Krazykat
Member
- Μηνύματα
- 268
- Likes
- 543
«Τι θες μωρή, να μου το κάνεις σαν τα μούτρα σου;»
Αυτό, σε ελεύθερη απόδοση, ήταν το καλωσόρισμά μου στην καινούρια μου γειτονιά, το φοιτητικό προάστιο Schwabing του Μονάχου, τον Οκτώβρη του 2006, σε έναν άδειο από αυτοκίνητα δρόμο... Παρέβλεψα, εγώ η ανυποψίαστη, την επισήμανση που κρέμεται στα κεντρικά φανάρια και υπενθυμίζει στους πεζούς: «Περνάτε μόνο με πράσινο, να είστε καλό πρότυπο για τα παιδιά». Θύμα της παρανομίας μου, ξανθωπό βρέφος σε καροτσάκι τριαξονικό, που ο καλός μπαμπάς του, από την άλλη μεριά του δρόμου, φοβήθηκε μήπως μία των ημερών θυμηθεί εμένα την αμαρτωλή και τολμήσει να περάσει το δρόμο με κόκκινο. Κι εγώ, παρά τα ας τα λέμε καλά γερμανικά μου, να έχω μείνει άφωνη και να απορώ πώς μπορεί να ανησυχεί για τη διαπαιδαγώγηση του βλασταριού του, που – πάω στοίχημα – όχι μόνο δεν ήταν σε ηλικία να καταγράψει το παράπτωμά μου, αλλά δε νομίζω να είχε καν συναίσθηση του ότι βρίσκεται στη Γη και όχι στον Άρη, λίγες μέρες ζωής καθώς προφανώς μέτραγε σ’ αυτόν τον πλανήτη.
... Και θυμήθηκα τα λόγια του νονού μου, που είχε κάνει ειδικότητα στην κεντρική Ευρώπη: «Εκεί που θα πας, δυο πράγματα να ξέρεις: Μπορείς να είσαι και να δηλώνεις ό,τι θέλεις, να κάνεις ό,τι θέλεις στην προσωπική ζωή σου και στο κρεβάτι σου, αλλά μην τολμήσεις να κάνεις φασαρία σε ώρα κοινής ησυχίας, ούτε να περιφρονήσεις την οργάνωση και τους κανόνες τους». Λόγια που τα θυμάμαι ακόμη, πέντε και βάλε χρόνια μετά, όταν ακούω κραυγές αγανάκτησης γιατί πηγαίνω αντίθετα στον ποδηλατόδρομο ή τολμάω να γελάω δυνατά καλεσμένη σε σπίτια φίλων μετά τις 10 το βράδυ.
Για να πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή: Μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου στην Αθήνα, και μετά από πολλές αγωνίες και αιτήσεις, είχα καταλήξει να επιλέξω για μεταπτυχιακό το Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ήθελα οπωσδήποτε να κάνω σπουδές στη Γερμανία, χώρα που δε γνώριζα σχεδόν καθόλου, γιατί θαύμαζα τη φημολογούμενη οργάνωσή της. Και τσούουουπ, ξενομανής καθώς ήμουν τότε, έμαθα ότι όλα τα πράγματα έχουν δύο όψεις: Καθαριότητα ναι, αλλά και αυστηρή πειθαρχία. Οργάνωση, αλλά και ανελαστικότητα. Ευγένεια, αλλά και δυσανεξία στο διαφορετικό. Τους πρώτους μήνες μου φαινόταν ότι οι Γερμανοί δε μιλάνε, αλλά ψιθυρίζουν. Κι όμως, πέρασαν τα χρόνια, έμαθα τους κώδικες και τις συνήθειές τους. Τους γνώρισα και τους εκτίμησα σα φίλους για την ειλικρίνεια και την ικανότητά τους να είναι ουσιαστικοί και δοτικοί. Αν δε θέλουν να σε δουν, δε θα σε δουν. Αν δεν τους αρέσεις, θα στο πουν. Αλλά θα σε αποδεχτούν και θα σε αγαπήσουν γι’ αυτό που είσαι, και αν τους κάνεις φίλους, θα είναι για πάντα δίπλα σου. Η ιδιοσυγκρασία τους είναι σχεδόν ανακουφιστική για όποιον έχει κουραστεί από τη μερική επιφανειακότητα και την κενότητα κάποιων κοινωνικών συναναστροφών στην Ελλάδα. Και οι αδέξιες εκδηλώσεις αγάπης των Γερμανών, βάλσαμο τους κρύους χειμώνες, που τουρτουρίζεις από μοναξιά και σκοτάδι.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο Μόναχο: Πόλη πράσινη, καθαρή, όμορφη και όσο μεγάλη πρέπει. Με αρχιτεκτονικούς θησαυρούς, ειδικά για όποιον έχει κόλλημα με τις αρχές του 20ού αιώνα όπως εγώ, με θέατρα για όλα τα γούστα, πινακοθήκες, μουσεία και γκαλερί, καφενεδάκια με τραπέζια έξω (καιρού επιτρέποντος), άπειρα ιταλικά εστιατόρια (οι Μοναχέζοι είναι ολίγο ιταλομανείς), πολλούς φοιτητές και... εεε, και πολλούς εστέτ λεφτάδες. Αλλά, έστω κι αν οι υπόλοιποι Γερμανοί έχουν δίκιο όταν κατατάσσουν το Μόναχο στις πιο συντηρητικές πόλεις της Γερμανίας, τελικά με λίγη προσπάθεια μπορεί ο καθένας να βρει ό,τι θέλει. Πέρα από τις βόλτες στα πάρκα, που δεν τις βαριέσαι ποτέ, υπάρχουν πάρα πολλοί χώροι με εναλλακτικές πολιτιστικές προτάσεις, γλυκύτατα στέκια με ωραίους ανθρώπους, άπειρα μικρά βιβλιοπωλεία, και υπάρχει και κάτι που στην Αθήνα δεν το είχα ζήσει ποτέ... ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ! Όπου η φύση σε αιφνιδιάζει με τα χρώματά της, και αρκεί ένα ποδήλατο κι ένα μπουκαλάκι νερό, άντε και η αντανάκλαση του ήλιου στα νερά του ποταμού Isar, για να περάσεις ώρες ευτυχίας... Και αν το βαρεθείς και αυτό, ένα σωρό όμορφες πόλεις και λίμνες της Βαυαρίας φροντίζουν για περαιτέρω: Tegernsee (υπέροχη, παλιά αγαπημένη), Kochelsee, Κönigsee, Sternberger See αλλά και Bamberg, Würzburg, κι ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή σου!
Με πιάνω πολλές φορές στο λεωφορείο, ειδικά αυτό τον τελευταίο παγωμένο χειμώνα που διανύουμε, να κοιτάω έξω από το παράθυρο τις μικρές, συνοικιακές μπυραρίες και τις αρχετυπικές γερμανόφατσες που τα πίνουν στη ζεστασιά τους και να λέω «αχ, Μοναχάκι!». Με πιάνω να αναζητώ στους τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς ίχνη της βαυαρικής διαλέκτου, που κάποτε την κορόιδευα. Να βλέπω τα γυμνά δέντρα, που ποτέ δεν τα ξεχώρισα - ως γνήσιο τέκνο της πόλης - και να λέω «να, να, αυτό το δέντρο, δεν είναι πολύ ωραίο, πολύ μοναχέζικο;». Γιατί, μεταξύ μας, χωρίς να το καταλάβω πέρασαν πάνω από πέντε χρόνια στο Μοναχάκι... Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού, μεγάλη αλήθεια. Και τις σπουδές ακολούθησαν νέες σπουδές, και δουλειές, και στενοχώριες, και χαρές μεγάλες, και κρασοκατανύξεις (υποτιμημένα τα γερμανικά κρασιά), και βραδιές ελληνικού σινεμά με Γερμανούς φίλους στο σπίτι, και αποτυχημένες προσπάθειες να μεταφράσω στους Γερμανούς «μου» αγαπημένους ελληνικούς στίχους... Και να που γίναμε δύο, εγκαταλείψαμε τα φοιτητικά διαμερισματάκια μας στο Schwabing για ένα «κανονικό» σπίτι όπου η κουζίνα απέχει πάνω από 50 εκατοστά από το κρεβάτι μας και το λάπτοπ δεν έχει πια ψιχουλάκια από τα κράπφεν που σαβουριάζουμε με τον καφέ μας... Και μένουμε μέχρι να φύγουμε, που λένε, να πάμε σ' άλλη γη, να πάμε σ' άλλη θάλασσα. Πάντως, παρά τα τόσα χρόνια στη Βαυαρία, κάθε φορά που κατεβαίνω στην Αθήνα και διάφοροι γνωστοί μου θέτουν την αναμενόμενη, πανομοιότυπη ερώτηση, χαιρέκακα τους απογοητεύω:
«Μα αφού σας λέω, ΔΕΝ ΠΙΝΩ ΜΠΥΡΑ!»
Αυτό, σε ελεύθερη απόδοση, ήταν το καλωσόρισμά μου στην καινούρια μου γειτονιά, το φοιτητικό προάστιο Schwabing του Μονάχου, τον Οκτώβρη του 2006, σε έναν άδειο από αυτοκίνητα δρόμο... Παρέβλεψα, εγώ η ανυποψίαστη, την επισήμανση που κρέμεται στα κεντρικά φανάρια και υπενθυμίζει στους πεζούς: «Περνάτε μόνο με πράσινο, να είστε καλό πρότυπο για τα παιδιά». Θύμα της παρανομίας μου, ξανθωπό βρέφος σε καροτσάκι τριαξονικό, που ο καλός μπαμπάς του, από την άλλη μεριά του δρόμου, φοβήθηκε μήπως μία των ημερών θυμηθεί εμένα την αμαρτωλή και τολμήσει να περάσει το δρόμο με κόκκινο. Κι εγώ, παρά τα ας τα λέμε καλά γερμανικά μου, να έχω μείνει άφωνη και να απορώ πώς μπορεί να ανησυχεί για τη διαπαιδαγώγηση του βλασταριού του, που – πάω στοίχημα – όχι μόνο δεν ήταν σε ηλικία να καταγράψει το παράπτωμά μου, αλλά δε νομίζω να είχε καν συναίσθηση του ότι βρίσκεται στη Γη και όχι στον Άρη, λίγες μέρες ζωής καθώς προφανώς μέτραγε σ’ αυτόν τον πλανήτη.
... Και θυμήθηκα τα λόγια του νονού μου, που είχε κάνει ειδικότητα στην κεντρική Ευρώπη: «Εκεί που θα πας, δυο πράγματα να ξέρεις: Μπορείς να είσαι και να δηλώνεις ό,τι θέλεις, να κάνεις ό,τι θέλεις στην προσωπική ζωή σου και στο κρεβάτι σου, αλλά μην τολμήσεις να κάνεις φασαρία σε ώρα κοινής ησυχίας, ούτε να περιφρονήσεις την οργάνωση και τους κανόνες τους». Λόγια που τα θυμάμαι ακόμη, πέντε και βάλε χρόνια μετά, όταν ακούω κραυγές αγανάκτησης γιατί πηγαίνω αντίθετα στον ποδηλατόδρομο ή τολμάω να γελάω δυνατά καλεσμένη σε σπίτια φίλων μετά τις 10 το βράδυ.
Για να πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή: Μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου στην Αθήνα, και μετά από πολλές αγωνίες και αιτήσεις, είχα καταλήξει να επιλέξω για μεταπτυχιακό το Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ήθελα οπωσδήποτε να κάνω σπουδές στη Γερμανία, χώρα που δε γνώριζα σχεδόν καθόλου, γιατί θαύμαζα τη φημολογούμενη οργάνωσή της. Και τσούουουπ, ξενομανής καθώς ήμουν τότε, έμαθα ότι όλα τα πράγματα έχουν δύο όψεις: Καθαριότητα ναι, αλλά και αυστηρή πειθαρχία. Οργάνωση, αλλά και ανελαστικότητα. Ευγένεια, αλλά και δυσανεξία στο διαφορετικό. Τους πρώτους μήνες μου φαινόταν ότι οι Γερμανοί δε μιλάνε, αλλά ψιθυρίζουν. Κι όμως, πέρασαν τα χρόνια, έμαθα τους κώδικες και τις συνήθειές τους. Τους γνώρισα και τους εκτίμησα σα φίλους για την ειλικρίνεια και την ικανότητά τους να είναι ουσιαστικοί και δοτικοί. Αν δε θέλουν να σε δουν, δε θα σε δουν. Αν δεν τους αρέσεις, θα στο πουν. Αλλά θα σε αποδεχτούν και θα σε αγαπήσουν γι’ αυτό που είσαι, και αν τους κάνεις φίλους, θα είναι για πάντα δίπλα σου. Η ιδιοσυγκρασία τους είναι σχεδόν ανακουφιστική για όποιον έχει κουραστεί από τη μερική επιφανειακότητα και την κενότητα κάποιων κοινωνικών συναναστροφών στην Ελλάδα. Και οι αδέξιες εκδηλώσεις αγάπης των Γερμανών, βάλσαμο τους κρύους χειμώνες, που τουρτουρίζεις από μοναξιά και σκοτάδι.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο Μόναχο: Πόλη πράσινη, καθαρή, όμορφη και όσο μεγάλη πρέπει. Με αρχιτεκτονικούς θησαυρούς, ειδικά για όποιον έχει κόλλημα με τις αρχές του 20ού αιώνα όπως εγώ, με θέατρα για όλα τα γούστα, πινακοθήκες, μουσεία και γκαλερί, καφενεδάκια με τραπέζια έξω (καιρού επιτρέποντος), άπειρα ιταλικά εστιατόρια (οι Μοναχέζοι είναι ολίγο ιταλομανείς), πολλούς φοιτητές και... εεε, και πολλούς εστέτ λεφτάδες. Αλλά, έστω κι αν οι υπόλοιποι Γερμανοί έχουν δίκιο όταν κατατάσσουν το Μόναχο στις πιο συντηρητικές πόλεις της Γερμανίας, τελικά με λίγη προσπάθεια μπορεί ο καθένας να βρει ό,τι θέλει. Πέρα από τις βόλτες στα πάρκα, που δεν τις βαριέσαι ποτέ, υπάρχουν πάρα πολλοί χώροι με εναλλακτικές πολιτιστικές προτάσεις, γλυκύτατα στέκια με ωραίους ανθρώπους, άπειρα μικρά βιβλιοπωλεία, και υπάρχει και κάτι που στην Αθήνα δεν το είχα ζήσει ποτέ... ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ! Όπου η φύση σε αιφνιδιάζει με τα χρώματά της, και αρκεί ένα ποδήλατο κι ένα μπουκαλάκι νερό, άντε και η αντανάκλαση του ήλιου στα νερά του ποταμού Isar, για να περάσεις ώρες ευτυχίας... Και αν το βαρεθείς και αυτό, ένα σωρό όμορφες πόλεις και λίμνες της Βαυαρίας φροντίζουν για περαιτέρω: Tegernsee (υπέροχη, παλιά αγαπημένη), Kochelsee, Κönigsee, Sternberger See αλλά και Bamberg, Würzburg, κι ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή σου!
Με πιάνω πολλές φορές στο λεωφορείο, ειδικά αυτό τον τελευταίο παγωμένο χειμώνα που διανύουμε, να κοιτάω έξω από το παράθυρο τις μικρές, συνοικιακές μπυραρίες και τις αρχετυπικές γερμανόφατσες που τα πίνουν στη ζεστασιά τους και να λέω «αχ, Μοναχάκι!». Με πιάνω να αναζητώ στους τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς ίχνη της βαυαρικής διαλέκτου, που κάποτε την κορόιδευα. Να βλέπω τα γυμνά δέντρα, που ποτέ δεν τα ξεχώρισα - ως γνήσιο τέκνο της πόλης - και να λέω «να, να, αυτό το δέντρο, δεν είναι πολύ ωραίο, πολύ μοναχέζικο;». Γιατί, μεταξύ μας, χωρίς να το καταλάβω πέρασαν πάνω από πέντε χρόνια στο Μοναχάκι... Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού, μεγάλη αλήθεια. Και τις σπουδές ακολούθησαν νέες σπουδές, και δουλειές, και στενοχώριες, και χαρές μεγάλες, και κρασοκατανύξεις (υποτιμημένα τα γερμανικά κρασιά), και βραδιές ελληνικού σινεμά με Γερμανούς φίλους στο σπίτι, και αποτυχημένες προσπάθειες να μεταφράσω στους Γερμανούς «μου» αγαπημένους ελληνικούς στίχους... Και να που γίναμε δύο, εγκαταλείψαμε τα φοιτητικά διαμερισματάκια μας στο Schwabing για ένα «κανονικό» σπίτι όπου η κουζίνα απέχει πάνω από 50 εκατοστά από το κρεβάτι μας και το λάπτοπ δεν έχει πια ψιχουλάκια από τα κράπφεν που σαβουριάζουμε με τον καφέ μας... Και μένουμε μέχρι να φύγουμε, που λένε, να πάμε σ' άλλη γη, να πάμε σ' άλλη θάλασσα. Πάντως, παρά τα τόσα χρόνια στη Βαυαρία, κάθε φορά που κατεβαίνω στην Αθήνα και διάφοροι γνωστοί μου θέτουν την αναμενόμενη, πανομοιότυπη ερώτηση, χαιρέκακα τους απογοητεύω:
«Μα αφού σας λέω, ΔΕΝ ΠΙΝΩ ΜΠΥΡΑ!»