MChristinaK
Member
- Μηνύματα
- 11
- Likes
- 30
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ταξίδι στο διάστημα
Πρόσφατα επέστρεψα από ένα θαλάσσιο ταξίδι που ξεκίνησε από το Τσεσμέ (απέναντι από τη Χίο), πήγε στο Αϊβαλί και συνεχίστηκε στην Τένεδο και την Ίμβρο. Το ταξίδι έγινε με ιστιοπλοϊκό σκάφος, το οποίο συμμετείχε σε έναν ομαδικό πλου που οργάνωσε ο ΠΟΙΑΘ (Πανελλήνιος Όμιλος Ιστιοπλοΐας Ανοικτής Θαλάσσης).
Αναχώρηση από Χίο, λοιπόν, με πρώτη στάση στο Τσεσμέ, ένα θέρετρο των εύπορων Τούρκων. Είναι ένας φυσικός κόλπος με μια μεγάλη βόλτα γεμάτη καταστήματα και εστιατόρια. Η μαρίνα είναι πολυτελέστατη και περιστοιχίζεται από λίγα καταστήματα και καλά εστιατόρια. Όλα ήταν πολύ περιποιημένα και πεντακάθαρα, πολύ καλύτερα – και ακριβότερα - από την μαρίνα του Φλοίσβου.
Βγήκαμε στον παραλιακό δρόμο και κατευθυνθήκαμε προς τον οικισμό. Ελάχιστες πινακίδες ήταν στα Αγγλικά και έτσι αγόρασα ένα μικρό λεξικό, το οποίο απεδείχθη χρήσιμο. Οι διψασμένοι της παρέας κάθισαν σε ένα από τα εστιατόρια και επιδόθηκαν στην κατανάλωση της μπύρας Efes (από την Έφεσο), η οποία ήταν καλή αλλά ακριβή, όπως το αλκοόλ γενικά στην Τουρκία. Τα εστιατόρια αυτά δέχονται ευρώ αλλά δεν τα αλλάζουν πάντα με την πιο συμφέρουσα ισοτιμία.
Μετά άρχισε η αναζήτηση καταλύματος γιατί το σκάφος δεν μας χωρούσε όλους. Ζητήσαμε τη βοήθεια του προσωπικού της μαρίνας, το οποίο μας ενημέρωσε ότι λόγω μπαϊράμ (τριήμερη αργία) δεν υπήρχε τίποτα. Με τα πολλά, μας είπαν ότι μια κοπέλα είχε μια πανσιόν κοντά στη μαρίνα και της είχαν μείνει δύο δωμάτια στην εξευτελιστική τιμή των 80 ευρώ έκαστο. Πήγα να τα δώ μαζί της και να τι αντίκρισα: Ένα διώροφο καινούριο οίκημα βαμμένο έντονο ροζ με διάφορα καλώδια για διασκόσμηση, στην ταράτσα του οποίου υπήρχαν τα διαθέσιμα δωμάτια με κάπως ταλαιπωρημένα σουηδικά έπιπλα αλλά καθαρά και νοικοκυρεμένα. Θύμιζε ενοικιαζόμενα δωμάτια στις Κυκλάδες. Το μπόνους ήταν η μπουγάδα που στέγνωνε στην ταράτσα και έκοβε τη θέα προς τον λόφο και το κάστρο. Προσπαθήσαμε να πετύχουμε καλύτερη τιμή αλλά η κοπέλα ήταν ανένδοτη: λόγω της γιορτής δε θα βρίσκαμε άλλο. Αποφασίσαμε να μείνουμε, λοιπόν, και πήγαμε για φαγητό. Στο θέμα αυτό είμαστε πιο τυχεροί. Μας είχαν πεί ότι υπάρχει το εστιατόριο του Φατίχ δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, το οποίο σερβίρει πίτες (pide) και λαχμαντζούν. Με τη βοήθεια των Κωνσταντινουπολιτών που είχαμε στην παρέα, οι οποίοι μιλούσαν τουρκικά, καθίσαμε και αρχίσαμε να παραγγέλνουμε σαν να μην υπήρχε αύριο. Είμαστε περίπου 30 άτομα, τα οποία παρήγγελναν ασταμάτητα φαγητό και μπύρες. Η οικογένεια του Φατίχ κόντεψε να τρελαθεί. Το φαγητό τους ήταν πολύ νόστιμο και οι τιμές λογικές, δηλαδή τα 12 άτομα πληρώσαμε 170 ευρώ έχοντας πιει 21 μπύρες. Σε κάποιο διάλειμμα πήγαμε να δούμε την εκκλησία, η οποία είναι ανακαινισμένη και λειτουργεί σαν εκθεσιακός χώρος. Τις μέρες αυτές φιλοξενούσε μια έκθεση ζωγραφικής αισθητικής τύπου ηλιοβασιλέματα, ο γέρος με το τσιμπούκι, κοπέλα με άλογο και άλλων κακόγουστων.
Πήγαμε για ύπνο χορτάτοι και κουρασμένοι και στις 5 το πρωί μας ξύπνησε το ηχογραφημένο κάλεσμα για προσευχή. Για όποιον δεν ξυπνάει εύκολα, ακολούθησε δεύτερο στις 7 και άλλα τρία μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Γενικά, στο Τσεσμέ η προσευχή ακουγόταν δυνατά παντού.
Την επόμενη μέρα πήγαμε με πούλμαν στην Έφεσο και το Κουσάντασι. Η ξεναγός μας ήταν μια Τουρκάλα γύρω στα 30, η γιαγιά της οποίας κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη και βρέθηκε στη Σμύρνη με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το όνομά της ήταν Τουτκού που σημαίνει πάθος. Είχε σπουδάσει νέα ελληνικά στην Άγκυρα και εργαζόταν ως ξεναγός. Στα περίχωρα της Σμύρνης προς Έφεσο είδαμε τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες (20 όροφοι) χτισμένες η μια δίπλα στην άλλη στις ερημιές. Ο όγκος τους είναι τρομακτικός.
Στην Έφεσο είχε πολύ κόσμο και ζέστη. Δεν θα γράψω για την ιστορία ούτε την αρχαιολογία γιατί δεν είμαι ειδική. Απλώς να αναφέρω ότι ο αρχαιολογικός χώρος είναι πολύ μεγάλος και δίνει πολύ ωραία εικόνα της πόλης. Έχει δύο σημεία εισόδου/εξόδου, στα οποία πουλάνε τα πάντα: genuinefakewatches, σύκα, βιβλία, σουβενίρ, μέχρι που μπορείτε να φωτογραφηθείτε με μια καμήλα. Στην έξοδο υπάρχει ένα πιο σοβαρό κατάστημα με αξιόλογα αναμνηστικά και βιβλία.
Από εκεί πήγαμε στο Κουσάντασι για φαγητό. Το Κουσάντασι είναι σαν το Μοναστηράκι σε καλύτερη έκδοση. Έχει πάρα πολλά τουριστικά καταστήματα, είναι καθαρό και υπάρχει ένας παλιός οικισμός στον λόφο. Λόγω ζέστης δεν είχαμε κουράγιο να τον εξερευνήσουμε. Για να επιστρέψουμε ακολουθήσαμε την παραλιακή διαδρομή προς Τσεσμέ, η οποία ήταν ωραία, με διάφορες παραλίες και μικρά ξενοδοχεία αλλά και με αυτούς τους νέους οικισμούς με πολλά ομοιόμορφα σπίτια στριμωγμένα σε μικρή έκταση, κάτι σαν τις δικές μας μεζονέτες στο χειρότερο.
Το απόγευμα ανέβηκα στο κάστρο, το οποίο είναι συντηρημένο και στεγάζει ένα μικρό αρχαιολογικό μουσείο και έναν χώρο αφιερωμένο στο ρωσοτουρκικό πόλεμο. Από τους πύργους του φαίνεται όλος ο οικισμός και ο κόλπος.
Την επόμενη ημέρα επισκεφθήκαμε τα Αλάτσατα, τα Βουρλά και τη Σμύρνη. Τα Αλάτσατα είναι ένα ελληνικό χωριό πολύ κοντά στο Τσεσμέ, το οποίο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Τα σπίτια έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία και εστιατόρια ενώ έχει διατηρηθεί η ελληνική εκκλησία. Αξίζει να το περπατήσει κανείς το απόγευμα.
Τα Βουρλά είναι ο τόπος καταγωγής του Σεφέρη, το σπίτι του οποίου σώζεται και έχει μετατραπεί στο ομώνυμο ξενοδοχείο. Είναι ένα πολύ μικρό ψαροχώρι με ωραίο λιμάνι και ταβερνάκια πάνω στο κύμα.
Η εκδρομή συνεχίστηκε με την επίσκεψή μας στη Σμύρνη, μια πυκνοχτισμένη μεγαλούπολη. Ανεβήκαμε σε έναν λόφο και είδαμε τον κόλπο από ψηλά. Με το λεωφορείο πήγαμε στη βόρεια πλευρά του κόλπου που βρίσκεται το Κορδελιό και συνεχίσαμε ακόμη παραπέρα για να δούμε τις τεράστιες πολυκατοικίες που χτίζουν σε μια περιοχή που μοιάζει με το Σχιστό. Τέλος, γυρίσαμε στο κέντρο της πόλης και σταματήσαμε για φαγητό στην παραλία κοντά στο ελληνικό προξενείο. Στους πίσω δρόμους έχουν σωθεί αρκετά παλιά σπίτια, τα οποία έχουν μετατραπεί σε μπαρ και εστιατόρια. Λίγο παρακάτω βρίσκεται η αποβάθρα, το λεγόμενο «και» (οι Τούρκοι χρησιμοποιούν τη γαλλική λέξη), η οποία στεγάζει μικρό πολυτελές εμπορικό κέντρο.
Την επόμενη ημέρα αποπλεύσαμε για Αϊβαλί, στο οποίο φτάσαμε το απόγευμα, αφού κάναμε ένα ωραίο μπάνιο σε ένα κοντινό ξερονήσι. Το Αϊβαλί είναι λιγότερο «δυτικό». Δεν είναι τόσο καθαρό, πολλές γυναίκες φορούν μαντήλια, κυκλοφορούν ακόμα κάρα με άλογα και δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που να μιλάει Αγγλικά. Όμως, επειδή με την ανταλλαγή των πληθυσμών έστειλαν Κρητικούς εκεί, στην αγορά καταφέραμε να συνεννοηθούμε στα Κρητικά. Έχουν διασωθεί πολλά παλιά σπίτια και πρόσφατα έγινε μουσείο η εκκλησία του Ταξιάρχη. Σίγουρα αξίζει να το περπατήσετε και ίσως μια ημέρα να μη φτάνει. Έχει μεγάλη αγορά, στην οποία οι νοικοκυρές τις παρέας βρήκαν φθηνά νήματα, μαλλί για πλέξιμο και φύλλο για πίτες. Δυστυχώς δεν προφτάσαμε να πάμε στα Μοσχονήσια που βρίσκονται απέναντι και λένε ότι είναι πολύ όμορφα.
Μετά κόπων και βασάνων και χωρίς να περιγράψω με λεπτομέρειες τις διάφορες τραγικές πανσιόν, βρήκαμε ένα δωμάτιο στο Kral Otel, το οποίο ονομάζουν boutique hotel, μια περιγραφή που χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Το κτήριο είναι μια χαμηλή πολυκατοικία χτισμένη πάνω στην προκυμαία με ωραία θέα προς τον κόλπο. Το δίκλινο στοίχιζε 200 λίρες (80 ευρώ) με πρωινό και το δωμάτιο ήταν απλό και καθαρό με κλιματισμός (που ήταν απαραίτητος). Εκτός μπαϊράμ η τιμή κατέβαινε στις 130 λίρες.
Την επόμενη αποπλεύσαμε για Τένεδο, τον έναν από τους δύο λόγους που αποφάσισα να πάω σε αυτήν την εκδρομή. Η Τένεδος είναι ένα πολύ μικρό νησάκι που μοιάζει με την Ύδρα αλλά χωρίς τις ανηφόρες. Όλα είναι καλοδιατηρημένα και καθαρά, υπάρχουν πολλά ξενοδοχεία, εστιατόρια και ταβέρνες. Είχα κλείσει μέσω booking.com το biz hotel προς 90 ευρώ το δίκλινο. Ο πολύ φιλικός και αγγλομαθής υπάλληλος ήρθε με το ποδήλατό του και μας πήρε από την προκυμαία. Το ξενοδοχείο ήταν στην ελληνική συνοικία δίπλα από την εκκλησία και ήταν κλάσεις ανώτερο από τα προηγούμενα. Πήγαμε για φαγητό στο γειτονικό εστιατόριο Sandalόπου συνεννοηθήκαμε με τη μέθοδο του δακτύλου (δείχνεις το φαγητό που θέλεις από τη βιτρίνα).
Μια ημέρα αρκεί για να γυρίσει κάποιος την Τένεδο με αυτοκίνητο. Εγώ νοίκιασα ένα ποδήλατο mountainSpecialized με 10 ευρώ την ημέρα και πήγα από τον οικισμό στο Αγίασμα, στο οποίο υπάρχει το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και γύρισα από έναν πιο δυτικό δρόμο περνώντας ανάμεσα από camping, αμπέλια, καλλιέργειες και αγροικίες. Την παραμονή της αναχώρησής σας συναντήσαμε την κυρία Βασιλική, Ελληνίδα μόνιμη κάτοικο, η οποία μας άνοιξε και είδαμε την καλοδιατηρημένη εκκλησία με το επιβλητικό καμπαναριό. Επίσης πρέπει να αναφέρω το λαογραφικό μουσείο που έχει ιδρύσει ο Χακάν Γκιουρούνεϊ, Τούρκος που έχει ασχοληθεί με το νησί με πολύ μεράκι. Το μουσείο αυτό είναι οικογενειακή υπόθεση: ο πεθερός του κόβει τα εισιτήρια και η γυναίκα του πουλάει τα καλόγουστα ενθύμια. Ο Χακάν μιλάει πολύ καλά αγγλικά και καλά ελληνικά και έτυχε να είναι παρών όταν το επισκεφτήκαμε. Μας ξενάγησε λέγοντάς μας πολλές λεπτομέρειες για την ιστορία του νησιού. Αξίζει να αγοράσει κανείς το βιβλιαράκι στα ελληνικά που βοηθά στην κατανόηση των εκθεμάτων (δυστυχώς οι περισσότερες πινακίδες είναι μόνο στα τούρκικα) αλλά και παραθέτει την ιστορία του νησιού. Στο υπόγειο του μουσείου (που ήταν ελληνικό σπίτι) ο Χακάν έχει στήσει γωνίες στις οποίες παρουσιάζονται τα επαγγέλματα του νησιού μαζί με τα σχετικά αντικείμενα και εργαλεία.
Στο βόρειο λόφο του οικισμού υπάρχει ένα μεγάλο κάστρο που προσφέρει πολύ ωραία θέα.
Το δεύτερο βράδυ φάγαμε στο εστιατόριο Dort Hanim (τέσσερις γυναίκες) που είχε ωραία μάντι, δηλαδή γεμιστά ζυμαρικά που σερβίρονται με γιαούρτι και κόκκινη σάλτσα και δύο ειδών νόστιμα ντολμαδάκια.
Την επόμενη ημέρα φύγαμε για την Ίμβρο, το δεύτερο λόγο της εκδρομής. Φτάσαμε στο Κάστρο το μεσημέρι ταξιδεύοντας την ανατολική και βόρεια πλευρά της και μας εντυπωσίασαν οι απότομοι βράχοι και το αφιλόξενο τοπίο. Το λιμάνι στο οποίο δέσαμε ήταν έρημο και γενικώς το τοπίο ήταν απόκοσμο. Δε φυσούσε και έκανε αφόρητη ζέστη. Αφού δέσαμε το σκάφος, βούτηξα στη θάλασσα και κολύμπησα μέχρι την κοντινή παραλία. Μια οικογένεια κολυμπούσε στα ρηχά. Οι γυναίκες καθόντουσαν με τα ρούχα στο νερό ενώ τα παιδάκια είχαν μακρουλά χρωματιστά σωσίβια τύπου μακαρόνια, σαν αυτά που έχουν στα κολυμβητήρια. Στην άλλη άκρη του κόλπου υπήρχε ένα τεράστιο κτήριο που έμοιαζε με ξενοδοχείο. Θύμιζε το αντίστοιχο ξενοδοχείο στην Κορρησία της Τζιας που είχε χτιστεί επί 7ετίας.
Πάλι είχα κλείσει δωμάτιο μέσω booking.com στο Kale motel με 55 ευρώ τη βραδιά. Αυτό ήταν ένα ξενοδοχείο-εστιατόριο σαν αυτά των Καμμένων Βούρλων. Το δωμάτιο ήταν καθαρό αλλά η ντουσιέρα δεν ξεχώριζε από το υπόλοιπο μπάνιο, με αποτέλεσμα να πλημμυρίζει το σύμπαν μετά από κάθε ντους.
Η εικόνα του οικισμού άλλαξε τελείως το βράδυ. Η παραλία γέμισε από κόσμο, πλανόδιους πωλητές και παγωτατζίδικα. Τα εστιατόρια δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο αλλά υπήρχε ένα συμπαθητικό μπαρ με έναν τραγουδιστή που έπαιζε κιθάρα. Οι δρόμοι πεζοδρομούνται και όλοι βολτάρουν.
Αυτό που αξίζει είναι η ανάβαση στο Κάστρο το απόγευμα. Ο δρόμος είναι ανηφορικός αλλά με αργό βήμα και χαζεύοντας τα περιποιημένα ξενοδοχεία και τη θέα στον κάμπο δεν είναι τόσο κουραστική. Στην κορυφή του λόφου υπάρχει μια ταβέρνα που έπαιζε ελληνική μουσική. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα με φόντο τη Σαμοθράκη μαζεύτηκε πολύς κόσμος για να χαζέψει και να βγάλει φωτογραφίες. Κατεβαίνοντας υπάρχει το καφενείο του Μουσταφά που παίζει ωραία μουσική και έχει μερικά τραπεζάκια με θέα τον κάμπο και το απέναντι ψηλό βουνό. Ο Μουσταφά πουλάει τοπικά προϊόντα και μαστίχα Χίου.
Την επόμενη ημέρα γυρίσαμε με πούλμαν το νησί. Στην παρέα υπήρχε ένας Έλληνας, ο Παναγιώτης, ο οποίος έφυγε το 1964 από το Γλυκύ, ένα από τα χωριά της Ίμβρου. Η πρώτη μας στάση, λοιπόν, ήταν στο χωριό αυτό. Επισκεφτήκαμε την εκκλησία, δίπλα στην οποία βρίσκεται το σχολείο, το οποίο έχουν μετατρέψει σε απαίσιο ξενοδοχείο. Περπατήσαμε στους δρόμους του χωριού και φτάσαμε στον πλάτανο με την πηγή. Πολλά σπίτια είναι ερειπωμένα ενώ άλλα έχουν επισκευαστεί και κατοικούνται. Από ένα εμφανίστηκε μια ηλικιωμένη Ελληνίδα, η οποία μας χαιρέτησε με μεγάλη χαρά, μας έδωσε άπειρες ευχές ενώ η κόρη της μας κέρασε καραμέλες και σοκολάτες. Ήταν μια από αυτές τις κυρίες που έχει όρεξη για κουβέντα και παρέα. Φύγαμε για το Σχοινούδι, άλλο ένα ημιερειπωμένο και φτωχό χωριό. Εκεί γνωρίσαμε την Αθανασία, μια νέα γυναίκα με καταγωγή από την Ίμβρο που μεγάλωσε στην Αθήνα αλλά παντρεύτηκε Ίμβριο και μετακόμισε μόνιμα στο χωριό αυτό. Τώρα φροντίζει την εκκλησία, όπως η γιαγιά της. Μας είπε ότι ο χειμώνας είναι δύσκολος γιατί με την κακοκαιρία κόβεται το νερό και το ρεύμα. Επισκεφτήκαμε το νεκροταφείο, όπου άλλοι τάφοι ήταν παρατημένοι αλλά άλλοι καινούριοι. Συνεχίσαμε προς τα νότια διασχίζοντας τοπία με δέντρα και τεχνητές λίμνες. Φτάσαμε σε ένα χωριό ονόματι Ugurlu=τυχερό και σταματήσαμε για ξεκούραση σε μια καντίνα με θέα τις νότιες παραλίες. Εκεί έχουν φτιάξει έναν τεράστιο λιμενοβραχίονα στην άκρη του οποίου δένουν ψαροκάικα. Λίγο πιο δυτικά υπάρχει μια τεράστια αμμουδιά που είχε σχετικά λίγο κόσμο. Συνεχίσαμε ανατολικά περνώντας ανάμεσα από φτωχικούς οικισμούς και μετά κατευθυνθήκαμε βόρεια προς την χώρα που λέγεται Παναγία. Εκεί υπάρχει τράπεζα, υπαίθρια αγορά, καταστήματα και γενικώς ο πολιτισμός του νησιού. Ο Παναγιώτης μας πήγε για φαγητό σε ένα μαγειρείο που το είχαν γυναίκες και σερβίρει μάντι, γεμιστά, φασολάκια, ιμάμ και τέτοια. Ονομάζεται Tadinda(σημαίνει γεύση) και είναι κοντά στην Τράπεζα. Το φαγητό ήταν καλό και πολύ οικονομικό. Το απόγευμα, παραμονή Δεκαπενταύγουστου, πήγαμε στα Αγρίδια, το πιο καλοδιατηρημένο χωριό, για εσπερινό και φαγητό. Το περισσότερα αυτοκίνητα είχαν ελληνικές πινακίδες από την Αθήνα, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Έξω από την εκκλησία ακουγόντουσαν μόνο ελληνικά ενώ στον περίγυρό της έβραζαν κρέατα σε μεγάλα καζάνια. Η ατμόσφαιρα θύμιζε Πάσχα σε ορεινό χωριό. Μετά τη λειτουργία πήγαμε για φαγητό στην ταβέρνα του Μπάρμπα Γιώργου (τον αναφέρει η Τσόκλη σε ένα ντοκιμαντέρ της) αλλά δυστυχώς η ποιότητά της ήταν κακή και στη γεύση και στο σέρβις ενώ τα 20 ευρώ που πληρώσαμε ανά άτομο δεν άξιζαν.
Ενώ το αρχικό πρόγραμμα προέβλεπε να μέναμε στην Ίμβρο και στις 15 Αυγούστου, η πρόγνωση για δυνατά μελτέμια άλλαξε τα σχέδιά μας και φύγαμε νωρίς το πρωί για Αϊβαλί.
Η γενική εντύπωση που μου άφησε η Ίμβρος είναι περίεργη: Είναι ένα απομακρυσμένο και σιωπηλό νησί, με έντονα σημάδια ερήμωσης και εγκατάλειψης. Λίγα σπίτια είναι λευκά: τα περισσότερα έχουν το χρώμα της πέτρας και αυτό κάνει το τοπίο κάπως μελαγχολικό. Το σίγουρο είναι ότι δεν μοιάζει με την Τένεδο ούτε στη γεωγραφία ούτε στη μορφολογία ούτε στην αρχιτεκτονική. Θυμίζει αρκετά τη Σαμοθράκη.
Θα ήθελα να ξαναπάω και στα δύο αυτά νησιά και να μείνω περισσότερο για να τα καταλάβω καλύτερα.
Σαν συμπέρασμα, η εκδρομή αυτή μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε πολλά από τα πρόσωπα της χώρας: το ξεχασμένο και το νέο, το ανατολίτικο και το δυτικό, την πρόοδο και το παρελθόν. Δε θα επαναλάβω τα χιλιοειπωμένα συμπεράσματα αλλά θα γράψω ότι οι εικόνες από το ταξίδι αυτό θα με ακολουθούν για πολύ ακόμα…
Αναχώρηση από Χίο, λοιπόν, με πρώτη στάση στο Τσεσμέ, ένα θέρετρο των εύπορων Τούρκων. Είναι ένας φυσικός κόλπος με μια μεγάλη βόλτα γεμάτη καταστήματα και εστιατόρια. Η μαρίνα είναι πολυτελέστατη και περιστοιχίζεται από λίγα καταστήματα και καλά εστιατόρια. Όλα ήταν πολύ περιποιημένα και πεντακάθαρα, πολύ καλύτερα – και ακριβότερα - από την μαρίνα του Φλοίσβου.
Βγήκαμε στον παραλιακό δρόμο και κατευθυνθήκαμε προς τον οικισμό. Ελάχιστες πινακίδες ήταν στα Αγγλικά και έτσι αγόρασα ένα μικρό λεξικό, το οποίο απεδείχθη χρήσιμο. Οι διψασμένοι της παρέας κάθισαν σε ένα από τα εστιατόρια και επιδόθηκαν στην κατανάλωση της μπύρας Efes (από την Έφεσο), η οποία ήταν καλή αλλά ακριβή, όπως το αλκοόλ γενικά στην Τουρκία. Τα εστιατόρια αυτά δέχονται ευρώ αλλά δεν τα αλλάζουν πάντα με την πιο συμφέρουσα ισοτιμία.
Μετά άρχισε η αναζήτηση καταλύματος γιατί το σκάφος δεν μας χωρούσε όλους. Ζητήσαμε τη βοήθεια του προσωπικού της μαρίνας, το οποίο μας ενημέρωσε ότι λόγω μπαϊράμ (τριήμερη αργία) δεν υπήρχε τίποτα. Με τα πολλά, μας είπαν ότι μια κοπέλα είχε μια πανσιόν κοντά στη μαρίνα και της είχαν μείνει δύο δωμάτια στην εξευτελιστική τιμή των 80 ευρώ έκαστο. Πήγα να τα δώ μαζί της και να τι αντίκρισα: Ένα διώροφο καινούριο οίκημα βαμμένο έντονο ροζ με διάφορα καλώδια για διασκόσμηση, στην ταράτσα του οποίου υπήρχαν τα διαθέσιμα δωμάτια με κάπως ταλαιπωρημένα σουηδικά έπιπλα αλλά καθαρά και νοικοκυρεμένα. Θύμιζε ενοικιαζόμενα δωμάτια στις Κυκλάδες. Το μπόνους ήταν η μπουγάδα που στέγνωνε στην ταράτσα και έκοβε τη θέα προς τον λόφο και το κάστρο. Προσπαθήσαμε να πετύχουμε καλύτερη τιμή αλλά η κοπέλα ήταν ανένδοτη: λόγω της γιορτής δε θα βρίσκαμε άλλο. Αποφασίσαμε να μείνουμε, λοιπόν, και πήγαμε για φαγητό. Στο θέμα αυτό είμαστε πιο τυχεροί. Μας είχαν πεί ότι υπάρχει το εστιατόριο του Φατίχ δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, το οποίο σερβίρει πίτες (pide) και λαχμαντζούν. Με τη βοήθεια των Κωνσταντινουπολιτών που είχαμε στην παρέα, οι οποίοι μιλούσαν τουρκικά, καθίσαμε και αρχίσαμε να παραγγέλνουμε σαν να μην υπήρχε αύριο. Είμαστε περίπου 30 άτομα, τα οποία παρήγγελναν ασταμάτητα φαγητό και μπύρες. Η οικογένεια του Φατίχ κόντεψε να τρελαθεί. Το φαγητό τους ήταν πολύ νόστιμο και οι τιμές λογικές, δηλαδή τα 12 άτομα πληρώσαμε 170 ευρώ έχοντας πιει 21 μπύρες. Σε κάποιο διάλειμμα πήγαμε να δούμε την εκκλησία, η οποία είναι ανακαινισμένη και λειτουργεί σαν εκθεσιακός χώρος. Τις μέρες αυτές φιλοξενούσε μια έκθεση ζωγραφικής αισθητικής τύπου ηλιοβασιλέματα, ο γέρος με το τσιμπούκι, κοπέλα με άλογο και άλλων κακόγουστων.
Πήγαμε για ύπνο χορτάτοι και κουρασμένοι και στις 5 το πρωί μας ξύπνησε το ηχογραφημένο κάλεσμα για προσευχή. Για όποιον δεν ξυπνάει εύκολα, ακολούθησε δεύτερο στις 7 και άλλα τρία μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Γενικά, στο Τσεσμέ η προσευχή ακουγόταν δυνατά παντού.
Την επόμενη μέρα πήγαμε με πούλμαν στην Έφεσο και το Κουσάντασι. Η ξεναγός μας ήταν μια Τουρκάλα γύρω στα 30, η γιαγιά της οποίας κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη και βρέθηκε στη Σμύρνη με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το όνομά της ήταν Τουτκού που σημαίνει πάθος. Είχε σπουδάσει νέα ελληνικά στην Άγκυρα και εργαζόταν ως ξεναγός. Στα περίχωρα της Σμύρνης προς Έφεσο είδαμε τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες (20 όροφοι) χτισμένες η μια δίπλα στην άλλη στις ερημιές. Ο όγκος τους είναι τρομακτικός.
Στην Έφεσο είχε πολύ κόσμο και ζέστη. Δεν θα γράψω για την ιστορία ούτε την αρχαιολογία γιατί δεν είμαι ειδική. Απλώς να αναφέρω ότι ο αρχαιολογικός χώρος είναι πολύ μεγάλος και δίνει πολύ ωραία εικόνα της πόλης. Έχει δύο σημεία εισόδου/εξόδου, στα οποία πουλάνε τα πάντα: genuinefakewatches, σύκα, βιβλία, σουβενίρ, μέχρι που μπορείτε να φωτογραφηθείτε με μια καμήλα. Στην έξοδο υπάρχει ένα πιο σοβαρό κατάστημα με αξιόλογα αναμνηστικά και βιβλία.
Από εκεί πήγαμε στο Κουσάντασι για φαγητό. Το Κουσάντασι είναι σαν το Μοναστηράκι σε καλύτερη έκδοση. Έχει πάρα πολλά τουριστικά καταστήματα, είναι καθαρό και υπάρχει ένας παλιός οικισμός στον λόφο. Λόγω ζέστης δεν είχαμε κουράγιο να τον εξερευνήσουμε. Για να επιστρέψουμε ακολουθήσαμε την παραλιακή διαδρομή προς Τσεσμέ, η οποία ήταν ωραία, με διάφορες παραλίες και μικρά ξενοδοχεία αλλά και με αυτούς τους νέους οικισμούς με πολλά ομοιόμορφα σπίτια στριμωγμένα σε μικρή έκταση, κάτι σαν τις δικές μας μεζονέτες στο χειρότερο.
Το απόγευμα ανέβηκα στο κάστρο, το οποίο είναι συντηρημένο και στεγάζει ένα μικρό αρχαιολογικό μουσείο και έναν χώρο αφιερωμένο στο ρωσοτουρκικό πόλεμο. Από τους πύργους του φαίνεται όλος ο οικισμός και ο κόλπος.
Την επόμενη ημέρα επισκεφθήκαμε τα Αλάτσατα, τα Βουρλά και τη Σμύρνη. Τα Αλάτσατα είναι ένα ελληνικό χωριό πολύ κοντά στο Τσεσμέ, το οποίο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Τα σπίτια έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία και εστιατόρια ενώ έχει διατηρηθεί η ελληνική εκκλησία. Αξίζει να το περπατήσει κανείς το απόγευμα.
Τα Βουρλά είναι ο τόπος καταγωγής του Σεφέρη, το σπίτι του οποίου σώζεται και έχει μετατραπεί στο ομώνυμο ξενοδοχείο. Είναι ένα πολύ μικρό ψαροχώρι με ωραίο λιμάνι και ταβερνάκια πάνω στο κύμα.
Η εκδρομή συνεχίστηκε με την επίσκεψή μας στη Σμύρνη, μια πυκνοχτισμένη μεγαλούπολη. Ανεβήκαμε σε έναν λόφο και είδαμε τον κόλπο από ψηλά. Με το λεωφορείο πήγαμε στη βόρεια πλευρά του κόλπου που βρίσκεται το Κορδελιό και συνεχίσαμε ακόμη παραπέρα για να δούμε τις τεράστιες πολυκατοικίες που χτίζουν σε μια περιοχή που μοιάζει με το Σχιστό. Τέλος, γυρίσαμε στο κέντρο της πόλης και σταματήσαμε για φαγητό στην παραλία κοντά στο ελληνικό προξενείο. Στους πίσω δρόμους έχουν σωθεί αρκετά παλιά σπίτια, τα οποία έχουν μετατραπεί σε μπαρ και εστιατόρια. Λίγο παρακάτω βρίσκεται η αποβάθρα, το λεγόμενο «και» (οι Τούρκοι χρησιμοποιούν τη γαλλική λέξη), η οποία στεγάζει μικρό πολυτελές εμπορικό κέντρο.
Την επόμενη ημέρα αποπλεύσαμε για Αϊβαλί, στο οποίο φτάσαμε το απόγευμα, αφού κάναμε ένα ωραίο μπάνιο σε ένα κοντινό ξερονήσι. Το Αϊβαλί είναι λιγότερο «δυτικό». Δεν είναι τόσο καθαρό, πολλές γυναίκες φορούν μαντήλια, κυκλοφορούν ακόμα κάρα με άλογα και δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που να μιλάει Αγγλικά. Όμως, επειδή με την ανταλλαγή των πληθυσμών έστειλαν Κρητικούς εκεί, στην αγορά καταφέραμε να συνεννοηθούμε στα Κρητικά. Έχουν διασωθεί πολλά παλιά σπίτια και πρόσφατα έγινε μουσείο η εκκλησία του Ταξιάρχη. Σίγουρα αξίζει να το περπατήσετε και ίσως μια ημέρα να μη φτάνει. Έχει μεγάλη αγορά, στην οποία οι νοικοκυρές τις παρέας βρήκαν φθηνά νήματα, μαλλί για πλέξιμο και φύλλο για πίτες. Δυστυχώς δεν προφτάσαμε να πάμε στα Μοσχονήσια που βρίσκονται απέναντι και λένε ότι είναι πολύ όμορφα.
Μετά κόπων και βασάνων και χωρίς να περιγράψω με λεπτομέρειες τις διάφορες τραγικές πανσιόν, βρήκαμε ένα δωμάτιο στο Kral Otel, το οποίο ονομάζουν boutique hotel, μια περιγραφή που χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Το κτήριο είναι μια χαμηλή πολυκατοικία χτισμένη πάνω στην προκυμαία με ωραία θέα προς τον κόλπο. Το δίκλινο στοίχιζε 200 λίρες (80 ευρώ) με πρωινό και το δωμάτιο ήταν απλό και καθαρό με κλιματισμός (που ήταν απαραίτητος). Εκτός μπαϊράμ η τιμή κατέβαινε στις 130 λίρες.
Την επόμενη αποπλεύσαμε για Τένεδο, τον έναν από τους δύο λόγους που αποφάσισα να πάω σε αυτήν την εκδρομή. Η Τένεδος είναι ένα πολύ μικρό νησάκι που μοιάζει με την Ύδρα αλλά χωρίς τις ανηφόρες. Όλα είναι καλοδιατηρημένα και καθαρά, υπάρχουν πολλά ξενοδοχεία, εστιατόρια και ταβέρνες. Είχα κλείσει μέσω booking.com το biz hotel προς 90 ευρώ το δίκλινο. Ο πολύ φιλικός και αγγλομαθής υπάλληλος ήρθε με το ποδήλατό του και μας πήρε από την προκυμαία. Το ξενοδοχείο ήταν στην ελληνική συνοικία δίπλα από την εκκλησία και ήταν κλάσεις ανώτερο από τα προηγούμενα. Πήγαμε για φαγητό στο γειτονικό εστιατόριο Sandalόπου συνεννοηθήκαμε με τη μέθοδο του δακτύλου (δείχνεις το φαγητό που θέλεις από τη βιτρίνα).
Μια ημέρα αρκεί για να γυρίσει κάποιος την Τένεδο με αυτοκίνητο. Εγώ νοίκιασα ένα ποδήλατο mountainSpecialized με 10 ευρώ την ημέρα και πήγα από τον οικισμό στο Αγίασμα, στο οποίο υπάρχει το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και γύρισα από έναν πιο δυτικό δρόμο περνώντας ανάμεσα από camping, αμπέλια, καλλιέργειες και αγροικίες. Την παραμονή της αναχώρησής σας συναντήσαμε την κυρία Βασιλική, Ελληνίδα μόνιμη κάτοικο, η οποία μας άνοιξε και είδαμε την καλοδιατηρημένη εκκλησία με το επιβλητικό καμπαναριό. Επίσης πρέπει να αναφέρω το λαογραφικό μουσείο που έχει ιδρύσει ο Χακάν Γκιουρούνεϊ, Τούρκος που έχει ασχοληθεί με το νησί με πολύ μεράκι. Το μουσείο αυτό είναι οικογενειακή υπόθεση: ο πεθερός του κόβει τα εισιτήρια και η γυναίκα του πουλάει τα καλόγουστα ενθύμια. Ο Χακάν μιλάει πολύ καλά αγγλικά και καλά ελληνικά και έτυχε να είναι παρών όταν το επισκεφτήκαμε. Μας ξενάγησε λέγοντάς μας πολλές λεπτομέρειες για την ιστορία του νησιού. Αξίζει να αγοράσει κανείς το βιβλιαράκι στα ελληνικά που βοηθά στην κατανόηση των εκθεμάτων (δυστυχώς οι περισσότερες πινακίδες είναι μόνο στα τούρκικα) αλλά και παραθέτει την ιστορία του νησιού. Στο υπόγειο του μουσείου (που ήταν ελληνικό σπίτι) ο Χακάν έχει στήσει γωνίες στις οποίες παρουσιάζονται τα επαγγέλματα του νησιού μαζί με τα σχετικά αντικείμενα και εργαλεία.
Στο βόρειο λόφο του οικισμού υπάρχει ένα μεγάλο κάστρο που προσφέρει πολύ ωραία θέα.
Το δεύτερο βράδυ φάγαμε στο εστιατόριο Dort Hanim (τέσσερις γυναίκες) που είχε ωραία μάντι, δηλαδή γεμιστά ζυμαρικά που σερβίρονται με γιαούρτι και κόκκινη σάλτσα και δύο ειδών νόστιμα ντολμαδάκια.
Την επόμενη ημέρα φύγαμε για την Ίμβρο, το δεύτερο λόγο της εκδρομής. Φτάσαμε στο Κάστρο το μεσημέρι ταξιδεύοντας την ανατολική και βόρεια πλευρά της και μας εντυπωσίασαν οι απότομοι βράχοι και το αφιλόξενο τοπίο. Το λιμάνι στο οποίο δέσαμε ήταν έρημο και γενικώς το τοπίο ήταν απόκοσμο. Δε φυσούσε και έκανε αφόρητη ζέστη. Αφού δέσαμε το σκάφος, βούτηξα στη θάλασσα και κολύμπησα μέχρι την κοντινή παραλία. Μια οικογένεια κολυμπούσε στα ρηχά. Οι γυναίκες καθόντουσαν με τα ρούχα στο νερό ενώ τα παιδάκια είχαν μακρουλά χρωματιστά σωσίβια τύπου μακαρόνια, σαν αυτά που έχουν στα κολυμβητήρια. Στην άλλη άκρη του κόλπου υπήρχε ένα τεράστιο κτήριο που έμοιαζε με ξενοδοχείο. Θύμιζε το αντίστοιχο ξενοδοχείο στην Κορρησία της Τζιας που είχε χτιστεί επί 7ετίας.
Πάλι είχα κλείσει δωμάτιο μέσω booking.com στο Kale motel με 55 ευρώ τη βραδιά. Αυτό ήταν ένα ξενοδοχείο-εστιατόριο σαν αυτά των Καμμένων Βούρλων. Το δωμάτιο ήταν καθαρό αλλά η ντουσιέρα δεν ξεχώριζε από το υπόλοιπο μπάνιο, με αποτέλεσμα να πλημμυρίζει το σύμπαν μετά από κάθε ντους.
Η εικόνα του οικισμού άλλαξε τελείως το βράδυ. Η παραλία γέμισε από κόσμο, πλανόδιους πωλητές και παγωτατζίδικα. Τα εστιατόρια δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο αλλά υπήρχε ένα συμπαθητικό μπαρ με έναν τραγουδιστή που έπαιζε κιθάρα. Οι δρόμοι πεζοδρομούνται και όλοι βολτάρουν.
Αυτό που αξίζει είναι η ανάβαση στο Κάστρο το απόγευμα. Ο δρόμος είναι ανηφορικός αλλά με αργό βήμα και χαζεύοντας τα περιποιημένα ξενοδοχεία και τη θέα στον κάμπο δεν είναι τόσο κουραστική. Στην κορυφή του λόφου υπάρχει μια ταβέρνα που έπαιζε ελληνική μουσική. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα με φόντο τη Σαμοθράκη μαζεύτηκε πολύς κόσμος για να χαζέψει και να βγάλει φωτογραφίες. Κατεβαίνοντας υπάρχει το καφενείο του Μουσταφά που παίζει ωραία μουσική και έχει μερικά τραπεζάκια με θέα τον κάμπο και το απέναντι ψηλό βουνό. Ο Μουσταφά πουλάει τοπικά προϊόντα και μαστίχα Χίου.
Την επόμενη ημέρα γυρίσαμε με πούλμαν το νησί. Στην παρέα υπήρχε ένας Έλληνας, ο Παναγιώτης, ο οποίος έφυγε το 1964 από το Γλυκύ, ένα από τα χωριά της Ίμβρου. Η πρώτη μας στάση, λοιπόν, ήταν στο χωριό αυτό. Επισκεφτήκαμε την εκκλησία, δίπλα στην οποία βρίσκεται το σχολείο, το οποίο έχουν μετατρέψει σε απαίσιο ξενοδοχείο. Περπατήσαμε στους δρόμους του χωριού και φτάσαμε στον πλάτανο με την πηγή. Πολλά σπίτια είναι ερειπωμένα ενώ άλλα έχουν επισκευαστεί και κατοικούνται. Από ένα εμφανίστηκε μια ηλικιωμένη Ελληνίδα, η οποία μας χαιρέτησε με μεγάλη χαρά, μας έδωσε άπειρες ευχές ενώ η κόρη της μας κέρασε καραμέλες και σοκολάτες. Ήταν μια από αυτές τις κυρίες που έχει όρεξη για κουβέντα και παρέα. Φύγαμε για το Σχοινούδι, άλλο ένα ημιερειπωμένο και φτωχό χωριό. Εκεί γνωρίσαμε την Αθανασία, μια νέα γυναίκα με καταγωγή από την Ίμβρο που μεγάλωσε στην Αθήνα αλλά παντρεύτηκε Ίμβριο και μετακόμισε μόνιμα στο χωριό αυτό. Τώρα φροντίζει την εκκλησία, όπως η γιαγιά της. Μας είπε ότι ο χειμώνας είναι δύσκολος γιατί με την κακοκαιρία κόβεται το νερό και το ρεύμα. Επισκεφτήκαμε το νεκροταφείο, όπου άλλοι τάφοι ήταν παρατημένοι αλλά άλλοι καινούριοι. Συνεχίσαμε προς τα νότια διασχίζοντας τοπία με δέντρα και τεχνητές λίμνες. Φτάσαμε σε ένα χωριό ονόματι Ugurlu=τυχερό και σταματήσαμε για ξεκούραση σε μια καντίνα με θέα τις νότιες παραλίες. Εκεί έχουν φτιάξει έναν τεράστιο λιμενοβραχίονα στην άκρη του οποίου δένουν ψαροκάικα. Λίγο πιο δυτικά υπάρχει μια τεράστια αμμουδιά που είχε σχετικά λίγο κόσμο. Συνεχίσαμε ανατολικά περνώντας ανάμεσα από φτωχικούς οικισμούς και μετά κατευθυνθήκαμε βόρεια προς την χώρα που λέγεται Παναγία. Εκεί υπάρχει τράπεζα, υπαίθρια αγορά, καταστήματα και γενικώς ο πολιτισμός του νησιού. Ο Παναγιώτης μας πήγε για φαγητό σε ένα μαγειρείο που το είχαν γυναίκες και σερβίρει μάντι, γεμιστά, φασολάκια, ιμάμ και τέτοια. Ονομάζεται Tadinda(σημαίνει γεύση) και είναι κοντά στην Τράπεζα. Το φαγητό ήταν καλό και πολύ οικονομικό. Το απόγευμα, παραμονή Δεκαπενταύγουστου, πήγαμε στα Αγρίδια, το πιο καλοδιατηρημένο χωριό, για εσπερινό και φαγητό. Το περισσότερα αυτοκίνητα είχαν ελληνικές πινακίδες από την Αθήνα, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Έξω από την εκκλησία ακουγόντουσαν μόνο ελληνικά ενώ στον περίγυρό της έβραζαν κρέατα σε μεγάλα καζάνια. Η ατμόσφαιρα θύμιζε Πάσχα σε ορεινό χωριό. Μετά τη λειτουργία πήγαμε για φαγητό στην ταβέρνα του Μπάρμπα Γιώργου (τον αναφέρει η Τσόκλη σε ένα ντοκιμαντέρ της) αλλά δυστυχώς η ποιότητά της ήταν κακή και στη γεύση και στο σέρβις ενώ τα 20 ευρώ που πληρώσαμε ανά άτομο δεν άξιζαν.
Ενώ το αρχικό πρόγραμμα προέβλεπε να μέναμε στην Ίμβρο και στις 15 Αυγούστου, η πρόγνωση για δυνατά μελτέμια άλλαξε τα σχέδιά μας και φύγαμε νωρίς το πρωί για Αϊβαλί.
Η γενική εντύπωση που μου άφησε η Ίμβρος είναι περίεργη: Είναι ένα απομακρυσμένο και σιωπηλό νησί, με έντονα σημάδια ερήμωσης και εγκατάλειψης. Λίγα σπίτια είναι λευκά: τα περισσότερα έχουν το χρώμα της πέτρας και αυτό κάνει το τοπίο κάπως μελαγχολικό. Το σίγουρο είναι ότι δεν μοιάζει με την Τένεδο ούτε στη γεωγραφία ούτε στη μορφολογία ούτε στην αρχιτεκτονική. Θυμίζει αρκετά τη Σαμοθράκη.
Θα ήθελα να ξαναπάω και στα δύο αυτά νησιά και να μείνω περισσότερο για να τα καταλάβω καλύτερα.
Σαν συμπέρασμα, η εκδρομή αυτή μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε πολλά από τα πρόσωπα της χώρας: το ξεχασμένο και το νέο, το ανατολίτικο και το δυτικό, την πρόοδο και το παρελθόν. Δε θα επαναλάβω τα χιλιοειπωμένα συμπεράσματα αλλά θα γράψω ότι οι εικόνες από το ταξίδι αυτό θα με ακολουθούν για πολύ ακόμα…