Εντάξει, υπέροχη η καλντέρα, δε λέμε, αλλά το να αντικρύζεις κάποιες παραλίες ή κάποια μοναδικά χωριά της Καρπάθου όπως η Όλυμπος, είναι πράγματι απερίγραπτο συναίσθημα, ακόμη και για μένα που τα έχω δεί χιλιάδες φορές...
Η Όλυμπος χτίστηκε κατά τα πρότυπα της αρχιτεκτονικής των μεσαιωνικών νησιωτικών οικισμών και έτσι διατηρείται έως και σήμερα. (Φωτογραφία: Έφη Παρούτσα)
Με βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα, οι άντρες και οι γυναίκες της Ολύμπου ακολουθούν μια αυθεντική τελετουργία πένθους και θρήνου στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά και παραδοσιακού εορτασμού, που κορυφώνεται τη Λαμπρή Τρίτη.
Υπάρχουν μέρη σε όλη τη χώρα, ορεινά, δύσβατα και απομονωμένα, όπου οι παροχές των αστικών κέντρων, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο ή, ακόμη πιο απλά, ο... δρόμος, άργησαν να φτάσουν. Σε αυτά τα μέρη χρησιμοποιούσαν λάμπες πετρελαίου για φως, μέχρι τα τέλη του '70 ή και αργότερα. Θυμάμαι πάντοτε μια ιστορία από ένα μικρό χωριό των Σφακίων στην Κρήτη όπου, όταν περί το 1985 ήρθε το ρεύμα, την ίδια κιόλας ημέρα πέταξαν από τον ενθουσιασμό τις λάμπες, χωρίς να υπολογίσουν ότι κάτι θα πήγαινε στραβά. Κι έτσι, όταν εκείνο το πρώτο βράδυ το ρεύμα έπεσε, έμειναν όλοι με τη χαρά της άφιξης του ηλεκτρισμού στο... σκοτάδι.
Και στην Ολυμπο της Καρπάθου, όμως, το ορεινό χωριό της μακρινής Δωδεκανήσου, ο ηλεκτρισμός ήρθε κάπου στη δεκαετία '80. Ο δρόμος, πάλι, ολοκληρώθηκε μόλις πριν από ένα χρόνο. Και κάπως έτσι η πρώτη εικόνα του ιδιαίτερου αυτού χωριού, που είναι χτισμένο στα 250 μ., κατά μήκος του αυχένα που συνδέει δύο κορυφές του βουνού Προφήτης Ηλίας (παλαιότερη ονομασία: Ολυμπος!) της βόρειας Καρπάθου, ξεπροβάλλει σαν γλυκιά επιβράβευση για τη μακρινή σχετικά διαδρομή που έχεις ακολουθήσει.
Η Ολυμπος, που χτίστηκε κατά τα πρότυπα της αρχιτεκτονικής των μεσαιωνικών νησιωτικών οικισμών, και κάπως έτσι διατηρείται μέχρι σήμερα, απλώνεται σε Ανατολή και Δύση. Στο ψηλότερο σημείο της δεσπόζουν οι χαρακτηριστικοί πεταλόσχημοι ανεμόμυλοι. Τα σπίτια της δυτικής πλευράς στέκονται πάνω από γκρεμό που καταλήγει στη θάλασσα, ενώ στην ανατολική απλώνονται προς μια καταπράσινη -τώρα την άνοιξη- κοιλάδα, που έχει πρόσβαση στο επίνειό της, το Διαφάνι.
Σε αυτό τον απομονωμένο γεωγραφικά τόπο, ζει και δημιουργεί η μικρή αυτάρκης κοινωνία της Ολύμπου. Μια κοινότητα ορεσίβιων... νησιωτών -κτηνοτρόφων, γεωργών, αλλά και οικοδόμων, ξυλουργών, υποδηματοποιών και πλέον εμπλεκομένων με τον τουρισμό- που, παρά την επαφή τους με τον νεοελληνικό πολιτισμό, έχουν κρατήσει ακόμα στοιχεία της δωρικής διαλέκτου στη γλώσσα τους, συνθέτουν και τραγουδούν μαντινάδες υπό τους ήχους της δωδεκανησιακής λύρας και υπακούν σε... απαράβατους μέχρι σήμερα κανόνες ηθικής, που αφορούν κυρίως τη θέση των δύο φύλων. Αυτή η προαιώνια μάχη που δίνεται απ' άκρη σ' άκρη σε ολόκληρο τον κόσμο και, βέβαια, και σ' ετούτη την καλά κρυμμένη γωνιά των Δωδεκανήσων.
Και είναι παράξενο, αν σκεφτεί κανείς ότι και εδώ η γυναίκα αποτελούσε πάντοτε το στυλοβάτη κάθε οικογένειας. Οι άντρες, τα παλαιότερα χρόνια, αναζητούσαν δουλειά στην ξενιτιά και οι γυναίκες έμεναν πίσω, αναλαμβάνοντας όλα τα καθήκοντα: να καλλιεργούν τα χωράφια, να δουλεύουν στους μύλους, να υφαίνουν, να κρατούν το σπίτι και να μεγαλώνουν τα παιδιά. Γι' αυτό και οι γυναίκες της Ολύμπου, με τις μεγαλύτερες σε ηλικία να φορούν καθημερινά την τοπική τους ενδυμασία, ξεχωρίζουν για τη λεβεντιά και την υπερηφάνειά τους, ενώ ο πρωταρχικός ρόλος που έπαιξαν στη μικρή αυτή κοινωνία συνέβαλε ιδιαίτερα στο να διασωθούν ώς τις μέρες μας τα ήθη και τα έθιμα του τόπου. Και μαζί με αυτά, ένα αυστηρό και εξαιρετικά ενδιαφέρον τελετουργικό που ακολουθείται απαρεγκλίτως μέσα στο πέρασμα των χρόνων τόσο τη Μεγάλη Εβδομάδα όσο και στη συνέχεια, κατά τον εορτασμό του χαρμόσυνου νέου της Ανάστασης και της Λαμπρής Τρίτης.
Τις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, οι γυναίκες βάφουν τα πασχαλινά αυγά και ανάβουν τους λιθόχτιστους φούρνους που βρίσκονται διάσπαρτοι στις γειτονιές του χωριού, για να ψήσουν σταυροκούλουρα και λαμπροκούλουρα, που προσφέρονται σε κάθε σπίτι από την Ανάσταση και για σαράντα μέρες μέχρι την Ανάληψη. Και κάθε βράδυ παρακολουθούν τον εσπερινό που πραγματοποιείται στην κεντρική εκκλησία του χωριού, την Κοίμηση της Θεοτόκου, με τις τοιχογραφίες από την εποχή της τουρκοκρατίας και το εξαιρετικό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Στην εκκλησία, οι γυναίκες μπαίνουν από την πίσω πόρτα, την πόρτα του «γυναικίτη».
Τη Μεγάλη Παρασκευή, μαυροφορεμένες όλες τους, στολίζουν τον Επιτάφιο, για να ακολουθήσει έπειτα μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές που μπορεί να ζήσει κανείς την ημέρα του μεγάλου πένθους της Ορθοδοξίας. Οι γυναίκες τοποθετούν στο στολισμένο με όλα τα λουλούδια και τα χρώματα της άνοιξης ξύλινο κιβούρι τις φωτογραφίες των προσώπων που έφυγαν εκείνη τη χρονιά και καρφιτσώνουν μαζί τους μαντινάδες αφιερωμένες στη μνήμη τους. Ο Επιτάφιος μπαίνει στην εκκλησία κι εκείνες βγάζουν τις μαντίλες τους, λύνουν τα μαλλιά τους και θρηνούν για τον Χριστό και τους εκλιπόντες αγαπημένους τους. Τα μάτια όλων δακρύζουν. Ντόπιων και επισκεπτών. Ελλήνων και ξένων. Η υπόλοιπη ημέρα περνά βουβά, μέχρι να φτάσει το βράδυ. Η περιφορά του Επιταφίου γίνεται απ' άκρη σ' άκρη στο χωριό, ώς τις ψηλότερες γειτονιές του, με στάσεις -για να διαβαστούν ονόματα πεθαμένων- μπροστά από κάθε σπίτι που κατοικείται και είναι ανοιχτό.
Το Μεγάλο Σάββατο το κλίμα αλλάζει. Είναι η ημέρα που ετοιμάζεται το λαμπριάτικο οφτό. Το γεύμα δηλαδή της επομένης, που δεν είναι άλλο από κατσικάκι ή αρνί με γέμιση, που έχει σαν κύριο συστατικό της το ρύζι. Το οφτό θέλει ώρες πολλές για να γίνει, γι' αυτό και σιγοψήνεται ήδη από το Σάββατο στους ξυλόφουρνους του χωριού. Το βράδυ, η Ανάσταση γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα και την Κυριακή του Πάσχα ολόκληρη η Ολυμπος πλημμυρίζει χαρά και δονείται από τις λύρες, τις τσαμπούνες και τα λαούτα, από τα τραγούδια και τους χορούς. Μετά τη δεύτερη Ανάσταση, πολλοί μαζεύονται στη μεγάλη πλατεία του χωριού, στις ταβέρνες και στα καφενεία, και αρχίζουν τα όργανα και οι μαντινάδες. Οι τελευταίες αναφέρονται αρχικά στην Ανάσταση, ενώ σιγά-σιγά αλλάζουν χαρακτήρα και το περιεχόμενό τους διαμορφώνεται από την καθημερινότητα και την επικαιρότητα. Σε αυτά τα γλέντια συμμετέχουν μόνο άντρες, ενώ οι γυναίκες του χωριού παρακολουθούν με προσοχή και... από απόσταση.
Η πιο σημαντική ημέρα για την Ολυμπο, όμως, δεν έχει φτάσει ακόμα. Τη Δευτέρα του Πάσχα (ή Λαμπρή Δευτέρα) οι γυναίκες τρέχουν για άλλη μία φορά στους συνοικιακούς φούρνους, για να φουρνίσουν τις τούρτες (πασχαλινές πίτες με μυζήθρα και μπαχαρικά), κι έπειτα πάνε στο νεκροταφείο για να ασπρίσουν και να στολίσουν με λουλούδια τους τάφους. Και τη Λαμπρή Τρίτη η καμπάνα σημαίνει στις 9 το πρωί. Οι Ολυμπίτες στολίζουν τις εικόνες της εκκλησίας με χρωματιστές μαντίλες και τις κουβαλάνε στα χέρια, οδεύοντας προς το νεκροταφείο. Είναι η ημέρα που αναγγέλλουν το νέο της Ανάστασης στους νεκρούς και σε όλους τους τάφους γίνεται τρισάγιο. Η περιφορά των εικόνων όμως περνάει και απ' όλα τα ξωκλήσια του χωριού και τις βρύσες. Για την ορεινή Ολυμπο, το νερό έχει ιδιαίτερη αξία. Πραγματοποιείται άλλωστε και δέηση για... βροχή.
Μετά την περιφορά, η πομπή φτάνει στο Πλατύ, όπου γίνεται το «θρόνιασμα» των εικόνων, ένα έθιμο που περιλαμβάνει πλειστηριασμό για την οικονομική ενίσχυση της εκκλησίας. Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές εικόνες, οι ανύπαντρες κοπέλες του χωριού, ντυμένες γιορτινά, να στέκονται αμφιθεατρικά στα σκαλιά της εκκλησίας. Οι «θρονιαστές» (οι ευεργέτες δηλαδή) απολαμβάνουν στη συνέχεια το γεύμα που τους παραθέτει η εκκλησιαστική επιτροπή, αλλά και οι υπόλοιποι δοκιμάζουν τα κεράσματα των χωριανών, για να κλείσει και αυτή η τόσο ξεχωριστή ημέρα με άλλο ένα γλέντι στην πλατεία. Με τις γυναίκες σε απόσταση, τους άντρες μαντιναδόρους σε οίστρο και τους φίλους και επισκέπτες σε ευθυμία, να επιδίδονται, εσκεμμένα και μη, σε μια δημιουργική αλληλεπίδραση όλων αυτών των διαφορετικών κόσμων, που μόνο καλό μπορεί να φέρει!
Μετάβαση
Η Κάρπαθος έχει δύο λιμάνια, την Κάρπαθο ή Πηγάδια και το Διαφάνι. Το λιμάνι που πρέπει να προσεγγίσετε οι επισκέπτες της Ολύμπου είναι το δεύτερο. Σε αυτό θα φτάσετε είτε κατευθείαν με το πλοίο, είτε (σε περίπτωση που δε περιλαμβάνεται στο δρομολόγιο) με τοπικό πλοιάριο είτε οδικώς από τα Πηγάδια.
Μέχρι στιγμής, από τον Πειραιά στην Κάρπαθο αναχωρεί κάθε Δευτέρα και Παρασκευή στις 6 το απόγευμα πλοίο της ΑΝΕΚ (Τ/210-41.97.400, 210-41.97.420, www.anek.gr). Η διάρκεια του ταξιδιού είναι 17 - 22 ώρες, ανάλογα με τους ενδιάμεσους σταθμούς.
Εναλλακτικά, στην Κάρπαθο θα φτάσετε αεροπορικώς με απευθείας πτήση της Olympic Air (Τ/801 801 0101, 210-35.50.500, www.olympicair.com). Η απόσταση από το αεροδρόμιο του νησιού ώς την Ολυμπο είναι περίπου μία ώρα.