχαν προπλάσματα ιών! Να, σε ένα τέτοιο μουσείο έπρεπε να με πήγαιναν εκδρομή με το σχολείο!
Δεν μπορώ θα θυμηθώ γιατί δεν έχω καμία φωτογραφία από την επίσκεψή μας σε αυτό το μουσείο. Μάλλον γιατί δεν επιτρέπονταν οι φωτογραφίες...
Βγήκαμε λοιπόν από την Μicropia με τις καρτούλες μας γεμάτες σφραγιδούλες και μπήκαμε στο διπλανό εστιατόριο De Plantage, για το μεσημεριανό μας. Εκεί τα πράγματα γίνανε λίγο ρόιδο κι άλλα παραγγείλαμε κι άλλα φάγαμε, αλλά φάγαμε κι αυτό έχει σημασία στην τελική.
Σειρά τώρα είχε ο Artis, ο ζωολογικός κήπος του Άμστερνταμ με τους μικρούς και μεγάλους πρωταγωνιστές του.
Τρεισήμισι ώρες και πολλές φωτογραφίες αργότερα πεινάγαμε πάλι κι αυτή τη φορά μπήκαμε στο εστιατόριο του Artis και ακολουθήσαμε την πεπατημένη: burgers.
Βγάλαμε κάποιες τελευταίες φωτογραφίες από τον κήπο και τα κοντινά σε αυτόν κανάλια και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Η επόμενη ημέρα θα είχε στο πρόγραμμα και μουσεία και πάρκα, οπότε χρειαζόμασταν κάποιες ώρες επιπλέον ξεκούρασης για να γεμίσουν οι μπαταρίες. Μακάρι να μην βρέχει!
Και δεν έβρεχε.
Η μέρα ξεκίνησε καταγάλανη και ηλιόλουστη κι εμείς είχαμε ήδη χαράξει το δρομολόγιό μας. Πρώτη μας στάση θα ήταν το ΝΕΜΟ, το Μουσείο Επιστήμης του Άμστερνταμ. Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε λοιπόν (τρόπος του λέγειν) προς το λιμάνι.
Στο μουσείο κάναμε χρήση της Museumkaart και δίχως καθυστέρηση αρχίσαμε να παίζουμε με τα εκθέματα!
Παρακολουθήσαμε και ένα πείραμα δράσης-αντίδρασης που στο τέλος εκτόξευε έναν πύραυλο.
Διασκεδάσαμε αφάνταστα στο δωμάτιο που σε δείχνει πότε νάνο και πότε γίγαντα και μια υπάλληλος προσφέρθηκε από μόνη της να μας τραβήξει φωτογραφίες!
Μετά από τα τόσα παιχνίδια ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο και βγήκαμε στο κεκλιμένο "κατάστρωμα" του ΝΕΜΟ για να δούμε τη θέα από ψηλά. Εδώ ανεβαίνεις και δωρεάν, δεν έχει εισιτήριο.
Αφήσαμε το ΝΕΜΟ
για να περάσουμε παραδίπλα, στο Εθνικό Ναυτικό Μουσείο:
(ναι! και το πλοίο έκθεμα είναι!)
Από τη μια μεριά του Ναυτικού Μουσείου είναι το ΝΕΜΟ:
κι από την άλλη (περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά) ο ανεμόμυλος De Gooyer, η επόμενη στάση μας:
Προς το παρόν είχαμε ένα μουσείο να εξερευνήσουμε. Δείξαμε τις κάρτες μας και μας έδωσαν να φορέσουμε από ένα βραχιολάκι.
Ένας τεράστιος θόλος φτιαγμένος από γυαλί και μέταλλο κάλυπτε την εσωτερική αυλή.
Αφήσαμε τα πράγματά μας στα lockers και βγήκαμε στην αποβάθρα για να δούμε από κοντά το ξύλινο τρικάταρτο που ήταν αγκυροβολημένο εκεί.
Μία επεξηγηματική πινακίδα μάς πληροφορούσε ότι επρόκειτο για το αντίγραφο του East Indiaman Amsterdam, ιδιοκτησίας της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών, το οποίο κατασκευάστηκε το 1748. Είχε μήκος 48m, ύψος καταρτιού 56m και έφερε 42 κανόνια.
To 1749 ξεκίνησε το ταξίδι του προς την Ασία, αλλά δεν πήγε πολύ μακριά και προσάραξε στις ακτές της Αγγλίας, κοντά στο Hastings. Το ναυάγιό του είναι ακόμα εκεί.
Επιπλέον πληροφορίες από την Wikipedia (στα αγγλικά): https://en.wikipedia.org/wiki/Amsterdam_(1748).
Ανεβήκαμε στο Amsterdam, και αρχίσαμε την εξερεύνηση.
Είδαμε το κελάρι:
Τους χώρους που κοιμόνταν οι ναυτικοί (δίπλα στα κανόνια):
Το φαγητό τους:
Είδαμε την καμπίνα του καπετάνιου:
Υπάρχει και παιχνίδι πάνω στο πλοίο. Ένα ποντικάκι παροτρίνει τα παιδιά να ψάξουν και να βρουν το χαμένο ασήμι του Amsterdam:
Το συναντήσαμε και στο αμπάρι:
Εκτός από το αντίγραφο του Amsterdam στο Ναυτικό Μουσείο φυλάσσονται και πρωτότυπα σκάφη, όπως το ποτάμιο παγοθραυστικό SS Christiaan Brunings, του 1900:
και το κωπήλατο Royal Barge που χρησιμοποιούνταν για εκδηλώσεις του κράτους και της βασιλικής οικογένειας. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1816-1818, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1841 και τελευταία το 1962:
Αφήσαμε την προβλήτα και μπήκαμε στο κυρίως κτήριο του μουσείου, ορισμένες αίθουσες του οποίου εκείνον τον καιρό ανακαινίζονταν.
Είδαμε όργανα ναυσιπλοΐας:
Ακρόπρωρα:
Μακέτες ιστιοφόρων με ψηφιακές επεξηγήσεις (δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Υπήρχε μια οθόνη που μπορούσες να την κυλήσεις επάνω στο γυαλί της βιτρίνας, να την σταματήσεις μπροστά σε κάποιο έκθεμα και να σου δώσει πληροφορίες γι' αυτό που κοιτάς):
Διαβάσαμε και ημερολόγια πλώρης σε ειδικά διαμορφωμένα σαλονάκια:
Ωραίο ήταν το ναυτικό μουσείο! Πάμε να πιούμε καμιά μπύρα! Αφήσαμε πίσω μας τα μουσεία και πήραμε τον δρόμο για τον ανεμόμυλο De Gooyer.
Σταματήσαμε λίγα λεπτά να ξαποστάσουμε σε μια παιδική χαρά:
Και μετά από έναν περίπατο μισής ώρας φτάσαμε μπροστά στον μεγαλύτερο ξύλινο ανεμόμυλο του Άμστερνταμ:
Χτισμένος τον 16ο αιώνα καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε το 1725 και μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1814. Είναι οκτάγωνος με ύψος 26,6m και λειτουργούσε ως αλευρόμυλος έως το 1972. Εκείνη την χρονιά μία καταιγίδα κατέστρεψε τα πανιά του, έσπασε τον άξονα και πέταξε τις λεπίδες του στο γειτονικό κανάλι. Οι ζημιές αποκαταστάθηκαν το 1976, αλλά ο μύλος δεν ξαναλειτούργησε και παραμένει κλειστός για το κοινό.
Πλάι στον μύλο, σ' ένα κτίριο του 1911 που παλαιότερα στέγαζε τα δημοτικά λουτρά, βρίσκεται η ζυθοποιεία IJ. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1983 και μεταφέρθηκε στη σημερινή της θέση το 1985. Δεν έχει σχέση με τον μύλο, πέρα από το γεγονός ότι είναι ακριβώς δίπλα του κι ότι έχει την εικόνα του στο σήμα της.
Πήραμε μπυρίτσα με μεζεδάκι και καθίσαμε στην οριοθετημένη αυλή για να ξεκουραστούμε μια στάλα.
Ο δρόμος του γυρισμού περνούσε μπροστά από το Μουσείο των Τροπικών. Ήταν ακόμα ανοιχτό, αλλά θα έκλεινε σύντομα οπότε αρκεστήκαμε να το θαυμάσουμε εξωτερικά και να το αφήσουμε στα υπόψη για άλλη εκδρομή.
Εντωμεταξύ το επαναλαμβανόμενο νερουλό και πράσινο τοπίο του Άμστερνταμ μάς υπενθύμιζε συνεχώς το πόσο τυχεροί είμαστε εμείς που μένουμε, σπουδάζουμε και εργαζόμαστε στην τσιμεντένια Αθήνα μακριά από όλους αυτούς τους αντιπερισπασμούς.
Μπήκαμε μέσα στο Oosterpark, ένα πάρκο που βρέθηκε στο δρόμο μας έτσι ξαφνικά για να μας τσαντίσει, και κάναμε μια βολτούλα στα πέριξ.
Οι Αμστερνταμιώτες είχαν εκμεταλλευτεί την όμορφη ημέρα για να στρωθούν/ξαπλώσουν/παίξουν/τρέξουν/μαγειρέψουν στο γρασίδι. Οι καπνοί από τα μπριζολάκια που ψήνονταν τριγύρω γαργαλούσαν αλύπητα τα ρουθούνια μας.
Βγήκαμε από το πάρκο.
Ο ήλιος έπεφτε καθώς πλησιάζαμε στο ξενοδοχείο μας κι έλουζε μ' ένα πορτοκαλένιο φως τις τούβλινες προσόψεις των κτιρίων.
Μια πινακίδα μάς ενημέρωνε για τον κολυμβητικό αγώνα που θα λάμβανε μέρος μερικές μέρες αφότου αφήσουμε το Άμστερνταμ.
Προχωρώντας στην οδό Ceintuurbaan είδαμε τρεις τύπους να κοιτάνε ψηλά, προς την ταράτσα ενός κτιρίου. Σηκώσαμε κι εμείς το κεφάλι και στην αρχή δεν είδαμε τίποτα, αλλά αμέσως μετά είδαμε τα γκόμπλινς. Ήταν δύο, με ύψος κοντά στα δυόμιση μέτρα, κάθονταν στην άκρη της ταράτσας με τα πράσινα ποδάρια τους να κρέμονται προς τα κάτω, είχαν κόκκινες μύτες κι έπαιζαν με μια κόκκινη μπάλα.
Βρισκόμασταν μπροστά στο Huis met de Kabouters (το Σπίτι με τα Γκόμπλινς) κι από τύχη δεν το είχαμε προσπεράσει.
Το σπίτι χτίστηκε τον 19ο αιώνα και είναι χαρακτηρισμένο μνημείο από το 1984. Πήρε το όνομά του από τα δύο πρασινωπά πλασματάκια που βρίσκονται στην κορυφή και περιλαμβάνει τρία διαφορετικά κτίρια. Αποτελεί ένα αμάλγαμα αρχιτεκτονικών ρυθμών, αλλά το φως και οι φυλλωσιές δεν βοήθησαν και πολύ στο έργο του φωτογράφου.
Ο θρύλος λέει ότι η κόκκινη μπάλα αλλάζει χέρια μεταξύ των γκόμπλινς καθημερινά, όταν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα. Ή την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Ή κάθε 29η Φεβρουαρίου. Ο θρύλος είναι αναποφάσιστος στο σημείο αυτό.
Αφήσαμε το σπίτι των γκόμπλινς και συνεχίσαμε τον δρόμο της επιστροφής.
Φτάσαμε σε ένα ακόμα πάρκο, το Sarphatipark και μπήκαμε να το δούμε κι αυτό.
Βγήκαμε από το πάρκο και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Σε ένα σπίτι είχε έρθει ο πελαργός. Συγχαρητήρια, είναι κορίτσι!
Οι βιτρίνες στα ζαχαροπλαστεία μάς σκανδάλιζαν, αλλά δεν υποκύπταμε.
Απτόητοι φτάσαμε ως το ξενοδοχείο μας. Καληνυχτίσαμε τους καταληψίες του γρασιδιού της Museumplein και πέσαμε για ύπνο.
Η αυριανή μέρα θα ξημέρωνε για μας μια μεγάλη βόλτα στα δυτικά της πόλης μέχρι το Prinseneiland, το νησάκι όπου θα βρίσκαμε το yellow submarine.
Προτού όμως ξεκινήσουμε το ταξίδι προς τη δύση, έπρεπε να τακτοποιήσουμε μια φωτογραφική εκκρεμότητα στη γειτονιά μας: Τα Zevenlandenhuizen, τα σπίτια των εφτά χωρών, χτισμένα το 1894.
Πρόκειται για μια αράδα από επτά σπίτια, στην οδό Roemer Visscherstraat, που καταλαμβάνουν τους αριθμούς από το 20 έως το 30 και που είναι έτσι σχεδιασμένα αρχιτεκτονικά ώστε να παραπέμπουν σε ισάριθμες χώρες. Πρόκειται για την Γερμανία, την Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ρωσία, την Ολλανδία και την Αγγλία. Τα δύο τελευταία μαζί είναι ξενοδοχείο, η Ισπανία είναι δικηγορική εταιρεία και τα υπόλοιπα ανήκουν σε ιδιώτες.
Στη φωτογραφία η Γερμανία, με το λευκό αψιδωτό παράθυρο.
Η Γαλλία, που παραπέμπει στα κάστρα του Λίγηρα.
Η νεοκλασική Ιταλία και η ανδαλουσιανή Ισπανία.
Η τυπική Ολλανδία και η Ρωσία με τον τρούλο της.
Τέλος η Αγγλία.
Μετά από αυτό πήραμε τους δρόμους.
Μια πισίνα καταμεσής στο πεζοδρόμιο μάς προκάλεσε ένα ελαφρύ πολιτιστικό σοκ.
Το ξεπεράσαμε και συνεχίσαμε.
Προχωρούσαμε παράλληλα με ένα κανάλι.
Είδαμε και τα άδοξα απομεινάρια μια ποδηλασίας.
Προσπεράσαμε boathouses.
Πετύχαμε καναλοκαθαριστές!
Μια ταβέρνα με μενού στα ελληνικά:
Ξεμακρύναμε αρκετά και φτάσαμε ανατολικά του καναλιού Kosteverloren, στον ανεμόμυλο Otter. Κατασκευάστηκε το 1638 και είναι ο μοναδικός που σώζεται από τους 49 που υπήρχαν στην περιοχή.
Ξεκουραστήκαμε για λίγο εκεί και συνεχίσαμε.
Ένα τρικάβαλο ποδήλατο:
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς το Prinseneiland.
Κάποια στιγμή καθίσαμε να τσιμπίσουμε το κατιτίς μας,
και ξάνα-ξεκινήσαμε.
Φτάσαμε στην παλαιά είσοδο της πόλης, την πύλη Haarlemmerpoort (ή αλλιώς Willemspoort). Πίσω της φούντωναν τα δέντρα του Westerpark, αλλά εμείς το προσπεράσαμε και τραβήξαμε προς τις γραμμές του τρένου.
Πριν μπούμε στο τούνελ, ένα ακόμα ελαφρύ πολιτιστικό σοκ με πρωταγωνίστρια μια μπουχάρα (χειροποίητη; θα σας γελάσω).
Περάσαμε απέναντι και μπήκαμε στο τούνελ, κάτω από τις γραμμές του τρένου, όπου συναντήσαμε μια θαλάσσια νύμφη.
Και φτάσαμε τέλος στον προορισμό μας, το νησάκι του Πρίγκηπα.
Στο νησάκι υπήρχε μια μικρή φάρμα και βοηθήσαμε τους ιδιοκτήτες να πιάσουν ένα λαγούδι που το είχε σκάσει και είχε κρυφτεί στο δρόμο, κάτω από έναν κάδο ανακύκλωσης.
Και είδαμε εκεί δίπλα και το yellow submarine, ένα ιδιαίτερο boathouse.
Υπάρχει μια διένεξη μεταξύ του ιδιοκτήτη και του δήμου, γιατί οι αρχές θέλουν να τον διώξουν.
Ξεκουραστήκαμε σ' ένα μικρό πάρκο και γεμίσαμε τα μπουκαλάκια μας με νερό, πριν πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού.
Επόμενη στάση μας το πάρκο που είχαμε αγνοήσει νωρίτερα, το Westerpark.
Είδαμε τον κόσμο που έτρωγε και μας άνοιξε η όρεξη. Στην καρδιά του Westerpark βρίσκονται τα ανακαινισμένα βοηθητικά κτίρια του παλιού εργοστάσιου γκαζιού (το ίδιο το εργοστάσιο έχει κατεδαφιστεί). Κάποια έχουν γίνει εστιατόρια και κάποια άλλα φιλοξενούν cafe, σινεμά, γραφεία, αγορές ή εκδηλώσεις.
Εμείς μπήκαμε στο De Bakkerswinkel, ένα εστιατόριο που στεγάζεται στο παλιό διοικητήριο.
Δεν θυμάμαι τι παραγγείλαμε, αλλά έχω αυτή τη φωτογραφία και καμία άλλη ανάμνηση:
Κάναμε μια βόλτα ανάμεσα στα παλιά κτίρια για να χωνέψουμε.
Μετά βγήκαμε πάλι στο πάρκο και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο.
Στον δρόμο υπήρχαν πινακίδες που προτρέπουν τον κόσμο να προσέχει τους πορτοφολάδες:
Λογικό, γιατί το μόνο που προσέχεις σ' αυτή την πόλη είναι μην σου ξεφύγει κανένα πλάνο.
Η ώρα ήταν επτά και οι καμπανούλες στην γωνία άρχισαν να κουδουνίζουν.
Πλησίαζε η ώρα να πάρουμε το dinner μας.
Στο δρόμο που πηγαίναμε πετύχαμε κι έναν κινηματογράφο που εκείνη την ώρα τρεις κοπέλες παιδεύονταν να τοποθετήσουν ένα-ένα τα γράμματα τη μαρκίζα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο!
Μπήκαμε σε ένα ισόγειο εστιατόριο και παραγγείλαμε για μια τελευταία φορά. Αύριο θα πετούσαμε για Αθήνα.
Το καινούργιο αυτό ταξίδι κράτησε 5 ημέρες, από 14 έως 19 Ιανουαρίου. Συνέπεσε με βροχές, χαλάζια, θύελλες και παγωνιές, αλλά δεν κατάφερε να μας πτοήσει. Κατάφερε μεν να μας κάνει να γυρίσουμε πίσω στην Αθήνα χωρίς την βαλίτσα μας, αλλά αυτή την ιστορία θα την πούμε στο τέλος.
Προς το παρόν είναι αργά το απόγευμα της 14ης Ιανουαρίου του 2018 και προσγειωνόμαστε σιγά-σιγά στο Schiphol.
Έχουμε φτάσει στον απόηχο της γιορτής των φώτων (Amsterdam Light Festival) και το αεροδρόμιο είναι στολισμένο.
Αγοράσαμε τα εισιτήρια του λεωφορείου που θα μας πήγαινε στο κέντρο από ένα κόκκινο βαν έξω από τον αερολιμένα.
Όταν φτάσαμε στην πόλη είχε πια νυχτώσει και προσπαθήσαμε άμεσα να προσαρμοστούμε για να μην πέσουμε πάνω σε κανένα ποδηλάτη. Καθώς διασχίζαμε προσεκτικά ένα κανάλι, άκουσα ένα θρόισμα πίσω από τα χόρτα και μια αδιόρατη κίνηση από κάτι που έμοιαζε με αυτιά με έκανε να σταματήσω. Κοιτάζοντας καλύτερα είδα ένα λαγούδι να με κοιτάει πίσω από τα φύλλα. Να ήταν άραγε το ίδιο που πριν δύο χρόνια το είχε σκάσει μπροστά στα μάτια μας από την φάρμα στο Prinseneiland; Πριν προλάβω να το καλοσκεφτώ αυτό είχε οπισθοχωρήσει και είχε χαθεί στο σκοτάδι.
Αν και κουρασμένοι, αφήσαμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο και βγήκαμε μέσα στη νύχτα για την πρώτη μας βόλτα.
Στον δρόμο για την Damrak συναντήσαμε αυτό το πολύ όμορφο έργο τέχνης. Το όνομά του είναι Amsterdam Oersoep, βρίσκεται στο πέρασμα Beurspassage και έχει έκταση 450 τ.μ. (οροφή, τοίχοι, πάτωμα). Ολοκληρώθηκε το 2016 και δεν το είχαμε δει στο πρώτο μας ταξίδι.
Οι κεντρικοί δρόμοι ήταν φωταγωγημένοι.
Πεινασμένοι μπήκαμε σε μια μπυραρία και χορτάσαμε την πείνα μας με διώροφα μπέργκερ. Έτσι χορτασμένοι γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας και πριν κοιμηθούμε καληνυχτίσαμε την πόλη από το παράθυρό μας.
-
Η μέρα ξημέρωσε μουντή, ψυχρή και στα πρόθυρα βροχής.
Πήραμε το πρωινό μας και ξεκινήσαμε για τους κήπους Begijnhof που τους είχαμε βρει κλειστούς πριν δύο χρόνια. Σήμερα η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Μία πινακίδα μάς έδινε πληροφορίες για το μέρος και μας παρακαλούσε να κάνουμε ησυχία για να μην ενοχλούνται οι ένοικοι. Αναφέρει ότι εδώ κατοικούσαν οι Begijnen, ανύπαντρες Καθολικές που ασχολούνταν με αγαθοεργίες, αλλά που δεν επιθυμούσαν να ζήσουν σε μοναστήρια και δεν είχαν πάρει όρκους.
Εδώ βρίσκεται και το ένα από τα δύο ξύλινα σπίτια που σώζονται ακόμα στο Άμστερνταμ. Το δεύτερο είναι στην οδό Zeedijk 1 και στεγάζει την καφετέρια "In 't Aepjen".
Μεταλλικές μπάρες εμποδίζουν την διέλευση στους μη κατοίκους. Αν και η τελευταία από τις Begijnen πέθανε το 1971, περίπου 100 γυναίκες εξακολουθούν να ζουν εδώ.
Μια πόρτα στο πλάι του κήπου μας βγάζει κατευθείαν μπροστά στο Μουσείο της πόλης του Άμστερνταμ (Amsterdam Museum). Εδώ εκδώσαμε την Museumkaart και ξεκινήσαμε να την αποσβένουμε.
Στην είσοδο του μουσείου μάς υποδέχτηκαν τα ξύλινα αυτόματα του Δαυίδ και του Γολιάθ που κοσμούσαν κάποτε τον Oude Doolhof (Παλιό Λαβύρινθο 1625-1862), πριν αυτός χαθεί εξαιτίας της διαμόρφωσης των καναλιών.
Μαθαίνουμε για το πόσο χαμηλά από τη στάθμη της θάλασσας βρίσκεται η πόλη.
Είδαμε τις βέρες από τον πρώτο γάμο μεταξύ ομοφυλόφιλων την Πρωταπριλιά του 2001, το μικροσκοπικό λευκό αυτοκίνητο που μεταξύ του 1966 και του 1974 προσπάθησε να βάλει τέλος στο κυκλοφοριακό πρόβλημα, το σατυρικό κουκλοθέατρο De Lachende Spinnekop (η Γελαστή Αράχνη 1947-1954), αναπαραστάσεις δωματίων από τα καναλόσπιτα, σκαλιστά ελεφαντόδοντα και διάφορα άλλα.
Όταν βγήκαμε από το μουσείο η βροχή είχε ξεκινήσει. Η ώρα ήταν 15:30 το μεσημέρι και έμοιαζε να έχει ήδη νυχτώσει.
Φτάσαμε στην πλατεία Dam και μπήκαμε με την κάρτα μας στην Nieuwe Kerk που παλαιά ήταν εκκλησία και τώρα είναι μουσείο. Εκείνον τον καιρό είχε μια έκθεση με τίτλο "I have a dream".
Το θέμα της έκθεσης ήταν οι ζωές των Μαντέλα, Γκάντι και Κινγκ και ο τρόπος που αυτοί οι τρεις άνθρωποι επηρέασαν τον κόσμο. Όμορφη ήταν και η εκκλησία.
Μετά πήγαμε στην Oude Kerk, μία άλλη εκκλησία που τώρα πια είναι μουσείο. Εδώ η έκθεση ήταν πολύ πιο απόκοσμη και είχε να κάνει με την απουσία. Πολύ ανατριχιαστική κατάσταση: μαραμένα λουλούδια σε βωμούς, σακάκια ακουμπησμένα σε καρέκλες, παλτά απιθωμένα στο πάτωμα κι όλα αυτά τα συνόδευαν ακατάληπτοι ψίθυροι από αόρατα στόματα (οι ψίθυροι ήταν ακατάληπτοι γιατί δεν ήταν στην γλώσσα μας, όλο και κάτι συγκεκριμένο θα έλεγαν οι άνθρωποι).
Προσπάθησα να συγκεντρώσω την προσοχή μου στην εκκλησία και συγκεκριμένα στο ταβάνι της που λέγεται ότι είναι ο μεγαλύτερος ξύλινος θόλος στην Ευρώπη και αυτός με την καλύτερη ακουστική. Είναι κατασκευασμένος από ξύλο βελανιδιάς φερμένο από την Εσθονία και χρονολογείται στο 1390.
Μετά από τόσο τρόμο μας άνοιξε η όρεξη και αψηφώντας το ανεμοβρόχι περπατήσαμε κάμποσα μέτρα και μπήκαμε σε ένα συμπαθητικό εστιατόριο, το Haesje Claes.
Παραγγείλαμε σουπίτσα και μοσχαρίσιο φιλέτο που ήταν και τα δύο πολύ γευστικά
και αφού αποφάγαμε βγήκαμε και πάλι στο ολλανδικό κρύο.
Η βροχή ευτυχώς είχε σταματήσει οπότε φτάσαμε στεγνοί και χορτασμένοι στο ξενοδοχείο μας.
Την επόμενη μέρα μια λεπτή λωρίδα από το φως του ήλιου κατάφερε να ξεπεράσει την πυκνή συννεφιά και να φτιάξει για λίγο τη διάθεσή μας.
Η σημερινή μας βόλτα είχε έναν σκοπό: να κλείσουμε το κεφάλαιο που λέγονταν Μουσείο των Τροπικών και που είχαμε αφήσει ανοιχτό από την προηγούμενη επίσκεψή μας.
Μέχρι να πάρουμε το πρωινό μας και να βγούμε από το ξενοδοχείο ο καιρός είχε αγριέψει.
Αγνοήσαμε τις παγωμένες ριπές που άσπριζαν τα νερά των καναλιών και ξεκινήσαμε με αισιοδοξία τη διαδρομή μας.
Περάσαμε κι από την γνωστή μας πολύχρωμη αγορά των λουλουδιών:
Και βγήκαμε στον Amstel.
Καθώς προχωρούσαμε ο καιρός έκανε γενναίες προσπάθειες ν' ανοίξει.
Και σχεδόν τα είχε καταφέρει όταν φτάσαμε έξω από το μουσείο των τροπικών.
Το μουσείο των τροπικών είναι Εθνολογικό μουσείο κι ένα από τα μεγαλύτερα στο Άμστερνταμ. Εκτός από τα μόνιμα εκθέματά του (κυρίως από τις πρώην αποικίες), διοργανώνει και περιοδικές εκθέσεις με γενικότερο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον.
Η κεντρική του αίθουσα είναι τεράστια, άπλετη και θυμίζει γοτθικό ναό. Μαρμάρινες σκάλες οδηγούν στους επάνω ορόφους.
Λεπτομέρεια από τις κολώνες της μεγάλης αίθουσας.
Είδαμε πρώτα την περιοδική έκθεση. Είχε τίτλο "Body Art" και θέμα το διακοσμημένο ανθρώπινο σώμα. Από τις πιο ενδιαφέρουσες εκθέσεις στις οποίες έχω βρεθεί.
Μετά περάσαμε στα μόνιμα εκθέματα ξεκινώντας από την μόδα,
στα ειδώλια,
πήραμε πληροφορίες για εξωτικά σπόρια και μπαχάρια,
είδαμε διάφορες ιδιωτικές συλλογές από πετρώματα μέχρι έντομα,
και πολλές ακόμα κατασκευές λατρευτικού ή αποτροπαϊκού χαρακτήρα:
Τελειώνοντας την περιήγηση κατεβήκαμε στο εστιατόριο του μουσείου
και παραγγείλαμε έναν δίσκο μεζεδάκια
Όταν βγήκαμε από το μουσείο είχε αρχίσει να βραδιάζει.
Το κρύο ήταν έντονο, όμως δεν έβρεχε και δεν φυσούσε τόσο πολύ (ακόμα), οπότε είπαμε να περπατήσουμε ως το λιμάνι.
Τα φώτα στους δρόμους άρχισαν να ανάβουν.
Όταν φτάσαμε στο λιμάνι είχε νυχτώσει για τα καλά.
Πήραμε τον δρόμο προς την Dam.
Χαζέψαμε τις βιτρίνες.
Και καταλήξαμε τελικά στο ξενοδοχείο μας. Έξω είχε αρχίσει να φυσάει.
Σήμερα δεν υπήρχε ήλιος ούτε γι' αστείο. Με το ζόρι υπήρχε φως. Όταν βγήκαμε έξω μετά το πρωινό είδαμε κάποιες πινακίδες ξεχαρβαλωμένες από τον χθεσινοβραδινό άνεμο. Να ’ναι σημάδι να μείνουμε στο δωμάτιο; Μπα!
Σήμερα θα πηγαίναμε για μούμιες και για άλογα.
Όποιος θέλει να βρει μούμιες στο Άμστερνταμ πηγαίνει στο μουσείο Allard Pierson. Αρχίσαμε λοιπόν ν' ανηφορίζουμε προς το Rokin.
Μπήκαμε δωρεάν στο μουσείο χρησιμοποιώντας την κάρτα μας. Το Allard Pierson είναι το αρχαιολογικό μουσείου του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Στεγάζει την συλλογή του Πανεπιστημίου με εκθέματα από τους αρχαίους κόσμους της Μεσογειακής λεκάνης και της Εγγύς Ανατολής. Δεν είχε την ποικιλία που περίμενα. Αλλά είχε ένα παιχνίδι που έβαζες ονόματα και φράσεις και στα εκτύπωνε στα ιερογλυφικά!
Πριν φύγουμε πήγαμε για ένα γλυκάκι στην καφετέρια του μουσείου.
Είχε έρθει η ώρα να δούμε τα αλογάκια. Για τον σκοπό αυτό έπρεπε να κατεβούμε μέχρι το Vondelpark.
Σε έναν παράδρομο του πάρκου βρίσκεται ο προορισμός μας.
Πρόκειται για την Hollandse Manege (1744), την παλαιότερη σχολή ιππασίας στην Ολλανδία. Περιηγηθήκαμε στους σταύλους, στους χώρους των μαθημάτων, πήγαμε και στην καφετέρια που βλέπει από ψηλά τους εκπαιδευόμενους. Ήταν μια επίσκεψη γεμάτη μυρωδιές.
Την επόμενη μέρα είδαμε πως οι γερμένες πινακίδες είχαν τώρα τοποθετηθεί επάνω στο πεζοδρόμιο. Ο καιρός ήταν πολύ κακός, παγωμένος, με δυνατό άνεμο και περιστασιακή βροχή.
Σήμερα θα πηγαίναμε να δούμε το Cromhouthuis, ένα πολυόροφο καναλόσπιτο πολύ κοντά στο ξενοδοχείο μας στο οποίο στεγάζεται και το Μουσείο της Βίβλου.
Είδαμε τη συλλογή με τα ρολόγια-κοσμήματα της κυρίας του σπιτιού καθώς και μια συλλογή με διακοσμημένα κουτιά για ταμπάκο.
Πρέπει να ήμασταν μόνοι μας εκεί. Όλο το σπίτι δικό μας!
Στους επάνω ορόφους έχει βρει στέγη το μουσείο της Βίβλου.
Στη συνέχεια κατεβήκαμε στην κουζίνα.
Αλλά στον κήπο δεν μπορέσαμε να βγούμε.
Μάλλον ούτε στον δρόμο δεν έπρεπε να βγούμε.
Αλλά θέλαμε να κάνουμε μια βόλτα πριν σταματήσουμε κάπου για φαγητό.
Για φαγητό καταλήξαμε και πάλι στο Haesje Claes.
Με παγωμένες μύτες, αλλά ζεσταμένη κοιλίτσα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο.
Ξημέρωσε η τελευταία ημέρα μας στο Άμστερνταμ.
Ο άνεμος είχε επιτέλους κοπάσει. Η πτήση μας θα έφευγε το απόγευμα, οπότε προλαβαίναμε έναν τελευταίο περίπατο.
Περπατώντας παράλληλα με το κανάλι Singel απαντήσαμε την Torensluis. Η γέφυρα με την μυστηριώδη πορτούλα είναι ανοικτή για το κοινό. Όσοι θέλετε να δείτε το εσωτερικό μιας καναλογέφυρας προσέλθετε.
Εμείς την προσπεράσαμε και συνεχίσαμε την βόλτα μας.
Καθίσαμε για μια κρέπα και έπειτα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, πήραμε τα πράγματά μας, πήγαμε στο αεροδρόμιο και αποχαιρετήσαμε το Άμστερνταμ.
Υ.Γ. H βαλίτσα μας ήρθε στην Αθήνα δύο μέρες μετά γιατί αποφάσισε ότι ήθελε να μείνει λίγο ακόμα στην Ολλανδία. Τελικά τέλος καλό, όλα καλά.
Μετά τον παγωμένο Ιανουάριο του 2018 ήρθε ο Ιούνιος του 2019 που μας ξανάφερε στο Άμστερνταμ. Αυτή τη φορά θα μέναμε τέσσερις μέρες (12-16/6). Πρόκειται για τον τρίτο και πιο πρόσφατο περίπατό μας στην Ολλανδική πρωτεύουσα.
Την ημέρα της άφιξής μας ήμασταν πολύ κουρασμένοι και περιοριστήκαμε σε μια βόλτα γύρω από την γειτονιά μας.
Την επομένη ήθελα να αγοράσω μια μπλούζα από το Hard Rock Cafe και είπαμε να το συνδυάσουμε με μια βόλτα κι απ' το λιμάνι.
Το A'dam Lookout, με τους θαρραλέους που κάνουν κούνια στο κενό.
Σταματήσαμε στο Pancakes Amsterdam για να κρέπες.
Μπήκαμε στο εσωτερικό του μαγαζιού γιατί ψιχάλιζε. Παράγγειλα κρέπα με μπανάνα και σαντιγί.
Δεν ήταν αυτό που περίμενα.
Όταν τελειώσαμε το φαγητό η βροχή είχε σταματήσει, όμως η συννεφιά επέμενε.
Στους κήπους του Rijksmuseum πετύχαμε μια έκθεση, μάλλον σχετική με τα αραχνόποδα, θα σας γελάσω.
Φτάσαμε στο μαγαζί κι αγόρασα την μπλουζίτσα μου. Μετά πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Δεν είχα διάθεση για πολλές φωτογραφίες. Ίσως γιατί δεν υπήρχε φως παρά μόνο μία επίμονα συνεχιζόμενη συννεφιά.
Ίσως αύριο να καλυτερέψουν τα πράγματα. Καλοκαίρι είναι! Κάποιος να το πει στον καιρό!
Φαίνεται πως ο καιρός με άκουσε χθες, γιατί η σημερινή ημέρα ήταν ηλιόλουστη. Σήμερα θα πηγαίναμε στον βοτανικό κήπο. Όλα γύρω ήταν φωτεινά και πολύχρωμα και η διάθεση ξεκίνησε να φτιάχνει.
Τέλος φτάσαμε στον βοτανικό κήπο. Κάναμε πρώτα μια στάση στο καφέ του και μετά ξεκινήσαμε την περιήγηση.
Ο κήπος ήταν μικρός, συμπαθητικός και λασπώδης. Είδαμε και μια νύφη με ένα γαμπρό που φωτογραφίζονταν με φόντο την πρασινάδα.
Φύγαμε από εκεί και πήγαμε για μπύρες στο Café de Sluyswacht. Το κτίριο του 1695 όπου στεγάζεται η καφετέρια, ήταν στο παρελθόν το σπίτι του υπεύθυνου για το άνοιγμα και το κλείσιμο των locks του καναλιού.
Μετά τις μπύρες συνεχίσαμε τη βόλτα μας.
Φτάσαμε μέχρι το Westerpark.
Έπειτα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, είδαμε τηλεόραση και κοιμηθήκαμε. Αύριο το πρόγραμμα έχει Haarlem!
[IMG alt="Fanie"]https://www.travelstories.gr/community/data/avatars/m/11/11258.jpg?1568384453[/IMG]
Fanie
Member
Μηνύματα248Likes536Επόμενο ΤαξίδιΒουδαπέστηΟνειρεμένο ΤαξίδιLena's Stone Forest
Και νάμαστε πρωί πρωί στο σταθμό των τρένων! Ήταν η πρώτη φορά που πηγαίναμε σε κάποιο άλλο μέρος της Ολλανδίας και ήμουν ενθουσιασμένη!
Το Haarlem βρίσκεται λίγα χλμ. δυτικά του Άμστερνταμ.
Φτάσαμε στον σταθμό μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας.
Σήμερα ήταν Σάββατο και στην πλατεία της πόλης είχε αγορά. Πλησιάσαμε έναν πάγκο κι αγοράσαμε φιλέτο ρέγκας με ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι.
Μετά πήγαμε για καφέ και γλυκό σε ένα εστιατόριο πέρα από το κανάλι.
Κι ακολουθούν φωτογραφίες από το Haarlem.
Με ήλιο:
Με συννεφιά:
Είπιαμε μια τελευταία μπύρα και πήραμε το τρένο της επιστροφής.
Τελευταία μέρα η σημερινή. Σε λίγο φεύγουμε για Αθήνα, όμως μένει χρόνος για κάποιες τελευταίες φωτογραφίες.
Ξεκινήσαμε για την Dam...
...και την βρήκαμε κατειλημμένη από στρώματα γυμναστικής κι έτοιμη να υποδεχτεί.... την παγκόσμια ημέρα ΓΙΟΓΚΑΣ!!!
Μείναμε να παρακολουθήσουμε για λίγο τα δρώμενα, αλλά τους πετύχαμε στις παρουσιάσεις και δεν είχαμε χρόνο να περιμένουμε για την καθαυτό γυμναστική.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και πήραμε το τρένο για το αεροδρόμιο. Η επόμενη στάση ήταν η Αθήνα.
Κι εδώ τελείωσαν οι τρεις περίπατοι στο Άμστερνταμ. Να είμαστε καλά να ταξιδεύουμε κι όπου κι αν πάμε να περνάμε υπέροχα!
ΤΕΛΟΣ
Για να πάμε στο κέντρο της πόλης πήραμε το λεωφορείο 397 (παλαιότερα ονομάζονταν 197), το οποίο ξεκινούσε μπροστά από την έξοδο του αεροδρομίου. Εισιτήρια βγάλαμε, μετά από υπόδειξη του οδηγού, σε ένα κόκκινο βαν που ήταν παρκαρισμένο δίπλα στην αφετηρία.
Το λεωφορείο μάς άφησε στην Museumplein κι εκεί αναπνεύσαμε για πρώτη φορά το μπαφ... sorry... το Άμστερνταμ! Ήταν το πρώτο μας ταξίδι στην ολλανδική πρωτεύουσα και επιλέξαμε για διαμονή ένα ξενοδοχείο στην περιοχή των μουσείων, που είχε κατεβάσει την τιμή του γιατί μπροστά του γίνονταν εργασίες ανάπλασης του δρόμου. Μην φανταστείτε σπουδαία όχληση, ούτε τους είδαμε, ούτε τους ακούσαμε ποτέ τους εργάτες. Ίσως να έπαιξε το ρόλο του και το δωμάτιο που έβλεπε στην πίσω αυλή κι όχι στην λεωφόρο.
Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο και μπήκαμε στο δωμάτιο το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ένα σημείωμα από τη διεύθυνση που ενημέρωνε, μεταξύ άλλων, ότι τα μαλακά ναρκωτικά καταναλώνονται μόνο στα coffee shops. Ναι, δεν είχαμε κάνει λάθος. Είμασταν πράγματι στο Άμστερνταμ!
Αφήσαμε λοιπόν τα πράγματά μας και βγήκαμε να γνωριστούμε με την πόλη.
Το πρώτο κανάλι που βρέθηκε στο δρόμο μας ήταν το Singelgracht, με όμορφα αρχοντικά, λουλουδιασμένες γέφυρες κι αυξημένη κίνηση.
Προχωρήσαμε βόρεια διασχίζοντας δεντροστοιχισμένα κανάλια γεμάτα βαρκούλες και προσπερνώντας σπίτια με φωτογενείς προσόψεις.
Φτάσαμε στην Nieuwe Kerk. Δεν μπήκαμε μέσα, αλλά καθίσαμε σ' ένα εστιατόριο δίπλα της, το Cote Ouest όπου παραγγείλαμε το πρώτο μας γεύμα επί ολλανδικού εδάφους. Θυμάμαι πως μας άρεσε, όμως δύο χρόνια μετά, όταν ξαναπήγαμε στα μέρη του, δεν μπορέσαμε να το βρούμε.
Φαγωμένοι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Ξανά ποδήλατα, ξανά κανάλια, ξανά γεφυρούλες, ξανά βαρκούλες, ξανά... οι μυρωδιές του Άμστερνταμ.
Για να πάμε στο ξενοδοχείο μας κόψαμε δρόμο από το Vondel Park, όπου κι εκεί αναπνεύσαμε Άμστερνταμ.
Ζαλισμένοι από τα χρώματα και τα αρώματα πέσαμε για ύπνο. Η αυριανή μέρα θα ήταν αφιερωμένη στα μουσεία! Γιούπι!
Το πρωί της Κυριακής μάς βρήκε να κατηφορίζουμε τον δρόμο για την Museumplein. Σκοπός μας να επισκεφτούμε δύο από τα μουσεία της, το Rijksmuseum και το Van Gogh Museum και να θαυμάσουμε τους πίνακές τους. Όμως καθώς προχωρούσαμε σταθήκαμε για λίγο να θαυμάσουμε τις ζωγραφικές ανησυχίες της νέας γενιάς των καλλιτεχνών του Άμστερνταμ, εκείνης που δειλά-δειλά ξεκινά από το κατώφλι του σπιτιού της για να θαμπώσει τον κόσμο.
Η χθεσινοβραδινή μπόρα είχε μουσκέψει αρκετά την πλατεία.
Φτάσαμε μπροστά στα εκδοτήρια του Van Gogh Museum. Ο κόσμος στην ουρά ήταν ελάχιστος και όταν ήρθε η σειρά μας αγοράσαμε από μία Museumkaart. Αφήσαμε την ουρά στα εκδοτήρια να μεγαλώνει και πήγαμε παραδίπλα, στο Café Le Tambourin, για να πάρουμε επιτέλους το πρωινό μας. Παραγγείλαμε καφεδάκια και γλυκά, διαλέξαμε ένα τραπεζάκι δίπλα στην μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε το πάρκο και καθίσαμε να χαζεύουμε τους περαστικούς.
Αφού αποφάγαμε ξεκινήσαμε να δούμε τα έργα του Van Gogh κι επειδή στον χώρο δεν επιτρέπονταν η φωτογράφιση δεν έχω κάτι να σας δείξω. Πάντως να σας πω ότι ήταν από τις περιεκτικότερες εκθέσεις που έχω δει· εάν έχετε χρόνο μόνο για ένα μουσείο στο Άμστερνταμ, αυτό είναι το μουσείο σας.
Μου άρεσε πολύ ο πίνακας με τις αμυγδαλιές που ο ζωγράφος είχε κάνει δώρο στην οικογένεια του αδερφού του με την ευκαιρία της γέννησης του γιου τους. Το αγοράκι εκείνο πήρε το όνομα του θείου του, ονομάστηκε Vincent Willem van Gogh και για να μην τον συγχέουν με τον ζωγράφο των φώναζαν “ο μηχανικός” επειδή αυτό ήταν το επάγγελμά του. Εργάστηκε σε πολλές χώρες κι όταν επέστρεψε στην Ολλανδία ασχολήθηκε με την στέγαση του έργου του θείου του. Το μουσείο άνοιξε τις πύλες του το 1973 και ο Van Gogh, ο μηχανικός, σεργιάνιζε εκεί μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής του, το 1978.
Εκτός από την κύρια έκθεση είχε και μια περιοδική με τίτλο “στα όρια της τρέλας” όπου μέσα από πίνακες, γράμματα και μαρτυρίες γινόταν προσπάθεια να απαντηθούν ερωτήματα σχετικά με την ψυχική υγεία του ζωγράφου: “από τι ακριβώς έπασχε;”, “γιατί έκοψε το αυτί του;”, “γιατί αυτοκτόνησε;”. Σε μία προθήκη εκθέτονταν και το όπλο της αυτοχειρίας του. Ο ζωγράφος αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος του, όμως δεν πέθανε αμέσως, γιατί το όπλο δεν ήταν “κατάλληλο για αυτοκτονίες”, όπως αναφέρουν οι ερευνητές. Αντ' αυτού, γύρισε πίσω στο ξενοδοχείο του και εξέπνευσε μετά από δύο ημέρες.
Μέσα στην τρελή κατάθλιψη αφήσαμε την έκθεση και μπήκαμε στο κατάστημα του μουσείου. Εκεί βρήκαμε ένα πολύ όμορφο παιχνίδι μνήμης με τους πίνακες του καλλιτέχνη και το αγοράσαμε για τα ανιψάκια μας.
Το δεύτερο και τελευταίο μουσείο για σήμερα ήταν το Rijksmuseum. Στην μεγαλοπρεπή του είσοδο είδαμε μια γκέισα να προπορεύεται μερικά μέτρα μπροστά και καθώς πλησιάζαμε ακούσαμε μια μελωδία τόσο ξεχωριστή που με έκανε να κοντοσταθώ και να ρωτήσω τον οργανοπαίχτη τι ήταν αυτό που έπαιζε. Εκείνος (φοιτητής από την Καραϊβική) μας είπε ότι επρόκειτο για ένα steelpan, ένα κρουστό, μουσικό όργανο με προέλευση από το Trinidad and Tobago. Το steelpan φτιαχνόταν παλαιότερα από τους πάτους ατσάλινων βαρελιών και εσωτερικά (όπως διακρίνεται στην φωτογραφία) είναι γεμάτο βαθουλώματα. Αυτά είναι οι νότες. Όσο μικρότερα τα βαθουλώματα, τόσο πιο οξύς ο ήχος.
Αφήσαμε τον φοιτητή από την Καραϊβική και προχωρήσαμε στο εσωτερικό του μουσείου. Εκεί όπου μας περίμεναν ο Rembrandt και ο Vermeer.
O “Λόχος της Πολιτοφυλακής υπό τη διοίκηση του λοχαγού Φρανς Μπάννινκ Κοκ” (1642) του Rembrandt ή πιο γνωστός ως: “Νυχτερινή Περίπολος” βρίσκεται στο βάθος μιας πλατιάς αίθουσας. Είναι πολύ μεγάλος (3,63 m x 4,37 m) και ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους με την ίδια θεματολογία, γιατί έτσι όπως χρησιμοποιεί το φως και τις σκιές (chiaroscuro), ξεχειλίζει από κίνηση. Οι μορφές έχουν ζωγραφιστεί σε φυσικό μέγεθος και λέγεται πως κάθε ένας από τους απεικονιζόμενους χαρακτήρες (εκτός από τη μασκότ και τον τυμπανιστή) πλήρωσε 100 χρυσά νομίσματα (γύρω στα 1000 €) στον ζωγράφο για μια θέση στον καμβά. Όμως, κατά τη μεταφορά του πίνακα σε άλλο κτίριο, το 1715, έπρεπε να κοπεί ένα κομμάτι από την αριστερή του μεριά για να χωρέσει ο πίνακας στη νέα του θέση και μαζί μ' αυτό κόπηκαν και δυο από τους χαρακτήρες (sorry, παιδιά).
Μετά την “Περίπολο” πήγαμε να δούμε την “Γαλατού” (1658), του Vermeer. Ένας τοσοδούλης πίνακας με τόση δύναμη που θα μπορούσες να κάτσεις να τον κοιτάζεις με τις ώρες.
Το μουσείο όμως δεν είχε μόνο πίνακες. Είχε και κουκλόσπιτα! Τρία στον αριθμό! Πρόκειται για κομψοτεχνήματα του 17ου αιώνα τα οποία δεν προορίζονταν για παιχνίδι, αλλά ήταν ένα ακριβό χόμπι των ευκατάστατων γυναικών του Άμστερνταμ. Υαλουργοί, μαραγκοί, αργυροχρυσοχόοι, υφαντουργοί, καλαθοπλέκτες και ζωγράφοι επιστρατεύονταν για να δημιουργήσουν έργα λιλιπούτεια, αλλά αντάξια εκείνων σε φυσικό μέγεθος.
Μετά τα μουσεία ανεβήκαμε προς την αγορά των λουλουδιών, την Bloemenmarkt. Σεπτέμβρης μήνας και ξεκινούσε η κατάλληλη εποχή για να προμηθευτεί κανείς τους βολβούς που θα άνθιζαν την άνοιξη. Τα πλωτά μαγαζάκια ήταν γεμάτα κόσμο και λουλούδια. Μερικά πουλούσαν μέχρι και σαρκοφάγα φυτά μέσα σε διάφανα δοχεία.
Περπατώντας, κατεβήκαμε κατά τύχη κάτι σκαλιά και βρεθήκαμε μέσα σε ένα μικρό μαγαζάκι που το έλεγαν “το μαγικό μανιτάρι”. Δεν είχε λουλούδια (μπορεί να είχε μανιτάρια, δεν τα είδα), αλλά είχε διάφορα άλλα πράγματα που είχαν σχέση με φυτά.
Μετά πεινάσαμε και καθώς χαζεύαμε τα πολύχρωμα γλυκά σε μια βιτρίνα μας έπιασε βροχή και λέμε, “α το κάρμα θα είναι”, και μπήκαμε μέσα. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με μερικά τραπεζάκια σε ένα πατάρι. Δεν θέλαμε να φάμε γλυκό και ζητήσαμε από ένα κομμάτι πίτσα για να καταλαγιάσουμε την πείνα μας. Φεύγοντας δεν ξέχασα να φωτογραφήσω και τα γλυκά.
Μετά το φαγητό αποφασίσαμε πως είχε έρθει πια ο καιρός να δούμε τον περίφημο Amstel. Η βροχή είχε ελαττωθεί κι όταν φτάσαμε τελικά στο ποτάμι, είχε σταματήσει. Ο Amstel μάς χαιρέτησε κάτω από ένα φωτεινό ουράνιο τόξο.
Περπατήσαμε μέχρι τα waterlocks που βοηθούν στον καθαρισμό του νερού. Όπως έχω διαβάσει, υπάρχουν 16 τέτοιες κατασκευές ολόγυρα στην πόλη και τρεις φορές την εβδομάδα οι 14 από αυτές κλείνουν και φρέσκο νερό αρχίζει να αντλείται από την λίμνη Ijsselmeer, να μπαίνει στα κανάλια και να σπρώχνει το βρώμικο νερό προς τα ανοιχτά waterlocks, στην άλλη πλευρά της πόλης.
Αφήσαμε τον Amstel και προχωρήσαμε ως την Rembrandtplein όπου ένας μπρούτζινος λοχαγός Φρανς Μπάννινκ Κοκ, από τη “Νυχτερινή Περίπολο”, μας πρότεινε το χέρι σε χαιρετισμό. Εκεί, σε μια πλευρά της πλατείας, βρίσκονται και τα κεντρικά γραφεία της Booking.
Συνεχίζοντας τον περίπατό μας βρεθήκαμε μπροστά στο Pathe Tuschinski, ένα από τα ωραιότερα σινεμά της πόλης, χτισμένο το 1921 σε τεχνοτροπία Art Deco. Μπήκαμε για να δούμε λίγο το φουαγιέ του, αλλά δεν προχωρήσαμε ως τις αίθουσες γιατί δεν θέλαμε να δούμε κάποια ταινία. Ίσως σε κάποια άλλη επίσκεψή μας να το επιχειρήσουμε, γιατί όπως βλέπω από άλλες φωτογραφίες πρέπει να είναι εκπληκτικό εσωτερικά.
Αφήσαμε το Pathe και προχωρώντας φτάσαμε μπροστά στα πιο στραβά σπίτια που είχαμε δει. Η πόλη είναι χτισμένη επάνω σε πασσάλους κι οι πιο παλιοί από αυτούς είναι ξύλινοι. Όταν οι πάσσαλοι αρχίζουν να σαπίζουν, τα σπίτια που στηρίζουν αρχίζουν να γέρνουν, όπως και τα σπιτάκια που στράβωναν μπροστά μας.
Παραδίπλα βρήκαμε μια περίτεχνη, μαρμάρινη πόρτα σφηνωμένη ανάμεσα σε δύο πανύψηλα κτίρια. Ένας Ιταλός πέρασε την ώρα που την απαθανατίζαμε. “Όμορφη δεν είναι;” μας ρώτησε χαμογελώντας και απομακρύνθηκε. Ναι, όμορφη. Αναρωτήθηκα με πόσα γκράφιτι θα ήταν τώρα καλυμμένη εάν είχε την τύχη να βρίσκεται στην Αθήνα.
Στον δρόμο της επιστροφής ανακαλύψαμε και έναν τοίχο που αποζητούσε την αγάπη μας. Αααχ, καλό μου Άμστερνταμ. Αυτή θα πρέπει να την κερδίσεις.
Η Δευτέρα ξημέρωνε με τους καλύτερους μετεωρολογικούς οιωνούς. Με λιγοστά σύννεφα και ανεβασμένη θερμοκρασία προμηνύονταν ως μια από τις ομορφότερες ημέρες στο Άμστερνταμ.
Αφήσαμε λοιπόν τα πανωφόρια μας στο δωμάτιο και ξεκινήσαμε τη βόλτα μας. Στο δρόμο για το κανάλι Singelgracht περάσαμε δίπλα από τον κήπο του Rijksmuseum και είπαμε να μπούμε μέσα να τον δούμε από κοντά.
Κάθε καλοκαίρι ο χώρος φιλοξενεί την έκθεση κάποιου γλύπτη και για το 2016 είχε έργα του Ιταλού Giuseppe Penone, εξού και τα δέντρα με τις πέτρες στα κλαδιά.
Βγήκαμε από τον κήπο και περπατήσαμε για άλλη μια φορά κατά μήκος του Singelgracht, αυτή τη φορά έως το Heineken Brouwery και εκεί στρίψαμε βόρεια. Για το Heineken Experience να σας πω ότι δεν είχα διαβάσει τα καλύτερα και γι' αυτό δεν το επισκεφτήκαμε.
Η διαδρομή μάς οδήγησε τρία κανάλια παραπάνω, στο Keizersgracht, όπου βρίσκονταν το πρώτο από τα καναλόσπιτα που θα επισκεπτόμασταν σήμερα, εκείνο της οικογένειας Van Loon. Εδώ έμενε ο συνιδρυτής της Ολλανδικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών, ο Willem van Loon. Οι απόγονοι της ευγενούς οικογένειας είχαν μετατρέψει το σπίτι των προγόνων τους σε μουσείο κι εμείς μπήκαμε μέσα δωρεάν κάνοντας χρήση της Museumkaart που είχαμε αρχίσει να αποσβένουμε από χθες.
Σαράντα λεπτά μετά είχαμε αφήσει το καναλόσπιτo και καθόμασταν για ένα καφεδάκι κάτω από μια πλατιά ομπρέλα σε μια καφετέρια εκεί κοντά. Εκεί δοκίμασα πρώτη φορά τα Bitterballen, ένα είδος στρογγυλής κροκέτας γεμιστής με κρέας και λαχανικά και τηγανισμένης σε καυτό λάδι. Συνοδεύεται ιδανικά με μουστάρδα ή κέτσαπ. Τι τρώω πρωί-πρωί η τουρίστρια!
Μετά το καφεδάκι είπαμε να δούμε καμιά τσάντα και είμασταν πολύ τυχεροί γιατί κοντά μας βρίσκονταν ένα καναλόσπιτο στο οποίο έδρευε το Μουσείο Τσάντας και Πορτοφολιού του Άμστερνταμ! Γουάου!
Μετά την βόλτα μας στην έκθεση κατεβήκαμε στο ισόγειο όπου σε κάτι όμορφες αίθουσες σερβίρονταν high tea και lunch! Επρόκειτο βέβαια για ξεκάθαρη tourist trap, αλλά εμείς πεινάγαμε και κάναμε πως δεν καταλαβαίνουμε.
Τέλος πάντων το φάγαμε το lunch μας, χαζέψαμε και την θέα έξω από το τζάμι και κοιτάξαμε την ώρα.
– ΑΑΑ! ΑΑΑ!
– Τι; Τι;
– Τρέχα! Τρέχα! Θα χάσουμε την είσοδο στο τρίτο καναλόσπιτο!!
– Κι άλλο καναλόσπιτο; Δεν μας λυπάσαι;
– ΤΡΕΧΑ ΣΟΥ ΛΕΩ!!!
Ευτυχώς δεν τρέξαμε πολύ μακριά γιατί το Museum Willet-Holthuysen βρισκόταν αμέσως μετά την επόμενη γεφυρούλα. Μεταξύ του 1861 και του 1895 έμεναν εδώ ο Abraham Willet, η σύζυγός του Sandrina Louisa Geertruyda Holthuysen και μια μεγάλη συντροφιά από γατάκια και σκυλάκια. Το μουσείο άνοιξε για το κοινό το 1896, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της Sandrina Louisa και γιόρταζε φέτος τα 120 χρόνια της λειτουργίας του.
Έπειτα από τρεις ώρες και τρία καναλόσπιτα είμασταν και πάλι στους δρόμους. Κι αυτή τη φορά είχαμε βάλει πλώρη για το λιμάνι!
Διασχίσαμε δεντροστοιχισμένες γέφυρες και πολύβουες λεωφόρους και βρεθήκαμε τελικά στις όχθες του Καναλιού της Βόρειας Θάλασσας, εκεί όπου από τον 13o αιώνα υπάρχει το λιμάνι του Άμστερνταμ. Για κοντά 200 χρόνια ο στόλος της Ολλανδικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών ξεφόρτωνε εδώ τις εξωτικές πραμάτειες του: μπαχάρια και πιπέρια, όπιο και καπνό, καφέ και μετάξι, κοχύλια, χαλκό, χρυσό κι ασήμι... Σήμερα, στα ίδια νερά, εξακολουθούν να αγκυροβολούν εντυπωσιακά πλοία, όπως κρουαζιερόπλοια και ποταμόπλοια που φτάνουν έως εδώ διαπλέοντας την Βόρεια Θάλασσα ή τον Ρήνο.
Προχωρήσαμε προς το συναυλιακό κέντρο Muziekgebouw aan 't IJ και μπήκαμε μέσα.
Το κτίριο ήταν εντελώς άδειο, μόνο στην καφετέρια του ισογείου υπήρχαν κάποιοι υπάλληλοι. Βγήκαμε στην προκυμαία μπροστά από το κτίριο και χαζέψαμε για λίγο την θέα. Στο βάθος-βάθος βλέπαμε το τεχνητό νησί της Ιάβα και την μεγάλη γέφυρα που το ένωνε με την στεριά, αλλά ήμασταν ήδη πολύ κουρασμένοι για να πάμε ως εκεί. Σε κάποιο άλλο ταξίδι θα φροντίσουμε ν' αφιερώσουμε μια ολόκληρη μέρα αποκλειστικά για μια βόλτα σε αυτά τα τεχνητά νησάκια.
Μετά από λίγη ώρα μπήκαμε πάλι μέσα στο κτίριο πήραμε το ασανσέρ και ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο. Ούτε εκεί συναντήσαμε κανέναν, αλλά απολαύσαμε την άπλετη πανοραμική θέα του λιμανιού που ξεδιπλώνονταν από κάτω μας.
Αφού χορτάσαμε φωτογραφίες κατεβήκαμε στο ισόγειο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Είδαμε ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα της ζωή μας ακριβώς έξω από το ΝΕΜΟ, το μουσείο επιστημών του Άμστερνταμ.
Τα φώτα άναβαν στα σπίτια, στα κανάλια και τα καταστήματα και μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο, είχε νυχτώσει για τα καλά.
Ένας δροσερός άνεμος είχε ξεκινήσει να φυσά. Ο καιρός θα χάλαγε, αλλά δεν θα έμπαινε εμπόδιο στα αυριανά μας σχέδια: O ζωολογικός κήπος Αrtis και η παρακείμενή του Micropia μάς περίμεναν.
Με ψυχρούλα και ψιλόβροχο ξεκίνησε η καινούργια μας ημέρα στο Άμστερνταμ. Σήμερα περπατήσαμε ίσα με δυόμιση χιλιόμετρα μέχρι τα επόμενα αξιοθέατα της λίστας μας. Τολμώ να πω ότι η διαδρομή που ακολουθήσαμε δεν ήταν ιδιαίτερα γραφική, ιδιαίτερα στο κομμάτι της από τον Άμστελ έως τον Artis, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχε τις εκπλήξεις της.
Φτάνοντας στον Artis τον αγνοήσαμε εντελώς και μπήκαμε στην γειτονική του Micropia, το μουσείο των μικροβίων, το μοναδικό στον κόσμο.
Εκεί μας έδωσαν από μία μικρή, στρογγυλή κάρτα και μας οδήγησαν σε ένα σκοτεινό μέρος με φωτεινές οθόνες και διάφορους θαλάμους όπου κοιτούσες μέσα και έβλεπες τα μικρόβια. Δίπλα σε κάθε έκθεμα υπήρχε μια σφραγιδούλα που την πατούσες επάνω στην κάρτα σου και στο τέλος έβλεπες πόσα μικρόβια βρήκες. Σε ξεχωριστό σημείο της αίθουσας, λουσμένος υπό το φως των προβολέων, βρισκόταν ένα πρόπλασμα του βασιλιά του μικροβιακού πληθυσμού, του βραδύπορα (tardigrade), του μοναδικού ζωντανού οργανισμού που μπορεί να επιζήσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Οι εκπλήξεις όμως δεν σταματούσαν στον μικροβιακό πληθυσμό, αλλά συνεχίζονταν στον κάτω όροφο όπου μέσα σε γυάλινες προθήκες υπήρχαν προπλάσματα ιών! Να, σε ένα τέτοιο μουσείο έπρεπε να με πήγαιναν εκδρομή με το σχολείο!
Δεν μπορώ θα θυμηθώ γιατί δεν έχω καμία φωτογραφία από την επίσκεψή μας σε αυτό το μουσείο. Μάλλον γιατί δεν επιτρέπονταν οι φωτογραφίες...
Βγήκαμε λοιπόν από την Μicropia με τις καρτούλες μας γεμάτες σφραγιδούλες και μπήκαμε στο διπλανό εστιατόριο De Plantage, για το μεσημεριανό μας. Εκεί τα πράγματα γίνανε λίγο ρόιδο κι άλλα παραγγείλαμε κι άλλα φάγαμε, αλλά φάγαμε κι αυτό έχει σημασία στην τελική.
Σειρά τώρα είχε ο Artis, ο ζωολογικός κήπος του Άμστερνταμ με τους μικρούς και μεγάλους πρωταγωνιστές του.
Τρεισήμισι ώρες και πολλές φωτογραφίες αργότερα πεινάγαμε πάλι κι αυτή τη φορά μπήκαμε στο εστιατόριο του Artis και ακολουθήσαμε την πεπατημένη: burgers.
Βγάλαμε κάποιες τελευταίες φωτογραφίες από τον κήπο και τα κοντινά σε αυτόν κανάλια και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Η επόμενη ημέρα θα είχε στο πρόγραμμα και μουσεία και πάρκα, οπότε χρειαζόμασταν κάποιες ώρες επιπλέον ξεκούρασης για να γεμίσουν οι μπαταρίες. Μακάρι να μην βρέχει!
Και δεν έβρεχε.
Η μέρα ξεκίνησε καταγάλανη και ηλιόλουστη κι εμείς είχαμε ήδη χαράξει το δρομολόγιό μας. Πρώτη μας στάση θα ήταν το ΝΕΜΟ, το Μουσείο Επιστήμης του Άμστερνταμ. Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε λοιπόν (τρόπος του λέγειν) προς το λιμάνι.
Στο μουσείο κάναμε χρήση της Museumkaart και δίχως καθυστέρηση αρχίσαμε να παίζουμε με τα εκθέματα!
Παρακολουθήσαμε και ένα πείραμα δράσης-αντίδρασης που στο τέλος εκτόξευε έναν πύραυλο.
Διασκεδάσαμε αφάνταστα στο δωμάτιο που σε δείχνει πότε νάνο και πότε γίγαντα και μια υπάλληλος προσφέρθηκε από μόνη της να μας τραβήξει φωτογραφίες!
Μετά από τα τόσα παιχνίδια ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο και βγήκαμε στο κεκλιμένο "κατάστρωμα" του ΝΕΜΟ για να δούμε τη θέα από ψηλά. Εδώ ανεβαίνεις και δωρεάν, δεν έχει εισιτήριο.
Αφήσαμε το ΝΕΜΟ
για να περάσουμε παραδίπλα, στο Εθνικό Ναυτικό Μουσείο:
(ναι! και το πλοίο έκθεμα είναι!)
Από τη μια μεριά του Ναυτικού Μουσείου είναι το ΝΕΜΟ:
κι από την άλλη (περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά) ο ανεμόμυλος De Gooyer, η επόμενη στάση μας:
Προς το παρόν είχαμε ένα μουσείο να εξερευνήσουμε. Δείξαμε τις κάρτες μας και μας έδωσαν να φορέσουμε από ένα βραχιολάκι.
Ένας τεράστιος θόλος φτιαγμένος από γυαλί και μέταλλο κάλυπτε την εσωτερική αυλή.
Αφήσαμε τα πράγματά μας στα lockers και βγήκαμε στην αποβάθρα για να δούμε από κοντά το ξύλινο τρικάταρτο που ήταν αγκυροβολημένο εκεί.
Μία επεξηγηματική πινακίδα μάς πληροφορούσε ότι επρόκειτο για το αντίγραφο του East Indiaman Amsterdam, ιδιοκτησίας της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών, το οποίο κατασκευάστηκε το 1748. Είχε μήκος 48m, ύψος καταρτιού 56m και έφερε 42 κανόνια.
To 1749 ξεκίνησε το ταξίδι του προς την Ασία, αλλά δεν πήγε πολύ μακριά και προσάραξε στις ακτές της Αγγλίας, κοντά στο Hastings. Το ναυάγιό του είναι ακόμα εκεί.
Επιπλέον πληροφορίες από την Wikipedia (στα αγγλικά): https://en.wikipedia.org/wiki/Amsterdam_(1748).
Ανεβήκαμε στο Amsterdam, και αρχίσαμε την εξερεύνηση.
Είδαμε το κελάρι:
Τους χώρους που κοιμόνταν οι ναυτικοί (δίπλα στα κανόνια):
Το φαγητό τους:
Είδαμε την καμπίνα του καπετάνιου:
Υπάρχει και παιχνίδι πάνω στο πλοίο. Ένα ποντικάκι παροτρίνει τα παιδιά να ψάξουν και να βρουν το χαμένο ασήμι του Amsterdam:
Το συναντήσαμε και στο αμπάρι:
Εκτός από το αντίγραφο του Amsterdam στο Ναυτικό Μουσείο φυλάσσονται και πρωτότυπα σκάφη, όπως το ποτάμιο παγοθραυστικό SS Christiaan Brunings, του 1900:
και το κωπήλατο Royal Barge που χρησιμοποιούνταν για εκδηλώσεις του κράτους και της βασιλικής οικογένειας. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1816-1818, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1841 και τελευταία το 1962:
Αφήσαμε την προβλήτα και μπήκαμε στο κυρίως κτήριο του μουσείου, ορισμένες αίθουσες του οποίου εκείνον τον καιρό ανακαινίζονταν.
Είδαμε όργανα ναυσιπλοΐας:
Ακρόπρωρα:
Μακέτες ιστιοφόρων με ψηφιακές επεξηγήσεις (δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Υπήρχε μια οθόνη που μπορούσες να την κυλήσεις επάνω στο γυαλί της βιτρίνας, να την σταματήσεις μπροστά σε κάποιο έκθεμα και να σου δώσει πληροφορίες γι' αυτό που κοιτάς):
Διαβάσαμε και ημερολόγια πλώρης σε ειδικά διαμορφωμένα σαλονάκια:
Ωραίο ήταν το ναυτικό μουσείο! Πάμε να πιούμε καμιά μπύρα! Αφήσαμε πίσω μας τα μουσεία και πήραμε τον δρόμο για τον ανεμόμυλο De Gooyer.
Σταματήσαμε λίγα λεπτά να ξαποστάσουμε σε μια παιδική χαρά:
Και μετά από έναν περίπατο μισής ώρας φτάσαμε μπροστά στον μεγαλύτερο ξύλινο ανεμόμυλο του Άμστερνταμ:
Χτισμένος τον 16ο αιώνα καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε το 1725 και μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1814. Είναι οκτάγωνος με ύψος 26,6m και λειτουργούσε ως αλευρόμυλος έως το 1972. Εκείνη την χρονιά μία καταιγίδα κατέστρεψε τα πανιά του, έσπασε τον άξονα και πέταξε τις λεπίδες του στο γειτονικό κανάλι. Οι ζημιές αποκαταστάθηκαν το 1976, αλλά ο μύλος δεν ξαναλειτούργησε και παραμένει κλειστός για το κοινό.
Πλάι στον μύλο, σ' ένα κτίριο του 1911 που παλαιότερα στέγαζε τα δημοτικά λουτρά, βρίσκεται η ζυθοποιεία IJ. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1983 και μεταφέρθηκε στη σημερινή της θέση το 1985. Δεν έχει σχέση με τον μύλο, πέρα από το γεγονός ότι είναι ακριβώς δίπλα του κι ότι έχει την εικόνα του στο σήμα της.
Πήραμε μπυρίτσα με μεζεδάκι και καθίσαμε στην οριοθετημένη αυλή για να ξεκουραστούμε μια στάλα.
Ο δρόμος του γυρισμού περνούσε μπροστά από το Μουσείο των Τροπικών. Ήταν ακόμα ανοιχτό, αλλά θα έκλεινε σύντομα οπότε αρκεστήκαμε να το θαυμάσουμε εξωτερικά και να το αφήσουμε στα υπόψη για άλλη εκδρομή.
Εντωμεταξύ το επαναλαμβανόμενο νερουλό και πράσινο τοπίο του Άμστερνταμ μάς υπενθύμιζε συνεχώς το πόσο τυχεροί είμαστε εμείς που μένουμε, σπουδάζουμε και εργαζόμαστε στην τσιμεντένια Αθήνα μακριά από όλους αυτούς τους αντιπερισπασμούς.
Μπήκαμε μέσα στο Oosterpark, ένα πάρκο που βρέθηκε στο δρόμο μας έτσι ξαφνικά για να μας τσαντίσει, και κάναμε μια βολτούλα στα πέριξ.
Οι Αμστερνταμιώτες είχαν εκμεταλλευτεί την όμορφη ημέρα για να στρωθούν/ξαπλώσουν/παίξουν/τρέξουν/μαγειρέψουν στο γρασίδι. Οι καπνοί από τα μπριζολάκια που ψήνονταν τριγύρω γαργαλούσαν αλύπητα τα ρουθούνια μας.
Βγήκαμε από το πάρκο.
Ο ήλιος έπεφτε καθώς πλησιάζαμε στο ξενοδοχείο μας κι έλουζε μ' ένα πορτοκαλένιο φως τις τούβλινες προσόψεις των κτιρίων.
Μια πινακίδα μάς ενημέρωνε για τον κολυμβητικό αγώνα που θα λάμβανε μέρος μερικές μέρες αφότου αφήσουμε το Άμστερνταμ.
Προχωρώντας στην οδό Ceintuurbaan είδαμε τρεις τύπους να κοιτάνε ψηλά, προς την ταράτσα ενός κτιρίου. Σηκώσαμε κι εμείς το κεφάλι και στην αρχή δεν είδαμε τίποτα, αλλά αμέσως μετά είδαμε τα γκόμπλινς. Ήταν δύο, με ύψος κοντά στα δυόμιση μέτρα, κάθονταν στην άκρη της ταράτσας με τα πράσινα ποδάρια τους να κρέμονται προς τα κάτω, είχαν κόκκινες μύτες κι έπαιζαν με μια κόκκινη μπάλα.
Βρισκόμασταν μπροστά στο Huis met de Kabouters (το Σπίτι με τα Γκόμπλινς) κι από τύχη δεν το είχαμε προσπεράσει.
Το σπίτι χτίστηκε τον 19ο αιώνα και είναι χαρακτηρισμένο μνημείο από το 1984. Πήρε το όνομά του από τα δύο πρασινωπά πλασματάκια που βρίσκονται στην κορυφή και περιλαμβάνει τρία διαφορετικά κτίρια. Αποτελεί ένα αμάλγαμα αρχιτεκτονικών ρυθμών, αλλά το φως και οι φυλλωσιές δεν βοήθησαν και πολύ στο έργο του φωτογράφου.
Ο θρύλος λέει ότι η κόκκινη μπάλα αλλάζει χέρια μεταξύ των γκόμπλινς καθημερινά, όταν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα. Ή την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Ή κάθε 29η Φεβρουαρίου. Ο θρύλος είναι αναποφάσιστος στο σημείο αυτό.
Αφήσαμε το σπίτι των γκόμπλινς και συνεχίσαμε τον δρόμο της επιστροφής.
Φτάσαμε σε ένα ακόμα πάρκο, το Sarphatipark και μπήκαμε να το δούμε κι αυτό.
Βγήκαμε από το πάρκο και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Σε ένα σπίτι είχε έρθει ο πελαργός. Συγχαρητήρια, είναι κορίτσι!
Οι βιτρίνες στα ζαχαροπλαστεία μάς σκανδάλιζαν, αλλά δεν υποκύπταμε.
Απτόητοι φτάσαμε ως το ξενοδοχείο μας. Καληνυχτίσαμε τους καταληψίες του γρασιδιού της Museumplein και πέσαμε για ύπνο.
Η αυριανή μέρα θα ξημέρωνε για μας μια μεγάλη βόλτα στα δυτικά της πόλης μέχρι το Prinseneiland, το νησάκι όπου θα βρίσκαμε το yellow submarine.
Προτού όμως ξεκινήσουμε το ταξίδι προς τη δύση, έπρεπε να τακτοποιήσουμε μια φωτογραφική εκκρεμότητα στη γειτονιά μας: Τα Zevenlandenhuizen, τα σπίτια των εφτά χωρών, χτισμένα το 1894.
Πρόκειται για μια αράδα από επτά σπίτια, στην οδό Roemer Visscherstraat, που καταλαμβάνουν τους αριθμούς από το 20 έως το 30 και που είναι έτσι σχεδιασμένα αρχιτεκτονικά ώστε να παραπέμπουν σε ισάριθμες χώρες. Πρόκειται για την Γερμανία, την Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ρωσία, την Ολλανδία και την Αγγλία. Τα δύο τελευταία μαζί είναι ξενοδοχείο, η Ισπανία είναι δικηγορική εταιρεία και τα υπόλοιπα ανήκουν σε ιδιώτες.
Στη φωτογραφία η Γερμανία, με το λευκό αψιδωτό παράθυρο.
Η Γαλλία, που παραπέμπει στα κάστρα του Λίγηρα.
Η νεοκλασική Ιταλία και η ανδαλουσιανή Ισπανία.
Η τυπική Ολλανδία και η Ρωσία με τον τρούλο της.
Τέλος η Αγγλία.
Μετά από αυτό πήραμε τους δρόμους.
Μια πισίνα καταμεσής στο πεζοδρόμιο μάς προκάλεσε ένα ελαφρύ πολιτιστικό σοκ.
Το ξεπεράσαμε και συνεχίσαμε.
Προχωρούσαμε παράλληλα με ένα κανάλι.
Είδαμε και τα άδοξα απομεινάρια μια ποδηλασίας.
Προσπεράσαμε boathouses.
Πετύχαμε καναλοκαθαριστές!
Μια ταβέρνα με μενού στα ελληνικά:
Ξεμακρύναμε αρκετά και φτάσαμε ανατολικά του καναλιού Kosteverloren, στον ανεμόμυλο Otter. Κατασκευάστηκε το 1638 και είναι ο μοναδικός που σώζεται από τους 49 που υπήρχαν στην περιοχή.
Ξεκουραστήκαμε για λίγο εκεί και συνεχίσαμε.
Ένα τρικάβαλο ποδήλατο:
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς το Prinseneiland.
Κάποια στιγμή καθίσαμε να τσιμπίσουμε το κατιτίς μας,
και ξάνα-ξεκινήσαμε.
Φτάσαμε στην παλαιά είσοδο της πόλης, την πύλη Haarlemmerpoort (ή αλλιώς Willemspoort). Πίσω της φούντωναν τα δέντρα του Westerpark, αλλά εμείς το προσπεράσαμε και τραβήξαμε προς τις γραμμές του τρένου.
Πριν μπούμε στο τούνελ, ένα ακόμα ελαφρύ πολιτιστικό σοκ με πρωταγωνίστρια μια μπουχάρα (χειροποίητη; θα σας γελάσω).
Περάσαμε απέναντι και μπήκαμε στο τούνελ, κάτω από τις γραμμές του τρένου, όπου συναντήσαμε μια θαλάσσια νύμφη.
Και φτάσαμε τέλος στον προορισμό μας, το νησάκι του Πρίγκηπα.
Στο νησάκι υπήρχε μια μικρή φάρμα και βοηθήσαμε τους ιδιοκτήτες να πιάσουν ένα λαγούδι που το είχε σκάσει και είχε κρυφτεί στο δρόμο, κάτω από έναν κάδο ανακύκλωσης.
Και είδαμε εκεί δίπλα και το yellow submarine, ένα ιδιαίτερο boathouse.
Υπάρχει μια διένεξη μεταξύ του ιδιοκτήτη και του δήμου, γιατί οι αρχές θέλουν να τον διώξουν.
Ξεκουραστήκαμε σ' ένα μικρό πάρκο και γεμίσαμε τα μπουκαλάκια μας με νερό, πριν πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού.
Επόμενη στάση μας το πάρκο που είχαμε αγνοήσει νωρίτερα, το Westerpark.
Είδαμε τον κόσμο που έτρωγε και μας άνοιξε η όρεξη. Στην καρδιά του Westerpark βρίσκονται τα ανακαινισμένα βοηθητικά κτίρια του παλιού εργοστάσιου γκαζιού (το ίδιο το εργοστάσιο έχει κατεδαφιστεί). Κάποια έχουν γίνει εστιατόρια και κάποια άλλα φιλοξενούν cafe, σινεμά, γραφεία, αγορές ή εκδηλώσεις.
Εμείς μπήκαμε στο De Bakkerswinkel, ένα εστιατόριο που στεγάζεται στο παλιό διοικητήριο.
Δεν θυμάμαι τι παραγγείλαμε, αλλά έχω αυτή τη φωτογραφία και καμία άλλη ανάμνηση:
Κάναμε μια βόλτα ανάμεσα στα παλιά κτίρια για να χωνέψουμε.
Μετά βγήκαμε πάλι στο πάρκο και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο.
Στον δρόμο υπήρχαν πινακίδες που προτρέπουν τον κόσμο να προσέχει τους πορτοφολάδες:
Λογικό, γιατί το μόνο που προσέχεις σ' αυτή την πόλη είναι μην σου ξεφύγει κανένα πλάνο.
Η ώρα ήταν επτά και οι καμπανούλες στην γωνία άρχισαν να κουδουνίζουν.
Πλησίαζε η ώρα να πάρουμε το dinner μας.
Στο δρόμο που πηγαίναμε πετύχαμε κι έναν κινηματογράφο που εκείνη την ώρα τρεις κοπέλες παιδεύονταν να τοποθετήσουν ένα-ένα τα γράμματα τη μαρκίζα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο!
Μπήκαμε σε ένα ισόγειο εστιατόριο και παραγγείλαμε για μια τελευταία φορά. Αύριο θα πετούσαμε για Αθήνα.
Το καινούργιο αυτό ταξίδι κράτησε 5 ημέρες, από 14 έως 19 Ιανουαρίου. Συνέπεσε με βροχές, χαλάζια, θύελλες και παγωνιές, αλλά δεν κατάφερε να μας πτοήσει. Κατάφερε μεν να μας κάνει να γυρίσουμε πίσω στην Αθήνα χωρίς την βαλίτσα μας, αλλά αυτή την ιστορία θα την πούμε στο τέλος.
Προς το παρόν είναι αργά το απόγευμα της 14ης Ιανουαρίου του 2018 και προσγειωνόμαστε σιγά-σιγά στο Schiphol.
Έχουμε φτάσει στον απόηχο της γιορτής των φώτων (Amsterdam Light Festival) και το αεροδρόμιο είναι στολισμένο.
Αγοράσαμε τα εισιτήρια του λεωφορείου που θα μας πήγαινε στο κέντρο από ένα κόκκινο βαν έξω από τον αερολιμένα.
Όταν φτάσαμε στην πόλη είχε πια νυχτώσει και προσπαθήσαμε άμεσα να προσαρμοστούμε για να μην πέσουμε πάνω σε κανένα ποδηλάτη. Καθώς διασχίζαμε προσεκτικά ένα κανάλι, άκουσα ένα θρόισμα πίσω από τα χόρτα και μια αδιόρατη κίνηση από κάτι που έμοιαζε με αυτιά με έκανε να σταματήσω. Κοιτάζοντας καλύτερα είδα ένα λαγούδι να με κοιτάει πίσω από τα φύλλα. Να ήταν άραγε το ίδιο που πριν δύο χρόνια το είχε σκάσει μπροστά στα μάτια μας από την φάρμα στο Prinseneiland; Πριν προλάβω να το καλοσκεφτώ αυτό είχε οπισθοχωρήσει και είχε χαθεί στο σκοτάδι.
Αν και κουρασμένοι, αφήσαμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο και βγήκαμε μέσα στη νύχτα για την πρώτη μας βόλτα.
Στον δρόμο για την Damrak συναντήσαμε αυτό το πολύ όμορφο έργο τέχνης. Το όνομά του είναι Amsterdam Oersoep, βρίσκεται στο πέρασμα Beurspassage και έχει έκταση 450 τ.μ. (οροφή, τοίχοι, πάτωμα). Ολοκληρώθηκε το 2016 και δεν το είχαμε δει στο πρώτο μας ταξίδι.
Οι κεντρικοί δρόμοι ήταν φωταγωγημένοι.
Πεινασμένοι μπήκαμε σε μια μπυραρία και χορτάσαμε την πείνα μας με διώροφα μπέργκερ. Έτσι χορτασμένοι γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας και πριν κοιμηθούμε καληνυχτίσαμε την πόλη από το παράθυρό μας.
-
Η μέρα ξημέρωσε μουντή, ψυχρή και στα πρόθυρα βροχής.
Πήραμε το πρωινό μας και ξεκινήσαμε για τους κήπους Begijnhof που τους είχαμε βρει κλειστούς πριν δύο χρόνια. Σήμερα η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Μία πινακίδα μάς έδινε πληροφορίες για το μέρος και μας παρακαλούσε να κάνουμε ησυχία για να μην ενοχλούνται οι ένοικοι. Αναφέρει ότι εδώ κατοικούσαν οι Begijnen, ανύπαντρες Καθολικές που ασχολούνταν με αγαθοεργίες, αλλά που δεν επιθυμούσαν να ζήσουν σε μοναστήρια και δεν είχαν πάρει όρκους.
Εδώ βρίσκεται και το ένα από τα δύο ξύλινα σπίτια που σώζονται ακόμα στο Άμστερνταμ. Το δεύτερο είναι στην οδό Zeedijk 1 και στεγάζει την καφετέρια "In 't Aepjen".
Μεταλλικές μπάρες εμποδίζουν την διέλευση στους μη κατοίκους. Αν και η τελευταία από τις Begijnen πέθανε το 1971, περίπου 100 γυναίκες εξακολουθούν να ζουν εδώ.
Μια πόρτα στο πλάι του κήπου μας βγάζει κατευθείαν μπροστά στο Μουσείο της πόλης του Άμστερνταμ (Amsterdam Museum). Εδώ εκδώσαμε την Museumkaart και ξεκινήσαμε να την αποσβένουμε.
Στην είσοδο του μουσείου μάς υποδέχτηκαν τα ξύλινα αυτόματα του Δαυίδ και του Γολιάθ που κοσμούσαν κάποτε τον Oude Doolhof (Παλιό Λαβύρινθο 1625-1862), πριν αυτός χαθεί εξαιτίας της διαμόρφωσης των καναλιών.
Μαθαίνουμε για το πόσο χαμηλά από τη στάθμη της θάλασσας βρίσκεται η πόλη.
Είδαμε τις βέρες από τον πρώτο γάμο μεταξύ ομοφυλόφιλων την Πρωταπριλιά του 2001, το μικροσκοπικό λευκό αυτοκίνητο που μεταξύ του 1966 και του 1974 προσπάθησε να βάλει τέλος στο κυκλοφοριακό πρόβλημα, το σατυρικό κουκλοθέατρο De Lachende Spinnekop (η Γελαστή Αράχνη 1947-1954), αναπαραστάσεις δωματίων από τα καναλόσπιτα, σκαλιστά ελεφαντόδοντα και διάφορα άλλα.
Όταν βγήκαμε από το μουσείο η βροχή είχε ξεκινήσει. Η ώρα ήταν 15:30 το μεσημέρι και έμοιαζε να έχει ήδη νυχτώσει.
Φτάσαμε στην πλατεία Dam και μπήκαμε με την κάρτα μας στην Nieuwe Kerk που παλαιά ήταν εκκλησία και τώρα είναι μουσείο. Εκείνον τον καιρό είχε μια έκθεση με τίτλο "I have a dream".
Το θέμα της έκθεσης ήταν οι ζωές των Μαντέλα, Γκάντι και Κινγκ και ο τρόπος που αυτοί οι τρεις άνθρωποι επηρέασαν τον κόσμο. Όμορφη ήταν και η εκκλησία.
Μετά πήγαμε στην Oude Kerk, μία άλλη εκκλησία που τώρα πια είναι μουσείο. Εδώ η έκθεση ήταν πολύ πιο απόκοσμη και είχε να κάνει με την απουσία. Πολύ ανατριχιαστική κατάσταση: μαραμένα λουλούδια σε βωμούς, σακάκια ακουμπησμένα σε καρέκλες, παλτά απιθωμένα στο πάτωμα κι όλα αυτά τα συνόδευαν ακατάληπτοι ψίθυροι από αόρατα στόματα (οι ψίθυροι ήταν ακατάληπτοι γιατί δεν ήταν στην γλώσσα μας, όλο και κάτι συγκεκριμένο θα έλεγαν οι άνθρωποι).
Προσπάθησα να συγκεντρώσω την προσοχή μου στην εκκλησία και συγκεκριμένα στο ταβάνι της που λέγεται ότι είναι ο μεγαλύτερος ξύλινος θόλος στην Ευρώπη και αυτός με την καλύτερη ακουστική. Είναι κατασκευασμένος από ξύλο βελανιδιάς φερμένο από την Εσθονία και χρονολογείται στο 1390.
Μετά από τόσο τρόμο μας άνοιξε η όρεξη και αψηφώντας το ανεμοβρόχι περπατήσαμε κάμποσα μέτρα και μπήκαμε σε ένα συμπαθητικό εστιατόριο, το Haesje Claes.
Παραγγείλαμε σουπίτσα και μοσχαρίσιο φιλέτο που ήταν και τα δύο πολύ γευστικά
και αφού αποφάγαμε βγήκαμε και πάλι στο ολλανδικό κρύο.
Η βροχή ευτυχώς είχε σταματήσει οπότε φτάσαμε στεγνοί και χορτασμένοι στο ξενοδοχείο μας.
Την επόμενη μέρα μια λεπτή λωρίδα από το φως του ήλιου κατάφερε να ξεπεράσει την πυκνή συννεφιά και να φτιάξει για λίγο τη διάθεσή μας.
Η σημερινή μας βόλτα είχε έναν σκοπό: να κλείσουμε το κεφάλαιο που λέγονταν Μουσείο των Τροπικών και που είχαμε αφήσει ανοιχτό από την προηγούμενη επίσκεψή μας.
Μέχρι να πάρουμε το πρωινό μας και να βγούμε από το ξενοδοχείο ο καιρός είχε αγριέψει.
Αγνοήσαμε τις παγωμένες ριπές που άσπριζαν τα νερά των καναλιών και ξεκινήσαμε με αισιοδοξία τη διαδρομή μας.
Περάσαμε κι από την γνωστή μας πολύχρωμη αγορά των λουλουδιών:
Και βγήκαμε στον Amstel.
Καθώς προχωρούσαμε ο καιρός έκανε γενναίες προσπάθειες ν' ανοίξει.
Και σχεδόν τα είχε καταφέρει όταν φτάσαμε έξω από το μουσείο των τροπικών.
Το μουσείο των τροπικών είναι Εθνολογικό μουσείο κι ένα από τα μεγαλύτερα στο Άμστερνταμ. Εκτός από τα μόνιμα εκθέματά του (κυρίως από τις πρώην αποικίες), διοργανώνει και περιοδικές εκθέσεις με γενικότερο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον.
Η κεντρική του αίθουσα είναι τεράστια, άπλετη και θυμίζει γοτθικό ναό. Μαρμάρινες σκάλες οδηγούν στους επάνω ορόφους.
Λεπτομέρεια από τις κολώνες της μεγάλης αίθουσας.
Είδαμε πρώτα την περιοδική έκθεση. Είχε τίτλο "Body Art" και θέμα το διακοσμημένο ανθρώπινο σώμα. Από τις πιο ενδιαφέρουσες εκθέσεις στις οποίες έχω βρεθεί.
Μετά περάσαμε στα μόνιμα εκθέματα ξεκινώντας από την μόδα,
στα ειδώλια,
πήραμε πληροφορίες για εξωτικά σπόρια και μπαχάρια,
είδαμε διάφορες ιδιωτικές συλλογές από πετρώματα μέχρι έντομα,
και πολλές ακόμα κατασκευές λατρευτικού ή αποτροπαϊκού χαρακτήρα:
Τελειώνοντας την περιήγηση κατεβήκαμε στο εστιατόριο του μουσείου
και παραγγείλαμε έναν δίσκο μεζεδάκια
Όταν βγήκαμε από το μουσείο είχε αρχίσει να βραδιάζει.
Το κρύο ήταν έντονο, όμως δεν έβρεχε και δεν φυσούσε τόσο πολύ (ακόμα), οπότε είπαμε να περπατήσουμε ως το λιμάνι.
Τα φώτα στους δρόμους άρχισαν να ανάβουν.
Όταν φτάσαμε στο λιμάνι είχε νυχτώσει για τα καλά.
Πήραμε τον δρόμο προς την Dam.
Χαζέψαμε τις βιτρίνες.
Και καταλήξαμε τελικά στο ξενοδοχείο μας. Έξω είχε αρχίσει να φυσάει.
Σήμερα δεν υπήρχε ήλιος ούτε γι' αστείο. Με το ζόρι υπήρχε φως. Όταν βγήκαμε έξω μετά το πρωινό είδαμε κάποιες πινακίδες ξεχαρβαλωμένες από τον χθεσινοβραδινό άνεμο. Να ’ναι σημάδι να μείνουμε στο δωμάτιο; Μπα!
Σήμερα θα πηγαίναμε για μούμιες και για άλογα.
Όποιος θέλει να βρει μούμιες στο Άμστερνταμ πηγαίνει στο μουσείο Allard Pierson. Αρχίσαμε λοιπόν ν' ανηφορίζουμε προς το Rokin.
Μπήκαμε δωρεάν στο μουσείο χρησιμοποιώντας την κάρτα μας. Το Allard Pierson είναι το αρχαιολογικό μουσείου του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Στεγάζει την συλλογή του Πανεπιστημίου με εκθέματα από τους αρχαίους κόσμους της Μεσογειακής λεκάνης και της Εγγύς Ανατολής. Δεν είχε την ποικιλία που περίμενα. Αλλά είχε ένα παιχνίδι που έβαζες ονόματα και φράσεις και στα εκτύπωνε στα ιερογλυφικά!
Πριν φύγουμε πήγαμε για ένα γλυκάκι στην καφετέρια του μουσείου.
Είχε έρθει η ώρα να δούμε τα αλογάκια. Για τον σκοπό αυτό έπρεπε να κατεβούμε μέχρι το Vondelpark.
Σε έναν παράδρομο του πάρκου βρίσκεται ο προορισμός μας.
Πρόκειται για την Hollandse Manege (1744), την παλαιότερη σχολή ιππασίας στην Ολλανδία. Περιηγηθήκαμε στους σταύλους, στους χώρους των μαθημάτων, πήγαμε και στην καφετέρια που βλέπει από ψηλά τους εκπαιδευόμενους. Ήταν μια επίσκεψη γεμάτη μυρωδιές.
Την επόμενη μέρα είδαμε πως οι γερμένες πινακίδες είχαν τώρα τοποθετηθεί επάνω στο πεζοδρόμιο. Ο καιρός ήταν πολύ κακός, παγωμένος, με δυνατό άνεμο και περιστασιακή βροχή.
Σήμερα θα πηγαίναμε να δούμε το Cromhouthuis, ένα πολυόροφο καναλόσπιτο πολύ κοντά στο ξενοδοχείο μας στο οποίο στεγάζεται και το Μουσείο της Βίβλου.
Είδαμε τη συλλογή με τα ρολόγια-κοσμήματα της κυρίας του σπιτιού καθώς και μια συλλογή με διακοσμημένα κουτιά για ταμπάκο.
Πρέπει να ήμασταν μόνοι μας εκεί. Όλο το σπίτι δικό μας!
Στους επάνω ορόφους έχει βρει στέγη το μουσείο της Βίβλου.
Στη συνέχεια κατεβήκαμε στην κουζίνα.
Αλλά στον κήπο δεν μπορέσαμε να βγούμε.
Μάλλον ούτε στον δρόμο δεν έπρεπε να βγούμε.
Αλλά θέλαμε να κάνουμε μια βόλτα πριν σταματήσουμε κάπου για φαγητό.
Για φαγητό καταλήξαμε και πάλι στο Haesje Claes.
Με παγωμένες μύτες, αλλά ζεσταμένη κοιλίτσα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο.
Ξημέρωσε η τελευταία ημέρα μας στο Άμστερνταμ.
Ο άνεμος είχε επιτέλους κοπάσει. Η πτήση μας θα έφευγε το απόγευμα, οπότε προλαβαίναμε έναν τελευταίο περίπατο.
Περπατώντας παράλληλα με το κανάλι Singel απαντήσαμε την Torensluis. Η γέφυρα με την μυστηριώδη πορτούλα είναι ανοικτή για το κοινό. Όσοι θέλετε να δείτε το εσωτερικό μιας καναλογέφυρας προσέλθετε.
Εμείς την προσπεράσαμε και συνεχίσαμε την βόλτα μας.
Καθίσαμε για μια κρέπα και έπειτα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, πήραμε τα πράγματά μας, πήγαμε στο αεροδρόμιο και αποχαιρετήσαμε το Άμστερνταμ.
Υ.Γ. H βαλίτσα μας ήρθε στην Αθήνα δύο μέρες μετά γιατί αποφάσισε ότι ήθελε να μείνει λίγο ακόμα στην Ολλανδία. Τελικά τέλος καλό, όλα καλά.
Μετά τον παγωμένο Ιανουάριο του 2018 ήρθε ο Ιούνιος του 2019 που μας ξανάφερε στο Άμστερνταμ. Αυτή τη φορά θα μέναμε τέσσερις μέρες (12-16/6). Πρόκειται για τον τρίτο και πιο πρόσφατο περίπατό μας στην Ολλανδική πρωτεύουσα.
Την ημέρα της άφιξής μας ήμασταν πολύ κουρασμένοι και περιοριστήκαμε σε μια βόλτα γύρω από την γειτονιά μας.
Την επομένη ήθελα να αγοράσω μια μπλούζα από το Hard Rock Cafe και είπαμε να το συνδυάσουμε με μια βόλτα κι απ' το λιμάνι.
Το A'dam Lookout, με τους θαρραλέους που κάνουν κούνια στο κενό.
Σταματήσαμε στο Pancakes Amsterdam για να κρέπες.
Μπήκαμε στο εσωτερικό του μαγαζιού γιατί ψιχάλιζε. Παράγγειλα κρέπα με μπανάνα και σαντιγί.
Δεν ήταν αυτό που περίμενα.
Όταν τελειώσαμε το φαγητό η βροχή είχε σταματήσει, όμως η συννεφιά επέμενε.
Στους κήπους του Rijksmuseum πετύχαμε μια έκθεση, μάλλον σχετική με τα αραχνόποδα, θα σας γελάσω.
Φτάσαμε στο μαγαζί κι αγόρασα την μπλουζίτσα μου. Μετά πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Δεν είχα διάθεση για πολλές φωτογραφίες. Ίσως γιατί δεν υπήρχε φως παρά μόνο μία επίμονα συνεχιζόμενη συννεφιά.
Ίσως αύριο να καλυτερέψουν τα πράγματα. Καλοκαίρι είναι! Κάποιος να το πει στον καιρό!
Φαίνεται πως ο καιρός με άκουσε χθες, γιατί η σημερινή ημέρα ήταν ηλιόλουστη. Σήμερα θα πηγαίναμε στον βοτανικό κήπο. Όλα γύρω ήταν φωτεινά και πολύχρωμα και η διάθεση ξεκίνησε να φτιάχνει.
Τέλος φτάσαμε στον βοτανικό κήπο. Κάναμε πρώτα μια στάση στο καφέ του και μετά ξεκινήσαμε την περιήγηση.
Ο κήπος ήταν μικρός, συμπαθητικός και λασπώδης. Είδαμε και μια νύφη με ένα γαμπρό που φωτογραφίζονταν με φόντο την πρασινάδα.
Φύγαμε από εκεί και πήγαμε για μπύρες στο Café de Sluyswacht. Το κτίριο του 1695 όπου στεγάζεται η καφετέρια, ήταν στο παρελθόν το σπίτι του υπεύθυνου για το άνοιγμα και το κλείσιμο των locks του καναλιού.
Μετά τις μπύρες συνεχίσαμε τη βόλτα μας.
Φτάσαμε μέχρι το Westerpark.
Έπειτα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, είδαμε τηλεόραση και κοιμηθήκαμε. Αύριο το πρόγραμμα έχει Haarlem!
[IMG alt="Fanie"]https://www.travelstories.gr/community/data/avatars/m/11/11258.jpg?1568384453[/IMG]
Fanie
Member
Μηνύματα248Likes536Επόμενο ΤαξίδιΒουδαπέστηΟνειρεμένο ΤαξίδιLena's Stone Forest
Και νάμαστε πρωί πρωί στο σταθμό των τρένων! Ήταν η πρώτη φορά που πηγαίναμε σε κάποιο άλλο μέρος της Ολλανδίας και ήμουν ενθουσιασμένη!
Το Haarlem βρίσκεται λίγα χλμ. δυτικά του Άμστερνταμ.
Φτάσαμε στον σταθμό μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας.
Σήμερα ήταν Σάββατο και στην πλατεία της πόλης είχε αγορά. Πλησιάσαμε έναν πάγκο κι αγοράσαμε φιλέτο ρέγκας με ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι.
Μετά πήγαμε για καφέ και γλυκό σε ένα εστιατόριο πέρα από το κανάλι.
Κι ακολουθούν φωτογραφίες από το Haarlem.
Με ήλιο:
Με συννεφιά:
Είπιαμε μια τελευταία μπύρα και πήραμε το τρένο της επιστροφής.
Τελευταία μέρα η σημερινή. Σε λίγο φεύγουμε για Αθήνα, όμως μένει χρόνος για κάποιες τελευταίες φωτογραφίες.
Ξεκινήσαμε για την Dam...
...και την βρήκαμε κατειλημμένη από στρώματα γυμναστικής κι έτοιμη να υποδεχτεί.... την παγκόσμια ημέρα ΓΙΟΓΚΑΣ!!!
Μείναμε να παρακολουθήσουμε για λίγο τα δρώμενα, αλλά τους πετύχαμε στις παρουσιάσεις και δεν είχαμε χρόνο να περιμένουμε για την καθαυτό γυμναστική.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και πήραμε το τρένο για το αεροδρόμιο. Η επόμενη στάση ήταν η Αθήνα.
Κι εδώ τελείωσαν οι τρεις περίπατοι στο Άμστερνταμ. Να είμαστε καλά να ταξιδεύουμε κι όπου κι αν πάμε να περνάμε υπέροχα!
ΤΕΛΟΣ
Last edited: