Την επόμενη μέρα θα περνάμε το τρένο, με τερματικό σταθμό τη Λάσα. Το τρένο, και εμείς μαζί του θα διέσχιζε 3 χιλιάδες χιλιόμετρα, τα τελευταία μάλιστα μέσα από ψηλά οροπέδια. Η διαδρομή έχει διάρκεια 32ωρες.Εμείς μπήκαμε στις 11 το πρωί. Στις 7 το απόγευμα τις επόμενης αναμέναμε να φτάσουμε. Η πρώτη μέρα μέσα στο τρένο ήταν λίγο κουραστική, όλες οι κουκέτες ήταν γεμάτες και εμείς είχαμε τις ποιο ψηλές θέσεις, οπότε μόνο για ύπνο καθόσουν εκεί. Ευτυχώς είχε και ένα βαγόνι, εστιατόριο που συγκεκριμένες ώρες είχε φαγητό. Στο ακριβώς απέναντι τραπέζι ήταν μια οικογένεια κινέζων που έτρωγε ακατάπαυστα, το ένα φαγητό μετά το άλλο, μεταξύ άλλων και καβούρια, θα είχε πολύ πλάκα σκέφτηκα να δω να τρώνε με ξυλάκια τα καβούρια. Τελικά τα πιάσανε με τα χέρια σαν να ήταν παιδάκια. Εκεί παρατήρησα και πως τρώνε, τσιγάρο, φαΐ, τσιγάρο, φαΐ ,τσιγάρο. Δεν τρώνε γλυκά. Μάλλον γιατί τα φαγητά τους είναι ήδη αρκετά γλυκά.
Το βράδυ λίγο πριν κοιμηθώ βρήκα δυο παιδιά στην ηλικία μου, ο ένας Θιβετιανος που πήγαινε πίσω στο πανεπιστήμιο του, και ο άλλος Άγγλος που πήγαινε επίσκεψη. Ο Άγγλος μάλιστα είχε έρθει από Λονδίνο με τρένο, Λονδίνο, Μόσχα μετά υπερσιβηρικός και Ulan Bator τη πρωτεύουσα της Μογγολίας, και μετά Πεκίνο. Ταξίδευε πάντα τρίτη θέση, δηλαδή στα καθίσματα, και μου είπε πως σε αυτό το τρένο ήταν η χειρότερη κατάσταση, μάλλον γιατί ήταν γεμάτο. Όλα τα κινεζικά τρένα ήταν γεμάτα. Μου πρόσφερε κάτι σπόρους από τη Μογγολία και παίξαμε χαρτιά. Όταν πήγα να κοιμηθώ ο τύπος από το ποιο κάτω κρεβάτι κάπνιζε και έρχονταν όλα τα ντουμάνια πάνω, ευτυχώς όταν του την είπα βγήκε έξω. Όταν ξύπνησα είχε αποβιβαστεί από το τρένο, οι περισσότεροι είχαν κατέβει στην τελευταία μεγάλη πόλη πριν τη Λάσα. Το υψόμετρο κατά τις έξι το πρωί το δεν ήταν λιγότερο από τέσσερις χιλιάδες μέτρα. Η απορία για την δυσκολία στον ύπνο λύθηκε. Οι χθεσινοί υπάλληλοι του τρένου που κάπνιζαν είχαν πάρει από μια φιάλη οξυγόνου και κάθε τρεις και λίγο ρουφούσαν. Το τοπίο έξω μαγικό, επίπεδες στέπες και στο βάθος βουνά. Ανατολικά είχε κοκκινίσει ο ουρανός και το παχύ στρώμα των σύννεφων αποκαλυπτόταν. Καθόλη τη διάρκεια της ημέρας το τοπίο δεν άλλαζε ιδιαίτερα, παρόλα αυτά ήταν καθηλωτικό, ο ουρανός είχε ένα βαθύ γαλάζιο, υψηλές κορφές δεξιά και αριστερά, γιακ, και παγωμένα ρυάκια νερού. Προς το τέλος περάσαμε δίπλα από μια μισό παγωμένη λίμνη. Η ανάσα πλέον είχε γίνει ποιο βαριά, και η έλλειψη οξυγόνου ήταν αισθητή χωρίς όμως να σου χαλάει τη διάθεση. Έτσι με τα ματιά ανοιχτά για να συλλέγουμε πρωτόγνωρες εικόνες, οι επόμενες δώδεκα ώρες πέρασαν πολύ ευχάριστα. Όταν πήγα να βρω τους χθεσινοβραδινούς μου φίλους ανακάλυψα ότι τους είχαν κλειδώσει σε σχέση με το υπόλοιπο τρένο.
Ευτυχώς τους βρήκα όταν το τρένο πια είχε φτάσει στο σταθμό, όπου μας ανέλαβε ο Θιβετιανος και πήραμε μαζί του ένα λεωφορείο για να μας πάει προς το ξενοδοχείο. Επειδή δεν ξέραμε ακριβώς που ήταν το ξενοδοχείο μας, μπήκαμε σε ένα ταξί και του δώσαμε το τηλέφωνο του ξεναγού να συνεννοηθεί. Μετά από λίγο ο ταξιτζής σταματάει. Του δείχνω κάποια χρήματα χωρίς να μας ζητήσει κάτι, και σκέφτομαι άντε να δούμε τώρα που μας άφησε. Νομίζαμε ότι απλώς μας παράτησε γιατί δεν υπήρχε καθόλου, κόσμος. Τελικά μετά από εκατό μέτρα ήταν μια πόρτα με κάτι σαν κουρτίνα μπροστά. Η είσοδος του ξενοδοχείου μας! Ο ξενοδόχος μας ρώτησε από που είμαστε και αφού απαντήσαμε από την Ελλάδα και δώσαμε το permit ταχτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο.
Το δωμάτιο βρισκόταν στο δεύτερο όροφο, τα λιγοστά σκαλοπάτια πλέον με κούραζαν αφάνταστα, οι σφυγμοί ανέβαιναν, και η πίεση του κεφαλιού επίσης. Ταχτοποιηθήκαμε και αναζητήσαμε φαγητό, όλα στο δρόμο ήταν σκοτεινά υπήρχε όμως λίγο παραπέρα ένα εστιατόριο που έτρωγαν μόνο ντόπιοι, οι περισσότεροι με τις παραδοσιακές τους στολές που αποτελούντο από δερμάτινα κομμάτια με τη γούνα προς τα μέσα, οι άντρες είχαν πιασμένα τα μαλλιά τους με μια κόκκινη πλεξούδα, που ξεκινάγε από την άκρη τον μαλλιών τους και τη γερνάγανε γύρο από το κεφαλή. Όλοι τους αρκετά μαυρισμένοι από τον ήλιο, καθώς οι περισσότεροι δουλεύουν στην ύπαιθρο κυρίως στα ζώα. Λίγες γυναίκες ντυμένες παρόμοια με μεγάλα καπέλα με φτερά. Σύγχρονοι καουμπόηδες με μηχανές αντί για άλογα. Φάγαμε, τι άλλο πιπεριές με λίγο γιακ. Στο Θιβέτ μας είχαν πει πως οι άνθρωποι τρώνε πολύ κρέας. Η αλήθεια είναι ότι τρώνε συνέχεια κρέας, αλλά σε πολύ μικρή ποσότητα. Ο λόγος, γεωλογικός, το ψηλό υψόμετρο δεν βολεύει παρά μόνο το μικρό γρασίδι που καταναλώνουν σε μεγάλες ποσότητες τα γιακ.
Την επόμενη μέρα μας καλημέρισε ο ξεναγός μας επειδή το υπόλοιπο γκρουπ θα ερχόταν το επόμενο βράδυ μας έκανε μια μικρή βόλτα της πόλης δείχνοντας μας τα βασικά σημεία, στο Θιβέτ απαγορευτεί να μπεις χωρίς να έχεις κανονίσει με πρακτορείο το οποίο εγγυάται την διαβίωση σου εκεί. Αυτή τη στιγμή που γράφετε το κείμενο μάλιστα οι κινεζικές αρχές έχουν απαγορεύσει πλήρως την είσοδο από την Κίνα στο Θιβέτ λόγο αναταραχών στη περιοχή. Και όταν λέμε αναταραχές μιλάμε για μοναχούς που αυτοπυρπολούνται σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της κινεζικής κατοχής που υφίστανται οι Θιβετιανοί. Ακόμα και την περίοδο που πήγαμε εμείς που τα πράγματα ήταν πολύ ομαλά ολόκληρες διμοιρίες στρατιωτών έκαναν περιπολίες. Σε κάθε πλατεία έβλεπες φαντάρους πλάτη πλάτη να φύλανε σκοπιά, τους οποίους απαγορευόταν να τραβήξεις φωτογραφία , οι κινέζοι φοβούνται αρκετά τη παγκόσμια κατακραυγή για αυτό απαγορεύουν και όλους όσους έχουν δημοσιογραφική ταυτότητα να μπουν στο Θιβέτ. Ακόμα και στις ταράτσες τον κτιρίων υπήρχαν στρατιωτικοί που παρακολουθούσαν από εκεί. Παρόλα αυτά δεν έβλεπες μια έκρυθμη κατάσταση, σχεδόν όλοι οι Θιβετιανοί είναι πολύ θρήσκοι, και κάνουν τις απαραίτητες προσευχές καθημερινά, δηλαδή κάνουν κύκλους δεξιόστροφους γυρίζοντας ένα αντικείμενο δεξιόστροφα, ο κύκλος συμβολίζει τον παράδεισο και προφανώς η κυκλική κίνηση τα συνεχή μετενσάρκωση στο κόσμο. Στη Λάσα υπάρχει το πρώην παλάτι του νταλαλαι λάμα, που τώρα ζει αυτό εξόριστος στη Ινδία. Το οποίο ήταν και κάστρο που έλεγχε την είσοδο στη πόλη. Παρά δίπλα είναι η αγορά η οποία στο κέντρο της έχει ένα από τα ποιο ιερά γυναικεία μοναστήρια του Θιβέτ. Ο δρόμος που συνδέει το παλάτι και το παλιό κέντρο αποτελείται από εμπορικά μαγαζιά με μοντέρνες επώνυμες μάρκες. Η διεθνείς αγορά δεν έχει αφήσει τίποτα ανεπηρέαστο. Ο ξεναγός λοιπόν αφού μας έδειξε τα βασικά σημεία τις πόλις, μας πήγε και σε ένα πολύ ωραίο μέρος για τσάι που είναι σκαλισμένο μέσα στο βράχο που στέκει το ποταλα. Ήπιαμε τσάι από βούτυρο γιακ και συνεχίσαμε μόνοι μας πλέον την περιήγηση.
Ευτυχώς για μας ο χθεσινός Θιβετιανος που ήμασταν μαζί στο τρένο μας πείρε τηλέφωνο και βρεθήκαμε στη πλατεία. Κάναμε και με αυτόν μια βόλτα και μετά μας πήγε για φαγητό σε ένα απίστευτο μέρος, μια ταράτσα ένα μαγαζιού που είχε απευθείας θέα το ποταλα. Μας παρήγγειλε μπαοτσε τα οποία ήταν πολύ ποιο βαριά από τα κινεζικά, καθώς είχανε έντονη τη παρουσία του βουτύρου και της κρεατίλας. Το παιδί αυτό μόλις είχε γυρίσει στη Λάσα για να ξεκινήσει τα μαθήματα αγγλικών που έκανε. Ήθελε να γίνει ξεναγός οπότε ήταν μια καλή ευκαιρία για αυτόν για πρακτική ! Οι Θιβετιανοί πολύ δύσκολα περνούν βίζα για να ταξιδέψουν έξω από τη Κίνα. Οπότε όντως ήταν ένα καλό επάγγελμα να γίνεις ξεναγός, από τις λίγες ευκαιρίες να γνωρίσεις άλλους ανθρώπους. Την επόμενη μέρα θα ξεκινάγε ουσιαστικά η εκδρομή. Το Θιβέτ αν και βρίσκετε πολύ δυτικά σε σχέση με το Πεκίνο έχει την ίδια ώρα, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ξημερώνει αργά και να νυχτώνει αργά. Όλοι η Κίνα είναι με ώρα Πεκίνου.
Σήμερα θα κάναμε την επίσημη περιήγηση της πόλης. Πρώτος σταθμός το ποταλα, ακριβώς απέναντι του οι κινέζοι είχαν γκρεμίσει ότι υπήρχε και στη θέση τους είχαν φτιάξει ένα χοντρό κομμένο πυλώνα με την κινέζικη σημαία, το καλό ήταν πως από εκεί είχες όλο το παλάτι θέα το οποίο και χωρίς την έλλειψη οξυγόνου σου κόβει την ανάσα! Μπορεί να φαίνετε τεράστιο αλλά οι εσωτερικοί του χώροι δεν είναι τόσο. Η περιοχή είναι εξαιρετικά σεισμογενής, έτσι ο τοίχος του κυμαίνεται από τρία έως έξι μέτρα παχύς. Εσωτερικά περιέχει πόλους βουδιστικούς θησαυρούς από όλη την περιοχή, ανυπολόγιστης αξίας, σε κανένα βουδιστικό μοναστήρι δεν επιτρέπετε η φωτογράφιση έτσι δεν βλέπουμε εύκολα εικόνες από αυτά τα μέρη. Οι βούδες κυριαρχούσαν μικροί, μεγάλοι , χοντροί, με μαλλιά χωρίς μαλλιά, παλιοί καινούργιοι, αυτό το καλό έχει η βουδιστική θρησκεία δεν αποθεώνει ένα πρόσωπο αλλά δέχεται πόλους θεούς - βούδες που βούδας τι σημαίνει? πεφωτισμένος άνθρωπος, αυτός που πέρασε την αντίπερα όχθη. Κάνω στο ξεναγό, και ο Χρήστος ο Μωάμεθ ο Ηρακλής? και αυτοί βούδες μου λέει. Το πρόβλημα είναι πως το μεταφράζει κανείς. Για αυτό είναι πολύ ανεκτική ως προς τις άλλες θρησκείες, διότι οι άλλες δεν πάνε κόντρα στη δική τους απλά χάνονται στη μετάφραση. Στη Λάσα θα συναντήσεις τρεις θρησκείες την παλιά Θιβετιανοί, τους βουδιστές, και μουσουλμάνους, όλοι τους συνυπάρχουν ειρηνικά όλα αυτά τα χρόνια. Και η επόμενη ερώτηση μου ήταν πως γίνεσαι νταλαλαι λάμα? με εξετάσεις, οι τάξεις ήταν ρευστές στην Κίνα, στις εξετάσεις αυτές μπορούσαν να πάρουν μέρος παιδιά μέχρι τεσσάρων χρόνων, και αν πιστεύετε ότι τα τετράχρονα δεν μπορούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μην γελιέστε βούδας γεννιέσαι τα γνωρίζεις από τη προηγούμενη ζωή σου.
Ο ξεναγός καθόλη τη διάρκεια που περνάγαμε από τα δωμάτια προσεύχονταν, μοναχοί επίσης, τα σπαρματσέτα κάπνιζαν όλους τους χώρους και μια ωραία μυρωδιά ξεχύνονται στο χώρο. Οι μοναχοί ζούνε αποκλειστικά από τις δωρεές των πιστών. Μπορούν να φάνε κρέας, καθώς είναι εφόρου ζωής ο μοναχισμός. Βέβαια είδα και μοναχούς να πίνουν red bull, προσφορά στο happy Βούδα μπισκότα Oreo. Η παγκοσμιοποίηση πέτυχε. Στη συνέχεια πήγαμε και στο sera monaster το οποίο είναι λίγο ποιο έξω από τη πόλη και εκεί προσελκύονται οι πιστοί για να πάρουν το σημάδι τα μωρά. Είναι κάτι σαν το αντίστοιχο δικό μας βάπτισμα. Τα ονόματα τους τα διαλέγει ο μοναχός για αυτό δεν έχουν καμία σχέση με της οικογένειας. Τον ξεναγό μας το λέγανε στα ελληνικά υπομονετικό, το παιδί που γνώρισα στο τρένο, καλή μύρα. Τέτοιου είδους ονόματα έχουν. Ο θάνατος τους θα πρέπει να βοηθήσει το κοινό καλό για αυτό τα πτώματα τον θανόντων τα πάνε είτε στις ψιλές κορφές να τα φάνε τα πουλιά είτε στα ποτάμια να τα φάνε τα ψάρια.
Την επόμενη μέρα θα φεύγαμε για Shigatse κατά τη διάρκεια περάσαμε από την ιερή λίμνη τον Θιβετιανων που είναι σε υψόμετρο τεσσάρων χιλιάδων μέτρων, καταπληκτικά χρώματα, καθώς ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και απίστευτα μπλε. Η λίμνη με φόντο τις βουνοκορφές ήταν κάτι ιδιαίτερο. Στη συνέχεια αναιβενοκατεβαινωντας μερικά βουνά φτάσαμε στο οροπέδιο που ήταν η πόλη που θα διανυκτερεύαμε. Πρώτα πήγαμε σε ένα μοναστήρι που πλέον είχε μόνο ντόπιο πληθυσμό, παρά πόλους ζητιάνους στη έξοδο του. Μερικά πρόβατα, ένα μάλιστα είχε κάτσει ακίνητο στη πόρτα του αυτοκίνητου μας. Οι βουνοκορφές ενώνονται με το μοναστήρι με κάτι σχοινιά που πάνω τους έχουν πολύχρωμες προσευχές. Προσπαθήσαμε να ξεκουραστούμε όσο μπορούσαμε γιατί την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε everest.
Η ταμπέλα έγραφε 100 χλμ ακόμα. Μετά από 2 συνοριακούς ελέγχους μακριά και ένα βουνό 5 000 μέτρων ξεπρόβαλλαν οι ψηλές κορυφές των Ιμαλάιων, στον ορίζοντα φαινοντουσαν μερικά από υψηλοτέρα βουνά στον κόσμο. 13 κορυφές ήταν πάνω από 8000 μετρά. Το Έβερεστ το πιο επιβλητικό. Οξεία γωνία που ανέβαινε προς τον ουρανό. Παραδίπλα μια οροσειρά το συναγωνίζεται στο πέρας των χρόνων. Έχασε όμως τελικά όλη τη δόξα για λίγα μέτρα. Το Έβερεστ συνεχίζει και ψηλώνει. Η Θιβετιανη ονομασία του είναι Qomolongma αλλά λόγο του πρώτου ορειβάτη που το ανέβηκε, το ονόμασαν με το όνομα του, δηλαδή, Έβερεστ. Κατά τη διάρκεια τα διαδρομής, γιακ βοσκούσαν. Στο τέλος του προορισμού, είχε ένα καταφύγιο και ένα μοναστήρι, το ψηλότερο του κόσμου, στα 5100.
Ήμουν κομμένος από το ψηλό υψόμετρο και δεν κατάφερα, δεν είχα την όρεξη να δω ένα ακόμα μοναστήρι. Έκατσα κατάχαμα και προσπαθούσα να χαράξω στο σκληρό του εγκέφαλου μου όσο πιο έντονα μπορούσα την στιγμή. Οι φωτογραφίες από όλο το γκρουπ έδιναν και έπαιρναν με θέα το Έβερεστ. Όλοι οι άλλοι ταξίδευαν μόνοι. Ποια είναι η ευχαρίστηση όμως αν δεν έχεις κάποιον να τη μοιραστείς? Το ταξίδι στο Έβερεστ είναι κατά κύριο λόγο πολύ εγωιστικό , απλά θες να πας εκεί για να πεις ότι πήγες στο ψηλότερο βουνό του κόσμου. Να κάνεις ένα ωραίο Facebook. Να αισθάνεσαι ανώτερος. Μερικές ώρες στο Έβερεστ προσθέτουν σε όλη σου την ζωή ότι πήγες εκεί. Από το παράθυρο του καταφυγίου μπορούσες να πιεις τη σοκολάτα σου και να έχεις θέα το βουνό. Το βράδυ ήταν το πιο δύσκολο της ζωής μου. Δεν κοιμήθηκα λεπτό. Λόγο ξηρασίας ο νόμος του Coulomb ήταν πιο φανερός από ποτέ. Ότι και να ακουμπούσα με τα χεριά μου, δημιουργούσαν το φαινόμενο του στατικού ηλεκτρισμού. Όλο μου το σώμα με την παραμικρή κίνηση δεχόταν τα στατικά φορτία. Το πρωί σηκωθήκαμε νωρίς, φάγαμε από μια πίτα με μέλι. Μας είχαν μείνει 13 χλμ για το τέλος του δρόμου. Από εκεί οι ορειβάτες ξεκίναγαν με τα ποδιά η μάλλον έφταναν διότι αν θες να ανέβεις στην κορυφή, ξεκινάς από την πλευρά του Νεπάλ και κατεβαίνεις στο Θιβέτ. Δυο μικρά παιδιά κοιμόντουσαν μέσα σε μια δερμάτινη σκηνή, με φωτιά στη μέση. Πρόσεχαν κάτι γιακ που βοσκούσαν τριγύρω. Η κινεζική σημαία δεσπόζει. Ήμασταν τυχεροί. Πολλοί έχουν φτάσει μέχρι αυτό το σημείο και δεν έχουν δει τίποτα λόγο ομίχλης, σε εμάς όλα ήταν πεντακάθαρα. Είχαμε κανά μισάωρο στη διάθεση μας για να αιχμαλωτίσουμε την εικόνα. Μετά τις απαραίτητες φωτογραφίες, φύγαμε.
Η διαδρομή προς τα πίσω, μελαγχολική. Ακολουθήσαμε αυτή τη φορά ένα ποτάμι. Στην αρχή παγωμένο, σιγά σιγά έλιωνε. Μετά από μια διανυκτέρευση ήμασταν Λάσα. Κάναμε τα αναγκαία ψώνια και πήραμε το τρένο της επιστροφης.
Το βράδυ λίγο πριν κοιμηθώ βρήκα δυο παιδιά στην ηλικία μου, ο ένας Θιβετιανος που πήγαινε πίσω στο πανεπιστήμιο του, και ο άλλος Άγγλος που πήγαινε επίσκεψη. Ο Άγγλος μάλιστα είχε έρθει από Λονδίνο με τρένο, Λονδίνο, Μόσχα μετά υπερσιβηρικός και Ulan Bator τη πρωτεύουσα της Μογγολίας, και μετά Πεκίνο. Ταξίδευε πάντα τρίτη θέση, δηλαδή στα καθίσματα, και μου είπε πως σε αυτό το τρένο ήταν η χειρότερη κατάσταση, μάλλον γιατί ήταν γεμάτο. Όλα τα κινεζικά τρένα ήταν γεμάτα. Μου πρόσφερε κάτι σπόρους από τη Μογγολία και παίξαμε χαρτιά. Όταν πήγα να κοιμηθώ ο τύπος από το ποιο κάτω κρεβάτι κάπνιζε και έρχονταν όλα τα ντουμάνια πάνω, ευτυχώς όταν του την είπα βγήκε έξω. Όταν ξύπνησα είχε αποβιβαστεί από το τρένο, οι περισσότεροι είχαν κατέβει στην τελευταία μεγάλη πόλη πριν τη Λάσα. Το υψόμετρο κατά τις έξι το πρωί το δεν ήταν λιγότερο από τέσσερις χιλιάδες μέτρα. Η απορία για την δυσκολία στον ύπνο λύθηκε. Οι χθεσινοί υπάλληλοι του τρένου που κάπνιζαν είχαν πάρει από μια φιάλη οξυγόνου και κάθε τρεις και λίγο ρουφούσαν. Το τοπίο έξω μαγικό, επίπεδες στέπες και στο βάθος βουνά. Ανατολικά είχε κοκκινίσει ο ουρανός και το παχύ στρώμα των σύννεφων αποκαλυπτόταν. Καθόλη τη διάρκεια της ημέρας το τοπίο δεν άλλαζε ιδιαίτερα, παρόλα αυτά ήταν καθηλωτικό, ο ουρανός είχε ένα βαθύ γαλάζιο, υψηλές κορφές δεξιά και αριστερά, γιακ, και παγωμένα ρυάκια νερού. Προς το τέλος περάσαμε δίπλα από μια μισό παγωμένη λίμνη. Η ανάσα πλέον είχε γίνει ποιο βαριά, και η έλλειψη οξυγόνου ήταν αισθητή χωρίς όμως να σου χαλάει τη διάθεση. Έτσι με τα ματιά ανοιχτά για να συλλέγουμε πρωτόγνωρες εικόνες, οι επόμενες δώδεκα ώρες πέρασαν πολύ ευχάριστα. Όταν πήγα να βρω τους χθεσινοβραδινούς μου φίλους ανακάλυψα ότι τους είχαν κλειδώσει σε σχέση με το υπόλοιπο τρένο.
Ευτυχώς τους βρήκα όταν το τρένο πια είχε φτάσει στο σταθμό, όπου μας ανέλαβε ο Θιβετιανος και πήραμε μαζί του ένα λεωφορείο για να μας πάει προς το ξενοδοχείο. Επειδή δεν ξέραμε ακριβώς που ήταν το ξενοδοχείο μας, μπήκαμε σε ένα ταξί και του δώσαμε το τηλέφωνο του ξεναγού να συνεννοηθεί. Μετά από λίγο ο ταξιτζής σταματάει. Του δείχνω κάποια χρήματα χωρίς να μας ζητήσει κάτι, και σκέφτομαι άντε να δούμε τώρα που μας άφησε. Νομίζαμε ότι απλώς μας παράτησε γιατί δεν υπήρχε καθόλου, κόσμος. Τελικά μετά από εκατό μέτρα ήταν μια πόρτα με κάτι σαν κουρτίνα μπροστά. Η είσοδος του ξενοδοχείου μας! Ο ξενοδόχος μας ρώτησε από που είμαστε και αφού απαντήσαμε από την Ελλάδα και δώσαμε το permit ταχτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο.
Το δωμάτιο βρισκόταν στο δεύτερο όροφο, τα λιγοστά σκαλοπάτια πλέον με κούραζαν αφάνταστα, οι σφυγμοί ανέβαιναν, και η πίεση του κεφαλιού επίσης. Ταχτοποιηθήκαμε και αναζητήσαμε φαγητό, όλα στο δρόμο ήταν σκοτεινά υπήρχε όμως λίγο παραπέρα ένα εστιατόριο που έτρωγαν μόνο ντόπιοι, οι περισσότεροι με τις παραδοσιακές τους στολές που αποτελούντο από δερμάτινα κομμάτια με τη γούνα προς τα μέσα, οι άντρες είχαν πιασμένα τα μαλλιά τους με μια κόκκινη πλεξούδα, που ξεκινάγε από την άκρη τον μαλλιών τους και τη γερνάγανε γύρο από το κεφαλή. Όλοι τους αρκετά μαυρισμένοι από τον ήλιο, καθώς οι περισσότεροι δουλεύουν στην ύπαιθρο κυρίως στα ζώα. Λίγες γυναίκες ντυμένες παρόμοια με μεγάλα καπέλα με φτερά. Σύγχρονοι καουμπόηδες με μηχανές αντί για άλογα. Φάγαμε, τι άλλο πιπεριές με λίγο γιακ. Στο Θιβέτ μας είχαν πει πως οι άνθρωποι τρώνε πολύ κρέας. Η αλήθεια είναι ότι τρώνε συνέχεια κρέας, αλλά σε πολύ μικρή ποσότητα. Ο λόγος, γεωλογικός, το ψηλό υψόμετρο δεν βολεύει παρά μόνο το μικρό γρασίδι που καταναλώνουν σε μεγάλες ποσότητες τα γιακ.
Την επόμενη μέρα μας καλημέρισε ο ξεναγός μας επειδή το υπόλοιπο γκρουπ θα ερχόταν το επόμενο βράδυ μας έκανε μια μικρή βόλτα της πόλης δείχνοντας μας τα βασικά σημεία, στο Θιβέτ απαγορευτεί να μπεις χωρίς να έχεις κανονίσει με πρακτορείο το οποίο εγγυάται την διαβίωση σου εκεί. Αυτή τη στιγμή που γράφετε το κείμενο μάλιστα οι κινεζικές αρχές έχουν απαγορεύσει πλήρως την είσοδο από την Κίνα στο Θιβέτ λόγο αναταραχών στη περιοχή. Και όταν λέμε αναταραχές μιλάμε για μοναχούς που αυτοπυρπολούνται σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της κινεζικής κατοχής που υφίστανται οι Θιβετιανοί. Ακόμα και την περίοδο που πήγαμε εμείς που τα πράγματα ήταν πολύ ομαλά ολόκληρες διμοιρίες στρατιωτών έκαναν περιπολίες. Σε κάθε πλατεία έβλεπες φαντάρους πλάτη πλάτη να φύλανε σκοπιά, τους οποίους απαγορευόταν να τραβήξεις φωτογραφία , οι κινέζοι φοβούνται αρκετά τη παγκόσμια κατακραυγή για αυτό απαγορεύουν και όλους όσους έχουν δημοσιογραφική ταυτότητα να μπουν στο Θιβέτ. Ακόμα και στις ταράτσες τον κτιρίων υπήρχαν στρατιωτικοί που παρακολουθούσαν από εκεί. Παρόλα αυτά δεν έβλεπες μια έκρυθμη κατάσταση, σχεδόν όλοι οι Θιβετιανοί είναι πολύ θρήσκοι, και κάνουν τις απαραίτητες προσευχές καθημερινά, δηλαδή κάνουν κύκλους δεξιόστροφους γυρίζοντας ένα αντικείμενο δεξιόστροφα, ο κύκλος συμβολίζει τον παράδεισο και προφανώς η κυκλική κίνηση τα συνεχή μετενσάρκωση στο κόσμο. Στη Λάσα υπάρχει το πρώην παλάτι του νταλαλαι λάμα, που τώρα ζει αυτό εξόριστος στη Ινδία. Το οποίο ήταν και κάστρο που έλεγχε την είσοδο στη πόλη. Παρά δίπλα είναι η αγορά η οποία στο κέντρο της έχει ένα από τα ποιο ιερά γυναικεία μοναστήρια του Θιβέτ. Ο δρόμος που συνδέει το παλάτι και το παλιό κέντρο αποτελείται από εμπορικά μαγαζιά με μοντέρνες επώνυμες μάρκες. Η διεθνείς αγορά δεν έχει αφήσει τίποτα ανεπηρέαστο. Ο ξεναγός λοιπόν αφού μας έδειξε τα βασικά σημεία τις πόλις, μας πήγε και σε ένα πολύ ωραίο μέρος για τσάι που είναι σκαλισμένο μέσα στο βράχο που στέκει το ποταλα. Ήπιαμε τσάι από βούτυρο γιακ και συνεχίσαμε μόνοι μας πλέον την περιήγηση.
Ευτυχώς για μας ο χθεσινός Θιβετιανος που ήμασταν μαζί στο τρένο μας πείρε τηλέφωνο και βρεθήκαμε στη πλατεία. Κάναμε και με αυτόν μια βόλτα και μετά μας πήγε για φαγητό σε ένα απίστευτο μέρος, μια ταράτσα ένα μαγαζιού που είχε απευθείας θέα το ποταλα. Μας παρήγγειλε μπαοτσε τα οποία ήταν πολύ ποιο βαριά από τα κινεζικά, καθώς είχανε έντονη τη παρουσία του βουτύρου και της κρεατίλας. Το παιδί αυτό μόλις είχε γυρίσει στη Λάσα για να ξεκινήσει τα μαθήματα αγγλικών που έκανε. Ήθελε να γίνει ξεναγός οπότε ήταν μια καλή ευκαιρία για αυτόν για πρακτική ! Οι Θιβετιανοί πολύ δύσκολα περνούν βίζα για να ταξιδέψουν έξω από τη Κίνα. Οπότε όντως ήταν ένα καλό επάγγελμα να γίνεις ξεναγός, από τις λίγες ευκαιρίες να γνωρίσεις άλλους ανθρώπους. Την επόμενη μέρα θα ξεκινάγε ουσιαστικά η εκδρομή. Το Θιβέτ αν και βρίσκετε πολύ δυτικά σε σχέση με το Πεκίνο έχει την ίδια ώρα, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ξημερώνει αργά και να νυχτώνει αργά. Όλοι η Κίνα είναι με ώρα Πεκίνου.
Σήμερα θα κάναμε την επίσημη περιήγηση της πόλης. Πρώτος σταθμός το ποταλα, ακριβώς απέναντι του οι κινέζοι είχαν γκρεμίσει ότι υπήρχε και στη θέση τους είχαν φτιάξει ένα χοντρό κομμένο πυλώνα με την κινέζικη σημαία, το καλό ήταν πως από εκεί είχες όλο το παλάτι θέα το οποίο και χωρίς την έλλειψη οξυγόνου σου κόβει την ανάσα! Μπορεί να φαίνετε τεράστιο αλλά οι εσωτερικοί του χώροι δεν είναι τόσο. Η περιοχή είναι εξαιρετικά σεισμογενής, έτσι ο τοίχος του κυμαίνεται από τρία έως έξι μέτρα παχύς. Εσωτερικά περιέχει πόλους βουδιστικούς θησαυρούς από όλη την περιοχή, ανυπολόγιστης αξίας, σε κανένα βουδιστικό μοναστήρι δεν επιτρέπετε η φωτογράφιση έτσι δεν βλέπουμε εύκολα εικόνες από αυτά τα μέρη. Οι βούδες κυριαρχούσαν μικροί, μεγάλοι , χοντροί, με μαλλιά χωρίς μαλλιά, παλιοί καινούργιοι, αυτό το καλό έχει η βουδιστική θρησκεία δεν αποθεώνει ένα πρόσωπο αλλά δέχεται πόλους θεούς - βούδες που βούδας τι σημαίνει? πεφωτισμένος άνθρωπος, αυτός που πέρασε την αντίπερα όχθη. Κάνω στο ξεναγό, και ο Χρήστος ο Μωάμεθ ο Ηρακλής? και αυτοί βούδες μου λέει. Το πρόβλημα είναι πως το μεταφράζει κανείς. Για αυτό είναι πολύ ανεκτική ως προς τις άλλες θρησκείες, διότι οι άλλες δεν πάνε κόντρα στη δική τους απλά χάνονται στη μετάφραση. Στη Λάσα θα συναντήσεις τρεις θρησκείες την παλιά Θιβετιανοί, τους βουδιστές, και μουσουλμάνους, όλοι τους συνυπάρχουν ειρηνικά όλα αυτά τα χρόνια. Και η επόμενη ερώτηση μου ήταν πως γίνεσαι νταλαλαι λάμα? με εξετάσεις, οι τάξεις ήταν ρευστές στην Κίνα, στις εξετάσεις αυτές μπορούσαν να πάρουν μέρος παιδιά μέχρι τεσσάρων χρόνων, και αν πιστεύετε ότι τα τετράχρονα δεν μπορούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μην γελιέστε βούδας γεννιέσαι τα γνωρίζεις από τη προηγούμενη ζωή σου.
Ο ξεναγός καθόλη τη διάρκεια που περνάγαμε από τα δωμάτια προσεύχονταν, μοναχοί επίσης, τα σπαρματσέτα κάπνιζαν όλους τους χώρους και μια ωραία μυρωδιά ξεχύνονται στο χώρο. Οι μοναχοί ζούνε αποκλειστικά από τις δωρεές των πιστών. Μπορούν να φάνε κρέας, καθώς είναι εφόρου ζωής ο μοναχισμός. Βέβαια είδα και μοναχούς να πίνουν red bull, προσφορά στο happy Βούδα μπισκότα Oreo. Η παγκοσμιοποίηση πέτυχε. Στη συνέχεια πήγαμε και στο sera monaster το οποίο είναι λίγο ποιο έξω από τη πόλη και εκεί προσελκύονται οι πιστοί για να πάρουν το σημάδι τα μωρά. Είναι κάτι σαν το αντίστοιχο δικό μας βάπτισμα. Τα ονόματα τους τα διαλέγει ο μοναχός για αυτό δεν έχουν καμία σχέση με της οικογένειας. Τον ξεναγό μας το λέγανε στα ελληνικά υπομονετικό, το παιδί που γνώρισα στο τρένο, καλή μύρα. Τέτοιου είδους ονόματα έχουν. Ο θάνατος τους θα πρέπει να βοηθήσει το κοινό καλό για αυτό τα πτώματα τον θανόντων τα πάνε είτε στις ψιλές κορφές να τα φάνε τα πουλιά είτε στα ποτάμια να τα φάνε τα ψάρια.
Την επόμενη μέρα θα φεύγαμε για Shigatse κατά τη διάρκεια περάσαμε από την ιερή λίμνη τον Θιβετιανων που είναι σε υψόμετρο τεσσάρων χιλιάδων μέτρων, καταπληκτικά χρώματα, καθώς ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και απίστευτα μπλε. Η λίμνη με φόντο τις βουνοκορφές ήταν κάτι ιδιαίτερο. Στη συνέχεια αναιβενοκατεβαινωντας μερικά βουνά φτάσαμε στο οροπέδιο που ήταν η πόλη που θα διανυκτερεύαμε. Πρώτα πήγαμε σε ένα μοναστήρι που πλέον είχε μόνο ντόπιο πληθυσμό, παρά πόλους ζητιάνους στη έξοδο του. Μερικά πρόβατα, ένα μάλιστα είχε κάτσει ακίνητο στη πόρτα του αυτοκίνητου μας. Οι βουνοκορφές ενώνονται με το μοναστήρι με κάτι σχοινιά που πάνω τους έχουν πολύχρωμες προσευχές. Προσπαθήσαμε να ξεκουραστούμε όσο μπορούσαμε γιατί την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε everest.
Η ταμπέλα έγραφε 100 χλμ ακόμα. Μετά από 2 συνοριακούς ελέγχους μακριά και ένα βουνό 5 000 μέτρων ξεπρόβαλλαν οι ψηλές κορυφές των Ιμαλάιων, στον ορίζοντα φαινοντουσαν μερικά από υψηλοτέρα βουνά στον κόσμο. 13 κορυφές ήταν πάνω από 8000 μετρά. Το Έβερεστ το πιο επιβλητικό. Οξεία γωνία που ανέβαινε προς τον ουρανό. Παραδίπλα μια οροσειρά το συναγωνίζεται στο πέρας των χρόνων. Έχασε όμως τελικά όλη τη δόξα για λίγα μέτρα. Το Έβερεστ συνεχίζει και ψηλώνει. Η Θιβετιανη ονομασία του είναι Qomolongma αλλά λόγο του πρώτου ορειβάτη που το ανέβηκε, το ονόμασαν με το όνομα του, δηλαδή, Έβερεστ. Κατά τη διάρκεια τα διαδρομής, γιακ βοσκούσαν. Στο τέλος του προορισμού, είχε ένα καταφύγιο και ένα μοναστήρι, το ψηλότερο του κόσμου, στα 5100.
Ήμουν κομμένος από το ψηλό υψόμετρο και δεν κατάφερα, δεν είχα την όρεξη να δω ένα ακόμα μοναστήρι. Έκατσα κατάχαμα και προσπαθούσα να χαράξω στο σκληρό του εγκέφαλου μου όσο πιο έντονα μπορούσα την στιγμή. Οι φωτογραφίες από όλο το γκρουπ έδιναν και έπαιρναν με θέα το Έβερεστ. Όλοι οι άλλοι ταξίδευαν μόνοι. Ποια είναι η ευχαρίστηση όμως αν δεν έχεις κάποιον να τη μοιραστείς? Το ταξίδι στο Έβερεστ είναι κατά κύριο λόγο πολύ εγωιστικό , απλά θες να πας εκεί για να πεις ότι πήγες στο ψηλότερο βουνό του κόσμου. Να κάνεις ένα ωραίο Facebook. Να αισθάνεσαι ανώτερος. Μερικές ώρες στο Έβερεστ προσθέτουν σε όλη σου την ζωή ότι πήγες εκεί. Από το παράθυρο του καταφυγίου μπορούσες να πιεις τη σοκολάτα σου και να έχεις θέα το βουνό. Το βράδυ ήταν το πιο δύσκολο της ζωής μου. Δεν κοιμήθηκα λεπτό. Λόγο ξηρασίας ο νόμος του Coulomb ήταν πιο φανερός από ποτέ. Ότι και να ακουμπούσα με τα χεριά μου, δημιουργούσαν το φαινόμενο του στατικού ηλεκτρισμού. Όλο μου το σώμα με την παραμικρή κίνηση δεχόταν τα στατικά φορτία. Το πρωί σηκωθήκαμε νωρίς, φάγαμε από μια πίτα με μέλι. Μας είχαν μείνει 13 χλμ για το τέλος του δρόμου. Από εκεί οι ορειβάτες ξεκίναγαν με τα ποδιά η μάλλον έφταναν διότι αν θες να ανέβεις στην κορυφή, ξεκινάς από την πλευρά του Νεπάλ και κατεβαίνεις στο Θιβέτ. Δυο μικρά παιδιά κοιμόντουσαν μέσα σε μια δερμάτινη σκηνή, με φωτιά στη μέση. Πρόσεχαν κάτι γιακ που βοσκούσαν τριγύρω. Η κινεζική σημαία δεσπόζει. Ήμασταν τυχεροί. Πολλοί έχουν φτάσει μέχρι αυτό το σημείο και δεν έχουν δει τίποτα λόγο ομίχλης, σε εμάς όλα ήταν πεντακάθαρα. Είχαμε κανά μισάωρο στη διάθεση μας για να αιχμαλωτίσουμε την εικόνα. Μετά τις απαραίτητες φωτογραφίες, φύγαμε.
Η διαδρομή προς τα πίσω, μελαγχολική. Ακολουθήσαμε αυτή τη φορά ένα ποτάμι. Στην αρχή παγωμένο, σιγά σιγά έλιωνε. Μετά από μια διανυκτέρευση ήμασταν Λάσα. Κάναμε τα αναγκαία ψώνια και πήραμε το τρένο της επιστροφης.