Travelstoryteller
Member
- Μηνύματα
- 301
- Likes
- 1.822
- Επόμενο Ταξίδι
- Η.Π.Α.
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ωκεανία
Η ιδέα γεννήθηκε το 1998, την ημέρα που ένας Χρήστος και μια Χριστίνα επέστρεφαν στην Αθήνα. Έφεραν μαζί τους δώρο μια ξύλινη παραδοσιακή μάσκα και ιστορίες για μια χώρα κάπου στη μακρινή Ασία. Βγήκαν οι χάρτες και η υδρόγειος και κάπου εκεί κάτω από τη Κίνα ορίστηκαν οι διατεταγμένες των λεγόμενων τους. Ο σύντροφος μου, πολύ πριν συναντηθούν οι πορείες μας, κρέμασε την μάσκα στο τοίχο και φύλαξε τις περιγραφές των δύο του φίλων στις σκέψεις του. Κάπως έτσι, ξεκίνησε το ταξίδι μας για την Ταϊλάνδη.
Όλα τα ταξίδια βέβαια έχουν ίδια αφετηρία. Δημιουργήθηκαν την ώρα εκείνη που γεννιούνται τα όνειρα και οι γενναίοι θαλασσοπόροι. Πλάστηκαν στην αρχική ύλη των ανθρώπων, εκείνων των τρελών ανθρώπων που πάσχιζαν να ανακαλύψουν τι κρύβεται πίσω από τα βουνά. Που αναρωτιόντουσαν αν τάχα να συνεχίζει ο ορίζοντας στις θάλασσες…
7 χρόνια αργότερα, γνωριστήκαμε. Μέσα στα σχέδια που κάναμε ήταν και αυτό. Ένα ταξίδι στη πατρίδα της ξύλινης μάσκας. Πέρασαν άλλα 7 χρόνια. Η Ταϊλάνδη μας κοιτούσε περιπαικτικά καθώς εμείς αλωνίζαμε στις γειτονιές της Ευρώπης. Και περίμενε…
Το ταξίδι μας με το καιρό πέρασε από φάσμα του θεωρητικού και έγινε ένας χειροπιαστός, χρονικά προσδιορισμένος προορισμός. Οι αποφάσεις πάρθηκαν σε πείσμα των καιρών, τιμώντας παλιές υποσχέσεις. Και ένα απόγευμα Τετάρτης έγινε πραγματικότητα …
Από την πύλη του Ελ. Βενιζέλος, ο χρόνος ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα.
Τα συναισθήματα του συντρόφου μου παρέμεναν αδιευκρίνιστα καθώς ταλαντεύονταν ανάμεσα στον ενθουσιασμό του ταξιδευτή αλλά και στη πεποίθηση ότι η επιλογή μας να πραγματοποιήσουμε αυτό το ταξίδι ερχόταν στη πιο ακατάλληλη οικονομικά φάση που έχουμε βρεθεί σαν ζευγάρι. Πέραν του οικονομικού μας προβληματισμού υπήρχε και ο διάχυτος φόβος ότι ο προορισμός μας θα αποδειχθεί άνθρακας καθώς επισκεπτόμασταν την Ταϊλάνδη την εποχή της έναρξης των μουσώνων. Ιστορίες για πρωτόγνωρα υψηλές θερμοκρασίες και τροπικές καταιγίδες που βυθίζουν ολόκληρα χωριά, μου έφερναν στο μυαλό σενάρια διακοπών ικανά να προταθούν για θρίλερ. Το μόνο θετικό ήταν ότι λόγω της χαμηλής σεζόν οι τιμές θα ήταν ακόμα πιο προσιτές και θα αποφεύγαμε τη τουριστική μαζικότητα. Αμφότερες οι αγωνίες παρέμειναν κρυμμένες και ανείπωτες πίσω από τα χείλη μας. Οι αρνητικές μας σκέψεις δεν περιοριζόντουσαν μόνο σε όσα θα συναντούσαμε μπροστά μας αλλά και όσα αφήναμε πίσω μας, δουλειές, νοικοκυριό, εργασιακά άγχη με τις χιλιάδες ασήμαντες λεπτομέρειες τους που τις έχουμε ανυψώσει πάνω από το νόημα της ζωής μας.
Ευτυχώς όπως μας έλεγαν οι stereo nova, «όταν τα αεροπλάνα πετάνε, η γη απλώνεται και οι άνθρωποι ξεχνάνε… ». Ο σύντροφος μου κράτησε το χέρι σφιχτά καθώς ξεκολλούσαμε από το έδαφος αφήνοντας τα γήινα προβλήματα της ρουτίνας μας να περιπλανιούνται άσκοπα πάνω στη πίστα της απογείωσης. Τα σενάρια καταστροφής αποχώρησαν από το προσκήνιο και άραξαν στο πιο ανήλιαγο μέρος του μυαλού μας. Και ο πραγματικός ήλιος πίσω από το μικρό μας παράθυρο έσβησε αφήνοντας πίσω του μια πολύχρωμη αύρα. «Καλή αντάμωση στην άλλη μεριά», πρόλαβα να του φωνάξω πριν χαθεί κάτω από τα σύννεφα.
Μετά από τη ταινία «οι Άθλιοι» σε μιούζικαλ, αρκετά επεισόδια του “how I met your mother”, ένα γεύμα, 2-3 ποτηράκια κρασί και στο ενδιάμεσο μικρά διαλείμματα άβολου ύπνου, αφιχθήκαμε στο αεροδρόμιο του Ντουμπάι όπου θα αναμέναμε για 5 ατελείωτες ώρες την ανταπόκριση για την Μπανγκόκ.
Η επιτακτική ανάγκη για τσιγάρο μας πέρασε γρήγορα από διαδρόμους, ελέγχους και καταστήματα καθώς αναζητούσαμε την πινακίδα της Winston, περήφανο χορηγό όλων των αεροδρομικών καπνιστηρίων σε παγκόσμια εμβέλεια όπως και αποδείχτηκε. Αφού φορτώσαμε την απαιτούμενη νικοτίνη στο σύστημα μας, περιπλανηθήκαμε στο χώρο αναμονής παρατηρώντας το πολυπολιτισμικό μωσαϊκό πληθυσμών ταξιδιωτών και εργαζομένων. Η ξανθιά μου κόμη οφείλω να ομολογήσω ότι δεν πέρασε τόσο απαρατήρητη στον ανδρικό πληθυσμό του αραβικού κόσμου καθώς μια ομάδα σεΐχηδων έμοιαζε να υπολογίζει το βάρος μου σε καμήλες. Παρόλα αυτά ο καλός μου αποφάσισε να ΜΗΝ με πουλήσει για να κάνει την τύχη του. Εγώ ταπεινά μερικά βήματα πίσω του επαναλάμβανα σαν μάντρα ότι “ΔΕΝ μπορεί να με πουλήσει γιατί εγώ ΔΕΝ του ανήκω”.
Η αναμονή μας κάποια στιγμή τελείωσε και βρεθήκαμε ξανά σε ακόμα πιο πολυτελείς αεροπορικές θέσεις έχοντας μπροστά μας 6,5 ώρες για να διασχίσουμε τον εναέριο χώρο της Ινδίας.
Η οθόνη στη πλάτη του μπροστινού μου καθίσματος έδειχνε το χάρτη της γης χωρισμένο σε φως και σκοτάδι. Κοίταξα το σκοτάδι έξω από το παράθυρο μου, ενώ στο προορισμό μας ο ήλιος μόλις θα είχε ανατείλει. Και κάποια στιγμή κάπου εκεί πάνω από τον Κόλπο της Βεγγάλης συναντήσαμε τον ήλιο που ερχόταν να μας προϋπαντήσει από την αντίθετη πλευρά του κόσμου. Ήταν μια από εκείνες τις στιγμές που πραγματικά νιώθεις πολύ μικρός αλλά και πολύ ξεχωριστός απέναντι στην απεραντοσύνη του σύμπαντος μέσα από την νεοαποκτηθείσα γνώση ότι αυτή την άτιμη τεράστια σφαίρα τελικά μπορείς να την δαμάσεις, να παίξεις μαζί της, να την κατακτήσεις… Γιορτάσαμε τον ορίζοντα που όλο και χρύσιζε με ένα γευστικό πρωινό και τα πρώτα νικηφόρα χαμόγελα για αυτή τη μικρή μας κατάκτηση να ανταμώσουμε τον ήλιο πάνω από τον Κόλπο της Βεγγάλης ενώ η μικρή κουκίδα που όριζε το σπίτι μας έστεκε ακόμα σκοτεινή και ακίνητη πάνω στο χάρτη της οθόνης μου.
Οι τελευταίες ώρες της πτήσης αποδείχτηκαν και οι πιο επίπονες. Όμως ο χρόνος, όσο και εάν τον έχουμε εξημερώσει με ρολόγια και οριοθετήσει σε δευτερόλεπτα, λεπτά και ώρες, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να σταματήσουμε την αέναη ροή του. Και το αεροσκάφος μας κύλισε πάλι στη γη και οι κουρασμένοι ταξιδιώτες τεντώθηκαν να ξεπιαστούν καθώς ένας καινούργιος κόσμος μόλις άνοιγε την πόρτα να τους υποδεχτεί.
Μέρος Ι
Bangkok - Αντιθέσεις, μπακπάκερς και πεντάστερα
Περάσαμε τον έλεγχο των διαβατηρίων και βγάλαμε τη τουριστική βίζα ενώ τα ολοκαίνουργια μας διαβατήρια πήραν το βάπτισμα του πυρός και πλέον φέρουν την πρώτη τους σφραγίδα. “Και σε πολλές ακόμα” τους ευχήθηκα παρόλη τη κούραση μου.
Ο “ταξιδιώτης”, δηλαδή η μικρή μας ταλαίπωρη πρώην κουτσή και τώρα με προσθετικό ποδάρι βαλίτσα, ξεπρόβαλε ανάμεσα από της άλλες αποσκευές χαρούμενη που είχε καταφέρει ακόμα μια φορά να φτάσει στον ίδιο προορισμό με εμάς. Στο γκρίζο προσθετικό της μέλος ο σύντροφος μου είχε ζωγραφίσει μια χαμογελαστή φάτσα ώστε να μην νιώθει παρακατιανή σε σχέση με τις άλλες βαλίτσες. Αυτό το χαμόγελο μεταφέρθηκε μαγικά στα χείλη μας όταν την αντικρίσαμε νιώθοντας μια αίσθηση αντάμωσης με κάτι οικείο.
Είχαμε προετοιμαστεί για την ζέστη που θα αντιμετωπίσουμε κατά την έξοδο μας από το αεροδρόμιο και δεν μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Όπως αποδείχτηκε στην πορεία βιαστήκαμε να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας. Μια κοροϊδευτική φωνή από κάπου ψηλά μας έκανε να αντιληφθούμε ότι στην προσπάθεια μας να αποφύγουμε τους τελωνιακούς ελέγχους είχαμε βγει στην έξοδο των πληρωμάτων και όχι των επιβατών. Ο λόγος που τους αποφεύγαμε ως λαθρέμποροι ήταν επειδή μεταφέραμε, με επιφύλαξη της νομιμότητας τους, κάποια άκρως πολύτιμα προϊόντα, δώρα σε φίλους φίλων μας, κατοίκους Ταϊλάνδης, που θα μας εξυπηρετούσαν κατά τη διαμονή μας. Ευτυχώς τα 2 μπουκάλια ελαιόλαδο και τα βάζα με τη ρίγανη και το θυμάρι δεν στερήθηκαν της ελευθερίας τους και όλοι μαζί κατηφορίσαμε στο κιόσκι για να πάρουμε ταξί. Εκεί είχαμε και την πρώτη μας εμπειρία με μια άγνωστη και μυστήρια γλώσσα, τα Ταϊλανδό-αγγλικά.
Το ταξί έτρεχε αρκετά και εμείς αποκαμωμένοι χαζεύαμε με θαυμασμό τους πανύψηλους ουρανοξύστες με τις τεράστιες επιγραφές που διαφήμιζαν γνωστά μοτίβα αλλά ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε και η καρακίτς φούξια και πλουμιστή διακόσμηση του μέσου μεταφοράς μας. Οι εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά μας είχαν τόσες πολλές αντιθέσεις, που ανυπομονούσαμε να ξεκουραστούμε για να είμαστε σε θέση να τις εκτιμήσουμε. Κάτι που συναντήσαμε αρκετά συχνά στην Μπανγκόκ, ήταν ότι όπου υπήρχε κλιματιστικό η θερμοκρασία του χώρου δεν υπερέβαινε τους 16 βαθμούς κελσίου (ενώ έξω είχε 43) με αποτέλεσμα μέχρι να το ταξί μας να φτάσει στο ξενοδοχείο, εμείς να αναβιώσουμε το κρύο που είχαμε φάει στο Άμστερνταμ κάποια Χριστούγεννα. Το ξενοδοχείο που είχα κλείσει στην Μπανγκόκ ήταν η απόλυτη εκμετάλλευση της διαφοράς του συναλλάγματος, της χαμηλής σεζόν και του smart deal -70% που πρόσφερε η bookings. Ήταν η πρώτη (και μάλλον η τελευταία) φορά που θα μέναμε σε 5άστερο.
Το ταξί σταμάτησε στον πρώτο από τους 3 πανομοιότυπους ουρανοξύστες.
Αμέσως εμφανίστηκαν οι σεκιούριτι και τα bell boys, μας άνοιξαν τις πόρτες και φορτώθηκαν τις βαλίτσες μας. Ήταν η Kodak moment που κατά καιρούς είχα ονειρευτεί αλλά εξελίχθηκε σε αποτυχία καθώς ήμουν υπερβολικά ταλαιπωρημένη και το ακόμα πιο ταλαίπωρο backpack μου μη μπορώντας να αντέξει τη συγκίνηση του πρώτου του υπερατλαντικού ταξιδιού, του είχε ξηλωθεί η μία τιράντα με αποτέλεσμα να νιώθω σαν το φτωχό συγγενή σε ένα πολυτελές κοσμικό γεγονός. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και οι κηπουροί κοίταζαν περίεργα, ήμασταν η προσωποποίηση της οικονομικής κρίσης, με φόρμες, σχισμένες τσάντες, βαλίτσα με ειδικές ανάγκες, το πεντάστερο μας μάρανε. Το ξενοδοχείο πάντως ήταν εντυπωσιακό, οι υποκλίσεις τους βαθιές, το δωμάτιο τεράστιο και η θέα από το μπαλκόνι έμοιαζε με αφίσα. Επιτέλους απλώσαμε τα κορμιά μας σε ένα σεβαστών διαστάσεων κρεβάτι, βάλαμε το κλιματισμό σε μια ανθρώπινη θερμοκρασία και αφεθήκαμε σε ένα βαθύ ύπνο.
Κατά το απογευματάκι με φορτωμένες τις μπαταρίες σαν μια γνήσια backpacker – πριγκίπισσα αποφάσισα ότι η πρώτη μας έξοδος θα ήταν στο βασίλειο των backpackers, δηλαδή στην γνωστη Khao San Road. Πήραμε λοιπόν το φέρυ του ξενοδοχείου το οποίο μας κατέβασε στη κεντρική προβλήτα όπου θα παίρναμε το τουριστικό καραβάκι (Chao Phraya express boat) σύμφωνα με τις οδηγίες του ρεσεψιονίστ. Εκεί λοιπόν συνειδητοποιήσαμε ότι εγώ, η πάντα ενημερωμένη ταξιδιωτική οδηγός της παρέας, λόγω φόρτου εργασίας, δεν είχα κάνει τις απαραίτητες έρευνες τύπου που είμαστε, που πάμε, τι θα απογίνουμε, με αποτέλεσμα να κοιτάμε ένα χάρτη αναρτημένο εκεί για κάνα εικοσάλεπτό μην μπορώντας να θυμηθώ που στο καλό είναι αυτή η Khao San και με τι τρόπο θα την προσεγγίσουμε. Αυτή η μυστήρια γλώσσα που ανέφερα πιο πριν δεν υφίστατο για κάτι ταλαίπωρους καπετάνιους και μούτσους που βρίσκονταν εκεί τριγύρω. Για καλή μας τύχη εμφανίστηκε μια ευγενική Καναδέζα, που μας καλησπέρισε στα Ελληνικά, η οποία μας προμήθευσε με χάρτες, μας πήρε από το χέρι και μας ανέβασε στο σωστό καραβάκι. Παρόλη την προχωρημένη ηλικία της ήταν πιο backpacker από εμάς καθώς έμενε δίπλα στην Khao San και μας σύστησε και ένα άλλο δρόμο, παράλληλο της Khao Sun –τη Rambuttri Road - όπου θεωρείτο το νέο "cool" μέρος για να επισκεφτείς, αλλά πιο ήσυχο. Αφού την ευχαριστήσαμε, αποχαιρετήσαμε το ποτάμι και εισβάλλαμε στη τσιμεντένια ζούγκλα. Κάτι που αξίζει να αναφερθεί ήταν ότι η θερμοκρασία, παρόλο που είχε νυχτώσει, δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο και τα κτίρια κρατάγανε στους τοίχους τους την λάβρα του μεσημεριού. Στα πεζοδρόμια ήταν στημένες υπαίθριες κουζίνες και ανάδυαν μια πικάντικη μυρωδιά η οποία έδενε με την ερεθιστική οσμή της καύσης πετρελαίου από τις γεννήτριες και ανακατευόταν με την εσάνς των αποχετεύσεων με αποτέλεσμα να πλανάται παντού ένα όχι τόσο ευχάριστο αλλά πραγματικά αξέχαστο άρωμα. Ήταν το άρωμα της Μπανγκόκ και έτσι θα μυρίζαμε και εμείς, και το δωμάτιο, και όλα μας τα υπάρχοντα μέχρι να φύγουμε.
Υπήρχε αρκετός κόσμος γύρω μας για να νιώθεις ασφάλεια αλλά όχι τόσος ώστε να νιώθεις στριμωγμένος. Τουριστικά εστιατόρια και μπαρ με ασιατική διακόσμηση και φωτεινές πινακίδες αλά Λας Βέγκας και το επικό λεωφορείο μπαράκι ήταν από τα αξιοπερίεργα που συναντήσαμε στους δρόμους. Η μουσική όσο βράδιαζε δυνάμωνε και μπερδευόταν με τη μουσική του απέναντι, ερχόταν σε αποκορύφωση με το λαίβ του παρακάτω και έκλεινε με τις νιαουριστικές φωνές από μικροκαμωμένες Ταϊλανδέζες που σε καλούσαν για μασάααααζ. Τροφή για όλες τις αισθήσεις λοιπόν, με όλα τα παραθυράκια του μυαλού και του κορμιού μας ανοιχτά ρουφούσαμε τα ερεθίσματα γύρω μας ενώ τα χείλη μας είχαν αρχίσει να ανταποκρίνονται στην χαμογελαστή ενέργεια του ντόπιου πληθυσμού. Σαν γνήσιοι "δυτικοί που δεν έχουν εγκλιματιστεί ακόμα", δειπνίσαμε με πίτσες, όπου έτυχε η πίτσα να αποδειχθεί μεγαλύτερη της giga pizza των ελληνικών αλυσίδων, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουμε και το αυριανό μας γεύμα. Συμπληρώσαμε την εμπειρία με μερικές δροσερές μπύρες, ονόματι Chang, της οποίας η γεύση συνδυάστηκε με όλες τις γευσιγνωσίες τις Ταϊλανδέζικης κουζίνας που θα ακολουθούσαν. Παρόλη την επιμονή μου να κλείσουμε την βραδιά με δυο κοκτέιλ στο διάσημο Sky bar ο σύντροφος μου με δωροδόκησε με ένα ζευγάρι καινούργια σανδάλια που ζαχάρωνα από έναν πάγκο, και με οδήγησε σε ένα ταξί και έτσι επιστρέψαμε στη πεντάστερη μας πραγματικότητα. Είχαμε αρχίσει να εμπεδώνουμε και την εξωτική γλώσσα των Ταϊλανδό-αγγλικών και κατορθώσαμε να πιάσουμε πολιτική συζήτηση με τον ταξιτζή που μας οδήγησε στο ξενοδοχείο, αναλύοντας του τα προβλήματα της κρίσης στην Ελλάδα (αλλά το πεντάστερο πεντάστερο).
Την επόμενη μέρα ξύπνησα με τη θριαμβευτική ιαχή: “Ξύπνα, ξύπνα είμαστε στην Μπανγκόκ, ξύπνα, ξύπνα” και με χαρά παιδιού ανήμερα Χριστουγέννων τραμπαλίστηκα αρκετές φορές πάνω στο υπέρ διπλό κρεβάτι παρασύροντας στη παιδιάστικη διάθεση και τον σύντροφο μου. Μετά από ένα γρήγορο ξεσκαρτάρισμα, ο tour guide εαυτός μου είχε επιστρέψει και με τη βοήθεια του lonely planet διαμόρφωσα ένα ημερήσιο πρόγραμμα που περιελάμβανε 5-6 αξιοθέατα και 3-4 αγορές. Μπορώ να ομολογήσω ότι το σχέδιο παραήταν αισιόδοξο. Η θερμοκρασία έξω από την ασφάλεια του κλιματιστικού είχε διατηρηθεί στους 43 βαθμούς υπό σκιάν. Φυσικά και δεν θα αφήναμε λίγη ζεστούλα να μας πτοήσει, ερχόμαστε από ένα εύκρατο κλίμα, τα έχουμε ζήσει τα 40άρια μας, τι να πουν και οι Βόρειο-Ευρωπαίοι. Κάπως έτσι επιβιβαστήκαμε στο καραβάκι...
Το μενού μας περιελάμβανε τα εξής:
Κάτω από το αδίστακτο φως της ημέρας η εν πλω διαδρομή μας ήταν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία από αυτή που είχαμε το προηγούμενο βράδυ. Τη νύχτα έβλεπες μόνο τα άπειρα φωτάκια των ουρανοξυστών και τις εντυπωσιακές φωταψίες των εστιατορίων & ξενοδοχείων στις όχθες του ποταμού Chao Phraya. Πάνω στο ποτάμι έπλεαν διάφορες φωτισμένες βαρκούλες και καραβάκια φορτωμένα με ανθρώπους και μουσικές, που έμοιαζε σαν μια πλωτή γιορτή. Ήταν στα αλήθεια μια μαγευτική φολκλόρ εικόνα – μια καρποστάλ ορόσημο της έννοιας των διακοπών πασπαλισμένη με Ασιατική κουλτούρα. Την ημέρα έβλεπες τι υπήρχε πραγματικά στις όχθες του ποταμού… Περάσαμε μπροστά από διάφορα παραπήγματα όπου παιδάκια γυμνά βουτούσαν στο ποτάμι να δροσιστούνε, ένα ποτάμι που μύριζε βενζίνα και χαλασμένο φαγητό, όπου αρουραίοι κάνανε εξάσκηση στο κρόουλ κοντά στους αγωγούς του και τα ψάρια έδιναν μάχη να καταβροχθίσουν τη τελευταία ρίψη αποφαγιών από κάποια ανοιχτή αγορά. Σε κάποια από τα πραγματικά υπό κατάρρευση κτίρια διέκρινες απλωμένες μπουγάδες ανάμεσα στις τεράστιες τρύπες που έχασκαν ανοιχτές πάνω στους τοίχους. Το τουριστικό καραβάκι έδεσε στην προβλήτα και κατεβήκαμε. Η προβλήτα στηριζόταν σε μεγάλους, φουσκωμένους ξύλινους πασσάλους που έβγαιναν μέσα από το ποτάμι και φιλοξενούσε πάνω της μικροσκοπικά μαγαζάκια με τουριστικά, σκεπασμένους διαδρόμους με τέντες και φυσικά υπαίθριες κουζίνες με φαγητά, φρούτα και χυμούς. 'Ηταν η πιο αυθεντικά ασιατική εικόνα που είχα αντικρύσει.
Διασχίσαμε το δρόμο και μπήκαμε στη πόλη. Εκεί τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν… Το μισό πεζοδρόμιο το είχαν κάνει κατάληψη οι γνωστές πλέον υπαίθριες κουζίνες. Το υπόλοιπο μισό το καταλάμβανε η πραμάτεια των καταστημάτων. Η αίσθηση της ζέστης είχε αγγίξει ασφυκτικά επίπεδα. Συνέβαλλαν με θέρμη οι αναθυμιάσεις από τις κουζίνες με τα φαγητά, ωμά και μαγειρεμένα, η πετρελαιίλα, η au de toilette υπόνομος και το μαύρο καυσαέριο που είχε τυλίξει τα πάντα σαν πέπλο μυστηρίου. Αυτή η αίσθηση ήταν συνεχόμενη όταν ήσουν στο πεζοδρόμιο, δηλαδή στον ίσκιο, ενώ έκανες σλάλομ τους πάγκους και τα προϊόντα ανάμεσα σε μυριάδες ανθρώπους που ανεβοκατέβαιναν ή άραζαν στη μικρή λωρίδα διέλευσης που είχε απομείνει . Όταν έβγαινες στο δρόμο, ανέπνεες μεν, αλλά τσουρουφλιζόσουν κυριολεκτικά από τον ήλιο και κινδύνευες να σε πατήσουν τα διερχόμενα αμάξια, ταξί, λεωφορεία, τουκ τουκ. Παρένθεση: όταν μας ρώτησαν εάν νιώσαμε ποτέ στο ταξίδι μας ότι κινδυνεύουμε απαντήσαμε εν χορό: Μόνο κάθε φορά που περνάγαμε το δρόμο στη Μπανγκόκ! Ευτυχώς ο ναός δεν ήταν μακριά και σύντομα περνάγαμε την πύλη του ευγνώμονες για τους ανεμιστήρες που ήταν τοποθετημένοι περιμετρικά του χώρου. Το χρυσό άγαλμα του βούδα σου έδινε μια αίσθηση ηρεμίας και κατάνυξης, τα κτίρια ήταν αδιαμφισβήτητα εντυπωσιακά, και μέσα στην ας πούμε αυλή, είχε στηθεί μια ακόμη υπαίθρια αγορά με αναμνηστικά, βιβλία, βότανα, φαγητά και χυμούς.
Εκεί ήπιαμε και τον πρώτο φυσικό χυμό πορτοκάλι με επιφύλαξη στην αρχή και αχόρταγα στην συνέχεια. Ο χώρος ήταν πολύ μεγαλύτερος από ότι περίμενα και είχε πολύ περισσότερα να δεις από το άγαλμα του Βούδα, με μικρούς ναούς, πολλά διαφορετικά αγάλματα, αυθεντικό thai μασάζ σε μια όμορφη αίθουσα, γενικά τόσο μεγάλο που χαθήκαμε! Στην αρχή μεταξύ μας και μετά, αφού λειτούργησε το ένστικτο των 8 χρόνων συμβίωσης και επανεντοπιστίκαμε, χάσαμε την είσοδο που είχαμε μπει. Περιπλανηθήκαμε αρκετή ώρα μέχρι που αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την τουριστική μας εξόρμηση καθώς η ώρα κόντευε 2 το μεσημέρι. Δηλαδή είχαμε περάσει πάνω από 2,5 ώρες στο ναό, το πρώτο (και μοναδικό όπως εξελίχθηκε) αξιοθέατο που είχαμε δει. Χαμένοι καθώς ήμαστε, από αλλού μπήκαμε, από αλλού βγήκαμε και από λάθος κατεύθυνση αρχίσαμε να βαδίζουμε ψάχνοντας για το Grand Palace. Κάτι αγάλματα στη μορφή λευκών ελεφάντων σε μια κυκλική πλατεία θα ορκιζόμουνα ότι τα έβλεπα να χορεύουν καθώς η ζέστη άρχιζε να επηρεάζει εκτός από την υδάτωση του σώματός μου και την ορθή μου κρίση. Ένα μικρό πάρκο στο βάθος ήμουνα σίγουρη ότι ήταν αντικατοπτρισμός αλλά ο σύντροφος μου με τράβηξε από το χέρι και με έκατσε στη σκιά των δέντρων. Εκεί κάναμε μια αναπροσαρμογή του σχεδίου μας, και αποφασίσαμε λόγω της ζέστης να υπερπηδήσουμε τα βασιλικά και τους βούδες και να πάμε κατευθείαν στις αγορές γιατί χρειαζόμουνα καινούργιο μπάκπακ. Πήγαμε να πάρουμε τουκ τουκ για να μας πάει έως την sukumvit όπου θα απολαμβάναμε τη χαρά των ψώνιων και τις ανέσεις κλιματισμού. Ο τουκτουκτζής που βρήκαμε λοιπόν δεν ήθελε να μας πάει εκεί. Ήταν πολύ μακριά για τα γούστα του. Για αδιευκρίνιστους λόγους ο σύντροφος μου άρχισε να του παζαρεύει για να μας πάει μέχρι τη προβλήτα για να περάσουμε απέναντι στο ναό της Αυγής. Ο τουκτουκτζής ήθελε αλλά είχε και την «καταπληκτική» ιδέα να μας πάει βαρκάδα διάρκειας μίας ώρας στον Chao Phraya όπου τύχαινε να έχει ένα φίλο βαρκάρη. Πάνω που ήταν έτοιμα τα αρσενικά να δώσουν τα χέρια, επενέβην ρωτώντας τον καλό μου σύντροφο τι πάει να κάνει εκεί. «Να δούμε το ναό της Αυγής» μου απάντησε με παιδική αφέλεια. Του απάντησα ότι «αυτός δεν σε πάει στο ναό αλλά στο φίλο του για μία ώρα βαρκάδα, δηλαδή εσύ τώρα θέλεις να πάς βαρκάδα;;». «Μα εγώ θέλω να δω τον ναό της Αυγής, πότε θα τον ξαναδούμε τον ναό της αυγής;;» μου αποκρίθηκε με αβέβαιη φωνή. Εκεί κατάλαβα ότι η ζέστη είχε απλώσει τα πλοκάμια της και στον σύντροφο μου και έπρεπε να πάρω γενναίες αποφάσεις. Αποφάσισα λοιπόν να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι το ταπεινό προσωρινό σπιτικό μας διαθέτει και πισίνα. Αποχαιρέτισα το τουκ τουκ και άρχισα να περπατάω με την πεποίθηση της ηλιασμένης ξανθιάς στην αναζήτηση του ποταμιού δίνοντας υποσχέσεις δροσιάς στο σύντροφο μου. Είναι μερικές φορές που πραγματικά δεν έχεις αντίληψη του τι κάνεις και που πας. Μετά από μια ώρα περπάτημα στην αποπνικτική ζέστη το ποτάμι το είχαμε βρει, δεν είχαμε βρει όμως τη σωστή προβλήτα για να πάρουμε το καραβάκι για το ξενοδοχείο. Μετά από άλλη μια ώρα περπάτημα – αρκετά ευχάριστη για μένα παρόλη τη ζέστη, γιατί ανακάλυπτα όλο μικρές προβλήτες και ασιατικά ψαραδο-στενάκια, μόλις 2 στενά πριν τη σωστή προβλήτα, αποφασίσαμε να πάρουμε ταξί!
Αραχτοί λοιπόν στη πισινούλα μας με τις τιμές του καταλόγου απαγορευτικές για το βαλάντιο μας (πεντάστερο δεν ήθελα,δροσιστήκαμε για τα καλά και ξεπεράσαμε την απογοήτευση που το πρωινό μας κύλισε τόσο άδοξα. Δώσαμε υποσχέσεις ότι θα τα δούμε ΟΛΑ τη τελευταία μέρα που θα επιστρέφαμε στη Μπανγκόκ για να πάρουμε την πτήση για το σπιτάκι μας! Στο μεταξύ διπλανή παρέα από την ξαπλώστρα μας απαρτιζότανε από 5 – 6 δυτικούς μεσήλικες διαφόρων εθνικοτήτων οι οποίου διαλαλούσαν τα χθεσινοβραδινά κατορθώματα τους με τις γυναίκες που πλήρωσαν για τις υπηρεσίες τους. Οι περιγραφές τους σε συνδυασμό με τις φάτσες τους και τη πρωινή μας συνειδητοποίηση της ανέχειας του τοπικού πληθυσμού, αποτελούν μια άλλη πλευρά του νομίσματος αυτής της όμορφης χώρας, μιας όψης που ευτυχώς δεν την συναντήσαμε συχνά αλλά νιώσαμε την παρουσία της.
Αφού μπανιαριστίκαμε, χαλαρώσαμε και τσακίσαμε τα απομεινάρια της χθεσινοβραδινής πίτσας ξανά-αναχωρήσαμε – αυτή τη φορά προς τα εμπορικά κέντρα. Αποφασίσαμε να πάρουμε το sky-train για να μεταβούμε στις αγορές και να οικειοποιηθούμε κάπως με τη ζωή αυτής της πόλης, μια ζωή με την οποία δύσκολα μπορούσαμε να ταυτιστούμε. Η άφιξη στο πολυκατάστημα Siam Square ήταν ένα ακόμα πολιτισμικό σοκ για εμάς. Κόσμος, χαμός, όλοι με φουσκωμένες branded σακούλες να πηγαινοέρχονται μιλώντας μεγαλόφωνα στα Ι-pod τους, ένα boy-band σε μια μεγάλη σκηνή να ξεβιδώνεται, ένα πλήθος από ανήλικα κοριτσάκια από κάτω να αλαλιάζει, ο δυτικός πολιτισμός σε όλο του το μεγαλείο. Εγώ πάλι που από πριγκίπισσα είχα γίνει backpacker, ξανά πριγκίπισσα και ξανά backpacker δεν ήθελα το backpack μου να είναι από πολυκατάστημα αλλά από υπαίθρια αγορά. Έτσι αγνοήσαμε όλο αυτό το δυτικό πανηγύρι και ανηφορίσαμε σε αναζήτηση της υπαίθριας pratunam market. Το εικοσάλεπτο περπάτημα που μας είχαν υποδείξει οι περαστικοί αποδείχτηκε ότι είτε το περπάτημα τους είτε η αντίληψη του χρόνου ανήκει σε διαφορετικό μετρικό σύστημα από δικό μας, καθώς δεν εξηγείται αλλιώς. Είχαν περάσει τρία τέταρτα και pratunam πουθενά, μόνο διάφοροι σκόρπιοι πάγκοι με πανηγυριώτικα ρούχα και αξεσουάρ. Καθώς διασχίζαμε γέφυρες και ραχούλες ο μου σύντροφος με αγκάλιασε και μου έδειξε τον ουρανό. Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο η οποία αποφάσισε να εγκατασταθεί ακριβώς πάνω στο αλεξικέραυνο ενός από τους υψηλότερους ουρανοξύστες της πόλης. Αναχωρήσαμε έχοντας τραβήξει μια όμορφη φωτογραφία και μια ακόμα ομορφότερη ανάμνηση. Και ως εκ θαύματος εμφανίστηκε μπροστά μας η αγορά pratunam.
Η οποία και μόλις έκλεινε...
Με άλμα που θα ζήλευε και ο Κεντέρης τρέξαμε να προλάβουμε. Έπρεπε να βρούμε ένα backpack πάση θυσία. Μέσα σε λίγα λεπτά ο γεμάτος ζωή δρόμος έγινε ένα εγκαταλελειμμένο πέρασμα. Το πεζοδρόμιο ήταν καλυμμένο από κάθε λογής σκουπίδια, φαγητά και μυρωδιές, ενώ οι βραδινοί τετράποδοι το ελάχιστο καταναλωτές της αγοράς είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους. Και εκεί που καθόμασταν απογοητευμένοι σε ένα πεζούλι αναλογιζόμενοι το που θα βρούμε ένα backpack ή μια τσάντα τέλος πάντων... εμφανίστηκε μπροστά μας ένα αξιομνημόνευτο θέαμα. Μια τυφλή γριά προχωρούσε στη μέση του περάσματος κρατώντας στο χέρι της ένα μικρόφωνο, ενώ είχε περασμένες από το λαιμό της διάφορες εικονίτσες και ένα τεράστιο κασετόφωνο, σαν εκείνα που κρατούσαν το 90’ οι Άφρο-αμερικάνοι στα σίριαλ. Την καθοδηγούσε μια άλλη γυναίκα, αυτή έβλεπε, ενώ η γριά έψελνε στο μικρόφωνο και η φωνή της έβγαινε δυνατή από τα ηχεία. Ο σύντροφος βρήκε την φωνή της μαγευτική. Εμένα ακόμα με στοιχειώνει... η μορφή της ... η φωνή της ... το κασετόφωνο ...δεν μπορώ να εντοπίσω τι, μάλλον όλα μαζί! Αξιοσημείωτο είναι ότι όλοι οι παραβρισκόμενοι ανεξαιρέτως έσκυβαν με ευλάβεια το κεφάλι και έριχναν χρήματα σε ένα κεσεδάκι που κρατούσε η οδηγός. Αφού λοιπόν η γριούλα αναχώρησε ξετυλίχτηκε μπροστά μας μια άλλη πραγματικότητα στην ερημωμένη αγορά. Βλέπετε κάποιοι άνθρωποι από αυτούς που όλη μέρα πουλάνε ρούχα ή μαγειρεύουν νούντλς ή φτιάχνουν χυμούς σε καρύδες ή τέλος πάντων εμπορεύονται κάτι, όταν πέσει η νύχτα τη πέφτουν για ύπνο κάτω από το πάγκο τους. Ίσως αυτό δεν θα έπρεπε να μας σοκάρει αφού αντίστοιχα εικόνες αστέγων, δυστυχώς έχουμε αρχίσει να συνηθίζουμε και στην χώρα μας. Νομίζω το πιο σόκιν για εμάς έγκειται στη γνώση ότι ο άνθρωπος αυτός εργάζεται, για πάνω από 10 ώρες ημερησίως, μέσα στην ζέστη πουλάει τη πραμάτεια του και δεν έχει τη δυνατότητα να έχει ένα σπιτικό. Σε κάποια σημεία βλέπαμε και ολόκληρες οικογένειες στρωματσάδα στο πεζοδρόμιο. Παράλληλα περιφέρονταν γύρω τους διάφορα έρποντα και λιμάζονταν τα απομεινάρια των πάγκων ενώ μια (άλλη) γριά που προσπαθούσε με μια σκούπα και ένα κουβά νερό να τα απομακρύνει. Απομακρυνθήκαμε και εμείς με μισή διάθεση χωρίς ακόμα να έχουμε βρει λύση για την μεταφορά των πραγμάτων μας. Κινηθήκαμε σε μια αγορά που ήταν ακόμα ανοιχτή γύρω από το Bayok tower αλλά δεν βρήκαμε τίποτα σε τσάντα. Αντιθέτως σε ένα ανοιχτό κατάστημα βρήκα μια ωραιότατη παντελόνα για την οποία πήγα να παζαρέψω για καλύτερη τιμή. Στο βάθος όμως παρατήρησα ένα στρωμένο κρεβάτι με δυο μικρά παιδάκια πάνω να κοιμούνται και μια ακόμα κοπέλα να ετοιμάζεται να ξαπλώσει. Πλήρωσα κανονικά.
Η εμπειρία μας ολοκληρώθηκε με τη δοκιμή ενός φρούτου για το οποίο στη Ταϊλάνδη υπάρχει νόμος όπου απαγορεύει τη μεταφορά του εντός δημοσίων κτιρίων λόγω της πληθωρικής μυρωδιάς του. Η γεύση του Ντούριαν ήταν αντάξια της φήμης του. Ο κάδος σκουπιδιών και τα 2 μπουκαλάκια νερό θα σας πουν τα υπόλοιπα.
Με αυτές τις διαθέσεις πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς τη στάση του sky-train ενώ έμοιαζε σαν να μπήκαμε στο χωροχρόνο. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει από τη καταναλωτική φρενίτιδα αφήνοντας πίσω τους άστεγους, επαίτες, μερικές γυναίκες που έπιαναν το πόστο τους, λίγες κουζίνες να μαγειρεύουν τα τελευταία πιάτα και μικρά πηγαδάκια ντόπιων που γιόρταζαν τη λήξη της βάρδιας τους...
Μόλις λίγα λεπτά πριν φτάσουμε στη στάση του τραίνου αποφασίσαμε ότι είχαμε δει αρκετά και πήραμε ένα ταξί για το ξενοδοχείο. Δεν μπορώ να πω ότι νιώσαμε κάποιο κίνδυνο απλά είχαμε «χορτάσει» από τις εικόνες. Επίσης μια τεράστια κατσαρίδα είχε κάνει μια πολύ στενή επαφή με το πόδι μου και βρισκόμουν σε κατάσταση σοκ.
Φτάνοντας στο ξενοδοχείο και αφού απολαύσαμε ένα ρομαντικό δείπνο στο εστιατόριο δίπλα στο ποτάμι, μην έχοντας άλλη επιλογή, πήρα το σετ ραπτικής από τα complimentary του δωματίου και ξεκίνησα να ράβω! Μετά από μία ώρα εντατικής εργασίας κατάφερα με ένα πολύχρωμο γαζί να επουλώσω τις πληγές της δεξιάς τιράντας του backpack μου και ξεκινήσαμε να ετοιμάζουμε τα πράγματα μας.
Είχαμε ζητήσει από τον ρεσεψιονίστ να μας ξυπνήσει κατά τις 03:30 για φύγουμε για το αεροδρόμιο καθώς η πτήση μας αναχωρούσε στις 6:50. Όταν επιτέλους καταφέραμε να φέρουμε τα πράγματα μας σε μια σειρά, καθώς όλο και κάτι πραγματάκια είχαμε ψωνίσει από δω και από εκεί, το ρολόι έδειχνε 01:30 δηλαδή είχαμε 2 ωρίτσες να ξεκουραστούμε. Αλλά μέσα μου είχε ξυπνήσει η πριγκίπισσα η οποία ήθελε να πιεί ένα κοκτέιλ απωθημένο από το προηγούμενο βράδυ. Ανακάλυψα λοιπόν ότι στο τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου μας λειτουργεί μπαρ και με παρακάλια έπεισα τον σύντροφο να περάσουμε high class τις εναπομείναντες 2 ώρες που είχαμε στην Μπανγκόκ. Άντε ξανανοίξαμε τις τσάντες, ντυθήκαμε, στολιστήκαμε και βγήκαμε με αέρα του Χόμφρευ Μπόγκαρντ και της Ίγκριντ Μπέργκμαν στο λόμπι να πάρουμε το ασανσέρ. Περιττό να πω ότι το μπαρ είχε κλείσει...
Έτσι το πρωινό ξύπνημα μας βρήκε άυπνους. Κάναμε ένα τσιγάρο στη προβλήτα του ξενοδοχείου μας περιμένοντας το ταξί, έτοιμοι να αλλάξουμε σελίδα στο ταξίδι μας! Κο Παγκάν ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ!!!
Όλα τα ταξίδια βέβαια έχουν ίδια αφετηρία. Δημιουργήθηκαν την ώρα εκείνη που γεννιούνται τα όνειρα και οι γενναίοι θαλασσοπόροι. Πλάστηκαν στην αρχική ύλη των ανθρώπων, εκείνων των τρελών ανθρώπων που πάσχιζαν να ανακαλύψουν τι κρύβεται πίσω από τα βουνά. Που αναρωτιόντουσαν αν τάχα να συνεχίζει ο ορίζοντας στις θάλασσες…
7 χρόνια αργότερα, γνωριστήκαμε. Μέσα στα σχέδια που κάναμε ήταν και αυτό. Ένα ταξίδι στη πατρίδα της ξύλινης μάσκας. Πέρασαν άλλα 7 χρόνια. Η Ταϊλάνδη μας κοιτούσε περιπαικτικά καθώς εμείς αλωνίζαμε στις γειτονιές της Ευρώπης. Και περίμενε…
Το ταξίδι μας με το καιρό πέρασε από φάσμα του θεωρητικού και έγινε ένας χειροπιαστός, χρονικά προσδιορισμένος προορισμός. Οι αποφάσεις πάρθηκαν σε πείσμα των καιρών, τιμώντας παλιές υποσχέσεις. Και ένα απόγευμα Τετάρτης έγινε πραγματικότητα …
Από την πύλη του Ελ. Βενιζέλος, ο χρόνος ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα.
Τα συναισθήματα του συντρόφου μου παρέμεναν αδιευκρίνιστα καθώς ταλαντεύονταν ανάμεσα στον ενθουσιασμό του ταξιδευτή αλλά και στη πεποίθηση ότι η επιλογή μας να πραγματοποιήσουμε αυτό το ταξίδι ερχόταν στη πιο ακατάλληλη οικονομικά φάση που έχουμε βρεθεί σαν ζευγάρι. Πέραν του οικονομικού μας προβληματισμού υπήρχε και ο διάχυτος φόβος ότι ο προορισμός μας θα αποδειχθεί άνθρακας καθώς επισκεπτόμασταν την Ταϊλάνδη την εποχή της έναρξης των μουσώνων. Ιστορίες για πρωτόγνωρα υψηλές θερμοκρασίες και τροπικές καταιγίδες που βυθίζουν ολόκληρα χωριά, μου έφερναν στο μυαλό σενάρια διακοπών ικανά να προταθούν για θρίλερ. Το μόνο θετικό ήταν ότι λόγω της χαμηλής σεζόν οι τιμές θα ήταν ακόμα πιο προσιτές και θα αποφεύγαμε τη τουριστική μαζικότητα. Αμφότερες οι αγωνίες παρέμειναν κρυμμένες και ανείπωτες πίσω από τα χείλη μας. Οι αρνητικές μας σκέψεις δεν περιοριζόντουσαν μόνο σε όσα θα συναντούσαμε μπροστά μας αλλά και όσα αφήναμε πίσω μας, δουλειές, νοικοκυριό, εργασιακά άγχη με τις χιλιάδες ασήμαντες λεπτομέρειες τους που τις έχουμε ανυψώσει πάνω από το νόημα της ζωής μας.
Ευτυχώς όπως μας έλεγαν οι stereo nova, «όταν τα αεροπλάνα πετάνε, η γη απλώνεται και οι άνθρωποι ξεχνάνε… ». Ο σύντροφος μου κράτησε το χέρι σφιχτά καθώς ξεκολλούσαμε από το έδαφος αφήνοντας τα γήινα προβλήματα της ρουτίνας μας να περιπλανιούνται άσκοπα πάνω στη πίστα της απογείωσης. Τα σενάρια καταστροφής αποχώρησαν από το προσκήνιο και άραξαν στο πιο ανήλιαγο μέρος του μυαλού μας. Και ο πραγματικός ήλιος πίσω από το μικρό μας παράθυρο έσβησε αφήνοντας πίσω του μια πολύχρωμη αύρα. «Καλή αντάμωση στην άλλη μεριά», πρόλαβα να του φωνάξω πριν χαθεί κάτω από τα σύννεφα.
Μετά από τη ταινία «οι Άθλιοι» σε μιούζικαλ, αρκετά επεισόδια του “how I met your mother”, ένα γεύμα, 2-3 ποτηράκια κρασί και στο ενδιάμεσο μικρά διαλείμματα άβολου ύπνου, αφιχθήκαμε στο αεροδρόμιο του Ντουμπάι όπου θα αναμέναμε για 5 ατελείωτες ώρες την ανταπόκριση για την Μπανγκόκ.
Η επιτακτική ανάγκη για τσιγάρο μας πέρασε γρήγορα από διαδρόμους, ελέγχους και καταστήματα καθώς αναζητούσαμε την πινακίδα της Winston, περήφανο χορηγό όλων των αεροδρομικών καπνιστηρίων σε παγκόσμια εμβέλεια όπως και αποδείχτηκε. Αφού φορτώσαμε την απαιτούμενη νικοτίνη στο σύστημα μας, περιπλανηθήκαμε στο χώρο αναμονής παρατηρώντας το πολυπολιτισμικό μωσαϊκό πληθυσμών ταξιδιωτών και εργαζομένων. Η ξανθιά μου κόμη οφείλω να ομολογήσω ότι δεν πέρασε τόσο απαρατήρητη στον ανδρικό πληθυσμό του αραβικού κόσμου καθώς μια ομάδα σεΐχηδων έμοιαζε να υπολογίζει το βάρος μου σε καμήλες. Παρόλα αυτά ο καλός μου αποφάσισε να ΜΗΝ με πουλήσει για να κάνει την τύχη του. Εγώ ταπεινά μερικά βήματα πίσω του επαναλάμβανα σαν μάντρα ότι “ΔΕΝ μπορεί να με πουλήσει γιατί εγώ ΔΕΝ του ανήκω”.
Η αναμονή μας κάποια στιγμή τελείωσε και βρεθήκαμε ξανά σε ακόμα πιο πολυτελείς αεροπορικές θέσεις έχοντας μπροστά μας 6,5 ώρες για να διασχίσουμε τον εναέριο χώρο της Ινδίας.
Η οθόνη στη πλάτη του μπροστινού μου καθίσματος έδειχνε το χάρτη της γης χωρισμένο σε φως και σκοτάδι. Κοίταξα το σκοτάδι έξω από το παράθυρο μου, ενώ στο προορισμό μας ο ήλιος μόλις θα είχε ανατείλει. Και κάποια στιγμή κάπου εκεί πάνω από τον Κόλπο της Βεγγάλης συναντήσαμε τον ήλιο που ερχόταν να μας προϋπαντήσει από την αντίθετη πλευρά του κόσμου. Ήταν μια από εκείνες τις στιγμές που πραγματικά νιώθεις πολύ μικρός αλλά και πολύ ξεχωριστός απέναντι στην απεραντοσύνη του σύμπαντος μέσα από την νεοαποκτηθείσα γνώση ότι αυτή την άτιμη τεράστια σφαίρα τελικά μπορείς να την δαμάσεις, να παίξεις μαζί της, να την κατακτήσεις… Γιορτάσαμε τον ορίζοντα που όλο και χρύσιζε με ένα γευστικό πρωινό και τα πρώτα νικηφόρα χαμόγελα για αυτή τη μικρή μας κατάκτηση να ανταμώσουμε τον ήλιο πάνω από τον Κόλπο της Βεγγάλης ενώ η μικρή κουκίδα που όριζε το σπίτι μας έστεκε ακόμα σκοτεινή και ακίνητη πάνω στο χάρτη της οθόνης μου.
Οι τελευταίες ώρες της πτήσης αποδείχτηκαν και οι πιο επίπονες. Όμως ο χρόνος, όσο και εάν τον έχουμε εξημερώσει με ρολόγια και οριοθετήσει σε δευτερόλεπτα, λεπτά και ώρες, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να σταματήσουμε την αέναη ροή του. Και το αεροσκάφος μας κύλισε πάλι στη γη και οι κουρασμένοι ταξιδιώτες τεντώθηκαν να ξεπιαστούν καθώς ένας καινούργιος κόσμος μόλις άνοιγε την πόρτα να τους υποδεχτεί.
Μέρος Ι
Bangkok - Αντιθέσεις, μπακπάκερς και πεντάστερα
Περάσαμε τον έλεγχο των διαβατηρίων και βγάλαμε τη τουριστική βίζα ενώ τα ολοκαίνουργια μας διαβατήρια πήραν το βάπτισμα του πυρός και πλέον φέρουν την πρώτη τους σφραγίδα. “Και σε πολλές ακόμα” τους ευχήθηκα παρόλη τη κούραση μου.
Ο “ταξιδιώτης”, δηλαδή η μικρή μας ταλαίπωρη πρώην κουτσή και τώρα με προσθετικό ποδάρι βαλίτσα, ξεπρόβαλε ανάμεσα από της άλλες αποσκευές χαρούμενη που είχε καταφέρει ακόμα μια φορά να φτάσει στον ίδιο προορισμό με εμάς. Στο γκρίζο προσθετικό της μέλος ο σύντροφος μου είχε ζωγραφίσει μια χαμογελαστή φάτσα ώστε να μην νιώθει παρακατιανή σε σχέση με τις άλλες βαλίτσες. Αυτό το χαμόγελο μεταφέρθηκε μαγικά στα χείλη μας όταν την αντικρίσαμε νιώθοντας μια αίσθηση αντάμωσης με κάτι οικείο.
Είχαμε προετοιμαστεί για την ζέστη που θα αντιμετωπίσουμε κατά την έξοδο μας από το αεροδρόμιο και δεν μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Όπως αποδείχτηκε στην πορεία βιαστήκαμε να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας. Μια κοροϊδευτική φωνή από κάπου ψηλά μας έκανε να αντιληφθούμε ότι στην προσπάθεια μας να αποφύγουμε τους τελωνιακούς ελέγχους είχαμε βγει στην έξοδο των πληρωμάτων και όχι των επιβατών. Ο λόγος που τους αποφεύγαμε ως λαθρέμποροι ήταν επειδή μεταφέραμε, με επιφύλαξη της νομιμότητας τους, κάποια άκρως πολύτιμα προϊόντα, δώρα σε φίλους φίλων μας, κατοίκους Ταϊλάνδης, που θα μας εξυπηρετούσαν κατά τη διαμονή μας. Ευτυχώς τα 2 μπουκάλια ελαιόλαδο και τα βάζα με τη ρίγανη και το θυμάρι δεν στερήθηκαν της ελευθερίας τους και όλοι μαζί κατηφορίσαμε στο κιόσκι για να πάρουμε ταξί. Εκεί είχαμε και την πρώτη μας εμπειρία με μια άγνωστη και μυστήρια γλώσσα, τα Ταϊλανδό-αγγλικά.
Το ταξί έτρεχε αρκετά και εμείς αποκαμωμένοι χαζεύαμε με θαυμασμό τους πανύψηλους ουρανοξύστες με τις τεράστιες επιγραφές που διαφήμιζαν γνωστά μοτίβα αλλά ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε και η καρακίτς φούξια και πλουμιστή διακόσμηση του μέσου μεταφοράς μας. Οι εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά μας είχαν τόσες πολλές αντιθέσεις, που ανυπομονούσαμε να ξεκουραστούμε για να είμαστε σε θέση να τις εκτιμήσουμε. Κάτι που συναντήσαμε αρκετά συχνά στην Μπανγκόκ, ήταν ότι όπου υπήρχε κλιματιστικό η θερμοκρασία του χώρου δεν υπερέβαινε τους 16 βαθμούς κελσίου (ενώ έξω είχε 43) με αποτέλεσμα μέχρι να το ταξί μας να φτάσει στο ξενοδοχείο, εμείς να αναβιώσουμε το κρύο που είχαμε φάει στο Άμστερνταμ κάποια Χριστούγεννα. Το ξενοδοχείο που είχα κλείσει στην Μπανγκόκ ήταν η απόλυτη εκμετάλλευση της διαφοράς του συναλλάγματος, της χαμηλής σεζόν και του smart deal -70% που πρόσφερε η bookings. Ήταν η πρώτη (και μάλλον η τελευταία) φορά που θα μέναμε σε 5άστερο.
Το ταξί σταμάτησε στον πρώτο από τους 3 πανομοιότυπους ουρανοξύστες.
Αμέσως εμφανίστηκαν οι σεκιούριτι και τα bell boys, μας άνοιξαν τις πόρτες και φορτώθηκαν τις βαλίτσες μας. Ήταν η Kodak moment που κατά καιρούς είχα ονειρευτεί αλλά εξελίχθηκε σε αποτυχία καθώς ήμουν υπερβολικά ταλαιπωρημένη και το ακόμα πιο ταλαίπωρο backpack μου μη μπορώντας να αντέξει τη συγκίνηση του πρώτου του υπερατλαντικού ταξιδιού, του είχε ξηλωθεί η μία τιράντα με αποτέλεσμα να νιώθω σαν το φτωχό συγγενή σε ένα πολυτελές κοσμικό γεγονός. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και οι κηπουροί κοίταζαν περίεργα, ήμασταν η προσωποποίηση της οικονομικής κρίσης, με φόρμες, σχισμένες τσάντες, βαλίτσα με ειδικές ανάγκες, το πεντάστερο μας μάρανε. Το ξενοδοχείο πάντως ήταν εντυπωσιακό, οι υποκλίσεις τους βαθιές, το δωμάτιο τεράστιο και η θέα από το μπαλκόνι έμοιαζε με αφίσα. Επιτέλους απλώσαμε τα κορμιά μας σε ένα σεβαστών διαστάσεων κρεβάτι, βάλαμε το κλιματισμό σε μια ανθρώπινη θερμοκρασία και αφεθήκαμε σε ένα βαθύ ύπνο.
Κατά το απογευματάκι με φορτωμένες τις μπαταρίες σαν μια γνήσια backpacker – πριγκίπισσα αποφάσισα ότι η πρώτη μας έξοδος θα ήταν στο βασίλειο των backpackers, δηλαδή στην γνωστη Khao San Road. Πήραμε λοιπόν το φέρυ του ξενοδοχείου το οποίο μας κατέβασε στη κεντρική προβλήτα όπου θα παίρναμε το τουριστικό καραβάκι (Chao Phraya express boat) σύμφωνα με τις οδηγίες του ρεσεψιονίστ. Εκεί λοιπόν συνειδητοποιήσαμε ότι εγώ, η πάντα ενημερωμένη ταξιδιωτική οδηγός της παρέας, λόγω φόρτου εργασίας, δεν είχα κάνει τις απαραίτητες έρευνες τύπου που είμαστε, που πάμε, τι θα απογίνουμε, με αποτέλεσμα να κοιτάμε ένα χάρτη αναρτημένο εκεί για κάνα εικοσάλεπτό μην μπορώντας να θυμηθώ που στο καλό είναι αυτή η Khao San και με τι τρόπο θα την προσεγγίσουμε. Αυτή η μυστήρια γλώσσα που ανέφερα πιο πριν δεν υφίστατο για κάτι ταλαίπωρους καπετάνιους και μούτσους που βρίσκονταν εκεί τριγύρω. Για καλή μας τύχη εμφανίστηκε μια ευγενική Καναδέζα, που μας καλησπέρισε στα Ελληνικά, η οποία μας προμήθευσε με χάρτες, μας πήρε από το χέρι και μας ανέβασε στο σωστό καραβάκι. Παρόλη την προχωρημένη ηλικία της ήταν πιο backpacker από εμάς καθώς έμενε δίπλα στην Khao San και μας σύστησε και ένα άλλο δρόμο, παράλληλο της Khao Sun –τη Rambuttri Road - όπου θεωρείτο το νέο "cool" μέρος για να επισκεφτείς, αλλά πιο ήσυχο. Αφού την ευχαριστήσαμε, αποχαιρετήσαμε το ποτάμι και εισβάλλαμε στη τσιμεντένια ζούγκλα. Κάτι που αξίζει να αναφερθεί ήταν ότι η θερμοκρασία, παρόλο που είχε νυχτώσει, δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο και τα κτίρια κρατάγανε στους τοίχους τους την λάβρα του μεσημεριού. Στα πεζοδρόμια ήταν στημένες υπαίθριες κουζίνες και ανάδυαν μια πικάντικη μυρωδιά η οποία έδενε με την ερεθιστική οσμή της καύσης πετρελαίου από τις γεννήτριες και ανακατευόταν με την εσάνς των αποχετεύσεων με αποτέλεσμα να πλανάται παντού ένα όχι τόσο ευχάριστο αλλά πραγματικά αξέχαστο άρωμα. Ήταν το άρωμα της Μπανγκόκ και έτσι θα μυρίζαμε και εμείς, και το δωμάτιο, και όλα μας τα υπάρχοντα μέχρι να φύγουμε.
Υπήρχε αρκετός κόσμος γύρω μας για να νιώθεις ασφάλεια αλλά όχι τόσος ώστε να νιώθεις στριμωγμένος. Τουριστικά εστιατόρια και μπαρ με ασιατική διακόσμηση και φωτεινές πινακίδες αλά Λας Βέγκας και το επικό λεωφορείο μπαράκι ήταν από τα αξιοπερίεργα που συναντήσαμε στους δρόμους. Η μουσική όσο βράδιαζε δυνάμωνε και μπερδευόταν με τη μουσική του απέναντι, ερχόταν σε αποκορύφωση με το λαίβ του παρακάτω και έκλεινε με τις νιαουριστικές φωνές από μικροκαμωμένες Ταϊλανδέζες που σε καλούσαν για μασάααααζ. Τροφή για όλες τις αισθήσεις λοιπόν, με όλα τα παραθυράκια του μυαλού και του κορμιού μας ανοιχτά ρουφούσαμε τα ερεθίσματα γύρω μας ενώ τα χείλη μας είχαν αρχίσει να ανταποκρίνονται στην χαμογελαστή ενέργεια του ντόπιου πληθυσμού. Σαν γνήσιοι "δυτικοί που δεν έχουν εγκλιματιστεί ακόμα", δειπνίσαμε με πίτσες, όπου έτυχε η πίτσα να αποδειχθεί μεγαλύτερη της giga pizza των ελληνικών αλυσίδων, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουμε και το αυριανό μας γεύμα. Συμπληρώσαμε την εμπειρία με μερικές δροσερές μπύρες, ονόματι Chang, της οποίας η γεύση συνδυάστηκε με όλες τις γευσιγνωσίες τις Ταϊλανδέζικης κουζίνας που θα ακολουθούσαν. Παρόλη την επιμονή μου να κλείσουμε την βραδιά με δυο κοκτέιλ στο διάσημο Sky bar ο σύντροφος μου με δωροδόκησε με ένα ζευγάρι καινούργια σανδάλια που ζαχάρωνα από έναν πάγκο, και με οδήγησε σε ένα ταξί και έτσι επιστρέψαμε στη πεντάστερη μας πραγματικότητα. Είχαμε αρχίσει να εμπεδώνουμε και την εξωτική γλώσσα των Ταϊλανδό-αγγλικών και κατορθώσαμε να πιάσουμε πολιτική συζήτηση με τον ταξιτζή που μας οδήγησε στο ξενοδοχείο, αναλύοντας του τα προβλήματα της κρίσης στην Ελλάδα (αλλά το πεντάστερο πεντάστερο).
Την επόμενη μέρα ξύπνησα με τη θριαμβευτική ιαχή: “Ξύπνα, ξύπνα είμαστε στην Μπανγκόκ, ξύπνα, ξύπνα” και με χαρά παιδιού ανήμερα Χριστουγέννων τραμπαλίστηκα αρκετές φορές πάνω στο υπέρ διπλό κρεβάτι παρασύροντας στη παιδιάστικη διάθεση και τον σύντροφο μου. Μετά από ένα γρήγορο ξεσκαρτάρισμα, ο tour guide εαυτός μου είχε επιστρέψει και με τη βοήθεια του lonely planet διαμόρφωσα ένα ημερήσιο πρόγραμμα που περιελάμβανε 5-6 αξιοθέατα και 3-4 αγορές. Μπορώ να ομολογήσω ότι το σχέδιο παραήταν αισιόδοξο. Η θερμοκρασία έξω από την ασφάλεια του κλιματιστικού είχε διατηρηθεί στους 43 βαθμούς υπό σκιάν. Φυσικά και δεν θα αφήναμε λίγη ζεστούλα να μας πτοήσει, ερχόμαστε από ένα εύκρατο κλίμα, τα έχουμε ζήσει τα 40άρια μας, τι να πουν και οι Βόρειο-Ευρωπαίοι. Κάπως έτσι επιβιβαστήκαμε στο καραβάκι...
Το μενού μας περιελάμβανε τα εξής:
- Wat Pho (ο ξαπλωμένος χρυσός Βούδας)
- Grand Palace (το παλάτι του Βασιλιά) & Wat Prakeaw (Ναός του Σμαραγδένιου Βούδα)
- Wat Arun (Ο Ναός της Αυγής)
- Chinatown & Pahurat Textile Market
- Pratunam Market
Κάτω από το αδίστακτο φως της ημέρας η εν πλω διαδρομή μας ήταν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία από αυτή που είχαμε το προηγούμενο βράδυ. Τη νύχτα έβλεπες μόνο τα άπειρα φωτάκια των ουρανοξυστών και τις εντυπωσιακές φωταψίες των εστιατορίων & ξενοδοχείων στις όχθες του ποταμού Chao Phraya. Πάνω στο ποτάμι έπλεαν διάφορες φωτισμένες βαρκούλες και καραβάκια φορτωμένα με ανθρώπους και μουσικές, που έμοιαζε σαν μια πλωτή γιορτή. Ήταν στα αλήθεια μια μαγευτική φολκλόρ εικόνα – μια καρποστάλ ορόσημο της έννοιας των διακοπών πασπαλισμένη με Ασιατική κουλτούρα. Την ημέρα έβλεπες τι υπήρχε πραγματικά στις όχθες του ποταμού… Περάσαμε μπροστά από διάφορα παραπήγματα όπου παιδάκια γυμνά βουτούσαν στο ποτάμι να δροσιστούνε, ένα ποτάμι που μύριζε βενζίνα και χαλασμένο φαγητό, όπου αρουραίοι κάνανε εξάσκηση στο κρόουλ κοντά στους αγωγούς του και τα ψάρια έδιναν μάχη να καταβροχθίσουν τη τελευταία ρίψη αποφαγιών από κάποια ανοιχτή αγορά. Σε κάποια από τα πραγματικά υπό κατάρρευση κτίρια διέκρινες απλωμένες μπουγάδες ανάμεσα στις τεράστιες τρύπες που έχασκαν ανοιχτές πάνω στους τοίχους. Το τουριστικό καραβάκι έδεσε στην προβλήτα και κατεβήκαμε. Η προβλήτα στηριζόταν σε μεγάλους, φουσκωμένους ξύλινους πασσάλους που έβγαιναν μέσα από το ποτάμι και φιλοξενούσε πάνω της μικροσκοπικά μαγαζάκια με τουριστικά, σκεπασμένους διαδρόμους με τέντες και φυσικά υπαίθριες κουζίνες με φαγητά, φρούτα και χυμούς. 'Ηταν η πιο αυθεντικά ασιατική εικόνα που είχα αντικρύσει.
Διασχίσαμε το δρόμο και μπήκαμε στη πόλη. Εκεί τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν… Το μισό πεζοδρόμιο το είχαν κάνει κατάληψη οι γνωστές πλέον υπαίθριες κουζίνες. Το υπόλοιπο μισό το καταλάμβανε η πραμάτεια των καταστημάτων. Η αίσθηση της ζέστης είχε αγγίξει ασφυκτικά επίπεδα. Συνέβαλλαν με θέρμη οι αναθυμιάσεις από τις κουζίνες με τα φαγητά, ωμά και μαγειρεμένα, η πετρελαιίλα, η au de toilette υπόνομος και το μαύρο καυσαέριο που είχε τυλίξει τα πάντα σαν πέπλο μυστηρίου. Αυτή η αίσθηση ήταν συνεχόμενη όταν ήσουν στο πεζοδρόμιο, δηλαδή στον ίσκιο, ενώ έκανες σλάλομ τους πάγκους και τα προϊόντα ανάμεσα σε μυριάδες ανθρώπους που ανεβοκατέβαιναν ή άραζαν στη μικρή λωρίδα διέλευσης που είχε απομείνει . Όταν έβγαινες στο δρόμο, ανέπνεες μεν, αλλά τσουρουφλιζόσουν κυριολεκτικά από τον ήλιο και κινδύνευες να σε πατήσουν τα διερχόμενα αμάξια, ταξί, λεωφορεία, τουκ τουκ. Παρένθεση: όταν μας ρώτησαν εάν νιώσαμε ποτέ στο ταξίδι μας ότι κινδυνεύουμε απαντήσαμε εν χορό: Μόνο κάθε φορά που περνάγαμε το δρόμο στη Μπανγκόκ! Ευτυχώς ο ναός δεν ήταν μακριά και σύντομα περνάγαμε την πύλη του ευγνώμονες για τους ανεμιστήρες που ήταν τοποθετημένοι περιμετρικά του χώρου. Το χρυσό άγαλμα του βούδα σου έδινε μια αίσθηση ηρεμίας και κατάνυξης, τα κτίρια ήταν αδιαμφισβήτητα εντυπωσιακά, και μέσα στην ας πούμε αυλή, είχε στηθεί μια ακόμη υπαίθρια αγορά με αναμνηστικά, βιβλία, βότανα, φαγητά και χυμούς.
Εκεί ήπιαμε και τον πρώτο φυσικό χυμό πορτοκάλι με επιφύλαξη στην αρχή και αχόρταγα στην συνέχεια. Ο χώρος ήταν πολύ μεγαλύτερος από ότι περίμενα και είχε πολύ περισσότερα να δεις από το άγαλμα του Βούδα, με μικρούς ναούς, πολλά διαφορετικά αγάλματα, αυθεντικό thai μασάζ σε μια όμορφη αίθουσα, γενικά τόσο μεγάλο που χαθήκαμε! Στην αρχή μεταξύ μας και μετά, αφού λειτούργησε το ένστικτο των 8 χρόνων συμβίωσης και επανεντοπιστίκαμε, χάσαμε την είσοδο που είχαμε μπει. Περιπλανηθήκαμε αρκετή ώρα μέχρι που αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την τουριστική μας εξόρμηση καθώς η ώρα κόντευε 2 το μεσημέρι. Δηλαδή είχαμε περάσει πάνω από 2,5 ώρες στο ναό, το πρώτο (και μοναδικό όπως εξελίχθηκε) αξιοθέατο που είχαμε δει. Χαμένοι καθώς ήμαστε, από αλλού μπήκαμε, από αλλού βγήκαμε και από λάθος κατεύθυνση αρχίσαμε να βαδίζουμε ψάχνοντας για το Grand Palace. Κάτι αγάλματα στη μορφή λευκών ελεφάντων σε μια κυκλική πλατεία θα ορκιζόμουνα ότι τα έβλεπα να χορεύουν καθώς η ζέστη άρχιζε να επηρεάζει εκτός από την υδάτωση του σώματός μου και την ορθή μου κρίση. Ένα μικρό πάρκο στο βάθος ήμουνα σίγουρη ότι ήταν αντικατοπτρισμός αλλά ο σύντροφος μου με τράβηξε από το χέρι και με έκατσε στη σκιά των δέντρων. Εκεί κάναμε μια αναπροσαρμογή του σχεδίου μας, και αποφασίσαμε λόγω της ζέστης να υπερπηδήσουμε τα βασιλικά και τους βούδες και να πάμε κατευθείαν στις αγορές γιατί χρειαζόμουνα καινούργιο μπάκπακ. Πήγαμε να πάρουμε τουκ τουκ για να μας πάει έως την sukumvit όπου θα απολαμβάναμε τη χαρά των ψώνιων και τις ανέσεις κλιματισμού. Ο τουκτουκτζής που βρήκαμε λοιπόν δεν ήθελε να μας πάει εκεί. Ήταν πολύ μακριά για τα γούστα του. Για αδιευκρίνιστους λόγους ο σύντροφος μου άρχισε να του παζαρεύει για να μας πάει μέχρι τη προβλήτα για να περάσουμε απέναντι στο ναό της Αυγής. Ο τουκτουκτζής ήθελε αλλά είχε και την «καταπληκτική» ιδέα να μας πάει βαρκάδα διάρκειας μίας ώρας στον Chao Phraya όπου τύχαινε να έχει ένα φίλο βαρκάρη. Πάνω που ήταν έτοιμα τα αρσενικά να δώσουν τα χέρια, επενέβην ρωτώντας τον καλό μου σύντροφο τι πάει να κάνει εκεί. «Να δούμε το ναό της Αυγής» μου απάντησε με παιδική αφέλεια. Του απάντησα ότι «αυτός δεν σε πάει στο ναό αλλά στο φίλο του για μία ώρα βαρκάδα, δηλαδή εσύ τώρα θέλεις να πάς βαρκάδα;;». «Μα εγώ θέλω να δω τον ναό της Αυγής, πότε θα τον ξαναδούμε τον ναό της αυγής;;» μου αποκρίθηκε με αβέβαιη φωνή. Εκεί κατάλαβα ότι η ζέστη είχε απλώσει τα πλοκάμια της και στον σύντροφο μου και έπρεπε να πάρω γενναίες αποφάσεις. Αποφάσισα λοιπόν να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι το ταπεινό προσωρινό σπιτικό μας διαθέτει και πισίνα. Αποχαιρέτισα το τουκ τουκ και άρχισα να περπατάω με την πεποίθηση της ηλιασμένης ξανθιάς στην αναζήτηση του ποταμιού δίνοντας υποσχέσεις δροσιάς στο σύντροφο μου. Είναι μερικές φορές που πραγματικά δεν έχεις αντίληψη του τι κάνεις και που πας. Μετά από μια ώρα περπάτημα στην αποπνικτική ζέστη το ποτάμι το είχαμε βρει, δεν είχαμε βρει όμως τη σωστή προβλήτα για να πάρουμε το καραβάκι για το ξενοδοχείο. Μετά από άλλη μια ώρα περπάτημα – αρκετά ευχάριστη για μένα παρόλη τη ζέστη, γιατί ανακάλυπτα όλο μικρές προβλήτες και ασιατικά ψαραδο-στενάκια, μόλις 2 στενά πριν τη σωστή προβλήτα, αποφασίσαμε να πάρουμε ταξί!
Αραχτοί λοιπόν στη πισινούλα μας με τις τιμές του καταλόγου απαγορευτικές για το βαλάντιο μας (πεντάστερο δεν ήθελα,δροσιστήκαμε για τα καλά και ξεπεράσαμε την απογοήτευση που το πρωινό μας κύλισε τόσο άδοξα. Δώσαμε υποσχέσεις ότι θα τα δούμε ΟΛΑ τη τελευταία μέρα που θα επιστρέφαμε στη Μπανγκόκ για να πάρουμε την πτήση για το σπιτάκι μας! Στο μεταξύ διπλανή παρέα από την ξαπλώστρα μας απαρτιζότανε από 5 – 6 δυτικούς μεσήλικες διαφόρων εθνικοτήτων οι οποίου διαλαλούσαν τα χθεσινοβραδινά κατορθώματα τους με τις γυναίκες που πλήρωσαν για τις υπηρεσίες τους. Οι περιγραφές τους σε συνδυασμό με τις φάτσες τους και τη πρωινή μας συνειδητοποίηση της ανέχειας του τοπικού πληθυσμού, αποτελούν μια άλλη πλευρά του νομίσματος αυτής της όμορφης χώρας, μιας όψης που ευτυχώς δεν την συναντήσαμε συχνά αλλά νιώσαμε την παρουσία της.
Αφού μπανιαριστίκαμε, χαλαρώσαμε και τσακίσαμε τα απομεινάρια της χθεσινοβραδινής πίτσας ξανά-αναχωρήσαμε – αυτή τη φορά προς τα εμπορικά κέντρα. Αποφασίσαμε να πάρουμε το sky-train για να μεταβούμε στις αγορές και να οικειοποιηθούμε κάπως με τη ζωή αυτής της πόλης, μια ζωή με την οποία δύσκολα μπορούσαμε να ταυτιστούμε. Η άφιξη στο πολυκατάστημα Siam Square ήταν ένα ακόμα πολιτισμικό σοκ για εμάς. Κόσμος, χαμός, όλοι με φουσκωμένες branded σακούλες να πηγαινοέρχονται μιλώντας μεγαλόφωνα στα Ι-pod τους, ένα boy-band σε μια μεγάλη σκηνή να ξεβιδώνεται, ένα πλήθος από ανήλικα κοριτσάκια από κάτω να αλαλιάζει, ο δυτικός πολιτισμός σε όλο του το μεγαλείο. Εγώ πάλι που από πριγκίπισσα είχα γίνει backpacker, ξανά πριγκίπισσα και ξανά backpacker δεν ήθελα το backpack μου να είναι από πολυκατάστημα αλλά από υπαίθρια αγορά. Έτσι αγνοήσαμε όλο αυτό το δυτικό πανηγύρι και ανηφορίσαμε σε αναζήτηση της υπαίθριας pratunam market. Το εικοσάλεπτο περπάτημα που μας είχαν υποδείξει οι περαστικοί αποδείχτηκε ότι είτε το περπάτημα τους είτε η αντίληψη του χρόνου ανήκει σε διαφορετικό μετρικό σύστημα από δικό μας, καθώς δεν εξηγείται αλλιώς. Είχαν περάσει τρία τέταρτα και pratunam πουθενά, μόνο διάφοροι σκόρπιοι πάγκοι με πανηγυριώτικα ρούχα και αξεσουάρ. Καθώς διασχίζαμε γέφυρες και ραχούλες ο μου σύντροφος με αγκάλιασε και μου έδειξε τον ουρανό. Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο η οποία αποφάσισε να εγκατασταθεί ακριβώς πάνω στο αλεξικέραυνο ενός από τους υψηλότερους ουρανοξύστες της πόλης. Αναχωρήσαμε έχοντας τραβήξει μια όμορφη φωτογραφία και μια ακόμα ομορφότερη ανάμνηση. Και ως εκ θαύματος εμφανίστηκε μπροστά μας η αγορά pratunam.
Η οποία και μόλις έκλεινε...
Με άλμα που θα ζήλευε και ο Κεντέρης τρέξαμε να προλάβουμε. Έπρεπε να βρούμε ένα backpack πάση θυσία. Μέσα σε λίγα λεπτά ο γεμάτος ζωή δρόμος έγινε ένα εγκαταλελειμμένο πέρασμα. Το πεζοδρόμιο ήταν καλυμμένο από κάθε λογής σκουπίδια, φαγητά και μυρωδιές, ενώ οι βραδινοί τετράποδοι το ελάχιστο καταναλωτές της αγοράς είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους. Και εκεί που καθόμασταν απογοητευμένοι σε ένα πεζούλι αναλογιζόμενοι το που θα βρούμε ένα backpack ή μια τσάντα τέλος πάντων... εμφανίστηκε μπροστά μας ένα αξιομνημόνευτο θέαμα. Μια τυφλή γριά προχωρούσε στη μέση του περάσματος κρατώντας στο χέρι της ένα μικρόφωνο, ενώ είχε περασμένες από το λαιμό της διάφορες εικονίτσες και ένα τεράστιο κασετόφωνο, σαν εκείνα που κρατούσαν το 90’ οι Άφρο-αμερικάνοι στα σίριαλ. Την καθοδηγούσε μια άλλη γυναίκα, αυτή έβλεπε, ενώ η γριά έψελνε στο μικρόφωνο και η φωνή της έβγαινε δυνατή από τα ηχεία. Ο σύντροφος βρήκε την φωνή της μαγευτική. Εμένα ακόμα με στοιχειώνει... η μορφή της ... η φωνή της ... το κασετόφωνο ...δεν μπορώ να εντοπίσω τι, μάλλον όλα μαζί! Αξιοσημείωτο είναι ότι όλοι οι παραβρισκόμενοι ανεξαιρέτως έσκυβαν με ευλάβεια το κεφάλι και έριχναν χρήματα σε ένα κεσεδάκι που κρατούσε η οδηγός. Αφού λοιπόν η γριούλα αναχώρησε ξετυλίχτηκε μπροστά μας μια άλλη πραγματικότητα στην ερημωμένη αγορά. Βλέπετε κάποιοι άνθρωποι από αυτούς που όλη μέρα πουλάνε ρούχα ή μαγειρεύουν νούντλς ή φτιάχνουν χυμούς σε καρύδες ή τέλος πάντων εμπορεύονται κάτι, όταν πέσει η νύχτα τη πέφτουν για ύπνο κάτω από το πάγκο τους. Ίσως αυτό δεν θα έπρεπε να μας σοκάρει αφού αντίστοιχα εικόνες αστέγων, δυστυχώς έχουμε αρχίσει να συνηθίζουμε και στην χώρα μας. Νομίζω το πιο σόκιν για εμάς έγκειται στη γνώση ότι ο άνθρωπος αυτός εργάζεται, για πάνω από 10 ώρες ημερησίως, μέσα στην ζέστη πουλάει τη πραμάτεια του και δεν έχει τη δυνατότητα να έχει ένα σπιτικό. Σε κάποια σημεία βλέπαμε και ολόκληρες οικογένειες στρωματσάδα στο πεζοδρόμιο. Παράλληλα περιφέρονταν γύρω τους διάφορα έρποντα και λιμάζονταν τα απομεινάρια των πάγκων ενώ μια (άλλη) γριά που προσπαθούσε με μια σκούπα και ένα κουβά νερό να τα απομακρύνει. Απομακρυνθήκαμε και εμείς με μισή διάθεση χωρίς ακόμα να έχουμε βρει λύση για την μεταφορά των πραγμάτων μας. Κινηθήκαμε σε μια αγορά που ήταν ακόμα ανοιχτή γύρω από το Bayok tower αλλά δεν βρήκαμε τίποτα σε τσάντα. Αντιθέτως σε ένα ανοιχτό κατάστημα βρήκα μια ωραιότατη παντελόνα για την οποία πήγα να παζαρέψω για καλύτερη τιμή. Στο βάθος όμως παρατήρησα ένα στρωμένο κρεβάτι με δυο μικρά παιδάκια πάνω να κοιμούνται και μια ακόμα κοπέλα να ετοιμάζεται να ξαπλώσει. Πλήρωσα κανονικά.
Η εμπειρία μας ολοκληρώθηκε με τη δοκιμή ενός φρούτου για το οποίο στη Ταϊλάνδη υπάρχει νόμος όπου απαγορεύει τη μεταφορά του εντός δημοσίων κτιρίων λόγω της πληθωρικής μυρωδιάς του. Η γεύση του Ντούριαν ήταν αντάξια της φήμης του. Ο κάδος σκουπιδιών και τα 2 μπουκαλάκια νερό θα σας πουν τα υπόλοιπα.
Με αυτές τις διαθέσεις πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς τη στάση του sky-train ενώ έμοιαζε σαν να μπήκαμε στο χωροχρόνο. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει από τη καταναλωτική φρενίτιδα αφήνοντας πίσω τους άστεγους, επαίτες, μερικές γυναίκες που έπιαναν το πόστο τους, λίγες κουζίνες να μαγειρεύουν τα τελευταία πιάτα και μικρά πηγαδάκια ντόπιων που γιόρταζαν τη λήξη της βάρδιας τους...
Μόλις λίγα λεπτά πριν φτάσουμε στη στάση του τραίνου αποφασίσαμε ότι είχαμε δει αρκετά και πήραμε ένα ταξί για το ξενοδοχείο. Δεν μπορώ να πω ότι νιώσαμε κάποιο κίνδυνο απλά είχαμε «χορτάσει» από τις εικόνες. Επίσης μια τεράστια κατσαρίδα είχε κάνει μια πολύ στενή επαφή με το πόδι μου και βρισκόμουν σε κατάσταση σοκ.
Φτάνοντας στο ξενοδοχείο και αφού απολαύσαμε ένα ρομαντικό δείπνο στο εστιατόριο δίπλα στο ποτάμι, μην έχοντας άλλη επιλογή, πήρα το σετ ραπτικής από τα complimentary του δωματίου και ξεκίνησα να ράβω! Μετά από μία ώρα εντατικής εργασίας κατάφερα με ένα πολύχρωμο γαζί να επουλώσω τις πληγές της δεξιάς τιράντας του backpack μου και ξεκινήσαμε να ετοιμάζουμε τα πράγματα μας.
Είχαμε ζητήσει από τον ρεσεψιονίστ να μας ξυπνήσει κατά τις 03:30 για φύγουμε για το αεροδρόμιο καθώς η πτήση μας αναχωρούσε στις 6:50. Όταν επιτέλους καταφέραμε να φέρουμε τα πράγματα μας σε μια σειρά, καθώς όλο και κάτι πραγματάκια είχαμε ψωνίσει από δω και από εκεί, το ρολόι έδειχνε 01:30 δηλαδή είχαμε 2 ωρίτσες να ξεκουραστούμε. Αλλά μέσα μου είχε ξυπνήσει η πριγκίπισσα η οποία ήθελε να πιεί ένα κοκτέιλ απωθημένο από το προηγούμενο βράδυ. Ανακάλυψα λοιπόν ότι στο τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου μας λειτουργεί μπαρ και με παρακάλια έπεισα τον σύντροφο να περάσουμε high class τις εναπομείναντες 2 ώρες που είχαμε στην Μπανγκόκ. Άντε ξανανοίξαμε τις τσάντες, ντυθήκαμε, στολιστήκαμε και βγήκαμε με αέρα του Χόμφρευ Μπόγκαρντ και της Ίγκριντ Μπέργκμαν στο λόμπι να πάρουμε το ασανσέρ. Περιττό να πω ότι το μπαρ είχε κλείσει...
Έτσι το πρωινό ξύπνημα μας βρήκε άυπνους. Κάναμε ένα τσιγάρο στη προβλήτα του ξενοδοχείου μας περιμένοντας το ταξί, έτοιμοι να αλλάξουμε σελίδα στο ταξίδι μας! Κο Παγκάν ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ!!!
Attachments
-
227,5 KB Προβολές: 140
-
265 KB Προβολές: 214
-
117,8 KB Προβολές: 184
-
176,2 KB Προβολές: 166
-
227,5 KB Προβολές: 660
-
265 KB Προβολές: 670
-
117,8 KB Προβολές: 677
-
176,2 KB Προβολές: 671
Last edited by a moderator: