delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.196
Αυτό που κάνω με τη Βαρσοβία, το ότι συνέχεια αναβάλλω να της αφιερώσω ένα κείμενο, μου θυμίζει εκείνο που έκανα με τον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη. Σκεφτόμουν ότι... ήταν/είναι ΕΚΕΙ, και “κάααποια στιγμή” θα ανέβαινα επιτέλους στην κορυφή του, έτσι, για να δω πώς φαίνεται η παραλία και η υπόλοιπη πόλη από εκεί. Με αυτά και μ' αυτά, μόλις στα 27-28 μου... αξιώθηκα να μπω και να ανέβω στην κορυφή του.
Στη Βαρσοβία πρωτοήρθα τον Οκτώβριο του 2011, όμως την ιστορία που είχα αρχίσει τότε την άφησα στη μέση ακριβώς πριν φθάσω εδώ. Επέστρεψα το 2012 για το εναρκτήριο παιχνίδι του Euro, το Πολωνία-Ελλάδα, όμως τότε δεν μπήκα καν στη διαδικασία να αρχίσω ιστορία. Τώρα, ήμουν εδώ στις 11 Φεβρουαρίου για το πρώτο βράδυ αυτού του ταξιδιού, επέστρεψα μετά από... τριήμερη εκδρομή στο Γκντανσκ, ξανάφυγα για 9-10 μέρες μέχρι που επέστρεψα το Σάββατο από Βρότσλαβ, κι αύριο φεύγω ξανά. Αν δε βάλω ΤΩΡΑ τέλος στην αναβλητικότητά μου, φοβάμαι ότι θα είναι το μοναδικό μέρος στο οποίο θα περάσω χρόνο σε αυτό το ταξίδι των 70 ημερών, και ΔΕΝ θα αφιερώσω ούτε καν λίγες παραγράφους...
Τον Οκτώβριο του 2011 έφθασα εδώ άγρια χαράματα με βραδινό λεωφορείο από το Λβιβ (Ουκρανία). Περπατώντας από τον -δυτικό- σταθμό λεωφορείων προς τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό (δεν ήταν και δίπλα), αν και... ζαλισμένος από την άβολη βραδιά στο λεωφορείο, θυμάμαι ότι το μυαλό μου πήγε στην πρώτη φορά που πέρασα τα σύνορα της Σερβίας με την Κροατία(!).
Τότε, μπαίνοντας στην Κροατία, η... ατμόσφαιρα, η κατάσταση των κτηρίων, τα καθαρά πεζοδρόμια, το ότι οι δρόμοι είχαν γραμμές ανάμεσα στις λωρίδες και μάλιστα φρεσκοβαμμένες, έντονες, διάφορες μικρές-μικρές λεπτομέρειες, με είχαν κάνει να αισθανθώ ότι πίσω μου είχα αφήσει τα Βαλκάνια, και μπροστά μου είχα την... Κεντρική Ευρώπη. Τα πάντα έμοιαζαν ασύγκριτα πιο... “τακτοποιημένα” απ' ότι στη Σερβία, και σωστά ή λανθασμένα, το “τακτοποιημένα” το έχω συνδέσει στο μυαλό μου με την Κεντρική Ευρώπη, και όχι τα Βαλκάνια...
Την ίδια ακριβώς αίσθηση είχα όταν πρωτοπάτησα στη Βαρσοβία, με τη διαφορά ότι πίσω μου είχα αφήσει όχι τα Βαλκάνια, αλλά την Ανατολική Ευρώπη. Όχι ότι η Ουκρανία με είχε αφήσει με την εντύπωση... “χύμα” χώρας, απλά, τα πάντα στη Βαρσοβία έμοιαζαν πιο... “σε τάξη”, μοντέρνα, “γυαλισμένα”, “ραφιναρισμένα”, απ' ότι στο Κίεβο και στο Λβιβ. Θυμάμαι για παράδειγμα ότι είδα μαζεμένα κτήρια με γυάλινες προσόψεις. Κάποια λεωφορεία και τραμ που ήδη κυκλοφορούσαν, έμοιαζαν να είναι τρεις γενιές νεότερα από εκείνα που είχα πάρει στο Κίεβο και στο Λβιβ.
Ίσως πάλι να ήμουν επηρεασμένος από τον τεράστιο θόρυβο που γινόταν τότε για το αν το Euro θα το φιλοξενούσαν και οι δύο χώρες, ή αν, λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στις εργασίες στα γήπεδα της Ουκρανίας, όλοι οι αγώνες θα γίνονταν στην Πολωνία, η οποία είχε φανεί σχεδόν απόλυτα συνεπής, και είχε τα γήπεδα έτοιμα εντός χρονοδιαγράμματος. Για παράδειγμα, τέλη Σεπτεμβρίου στο Κίεβο ακόμα “πάλευαν” να “τρέξουν” τις εργασίες στο Ολυμπιακό Στάδιό τους, και οι εργασίες στο γήπεδο του Λβιβ ήταν επίσης πολύ “πίσω”. Αντίθετα, αρχές Οκτωβρίου στη Βαρσοβία, είχα την τύχη να είμαι στην πόλη τη μέρα που το νεόκτιστο τότε Εθνικό Στάδιο άνοιγε τις πόρτες του για να το δει ο κόσμος, εκείνο και την “επίδειξη” του πώς ανοίγει και κλείνει η οροφή του.
Φεύγοντας από τη Βαρσοβία τότε, αισθανόμουν ότι μόλις είχα περάσει μερικές ημέρες σε μία όμορφη πόλη, “περιποιημένη”, ταχύτατα αναπτυσσόμενη, με την Παλιά Πόλη της (έστω και “ρέπλικα” της αυθεντικής, που καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), με το ποτάμι της, με το μετρό της, με τα πάρκα της, με τα ενδιαφέροντα μνημεία της, με τον όμορφο κόσμο της (τουλάχιστον του γυναικείου φύλλου, στις του οποίου είχα στραμμένη την προσοχή μου), με τα “τσίλικα” γήπεδά της, όμως...
Όμως, ήταν σαν να είχα γνωρίσει μία υπέροχη γυναίκα που είχαμε όλα τα... φόντα να κάνουμε σχέση, χωρίς όμως να “τσιμπηθώ” μαζί της στα πρώτα ραντεβού. Θα μέναμε σε επαφή, μπορεί να γινόμασταν και φίλοι, όμως... μέχρι εκεί. Δεν... ξελογιάστηκα από τη Βαρσοβία (σε αντίθεση με το Κίεβο). Ίσως “έφταιγε” το ότι έμεινα σε χόστελ, και δεν δοκίμασα να φιλοξενηθώ από κάποιον, άρα να έχω ντόπια παρέα. Ίσως να έφταιγε το ότι τότε δεν είχα ασχοληθεί καθόλου -μα καθόλου- με τα Πολωνικά, τα οποία -κακώς, τελικά- θεωρούσα το ίδιο... απλησίαστα με τα Ουγγρικά, ή τα Φινλανδικά. Ίσως να έφταιγε... η σύγκλιση των πλανητών εκείνες τις ημέρες, δεν ξέρω...
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να έφταιγε και το ότι πήγα σε μία συνάντηση μελών ενός σάιτ, ένα... “get-together” για καφέ-τσάι-ποτό, και το πρώτο που είπε η κοπέλα που κάθισε δίπλα μου όταν άκουσε ότι είμαι Έλληνας ήταν, “ε, πρέπει να το περιμένατε ότι κάποια στιγμή θα χρεοκοπούσατε, αφού πηγαίνετε στη δουλειά σας όποτε θέλετε και για όσο θέλετε”(!). Ακόμα κι αυτό όμως, ήταν... ύμνος μπροστά σε όσα άκουσα λίγες εβδομάδες αργότερα στην Μπρατισλάβα...
Οκτώ μήνες αργότερα, η Βαρσοβία ήταν ντυμένη στα Euro-ικά της, κι όλα φάνταζαν ονειρεμένα. Κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι γνώρισα και φιλοξενήθηκα από μία Πολωνή που είναι η κατά 12 χρόνια νεότερη θηλυκή έκδοσή μου. Εκείνο που μας έδεσε περισσότερο ήταν ο σαρκασμός, τον οποίο και οι δύο έχουμε για δεύτερη γλώσσα (όσο κι αν δυσκολεύεστε ίσως κάποιοι να πιστέψτε διαβάζοντας τα κατά κανόνα “φλατ” κείμενά μου εδώ).
Από τότε, όλο με καλούσε να ξανάρθω, κι όλο το ανέβαλα για... κάποια άλλη φορά, δίνοντας προτεραιότητα σε άλλους προορισμούς. Μέχρι πριν από τρεις εβδομάδες. Στο διαμέρισμά της γράφω αυτό το κείμενο, με το χιόνι να πέφτει σαν λυσσασμένο από το πρωί που άνοιξα τα μάτια. Ό,τι καιρό και να κάνει όμως, αυτό το διαμέρισμα έχει κάτι για το οποίο δε θα το άλλαζα ούτε με δωμάτιο πεντάστερου ξενοδοχείου. “Τη φίλη σου”, θα σκεφτεί κανείς. Εεεεεε, ννννναι, κι εκείνη. Βασικά όμως, δυόμισι χιλιόμετρα (όπως πετάει πουλί) βορειοδυτικά, βρίσκεται το Εθνικό Στάδιο. Το διαμέρισμα είναι στον τελευταίο όροφο (13ο) μοντέρνας οικοδομής, με κανένα άλλο κτήριο να είναι αρκετά ψηλό για να κρύβει έστω και μια γωνιά του σταδίου. Κάθε απόγευμα στις έξι, και μέχρι τα μεσάνυχτα, ανάβουν τα φώτα στο εξωτερικό “ρούχο” του σταδίου, κόκκινα και άσπρα, και η ένδειξη “PGE NARODOWY” (το επίσημο όνομα του σταδίου) κάνει αδιάκοπα... κύκλους. Δεν τη χορταίνω αυτήν τη θέα (όπως και το ιδιόρρυθμο χιούμορ της φίλης μου).
Κατά τα άλλα, τη Βαρσοβία αυτήν τη φορά τη βρήκα ακόμα πιο... μοντέρνα από το 2012. Ουρανοξύστες που τότε κτίζονταν, τώρα είναι ολοκληρωμένοι, έχοντας “εμπλουτίσει” το “skyline” της πόλης. Νέα μοντέρνα κτήρια σε αυτόνομα συγκροτήματα έχουν ξεφυτρώσει, στεγάζοντας την όλο και επεκτεινόμενη αριθμητικά μεγαλομεσαία τάξη. Τα πάρκα και τα μνημεία μοιάζουν καλύτερα διατηρημένα από ποτέ, κάτι που εξηγείται από την ακόμα μεγαλύτερη από παλιότερα προσοχή που δίνουν οι τοπικές αρχές στον καλλωπισμό της πόλης. Ακόμα και σε ώρα αιχμής, έχεις την αίσθηση ότι... δεν κολλάς στην κυκλοφορία αν είσαι σε αμάξι, ενώ τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας φαίνονται να λειτουργούν στην εντέλεια, με το εισιτήριο μάλιστα να κοστίζει λιγότερο από το αστικό λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη. Γενικά, έχεις την αίσθηση ότι η Βαρσοβία έχει... πατήσει γκάζι, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι είναι και κανένας... επί γης παράδεισος...
Ακόμα και στην “πιο καλλωπισμένη, δε γίνεται” Παλιά Πόλη, βλέπεις άστεγους που ψάχνουν στα σκουπίδια για... οτιδήποτε. Ο βασικός μισθός είναι στα 1200 ζλότι (καθαρά), δηλαδή λιγότερο από 300 ευρώ, χρήματα που δεν είναι αρκετά για να ζήσει κανείς μόνος του, όσο χαμηλές κι αν είναι οι τιμές στα τρόφιμα, στη βενζίνη, και στη στέγαση -μακριά από το κέντρο. Τουλάχιστον οι πολύ χαμηλά αμειβόμενοι παίρνουν κάποιο βοήθημα-συμπλήρωμα από το κράτος.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με τη λίστα εκείνων που δικαιολογούν το “δεν είναι και επί γης παράδεισος η Βαρσοβία”, όμως... νομίζω ότι θα ήταν άδικο να επεκταθώ σε δεινά της πόλης που είναι δεινά... μάλλον κάθε πόλης σε όλον τον πλανήτη. Εκείνο στο οποίο ούτως ή άλλως θέλω να καταλήξω είναι ότι σαν επισκέπτης της, παρατηρώντας, συγκρίνοντας, και μαζεύοντας πληροφορίες από κάθε πιθανή και απίθανη πηγή, μένω με την αίσθηση (που μπορεί φυσικά να είναι και λανθασμένη) ότι η Βαρσοβία, σε πολύ απλά Ελληνικά, “πηγαίνει μπροστά”, κι ότι ναι μεν υπάρχουν πολλοί που... μένουν πίσω (λογικό, σε μία μεγάλη πόλη), όμως υπάρχει κι ένας όλο κι αυξανόμενος αριθμός πολιτών της που... ανεβαίνει στο τρένο.
Για την Πολωνία γενικά, για τους Πολωνούς και τα Πολωνικά, έχω πολλά ακόμα σχόλια, όμως αυτό το κείμενο είναι ήδη μεγάλο, και ούτως ή άλλως έχω ακόμα... μέλλον στη χώρα, πριν πάρω λεωφορείο για Λβιβ, οπότε... θα επανέλθω. Επόμενος προορισμός μου είναι το “Μπιάλιστοκ” ή “Μπιαλίστοκ” (έτσι το γράφει στα Ελληνικά στη wikipedia, το πρώτο στον τίτλο, το δεύτερο στο κείμενο), τη μεγαλύτερη πόλη της βορειοανατολικής Πολωνίας. Το γιατί κυρίως πηγαίνω εκεί αύριο (μέρα με αγώνες εμβόλιμης αγωνιστικής του πολωνικού πρωταθλήματος), όσοι παρακολουθείτε αυτήν την ιστορία δεν χρειάζεται να... εξαντλήσετε τη φαντασία σας για να μαντέψετε...
Στη Βαρσοβία πρωτοήρθα τον Οκτώβριο του 2011, όμως την ιστορία που είχα αρχίσει τότε την άφησα στη μέση ακριβώς πριν φθάσω εδώ. Επέστρεψα το 2012 για το εναρκτήριο παιχνίδι του Euro, το Πολωνία-Ελλάδα, όμως τότε δεν μπήκα καν στη διαδικασία να αρχίσω ιστορία. Τώρα, ήμουν εδώ στις 11 Φεβρουαρίου για το πρώτο βράδυ αυτού του ταξιδιού, επέστρεψα μετά από... τριήμερη εκδρομή στο Γκντανσκ, ξανάφυγα για 9-10 μέρες μέχρι που επέστρεψα το Σάββατο από Βρότσλαβ, κι αύριο φεύγω ξανά. Αν δε βάλω ΤΩΡΑ τέλος στην αναβλητικότητά μου, φοβάμαι ότι θα είναι το μοναδικό μέρος στο οποίο θα περάσω χρόνο σε αυτό το ταξίδι των 70 ημερών, και ΔΕΝ θα αφιερώσω ούτε καν λίγες παραγράφους...
Τον Οκτώβριο του 2011 έφθασα εδώ άγρια χαράματα με βραδινό λεωφορείο από το Λβιβ (Ουκρανία). Περπατώντας από τον -δυτικό- σταθμό λεωφορείων προς τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό (δεν ήταν και δίπλα), αν και... ζαλισμένος από την άβολη βραδιά στο λεωφορείο, θυμάμαι ότι το μυαλό μου πήγε στην πρώτη φορά που πέρασα τα σύνορα της Σερβίας με την Κροατία(!).
Τότε, μπαίνοντας στην Κροατία, η... ατμόσφαιρα, η κατάσταση των κτηρίων, τα καθαρά πεζοδρόμια, το ότι οι δρόμοι είχαν γραμμές ανάμεσα στις λωρίδες και μάλιστα φρεσκοβαμμένες, έντονες, διάφορες μικρές-μικρές λεπτομέρειες, με είχαν κάνει να αισθανθώ ότι πίσω μου είχα αφήσει τα Βαλκάνια, και μπροστά μου είχα την... Κεντρική Ευρώπη. Τα πάντα έμοιαζαν ασύγκριτα πιο... “τακτοποιημένα” απ' ότι στη Σερβία, και σωστά ή λανθασμένα, το “τακτοποιημένα” το έχω συνδέσει στο μυαλό μου με την Κεντρική Ευρώπη, και όχι τα Βαλκάνια...
Την ίδια ακριβώς αίσθηση είχα όταν πρωτοπάτησα στη Βαρσοβία, με τη διαφορά ότι πίσω μου είχα αφήσει όχι τα Βαλκάνια, αλλά την Ανατολική Ευρώπη. Όχι ότι η Ουκρανία με είχε αφήσει με την εντύπωση... “χύμα” χώρας, απλά, τα πάντα στη Βαρσοβία έμοιαζαν πιο... “σε τάξη”, μοντέρνα, “γυαλισμένα”, “ραφιναρισμένα”, απ' ότι στο Κίεβο και στο Λβιβ. Θυμάμαι για παράδειγμα ότι είδα μαζεμένα κτήρια με γυάλινες προσόψεις. Κάποια λεωφορεία και τραμ που ήδη κυκλοφορούσαν, έμοιαζαν να είναι τρεις γενιές νεότερα από εκείνα που είχα πάρει στο Κίεβο και στο Λβιβ.
Ίσως πάλι να ήμουν επηρεασμένος από τον τεράστιο θόρυβο που γινόταν τότε για το αν το Euro θα το φιλοξενούσαν και οι δύο χώρες, ή αν, λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στις εργασίες στα γήπεδα της Ουκρανίας, όλοι οι αγώνες θα γίνονταν στην Πολωνία, η οποία είχε φανεί σχεδόν απόλυτα συνεπής, και είχε τα γήπεδα έτοιμα εντός χρονοδιαγράμματος. Για παράδειγμα, τέλη Σεπτεμβρίου στο Κίεβο ακόμα “πάλευαν” να “τρέξουν” τις εργασίες στο Ολυμπιακό Στάδιό τους, και οι εργασίες στο γήπεδο του Λβιβ ήταν επίσης πολύ “πίσω”. Αντίθετα, αρχές Οκτωβρίου στη Βαρσοβία, είχα την τύχη να είμαι στην πόλη τη μέρα που το νεόκτιστο τότε Εθνικό Στάδιο άνοιγε τις πόρτες του για να το δει ο κόσμος, εκείνο και την “επίδειξη” του πώς ανοίγει και κλείνει η οροφή του.
Φεύγοντας από τη Βαρσοβία τότε, αισθανόμουν ότι μόλις είχα περάσει μερικές ημέρες σε μία όμορφη πόλη, “περιποιημένη”, ταχύτατα αναπτυσσόμενη, με την Παλιά Πόλη της (έστω και “ρέπλικα” της αυθεντικής, που καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), με το ποτάμι της, με το μετρό της, με τα πάρκα της, με τα ενδιαφέροντα μνημεία της, με τον όμορφο κόσμο της (τουλάχιστον του γυναικείου φύλλου, στις του οποίου είχα στραμμένη την προσοχή μου), με τα “τσίλικα” γήπεδά της, όμως...
Όμως, ήταν σαν να είχα γνωρίσει μία υπέροχη γυναίκα που είχαμε όλα τα... φόντα να κάνουμε σχέση, χωρίς όμως να “τσιμπηθώ” μαζί της στα πρώτα ραντεβού. Θα μέναμε σε επαφή, μπορεί να γινόμασταν και φίλοι, όμως... μέχρι εκεί. Δεν... ξελογιάστηκα από τη Βαρσοβία (σε αντίθεση με το Κίεβο). Ίσως “έφταιγε” το ότι έμεινα σε χόστελ, και δεν δοκίμασα να φιλοξενηθώ από κάποιον, άρα να έχω ντόπια παρέα. Ίσως να έφταιγε το ότι τότε δεν είχα ασχοληθεί καθόλου -μα καθόλου- με τα Πολωνικά, τα οποία -κακώς, τελικά- θεωρούσα το ίδιο... απλησίαστα με τα Ουγγρικά, ή τα Φινλανδικά. Ίσως να έφταιγε... η σύγκλιση των πλανητών εκείνες τις ημέρες, δεν ξέρω...
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να έφταιγε και το ότι πήγα σε μία συνάντηση μελών ενός σάιτ, ένα... “get-together” για καφέ-τσάι-ποτό, και το πρώτο που είπε η κοπέλα που κάθισε δίπλα μου όταν άκουσε ότι είμαι Έλληνας ήταν, “ε, πρέπει να το περιμένατε ότι κάποια στιγμή θα χρεοκοπούσατε, αφού πηγαίνετε στη δουλειά σας όποτε θέλετε και για όσο θέλετε”(!). Ακόμα κι αυτό όμως, ήταν... ύμνος μπροστά σε όσα άκουσα λίγες εβδομάδες αργότερα στην Μπρατισλάβα...
Οκτώ μήνες αργότερα, η Βαρσοβία ήταν ντυμένη στα Euro-ικά της, κι όλα φάνταζαν ονειρεμένα. Κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι γνώρισα και φιλοξενήθηκα από μία Πολωνή που είναι η κατά 12 χρόνια νεότερη θηλυκή έκδοσή μου. Εκείνο που μας έδεσε περισσότερο ήταν ο σαρκασμός, τον οποίο και οι δύο έχουμε για δεύτερη γλώσσα (όσο κι αν δυσκολεύεστε ίσως κάποιοι να πιστέψτε διαβάζοντας τα κατά κανόνα “φλατ” κείμενά μου εδώ).
Από τότε, όλο με καλούσε να ξανάρθω, κι όλο το ανέβαλα για... κάποια άλλη φορά, δίνοντας προτεραιότητα σε άλλους προορισμούς. Μέχρι πριν από τρεις εβδομάδες. Στο διαμέρισμά της γράφω αυτό το κείμενο, με το χιόνι να πέφτει σαν λυσσασμένο από το πρωί που άνοιξα τα μάτια. Ό,τι καιρό και να κάνει όμως, αυτό το διαμέρισμα έχει κάτι για το οποίο δε θα το άλλαζα ούτε με δωμάτιο πεντάστερου ξενοδοχείου. “Τη φίλη σου”, θα σκεφτεί κανείς. Εεεεεε, ννννναι, κι εκείνη. Βασικά όμως, δυόμισι χιλιόμετρα (όπως πετάει πουλί) βορειοδυτικά, βρίσκεται το Εθνικό Στάδιο. Το διαμέρισμα είναι στον τελευταίο όροφο (13ο) μοντέρνας οικοδομής, με κανένα άλλο κτήριο να είναι αρκετά ψηλό για να κρύβει έστω και μια γωνιά του σταδίου. Κάθε απόγευμα στις έξι, και μέχρι τα μεσάνυχτα, ανάβουν τα φώτα στο εξωτερικό “ρούχο” του σταδίου, κόκκινα και άσπρα, και η ένδειξη “PGE NARODOWY” (το επίσημο όνομα του σταδίου) κάνει αδιάκοπα... κύκλους. Δεν τη χορταίνω αυτήν τη θέα (όπως και το ιδιόρρυθμο χιούμορ της φίλης μου).
Κατά τα άλλα, τη Βαρσοβία αυτήν τη φορά τη βρήκα ακόμα πιο... μοντέρνα από το 2012. Ουρανοξύστες που τότε κτίζονταν, τώρα είναι ολοκληρωμένοι, έχοντας “εμπλουτίσει” το “skyline” της πόλης. Νέα μοντέρνα κτήρια σε αυτόνομα συγκροτήματα έχουν ξεφυτρώσει, στεγάζοντας την όλο και επεκτεινόμενη αριθμητικά μεγαλομεσαία τάξη. Τα πάρκα και τα μνημεία μοιάζουν καλύτερα διατηρημένα από ποτέ, κάτι που εξηγείται από την ακόμα μεγαλύτερη από παλιότερα προσοχή που δίνουν οι τοπικές αρχές στον καλλωπισμό της πόλης. Ακόμα και σε ώρα αιχμής, έχεις την αίσθηση ότι... δεν κολλάς στην κυκλοφορία αν είσαι σε αμάξι, ενώ τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας φαίνονται να λειτουργούν στην εντέλεια, με το εισιτήριο μάλιστα να κοστίζει λιγότερο από το αστικό λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη. Γενικά, έχεις την αίσθηση ότι η Βαρσοβία έχει... πατήσει γκάζι, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι είναι και κανένας... επί γης παράδεισος...
Ακόμα και στην “πιο καλλωπισμένη, δε γίνεται” Παλιά Πόλη, βλέπεις άστεγους που ψάχνουν στα σκουπίδια για... οτιδήποτε. Ο βασικός μισθός είναι στα 1200 ζλότι (καθαρά), δηλαδή λιγότερο από 300 ευρώ, χρήματα που δεν είναι αρκετά για να ζήσει κανείς μόνος του, όσο χαμηλές κι αν είναι οι τιμές στα τρόφιμα, στη βενζίνη, και στη στέγαση -μακριά από το κέντρο. Τουλάχιστον οι πολύ χαμηλά αμειβόμενοι παίρνουν κάποιο βοήθημα-συμπλήρωμα από το κράτος.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με τη λίστα εκείνων που δικαιολογούν το “δεν είναι και επί γης παράδεισος η Βαρσοβία”, όμως... νομίζω ότι θα ήταν άδικο να επεκταθώ σε δεινά της πόλης που είναι δεινά... μάλλον κάθε πόλης σε όλον τον πλανήτη. Εκείνο στο οποίο ούτως ή άλλως θέλω να καταλήξω είναι ότι σαν επισκέπτης της, παρατηρώντας, συγκρίνοντας, και μαζεύοντας πληροφορίες από κάθε πιθανή και απίθανη πηγή, μένω με την αίσθηση (που μπορεί φυσικά να είναι και λανθασμένη) ότι η Βαρσοβία, σε πολύ απλά Ελληνικά, “πηγαίνει μπροστά”, κι ότι ναι μεν υπάρχουν πολλοί που... μένουν πίσω (λογικό, σε μία μεγάλη πόλη), όμως υπάρχει κι ένας όλο κι αυξανόμενος αριθμός πολιτών της που... ανεβαίνει στο τρένο.
Για την Πολωνία γενικά, για τους Πολωνούς και τα Πολωνικά, έχω πολλά ακόμα σχόλια, όμως αυτό το κείμενο είναι ήδη μεγάλο, και ούτως ή άλλως έχω ακόμα... μέλλον στη χώρα, πριν πάρω λεωφορείο για Λβιβ, οπότε... θα επανέλθω. Επόμενος προορισμός μου είναι το “Μπιάλιστοκ” ή “Μπιαλίστοκ” (έτσι το γράφει στα Ελληνικά στη wikipedia, το πρώτο στον τίτλο, το δεύτερο στο κείμενο), τη μεγαλύτερη πόλη της βορειοανατολικής Πολωνίας. Το γιατί κυρίως πηγαίνω εκεί αύριο (μέρα με αγώνες εμβόλιμης αγωνιστικής του πολωνικού πρωταθλήματος), όσοι παρακολουθείτε αυτήν την ιστορία δεν χρειάζεται να... εξαντλήσετε τη φαντασία σας για να μαντέψετε...