Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.356
- Likes
- 28.382
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Το Λοιμοκαθαρτήριο της Σύρου αποτελεί ορόσημο για την ιστορία του νησιού, καθώς χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο και ως σταθμός καραντίνας κατά την πάροδο των χρόνων. Χτίστηκε το 1839 υπό την εποπτεία του Weiler, αρχικά ως εγκατάσταση καραντίνας για τους ταξιδιώτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να παραμείνουν στον χώρο για τουλάχιστον 7 ημέρες, έτσι ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε πιθανή μετάδοση λοίμωξης ή μολυσματικής ασθένειας. Κατά τη διάρκεια της Κρητικής Eπανάστασης του 1866, χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο για τους πρόσφυγες της Κρήτης, ενώ τον 19ο αιώνα και έως τα πρώτα χρόνια του μεταπολέμου, το Λοιμοκαθαρτήριο λειτουργούσε ως φυλακή για τους κρατούμενους. Το 1908 μετατράπηκε σε άσυλο φρενοβλαβών, ενώ μετά τον εμφύλιο χρησιμοποιήθηκε για τη φυλάκιση πολιτικών κρατουμένων.
Το Λοιμοκαθαρτήριο είχε χτιστεί αρχικά στο Νεώριο Σύρου, όμως τόσο η έκταση του χώρου όσο και οι εγκαταστάσεις, δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις αυξανόμενες ανάγκες της συνεχώς αναπτυσσόμενης πόλης, με αποτέλεσμα σύντομα να ανακατασκευαστεί. Το Λοιμοκαθαρτήριο ήταν πλήρως εξοπλισμένο για να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες των φιλοξενούμενων ταξιδιωτών και αποτελείτο από 32 διαμερίσματα με τζάκι, ξεχωριστή κουζίνα και μπάνιο. Είχε επίσης χώρο μαγειρείων και γραφείων για τις διοικητικές ανάγκες.
Σήμερα, το Λοιμοκαθαρτήριο Σύρου είναι ένα εγκαταλελειμμένο πέτρινο κτιριακό συγκρότημα, στο νότιο άκρο του λιμανιού, με διάφορα κτίρια γνωστά και ως “Λαζαρέτα” που μαρτυρούν τις συνήθειες και τις κακουχίες μιας άλλης εποχής.
Απόσπασμα από το ταξιδιωτικό ημερολόγιο του Άγγλου George Ferguson ο οποίος έμεινε στο συγκρότημα αυτό:
Τζωρτζ Φέργκιουσον Μπόουεν
19 Σεπτεμβρίου 1847
Μετά το δείπνο, δηλαδή γύρω στις 5, με μετέφεραν με βάρκα στο Λαζαρέτο, όπου εγκαταστάθηκα σε τρία αρκετά άνετα δωμάτια για τα οποία έπρεπε να πληρώνω 3 δραχμές ή 2 σελίνια την ημέρα. Τα δωμάτια δίπλα μου είχαν καταληφθεί από δύο Έλληνες εμπόρους, εγκαταστημένους στη Μάλτα. Πολύ κόσμιοι και εξυπηρετικοί τύποι. Εγώ είμαι ο μόνος Άγγλος και, με εξαίρεση τους δύο παραπάνω, το μοναδικό άτομο που μπορεί να αξιώσει τον χαρακτηρισμό του τζέντλεμαν. Ωστόσο, μαζί με εμάς έγκλειστοι βρίσκονται και 50 ή 60 Λεβαντίνοι(1), διαμοιρασμένοι σε θαλάμους ακριβώς σαν εκείνους των φυλακών.
(1) Λεβαντίνοι: αυτοί που έρχονταν από το Λεβάντε, δηλαδή την ανατολική Μεσόγειο.
Κάθε θάλαμος έχει τον φύλακά του. Σχεδόν όλοι εδώ κουβαλάνε μπαστούνια με σκοπό, κυρίως, να κρατούν μακριά αυτούς που δε βρίσκονται στην ίδια καραντίνα μαζί τους. Για εξάσκηση έχουμε μια αυλή, γύρω από την οποία βρίσκονται οι θάλαμοι, στις τρεις πλευρές της. Στην τέταρτη υπάρχει ένας διπλόφραχτος χώρος όπου έρχονται οι ξένοι και μας χαζεύουν να περπατάμε πάνω-κάτω σαν άγρια θηρία σε κλουβιά. Επίσης, για να ξεπιανόμαστε λιγάκι κατά τη διάρκεια της ημέρας, υπάρχει μια μικρή βραχώδης παραλία. Κι εννοώ ότι κάνουμε μια απολαυστική βουτιά στη θάλασσα κάθε πρωί. Τα γεύματά μας παρέχονται ικανοποιητικότατα από ένα ξενοδοχείο κολλητά στο Λαζαρέτο, το οποίο με εφοδίασε επίσης με δύο ξεχαρβαλωμένα τραπέζια, ένα σπαστό κρεβάτι, μια λεκάνη με την κανάτα της και δύο ψάθινες καρέκλες.
Τα δωμάτιά μου είναι σχεδόν ετοιμόρροπα, ωστόσο είναι αρκετά άνετα και διαθέτουν μια εξαιρετική θέα στο λιμάνι και στις πόλεις, δηλαδή την Σύρα, την Άνω Πόλη, και την Ερμούπολη – το εξεζητημένο όνομα που δόθηκε στην Κάτω Πόλη κατά το μοντέλο του πρώιμου ρωμαϊκού κράτους, ιδιαιτέρως καθώς η Πάνω Πόλη κατοικείται αποκλειστικά σχεδόν από Λατίνους, τους απόγονους των Βενετών και των Γενουατών αποίκων και η Κάτω από Έλληνες εμπόρους.
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου – Σάββατο 25,1847.
Βεβαίως, αυτή η εβδομάδα υπήρξε πολύ μονότονη, εντούτοις σχεδόν την ευχαριστήθηκα. Μια μικρή στιγμή απόλυτης ανάπαυσης είναι τόσο αναζωογονητική, μετά από έναν μήνα αδιάκοπου μόχθου και κόπωσης. Εξάλλου είχα την ευκαιρία να συνεχίσω αυτό το ημερολόγιο, που είχε περιπέσει σε τρομερή καθυστέρηση και να γράψω ένα σωρό γράμματα, κάτι το οποίο ειλικρινά, πιστεύω ότι δεν θα το είχα καταφέρει διαφορετικά.
Η μοναδική μου ψυχαγωγία είναι η ανάγνωση κάποιων βιβλίων κι εφημερίδων που μου έστειλαν ο Άγγλος και ο Αυστριακός πρόξενος (ο Γουίλκινσον και ο παλιόφιλος Νιτσόλι), το κολύμπι και τα γεύματα, δηλαδή το πρωινό στις 9 και το δείπνο στις 5 και κάποιες παρτίδες σκακιού και ντάμας με έναν Ρωμαίο ιερέα και έναν από τους διπλανούς γείτονές μου.
Κάτω από εμένα μένουν 8 γυναίκες σε ένα δωμάτιο. Ολίγον τι, τρομακτική παρέα! Διασκέδασα, επίσης, διαβάζοντας τις επιγραφές που οι προηγούμενοι ένοικοι έχουν αφήσει στους τοίχους μου. Πολλές από αυτές είναι σαν εκείνες που υπάρχουν σε κανονικές φυλακές. Κάποιος άντρας έχει φτιάξει το ημερολόγιο του εβδομαδιαίου εγκλεισμού του και φαίνεται ότι έπαιρνε μεγάλη χαρά χαράζοντάς το μέρα τη μέρα. Ο καλός μου γέρο-φύλακας ονομάζεται Τριαντάφυλλος, Έλληνας από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν σκλάβος του τουρκικού στόλου για 9 χρόνια και κατάφερε να δραπετεύσει κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Ναβαρίνου. Αυτός μου έχει, επίσης, χαρίσει ατελείωτη διασκέδαση. Είναι ένας απίστευτα αστείος γέρος, και πρέπει να πω ότι με συγκινεί που απελευθερώθηκε από τα αγγλικά κανόνια.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ζωές και τα πάθη πολλών Ελλήνων κατά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας ξεπερνούσαν ο,τιδήποτε έχουμε ποτέ διαβάσει στη λογοτεχνία. Θα μου άρεσε να συλλέξω από το στόμα αυτών που τα έζησαν και υπέφεραν, κάποιες από τις διηγήσεις τους και να τους δώσω μορφή.
Την τελευταία μέρα της παραμονής μας εδώ, μας επιθεώρησε ένας γιατρός, ο οποίος έχαιρε του κλασικού ονόματος Βελισάριος, αλλά που, απλώς, μας ρώτησε ξεχωριστά αν είμαστε καλά. Το βράδυ ένας γέρο-κατεργάρης από τη φρουρά κάτω από εμάς, έπαθε κολικό και υπάρχει μια φοβερή φήμη ότι δε θα μπορέσουμε να βγούμε για μια ή δύο μέρες ακόμα. Ο γιατρός μας είπε ψυχρά, ότι δεν πρόκειται να βγούμε έξω μέχρι να γυρίσει στις 9, αλλά ο αρχιφρουρός από μόνος του, ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι ένας αγέρωχος μελαμψός Σπαρτιάτης, ήρθε μόλις σκοτείνιασε και μας είπε στα μυστικά, ότι θα πρέπει να επιμείνουμε στο δικαίωμά μας να βγούμε στις 6, καθώς κανείς δεν μπορούσε να πει ποια θα ήταν τα αποτελέσματα της εξέτασης του αρρώστου από τον γιατρό, και ότι αφού θα έχουμε βγει έξω, και θα έχουμε επικοινωνήσει με την πόλη, δε θα μπορούν να φέρουν όλη τη Σύρα στο Λαζαρέτο.
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου, 1847.
Ο χρόνος του εγκλεισμού μας, με ελάχιστα αξιοσημείωτα, έχει περάσει σαν αστραπή. Στις 8 σήμερα το πρωί, και αφού ο γιατρός είχε ανακοινώσει τον άρρωστο ως μη μολυσμένο, ο Σπαρτιάτης φύλακας ήρθε στο δωμάτιό μου κι σφίγγοντάς μου το χέρι μου ευχήθηκε «καλή έξοδο» ελπίζοντας ότι θα έμπαιναν στην παλάμη του λίγες δραχμές.
Διασχίσαμε το λιμάνι με μια βάρκα και έπιασα ένα δωμάτιο καθαρό, αλλά πολύ κατώτερο από τα άνετα διαμερίσματα του Λαζαρέτο, στο ξενοδοχείο D’Angleterre. Το βρήκα πολύ δύσκολο να σκοτώσω την ώρα μου, αλλά επισκέφθηκα τον Άγγλο Πρόξενο και δείπνησα με τον φιλαράκο μου από το βαπόρι, τον Αυστριακό συνάδελφό του, ο οποίος με υποδέχτηκε πολύ καλά. Μόνο που ήταν κομματάκι βαρετό να έχουμε τη χοντρή και θρασυτάτη ερωμένη του να κάθεται στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Το βραδάκι τους πήγα μια βαρκάδα στο λιμάνι.
Πηγή: Λαζαρέτα, το πρώην λοιμοκαθαρτήριο της Σύρου | Omilo
Το Λοιμοκαθαρτήριο είχε χτιστεί αρχικά στο Νεώριο Σύρου, όμως τόσο η έκταση του χώρου όσο και οι εγκαταστάσεις, δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις αυξανόμενες ανάγκες της συνεχώς αναπτυσσόμενης πόλης, με αποτέλεσμα σύντομα να ανακατασκευαστεί. Το Λοιμοκαθαρτήριο ήταν πλήρως εξοπλισμένο για να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες των φιλοξενούμενων ταξιδιωτών και αποτελείτο από 32 διαμερίσματα με τζάκι, ξεχωριστή κουζίνα και μπάνιο. Είχε επίσης χώρο μαγειρείων και γραφείων για τις διοικητικές ανάγκες.
Σήμερα, το Λοιμοκαθαρτήριο Σύρου είναι ένα εγκαταλελειμμένο πέτρινο κτιριακό συγκρότημα, στο νότιο άκρο του λιμανιού, με διάφορα κτίρια γνωστά και ως “Λαζαρέτα” που μαρτυρούν τις συνήθειες και τις κακουχίες μιας άλλης εποχής.
Απόσπασμα από το ταξιδιωτικό ημερολόγιο του Άγγλου George Ferguson ο οποίος έμεινε στο συγκρότημα αυτό:
Τζωρτζ Φέργκιουσον Μπόουεν
19 Σεπτεμβρίου 1847
Μετά το δείπνο, δηλαδή γύρω στις 5, με μετέφεραν με βάρκα στο Λαζαρέτο, όπου εγκαταστάθηκα σε τρία αρκετά άνετα δωμάτια για τα οποία έπρεπε να πληρώνω 3 δραχμές ή 2 σελίνια την ημέρα. Τα δωμάτια δίπλα μου είχαν καταληφθεί από δύο Έλληνες εμπόρους, εγκαταστημένους στη Μάλτα. Πολύ κόσμιοι και εξυπηρετικοί τύποι. Εγώ είμαι ο μόνος Άγγλος και, με εξαίρεση τους δύο παραπάνω, το μοναδικό άτομο που μπορεί να αξιώσει τον χαρακτηρισμό του τζέντλεμαν. Ωστόσο, μαζί με εμάς έγκλειστοι βρίσκονται και 50 ή 60 Λεβαντίνοι(1), διαμοιρασμένοι σε θαλάμους ακριβώς σαν εκείνους των φυλακών.
(1) Λεβαντίνοι: αυτοί που έρχονταν από το Λεβάντε, δηλαδή την ανατολική Μεσόγειο.
Κάθε θάλαμος έχει τον φύλακά του. Σχεδόν όλοι εδώ κουβαλάνε μπαστούνια με σκοπό, κυρίως, να κρατούν μακριά αυτούς που δε βρίσκονται στην ίδια καραντίνα μαζί τους. Για εξάσκηση έχουμε μια αυλή, γύρω από την οποία βρίσκονται οι θάλαμοι, στις τρεις πλευρές της. Στην τέταρτη υπάρχει ένας διπλόφραχτος χώρος όπου έρχονται οι ξένοι και μας χαζεύουν να περπατάμε πάνω-κάτω σαν άγρια θηρία σε κλουβιά. Επίσης, για να ξεπιανόμαστε λιγάκι κατά τη διάρκεια της ημέρας, υπάρχει μια μικρή βραχώδης παραλία. Κι εννοώ ότι κάνουμε μια απολαυστική βουτιά στη θάλασσα κάθε πρωί. Τα γεύματά μας παρέχονται ικανοποιητικότατα από ένα ξενοδοχείο κολλητά στο Λαζαρέτο, το οποίο με εφοδίασε επίσης με δύο ξεχαρβαλωμένα τραπέζια, ένα σπαστό κρεβάτι, μια λεκάνη με την κανάτα της και δύο ψάθινες καρέκλες.
Τα δωμάτιά μου είναι σχεδόν ετοιμόρροπα, ωστόσο είναι αρκετά άνετα και διαθέτουν μια εξαιρετική θέα στο λιμάνι και στις πόλεις, δηλαδή την Σύρα, την Άνω Πόλη, και την Ερμούπολη – το εξεζητημένο όνομα που δόθηκε στην Κάτω Πόλη κατά το μοντέλο του πρώιμου ρωμαϊκού κράτους, ιδιαιτέρως καθώς η Πάνω Πόλη κατοικείται αποκλειστικά σχεδόν από Λατίνους, τους απόγονους των Βενετών και των Γενουατών αποίκων και η Κάτω από Έλληνες εμπόρους.
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου – Σάββατο 25,1847.
Βεβαίως, αυτή η εβδομάδα υπήρξε πολύ μονότονη, εντούτοις σχεδόν την ευχαριστήθηκα. Μια μικρή στιγμή απόλυτης ανάπαυσης είναι τόσο αναζωογονητική, μετά από έναν μήνα αδιάκοπου μόχθου και κόπωσης. Εξάλλου είχα την ευκαιρία να συνεχίσω αυτό το ημερολόγιο, που είχε περιπέσει σε τρομερή καθυστέρηση και να γράψω ένα σωρό γράμματα, κάτι το οποίο ειλικρινά, πιστεύω ότι δεν θα το είχα καταφέρει διαφορετικά.
Η μοναδική μου ψυχαγωγία είναι η ανάγνωση κάποιων βιβλίων κι εφημερίδων που μου έστειλαν ο Άγγλος και ο Αυστριακός πρόξενος (ο Γουίλκινσον και ο παλιόφιλος Νιτσόλι), το κολύμπι και τα γεύματα, δηλαδή το πρωινό στις 9 και το δείπνο στις 5 και κάποιες παρτίδες σκακιού και ντάμας με έναν Ρωμαίο ιερέα και έναν από τους διπλανούς γείτονές μου.
Κάτω από εμένα μένουν 8 γυναίκες σε ένα δωμάτιο. Ολίγον τι, τρομακτική παρέα! Διασκέδασα, επίσης, διαβάζοντας τις επιγραφές που οι προηγούμενοι ένοικοι έχουν αφήσει στους τοίχους μου. Πολλές από αυτές είναι σαν εκείνες που υπάρχουν σε κανονικές φυλακές. Κάποιος άντρας έχει φτιάξει το ημερολόγιο του εβδομαδιαίου εγκλεισμού του και φαίνεται ότι έπαιρνε μεγάλη χαρά χαράζοντάς το μέρα τη μέρα. Ο καλός μου γέρο-φύλακας ονομάζεται Τριαντάφυλλος, Έλληνας από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν σκλάβος του τουρκικού στόλου για 9 χρόνια και κατάφερε να δραπετεύσει κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Ναβαρίνου. Αυτός μου έχει, επίσης, χαρίσει ατελείωτη διασκέδαση. Είναι ένας απίστευτα αστείος γέρος, και πρέπει να πω ότι με συγκινεί που απελευθερώθηκε από τα αγγλικά κανόνια.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ζωές και τα πάθη πολλών Ελλήνων κατά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας ξεπερνούσαν ο,τιδήποτε έχουμε ποτέ διαβάσει στη λογοτεχνία. Θα μου άρεσε να συλλέξω από το στόμα αυτών που τα έζησαν και υπέφεραν, κάποιες από τις διηγήσεις τους και να τους δώσω μορφή.
Την τελευταία μέρα της παραμονής μας εδώ, μας επιθεώρησε ένας γιατρός, ο οποίος έχαιρε του κλασικού ονόματος Βελισάριος, αλλά που, απλώς, μας ρώτησε ξεχωριστά αν είμαστε καλά. Το βράδυ ένας γέρο-κατεργάρης από τη φρουρά κάτω από εμάς, έπαθε κολικό και υπάρχει μια φοβερή φήμη ότι δε θα μπορέσουμε να βγούμε για μια ή δύο μέρες ακόμα. Ο γιατρός μας είπε ψυχρά, ότι δεν πρόκειται να βγούμε έξω μέχρι να γυρίσει στις 9, αλλά ο αρχιφρουρός από μόνος του, ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι ένας αγέρωχος μελαμψός Σπαρτιάτης, ήρθε μόλις σκοτείνιασε και μας είπε στα μυστικά, ότι θα πρέπει να επιμείνουμε στο δικαίωμά μας να βγούμε στις 6, καθώς κανείς δεν μπορούσε να πει ποια θα ήταν τα αποτελέσματα της εξέτασης του αρρώστου από τον γιατρό, και ότι αφού θα έχουμε βγει έξω, και θα έχουμε επικοινωνήσει με την πόλη, δε θα μπορούν να φέρουν όλη τη Σύρα στο Λαζαρέτο.
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου, 1847.
Ο χρόνος του εγκλεισμού μας, με ελάχιστα αξιοσημείωτα, έχει περάσει σαν αστραπή. Στις 8 σήμερα το πρωί, και αφού ο γιατρός είχε ανακοινώσει τον άρρωστο ως μη μολυσμένο, ο Σπαρτιάτης φύλακας ήρθε στο δωμάτιό μου κι σφίγγοντάς μου το χέρι μου ευχήθηκε «καλή έξοδο» ελπίζοντας ότι θα έμπαιναν στην παλάμη του λίγες δραχμές.
Διασχίσαμε το λιμάνι με μια βάρκα και έπιασα ένα δωμάτιο καθαρό, αλλά πολύ κατώτερο από τα άνετα διαμερίσματα του Λαζαρέτο, στο ξενοδοχείο D’Angleterre. Το βρήκα πολύ δύσκολο να σκοτώσω την ώρα μου, αλλά επισκέφθηκα τον Άγγλο Πρόξενο και δείπνησα με τον φιλαράκο μου από το βαπόρι, τον Αυστριακό συνάδελφό του, ο οποίος με υποδέχτηκε πολύ καλά. Μόνο που ήταν κομματάκι βαρετό να έχουμε τη χοντρή και θρασυτάτη ερωμένη του να κάθεται στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Το βραδάκι τους πήγα μια βαρκάδα στο λιμάνι.
Πηγή: Λαζαρέτα, το πρώην λοιμοκαθαρτήριο της Σύρου | Omilo
Last edited: