Τα καζίνο στην Αλμπέρτα διέπονται από αυστηρή νομοθεσία. Δε γνώριζα τίποτα από αυτά, μιας και δεν είμαι του τζόγου και επίσης ήμουν ακόμη φρέσκος στον Καναδά. Τα έμαθα όμως, σε ένα βράδυ μέσα, αφού με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ο Δημήτρης και με κάλεσε να βοηθήσω στη φιλανθρωπική βραδιά υπέρ της Ελληνικής Κοινότητας. Δέχτηκα μετά χαράς. Δώσαμε ραντεβού στις 9, στο Ντήρφουτ Καζίνο, απέναντι από το πεδίο του Σταμπήντ.
Δεν είχα βρεθεί ποτέ ξανά σε καζίνο, οπότε θεώρησα σωστό και πρέπον να ντυθώ σχετικώς καλά, φρέσκαρα ένα καλό παντελόνι και ένα πουκάμισο με το σίδερο, ξυρίστηκα, παρφουμαρίστηκα και έφυγα.
Μπαίνοντας στο Καζίνο, η απογοήτευση μάλλον φάνηκε στο πρόσωπό μου. Περίμενα να αντικρύσω γκλαμουριά τύπου Τζέημς Μποντ, αλλά τελικά μπροστά μου ήταν η γυφτιά η ίδια. Ασιάτες και Ασιάτισσες με βερμούδες και λουλουδάτα πουκάμισα, άσπρες κάλτσες και σανδάλια και ψαράδικα καπέλα. Ιθαγενείς, αξύριστοι και άξεςτοι, με φόρμες και χρυσαφί φούτερ με πριντ δολλαρίων επάνω και χρυσές καδένες παντού. Λευκοί συνταξιούχοι, με άσπρα μαλλιά λάχανο και φανταχτερά συνθετικά ρούχα. Κατάντια σκέτη λοιπόν. Αργότερα έμαθα πως αυτό το καζίνο είναι το πιο γκλαμουράτο από τα 4-5 που έχει η πόλη.
Αφού συνάντησα το Δημήτρη, με σύστησε στους υπόλοιπους Έλληνες που βρίσκονταν εκεί, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου και άλλων μελών του συμβουλίου της κοινότητας. Αμέσως, έδωσα την ταυτότητά μου στην ασφάλεια του καζίνο και μου έδωσαν μια κονκάρδα που έγραφε «εθελοντής». Με ενημέρωσαν πως ήμουν υποχρεωμένος να τη φορώ καθόλη την παραμονή μου στο χώρο, πως απαγορευόταν να ποντάρω, να παίξω ή ακόμη και να καταναλώσω αλκοόλ. Μου είπαν όμως, πως μπορώ να δείξω την κονκάρδα και να παραγγείλω απεριόριστα φαγητά ή αναψυκτικά. Τέλεια!
Το καθήκον μου θα ήταν να μετρήσω χρήματα δύο φορές, μία στις 11 τη νύχτα και μία στις 1 το πρωί, μαζί με τους υπόλοιπους της παρέας. Εφόσον ήταν ακόμη νωρίς, πήγαμε όλοι μαζί (10 μαντράχαλοι) στο εστιατόριο του καζίνο και παραγγείλαμε όλοι το πιο ακριβό πιάτο, βοδινή μπριζόλα Νέας Υόρκης. Υπέροχη! Ζουμερή και ψημένη όπως πρέπει, μήντιουμ ρέαρ. Εκεί ,στην ομήγυρη, ενημερώθηκα και για το καθεστώς και τη νομοθεσία γύρω από τα καζίνο στην επαρχία μας.
Τα καζίνο παίρνουν την άδεια λειτουργίας από την επαρχιακή κυβέρνηση. Βάσει νομοθεσίας, το 80% του καθημερινού τζίρου του κάθε καζίνο πηγαίνει στην επαρχία. Το 15% είναι το κέρδος της εταιρείας που διοικεί το καζίνο και το υπόλοιπο 5% πηγαίνει σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Κάθε βράδυ, δηλαδή, έχουν διαφορετικό οργανισμό όπου του δίνουν το 5% για την ανάπτυξή του. Κάθε ένας από αυτούς τους οργανισμούς που συμμετέχουν υποχρεούνται να παρέχουν εθελοντική εργασία, σε διάφορους τομείς του καζίνου για εκείνη τη βραδιά.
Στις 11 λοιπόν, περιμέναμε έξω από την πόρτα ενός δωματίου χωρίς παράθυρα, αλλά μόνο με μια πόρτα χρηματοκιβωτίου, καμιά 20αριά εκατοστά χοντρή, με μερικές δεκάδες αμπάρες να την κρατούν κλειστή. Χτύπησε ένα κουδούνι, άναψε ένα κόκκινο φως και η πόρτα άνοιξε. Μέσα βρισκόταν μια κυρία, Καναδή, υπάλληλος της κυβέρνησης, της οποίας η δουλειά είναι η διαχείριση των εισπράξεων και των εθελοντών. Με την καθοδήγησή της θα μετρούσαμε τα χρήματα. Καθίσαμε γύρω από ένα τραπέζι με τέσσερις υπολογιστές και τέσσερις μηχανές καταμέτρησης χαρτονομισμάτων. Οκτώ από εμάς κατέλαβαν από ένα μηχάνημα ή υπολογιστή και δύο έμειναν όρθιοι στην κορυφή του τραπεζιού. Η κυρία μας ενημέρωσε πως σε δυο-τρία λεπτά θα μας έφερναν ένα μεγάλο βαγόνι με κλειδωμένα κουτιά γεμάτα χρήματα. Μας εξήγησε τη διαδικασία και πως επίσης μας παρακολουθούν ζωντανά από 4 κάμερες και πως επίσης κανείς δε θα μπορούσε να αφήσει το δωμάτιο πριν τελειώσει η καταμέτρηση. Παρακαλούσα μέσα μου να μην έχω καμία στομαχική διαταραχή από την μπριζόλα και τα 2-3 κιτ κατ που έφαγα πριν κλειδωθώ σ’ένα δωμάτιο με άλλους έντεκα, χωρίς μπάνιο.
Τελικά και λόγω του ότι ήταν Δευτέρα, τα πιο πολλά κουτιά είχαν ελάχιστα χρήματα. Η πρώτη καταμέτρηση τελείωσε γρήγορα. Μετρήσαμε περί των 150 χιλιάδων δολλαρίων. Βγήκαμε γρήγορα, αν και διασκεδάζαμε αρκετά με τα σόκιν ανέκδοτα που μας έλεγε η κυρία. Εμείς τη δουλεύαμε στα ελληνικά, με τρόπο, μην καταλάβει (λες!) ότι μιλούσαμε γι’αυτή.
Βγήκαμε έξω από το δωμάτιο, κάναμε ένα περίπατο στη σάλα με τους κουλοχέρηδες, χαζέψαμε, φάγαμε πάλι γλυκά, ήπιαμε ένα σωρό καφέδες και αναψυκτικά, όλα δωρεάν, κυρίως από βαρεμάρα και όχι από πείνα. Έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τις μιάμιση τη νύχτα για τη δεύτερη καταμέτρηση.
Όταν ήρθε εκείνη η ώρα, ξανά μανά, η ίδια διαδικασία φτου κι απ’ την αρχή. Μόνη έκπληξη, είχαμε να μετρήσουμε περισσότερα χρήματα αυτή τη φορά. Το κουτί με το μεγαλύτερο ποσό ερχόταν από ένα τραπέζι όπου έπαιζαν κινέζικο μπάκαρα, ή κάτι τέτοιο. Μετρήσαμε κάτι επιταγές 5 και δέκα χιλιάδων δολλαρίων! Μου ερχόταν να βάλω τα κλάμματα από την αδικία. Σκεφτόμουν πόσα δίδακτρα θα πλήρωνα με μία από αυτές τις επιταγές, που κάποιος κινέζος πέταξε στα σκουπίδια. Εκεί ενημερώθηκα από τους άλλους πως οι κινέζοι είναι παθιασμένοι τζογαδόροι και πως θα παίξουν ακόμη κι αυτοί που μαζεύουν κουτάκια αναψυκτικών στους δρόμους.
Τελειώσαμε γύρω στις 2μιση το πρωί και πήρα ένα ταξί για το σπίτι. Την επομένη το βράδυ θα είχαμε τη δεύτερη βραδιά μας εκεί. Θα βοηθούσα πάλι. Απλά αυτή τη φορά, πήγα με βερμούδα και σαγιονάρες.-
Δεν είχα βρεθεί ποτέ ξανά σε καζίνο, οπότε θεώρησα σωστό και πρέπον να ντυθώ σχετικώς καλά, φρέσκαρα ένα καλό παντελόνι και ένα πουκάμισο με το σίδερο, ξυρίστηκα, παρφουμαρίστηκα και έφυγα.
Μπαίνοντας στο Καζίνο, η απογοήτευση μάλλον φάνηκε στο πρόσωπό μου. Περίμενα να αντικρύσω γκλαμουριά τύπου Τζέημς Μποντ, αλλά τελικά μπροστά μου ήταν η γυφτιά η ίδια. Ασιάτες και Ασιάτισσες με βερμούδες και λουλουδάτα πουκάμισα, άσπρες κάλτσες και σανδάλια και ψαράδικα καπέλα. Ιθαγενείς, αξύριστοι και άξεςτοι, με φόρμες και χρυσαφί φούτερ με πριντ δολλαρίων επάνω και χρυσές καδένες παντού. Λευκοί συνταξιούχοι, με άσπρα μαλλιά λάχανο και φανταχτερά συνθετικά ρούχα. Κατάντια σκέτη λοιπόν. Αργότερα έμαθα πως αυτό το καζίνο είναι το πιο γκλαμουράτο από τα 4-5 που έχει η πόλη.
Αφού συνάντησα το Δημήτρη, με σύστησε στους υπόλοιπους Έλληνες που βρίσκονταν εκεί, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου και άλλων μελών του συμβουλίου της κοινότητας. Αμέσως, έδωσα την ταυτότητά μου στην ασφάλεια του καζίνο και μου έδωσαν μια κονκάρδα που έγραφε «εθελοντής». Με ενημέρωσαν πως ήμουν υποχρεωμένος να τη φορώ καθόλη την παραμονή μου στο χώρο, πως απαγορευόταν να ποντάρω, να παίξω ή ακόμη και να καταναλώσω αλκοόλ. Μου είπαν όμως, πως μπορώ να δείξω την κονκάρδα και να παραγγείλω απεριόριστα φαγητά ή αναψυκτικά. Τέλεια!
Το καθήκον μου θα ήταν να μετρήσω χρήματα δύο φορές, μία στις 11 τη νύχτα και μία στις 1 το πρωί, μαζί με τους υπόλοιπους της παρέας. Εφόσον ήταν ακόμη νωρίς, πήγαμε όλοι μαζί (10 μαντράχαλοι) στο εστιατόριο του καζίνο και παραγγείλαμε όλοι το πιο ακριβό πιάτο, βοδινή μπριζόλα Νέας Υόρκης. Υπέροχη! Ζουμερή και ψημένη όπως πρέπει, μήντιουμ ρέαρ. Εκεί ,στην ομήγυρη, ενημερώθηκα και για το καθεστώς και τη νομοθεσία γύρω από τα καζίνο στην επαρχία μας.
Τα καζίνο παίρνουν την άδεια λειτουργίας από την επαρχιακή κυβέρνηση. Βάσει νομοθεσίας, το 80% του καθημερινού τζίρου του κάθε καζίνο πηγαίνει στην επαρχία. Το 15% είναι το κέρδος της εταιρείας που διοικεί το καζίνο και το υπόλοιπο 5% πηγαίνει σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Κάθε βράδυ, δηλαδή, έχουν διαφορετικό οργανισμό όπου του δίνουν το 5% για την ανάπτυξή του. Κάθε ένας από αυτούς τους οργανισμούς που συμμετέχουν υποχρεούνται να παρέχουν εθελοντική εργασία, σε διάφορους τομείς του καζίνου για εκείνη τη βραδιά.
Στις 11 λοιπόν, περιμέναμε έξω από την πόρτα ενός δωματίου χωρίς παράθυρα, αλλά μόνο με μια πόρτα χρηματοκιβωτίου, καμιά 20αριά εκατοστά χοντρή, με μερικές δεκάδες αμπάρες να την κρατούν κλειστή. Χτύπησε ένα κουδούνι, άναψε ένα κόκκινο φως και η πόρτα άνοιξε. Μέσα βρισκόταν μια κυρία, Καναδή, υπάλληλος της κυβέρνησης, της οποίας η δουλειά είναι η διαχείριση των εισπράξεων και των εθελοντών. Με την καθοδήγησή της θα μετρούσαμε τα χρήματα. Καθίσαμε γύρω από ένα τραπέζι με τέσσερις υπολογιστές και τέσσερις μηχανές καταμέτρησης χαρτονομισμάτων. Οκτώ από εμάς κατέλαβαν από ένα μηχάνημα ή υπολογιστή και δύο έμειναν όρθιοι στην κορυφή του τραπεζιού. Η κυρία μας ενημέρωσε πως σε δυο-τρία λεπτά θα μας έφερναν ένα μεγάλο βαγόνι με κλειδωμένα κουτιά γεμάτα χρήματα. Μας εξήγησε τη διαδικασία και πως επίσης μας παρακολουθούν ζωντανά από 4 κάμερες και πως επίσης κανείς δε θα μπορούσε να αφήσει το δωμάτιο πριν τελειώσει η καταμέτρηση. Παρακαλούσα μέσα μου να μην έχω καμία στομαχική διαταραχή από την μπριζόλα και τα 2-3 κιτ κατ που έφαγα πριν κλειδωθώ σ’ένα δωμάτιο με άλλους έντεκα, χωρίς μπάνιο.
Τελικά και λόγω του ότι ήταν Δευτέρα, τα πιο πολλά κουτιά είχαν ελάχιστα χρήματα. Η πρώτη καταμέτρηση τελείωσε γρήγορα. Μετρήσαμε περί των 150 χιλιάδων δολλαρίων. Βγήκαμε γρήγορα, αν και διασκεδάζαμε αρκετά με τα σόκιν ανέκδοτα που μας έλεγε η κυρία. Εμείς τη δουλεύαμε στα ελληνικά, με τρόπο, μην καταλάβει (λες!) ότι μιλούσαμε γι’αυτή.
Βγήκαμε έξω από το δωμάτιο, κάναμε ένα περίπατο στη σάλα με τους κουλοχέρηδες, χαζέψαμε, φάγαμε πάλι γλυκά, ήπιαμε ένα σωρό καφέδες και αναψυκτικά, όλα δωρεάν, κυρίως από βαρεμάρα και όχι από πείνα. Έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τις μιάμιση τη νύχτα για τη δεύτερη καταμέτρηση.
Όταν ήρθε εκείνη η ώρα, ξανά μανά, η ίδια διαδικασία φτου κι απ’ την αρχή. Μόνη έκπληξη, είχαμε να μετρήσουμε περισσότερα χρήματα αυτή τη φορά. Το κουτί με το μεγαλύτερο ποσό ερχόταν από ένα τραπέζι όπου έπαιζαν κινέζικο μπάκαρα, ή κάτι τέτοιο. Μετρήσαμε κάτι επιταγές 5 και δέκα χιλιάδων δολλαρίων! Μου ερχόταν να βάλω τα κλάμματα από την αδικία. Σκεφτόμουν πόσα δίδακτρα θα πλήρωνα με μία από αυτές τις επιταγές, που κάποιος κινέζος πέταξε στα σκουπίδια. Εκεί ενημερώθηκα από τους άλλους πως οι κινέζοι είναι παθιασμένοι τζογαδόροι και πως θα παίξουν ακόμη κι αυτοί που μαζεύουν κουτάκια αναψυκτικών στους δρόμους.
Τελειώσαμε γύρω στις 2μιση το πρωί και πήρα ένα ταξί για το σπίτι. Την επομένη το βράδυ θα είχαμε τη δεύτερη βραδιά μας εκεί. Θα βοηθούσα πάλι. Απλά αυτή τη φορά, πήγα με βερμούδα και σαγιονάρες.-