Αυτή είναι μια ιστορία για το πώς την πάτησα. Ήταν 2 ή 3 Ιουνίου και ο συγκάτοικός και καλύτερος φίλος μου με κάλεσε να πάω μαζί του σε μια εκδρομή στα βουνά. Όπως μου εξήγησε, τον είχε καλέσει ο προϊστάμενός του και θα ήταν μαζί και ο πρόεδρος της εταιρείας στην οποία εργάζεται, να πάνε για «περπάτημα» γύρω από μια λίμνη, «εδώ κοντά». Φυσικά, δε χάνω ευκαιρία για εκδρομή, οπότε συμφώνησα.
Το προηγούμενο βράδυ δούλευα μέχρι αργά και μόλις γύρισα σπίτι φτιάξαμε σάντουιτς για την εκδρομή. Έπρεπε να σηκωθούμε στις τέσσερις το πρωί. Θα συναντούσαμε τους υπόλοιπους έξω από το ΜακΝτόναλντς στην εθνική στις 5. Κοιτάξαμε το δελτίο καιρού και έλεγε πως την επομένη θα κάνει πολλή ζέστη, με 30 βαθμούς στην πόλη. Σκεφτήκαμε, ε, στο βουνό θα έχει 20. Πάλι για κοντομάνικο είναι.
Με τα πολλά και λίγη καθυστέρηση φτάσαμε, τους συναντήσαμε και μόλις τότε διαπιστώσαμε πως ξεχάσαμε τον καφέ στην καφετιέρα, ζεστό ζεστό. Νυστάζαμε. Μαζί μας ήταν και μια άλλη κυρία, βιολόγος, γύρω στα 50. Μέσα στο βαν, ρώτησα για τον προορισμό μας. Ο πρόεδρος της εταιρείας, τσέχος στην καταγωγή, είπε κάτι που δεν το πιασα, αλλά είπα οκέι έτσι κι αλλιώς. Αυτό που με ανησυχούσε ήταν πως περνούσαμε μία μία τις λίμνες και ακόμα δεν είχαμε φτάσει. Κι όλο και σκαρφαλώναμε υψόμετρο. Χμ.
Φτάααασαμε. Ήμουν τελείως μουδιασμένος, μας πήγε 2μιση ώρες ακατούρητους πρωινιάτικα. Και ακόμη στάλα καφέ. Αφού ξαλαφρώσαμε στους θάμνους, αρχίσαμε την πεζοπορία. Είχε μια σχετικη ψύχρα, αλλά ήταν ακόμη 7μιση το πρωί, έλεγα θα ζεστάνει αργότερα. Στην αρχή ήταν ωραία. Ισάδα, και πλάι πλάι στο ήρεμο νερό της λίμνης Μπόου. Το νερό ήταν γυαλί και καθρέφτιζε τα γύρω βουνά σε υψηλή ανάλυση. Ωραίο θέαμα. Ύστερα άρχισε το έδαφος και ανηφόριζε. Και ανηφόριζε κι άλλο. Και να σου και το βραχάκι. Είχαμε αρχίσει να ψιλοσκαρφαλώνουμε. Ήταν ωραία όμως, καθώς προχωρούσαμε πλάι στο ποταμάκι, το οποίο είχε ένα ασπρογάλαζο χρώμα λόγω του ιζήματος που κατέβαινε από το βουνό. Περνώντας μια μικρή ραχούλα, φάνηκε το μεγαλείο. Ο παγετώνας Μπόου, καμιά 30αριά χιλιόμετρα σε μήκος, τροφοδότης της λίμνης που μόλις είχαμε περάσει, αλλά και του ποταμού Μπόου, που διαρρέει το Κάλγκαρι και φτάνει μέχρι τη Μανιτόμπα, 600 κάτι χιλιόμετρα μακριά. Φοβερό θέαμα και πιο φοβερή η φωνή του εργοδότη του φίλου μου, που μας οδηγούσε και δείχνοντας προς τον παγετώνα, είπε «εκεί πάμε»! Τότε φοβήθηκα, γιατί τελικά δεν ζέστανε ο καιρός, αντίθετα, συννέφιασε βαριά και εμείς οι δύο ήμασταν με κοντομάνικα και βερμούδες. Δεν είπα τίποτα όμως, δεν ήθελα να φανώ κότα μπροστά στον προϊστάμενο του κολλητού μου.
Λίγο πιο κάτω, έπρεπε να περάσουμε το ποτάμι. Ποιο ποτάμι δηλαδή, το χείμαρρο. Βραχώδες μέρος και το νερό πάφλαζε στα βράχια ρέοντας με μεγάλη κλίση. Το μόνο μέρος για να περάσουμε, ήταν ένα τεράστιο μενίρ, περίπου 6-7 μέτρα σε μήκος, που είχε μάλλον κατρακυλήσει από ψηλά και είχε κάτσει πάνω από το φαράγγι που περνούσε το ποτάμι. Πραγματικά εξωπραγματικό να το βλέπει κανείς. Εδώ να αναφέρω, πως η επιφάνειά του ήταν γυαλί και ο φυσικά μας ήρθε ίλιγγος περνώντας το.
Προχωρώντας, ακολουθούσαμε το μονοπάτι, και αραιά και που συναντούσαμε inuksuk, κάτι μικρά πρόχειρα τότεμ φτιαγμένα με στιβαγμένες πέτρες. Αυτά τα φτιάχνουν οι ιθαγενείς ως ορόσημα, σημάδια για τα μονοπάτια τους. Τα βλέπαμε από μακριά και τα ακολουθούσαμε, αλλά σιγά σιγά παρατηρήσαμε πως πλέον δεν υπήρχε μονοπάτι, αλλά πατούσαμε σε μια κακοτράχαλη πλαγιά, γεμάτη κοφτερές κοτρώνες. Ήταν πραγματικά επικίνδυνο, αν σκεφτεί κανείς πως έπρεπε συνεχώς να κοιτάμε τριγύρω για αρκούδες ή κούγκαρ. Προχωρούσαμε, προχωρούσαμε...και κάποια στιγμή να σου το χιόνι...Εμείς εν τω μεταξυ, μούσκεμα στον ιδρώτα με τα κοντομάνικα! Αφού διαπιστώσαμε πως είχαμε παρεκκλίνει από το εύκολο μονοπάτι και αφού είχαμε προχωρήσει για τέσσερις ώρες, κάτσαμε δίπλα στο ποτάμι να φάμε. Είχα παγώσει, αλλά η θέα ήταν μαγική. Καθόμασταν, περιτριγυρισμένοι από πανύψηλα βουνά και έναν αρχαίο παγετώνα. Μοναδικό.
Κάποια στιγμή ο οδηγός της παρέας, μας δείχνει ένα καταφύγιο που με τα βίας φαινόταν με γυμνό μάτι και λέει πως εκεί οδευόμαστε. Ήταν τουλάχιστον μια ώρα μακριά. Εκεί ήταν που φόρτωσα και ξεσπάθωσα. Είπα «όχι. Αρκετά, εγώ δεν προχωρώ άλλο». Προφανώς και οι άλλοι είχαν αρχίσει να κουράζονται, ειδικά η κυρία της παρέας, οπότε αποφασίστηκε από κοινού να γυρίσουμε πίσω.
Στην επιστροφή, ανακαλύψαμε το εύκολο μονοπάτι. Όπως πηγαίναμε πλάι στο χείμαρρο, είδα μια μαρμότα, το μοναδικό ζώο που είδαμε όλη μέρα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Η κυρία που ήταν βιολόγος, μου έδωσε μερικές πληροφορίες για το ζωάκι αυτό. Ευτυχώς μπόρεσα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες πριν κρυφτεί.
Πριν βγούμε στο πεδινό δίπλα στη λίμνη, έπρεπε να περάσουμε πάλι από τη γέφυρα-μενίρ. Αυτή τη φορά το αίμα μας έβραζε, οπότε ήταν πιο εύκολο ψυχολογικά. Μάλιστα, σταθήκαμε στη μέση και βγάλαμε φωτογραφίες. Από κει και μετά ήταν πολύ εύκολο. Ανυπομονούσα να φτάσω στο αυτοκίνητο. Ήμουν σίγουρος πως αργότερα θα είχα πνευμονία.
Αλλά τελικά 4 χρόνια στον Καναδά σε ψήνουν καλά. Την επόμενη μέρα και μετά από 12 ώρες ύπνο, ήμουν μια χαρά.
bow lake - Google Maps
Το προηγούμενο βράδυ δούλευα μέχρι αργά και μόλις γύρισα σπίτι φτιάξαμε σάντουιτς για την εκδρομή. Έπρεπε να σηκωθούμε στις τέσσερις το πρωί. Θα συναντούσαμε τους υπόλοιπους έξω από το ΜακΝτόναλντς στην εθνική στις 5. Κοιτάξαμε το δελτίο καιρού και έλεγε πως την επομένη θα κάνει πολλή ζέστη, με 30 βαθμούς στην πόλη. Σκεφτήκαμε, ε, στο βουνό θα έχει 20. Πάλι για κοντομάνικο είναι.
Με τα πολλά και λίγη καθυστέρηση φτάσαμε, τους συναντήσαμε και μόλις τότε διαπιστώσαμε πως ξεχάσαμε τον καφέ στην καφετιέρα, ζεστό ζεστό. Νυστάζαμε. Μαζί μας ήταν και μια άλλη κυρία, βιολόγος, γύρω στα 50. Μέσα στο βαν, ρώτησα για τον προορισμό μας. Ο πρόεδρος της εταιρείας, τσέχος στην καταγωγή, είπε κάτι που δεν το πιασα, αλλά είπα οκέι έτσι κι αλλιώς. Αυτό που με ανησυχούσε ήταν πως περνούσαμε μία μία τις λίμνες και ακόμα δεν είχαμε φτάσει. Κι όλο και σκαρφαλώναμε υψόμετρο. Χμ.
Φτάααασαμε. Ήμουν τελείως μουδιασμένος, μας πήγε 2μιση ώρες ακατούρητους πρωινιάτικα. Και ακόμη στάλα καφέ. Αφού ξαλαφρώσαμε στους θάμνους, αρχίσαμε την πεζοπορία. Είχε μια σχετικη ψύχρα, αλλά ήταν ακόμη 7μιση το πρωί, έλεγα θα ζεστάνει αργότερα. Στην αρχή ήταν ωραία. Ισάδα, και πλάι πλάι στο ήρεμο νερό της λίμνης Μπόου. Το νερό ήταν γυαλί και καθρέφτιζε τα γύρω βουνά σε υψηλή ανάλυση. Ωραίο θέαμα. Ύστερα άρχισε το έδαφος και ανηφόριζε. Και ανηφόριζε κι άλλο. Και να σου και το βραχάκι. Είχαμε αρχίσει να ψιλοσκαρφαλώνουμε. Ήταν ωραία όμως, καθώς προχωρούσαμε πλάι στο ποταμάκι, το οποίο είχε ένα ασπρογάλαζο χρώμα λόγω του ιζήματος που κατέβαινε από το βουνό. Περνώντας μια μικρή ραχούλα, φάνηκε το μεγαλείο. Ο παγετώνας Μπόου, καμιά 30αριά χιλιόμετρα σε μήκος, τροφοδότης της λίμνης που μόλις είχαμε περάσει, αλλά και του ποταμού Μπόου, που διαρρέει το Κάλγκαρι και φτάνει μέχρι τη Μανιτόμπα, 600 κάτι χιλιόμετρα μακριά. Φοβερό θέαμα και πιο φοβερή η φωνή του εργοδότη του φίλου μου, που μας οδηγούσε και δείχνοντας προς τον παγετώνα, είπε «εκεί πάμε»! Τότε φοβήθηκα, γιατί τελικά δεν ζέστανε ο καιρός, αντίθετα, συννέφιασε βαριά και εμείς οι δύο ήμασταν με κοντομάνικα και βερμούδες. Δεν είπα τίποτα όμως, δεν ήθελα να φανώ κότα μπροστά στον προϊστάμενο του κολλητού μου.
Λίγο πιο κάτω, έπρεπε να περάσουμε το ποτάμι. Ποιο ποτάμι δηλαδή, το χείμαρρο. Βραχώδες μέρος και το νερό πάφλαζε στα βράχια ρέοντας με μεγάλη κλίση. Το μόνο μέρος για να περάσουμε, ήταν ένα τεράστιο μενίρ, περίπου 6-7 μέτρα σε μήκος, που είχε μάλλον κατρακυλήσει από ψηλά και είχε κάτσει πάνω από το φαράγγι που περνούσε το ποτάμι. Πραγματικά εξωπραγματικό να το βλέπει κανείς. Εδώ να αναφέρω, πως η επιφάνειά του ήταν γυαλί και ο φυσικά μας ήρθε ίλιγγος περνώντας το.
Προχωρώντας, ακολουθούσαμε το μονοπάτι, και αραιά και που συναντούσαμε inuksuk, κάτι μικρά πρόχειρα τότεμ φτιαγμένα με στιβαγμένες πέτρες. Αυτά τα φτιάχνουν οι ιθαγενείς ως ορόσημα, σημάδια για τα μονοπάτια τους. Τα βλέπαμε από μακριά και τα ακολουθούσαμε, αλλά σιγά σιγά παρατηρήσαμε πως πλέον δεν υπήρχε μονοπάτι, αλλά πατούσαμε σε μια κακοτράχαλη πλαγιά, γεμάτη κοφτερές κοτρώνες. Ήταν πραγματικά επικίνδυνο, αν σκεφτεί κανείς πως έπρεπε συνεχώς να κοιτάμε τριγύρω για αρκούδες ή κούγκαρ. Προχωρούσαμε, προχωρούσαμε...και κάποια στιγμή να σου το χιόνι...Εμείς εν τω μεταξυ, μούσκεμα στον ιδρώτα με τα κοντομάνικα! Αφού διαπιστώσαμε πως είχαμε παρεκκλίνει από το εύκολο μονοπάτι και αφού είχαμε προχωρήσει για τέσσερις ώρες, κάτσαμε δίπλα στο ποτάμι να φάμε. Είχα παγώσει, αλλά η θέα ήταν μαγική. Καθόμασταν, περιτριγυρισμένοι από πανύψηλα βουνά και έναν αρχαίο παγετώνα. Μοναδικό.
Κάποια στιγμή ο οδηγός της παρέας, μας δείχνει ένα καταφύγιο που με τα βίας φαινόταν με γυμνό μάτι και λέει πως εκεί οδευόμαστε. Ήταν τουλάχιστον μια ώρα μακριά. Εκεί ήταν που φόρτωσα και ξεσπάθωσα. Είπα «όχι. Αρκετά, εγώ δεν προχωρώ άλλο». Προφανώς και οι άλλοι είχαν αρχίσει να κουράζονται, ειδικά η κυρία της παρέας, οπότε αποφασίστηκε από κοινού να γυρίσουμε πίσω.
Στην επιστροφή, ανακαλύψαμε το εύκολο μονοπάτι. Όπως πηγαίναμε πλάι στο χείμαρρο, είδα μια μαρμότα, το μοναδικό ζώο που είδαμε όλη μέρα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Η κυρία που ήταν βιολόγος, μου έδωσε μερικές πληροφορίες για το ζωάκι αυτό. Ευτυχώς μπόρεσα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες πριν κρυφτεί.
Πριν βγούμε στο πεδινό δίπλα στη λίμνη, έπρεπε να περάσουμε πάλι από τη γέφυρα-μενίρ. Αυτή τη φορά το αίμα μας έβραζε, οπότε ήταν πιο εύκολο ψυχολογικά. Μάλιστα, σταθήκαμε στη μέση και βγάλαμε φωτογραφίες. Από κει και μετά ήταν πολύ εύκολο. Ανυπομονούσα να φτάσω στο αυτοκίνητο. Ήμουν σίγουρος πως αργότερα θα είχα πνευμονία.
Αλλά τελικά 4 χρόνια στον Καναδά σε ψήνουν καλά. Την επόμενη μέρα και μετά από 12 ώρες ύπνο, ήμουν μια χαρά.
bow lake - Google Maps
Attachments
-
155 KB Προβολές: 112
-
253,7 KB Προβολές: 100
-
245,6 KB Προβολές: 108
-
114,4 KB Προβολές: 99
-
170,8 KB Προβολές: 96
-
160,8 KB Προβολές: 89