Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.023
- Likes
- 52.881
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Οι εικόνες που βλέπουμε περπατώντας στο Χάρλεμ εξακολουθούν να είναι μοναδικές: οι αφρικάνικες ενδυμασίες, τα φορέματα, τα αφρικάνικα ιδιώματα, οι ράπερ, τα σκουπίδια, τα πρεζάκια, οι άστεγοι, οι γκομενάρες που έχουν βγει για ψώνια, οι Λατίνοι…
Αποφασίζουμε να πάμε στην Chinatown και την Little Italy. Περπατήσαμε αρκετά, προσπαθήσαμε να βρούμε αυθεντικές γωνιές στις δύο γειτονιές, αλλά μάταια. Η Little Italy είναι ένα τουριστοχώρι από (υποθέτω, δεν τα δοκίμασα, δεν ήταν και πολύ inviting) μέτρια και πανομοιότυπα «ιταλικά» εστιατόρια, που εξυπηρετούν σχεδόν στην ολότητά τους τουρίστες. Μέχρι και ψεύτικες ιταλικές προφορές ακούσαμε, είδα χτυπητά ορθογραφικά λάθη στα κατακρεουργημένα ιταλικά των μενού, απογοήτευση σκέτη. Η Chinatown μας φάνηκε ένα σαφώς αυθεντικότερο κομμάτι, υπό την έννοια ότι τουλάχιστον βλέπει κανείς ανθρώπους ασιατικής καταγωγής, αλλά δεν παύει να είναι μια αποστειρωμένη γειτονιά, ουδεμία σχέση με τις κινέζικες γειτονιές στην Κίνα. Αν έχει πάει κανείς στις μη τουριστικές (και μη παραλιακές) πόλεις της Κίνας οι εικόνες που απορροφά εκεί δε μπορούν να συγκριθούν με τη νεοϋορκέζικη απομίμηση. Τουλάχιστον το βιετναμέζικο που φάγαμε ήταν υποφερτό (για τα δεδομένα του φαγητού στην Αμερική ήταν έως καλό, αλλά καμία σχέση με το αντίστοιχο σε Βιετνάμ ή έστω στο Παρίσι) και σε κάποιες γωνιές είχε εικόνες που θύμιζαν κάτι από Κίνα, όπως το πάρκο όπου κινεζογιαγιάδες τραγουδούσαν κινέζικη όπερα και οι παππούδες έπαιζαν ματζόνγκ (και μερικοί Κινέζοι και μπάσκετ!). Επίσης θετικό στους χωρίς ιδιαίτερο χρώμα δρόμους της Chinatown και της Little Italy ήταν πως τα χαζοσουβενίρ ήταν απίστευτα φτηνά. Με μόλις 10$ αγόρασα πέντε (!) μπλουζάκια “I Love New York” και καθάρισα με τη μία με τις κουβανέζικες παραγγελίες μου.
Μας προκάλεσε πάντως έκπληξη το γεγονός πως mixed race ή interracial ζευγάρια δε βλέπεις σχεδόν καθόλου. Δεν είδαμε ούτε έναν Κινέζο με λευκό, μαύρο ή λατίνο και ακόμη και στο Χάρλεμ τα interracial ζευγάρια είναι εξαιρετικά σπάνια. Το όλο θέμα του melting pot μάλλον είναι μύθος, η Νέα Υόρκη μου φάνηκε μια από τις πιο compartmentalized πόλεις που έχω δει… Ειδικά αν έχεις συνηθίσει στη μίξη από φυλές, χρώματα, θρησκείες της Κούβας, η αποστείρωση και εθνική απομόνωση των νεοϋορκέζικων ζευγαριών προκαλεί ερωτηματικά. Σαν να τους έχει βάλει κανείς ένα φυλετικό συρματόπλεγμα γύρω τους, πραγματικά αξιοπερίεργο.
Συνεχίσαμε με τα πόδια για το Empire State Building. Τόσο αυτό όσο και οι υπόλοιποι ουρανοξύστες είναι αρκετά εντυπωσιακοί… για το πρώτο μισάωρο. Παίρνεις μια φωτογραφία, μετά παίρνεις δύο και μετά…φτάνει πια. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο από γυαλί και μέταλλο με απόλυτη ευθυγράμμιση που κάνει φανταστικό υλικό για ασπρόμαυρες φωτογραφίες, εν τέλει όμως το θέαμα καταντά άχρωμο, προβλέψιμο και…μάλλον άσχημο. Ωραία πόλη δεν μπορώ να την πω. Ο Α είχε δίκιο να αναπολεί το πρώτο μέρος του ταξιδιού με τα φαράγγια, τις καουμπόικες πόλεις, τους απίστευτους Ινδιάνους και τους γλυκύτατους ανθρώπους, αν και εκείνο το gospel έσωσε όχι μόνο την ημέρα, αλλά όλη την εβδομάδα στη Νέα Υόρκη. Εγώ γκρινιάζω ότι μπροστά στην ατέρμονη γοητεία της Αβάνας η Νέα Υόρκη δεν πιάνει μία… κλάσεις κατώτερη η αμερικάνικη μεγαλούπολη σε όποια κατηγορία κι αν παίξουν, από την αρχιτεκτονική, το ρομαντισμό, τους ανθρώπους, την ατμόσφαιρα, τη μουσική, την αλητεία, τη νυχτερινή ζωή, το people watching, τη θέα. Αβάνα και πάλι Αβάνα, μονολογώ για να εισπράξω την κατηγορία πως είμαι «μονομανής». Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι άνθρωπος των μεγαλουπόλεων –τις βαριέμαι και με κουράζουν ταυτόχρονα- και καθώς το συζητούσαμε περπατώντας καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως ίσως δε φταίει η Νέα Υόρκη, αλλά τα γούστα μας. Ο απών Χ για παράδειγμα, άνθρωπος που λατρεύει την τεχνολογία, τις μεγάλες κατασκευές και ό,τι συμβολίζει το αμερικάνικο όνειρο, σίγουρα θα ενθουσιαζόταν και θα χοροπηδούσε σα μωρό βγάζοντας δέκα φωτογραφίες το λεπτό, κρίμα που δε μπόρεσε να μας συνοδεύσει και στην τρίτη εβδομάδα του ταξιδιού. Τα γούστα –και κατ’ επέκταση και τα ταξιδιωτικά γούστα- είναι πάντα υποκειμενικά και άρα δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Είναι σαν να προσπαθήσεις να πείσεις κάποιον πως η γυναίκα που του αρέσει είναι άσχημη, απλά δε γίνεται. Παρά την αδυναμία της Νέας Υόρκης να μας μαγέψει, σίγουρα δε μας έπληττε, το να περπατάς σε μια τέτοια πόλη για πρώτη φορά είναι κι αυτό μια εμπειρία. Διαφορετική απ’ ό,τι το φανταζόμουν, αλλά οπωσδήποτε εμπειρία. Και ίσως να μην είναι δική της η αδυναμία να μας μαγέψει, αλλά δική μας η αδυναμία να την αγκαλιάσουμε.
Φτάσαμε και στην προσφάτως πεζοδρομημένη Times Square… Τουριστικό τσίρκο με αστυνομικούς-φωτομοντέλα, Αγγλίδες με τους οδηγούς στο ένα χέρι και τα ψώνια στο άλλο, μια εξέδρα για να… παρκάρουν οι τουρίστες τα καταπονημένα κορμιά τους και τύπους που πουλάνε εισιτήρια για κάθε λογής θεάματα. Ξενερώσαμε, κάτσαμε λίγο να ξαποστάσουμε και συμφωνήσαμε πως τουλάχιστον στη Νέα Υόρκη οι γυναίκες δεν είναι τόσο θεόχοντρες όσο στις υπόλοιπες πολιτείες που επισκεφθήκαμε, πιθανόν επειδή είναι πόλη που σε υποχρεώνει να περπατήσεις ή έστω να πάρεις το μετρό αντί να οδηγείς για οποιαδήποτε μετακίνηση. Ίσως πάλι οι Νεοϋορκέζοι να είναι απλά άλλη ράτσα, ποιος ξέρει; Και ποιος ενδιαφέρεται στην τελική;
Κάπου σε μια διασταύρωση της Broadway με την Πέμπτη Λεωφόρο (νομίζω δηλαδή…) βρήκαμε ένα καφέ σε roof garden με πανέμορφη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις και κυρίως προς το Empire State Building. Η καλλίγραμμη σοκολατί σερβιτόρα με το αβυσσαλέο ντεκολτέ και τις εξαιρετικές γάμπες όμως μας ζήτησε την πιστωτική μας κάρτα για να μπορέσουμε να πιούμε καφέ (!), προφανώς διότι πολλοί θα πηγαίνουν, θα βγάζουν φωτογραφίες τη θέα κι ενόσω ο καφές τους… έρχεται την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Ο μπούλης ιδιοκτήτης του καφέ (κλασική περίπτωση λιμοκοντόρου), οι κιτσάτα καλοντυμένες κυρίες που συζητούν δίπλα μας, ο αγενής τυροπιτάς που είχα συναντήσει προ ολίγων λεπτών επιβεβαιώνουν αυτό που μου έλεγαν επί χρόνια οι Αμερικανοί φίλοι μου: τα αγενέστερα όντα στην Αμερική είναι οι κάτοικοι του Μεγάλου Μήλου. Τις επόμενες μέρες η αντίθεση ανάμεσα στους ευγενέστατους κι εξυπηρετικότατους Αμερικανούς της επαρχίας και τους πάντα ενοχλημένους, βιαστικούς και αγενείς Νεοϋορκέζους έγινε ακόμη πιο έντονη. Όπως και να έχει, η θέα, η δροσερή πορτοκαλαδίτσα και τα πόδια της μουλάτας μας αναζωογόνησαν και συνεχίσαμε τον ποδαρόδρομο.
Φτάσαμε στο Chrysler Building. Άλλος ένας ουρανοξύστης. Ε, και; Όπως με τα περισσότερα αξιοθέατα της Νέας Υόρκης το θέμα δεν είναι ότι βλέπεις κάτι το όμορφο, το αξιόλογο, το μοναδικό, αλλά απλά το ότι η θέα τους σου είναι οικεία, επειδή τα έχεις ξαναδεί σε φωτογραφίες, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές κλπ. Συμφωνώ πως είναι ένα landmark, αλλά όπως και ο Πύργος του Άιφελ, το Άγαλμα της Ελευθερίας και άλλα landmarks στερείται βαρύτητας και ενδιαφέροντος. Άποψή μου, το ξέρω.
Ξαναγυρίσαμε στην Times Square και πάμε πλέον στα δυτικά παράλια της πόλης όπου περπατήσαμε κοιτώντας τους ουρανοξύστες. Στο σκοτάδι και με το φωτισμό φαίνονταν πολύ πιο όμορφοι από μακριά, με backdrop τους συμπαθείς άστεγους να συζητούν στο παραλιακό παρκάκι. Το αεροπλανοφόρο Intrepid, τουριστικό αξιοθέατο πια, επίσης έμοιαζε τεράστιο, σχεδόν ατέλειωτο όταν το κοιτάς από το προφίλ. Αποφασίσαμε να το επισκεφθούμε κάποια από τις επόμενες ημέρες και συνεχίσαμε για το Hustler, το στριπτιζάδικο του Larry Flint που έχει δωρεάν είσοδο τις Κυριακές. Ωραίος συνδυασμός, το πρωί gospel και το βράδυ μπούτια…
Χωρίς πλάκα πάντως, πέρα από τις ποδάρες μιας θεάς ονόματι Teresa, αυτό που θα θυμάμαι είναι οι συζητήσεις με τις στριπτιζέζ, αφού αρχικά δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες και όλες πέρασαν από το τραπέζι μας για κουβεντούλα. Η μία ήταν Αλβανίδα, μια άλλη ήταν από τη Γιούτα και πριν γίνει στριπτιζέζ έκανε babysitting (σε Μορμόνους; ) και ήταν και μια Κουβανή μαυρούλα της οποίας οι γονείς μετανάστευσαν στο Μαϊάμι από το Γουαντάναμο πριν γεννηθεί, η ίδια θέλει πολύ να πάει στην Κούβα να βρει τη γιαγιά της αλλά φοβάται τα πρόστιμα της αμερικάνικης κυβέρνησης, ακόμη και πέρυσι που πήγε στη Δομινικανή Δημοκρατία με το φίλο της μπήκε στον πειρασμό, αλλά τελικά φοβήθηκε και δεν πετάχτηκε μέχρι την Κούβα. Κάτσαμε να τα λέμε μέχρι που μια ομάδα πυροσβεστών που την είχε «νοικιάσει» για συνεχόμενα lap dance διαμαρτυρήθηκε που αντί να βγάζει τα ρούχα της καθόταν να συζητά για την επιστροφή στις ρίζες της. Business is business, σκέφθηκα όταν φεύγοντας την είδα να με χαιρετάει την άκρη του ματιού της, την ίδια ώρα που τριβόταν αισθησιακά πάνω σε έναν fireman. Το άλλο αξιοσημείωτο είναι πως οι κοπέλες πληρώνονται ψίχουλα σα βασικό μισθό και ουσιαστικά όλα τα λεφτά είναι τα lap dance, τα οποία έχουν ως σκοπό να «θερμάνουν» τους πελάτες προκειμένου να πεισθούν να πάνε σε κάποιο «private room» όπου πληρώνουν 100$ το δεκάλεπτο (!!!) για να έχουν το προνόμιο «απλώς» να αγγίζουν κιόλας την ώρα του στριπτίζ. Ακριβό τους πέφτει το χούφτωμα στους Αμερικάνους… 600$ την ώρα!
Πολύ περπατήσαμε, πολύ ξενυχτήσαμε, πολλές φουσκάλες βγάλαμε στα πόδια, οπότε ο ύπνος μας κατέβαλλε με τη μία. Μαγικό το gospel, από τις καλύτερες ταξιδιωτικές εμπειρίες της χρονιάς. Η υπόλοιπη Νέα Υόρκη εκ πρώτης όψεως δε με ενθουσίασε, αλλά σίγουρα είναι ενδιαφέρουσα και στο κάτω-κάτω έχουμε ακόμη πολλές μέρες. Φοβάμαι όμως πως φάση σαν κι αυτή του gospel δε θα ξαναζήσουμε...
Αποφασίζουμε να πάμε στην Chinatown και την Little Italy. Περπατήσαμε αρκετά, προσπαθήσαμε να βρούμε αυθεντικές γωνιές στις δύο γειτονιές, αλλά μάταια. Η Little Italy είναι ένα τουριστοχώρι από (υποθέτω, δεν τα δοκίμασα, δεν ήταν και πολύ inviting) μέτρια και πανομοιότυπα «ιταλικά» εστιατόρια, που εξυπηρετούν σχεδόν στην ολότητά τους τουρίστες. Μέχρι και ψεύτικες ιταλικές προφορές ακούσαμε, είδα χτυπητά ορθογραφικά λάθη στα κατακρεουργημένα ιταλικά των μενού, απογοήτευση σκέτη. Η Chinatown μας φάνηκε ένα σαφώς αυθεντικότερο κομμάτι, υπό την έννοια ότι τουλάχιστον βλέπει κανείς ανθρώπους ασιατικής καταγωγής, αλλά δεν παύει να είναι μια αποστειρωμένη γειτονιά, ουδεμία σχέση με τις κινέζικες γειτονιές στην Κίνα. Αν έχει πάει κανείς στις μη τουριστικές (και μη παραλιακές) πόλεις της Κίνας οι εικόνες που απορροφά εκεί δε μπορούν να συγκριθούν με τη νεοϋορκέζικη απομίμηση. Τουλάχιστον το βιετναμέζικο που φάγαμε ήταν υποφερτό (για τα δεδομένα του φαγητού στην Αμερική ήταν έως καλό, αλλά καμία σχέση με το αντίστοιχο σε Βιετνάμ ή έστω στο Παρίσι) και σε κάποιες γωνιές είχε εικόνες που θύμιζαν κάτι από Κίνα, όπως το πάρκο όπου κινεζογιαγιάδες τραγουδούσαν κινέζικη όπερα και οι παππούδες έπαιζαν ματζόνγκ (και μερικοί Κινέζοι και μπάσκετ!). Επίσης θετικό στους χωρίς ιδιαίτερο χρώμα δρόμους της Chinatown και της Little Italy ήταν πως τα χαζοσουβενίρ ήταν απίστευτα φτηνά. Με μόλις 10$ αγόρασα πέντε (!) μπλουζάκια “I Love New York” και καθάρισα με τη μία με τις κουβανέζικες παραγγελίες μου.
Μας προκάλεσε πάντως έκπληξη το γεγονός πως mixed race ή interracial ζευγάρια δε βλέπεις σχεδόν καθόλου. Δεν είδαμε ούτε έναν Κινέζο με λευκό, μαύρο ή λατίνο και ακόμη και στο Χάρλεμ τα interracial ζευγάρια είναι εξαιρετικά σπάνια. Το όλο θέμα του melting pot μάλλον είναι μύθος, η Νέα Υόρκη μου φάνηκε μια από τις πιο compartmentalized πόλεις που έχω δει… Ειδικά αν έχεις συνηθίσει στη μίξη από φυλές, χρώματα, θρησκείες της Κούβας, η αποστείρωση και εθνική απομόνωση των νεοϋορκέζικων ζευγαριών προκαλεί ερωτηματικά. Σαν να τους έχει βάλει κανείς ένα φυλετικό συρματόπλεγμα γύρω τους, πραγματικά αξιοπερίεργο.
Συνεχίσαμε με τα πόδια για το Empire State Building. Τόσο αυτό όσο και οι υπόλοιποι ουρανοξύστες είναι αρκετά εντυπωσιακοί… για το πρώτο μισάωρο. Παίρνεις μια φωτογραφία, μετά παίρνεις δύο και μετά…φτάνει πια. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο από γυαλί και μέταλλο με απόλυτη ευθυγράμμιση που κάνει φανταστικό υλικό για ασπρόμαυρες φωτογραφίες, εν τέλει όμως το θέαμα καταντά άχρωμο, προβλέψιμο και…μάλλον άσχημο. Ωραία πόλη δεν μπορώ να την πω. Ο Α είχε δίκιο να αναπολεί το πρώτο μέρος του ταξιδιού με τα φαράγγια, τις καουμπόικες πόλεις, τους απίστευτους Ινδιάνους και τους γλυκύτατους ανθρώπους, αν και εκείνο το gospel έσωσε όχι μόνο την ημέρα, αλλά όλη την εβδομάδα στη Νέα Υόρκη. Εγώ γκρινιάζω ότι μπροστά στην ατέρμονη γοητεία της Αβάνας η Νέα Υόρκη δεν πιάνει μία… κλάσεις κατώτερη η αμερικάνικη μεγαλούπολη σε όποια κατηγορία κι αν παίξουν, από την αρχιτεκτονική, το ρομαντισμό, τους ανθρώπους, την ατμόσφαιρα, τη μουσική, την αλητεία, τη νυχτερινή ζωή, το people watching, τη θέα. Αβάνα και πάλι Αβάνα, μονολογώ για να εισπράξω την κατηγορία πως είμαι «μονομανής». Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι άνθρωπος των μεγαλουπόλεων –τις βαριέμαι και με κουράζουν ταυτόχρονα- και καθώς το συζητούσαμε περπατώντας καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως ίσως δε φταίει η Νέα Υόρκη, αλλά τα γούστα μας. Ο απών Χ για παράδειγμα, άνθρωπος που λατρεύει την τεχνολογία, τις μεγάλες κατασκευές και ό,τι συμβολίζει το αμερικάνικο όνειρο, σίγουρα θα ενθουσιαζόταν και θα χοροπηδούσε σα μωρό βγάζοντας δέκα φωτογραφίες το λεπτό, κρίμα που δε μπόρεσε να μας συνοδεύσει και στην τρίτη εβδομάδα του ταξιδιού. Τα γούστα –και κατ’ επέκταση και τα ταξιδιωτικά γούστα- είναι πάντα υποκειμενικά και άρα δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Είναι σαν να προσπαθήσεις να πείσεις κάποιον πως η γυναίκα που του αρέσει είναι άσχημη, απλά δε γίνεται. Παρά την αδυναμία της Νέας Υόρκης να μας μαγέψει, σίγουρα δε μας έπληττε, το να περπατάς σε μια τέτοια πόλη για πρώτη φορά είναι κι αυτό μια εμπειρία. Διαφορετική απ’ ό,τι το φανταζόμουν, αλλά οπωσδήποτε εμπειρία. Και ίσως να μην είναι δική της η αδυναμία να μας μαγέψει, αλλά δική μας η αδυναμία να την αγκαλιάσουμε.
Φτάσαμε και στην προσφάτως πεζοδρομημένη Times Square… Τουριστικό τσίρκο με αστυνομικούς-φωτομοντέλα, Αγγλίδες με τους οδηγούς στο ένα χέρι και τα ψώνια στο άλλο, μια εξέδρα για να… παρκάρουν οι τουρίστες τα καταπονημένα κορμιά τους και τύπους που πουλάνε εισιτήρια για κάθε λογής θεάματα. Ξενερώσαμε, κάτσαμε λίγο να ξαποστάσουμε και συμφωνήσαμε πως τουλάχιστον στη Νέα Υόρκη οι γυναίκες δεν είναι τόσο θεόχοντρες όσο στις υπόλοιπες πολιτείες που επισκεφθήκαμε, πιθανόν επειδή είναι πόλη που σε υποχρεώνει να περπατήσεις ή έστω να πάρεις το μετρό αντί να οδηγείς για οποιαδήποτε μετακίνηση. Ίσως πάλι οι Νεοϋορκέζοι να είναι απλά άλλη ράτσα, ποιος ξέρει; Και ποιος ενδιαφέρεται στην τελική;
Κάπου σε μια διασταύρωση της Broadway με την Πέμπτη Λεωφόρο (νομίζω δηλαδή…) βρήκαμε ένα καφέ σε roof garden με πανέμορφη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις και κυρίως προς το Empire State Building. Η καλλίγραμμη σοκολατί σερβιτόρα με το αβυσσαλέο ντεκολτέ και τις εξαιρετικές γάμπες όμως μας ζήτησε την πιστωτική μας κάρτα για να μπορέσουμε να πιούμε καφέ (!), προφανώς διότι πολλοί θα πηγαίνουν, θα βγάζουν φωτογραφίες τη θέα κι ενόσω ο καφές τους… έρχεται την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Ο μπούλης ιδιοκτήτης του καφέ (κλασική περίπτωση λιμοκοντόρου), οι κιτσάτα καλοντυμένες κυρίες που συζητούν δίπλα μας, ο αγενής τυροπιτάς που είχα συναντήσει προ ολίγων λεπτών επιβεβαιώνουν αυτό που μου έλεγαν επί χρόνια οι Αμερικανοί φίλοι μου: τα αγενέστερα όντα στην Αμερική είναι οι κάτοικοι του Μεγάλου Μήλου. Τις επόμενες μέρες η αντίθεση ανάμεσα στους ευγενέστατους κι εξυπηρετικότατους Αμερικανούς της επαρχίας και τους πάντα ενοχλημένους, βιαστικούς και αγενείς Νεοϋορκέζους έγινε ακόμη πιο έντονη. Όπως και να έχει, η θέα, η δροσερή πορτοκαλαδίτσα και τα πόδια της μουλάτας μας αναζωογόνησαν και συνεχίσαμε τον ποδαρόδρομο.
Φτάσαμε στο Chrysler Building. Άλλος ένας ουρανοξύστης. Ε, και; Όπως με τα περισσότερα αξιοθέατα της Νέας Υόρκης το θέμα δεν είναι ότι βλέπεις κάτι το όμορφο, το αξιόλογο, το μοναδικό, αλλά απλά το ότι η θέα τους σου είναι οικεία, επειδή τα έχεις ξαναδεί σε φωτογραφίες, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές κλπ. Συμφωνώ πως είναι ένα landmark, αλλά όπως και ο Πύργος του Άιφελ, το Άγαλμα της Ελευθερίας και άλλα landmarks στερείται βαρύτητας και ενδιαφέροντος. Άποψή μου, το ξέρω.
Ξαναγυρίσαμε στην Times Square και πάμε πλέον στα δυτικά παράλια της πόλης όπου περπατήσαμε κοιτώντας τους ουρανοξύστες. Στο σκοτάδι και με το φωτισμό φαίνονταν πολύ πιο όμορφοι από μακριά, με backdrop τους συμπαθείς άστεγους να συζητούν στο παραλιακό παρκάκι. Το αεροπλανοφόρο Intrepid, τουριστικό αξιοθέατο πια, επίσης έμοιαζε τεράστιο, σχεδόν ατέλειωτο όταν το κοιτάς από το προφίλ. Αποφασίσαμε να το επισκεφθούμε κάποια από τις επόμενες ημέρες και συνεχίσαμε για το Hustler, το στριπτιζάδικο του Larry Flint που έχει δωρεάν είσοδο τις Κυριακές. Ωραίος συνδυασμός, το πρωί gospel και το βράδυ μπούτια…
Χωρίς πλάκα πάντως, πέρα από τις ποδάρες μιας θεάς ονόματι Teresa, αυτό που θα θυμάμαι είναι οι συζητήσεις με τις στριπτιζέζ, αφού αρχικά δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες και όλες πέρασαν από το τραπέζι μας για κουβεντούλα. Η μία ήταν Αλβανίδα, μια άλλη ήταν από τη Γιούτα και πριν γίνει στριπτιζέζ έκανε babysitting (σε Μορμόνους; ) και ήταν και μια Κουβανή μαυρούλα της οποίας οι γονείς μετανάστευσαν στο Μαϊάμι από το Γουαντάναμο πριν γεννηθεί, η ίδια θέλει πολύ να πάει στην Κούβα να βρει τη γιαγιά της αλλά φοβάται τα πρόστιμα της αμερικάνικης κυβέρνησης, ακόμη και πέρυσι που πήγε στη Δομινικανή Δημοκρατία με το φίλο της μπήκε στον πειρασμό, αλλά τελικά φοβήθηκε και δεν πετάχτηκε μέχρι την Κούβα. Κάτσαμε να τα λέμε μέχρι που μια ομάδα πυροσβεστών που την είχε «νοικιάσει» για συνεχόμενα lap dance διαμαρτυρήθηκε που αντί να βγάζει τα ρούχα της καθόταν να συζητά για την επιστροφή στις ρίζες της. Business is business, σκέφθηκα όταν φεύγοντας την είδα να με χαιρετάει την άκρη του ματιού της, την ίδια ώρα που τριβόταν αισθησιακά πάνω σε έναν fireman. Το άλλο αξιοσημείωτο είναι πως οι κοπέλες πληρώνονται ψίχουλα σα βασικό μισθό και ουσιαστικά όλα τα λεφτά είναι τα lap dance, τα οποία έχουν ως σκοπό να «θερμάνουν» τους πελάτες προκειμένου να πεισθούν να πάνε σε κάποιο «private room» όπου πληρώνουν 100$ το δεκάλεπτο (!!!) για να έχουν το προνόμιο «απλώς» να αγγίζουν κιόλας την ώρα του στριπτίζ. Ακριβό τους πέφτει το χούφτωμα στους Αμερικάνους… 600$ την ώρα!
Πολύ περπατήσαμε, πολύ ξενυχτήσαμε, πολλές φουσκάλες βγάλαμε στα πόδια, οπότε ο ύπνος μας κατέβαλλε με τη μία. Μαγικό το gospel, από τις καλύτερες ταξιδιωτικές εμπειρίες της χρονιάς. Η υπόλοιπη Νέα Υόρκη εκ πρώτης όψεως δε με ενθουσίασε, αλλά σίγουρα είναι ενδιαφέρουσα και στο κάτω-κάτω έχουμε ακόμη πολλές μέρες. Φοβάμαι όμως πως φάση σαν κι αυτή του gospel δε θα ξαναζήσουμε...