delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.196
Περιεχόμενα
Τέτοιες ημέρες πέρσι (γύρω στις 10 Φεβρουαρίου ήταν), εξηγούσα στον Δευκαλίωνα πρόσωπο με πρόσωπο στη Μελβούρνη “του” τους λόγους για τους οποίους είχα... χαθεί από το σάιτ, αφήνοντας όμως ανοικτό ένα παραθυράκι να γράψω σύντομα κάτι για τον ενάμιση μήνα που μόλις είχα περάσει στην Αυστραλία, και ένα... μεγαλύτερο παράθυρο να αρχίσω νέα ιστορία για αυτά που έπονταν τότε, για τις λίγες ημέρες στην Κουάλα Λούμπουρ, τις εξίσου λίγες στη Σιγκαπούρη, τον μήνα στην Καμπότζη, τις δύο βδομάδες στην Μπανγκόκ, τη βδομάδα στη Βιεντιάν, το δεκαήμερο σε Μακάο/Χονγκ Κονγκ/Σενζέν, και -τέλος, επιτέλους- τον μήνα στην Ιαπωνία, όσα είχα δηλαδή μπροστά μου μέχρι αρχές Ιουνίου. Αφερέγγυος από τη φύση μου, τα “θα” μου αποδείχτηκαν -ξανά- λιγότερο αξιόπιστα κι από προεκλογικές υποσχέσεις πολιτικού...
Μετά από οκτώ μήνες στη Θεσσαλονίκη, χθες άρχισα να... κάνω απόσβεση των σχεδόν 100 ευρώ του νέου διαβατηρίου μου. Ένας μήνας στην Πολωνία, ένας στην Ουκρανία, κι άλλες δέκα μέρες στην Πολωνία, αυτό είναι το πλάνο. Μου έχει λείψει το γράψιμο, μου έχει λείψει η νοερή παρέα που κάποιοι από εσάς μου κρατούσατε σε προηγούμενα ταξίδια (για την ακρίβεια, σε κομμάτια του ίδιου -προκλητικά παρατραβηγμένου χρονικά- ταξιδιού), οπότε... βάζω μπροστά, κι όσο πάει (δεν τολμώ καν να αφήσω να εννοηθεί ότι θα γράφω τακτικά και μέχρι το τέλος του ταξιδιού. Ο πρώτος που δε με παίρνει στα σοβαρά πλέον είμαι εγώ ο ίδιος).
Το αποψινό κείμενο-μινιατούρα είναι ουσιαστικά... τρέιλερ του “σίριαλ” που θα αρχίσει να παίζεται αύριο. Θα μπορούσα να το παραλείψω και να αρχίσω απευθείας αύριο με το πρώτο... επεισόδιο, όμως η σημερινή είναι/ήταν (περασμένα μεσάνυχτα εδώ) η πρώτη γεμάτη μέρα του ταξιδιού, και σκέφτηκα να την εκμεταλλευτώ για να... ξεσκουριάσω λίγο τα δάχτυλά μου.
Στη Βαρσοβία άρχισε το ταξίδι χθες το απόγευμα, όμως είμαι ήδη στο Γκντανσκ, και το πρώτο -κανονικό- κείμενο θα είναι για τα 350 χιλιόμετρα με το λεωφορείο μεταξύ των δύο πόλεων, διαδρομή που αν ήταν ομιλητής δε θα... κρεμόσουν κι από τα χείλη του, όμως αν είσαι “άρρωστος” παρατηρητής κι έχεις περάσει καιρό ψαρεύοντας πληροφορίες για την Πολωνία στο ίντερνετ, στην τηλεόραση, σε βιβλία, πληροφορίες που δένουν με εικόνες που βλέπεις από το τζάμι ενός λεωφορείου, τα ίδια 350 φαινομενικά... ανιαρά χιλιόμετρα (άλλη λέξη που αρχίζει από -τονισμένο- άλφα και λήγει σε -μη τονισμένο- άλφα έχω στο μυαλό μου, αλλά... τέλος πάντων), γεμίζουν αρκετές σειρές στο σημειωματάριό σου.
Καλώς σας ξαναβρίσκω.
Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) γνωρίζετε τη φήμη που συνοδεύει τους Πολωνούς (μία από αυτές), ότι είναι ένθερμοι Καθολικοί. Ο σημαντικός ρόλος που παίζει στη ζωή τους η θρησκεία τους φαίνεται κι από κάτι που παρατηρείς χαζεύοντας από τζάμι λεωφορείου στη διαδρομή από Βαρσοβία για Γκντανσκ. Κάθε χωριό έχει, φυσικά, την εκκλησία του, οι οποίες λόγω όγκου και ύψους καμπαναριών τραβάνε το μάτι σου, όμως αυτό είναι αυτονόητο. Εκείνο που δεν περίμενα να δω και μου έκανε εντύπωση χθες ήταν ότι σε κάθε είσοδο χωριού υπήρχε ένα μικρό άγαλμα του Χριστού ή της Παναγίας, μέσα σε χαμηλούς ξύλινους φράκτες που δημιουργούσαν έναν χώρο δύο (μέτρα) επί δύο (πάνω-κάτω), με πολύχρωμες κορδέλες να ξεκινούν από την κορυφή του κάθε αγάλματος και να τεντώνονται ακτινωτά μέχρι μία ντουζίνα σημεία πάνω στους ξύλινους φράκτες. “Θρήσκοι οι Πολωνοί”, θα σκεφτεί κανείς. Ναι μεν, αλλά...
Πρόσφατα παρακολούθησα σε κάποιο ξένο κανάλι ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα σε όσα συμβαίνουν στην Πολωνία από τις τελευταίες εκλογές και μετά, κι ένα από τα σημεία που συγκράτησα είναι η ανησυχία νεαρών Πολωνών (20άρηδες και λίγο μεγαλύτεροι) που ζουν σε μεγάλες πόλεις, για τον... “ιδιαίτερου τύπου” Καθολικισμό που κερδίζει έδαφος -κυρίως- στην ύπαιθρο, πάνω στον οποίο πάτησε για τα καλά το κόμμα που βγήκε πρώτο στις τελευταίες εκλογές (κι από τότε έχει γίνει αρκετές φορές πρώτο θέμα στην Ευρώπη με το πώς θέλει να φέρει τα πάνω κάτω σε διάφορους τομείς της ζωής στην Πολωνία, με όχι ακριβώς και υποδειγματικά δημοκρατικό τρόπο). Τα αναφέρω αυτά απλά επειδή σκεφτόμουν ότι η σχέση των Πολωνών με τη θρησκεία τους, όπως σχεδόν τα πάντα στη ζωή, έχει τουλάχιστον δύο αναγνώσεις...
Αν αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ο επιβάτης λεωφορείου που ταξιδεύει από την πρωτεύουσα της Πολωνίας στο σημαντικότερο λιμάνι της χώρας (προφανώς σε αυτοκινητόδρομο) να περνάει από εισόδους χωριών, η εξήγηση είναι ότι παρά την αλματώδη οικονομική ανάπτυξη της Πολωνίας τα τελευταία 10-15 χρόνια, τουλάχιστον τα μισά από τα 350 χιλιόμετρα αυτής της τόσο σημαντικής διαδρομής, θυμίζουν ακόμα και σήμερα επαρχιακό δρόμο μεταξύ χωριών της Ελλάδας που κανείς μας δεν έχει ακουστά. Μία λωρίδα ανά κατεύθυνση. Αυτό. Κρίνοντας από όσα είδα χθες όμως, αν έκανα την ίδια διαδρομή σε έναν χρόνο από σήμερα, η εικόνα θα ήταν πολύ(υυυ) διαφορετική. Μέτρησα πάνω από δέκα εργοτάξια, σε κάθε ένα εκ των οποίων υπήρχαν δεκάδες εργάτες. Αν ήμουν Πολωνός και ήθελα να πάω από το Α στο Β όσο πιο γρήγορα γινόταν, θα χαιρόμουν. Σαν πρόσκαιρος επισκέπτης όμως, ομολογώ ότι προτιμώ τους... πιο απλούς δρόμους, αυτούς που σου επιτρέπουν να βλέπεις χωριά και κωμοπόλεις, αντί για “τοίχους” δεξιά κι αριστερά που σε (με) κάνουν να αισθάνεσαι παγιδευμένος (αναφέρομαι στους “τοίχους” που προφανώς καλώς υπάρχουν για να περιορίζουν τον θόρυβο από τον αυτοκινητόδρομο σε σημεία που αυτός περνάει από κατοικημένες περιοχές).
“Hala sportowa” (σε ελεύθερη μετάφραση, “κλειστό” γήπεδο -μπάσκετ, βόλεϊ, οτιδήποτε μπορεί να φιλοξενηθεί σε κλειστό χώρο), η μία μετά την άλλη, σε κάθε κωμόπολη, ακόμα και σε κάποια χωριά, κτίσματα μοντέρνα, που κραυγάζουν ότι έχουν χτιστεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Σου κάνει εντύπωση, επειδή είναι τα πιο μοντέρνα κτίσματα που βλέπεις σε όλη τη διαδρομή. Προσωπικά δεν ξαφνιάστηκα, μια και είμαι φανατικός επισκέπτης της σελίδας stadiumdb.com (κατά σύμπτωση τα παιδιά που την έστησαν είναι Πολωνοί), έχω κόλλημα από πιτσιρικάς με τα γήπεδα (όταν τα ζωγράφιζα, έβαζα μέχρι και καρεκλάκια, και μετρούσα τη χωρητικότητά τους), και ήξερα ότι στον τομέα “αθλητικές εγκαταστάσεις” αυτό που συντελείται στην Πολωνία τα τελευταία χρόνια κάνει τη λέξη “οργασμός” δίπλα στο “κατασκευαστικός” να μοιάζει πολύ φτωχή.
Τα μικρά “κλειστά” που χτίζονται κατά δεκάδες αποτελούν κομμάτι της γενικότερης πολιτικής των Πολωνών να αναβαθμίσουν τις αθλητικές εγκαταστάσεις τους. Για να μη μακρηγορήσω, σας διαβεβαιώ ότι πολλές ποδοσφαιρικές ομάδες της τρίτης κατηγορίας της Πολωνίας έχουν ολοκαίνουργια γήπεδα που με κάνουν σαν παοκτσή να ντρέπομαι για το... απολιθωμένο δικό μας γήπεδο. Πόσο συχνά παραδίδονται ολοκληρωμένα νέα γήπεδα στην Πολωνία; Σκεφτείτε... τελευταίους μήνες πριν τους Ολυμπιακούς στην Αθήνα, τότε που κάθε βδομάδα γίνονταν τα εγκαίνια κι ενός σταθμού του μετρό. ΤΟΣΟ συχνά...
Όσα εργοτάξια είδα χθες στη διαδρομή από τη Βαρσοβία στο Γκντανσκ, άλλα τόσα αιολικά πάρκα διέκρινα στην άκρη του ορίζοντα. Το πρώτο μού έκανε εντύπωση, επειδή δεν ήξερα τι βαρύτητα δίνουν οι Πολωνοί σε “νέες” πηγές ενέργειες (“νέες” ως προς τη διάδοση και εκμετάλλευσή τους, όχι ως προς την ύπαρξή τους, προφανώς). Μετά από λίγα χιλιόμετρα περάσαμε από ένα μεγαλύτερο, και 10-15 λεπτά αργότερα το τρίτο πάρκο έκανε τα δύο προηγούμενα να μοιάζουν νάνοι. Πολλά περισσότερα ακολούθησαν, με τα “κενά” (από πάρκα) κομμάτια της διαδρομής να έχουν κι αυτά διάσπαρτες μεμονωμένες ανεμογεννήτριες, στη μέση μεγάλων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Ομολογώ ότι το αντικείμενο δεν το κατέχω, δεν είμαι επαρκώς πληροφορημένος για τα θετικά και τα αρνητικά (αν υπάρχουν) των αιολικών πάρκων, εκείνο όμως που δεν μπορώ να χωνέψω είναι επιχειρήματα που άκουσα πριν από χρόνια από κατοίκους περιοχών στην Ελλάδα που αντιδρούσαν στη δημιουργία πάρκων κοντά σε εκείνους, λέγοντας συγκεκριμένα ότι οι ανεμογεννήτριες τούς φαινόντουσαν “πολύ άσχημες”(!!!).
Κάτι άλλο που μου προκάλεσε θετική εντύπωση για τους Πολωνούς είναι το ποσοστό της γης που καλλιεργούν. Νομίζεις ότι τα περισσότερα από τα 350 χιλιόμετρα μεταξύ Βαρσοβίας και Γκντανσκ είναι ένα ατελείωτο χωράφι. Θυμήθηκα έναν Κροάτη πιτσιρικά την πρώτη φορά που πήρα τρένο από Ζάγκρεμπ για Κοπρίβνιτσα (μία κωμόπολη μία ώρα ανατολικά του Ζάγκρεμπ), τρένο που έμελλε να πάρω αρκετές φορές τα δύο επόμενα χρόνια, έχοντας ξελογιαστεί από μία... Hrvatica . Ο πιτσιρικάς (γύρω στα 20) μού έπιασε κουβέντα, και σύντομα άρχισε να “θάβει” την ίδια τη χώρα του, δείχνοντάς μου πόσο ανεκμετάλλευτη άφηναν τη γη κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής (όλα αυτά, το 2005). Δεν είχε άδικο... Το μόνο για το οποίο δεν φαντάζομαι Πολωνό να μου “γκρινιάζει” για την πατρίδα του σήμερα είναι το πόσο ανεκμετάλλευτη -δεν- αφήνουν τη γη τους...
Κλείνω με τούτο: εκείνο που μου προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση χθες στη διαδρομή με το λεωφορείο, ήταν το... ίδιο το λεωφορείο. Την Polski Bus την έμαθα το 2011, την πρώτη φορά που ήρθα στην Πολωνία. Για όσους δεν την έχετε ακουστά, είναι μία... Ryanair με λεωφορεία, με όλα τα θετικά τής -τιμολογιακής πολιτικής της- Ryanair, χωρίς όμως τα ενοχλητικά στραβά της (όχι ότι μπορώ να γκρινιάξω πολύ για τη Ryanair. Το Θεσσαλονίκη-Μποβέ χθες μού κόστισε 10 ευρώ, και το Μποβέ-Μόντλιν 20 ευρώ, εισιτήρια αγορασμένα αρχές Δεκέμβρη). Τα λεωφορεία της Polski Bus είναι σύγχρονα, φεύγουν και φθάνουν στην ώρα τους, και το Βαρσοβία-Γκντανσκ μού κόστισε 10 ζλότι, δηλαδή κάτι περισσότερο από δύο ευρώ. Δύο! Για μία απόσταση 350 χιλιομέτρων με σύγχρονο/άνετο λεωφορείο.
Η εταιρεία έχει πλέον επεκταθεί σε άλλες χώρες, και συνεχίζει να μεγαλώνει, κάνοντας τα ταξίδια σε αυτό το κομμάτι της Ευρώπης όλο και πιο οικονομικά. Σκέφτηκα τι θα συνέβαινε αν οι ιδιοκτήτες της αποφάσιζαν να... κάνουν δουλειές στην Ελλάδα. Φαντάστηκα λεωφορεία ΚΤΕΛ να κλείνουν με μπλόκα τα Τέμπη, τα τελωνεία, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα, τα, τα, μέχρι να πετύχαιναν να ξεκουμπιστούν από την Ελλάδα οι εξυπνάκηδες οι ξένοι που θέλησαν να βγάλουν κέρδος στη χώρα μας συμβάλλοντας στην ανάπτυξη ανταγωνισμού που θα έσπρωχνε τις τιμές των εισιτηρίων πολύ χαμηλότερα από εκεί που είναι σήμερα...
Παρεμπιπτόντως, το Βαρσοβία-Κρακοβία που θα κάνω την προσεχή Πέμπτη, μου κόστισε κάτι λιγότερο από μισό ευρώ. Τη μέρα μάλιστα που αγόρασα το εισιτήριο, δεν ήμουν βέβαιος αν θα ταξίδευα Πέμπτη ή Παρασκευή, δεν ήθελα να χάσω την προσφορά, και αγόρασα δύο εισιτήρια, ένα για Πέμπτη, ένα για Παρασκευή, με λιγότερο από ένα ευρώ. “Φαρμακείο” η Polski Bus, “φαρμακείο”...
Κλείνω τον υπολογιστή κι ετοιμάζομαι για το γήπεδο, για τον βασικό λόγο που φρόντισα να είμαι στο Γκανσκ συγκεκριμένα αυτό το Σαββατοκύριακο. Η τοπική Λέχια παίζει εντός στην αγωνιστική τής επανέναρξης της πολωνικής “Εξτρακλάσα” μετά τη χειμερινή διακοπή (δεν είναι τυχαίο ότι στην Πολωνία ήρθα ακριβώς πριν την επανέναρξη του πρωταθλήματος. Καθένας με τις διαστροφές του, ή... κάδα λόκο κον σου τέμα, που θα έλεγε ένας γνωστός μου Ισπανός). Θα είμαι στο γήπεδο δυόμισι ώρες πριν αρχίσει το παιχνίδι, για να κάνω μισή ώρα τον κύκλο του εξωτερικά, και να μπω με το που θα ανοίξουν τις πύλες, στις τέσσερις, δύο ώρες πριν αρχίσει το παιχνίδι. Βραδιάζει νωρίτερα από την Ελλάδα, και για να βγάλω φωτογραφίες πριν σκοτεινιάσει πρέπει να μπω με το που θα ανοίξουν οι πόρτες. Να το ξαναγράψω; Κάθε τρελός με το... ζήτημά του...
Βλέποντας -ηλιόλουστες, ΠΟΛΥ σημαντική λεπτομέρεια- φωτογραφίες του γηπέδου της Λέχια Γκντανσκ στο ίντερνετ τον τελευταίο μήνα, αυτόματα και αβίαστα το μυαλό μου πήγαινε στη Σαρλίζ Θέρον(!) και στην -παλιά, πλέον- διαφήμιση ενός αρώματος στην οποία η Νοτιοαφρικανή φοράει ένα... αστραφτερό χρυσαφί φόρεμα (μια και αρχίζω το σημερινό κείμενο με αναφορά σε γήπεδο και ποδόσφαιρο, ρισκάροντας να χάσω τους μισούς -αν όχι περισσότερους- από εσάς από τις πρώτα κιόλας γραμμές, σκέφτηκα να θολώσω ύπουλα τα νερά μήπως και σας δελεάσω να διαβάσετε και την επόμενη παράγραφο).
Το “Στάντιον Ενέργκα Γκντανσκ” όπως είναι σήμερα η επίσημη ονομασία του, με τον ουρανό γαλανό και τον ήλιο να κάνει το... κιτρινομουσταρδοχρυσαφί περίβλημά του να αστράφτει, πρέπει να είναι ένα από τα πιο... σέξι γήπεδα του κόσμου (αν είσαι φαν της Θέρον και η παρουσία της στη συγκεκριμένη διαφήμιση σε έχει... σημαδέψει). Όπως πλησιάζαμε όμως στο γήπεδο με το τραμ νωρίς χθες το απόγευμα, μέσα στον χειμώνα, με τον ουρανό στις τρεις και μισή να είναι στην καλύτερη περίπτωση... ανθρακί, φρόντισα να μετριάσω τις προσδοκίες μου.
Τι σκέφτηκα όταν τελικά το πρωτοείδα; Ας το θέσω έτσι: η... Σαρλίζ φαινόταν σαν να διερχόταν περίοδο κατάθλιψης (από τα διακόσια μέτρα το χρυσαφί “ρούχο” της φαινόταν... σταχτί), σαν να ήταν σε καναπέ τυλιγμένη με ένα άχρωμο κουβερλί στη μέση ενός δωματίου με τις κουρτίνες και τα παράθυρα κλειστά, γενικά τα πάντα κραύγαζαν ότι το μεσαίο όνομά της ήταν “μουντή”, όμως κατά βάθος... ήταν ακόμα η Σαρλίζ, ίσως επειδή αν ξέρεις πώς είναι κάποιος, κάτι, στα καλύτερά του, τον/το εκτιμάς και θαυμάζεις ακόμα και στα... μουντά του...
Τον γύρο του γηπέδου εξωτερικά δεν μπορούσα να τον κάνω, επειδή κομμάτια της γύρω περιοχής είναι ιδιωτική ιδιοκτησία που κάνοντας τον γύρο της φθάνεις μακριά από το γήπεδο, και στην άλλη πλευρά έχεις απλά έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας που δεν... ενδύκνειται για περπάτημα στην άκρη του. Αυτή η... αναποδιά όμως, μου βγήκε σε καλό, μια και πέρασα ένα μισάωρο -μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες- στον “one of a kind” πολυχώρο κάτω από το γήπεδο, χώρος που είναι προσβάσιμος και επισκέψιμος εφτά μέρες τη βδομάδα, και δεν έχει καμία σχέση με τους αγώνες της Λέχια, χώρος που με έκανε να ψελλίσω ένα βαθιά σοφιστικέ “πλάαακα μού κάνεις” ξανά, και ξανά, και ξανά...
Πρώτη έκπληξη, η επιχείρηση “Escape Rooms” που λειτουργεί εκεί. Ξέρετε... Εκείνα τα δωμάτια που κλειδώνεσαι, και για να βγεις πρέπει να λύσεις κάποιο μυστήριο. Επόμενο, χώρος για παρκούρ! Αμέσως μετά, αίθουσα με μπιλιάρδα! Και στο βάθος, τεράστια... πίστα, το μεγαλύτερο κομμάτι της στεγασμένο και ένα μικρό εκτός βασικού κτιρίου, με καρτ!! Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, υπάρχει ένα μεγάλο γυμναστήριο, αναψυκτήριο με δεκάδες επιτραπέζια παιχνίδια, χώρος με τραμπολίνα(!), άλλος με πέντε οθόνες για Play Station, μαγαζί με επίσημα προϊόντα της Λέχια, και τουλάχιστον δύο μπαρ/ρεστοράν. Ένα γήπεδο ανοιχτό εφτά μέρες την εβδομάδα, στο οποίο όχι ολόκληρη οικογένεια, αλλά... ολόκληρο σόι μπορεί να πάει και να βρει κάτι διασκεδαστικό να κάνει.
“Άλλο οι χώροι κάτω από τις κερκίδες, κι άλλο το γήπεδο αυτό καθεαυτό”, θα πει κανείς. Διαβάστε αυτό: ακόμα και μέρος των κερκίδων είναι προσβάσιμο κάποιες ώρες την ημέρα, για όσους θέλουν να γυμναστούν, να ανεβοκατέβουν τα σκαλοπάτια! Η ειρωνεία/πλάκα της υπόθεσης είναι ότι πρόσφατα έγραψα σε κάποιον ότι αν το γήπεδο στην Τούμπα ήταν ανοικτό εφτά μέρες την εβδομάδα, αντί να πήγαινα στο γυμναστήριο και να έκανα αυτό που σιχαίνομαι όσο ελάχιστα πράγματα στη ζωή (διάδρομο, για να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα, τους τελευταίους μήνες πήρα τόσα κιλά που μοιάζω πλέον επικίνδυνα στο ανθρωπάκι της Μισελέν, αλλά στο πολύ λιγότερο χαριτωμένο του), θα πήγαινα στο γήπεδο (το σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη είναι πέντε λεπτά περπάτημα από εκεί), και θα ανεβοκατέβαινα τα σκαλιά. Την ίδια (ή την επομένη, δεν είμαι σίγουρος) μέρα, είδα στο facebook της Λέχια Γκντανσκ φωτογραφία με κόσμο που έκανε αυτό ακριβώς στο γήπεδό της! What were the chances?! (όπως είμαι σίγουρος ότι λένε στον Άγιο Αντώνιο Καστοριάς, το χωριό όπου όπως ενημερώθηκα πρόσφατα, γεννήθηκα).
Προφανώς στο παιχνίδι αυτό καθεαυτό δεν πρόκειται να αναφερθώ, μια και το παίρνω με απόδοση 1,01 ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει για τον διαιτητή που το επίθετό του θα μπορούσε άνετα να είναι Τραγελάφσκι (τραγέλαφος+χαρακτηριστική κατάληξη πολωνικών επιθέτων, με παρακολουθείτε, έτσι; ), που έδειξε δύο (τραβηγμένες από τις ρίζες των μαλλιών) κόκκινες κάρτες σε παίκτες της φιλοξενούμενης ομάδας στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, κι επέτρεψε στη Λέχια να κάνει πάρτι στο δεύτερο (0-0 ημίχρονο, 5-0 τελικό, με το “5” να κολακεύει τους φιλοξενούμενους). Όπως όμως δεν κουράζομαι να λέω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, το να παρακολουθείς ποδόσφαιρο (ή άλλο άθλημα) ενώ ταξιδεύεις, είναι σαν να ανοίγεις μία πόρτα που σε οδηγεί σε ένα δωμάτιο όπου μαθαίνεις ΠΟΛΛΑ για τη χώρα που επισκέπτεσαι, ακόμα κι αν περάσεις τα 90 λεπτά του αγώνα έχοντας στρέψει τα μάτια σου στον αγωνιστικό χώρο όχι περισσότερες από δέκα φορές, και μόνο φευγαλέα...
Από τα πολλά που μου έκαναν εντύπωση, θα αναφέρω μόνο δύο. Ένας στους τέσσερις τριγύρω μου στην κερκίδα, ήταν εμφανώς... “πιωμένος”, πολλοί πριν ακόμα αρχίσει το παιχνίδι. Είδα κόσμο ακόμα και να τρεκλίζει ανεβαίνοντας τις σκάλες πριν αρχίσει το παιχνίδι. Είδα μεθυσμένους να κάνουν... μανούρα για τη θέση τους, ζητώντας από άλλους να σηκωθούν, νομίζοντας -λανθασμένα- ότι κάθονταν στη δική τους θέση. Γενικά, η μυρωδιά του αλκοόλ σού έσπαγε τη μύτη καθώς πλησίαζαν κάποιοι. “Σιγά το πράγμα... Παοκτσής είσαι... Δεν έχεις δει μεθυσμένους στην Τούμπα;”, θα παρατηρούσε κάποιος που ξέρει τι συμβαίνει σε εμάς. Η απάντησή μου θα ήταν, ναι, αλλά στην 4 (για τους μη γνώστες, αυτή είναι η κερκίδα των “φανατικών”), όχι στην 6 (από την... 6 του γηπέδου της Λέχια είδα το παιχνίδι χθες. Όπου “6” της Τούμπας, η θύρα στην οποία η μυρωδιά του αλκοόλ μοιάζει πιο μακρινή κι από τον... Πλούτωνα).
Το του αλκοόλ το αναφέρω επειδή “δένει” με αυτό που μου έκανε ΠΟΛΥ μεγάλη εντύπωση και τις δύο προηγούμενες φορές που πέρασα λίγες ημέρες στην Πολωνία (μια βδομάδα το 2011, κι άλλη μία το 2012). Το να δεις μπουκάλια μπίρας ή βότκας ή άλλου αλκοολούχου ποτού άδεια, αφημένα στην άκρη δρόμου, σε περβάζια, σε σκαλοπάτια, σε, σε, σε, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σχεδόν σε οποιαδήποτε χώρα (εξαιρώντας εκείνες που η κατανάλωση αλκοόλ απαγορεύεται γενικώς, ή επιτρέπεται μόνο σε κλειστούς χώρους). Η συχνότητα όμως με την οποία βλέπεις την ίδια αυτή εικόνα στην Πολωνία είναι τέτοια που... αρπάζει την προσοχή σου από τον λαιμό και κολλάει το πρόσωπό σου στο γυαλί κάθε παρατημένου μπουκαλιού. Οι ίδιοι οι Πολωνοί αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα του αλκοολισμού εδώ είναι υπαρκτό και έντονο. Επιπλέον -μερική- απόδειξη; Τέσσερις φορές έχω επισκεφτεί μίνι-μάρκετ στο Γκντανσκ για να αγοράσω ψιλοπράγματα, και τις τέσσερις φορές υπήρχε άνθρωπος (ένας τουλάχιστον) στην ουρά του ταμείου που μύριζε αλκοόλ από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και κρατούσε μόνο μπίρες...
Έχοντας... “στολίσει” τους Πολωνούς για την... αδυναμία τους στο αλκοόλ, το δεύτερο (από όσα μου έκαναν εντύπωση χθες στο γήπεδο) που θα αναφέρω εδώ, είναι απόλυτα κολακευτικό για εκείνους. Όσοι ασχολείστε με το διεθνές ποδόσφαιρο, πρέπει να έχετε ακούσει για τα επίπεδα... καφριλικίου που συναντώνται στα πολωνικά γήπεδα. Αλήθεια είναι ότι σκληροπυρηνικοί συγκεκριμένων ομάδων πρωταγωνιστούν κατά καιρούς σε... σαματάδες που κάνουν τους δικούς μας κάφρους στην Ελλάδα να μοιάζουν μαθητευόμενα καφράκια. Άλλοι, “φημίζονται” για τις σχέσεις τους με ακροδεξιές οργανώσεις, και φροντίζουν να προβάλουν τα πιστεύω τους με πανό και σημαίες. Τουλάχιστον χθες όμως, όχι μόνο γενικά στις κερκίδες αλλά ακόμα και ειδικά στο πέταλο των “ούλτρας” της Λέχια, η... ανθρωπογεωγραφία ήταν πολύ-πολύ ευχάριστα ενδιαφέρουσα...
Δύο “αρχηγοί” στέκονταν σε μία ειδική πλατφόρμα κάτω-κάτω, ακριβώς πίσω από την εστία (το γήπεδο της Λέχια είναι αμιγώς ποδοσφαιρικό, χωρίς στίβο, οι κερκίδες είναι σε απόσταση αναπνοής από τον αγωνιστικό χώρο, και δεν υπάρχει δίχτυ, πουθενά, ούτε καν στο πέταλο των ούλτρας), κι έδιναν... παραγγέλματα. Οι πιο εκδηλωτικοί στις πρώτες 10-15 σειρές, ούρλιαζαν τα συνθήματα που τους έδιναν, όμως ήταν κόσμος... σαν εμένα, “κανονικά ντυμένος”, ούτε ξυρισμένα κεφάλια είδα, ούτε χαρακωμένα πρόσωπα, ούτε φάτσες που σε κάνουν να νομίζεις ότι πρόκειται για άτομα που έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε κελί απομόνωσης κάποιας φυλακής. Ακόμα και κοπέλες υπήρχαν, με μέικ-απ και ψηλοτάκουνες μπότες.
Στο υπόλοιπο του πετάλου, στο οποίο δεν καθόταν κανείς, έβλεπες κόσμο επίσης εκδηλωτικό, που συμμετείχε σε όλα τα... παραγγέλματα, αλλά με ελαφρώς λιγότερο... τεντωμένες φλέβες από εκείνους πιο κοντά στους “αρχηγούς”. Εκεί, έβλεπες... ακόμα κι οικογένειες με παιδάκια, ακόμα και κοριτσοπαρέες(!). Όλοι αυτοί μαζί, είναι οι “ούλτρας” της Λέχια Γκντανσκ, οι οποίοι έφτιαξαν πολύ-πολύ όμορφη ποδοσφαιρική ατμόσφαιρα.
Δύο σύντομα “σφηνάκια” πριν κλείσω για σήμερα: η στάση του τραμ που εξυπηρετεί όσους επισκέπτονται το γήπεδο (χτισμένο σε απόσταση 5-6 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης), με έκανε να χαμογελάσω . Το στέγαστρο και στις δύο πλευρές είναι... μικρογραφία του στεγάστρου του γηπέδου, για να “δένει” με το γήπεδο, τον λόγο για τον οποίο πηγαίνει κανείς εκεί. Μου θύμισε αντίστοιχες εικόνες/έξυπνες ιδέες σε άλλα γήπεδα, ειδικά μία στάση λεωφορείων λίγες δεκάδες μέτρα από το... πολύπαθο υπερ-γήπεδο της Σαχτιόρ στην ανατολική Ουκρανία, που είναι σχεδόν πιστή ρέπλικα των πάγκων που κάθονται εντός γηπέδου οι αναπληρωματικοί των ομάδων και ο προπονητής με τους συνεργάτες του.
Τέλος, πλάκα (εκνευριστική) είχε μετά το τέλος του αγώνα το ότι πήγα στην τουαλέτα, αλλά η... δουλειά μου έμεινε στη μέση, επειδή κάποιος υπάλληλος του γηπέδου έσβησε τα φώτα. Το έχω δει και σε άλλα γήπεδα σε άλλες χώρες, σβήνουν τα φώτα στις τουαλέτες μόλις 5-10 λεπτά μετά τη λήξη του αγώνα, προφανώς για να... παρακινήσουν τον κόσμο να αδειάσει το γήπεδο όσο γίνεται πιο σύντομα, στο συγκεκριμένο γήπεδο όμως το ίδιο φαινόμενο το βρήκα ειρωνικά αστείο (προς το... γελοίο), επειδή όπως έγραψα και νωρίτερα η επίσημη ονομασία του είναι “Stadion Energa Gdansk” (το “n” έχει μία “οξεία” από πάνω, αλλά αυτό θα είναι αντικείμενο φλυαρίας σε άλλο κείμενο), “Energa”, τεράστια επιχείρηση στον τομέα της Ενέργειας, που διαφημίζει στις τέσσερις μεγάλες οθόνες του γηπέδου πόσο... φωτίζει την καθημερινή ζωή των πελατών της με αστείρευτη ηλεκτρική ενέργεια. Το να ξεμένεις από φως στην τουαλέτα γηπέδου που έχει “βαφτιστεί” με το όνομα εταιρείας παροχής ενέργειας, έχει την ειρωνεία/πλάκα του...
Τρίτο “σφηνάκι”... μπόνους, η “άλλα αντ' άλλων” κουβέντα που είχα με οπαδό της Λέχια σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια του ημιχρόνου έξω από μία τουαλέτα. Πρόσεξε το σκουφάκι μου (με το σήμα του ΠΑΟΚ), και μου έπιασε -ενθουσιώδη- κουβέντα, μόνο που... είχε ήδη πιει μισή ζυθοποιεία, και επαναλάμβανε συνεχώς τα ίδια. “Κλου” της κουβέντας μας το ότι αν και φέσι, δοκίμασε να πει την αλφαβήτα στα Ελληνικά(!), με έστω και μικρό ποσοστό επιτυχίας(!!). Μέχρι το έψιλον τα πετύχαινε. Τα υπόλοιπα ακουγόντουσαν όπως θα ακουγόταν Έλληνας μη γνώστης Κινέζικων αν προσπαθούσε να πει μία πρόταση σε αυτά (και μάλιστα μεθυσμένος. Ανεκτίμητο).
Αύριο επιστρέφω στη Βαρσοβία, οπότε το επόμενο κείμενο θα είναι -επιτέλους- για το ίδιο το Γκντανσκ, εντυπώσεις, παρατηρήσεις, και σύντομη αναφορά σε επική γκάφα που έκανα χθες το βράδυ επιστρέφοντας στο χόστελ από το γήπεδο, και με έχει φαρμακώσει (ας πρόσεχα).
Στις εντυπώσεις μου από το Γκντανσκ (για τους γλωσσικούς νερντς αναφέρω ότι για να προφέρετε το όνομα της πόλης σωστά πρέπει να κάνετε το “ν” πριν το “σ” να ακουστεί σαν ελληνικό χωριάτικο “ν”, ή σαν το ισπανικό “ένιε”) ταιριάζει γάντι το “ναι μεν, αλλά”, με το “αλλά” όμως να είναι διπλό...
“Ναι”, το Γκντανσκ (εννοώ προφανώς την Παλιά Πόλη, εκεί που οι εννιά στους δέκα επισκέπτες του περνάμε το 90% του χρόνου μας στην πόλη) μου άρεσε, με τους πεντακάθαρους λιθόστρωτους δρόμους του, με τις πολύχρωμες προσόψεις των περιποιημένων κτηρίων του, με τον κεντρικό πεζόδρομό του-ορισμό των γοητευτικών πεζόδρομων στην καρδιά “Παλαιών Πόλεων” της Κεντρικής/Ανατολικής Ευρώπης, με το υγρό στοιχείο του που του δίνει επιπλέον πόντους όταν κάνεις... ταμείο εντυπώσεων, με τα πολύ-πολύ πάνω του μετρίου οικονομικά καταλύματά του, με τις άπειρες επιλογές όταν θέλεις να καθίσεις κάπου όμορφα, “ζεστά”, να πιεις/φας κάτι, με, με, με... Προσωπικά είχα και την επιπλέον “επιβράβευση” ότι είδα αγώνα σε γήπεδο που είχα απωθημένο εδώ και κάποια χρόνια. Δεν ξέρω αν κάποιος από εσάς έχει πάει στο Γκντανσκ και δεν του άρεσε, όμως... ειλικρινά νομίζω ότι για να “στραβώσει” επισκέπτης της συγκεκριμένης πόλης μαζί της, πρέπει να είναι τόσο στριφνός, δύστροπος, που να... σιχαίνεται τα κουταβάκια, να κλοτσάει το μπαστουνάκι αόμματου ενώ περπατάει, να του λένε καλημέρα με χαμόγελο και η απάντησή του να είναι “ξεφορτώσου με!” (το τελευταίο το έχω κάνει -μια και δύο...- οπότε... φανταστείτε, ακόμα ΚΙ ΕΓΩ δεν μπόρεσα να βρω κάτι για να “στραβώσω” με το Γκντανσκ).
“Ναι μεν”, λοιπόν, “αλλά”, το Γκντανσκ δεν το χάρηκα/γύρισα όσο ήθελα/είχα σχεδιάσει, λόγω... αντικειμενικής δυσκολίας. Δύο μέρες πριν πετάξω από Θεσσαλονίκη για Πολωνία, έπαθα διάστρεμμα παίζοντας μπάλα (τρομάρα μου... Εκατό κιλά ατσούμπαλος άνθρωπος). Έβαλα αμέσως πάγο, πέρασα τη βραδιά (γύρω στα μεσάνυχτα συνέβη το... κακό) με το πόδι φασκιωμένο με κομμάτια κρεμμύδι), πέρασα την επόμενη μέρα στο κρεβάτι (ούτε να το πατήσω δεν μπορούσα) βάζοντας πάγο κάθε δύο ώρες, κι έχοντας το πόδι πάνω σε μαξιλάρι, για να είναι πάνω από το ύψος της καρδιάς (έτσι μου είπαν να κάνω, έτσι έκανα), γενικά έκανα ό,τι μπορούσα/προλάβαινα να κάνω πριν πετάξω, όμως... έστω κι έτσι, φθάνοντας στο Γκντανσκ, ο αστράγαλός μου εξακολουθούσε να έχει τα χάλια του.
Επιπλέον, οι λιθόστρωτοι δρόμοι της Παλιάς Πόλης, όσο ευχάριστοι ήταν στο μάτι, τόσο επώδυνοι ήταν στο πόδι. Μπορούσα πλέον να το πατάω και να περπατάω σιγά-σιγά, όμως... άλλο επίπεδη επιφάνεια, άλλο αίθουσα αναχωρήσεων αεροδρομίου, κι άλλο λιθόστρωτος δρόμος, με κάθε δεύτερο βήμα να συνοδεύεται από “αχ” (κι από βροχή μπινελικίων με αποδέκτη τον ίδιο μου τον εαυτό, για αυτό που κατά κάποιον τρόπο προκάλεσα μόνος μου σε μένα). Για να μη μακρηγορήσω περισσότερο, κάθε φορά που έβγαινα -σύντομη- βόλτα, έκανα ό,τι κάνουν οι γυναίκες που φοράνε τακούνια και φοβούνται μη στραβοπατήσουν σε τέτοιους δρόμους... Σκάναρα τα επόμενα δέκα μέτρα του λιθόστρωτου και πήγαινα σιγά-σιγά προς τα κομμάτια του δρόμου που είχαν κάπως φαρδιές και σχετικά επίπεδες πλάκες, αποφεύγοντας τα κομμάτια που μου εγγυόντουσαν -περισσότερο- πόνο.
Το... κερασάκι στην τούρτα ήταν το τελευταίο πρωινό, τη Δευτέρα. Όταν αγόρασα το εισιτήριο της επιστροφής στη Βαρσοβία, επέλεξα λεωφορείο που έφευγε νωρίς το απόγευμα, έτσι ώστε να έχω ένα ακόμα γεμάτο πρωινό στο Γκντανσκ. Με τον αστράγαλο να είναι σε χειρότερα χάλια από εκείνα της ημέρας που έφθασα στην πόλη, τις τελευταίες ώρες μου τις πέρασα στον κοινόχρηστο χώρο του χόστελ, μουρμουρίζοντας βρισιές κάθε φορά που με την παραμικρή κίνηση που έκανα, πονούσα... Τόσο “όμορφα”...
Το δεύτερο “αλλά” είχα τους ενδοιασμούς μου αν έπρεπε να το μοιραστώ, αισθάνομαι ότι φλερτάρω επικίνδυνα με το να “ακουστώ” φαντασμένος, ψωνισμένος, όμως... κατέληξα στο ότι ακόμα κι έτσι να με χαρακτηρίσετε κάποιοι, θα ζήσω. Ναι μεν γραφική λοιπόν η Παλιά Πόλη του Γκντανσκ, ναι μεν μου προκάλεσαν θετικές εντυπώσεις όλα εκείνα που ανέφερα νωρίτερα, όμως... ευτυχώς ή δυστυχώς, έχω φθάσει πλέον στο σημείο, ταξιδιωτικά, να εντυπωσιάζομαι δύσκολα.
Απλοϊκά εξηγώντας το, είναι σαν να βλέπεις μία ταινία για πρώτη φορά, ταινία η οποία σε συναρπάζει (πρώτη φορά σε άριστα διατηρημένη -ή, στην περίπτωση του Γκντανσκ, άριστα ξαναχτισμένη από την αρχή, μετά τα πάνδεινα που υπέστη κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο- Παλιά Πόλη στην Κεντρική Ευρώπη). Μετά από λίγο καιρό τη βλέπεις ξανά, προσέχοντας λεπτομέρειες που σου ξέφυγαν την πρώτη φορά. Δεν τη χορταίνεις, καλείς παρέα που μοιράζεται τον ενθουσιασμό σου, οργανώνεις ειδική βραδιά στο σπίτι σου, και τη βλέπεις ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Κάποια στιγμή όμως, χωρίς να σταματήσει η ταινία να σου αρέσει, συμβαίνει... απλά αυτό, σου “αρέσει”, σταματά να σε “ξετρελαίνει”, σταματάς να ανυπομονείς να τη δεις ξανά. Η ίδια ταινία είναι, όλα εκείνα που λάτρεψες την πρώτη φορά που την είδες είναι ακόμα εκεί, στο χέρι σου είναι να το... σκαλίσεις και να ανακαλύψεις ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες που μπορεί να σου ξέφυγαν τις... δέκα φορές που την είδες, όμως... ο “wow factor” έχει ατονήσει. Πολύ.
Διευκρινίζω ότι δεν παραπονιέμαι, δική μου επιλογή ήταν να έρθω ξανά στην Πολωνία και να πάω στο Γκντανσκ, ήξερα τι να περιμένω... οπτικά, είχα δει φωτογραφίες κι είχα καλή εικόνα των προτερημάτων της Παλιάς Πόλης του, όλα ήταν όσο όμορφα τα είχα φανταστεί, απλά... επαναλαμβάνω, ευτυχώς ή -μάλλον- δυστυχώς, έχω φτάσει σε ένα σημείο να εντυπωσιάζομαι δύσκολα, και να έχω στρέψει το ταξιδιωτικό ενδιαφέρον μου κυρίως σε αυτό για το οποίο το πάθος μου κάθε άλλο παρά έχει... ξεθυμάνει. Εννοώ το να πηγαίνω σε μέρη με πρωταρχικό κίνητρο το να παρακολουθήσω κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα. Εκείνος που είδα στο Γκντανσκ ήταν ο 217ος εκτός Ελλάδας, και... συνεχίζω. Μετά τα τρία βράδια που πέρασα στη Βαρσοβία, σήμερα ήρθα στην Κρακοβία, κι αύριο... μεταφέρω τη βάση μου στο Κατοβίτσε. Τρία βράδια θα περάσω εκεί, σε τρία παιχνίδια της μεγάλης κατηγορίας της Πολωνίας θα πάω, με την ειρωνεία της υπόθεσης να είναι ότι κανένα από τα τρία δε θα είναι στο ίδιο το Κατοβίτσε (αλλά σε μικρότερες πόλεις σε απόσταση λίγων δεκάδων χιλιομέτρων).
Τη Δευτέρα θα επιστρέψω στην Κρακοβία για ένα ακόμα παιχνίδι. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα δω τέσσερα παιχνίδια σε τέσσερις διαδοχικές ημέρες σε τέσσερις διαφορετικές πόλεις (γνωστοί μου που τους αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο νομίζουν ότι... έχω ξεφύγει, οπότε μπορώ να φανταστώ πόσο “για δέσιμο” φαντάζει η εμμονή μου με το να βλέπω ποδόσφαιρο στο εξωτερικό σε κάποιους από εσάς που γενικά δε θα μπορούσε το ποδόσφαιρο να σας ενδιαφέρει λιγότερο ).
Στη διαδρομή με το λεωφορείο από τη Βαρσοβία στο Γκντανσκ σκεφτόμουν ότι η Πολωνία έχει κάνει αυτό που λένε στα Αγγλικά “reinvented itself”. Από τη χώρα που ήταν επί κομμουνισμού(...), έχει γίνει αυτό που είναι σήμερα, με όλα τα καλά και τα στραβά της, αλλά... ανανεωμένη, σε πάμπολλους τομείς. Κάτι παρόμοιο νομίζω ότι κάνω εγώ, έχοντας αλλάξει τις προτεραιότητές μου σαν ταξιδιώτης. Δεν έχω διαγράψει κάποιο από τα κίνητρα που πάντα είχα, απλά τα έχω... αλλάξει σειρά, βάζοντας ψηλότερα εκείνο που σήμερα είναι για μένα απόλυτη προτεραιότητα. Μόνο ο χρόνος θα δείξει πόσο θα πάρει και σε αυτόν τον κύκλο να ολοκληρωθεί (και να αρχίσει, ελπίζω, κάποιος άλλος).
Ένα... παράπλευρο “δώρο” τού να έχεις ένα πάθος και να το κυνηγάς με... λύσσα όταν ταξιδεύεις, είναι ότι πολύ συχνά η... αρρώστια σου σε πηγαίνει σε μέρη που υπό διαφορετικές συνθήκες δε θα πήγαινες, δε θα είχες λόγο να πας, δε θα είχες κίνητρο να πας, δε θα περνούσε καν από το μυαλό σου, ίσως να μην ήξερες καν την ύπαρξή του. Σε ταξίδια μου έχω συναντήσει κόσμο που ήταν πρόθυμος να πάει σε... extreme lengths (αν δεν πετάξω την αγγλικούρα μου σε κάθε κείμενο δεν μπορώ) για να δοκιμάσει τοπική σπεσιαλιτέ όχι οπουδήποτε, αλλά ΣΤΟ μαγαζί, εκεί που οι ντόπιοι έλεγαν ότι είναι καλύτερη από οπουδήποτε αλλού, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε μεγάλη διαδρομή με ταξί σε μακρινή από το κέντρο γειτονιά μίας πόλης...
Έχω συναντήσει άλλους που ήταν ενημερωμένοι μέχρι... ανατριχίλας για το πού μπορούσαν να βρουν τα ψηλότερα κύματα, για σέρφινγκ, κι ήταν αποφασισμένοι να φέρουν τα πάνω-κάτω για να βρουν τρόπο να πάνε εκεί. Άλλοι, ήταν πρόθυμοι να πάρουν δύο λεωφορεία για να πάνε σε μουσείο/χώρο τέχνης/μοναστήρι/κάστρο, οτιδήποτε ήταν προτεραιότητα για τον καθένα. Το δικό μου πάθος με έχει οδηγήσει στο/στην Αβεσανέδα (κολλητά στο Μπουένος Άιρες), στο Λανούς (πάλι Μπουένος Άιρες), στο Σανγκολκί (δέκα τραγούδια δρόμος με λεωφορείο από το Κίτο), στην Μπαρρανκίγια (κοντά στην Καρταχένα, στην Κολομβία), στη Σουίτα (προάστιο της Οσάκα), στο Νιούκασλ (της Αυστραλίας, λίγο βόρεια του Σίδνεϊ), σε δεκάδες άλλες πόλεις που αν δεν ήταν το ποδόσφαιρο δεν θα είχα πάει (ίσως και να μην τις είχα καν ακούσει), και, για να μπω επιτέλους στο... ψητό του σημερινού κειμένου, στο παντελώς άγνωστο σε εμάς τους Έλληνες (για την ακρίβεια, στο 99,9% όλων των Ευρωπαίων, μαντεύω), Γκλιβίτσε(!).
Στο μισάωρο που πέρασα την Παρασκευή στο λεωφορείο από το Κατοβίτσε μέχρι το Γκλιβίτσε, ο καιρός πέρασε από χιονόνερο σε χιόνι, από χιόνι σε “ίσα που το στρώνει...”, σε “κοίτα που το έστρωσε”, σε μίνι χιονοθύελλα, σε “κάνε πλάκα να αναβληθεί το παιχνίδι!” Λυτρώνοντάς σας από την αγωνία, σας καθησυχάζω αμέσως ενημερώνοντάς σας ότι το παιχνίδι έγινε κανονικά (μπορώ σχεδόν να ακούσω τα ξεφυσήματα ανακούφισης). Όσο για την πόλη, στη σύντομη βόλτα που μπόρεσα να κάνω κοροϊδεύοντας τον εαυτό μου νομίζοντας ότι η ομπρέλα θα με προστάτευε από το χιόνι που λόγω αέρα ερχόταν από... παντού, μου θύμισε την εκπομπή που χάζευα στα τελευταία λεπτά της κάθε Δευτέρα/Τρίτη/Τετάρτη περιμένοντας να αρχίσει το “Μην αρχίζεις τη μουρμούρα”. Ξέρετε, πέντε άτομα μαγειρεύουν όλοι για όλους, ένας κάθε βράδυ, και ανάλογα με το πώς τα πάνε, τσιμπάνε πόντους από τους υπόλοιπους...
Ανεξάρτητα από το πώς πετυχαίνουν (ή όχι) τα ίδια τα φαγητά, όλοι τους φαίνονται να ετοιμάζονται με ενθουσιασμό για τη βραδιά που φιλοξενούν στο σπίτι τους. Έχουν το τραπέζι με μεράκι στημένο, φροντίζουν να κάνουν τους καλεσμένους τους να αισθανθούν σαν στο σπίτι τους, βγάζουν ορεκτικό, κυρίως γεύμα, επιδόρπιο, κάποιοι καλούν και μουσικούς στο σπίτι για να διασκεδάσουν τους καλεσμένους τους, και στο τέλος, μοιράζουν και τα δωράκια που πήραν στους φιλοξενούμενούς τους. Επαναλαμβάνω, κάποιοι “το έχουν” πραγματικά με το μαγείρεμα, και εντυπωσιάζουν τους υπόλοιπους. Όλοι τους όμως, μα όλοι, το παλεύουν φιλότιμα για να είναι αν μη τι άλλο φιλόξενοι οικοδεσπότες/οικοδέσποινες.
Το Γκλιβίτσε καλύπτει πολύ ικανοποιητικά τα βασικά. Έχει -έστω και μικρή- Παλιά Πόλη, με τα κλασικά λιθόστρωτα δρομάκια και μεσαιωνικά κτήρια. Έχει -πάλι μικρό- κουκλίστικο rynek (κεντρική πλατεία/παλιά αγορά), όπως κάθε μεσαιωνική Παλιά Πόλη της Πολωνίας που... σέβεται τον εαυτό της. Έχει ποτάμι -τριτώνει το “μικρό”. Σχεδόν μπορείς να πηδήξεις από τη μια πλευρά του στην άλλη- με χώρο για περίπατο στις δύο πλευρές του. Έχει τεράστιο μοντέρνο εμπορικό κέντρο απέναντι από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό (για τον... καταναλωτή μέσα μας), έχει και σχετικά καινούργιο γήπεδο (είμαι βέβαιος ότι το τελευταίο σάς έπεισε να πάτε όσο γίνεται πιο σύντομα).
Με άλλα λόγια, έχει/κάνει τα πάντα για να ικανοποιήσει τον για πρώτη φορά επισκέπτη του, το παλεύει φιλότιμα, και μπορεί ο καιρός να μη με άφησε να το γυρίσω περισσότερο (αν και ειδικά στην Παλιά Πόλη το χιόνι ήταν συμπληρωματικό τής όλης... ρομαντικής ατμόσφαιρας), όμως του Γκλιβίτσε τού βάζω ένα 7, το οποίο θα ήταν 8 αν δεν είχα στραβοπατήσει στην αρχή της βόλτας (πάλι ο αριστερός αστράγαλος... Είναι αυτό που λένε, ότι κτυπάς εκεί που ήδη πονάς), κάνοντας το περπάτημα ένα βάσανο και μισό (ανέφερα λεπτομέρειες επί τούτου στο προηγούμενο κείμενο).
Σάββατο, καινούργια μέρα, μία ακόμα “ημερήσια” από το Κατοβίτσε, που όπως έγραψα πριν από λίγες ημέρες είχα επιλέξει σαν βάση μου για τρεις ημέρες. Προορισμός, μία ακόμα πόλη που αν δεν ήταν το ποδόσφαιρο δε θα είχα ούτε ακουστά. Λέγεται Μπιέλσκο-Μπιάγουα (με παύλα ανάμεσα, επειδή πρόκειται για δύο πόλεις που κάποια στιγμή ενώθηκαν σε μία), είναι... δυο βήματα από το τριεθνές, το σημείο στο οποίο συναντώνται τα σύνορα της Πολωνίας με την Τσεχία και τη Σλοβακία, και όσο “Μπιέ-τι;” άγνωστο και κενό ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος ακούγεται, τόσο... ανταποδοτικός ήταν ο χρόνος που πέρασα εκεί. Το Μπιέλσκο-Μπιάγουα έχει όλα τα θετικά του Γκλιβίτσε, με τη διαφορά ότι... “κάνει και παπάδες” στην κουζίνα. Τεράστιας σημασίας λεπτομέρεια: ο ουρανός ήταν γαλανός, και κάνοντας βόλτα στην Παλιά Πόλη του και δίπλα στο ποτάμι, μπορούσα να βγάζω φωτογραφίες ανέμελος, χωρίς να προσπαθώ να ισορροπήσω τη μηχανή στο ένα χέρι, κρατώντας με το άλλο την ομπρέλα, πασχίζοντας να προστατέψω τα πράγματά μου από τα... στοιχεία της φύσης.
Από τα... κλου του χρόνου που πέρασα στο Μπιέλσκο-Μπιάγουα, η επίσκεψή μου στο γραφείο τουριστικών πληροφοριών της πόλης, απέναντι από το επιβλητικό Δημαρχείο. Ρώτησα από περιέργεια τη συμπαθέστατη και εξυπηρετικότατη κοπέλα εκεί, αν επισκέπτονται την πόλη ξένοι τουρίστες. Το “Τσέχοι, Σλοβάκοι” δε με ξάφνιασε, μια και Τσέχοι και Σλοβάκοι που ζούνε κοντά στο “τριεθνές” μπορούν σχεδόν να... ποδηλατήσουν μέχρι το Μπιέλσκο-Μπιάγουα. Τόσο κοντά είναι. Ούτε το “αρκετοί Γερμανοί” με ξάφνιασε, μια και η Σιλεσία, το κομμάτι της Πολωνίας όπου βρίσκεται το Μπιέλσκο-Μπιάγουα, έχει στενούς ιστορικούς δεσμούς με τη Γερμανία. “Πολλοί Ιταλοί”, μου είπε ακόμα η κοπέλα με ενθουσιασμό, εξηγώντας μου όμως ότι στην πόλη έχουν επενδύσει πολλές ιταλικές εταιρείες, Ιταλοί ζούνε μόνιμα εκεί, και προφανώς τούς επισκέπτονται συγγενείς/φίλοι/γνωστοί. “Πέρσι είχαμε ακόμα και μία παρέα Αυστραλών!”, συνέχισε η κοπέλα, με τα μάτια της να ανοίγουν όσο περισσότερο μπορούν ανθρώπινα μάτια να ανοίξουν. “Αν επιτρέπεται, εσείς από πού είστε;” “Ελλάδα”. “Αααα... Δε θυμάμαι να μπήκε ποτέ στο γραφείο μας Έλληνας”. Προφανώς δεν υπάρχουν ελληνικές επιχειρήσεις στο Μπιέλσκο-Μπιάγουα, το οποίο πάντως φημίζεται για το πόσο business-friendly είναι, έχοντας προσελκύσει εταιρείες από μια ντουζίνα χώρες. Γενικά η κοπέλα έδειχνε να μην υποδέχεται πολύ κόσμο στο γραφείο, και να παρακαλούσε να της έδινε κάποιος κάτι να κάνει. Τέσσερις φορές έκανα να φύγω, και τέσσερις φορές μού πρότεινε να μου δώσει περισσότερα φυλλάδια, τέσσερις φορές με ρώτησε αν υπήρχε κάτι άλλο στο οποίο θα μπορούσε να με βοηθήσει.
Χθες, Κυριακή, ήταν η μέρα/σειρά του Ζάμπζε (Zabrze γράφεται, αλλά το “r” δεν προφέρεται σαν “ρ”, αλλά κάνει το “z”... παχύ. Γι' αυτό τον Warzycha του Παναθηναϊκού τον λέγαμε/λέμε Βαζέχα -το “y” ακούγεται κάτι μεταξύ “ι” και “ε”, σαν να μην μπορεί να αποφασίσει και να πηγαίνει στη... μέση). Το σχόλιό μου για τη συγκεκριμένη πόλη, είναι ότι είμαι ένας ηλίθιος και μισός(!). Πριν από έναν μήνα είδα ότι στο συγκεκριμένο παιχνίδι η τοπική Γκούρνικ (“χωριάτικο” το “νι”) θα άνοιγε για πρώτη φορά και τις τρεις καινούργιες κερκίδες του γηπέδου της (το κτίζουν σε... δόσεις. Τελείωσαν με τις τρεις κερκίδες, και τώρα αρχίζουν με την τελευταία). Επιπλέον, το παιχνίδι ήταν τοπικό ντέρμπι, κόντρα στη Ρουχ τού γειτονικού Χόζουφ. Γενικά, φέτος, η Γκούρνικ κυνηγά θεατές με το... δίκανο, όμως ήμουν βέβαιος ότι στο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ παιχνίδι τα εισιτήρια θα γίνονταν ανάρπαστα...
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο έγραψα στην ομάδα πριν από έναν μήνα, ρωτώντας πώς μπορούσα να αγοράσω εισιτήριο. Μου απάντησαν, αλλά ο τρόπος που μου πρότειναν συνεπαγόταν κατοχή πιστωτικής κάρτας που να έχει εκδοθεί από πολωνική τράπεζα. Όλο αυτό το διάστημα, τσέκαρα κάθε δεύτερη μέρα στο σάιτ τους πώς πήγαινε η προπώληση (μπορούσα να δω πόσες θέσεις ήταν ακόμα διαθέσιμες), και μέχρι πριν από λίγες ημέρες υπήρχαν ακόμα εισιτήρια. Χθες, όμως, όχι, και το συνειδητοποίησα (αν και το υποπτευόμουν) όταν έφθασα στο γήπεδο. Το είδα γραμμένο στο τζάμι μίας “κάσα” (κιόσκι έκδοσης/πώλησης εισιτηρίων).
Πώς το πήρα; Gracefully, σαν ανώτερος άνθρωπος... Κοκκίνισα αμέσως από τα νεύρα μου, γκρίνιαξα σε έναν υπάλληλο επειδή το σύστημά τους δέχεται μόνο πολωνικές πιστωτικές κάρτες, γάβγισα επειδή τα μέιλ που έστειλα στη γραμματεία του συλλόγου ρωτώντας πώς αλλιώς μπορούσα να εξασφαλίσω εισιτήριο δε μου τα απάντησε ποτέ κανείς, βάρεσα ένα κάγκελο φεύγοντας (ο καρπός μου με πονούσε μέχρι τη στιγμή που έπεσα ο βράδυ για ύπνο), και λίγο αργότερα καβγάδισα με έναν σεκιουριτά επειδή μου είπε να μη βγάζω φωτογραφίες εξωτερικά του γηπέδου(!). Gracefully, σαν ανώτερος άνθρωπος, όπως προανέφερα... (αν σου φταίνε δέκα άλλα, μία φαινομενικά ασήμαντη αφορμή είναι αρκετή για να ξεσπάσεις για τα άλλα δέκα που πραγματικά σού φταίνε).
Τσατισμένος, θυμωμένος 80% με τον εαυτό μου (υπήρχαν τρόποι να βρω εισιτήριο, απλά δεν τους επιστράτευσα, επειδή είμαι αλλεργικός στο να ζητάω χάρες/εξυπηρετήσεις) και 20% με την Γκούρνικ, όπως περπάτησα τα δυόμισι χιλιόμετρα από τον σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι το γήπεδο, έτσι τα περπάτησα και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στη μία ώρα και κάτι που είχα μέχρι το επόμενο τρένο πίσω στο Κατοβίτσε, τριγύρισα στην περιοχή γύρω από τον σταθμό, χρόνος κατά τον οποίο η βασική ανάμνησή μου θα είναι η κοκκινομπλέ (τα χρώματα της Γκούρνικ) λαοθάλασσα που κατευθυνόταν στο γήπεδο (υπό τη διακριτική παρακολούθηση μιας ντουζίνας περιπολικών), ρίχνοντας... αλάτι στην πληγή μου.
Τέλος, Κατοβίτσε. Με το ένα και το άλλο, την πόλη την περπάτησα λίγο μόνο σήμερα το πρωί, πριν επιστρέψω στην Κρακοβία. Σκεπτόμενος τι θα έγραφα εδώ, το μυαλό μου πήγε στην πιο συνηθισμένη, νομίζω, ονομασία αργεντίνικης τσουρρασκαρία, το “Γκαούτσο”. Στις μισές πόλεις (εκτός Αργεντινής) που έχω δει αργεντίνικη τσουρρασκαρία (φαγάδικα-ναοί της κρεατοφαγίας), το όνομά της ήταν “Γκαούτσο”. Το Κατοβίτσε λοιπόν, αν το επισκεφτείς... αδιάβαστος, είναι σαν να μπαίνεις σε “Γκαούτσο” βέβαιος ότι θα απολαύσεις κρεατικά, για να διαπιστώσεις όμως ότι ο τίτλος του μαγαζιού είναι παραπλανητικός, και στην πραγματικότητα έχεις μπει στο μοναδικό... vegetarian “Γκαούτσο” του πλανήτη...
Τι σχέση έχει αυτό με το Κατοβίτσε; Είναι η πρώτη πολωνική πόλη που είδα, η οποία δεν έχει μεσαιωνική “Παλιά Πόλη”, κάτι που αν έχεις ήδη πάει σε 6-7 πολωνικές πόλεις, φθάνεις να θεωρείς δεδομένο. Προσωπικά δεν ξαφνιάστηκα, επειδή είχα διαβάσει για το Κατοβίτσε, το οποίο σε αντίθεση με την Κρακοβία, το Γκντανσκ, το Βρότσγουαφ, ακόμα και το Γκλιβίτσε, το Μπιέλσκο-Μπιάγουα, είναι σχετικά “καινούργιο”, δεν έχει μεσαιωνική κληρονομιά, η κεντρική -κάτι σαν- πλατεία του δεν έχει μπαρόκ κτήρια, αλλά τεράστια σοβιετικού στιλ “κουτιά”. Το βρήκα τόσο... μη πολωνικό (όχι για κανέναν άλλον λόγο, παρά απλά επειδή όλες οι υπόλοιπες πόλεις που έχω ήδη δει στην Πολωνία έχουν “Παλιά Πόλη”), αλλά κι ενδιαφέρον, διαφορετικό, ξεχωριστό, με τον δικό του... μη μεσαιωνικά κληροδοτημένο τρόπο.
Επιπλέον, το Κατοβίτσε έχει κάτι που δεν έχω δει πουθενά αλλού, όχι ΕΤΣΙ. Λέγεται “Σπόντεκ”, είναι κλειστός χώρος στον οποίο φιλοξενούνται από αγώνες διαφόρων αθλημάτων μέχρι συναυλίες και εκθέσεις, κι εκείνο που το κάνει “περίπτωση” είναι το σχήμα του. “Ιπτάμενος δίσκος”, τεράστιος, βγαλμένος από... κόμικ, ή από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ακριβώς δίπλα του δε, υπάρχει ένας εξίσου “περίπτωση” λοφίσκος. Του έκαναν την κορυφή επίπεδη, και τον... σμίλεψαν με τέτοιο τρόπο που γύρω-γύρω είναι γεμάτος από αμβλείες γωνίες, σαν ένα υπερφυσικό χέρι να πήρε ένα... τιτανομαχαίρι και να έκοψε φέτες από τις πλαγιές του λοφίσκου. Ανεβαίνεις σκαλοπάτια μέχρι την κορυφή του, κι έχει πλάκα ότι αν σταθείς στην άκρη των σκαλοπατιών, δίπλα σε τοίχο, κοιτάς ψηλά και βλέπεις μια απόλυτα επίπεδη ανηφορική πράσινη λοφοπλαγιά. Αυτό, δίπλα στον “Ιπτάμενο Δίσκο”, ήταν ό,τι πιο ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά και landscape-ικά είδα στο Κατοβίτσε, το οποίο, τώρα που το σκέφτομαι, μου θυμίζει κάτι που έγραψα για την πόλη-σπίτι μου στη Γουατεμάλα, το 2009...
Έγραψα τότε για το Κετσαλτενάνγκο ότι είναι σαν ανέκδοτο που δεν “πιάνεις” με τη μία, δε σκας στα γέλια αμέσως μετά την punch line του, το αστείο του δεν είναι προφανές. Περνούν κάποια δευτερόλεπτα, συνδέεις στο μυαλό σου τις σκόρπιες λεπτομέρειες του ανέκδοτου, και μόνο τότε καταλαβαίνεις πόσο πραγματικά αστείο είναι. ΕΙΝΑΙ γοητευτικό (με τον τρόπο του), όμως... πρέπει να πάρεις τον χρόνο σου για να το εκτιμήσεις. Οι αρετές του δεν είναι προφανείς, όμως τις ανακαλύπτεις αν περάσεις χρόνο εκεί, κάτι που έκανα το 2009, όταν επέλεξα τη “Σέλα” για μαθήματα Ισπανικών.
Το Κατοβίτσε είναι -στο δικό μου μυαλό- κάτι παρόμοιο. Δεν είναι... Κρακοβία, δε σε “χαζεύει”, δεν το ερωτεύεσαι με την πρώτη ματιά, όμως έχει τα θετικά του, ίσως όχι τόσο για τους επισκέπτες του, όσο πολύ περισσότερο για εκείνους που ζουν και εργάζονται εκεί (έχει από τα υψηλότερα μέσα εισοδήματα στην Πολωνία, αν όχι ΤΟ υψηλότερο, πάνω ακόμα κι από την πρωτεύουσα Βαρσοβία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής που μπορεί κανείς να περιμένει σε μία ευημερούσα πόλη).
Το κείμενο αυτό το ανεβάζω μεσάνυχτα Δευτέρας από την Κρακοβία. Επέστρεψα σήμερα για να είμαι το απόγευμα στο γήπεδο της ομάδας που στην Ελλάδα (γενικά στην Ευρώπη, με εξαίρεση την ίδια την Πολωνία) έχουμε μάθει να λέμε “Βίσλα” (το “l” έχει μια διαγώνια γραμμούλα στη μέση, που αλλάζει τον ήχο του σε... κάτι άλλο, όχι “λ”. Το “σε τι ακριβώς”, εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, κυρίως από το πού ακριβώς στην Πολωνία βρίσκεσαι, πόσων ετών είναι εκείνος που σου μιλάει, ακόμα και πόσο... σπουδαγμένος είναι). Αύριο έχω όλη τη μέρα στην Κρακοβία (την Τετάρτη “μετακομίζω” στο “Βρότσλαβ” -αρκετά το κούρασα με τα Πολωνικά σήμερα, το αφήνω το “Βρότσλαβ” για άλλη μέρα), οπότε το επόμενο κείμενο θα είναι με εντυπώσεις από την “Κράκουφ”.
Σε ένα τραπέζι κάθεται μια μεγάλη παρέα Αργεντινών, σε άλλο Ισπανών, σε μια γωνιά δυο Ιάπωνες συνομιλούν, και σε μία άλλη δύο κοπέλες από την Πορτογαλία ασχολούνται με τα κινητά τους. Είμαστε ήδη 15 άτομα στην ψηλοτάβανη τραπεζαρία/κοινόχρηστο χώρο του χόστελ “μου” στην Κρακοβία, όμως αυτός είναι τόσο μεγάλος που χωράει άνετα άλλους τόσους. Στη μέση, ένας μπουφές με... όλα τα καλά. Η ποικιλία μού θυμίζει τα πρωινά σε χόστελ στη Βραζιλία, με τη διαφορά ότι από τον... εδώ μπουφέ λείπουν οι τρεις διαφορετικοί χυμοί εξωτικών φρούτων. Κερασάκι στην τούρτα, τα δύο μεγάλα παράθυρα που βλέπουν στο πάρκο που περιβάλει την Παλιά Πόλη, και κάνουν τον ούτως ή άλλως μεγάλο χώρο να μοιάζει ακόμα μεγαλύτερος.
Σε διπλανή σχεδόν εξίσου μεγάλη αίθουσα είδαμε χθες το βράδυ ένα μάτσο άνθρωποι την Μπάρσα να κερδίζει -μόνο- 0-2 την Άρσεναλ. Λίγο πριν αρχίσει το παιχνίδι, πήγα στη ρεσεψιόν και ζήτησα από την κοπέλα εκεί αν μπορούσε να αλλάξει το κανάλι, να το γυρίσει σε εκείνο που θα έδειχνε το παιχνίδι. Μου είπε ότι το τηλεκοντρόλ το είχε μία κοπέλα που είχε ήδη πάρει θέση και περίμενε κι εκείνη το παιχνίδι(!). Αποδείχθηκε Αργεντίνα.
Προσθέστε σε αυτά τον ευρύχωρο κοιτώνα, τις μοντέρνες ντουζιέρες, το σούπερ φιλικό προσωπικό, και τη “δεκάρι με τόνο” τοποθεσία του, και καταλαβαίνετε γιατί θεωρώ τα πέντε ευρώ τη βραδιά εδώ σχεδόν... κλοπή (με θύτες εμάς που μένουμε εδώ, και θύμα το ίδιο το χόστελ).
Σκεφτόμουν χθες το βράδυ ποιες λέξεις να χρησιμοποιήσω για να περιγράψω το πόσο μου αρέσει η Κρακοβία, όμως... είναι σχεδόν σαν να προσπαθείς να ζωγραφίσεις με λέξεις το πορτρέτο του Μέσι. Μπορείς να αφιερώσεις παραγράφους και παραγράφους πλέκοντας το εγκώμιό της, όμως πάλι ατελή θα αφήσεις τον ύμνο. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι προσωπικά είχα κάθε λόγο (μάλλον, για να είμαι ακριβής, ΕΝΑΝ λόγο, αλλά τεράστιο) για να... αντιπαθήσω την Κρακοβία(!).
Εξηγούμαι. Σε πολύ απλά Ελληνικά, “παίρνω ανάποδες” με μέρη για τα οποία γίνεται απύθμενα πομπώδης ντόρος. Σε προηγούμενη ιστορία πρέπει να ανέφερα ότι την πρώτη φορά που πήγα στο Ρίο ντε Ζανέιρο, το 2007, ήταν οι μέρες που κορυφωνόταν η καμπάνια για την επιλογή των “Επτά Σύγχρονων Θαυμάτων του Κόσμου”, και το άγαλμα του Χρηστού Λυτρωτή “έπαιζε δυνατά” στην... κούρσα. Ο ντόρος που ούτως ή άλλως γίνεται για το συγκεκριμένο αξιοθέατο του Ρίο είναι τεράστιος, αισθάνεσαι ότι είναι το ΕΝΑ μέρος στο οποίο ΠΡΕΠΕΙ οπωσδήποτε να πας, όμως εκείνες τις ημέρες η κατάσταση ήταν -για μένα τον περίεργο- ανυπόφορη. Αποτέλεσμα; Όσο ανόητο -καραηλίθιο του κερατά- φαντάζει, έφυγα από το Ρίο χωρίς να ανέβω στο άγαλμα! (δύο χρόνια αργότερα φάνηκα λιγότερο ανόητος και πήγα)
Την πρώτη φορά που ήρθα στην Κρακοβία, το 2012, η πόλη είχε πάψει προ πολλού να αποτελεί “κρυφό διαμάντι”. Ήταν ήδη ο πιο “ζεστός” προορισμός στην Πολωνία (τουλάχιστον μεταξύ των πόλεων), και η φήμη της είχε αγγίξει επίπεδα... Πράγας. Κάτω από τις συνθήκες όμως που ήρθα τότε, ούτε καν η απέχθειά μου στους πολυδιαφημισμένους προορισμούς μπορούσε να με εμποδίσει να ερωτευθώ την Κρακοβία. Ακόμα και... απεργία να έκαναν οι εργαζόμενοι στον οργανισμό καθαρισμού της πόλης, και τα σκουπίδια να έμοιαζαν βουνά σε κάθε δεύτερη γωνιά, πάλι θα είχα ξελογιαστεί, και η μπόχα τους θα μου φαινόταν πανάκριβο άρωμα. Πώς κι έτσι;
Στην Κρακοβία τότε, αρχές Ιούνη, ήρθα επειδή είχα πετάξει από Θεσσαλονίκη για Βουδαπέστη, με τελικό προορισμό τη Βαρσοβία. Είχα χρόνο, ήμουν σούπερ ευέλικτος, το αεροπορικό για Βουδαπέστη ήταν... τζάμπα, ένα διήμερο εκεί είναι πάντα καλοδεχούμενο, και με την ευκαιρία έσπασα το Βουδαπέστη-Βαρσοβία στα δύο, κάνοντας ολιγοήμερη στάση εδώ. Με -κάτι σαν- εισιτήρια για εφτά αγώνες της φάσης των ομίλων του Euro ήδη στην τσέπη, και με καλές προοπτικές να πάω σε άλλα τρία παιχνίδια (προημιτελικό, ημιτελικό, τελικό), πετούσα στα σύννεφα, και τα πρώτα δέκα λεπτά μου στην Κρακοβία απλά... με έσπρωξαν δυο σύννεφα ψηλότερα...
Έφθασα τότε νωρίς το απόγευμα, με τον ουρανό πεντακάθαρο, καλοκαιρινή θερμοκρασία, και τον σταθμό των λεωφορείων γεμάτο από κόσμο, πολλοί εκ των οποίων φορούσαν τη φανέλα της εθνικής ομάδας τους (η Κρακοβία δε φιλοξένησε αγώνες, όμως προφανώς πολλοί σκέφτηκαν να περάσουν κάποιες ημέρες εδώ πριν αρχίσει το Euro). Ο σταθμός των λεωφορείων είναι... μία υπόγεια διάβαση δρόμος από μία πλατεία στη βορειοανατολική άκρη της Παλιάς Πόλης, πλατεία η οποία είχε μετατραπεί σε “fan zone”, με μίνι γηπεδάκι για παιδιά, με “περίπτερα” εταιρειών-χορηγών της UEFA, με άλλα κιόσκια στα οποία στήνονταν “χάπενινγκς”, γενικά μία ατμόσφαιρα απόλυτα... εορταστική.
Μία ακόμα υπόγεια διάβαση αργότερα, κι ήμουν ήδη στο πάρκο που περιβάλει την Παλιά Πόλη. Περπατώντας προς το χόστελ που είχα επιλέξει τότε, πρέπει να είχα ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο, ή, ξέροντάς με, πρέπει να σιγοτραγουδούσα ή να σφύριζα τραγουδάκια που “κελαηδούν” οι οπαδοί των ομάδων στην Αργεντινή. Για κάποιον λόγο, είναι η αυθόρμητη ενέργειά μου όταν νιώθω ξέγνοιαστος. Το ότι το χόστελ ήταν πάνω στον κεντρικό πεζόδρομο της Παλιάς Πόλης, δύο βήματα από την κεντρική πλατεία, ήταν ένα ακόμα “καλύτερα δε γίνεται” μπόνους.
Με αυτά και μ' αυτά, οι βόλτες μου τότε στην Κρακοβία ήταν... μαραθώνιοι που διακόπτονταν μόνο όταν χρειαζόταν να επαναφορτίσω τις μπαταρίες των φωτογραφικών μηχανών που είχα μαζί μου. Έκανα όσα κάνουν οι για πρώτη φορά επισκέπτες της πόλης, βασικά όμως... περπάτησα, βγάζοντας φωτογραφίες, σιγοτραγουδώντας, σφυρίζοντας, απροκάλυπτα ενθουσιασμένος για το τι είχα τότε μπροστά μου. Τώρα που το σκέφτομαι, ο Δημήτρης εκείνων των ημερών ήταν σαν τον Δημήτρη τη μέρα που πήρε άδεια απολύσεως από τον στρατό, στα 21 μου, τότε που αφελώς πίστευα ότι δεν υπήρχε ταβάνι στο τι μπορούσα να πετύχω/απολαύσω στη ζωή μου. ΤΟΣΟ ξετρελαμένος ήμουν...
Αυτήν τη φορά ήταν... όλα διαφορετικά. Είναι Φλεβάρης, χθες έβρεχε όλη μέρα και το βράδυ το γύρισε σε χιόνι, κάνει παγωνιά, η ατμόσφαιρα είναι μουντή, και το... state of mind μου δεν έχει καμία -μα καμία- σχέση με εκείνη του 2012. Κατά κάποιον τρόπο όμως, το ότι ο καιρός κι εγώ είμαστε όπως είμαστε αυτές τις ημέρες, με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο πραγματικά μου αρέσει η Κρακοβία. Εννοώ ότι... άσχετα από όλα, την πόλη τη βρήκα ξανά γοητευτική, περπάτησα (έστω και υπό βροχή, με ομπρέλα, με ισοθερμικά, με σκούφο, με “κολάρο”, με, με, με) σε κομμάτια της που δεν είχα δει το 2012, και κατέληξα στο ότι η Κρακοβία είναι πόλη στην οποία θα μπορούσα να ζήσω. Για να είμαι ακριβής, στην οποία θα μου άρεσε να ζήσω (το “θα μπορούσα” εμπεριέχει ίχνος πραγματικής, υπαρκτής πιθανότητας, η οποία στην περίπτωσή μου δεν υφίσταται).
Επιπλέον, για να μην κρύβομαι πίσω από το δάκτυλό μου, όσο κι αν αποφεύγω -στο μέτρο του δυνατού- να αναφέρομαι στο ποδόσφαιρο, αυτήν τη φορά πήγα και σε αγώνα στο μεγαλύτερο γήπεδο της πόλης, κάτι που για μένα ήταν “M U S T” (με τα γράμματα έτσι, κεφαλαία, και με σπάσες ανάμεσα). Το... σουρεαλιστικό της υπόθεσης ήταν ότι πριν μπω στο γήπεδο της Βίσλα, περπάτησα μέχρι το -μικρότερο- γήπεδο της Κρακόβια. Πόσο μου πήρε; Υπολογίζω... τρία λεπτά(!!!). Στον... χώρο μας, οι κολλημένοι με το ποδόσφαιρο, ξέρουμε πόσο κοντά είναι τα γήπεδα της Λίβερπουλ και της Έβερτον (ουσιαστικά σε αντίθετες πλευρές του ίδιου πάρκου), της Παρτίζαν και του Ερυθρού Αστέρα, αν και χωρίς να το έχω ψάξει ενδελεχώς κάτι μου λέει ότι δεν υπάρχουν πουθενά στον πλανήτη γήπεδα “μισητών συμπολιτών” πιο κοντινά από εκείνα της Ιντεπεντιέντε και της Ράσινγκ στο Αβεσανέδα, εκεί που... πετώντας μπαλάκι του τένις με την πλάτη στον τοίχο του ενός γηπέδου, μπορείς να το στείλεις στον τοίχο του άλλου γηπέδου.
Στην Κρακοβία, στεκόμενος στη μέση του μεγάλου ανοικτού πράσινου χώρου ανάμεσα στα δύο γήπεδα, έβγαλα πανοραμική φωτογραφία ΚΑΙ με τα δύο γήπεδα μέσα, και μάλιστα πανοραμική φωτογραφία 180 μοιρών, όχι 360. Φαντάζεται κανείς το γήπεδο του Άρη στα 300-400 μέτρα από το γήπεδο του ΠΑΟΚ; Κι όμως, κάτι τέτοιο συμβαίνει στην Κρακοβία...
Σε τρεις ώρες παίρνω λεωφορείο για Βρότσλαβ (είπα σήμερα να μην κουράσω με... μαθήματα προφοράς πολωνικών λέξεων, όσο κι αν με τρώνε τα δάκτυλα), ένα ακόμα μέρος που έχω στην καρδιά μου από την προηγούμενη επίσκεψή μου εκεί (2011). Το μπόνους εκεί αυτές τις ημέρες είναι ότι σύμφωνα με τη μετεωρολογική πρόβλεψη ο καιρός θα είναι “mostly sunny”, με τα παστέλ χρώματα στις προσόψεις των κτηρίων στην Παλιά Πόλη να φαντάζουν πιο... ζεστά, πιο... “τι περιμένεις; Βγάλε τη μηχανή, αλλά πρόσεχε μη σου γλιστρήσει από το κρύο” (η μικρή που χρησιμοποιώ μου έπεσε τρεις φορές την προηγούμενη φορά που πήγα ταξίδι σε μέρος που έκανε κρύο -Βέλγιο, Οκτώβριος 2014- και τα μισά από εκείνα που είχα δώσει για να την αγοράσω, τα “έσκασα” ξανά πρόσφατα για να μου την επιδιορθώσουν).
Ασυναίσθητα, περιττά, πολλές φορές και καταχρηστικά, συνηθίζω να συγκρίνω κάθε μέρος στο οποίο ταξιδεύω με το αμέσως προηγούμενο. Δεν είναι ότι... θέλω καλά και ντε να βγάλω νικητή. Απλά, μ' αρέσει να παρατηρώ, και φυσιολογικό -μου φαίνεται να- είναι να βάζω στο ίδιο κάδρο σύγκρισης τα μέρη από τα οποία έχω πιο... φρέσκες εντυπώσεις.
Όλη αυτή η εισαγωγή για να καταλήξω να μοιραστώ την εντύπωσή μου ότι η Κρακοβία (ακριβώς προηγούμενος προορισμός μου) είναι κατά κάποιον τρόπο η Μαράια Κάρεϊ, και το Βρότσλαβ (από εδώ γράφω αυτό το κείμενο) η... Λάρα Φάμπιαν (46χρονη Βελγοκαναδή τραγουδίστρια, την οποία χρειάστηκε να ψάξω στο ίντερνετ για να δω... περί ποίας πρόκειται).
Τα ονόματα δε μου ήρθαν τυχαία. Η Κάρεϊ θα εμφανιστεί τον Απρίλιο στην Κρακοβία, και τεράστιες αφίσες της βλέπεις σε πολλά σημεία στην πόλη. Σε αυτές, θέλοντας και μη, το μάτι σου κάποια στιγμή πέφτει στο πληθωρικό μπούστο της. Η Μαράια φοράει ένα απλό σέξι φόρεμα, με βαθύ(υυυ) κόψιμο μπροστά, που πρέπει να κάνει ακόμα και ιερέα που έχει δώσει όρκο αγαμίας να... περιπλανιέται το βλέμμα του. Αυτό στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι η Παλιά Πόλη της Κρακοβίας είναι κάπως... Κάρεϊ, με την έννοια ότι τα κάλλη της είναι πλούσια, προφανή, και δεν κάνει καμία απολύτως προσπάθεια να τα κρύψει, αντίθετα, τα επιδεικνύει, χωρίς αυτό να τα μειώνει, μια και η Κρακοβία ΕΙΝΑΙ όντως πανέμορφη, όπως και η Κάρεϊ εκτός από πληθωρικό μπούστο έχει ΚΑΙ σπουδαία φωνή.
Αντίθετα, στο... ταπεινό, σε σύγκριση με την Κρακοβία, Βρότσλαβ, οι αφίσες της Φάμπιαν (η οποία όπως διάβασα στο ίντερνετ έχει πουλήσει πάνω από 30 εκατομμύρια δίσκους στην καριέρα της, αλλά προφανώς η φήμη της δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της Κάρεϊ) τη δείχνουν με ένα επίσης απλό αλλά σίγουρα όχι σέξι ρούχο που μετά βίας αφήνει λίγο τον αριστερό ώμο της ακάλυπτο, να χαμογελάει πλατιά. Όμορφη είναι η γυναίκα, απλά... τα σωματικά κάλλη της δεν είναι προφανή, δε σου βγάζουν το μάτι όπως τη βλέπεις στις αφίσες, εκείνο που προσέχεις πρώτο, δεύτερο, και τρίτο, είναι το τεράστιο χαμόγελό της.
Ομοίως, η Παλιά Πόλη του Βρότσλαβ, με εξαίρεση την κεντρική πλατεία που φαίνεται... “τσίλικη”, περιποιημένη στην τρίχα, έχει κι άλλες ομορφιές, οι οποίες όμως χρειάζονται αργό περπάτημα για να τις προσέξεις, δεν... κραυγάζουν.
Μία τεράστια διαφορά ανάμεσα στις Παλιές Πόλεις της Κρακοβίας και του Βρότσλαβ, είναι ότι η της πρώτης δεν έχει αρχιτεκτονικές... παραφωνίες. Δε θυμάμαι να είδα κτήριο και να σκέφτηκα “τι κάνει το 1950 σε μία μεσαιωνική πόλη;” Αντίθετα, στο Βρότσλαβ, τα κτήρια εντός Παλιάς Πόλης που θυμίζουν έντονα ακόμα και... παλιές εργατικές κατοικίες στον Φοίνικα Θεσσαλονίκης (χωρίς ίχνος διάθεσης πικαρίσματος στους συμπολίτες μου που μένουν εκεί, απλά αναφέρομαι στο πώς φαίνονται εξωτερικά), είναι πάμπολλα.
Αυτό που λείπει όμως από την Παλιά Πόλη του Βρότσλαβ σε... λάμψη, το αναπληρώνει με “καλούδια” που δύσκολα βρίσκεις στην Κρακοβία. Σε κτήρια που μοιάζουν πολύ... ταπεινά, πρέπει να ζούνε αντίστοιχα “ταπεινοί” άνθρωποι, οι οποίοι ικανοποιούν τις καθημερινές ανάγκες τους σε “ταπεινά” μαγαζιά. Η Πολωνία είναι γνωστή μεταξύ άλλων για τα “milk bar” της, μέρη που παρά το όνομά τους είναι στην ουσία απλά φαγάδικα, στα οποία μπορείς να δεις από φοιτητές μέχρι συνταξιούχους. Στην Παλιά Πόλη του Βρότσλαβ είδα τουλάχιστον έξι τέτοια. Στην Παλιά Πόλη της Κρακοβίας; Κανένα...
Στο Βρότσλαβ, οι περισσότεροι κάτοικοι της Παλιάς Πόλης, βγαίνοντας από το σπίτι τους, σε απόσταση 50 μέτρων έχουν έναν τσαγκάρη, μία μοδίστρα, ένα μπακάλικο, ένα μικρό μαγαζί που φτιάχνει κλειδιά. Στην Κρακοβία, ο κάτοικος της Παλιάς Πόλης που στέκεται στην εξώπορτα του πανέμορφου κτηρίου του, στα 50 μέτρα έχει ένα ταϊλανδέζικο ρεστοράν, μία ιρλανδική παμπ, μία ιταλική τρατορία, κι ένα ισπανικό τάπας μπαρ.
Αν “ακούγομαι” επιτιμητικός προς την Κρακοβία, κάθε άλλο παρά αυτό είμαι. Μόλις πριν από τρεις ημέρες έγραψα στο προηγούμενο κείμενο πόσο ερωτευμένος είμαι με την πόλη, και πόσο θα ήθελα μέχρι και να ζήσω εκεί για ένα διάστημα. Απλά... για να το θέσω διαφορετικά, ώρες-ώρες η “στην εντέλεια” περιποιημένη Παλιά Πόλη της Κρακοβίας, αψεγάδιαστη και αυτάρεσκη, μου φαινόταν... πολύ τέλεια για να είναι αληθινή. Σαν “θεά” που τη βλέπεις σε μπαρ, βγαλμένη από... τελετή απονομής Όσκαρ, κι αν είσαι σαν εμένα, άτομο με απογοητευτικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, δεν την πλησιάζεις καν, παίρνοντάς το σαν δεδομένο ότι είναι εντελώς εκτός βεληνεκούς σου.
Η Παλιά Πόλη του Βρότσλαβ από την άλλη, είναι η ίδια “θεά”, όπως τη βλέπεις όμως όχι το βράδυ σε μπαρ, αλλά το πρωί, αγουροξυπνημένη, αναμαλλιασμένη, χωρίς ίχνος μακιγιάζ, ακόμα πανέμορφη, αλλά με πιο... “κοπέλα της διπλανής πόρτας” λουκ.
Κάνοντας βόλτα δίπλα στο ποτάμι στην Κρακοβία, σηκώνεις το κεφάλι και βλέπεις ένα μεσαιωνικό κάστρο. Στο Βρότσλαβ, ανάλογα με το πού κοιτάς όταν περπατάς δίπλα στο ποτάμι, μπορεί να δεις φουγάρα εργοστασίων, που σε κάνουν να σκέφτεσαι “δεν είναι ΠΟΛΥ κοντά στο κέντρο της πόλης για να επιτρέπεται να λειτουργούν;” Κατά κάποιον τρόπο όμως, ακόμα και τα... καπνίζοντα φουγάρα δένουν με την όλη ατμόσφαιρα. Όπως δένει και ο “Sky Tower” σε απόσταση αναπνοής από την Παλιά Πόλη, νότιά της, το ψηλότερο κτήριο της Πολωνίας (πήγα προχθές στο “viewing point” στον 49ο όροφό του), το οποίο βλέπεις από το λεωφορείο τουλάχιστον μισή ώρα πριν φθάσεις στον σταθμό των λεωφορείων. Ξεχωρίζει τόσο στον ορίζοντα που μοιάζει όπως πρέπει να έμοιαζε ο Φασούλας σε σχολικές φωτογραφίες με συμμαθητές του στο δημοτικό και το γυμνάσιο...
Αν έπρεπε να διαλέξω ΕΝΑ στοιχείο του Βρότσλαβ σαν το αγαπημένο μου, χωρίς δεύτερη σκέψη αυτό θα ήταν, μάλλον αυτΕΣ θα ήταν, οι νησίδες στη μέση του ποταμού, ακριβώς βόρεια της Παλιάς Πόλης. Πρόκειται για μικρά πάρκα, τα οποία χθες και προχθές είχαν ελάχιστο κόσμο, όμως τα έχω δει κι αρχές Οκτωβρίου (το 2011) με καλό καιρό και γεμάτα κόσμο, και ήταν... σκέτη απόλαυση. Κάθε φορά που πηγαίνω κάπου, σκέφτομαι, “πού θα καθόμουν να διαβάσω αν περνούσα τρεις μήνες εδώ κάνοντας μαθήματα;” (της τοπικής γλώσσας) Στο Βρότσλαβ, το διάβασμα της νέας ύλης θα το έκανα σε αυτά τα νησάκια, και τις ασκήσεις θα τις έκανα καθισμένος σε ένα απλό μαγαζί, σε πάγκο δίπλα σε τζάμι, πίνοντας καφέ που δε θα μου είχε κοστίσει πάνω από πέντε ζλότι, και τρώγοντας ένα γεύμα για το οποίο δε θα είχα δώσει πάνω από δέκα (οι Πολωνοί μπορεί να γκρινιάζουν ότι τα πάντα είναι πανάκριβα στη χώρα τους, όμως προσωπικά τις -περισσότερες- τιμές τις βρίσκω από προσιτές μέχρι εξωπραγματικά χαμηλές).
Για να το κλείσω σιγά-σιγά, το “Βρότσγουαφ” το έχω στην καρδιά μου από το 2011, την πρώτη φορά που ήρθα εδώ. Τότε, είχα περάσει ένα δίμηνο στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη, παρακολουθώντας ποδόσφαιρο παντού, και γράφοντας τις εντυπώσεις μου σε ένα στοιχηματικό σάιτ. Είχα αρχίσει μάλιστα και ιστορία εδώ, την οποία όμως, κλασικά, άφησα στη μέση. Όπως και το 2012 στην Κρακοβία (αναφέρθηκα εκτενώς στο προηγούμενο κείμενο), έτσι και το 2011 εδώ, η διάθεσή μου ήταν... σούπερ, και το σπουδαίο μπόνους που χάρηκα στο Βρότσλαβ ήταν ότι συνάντησα ένα ντόπιο ζευγαράκι. Είχαν πρόταση να δουλέψουν στην Κουάλα Λούμπουρ, μέλη όμως ενός σάιτ τούς είχαν... αποθαρρύνει, λέγοντάς τους ότι με τον μισθό που τους πρόσφεραν θα το έβρισκαν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ζήσουν καλά εκεί. Η φίλη μου που ζει στην ΚΛ μας έφερε σε επαφή, βρεθήκαμε, τους διέλυσα τις αμφιβολίες (με τα λεφτά που τους έδιναν μπορούσαν να ζήσουν ΠΟΛΥ άνετα, ΚΑΙ να κάνουν ταξιδάκια, αν ήθελαν), και περάσαμε αρκετές ώρες κουβεντιάζοντας, πίνοντας, τρώγοντας, κάνοντας χαβαλέ, πίνοντας, πίνοντας, πίνοντας... Παρεμπιπτόντως, τα παιδιά όντως πήγαν στην Κουάλα Λούμπουρ, και πέρασαν ενάμιση χρόνο-ποίημα, απολαμβάνοντας τη ζωή τους με το εισόδημά τους, το ίδιο που ξερόλες expats σε κάποιο σάιτ είχαν χαρακτηρίσει “αρκετό για να τρως μια φορά την ημέρα και να μένεις σε κοιτώνα μαζί με είκοσι παράνομους μετανάστες από τη Μιανμάρ”.
Τέλος, χθες το βράδυ πήγα και στο “Δημοτικό Στάδιο” της πόλης, εκεί που, μεταξύ άλλων, η δική μας Εθνική έχασε το 2012 από την Τσεχία. Το 2011 το γήπεδο το είδα μόνο από έξω, αρχές Οκτωβρίου τότε, ήταν στα... πιο τελειώματά του, δε γίνεται. Κυριολεκτικά καθάριζαν τον περιβάλλοντα χώρο, πριν τον παραδώσουν επίσημα για τα εγκαίνιά του. Το παιχνίδι χθες το βράδυ ήταν... για να ψάχνεις κολλύριο να απαλύνεις τον πόνο των ματιών σου, όμως το γήπεδο αυτό καθεαυτό είναι... περίπτωση. Σε μία εποχή που τα μοντέρνα γήπεδα δεν έχουν και... θεαματικές διαφορές μεταξύ τους εσωτερικά, το γήπεδο στο Βρότσλαβ ξεχωρίζει επειδή οι κερκίδες του, στο μεγαλύτερο κομμάτι τους, είναι... μονοκόμματες. Θεωρητικά, ακόμα και τα “πέταλα” έχουν ΔΥΟ διαζώματα, όμως το κάτω έχει μόνο οκτώ σειρές καθισμάτων, και το πάνω διάζωμα έχει... 48! Στεκόμενος στην 56η σειρά καθισμάτων, βλέπεις μία αδιάκοπη πράσινη καθισματοθάλασσα να ξεκινά από τα πόδια σου και να φθάνει δίπλα στον αγωνιστικό χώρο, κάτι που κάνει το περίπου 43.000 θέσεων Δημοτικό Στάδιο του Βρότσλαβ να φαντάζει άκρως εντυπωσιακό, ειδικά όταν το φαντάζεσαι γεμάτο, κι όχι με λίγες μόνο χιλιάδες κόσμο, όπως χθες. Η τοπική Σλασκ (Σλονσκ) τα πηγαίνει χάλια, ούτε την ουραγό Γκούρνικ Ζάμπζε δεν κατάφερε να νικήσει χθες, και ο κόσμος στο γήπεδο έχει... αραιώσει.
Κλου του απογεύματος στο γήπεδο το ότι ο “αρχηγός” της κερκίδας των φανατικών της Σλασκ έδωσε κάποια στιγμή το μικρόφωνο σε έναν πιτσιρίκο, όχι πάνω από 10-11 ετών, ο οποίος το χάρηκε με την ψυχή του, δίνοντας παραγγέλματα για τα συνθήματα που ήθελε να φωνάξουν οι “ούλτρας” της ομάδας του.
Σε λίγες ώρες παίρνω λεωφορείο για Βαρσοβία, τα συνεχή πήγαινε-έλα των τελευταίων δέκα ημερών παίρνουν -προσωρινά- τέλος, στο σπίτι της φίλης μου εκεί θα έχω άπλετο χρόνο να ασχοληθώ με τις μέχρι τώρα φωτογραφίες του ταξιδιού, οπότε, chris7, θα δοκιμάσω να ανεβάσω κάποιες εντός των ημερών.
Αυτό που κάνω με τη Βαρσοβία, το ότι συνέχεια αναβάλλω να της αφιερώσω ένα κείμενο, μου θυμίζει εκείνο που έκανα με τον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη. Σκεφτόμουν ότι... ήταν/είναι ΕΚΕΙ, και “κάααποια στιγμή” θα ανέβαινα επιτέλους στην κορυφή του, έτσι, για να δω πώς φαίνεται η παραλία και η υπόλοιπη πόλη από εκεί. Με αυτά και μ' αυτά, μόλις στα 27-28 μου... αξιώθηκα να μπω και να ανέβω στην κορυφή του.
Στη Βαρσοβία πρωτοήρθα τον Οκτώβριο του 2011, όμως την ιστορία που είχα αρχίσει τότε την άφησα στη μέση ακριβώς πριν φθάσω εδώ. Επέστρεψα το 2012 για το εναρκτήριο παιχνίδι του Euro, το Πολωνία-Ελλάδα, όμως τότε δεν μπήκα καν στη διαδικασία να αρχίσω ιστορία. Τώρα, ήμουν εδώ στις 11 Φεβρουαρίου για το πρώτο βράδυ αυτού του ταξιδιού, επέστρεψα μετά από... τριήμερη εκδρομή στο Γκντανσκ, ξανάφυγα για 9-10 μέρες μέχρι που επέστρεψα το Σάββατο από Βρότσλαβ, κι αύριο φεύγω ξανά. Αν δε βάλω ΤΩΡΑ τέλος στην αναβλητικότητά μου, φοβάμαι ότι θα είναι το μοναδικό μέρος στο οποίο θα περάσω χρόνο σε αυτό το ταξίδι των 70 ημερών, και ΔΕΝ θα αφιερώσω ούτε καν λίγες παραγράφους...
Τον Οκτώβριο του 2011 έφθασα εδώ άγρια χαράματα με βραδινό λεωφορείο από το Λβιβ (Ουκρανία). Περπατώντας από τον -δυτικό- σταθμό λεωφορείων προς τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό (δεν ήταν και δίπλα), αν και... ζαλισμένος από την άβολη βραδιά στο λεωφορείο, θυμάμαι ότι το μυαλό μου πήγε στην πρώτη φορά που πέρασα τα σύνορα της Σερβίας με την Κροατία(!).
Τότε, μπαίνοντας στην Κροατία, η... ατμόσφαιρα, η κατάσταση των κτηρίων, τα καθαρά πεζοδρόμια, το ότι οι δρόμοι είχαν γραμμές ανάμεσα στις λωρίδες και μάλιστα φρεσκοβαμμένες, έντονες, διάφορες μικρές-μικρές λεπτομέρειες, με είχαν κάνει να αισθανθώ ότι πίσω μου είχα αφήσει τα Βαλκάνια, και μπροστά μου είχα την... Κεντρική Ευρώπη. Τα πάντα έμοιαζαν ασύγκριτα πιο... “τακτοποιημένα” απ' ότι στη Σερβία, και σωστά ή λανθασμένα, το “τακτοποιημένα” το έχω συνδέσει στο μυαλό μου με την Κεντρική Ευρώπη, και όχι τα Βαλκάνια...
Την ίδια ακριβώς αίσθηση είχα όταν πρωτοπάτησα στη Βαρσοβία, με τη διαφορά ότι πίσω μου είχα αφήσει όχι τα Βαλκάνια, αλλά την Ανατολική Ευρώπη. Όχι ότι η Ουκρανία με είχε αφήσει με την εντύπωση... “χύμα” χώρας, απλά, τα πάντα στη Βαρσοβία έμοιαζαν πιο... “σε τάξη”, μοντέρνα, “γυαλισμένα”, “ραφιναρισμένα”, απ' ότι στο Κίεβο και στο Λβιβ. Θυμάμαι για παράδειγμα ότι είδα μαζεμένα κτήρια με γυάλινες προσόψεις. Κάποια λεωφορεία και τραμ που ήδη κυκλοφορούσαν, έμοιαζαν να είναι τρεις γενιές νεότερα από εκείνα που είχα πάρει στο Κίεβο και στο Λβιβ.
Ίσως πάλι να ήμουν επηρεασμένος από τον τεράστιο θόρυβο που γινόταν τότε για το αν το Euro θα το φιλοξενούσαν και οι δύο χώρες, ή αν, λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στις εργασίες στα γήπεδα της Ουκρανίας, όλοι οι αγώνες θα γίνονταν στην Πολωνία, η οποία είχε φανεί σχεδόν απόλυτα συνεπής, και είχε τα γήπεδα έτοιμα εντός χρονοδιαγράμματος. Για παράδειγμα, τέλη Σεπτεμβρίου στο Κίεβο ακόμα “πάλευαν” να “τρέξουν” τις εργασίες στο Ολυμπιακό Στάδιό τους, και οι εργασίες στο γήπεδο του Λβιβ ήταν επίσης πολύ “πίσω”. Αντίθετα, αρχές Οκτωβρίου στη Βαρσοβία, είχα την τύχη να είμαι στην πόλη τη μέρα που το νεόκτιστο τότε Εθνικό Στάδιο άνοιγε τις πόρτες του για να το δει ο κόσμος, εκείνο και την “επίδειξη” του πώς ανοίγει και κλείνει η οροφή του.
Φεύγοντας από τη Βαρσοβία τότε, αισθανόμουν ότι μόλις είχα περάσει μερικές ημέρες σε μία όμορφη πόλη, “περιποιημένη”, ταχύτατα αναπτυσσόμενη, με την Παλιά Πόλη της (έστω και “ρέπλικα” της αυθεντικής, που καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), με το ποτάμι της, με το μετρό της, με τα πάρκα της, με τα ενδιαφέροντα μνημεία της, με τον όμορφο κόσμο της (τουλάχιστον του γυναικείου φύλλου, στις του οποίου είχα στραμμένη την προσοχή μου), με τα “τσίλικα” γήπεδά της, όμως...
Όμως, ήταν σαν να είχα γνωρίσει μία υπέροχη γυναίκα που είχαμε όλα τα... φόντα να κάνουμε σχέση, χωρίς όμως να “τσιμπηθώ” μαζί της στα πρώτα ραντεβού. Θα μέναμε σε επαφή, μπορεί να γινόμασταν και φίλοι, όμως... μέχρι εκεί. Δεν... ξελογιάστηκα από τη Βαρσοβία (σε αντίθεση με το Κίεβο). Ίσως “έφταιγε” το ότι έμεινα σε χόστελ, και δεν δοκίμασα να φιλοξενηθώ από κάποιον, άρα να έχω ντόπια παρέα. Ίσως να έφταιγε το ότι τότε δεν είχα ασχοληθεί καθόλου -μα καθόλου- με τα Πολωνικά, τα οποία -κακώς, τελικά- θεωρούσα το ίδιο... απλησίαστα με τα Ουγγρικά, ή τα Φινλανδικά. Ίσως να έφταιγε... η σύγκλιση των πλανητών εκείνες τις ημέρες, δεν ξέρω...
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να έφταιγε και το ότι πήγα σε μία συνάντηση μελών ενός σάιτ, ένα... “get-together” για καφέ-τσάι-ποτό, και το πρώτο που είπε η κοπέλα που κάθισε δίπλα μου όταν άκουσε ότι είμαι Έλληνας ήταν, “ε, πρέπει να το περιμένατε ότι κάποια στιγμή θα χρεοκοπούσατε, αφού πηγαίνετε στη δουλειά σας όποτε θέλετε και για όσο θέλετε”(!). Ακόμα κι αυτό όμως, ήταν... ύμνος μπροστά σε όσα άκουσα λίγες εβδομάδες αργότερα στην Μπρατισλάβα...
Οκτώ μήνες αργότερα, η Βαρσοβία ήταν ντυμένη στα Euro-ικά της, κι όλα φάνταζαν ονειρεμένα. Κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι γνώρισα και φιλοξενήθηκα από μία Πολωνή που είναι η κατά 12 χρόνια νεότερη θηλυκή έκδοσή μου. Εκείνο που μας έδεσε περισσότερο ήταν ο σαρκασμός, τον οποίο και οι δύο έχουμε για δεύτερη γλώσσα (όσο κι αν δυσκολεύεστε ίσως κάποιοι να πιστέψτε διαβάζοντας τα κατά κανόνα “φλατ” κείμενά μου εδώ).
Από τότε, όλο με καλούσε να ξανάρθω, κι όλο το ανέβαλα για... κάποια άλλη φορά, δίνοντας προτεραιότητα σε άλλους προορισμούς. Μέχρι πριν από τρεις εβδομάδες. Στο διαμέρισμά της γράφω αυτό το κείμενο, με το χιόνι να πέφτει σαν λυσσασμένο από το πρωί που άνοιξα τα μάτια. Ό,τι καιρό και να κάνει όμως, αυτό το διαμέρισμα έχει κάτι για το οποίο δε θα το άλλαζα ούτε με δωμάτιο πεντάστερου ξενοδοχείου. “Τη φίλη σου”, θα σκεφτεί κανείς. Εεεεεε, ννννναι, κι εκείνη. Βασικά όμως, δυόμισι χιλιόμετρα (όπως πετάει πουλί) βορειοδυτικά, βρίσκεται το Εθνικό Στάδιο. Το διαμέρισμα είναι στον τελευταίο όροφο (13ο) μοντέρνας οικοδομής, με κανένα άλλο κτήριο να είναι αρκετά ψηλό για να κρύβει έστω και μια γωνιά του σταδίου. Κάθε απόγευμα στις έξι, και μέχρι τα μεσάνυχτα, ανάβουν τα φώτα στο εξωτερικό “ρούχο” του σταδίου, κόκκινα και άσπρα, και η ένδειξη “PGE NARODOWY” (το επίσημο όνομα του σταδίου) κάνει αδιάκοπα... κύκλους. Δεν τη χορταίνω αυτήν τη θέα (όπως και το ιδιόρρυθμο χιούμορ της φίλης μου).
Κατά τα άλλα, τη Βαρσοβία αυτήν τη φορά τη βρήκα ακόμα πιο... μοντέρνα από το 2012. Ουρανοξύστες που τότε κτίζονταν, τώρα είναι ολοκληρωμένοι, έχοντας “εμπλουτίσει” το “skyline” της πόλης. Νέα μοντέρνα κτήρια σε αυτόνομα συγκροτήματα έχουν ξεφυτρώσει, στεγάζοντας την όλο και επεκτεινόμενη αριθμητικά μεγαλομεσαία τάξη. Τα πάρκα και τα μνημεία μοιάζουν καλύτερα διατηρημένα από ποτέ, κάτι που εξηγείται από την ακόμα μεγαλύτερη από παλιότερα προσοχή που δίνουν οι τοπικές αρχές στον καλλωπισμό της πόλης. Ακόμα και σε ώρα αιχμής, έχεις την αίσθηση ότι... δεν κολλάς στην κυκλοφορία αν είσαι σε αμάξι, ενώ τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας φαίνονται να λειτουργούν στην εντέλεια, με το εισιτήριο μάλιστα να κοστίζει λιγότερο από το αστικό λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη. Γενικά, έχεις την αίσθηση ότι η Βαρσοβία έχει... πατήσει γκάζι, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι είναι και κανένας... επί γης παράδεισος...
Ακόμα και στην “πιο καλλωπισμένη, δε γίνεται” Παλιά Πόλη, βλέπεις άστεγους που ψάχνουν στα σκουπίδια για... οτιδήποτε. Ο βασικός μισθός είναι στα 1200 ζλότι (καθαρά), δηλαδή λιγότερο από 300 ευρώ, χρήματα που δεν είναι αρκετά για να ζήσει κανείς μόνος του, όσο χαμηλές κι αν είναι οι τιμές στα τρόφιμα, στη βενζίνη, και στη στέγαση -μακριά από το κέντρο. Τουλάχιστον οι πολύ χαμηλά αμειβόμενοι παίρνουν κάποιο βοήθημα-συμπλήρωμα από το κράτος.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με τη λίστα εκείνων που δικαιολογούν το “δεν είναι και επί γης παράδεισος η Βαρσοβία”, όμως... νομίζω ότι θα ήταν άδικο να επεκταθώ σε δεινά της πόλης που είναι δεινά... μάλλον κάθε πόλης σε όλον τον πλανήτη. Εκείνο στο οποίο ούτως ή άλλως θέλω να καταλήξω είναι ότι σαν επισκέπτης της, παρατηρώντας, συγκρίνοντας, και μαζεύοντας πληροφορίες από κάθε πιθανή και απίθανη πηγή, μένω με την αίσθηση (που μπορεί φυσικά να είναι και λανθασμένη) ότι η Βαρσοβία, σε πολύ απλά Ελληνικά, “πηγαίνει μπροστά”, κι ότι ναι μεν υπάρχουν πολλοί που... μένουν πίσω (λογικό, σε μία μεγάλη πόλη), όμως υπάρχει κι ένας όλο κι αυξανόμενος αριθμός πολιτών της που... ανεβαίνει στο τρένο.
Για την Πολωνία γενικά, για τους Πολωνούς και τα Πολωνικά, έχω πολλά ακόμα σχόλια, όμως αυτό το κείμενο είναι ήδη μεγάλο, και ούτως ή άλλως έχω ακόμα... μέλλον στη χώρα, πριν πάρω λεωφορείο για Λβιβ, οπότε... θα επανέλθω. Επόμενος προορισμός μου είναι το “Μπιάλιστοκ” ή “Μπιαλίστοκ” (έτσι το γράφει στα Ελληνικά στη wikipedia, το πρώτο στον τίτλο, το δεύτερο στο κείμενο), τη μεγαλύτερη πόλη της βορειοανατολικής Πολωνίας. Το γιατί κυρίως πηγαίνω εκεί αύριο (μέρα με αγώνες εμβόλιμης αγωνιστικής του πολωνικού πρωταθλήματος), όσοι παρακολουθείτε αυτήν την ιστορία δεν χρειάζεται να... εξαντλήσετε τη φαντασία σας για να μαντέψετε...
Για να μοιραστώ τις εντυπώσεις μου από το Μπιαλίστοκ (ας το γράφω έτσι, χωρίς να το κουράσω με το πώς ακριβώς προφέρεται), πρέπει να κάνω έναν... αχταρμά στον οποίο θα συμπεριλάβω τον Ζαμπούνη(!), μια Αμερικάνα γνωστή μου (“μία γνωστή σου από τις ΗΠΑ”, όπως θα με διόρθωναν φίλοι μου από την Αργεντινή, τη Βραζιλία, γενικά από... οπουδήποτε αλλού στην Αμερική εκτός από τις ΗΠΑ -δεν τους αρέσει να λέμε “Αμερικάνους” τους ΗΠΑϊνούς, λες και οι υπόλοιποι στην ίδια ήπειρο δεν είναι Αμερικάνοι. Δεν έχουν άδικο), το πώς με φοβέριζε η μάνα μου για να φάω όταν ήμουν πιτσιρίκι, αλλά και το Σούκρε (Βολιβία), το Κάλι (Κολομβία), και τις Βρυξέλλες (Ο αχταρμάς).
Τον Ζαμπούνη, επειδή όσο ήμουν στο Μπιαλίστοκ (επέστρεψα χθες το βράδυ στη Βαρσοβία) και σκεφτόμουν τι θα έγραφα εδώ, θυμόμουν να τον ακούω στην τηλεόραση να λέει ότι ένας από τους κανόνες του “σαβουάρ βιβρ” είναι ότι “όταν έχουμε κάτι θετικό να πούμε για κάποιον/κάτι, το λέμε. Αν αυτό που έχουμε να πούμε είναι αρνητικό, το κρατάμε για τον εαυτό μας” (κάπως έτσι τέλος πάντων).
Τη γνωστή μου από τις ΗΠΑ επειδή κάποια στιγμή πρόπερσι πέρασε λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη (εγώ ήμουν αλλού), κι όταν μου έγραψε τις εντυπώσεις της μου περιέγραψε την πόλη με τη λέξη “μπλα”, λέξη που οι ΗΠΑϊνοί χρησιμοποιούν όταν κάτι/κάποιος τους αφήνει εντελώς αδιάφορους, όταν δεν τους προκαλεί καμία εντύπωση. Το ότι η Θεσσαλονίκη τής φάνηκε “μπλα” το αφήνω ασχολίαστο. Το “μπλα” της όμως το θυμήθηκα όσο περπατούσα στους δρόμους του Μπιαλίστοκ.
Τη μάνα μου, επειδή όταν ήμουν πιτσιρικάς, δύσκολος στο φαγητό, για να με κάνει να φάω κάτι που δεν ήθελα, με φοβέριζε με το... κλασικό -κι αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο, για να μη “στολίσω” τη μάνα μου δημόσια- “αν δεν το φας, θα φωνάξω τις γύφτισσες να σε πάρουν”. Στο Μπιαλίστοκ σκέφτηκα ότι η φοβέρα των Πολωνών μαμάδων στα μικρά παιδιά τους που κάνουν τα... δύσκολα στο φαγητό, πρέπει να είναι, “αν δεν το φας, θα σε στείλω να μείνεις με άλλη οικογένεια στο Μπιαλίστοκ”...
Το του Σούκρε, του Κάλι, και των Βρυξελλών, το αφήνω για το τέλος του κειμένου.
Λίγο-πολύ, έχετε ήδη καταλάβει πόσο με... σαγήνεψε το Μπιαλίστοκ. Για να... επεκτείνω το εγκώμιό του που ήδη άρχισα να πλέκω, προσθέτω ότι όσο ήμουν εκεί, σκεφτόμουν ακόμα “πότε ήταν η τελευταία φορά που μία πόλη με άφησε τόσο μα τόσο αδιάφορο”, και, περπατώντας προς τον σταθμό λεωφορείων (τον πιο dodgy που έχω δει εδώ και πολύ-πολύ καιρό, για την ακρίβεια από έναν στις Φιλιππίνες το 2013), σκεφτόμουν “πότε ήταν η τελευταία φορά που αισθανόμουν ΤΟΣΟ καλά που έφευγα από μία πόλη” (αυτό, όσο κι αν έστυψα το κεφάλι μου, το άφησα αναπάντητο).
Για να είμαι δίκαιος απέναντι στο Μπιαλίστοκ, αν προσέξατε, δεν έχω γράψει πουθενά μέχρι τώρα “το Μπιαλίστοκ είναι μπλα, είναι χάλια, είναι αίσχος, είναι, είναι, είναι”. “Μου φάνηκε”, γράφω. Πάντα -προσπαθώ να- είμαι όσο πιο ακριβής -κι ακριβοδίκαιος- μπορώ, και νομίζω ότι θα ήταν τουλάχιστον βλακώδες να χαρακτήριζα μία πόλη “μπλα” έχοντας περάσει εκεί μόλις 30 ώρες, από τις οποίες εφτά ήταν κοιμώμενος, και τέσσερις στο όμορφο μόλις ενός έτους γήπεδο της τοπικής Γιαγκελόνια. Εντυπώσεις μοιράζομαι, όχι... ετυμηγορία για το τι είναι πραγματικά το Μπιαλίστοκ.
Τι ήταν εκείνο που κυρίως με άφησε με αυτές τις... λιγότερο από λαμπρές εντυπώσεις; Το feeling περπατώντας επί ώρες σε μία πόλη που τουλάχιστον στα δικά μου μάτια φαντάζει ένας σχεδόν χωρίς ίχνος γοητείας συνδυασμός επαρχιακού “σοβιετικού” (ξέρω ότι η Πολωνία ήταν ξεχωριστή χώρα και όχι “Δημοκρατία” της ΕΣΣΔ, δεν είμαι τόσο άσχετος από πολωνική ιστορία του 20ού αιώνα, στο αρχιτεκτονικό στιλ αναφέρομαι) και απελπισμένα πεινασμένου (οικοδομικά) μοντέρνου. Εννοώ ότι η πόλη μού φάνηκε πολύ... “σοβιετική”, με πολύ φαρδιούς δρόμους, με τεράστιες... ανοιχτωσιές, με μεγάλα αλλά “άχρωμα” πάρκα, γενικά με χαρακτηριστικά που προσωπικά μού φάνηκαν ενδιαφέροντα τις πρώτες 2-3 φορές που βρέθηκα σε παρόμοιες πόλεις, πλέον όμως δε μου γαργαλάνε καθόλου το ενδιαφέρον. Το “μεγαλιθικό” το σοβιετικό έχει το ενδιαφέρον του (για μένα, ακόμα), ένα κακάσχημο κτήριο-κουτί μπορεί να με κάνει να το προσέξω για ώρα απλά και μόνο με το μέγεθός του, αλλά αυτό το επαρχιακό σοβιετικό με τα χαμηλά κτήρια και τα μαγαζιά με βιτρίνες που μοιάζουν βγαλμένα από τα πρώτα χρόνια της μετα-κομμουνιστικής “ελεύθερης” αγοράς, δεν μου... λένε τίποτα (σε μία κλίμακα από το ένα ως το δέκα για το πόσο “ψωνισμένος” ακούγομαι -”ακούγομαι” σε κείμενο”, τέλος πάντων...- πρέπει να με έχετε κάποιοι αυτήν τη στιγμή μεταξύ... 11 και 12).
Προσθέστε σε αυτά ότι η πόλη μοιάζει με ένα απέραντο εργοτάξιο, κάποια μεγάλα μοντέρνα κτήρια είναι έτοιμα, όμως ασύγκριτα περισσότερα είναι “στο ανέβασμα”, κάτι που σημαίνει ότι κάνοντας βόλτα περνάς συνέχεια μπροστά από ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα που είναι φασκιωμένα με τεράστιες ταμπέλες με το πώς ΘΑ είναι κάποτε ο ίδιος χώρος, όταν οι εργασίες θα έχουν ολοκληρωθεί. Μπράβο στους ανθρώπους, καλό είναι μία οικογένεια -αν δύναται οικονομικά- να ζει σε ένα διαμέρισμα άνετο, σύγχρονο, αντί για μία τρύπα σε κτήριο του '50 στο οποίο τα υδραυλικά του έχουν επιδιορθωθεί περισσότερες φορές κι από αυτοκίνητο της ίδιας δεκαετίας στην Αβάνα (που “κυκλοφορεί” ακόμα, αποτέλεσμα της ίσως ασύγκριτης επινοητικότητας των Κουβανών να καλύπτουν ελλείψεις -μάλλον σχεδόν ολική ανυπαρξία, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα- ανταλλακτικών παμπάλαιων αυτοκινήτων), όμως... δύσκολα μπορώ να φανταστώ επισκέπτη της πόλης να ψελλίζει “χμ... Ωραία πόλη”, κάνοντας βόλτα στους δρόμους του Μπιαλίστοκ.
Εγώ πάντως, εκείνο που ήθελα να κάνω, το έκανα. Είδα ένα ακόμα παιχνίδι σε γήπεδο-υπόδειγμα για το πώς πρέπει να είναι η έδρα μικρομεσαίας ομάδας (μοντέρνο, χωρητικότητα 20-25000 θεατές, εύκολη πρόσβαση, άριστες γωνίες θέασης του αγωνιστικού χώρου από παντού, χωρίς στίβο, αμιγώς ποδοσφαιρικό γήπεδο), κι αυτό για μένα ήταν αρκετό για να φύγω από την πόλη βάζοντας ένα νοερό “τικ” δίπλα στις 30 ώρες μου εκεί.
Εκτός όμως από το “τικ” δίπλα στο “να δω παιχνίδι στο καινούργιο γήπεδο του Μπιαλίστοκ”, την πόλη θα τη θυμάμαι -πάντα- με ένα μισοχαμόγελο επειδή -ποιος να το' λεγε- μπήκε σε ένα... εκλεκτό, κλειστό “κλαμπ” τεσσάρων, πλέον, πόλεων. Τον Απρίλιο του 2012 έμαθα στο Σούκρε ότι είχα πάρει δημοσιογραφική διαπίστευση για το Euro της Πολωνίας και της Ουκρανίας. Δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2014, στο Κάλι έμαθα (και με πήραν τα ζουμιά από την ανακούφιση και την εκτόνωση της πίεσης που αισθανόμουν τότε) ότι είχε γίνει αποδεκτό από τη ΦΙΦΑ το αίτημά μου για διαπίστευση για το Μουντιάλ της Βραζιλίας. Την ίδια χρονιά, τέλη Οκτωβρίου, ανήμερα της γιορτής μου, στις Βρυξέλλες έμαθα ότι η AFC, η... ΟΥΕΦΑ της Ασίας, μου είχε δώσει διαπίστευση για το Ασιατικό Κύπελλο που φιλοξενήθηκε τον Ιανουάριο του 2015 στην Αυστραλία.
Στο Μπιαλίστοκ, τσεκάροντας μία τελευταία φορά το μέιλ μου πριν περπατήσω τα τέσσερα χιλιόμετρα από τον ξενώνα μου μέχρι το γήπεδο της Γιαγκελόνια, έμεινα έκπληκτος να χαζεύω την οθόνη του υπολογιστή μου βλέποντας ότι η ΟΥΕΦΑ μού είπε “ναι” για διαπίστευση για το Euro της Γαλλίας . Γύρω στις 15 του μήνα θα μας ενημερώσουν για τα “match tickets” συγκεκριμένων αγώνων που ο καθένας έχει ζητήσει για τη φάση των ομίλων. Άπληστος -σε αυτόν τον τομέα- όπως πάντα, ζήτησα “εισιτήρια” για δεκατρία παιχνίδια σε δεκατρείς ημέρες, ένα για κάθε μέρα . Θα είμαι ικανοποιημένος αν μου πουν “ναι” για 6-7 παιχνίδια (η απληστία μου έχει όρια) της φάσης των ομίλων. Για τα νοκ-άουτ παιχνίδια αιτήσεις για “match tickets” γίνονται αφού πρώτα βγουν τα ζευγάρια.
Μια “εκδρομή” μού μένει στην Πολωνία (πριν “μετακομίσω” στην Ουκρανία), αύριο πηγαίνω στο Πόζναν και θα περάσω τρία βράδια εκεί. Ένα κείμενο θα αφιερώσω σε εκείνο, ένα λέω να γράψω με... γενικά σχόλιά μου για τον μήνα που θα έχω περάσει εδώ πριν πάρω λεωφορείο για Λβιβ, και μία ακόμα ανάρτηση θα είναι με φωτογραφίες, τις οποίες υποσχέθηκα και δεν έχω ξεχάσει.
Αν για να... καμουφλάρω στο προηγούμενο κείμενο τις αρνητικές εντυπώσεις μου από το Μπιαλίστοκ, μνημόνευσα -μεταξύ άλλων, σε έναν... πλούσιο αχταρμά- τον Ζαμπούνη(!), στην πρώτη παράγραφο του αποψινού κειμένου για το Πόζναν αρκεί να επαναλάβω μία ατάκα από το “Jerry Maguire”, την οποία χρησιμοποίησα και το 2009, την πρώτη, αν δεν κάνω λάθος, φορά, που “ανέβασα” κείμενο εδώ, από τη Φιλαδέλφεια. Το Πόζναν, “had me at hello”, από τη στιγμή κιόλας που κατέβηκα από το λεωφορείο...
Σε αντίθεση με το Μπιαλίστοκ στου οποίου τον σταθμό των λεωφορείων φθάνεις και νομίζεις ότι δεν αποβιβάζεσαι από λεωφορείο, αλλά από κάψουλα με την οποία ταξίδεψες τουλάχιστον 30 χρόνια πίσω στον χρόνο, στο Πόζναν το λεωφορείο της Polski Bus κάνει τέρμα σε σταθμό που αποτελεί προέκταση καινούργιου τεράστιου εμπορικού κέντρου, στη νοτιοδυτική άκρη τής καρδιάς τής πόλης. Μία υπόγεια διάβαση αργότερα, είσαι ουσιαστικά στις παρυφές τής Παλιάς Πόλης. Σε λιγότερο από 15 λεπτά είχα ήδη περπατήσει μέχρι το χόστελ που είχα επιλέξει για την πρώτη βραδιά μου εδώ, έχοντας περάσει από τον όμορφο κεντρικό πεζόδρομο της πόλης. Το ίδιο το χόστελ (Blooms) αποδείχθηκε τόσο καλό όσο το είχα δει σε φωτογραφίες (που καμιά φορά “απατούν”, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα), και δέκα λεπτά μετά το τσεκ-ιν ήμουν ήδη έξω για την πρώτη βόλτα, βραδινή, σε πεντακάθαρους πλακόστρωτους δρόμους με όμορφα κτήρια, αμέτρητα μπαρ-ρεστοράν, και καλοντυμένο κόσμο (Σάββατο βράδυ ήταν). Γενικά, όλα ήταν όπως έπρεπε να ήταν για να με έκαναν να αισθανθώ ΠΟΛΥ καλά για το μέρος που θα περνούσα τις επόμενες 2-3 μέρες, και όντως, το τελευταίο διήμερο στο Πόζναν ήταν το κερασάκι στην τούρτα τεσσάρων πολύ ευχάριστων εβδομάδων στην Πολωνία.
Κάτι που... πριμοδότησε το Πόζναν με αμέτρητους επιπλέον πόντους στην εκτίμησή μου, είναι ότι η Παλιά Πόλη του και η... ζώνη ακριβώς γύρω από αυτήν, είναι γεμάτες από -όχι απότομες- ανηφόρες/κατηφόρες, στοιχείο που λατρεύω σε κάθε πόλη που το συναντώ, επειδή πολλαπλασιάζει τις... προσφερόμενες γωνίες για λήψη φωτογραφιών. Κάθε κορυφή ανηφοριάς είναι κι ένα σημείο με -μερικώς, έστω- πανοραμική θέα, με πλακόστρωτο δρόμο κάτω από τα πόδια σου και μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι σου, με όμορφα -κάποια ακόμα κι επιβλητικά- κτήρια δεξιά κι αριστερά, και με τους δίδυμους πυργίσκους κάποιας εκκλησίας στο βάθος να εμπλουτίζουν ακόμα περισσότερο τη θέα-εικόνα-φωτογραφία.
Ξανά σε αντίθεση με το Μπιαλίστοκ, εδώ τα πάρκα δεν είναι απλά... πράσινες ανοιχτωσιές που πρέπει να διασχίσεις για να πας από το Α στο Β, αλλά χώροι στους οποίους κάνεις κέφι να καθίσεις και να χαζέψεις τον κόσμο, ακόμα και αρχές Μαρτίου, με τη θερμοκρασία λίγο πάνω από το μηδέν.
Η ποικιλία των κτηρίων επίσης μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Από το... ντισνεϊλαντικό παλιό δημαρχείο στο rynek, την πλατεία της αγοράς στην Παλιά Πόλη, μέχρι το “Αυτοκρατορικό Κάστρο”, στο Πόζναν βρίσκεις... “πολλά” (έχασα τον λογαριασμό) κτήρια που σε άλλες πόλεις θα ήταν μόνα τους σημεία αναφοράς και τοπικό καμάρι, ενώ εδώ είναι απλά μεμονωμένα κομμάτια ενός απίθανου αρχιτεκτονικού παζλ που σαν περιπατητή σε ξαφνιάζει συνέχεια, διατηρεί το ενδιαφέρον σου αμείωτο, σαν ταινία που σε κάθε σκηνή συμβαίνει κάτι που αλλάζει τα δεδομένα, ή, για να μην... ξεχνάτε τη μούρλα τού γράφοντα, σαν ποδοσφαιρικός αγώνας στον οποίο η μπάλα πηγαίνει πάνω-κάτω, και κάθε επίθεση “μυρίζει” γκολ...
Τεράστιο ρόλο στο να χαρώ τις βόλτες στο Πόζναν έπαιξε -σήμερα- ο καιρός. Αυτές τις τέσσερις εβδομάδες στην Πολωνία, οι μέρες με σχετικά καθαρό ουρανό ήταν... τρεις; Σήμερα, αντί να “χαραμίζω” το ένα χέρι κρατώντας την ομπρέλα μου, ρισκάροντας κάθε φορά που έβγαζα τη μηχανή αυτή να μου ξεφύγει από το -παγωμένο- άλλο χέρι, έχοντας συνέχεια τον νου μου στο έδαφος για να μην πέσω σε καμιά λακκούβα με νερό, (σήμερα λοιπόν) είχα την... πολυτέλεια να σεργιανίζω ξέγνοιαστος, κυνηγώντας την πλευρά κάθε δρόμου που “έβλεπε” ο ήλιος (που τόσο μου είχε λείψει).
Επιπλέον, ποδοσφαιρικά, στο Πόζναν είδα εικόνες που παρόμοιές τους δεν είχα δει πουθενά αλλού, στις 45 χώρες που έχω πάει σε γήπεδα. Η αρχή έγινε χθες το πρωί, σε ένα γηπεδάκι δέκα λεπτά περπάτημα από την Παλιά Πόλη. Η ερασιτεχνική ομάδα-περίπτωση Όντλεφ, η οποία στη σελίδα της στο ίντερνετ γράφει “είμαστε οι πιο αδύναμοι, αλλά θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι”, και αναρτά... ανάποδα τη βαθμολογία του πρωταθλήματος στο οποίο συμμετέχει, έτσι ώστε ο τελευταίος να φαίνεται στην κορυφή (συνήθως είναι τελευταίοι, όπως τώρα, και κάνουν πλάκα για να φαίνονται πρώτοι), φιλοξένησε σε διεθνές φιλικό παιχνίδι(!) ερασιτεχνική ομάδα από τη Γερμανία, παίκτες της οποίας εμφανίστηκαν στο γήπεδο στο ημίχρονο, “κατηγορώντας” τους υπόλοιπους ότι δεν τους ξύπνησαν το πρωί (το παιχνίδι άρχισε στις δέκα, κι εκείνοι... έσκασαν μύτη στο γήπεδο κατά τις έντεκα, με backpacks στην πλάτη και βλέμματα που... κραύγαζαν ότι το περασμένο βράδυ είχαν περάσει ώρες και ώρες πίνοντας σε κάποιο μπαρ).
Μετά τον πρωινό ερασιτεχνικό χαβαλέ, το απόγευμα πήγα σε ένα από τα τέσσερα γήπεδα που φιλοξένησαν αγώνες του Euro το 2012 στην Πολωνία, για να δω την περσινή πρωταθλήτρια Λεχ να καλωσορίζει την Κρακόβια. Το “καλωσορίζει” το εννοώ κυριολεκτικά. Είχα διαβάσει για τους στενούς δεσμούς φιλίας μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων, αλλά... σχεδόν με τσίμπησα για να πιστέψω αυτά που είδα. Χιλιάδες οπαδοί των δύο ομάδων πήγαν στο γήπεδο με δύο κασκόλ ο καθένας, μπλε (της Λεχ) στο ένα χέρι, κόκκινο (της Κρακόβια) στο άλλο. Κάποιοι φορούσαν σκουφάκι της μιας ομάδας, και κασκόλ της άλλης.
Πριν αρχίσει το παιχνίδι, στο γήπεδο ακούστηκε πρώτα ο ύμνος της φιλοξενούμενης Κρακόβια, τον οποίο τραγούδησαν όλοι μαζί, ακόμα και οι “σκληροπυρηνικοί” οπαδοί της Λεχ, όρθιοι, με τα κασκόλ υψωμένα και τεντωμένα. Αμέσως μετά, τον ύμνο της Λεχ τραγούδησαν κι οι της Κρακόβια, οι οποίοι κάθονταν... παντού στις κερκίδες, κι όχι στην -απομονωμένη και αποκομμένη με πλεξιγκλάς- γωνιά που σε κάθε γήπεδο στην Πολωνία διατίθεται στους οπαδούς της φιλοξενούμενης ομάδας.
Μετά δε το παιχνίδι, στο οποίο η Λεχ νίκησε με γκολ στα τελευταία λεπτά, ο κόσμος έφυγε από το γήπεδο φωνάζοντας τα ονόματα και των δύο ομάδων (και αρκετά... μπινελίκια για τη Λέγκια Βαρσοβίας, την οποία -ως μεγαλύτερη ομάδα της Πρωτεύουσας- σχεδόν κανείς άλλος στην Πολωνία δεν φαίνεται να συμπαθεί, εκτός φυσικά από τους ίδιους τους δικούς της οπαδούς).
Σήμερα, η... ποδοσφαιρική εμπειρία μου μπορεί να χαρακτηριστεί μέχρι και... απόκοσμη. Στον χάρτη είχα προσέξει ένα γήπεδο ακριβώς νότια του κέντρου της πόλης, για το οποίο διάβασα ότι έχει εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια. Περίμενα να το βρω κλειδωμένο, με την πρόσβαση αδύνατη, όμως...
Θυμήθηκα επεισόδια του “Εκατό χρόνια μετά το τέλος της ανθρωπότητας”, ή κάπως έτσι, μία σειρά που δείχνει πώς θα ήταν πασίγνωστα σημεία του πλανήτη αν αφήνονταν στις... ορέξεις της φύσης επί 100 χρόνια, με τους ανθρώπους να έχουμε εξαφανιστεί. Το γήπεδο “Edmunda Szyca” μοιάζει σήμερα με... δάσος, οι κερκίδες του έχουν καλυφθεί από δέντρα, και τα κλαδιά τους είναι τόσο πυκνά που στεκόμενος στην κορυφή των “κερκίδων” μετά βίας διακρίνεις αυτό που κάποτε ήταν ο αγωνιστικός χώρος. Οι τσιμεντένιες σειρές “καθισμάτων” έχουν εξαφανιστεί, κι έχουν απομείνει μόνο οι στύλοι πάνω στους οποίους κάποτε στηρίζονταν. Κάτω από τις κερκίδες, έχουν... στήσει σπιτικά δεκάδες άστεγοι, ενώ ο χώρος ακριβώς γύρω από το γήπεδο είναι ουσιαστικά σκουπιδότοπος και λασπότοπος, με όποια άσφαλτο υπήρχε κάποτε, να έχει... “φαγωθεί”.
Το... “κλου” του γηπέδου όμως, είναι ότι παρά την απερίγραπτη εγκατάλειψή του, παρά τη μετατροπή του σε καταφύγιο αστέγων, παρά το ότι στέκεσαι στην κορυφή των -άλλοτε- κερκίδων και νομίζεις ότι είσαι σε πλαγιά δάσους, παρά-παρά-παρά, οι εστίες είναι ακόμα εκεί!!! . Σκουριασμένες, σχεδόν... χαμένες ανάμεσα σε δέντρα και πανύψηλα χορτάρια, όμως εκεί... Αυτή θα είναι σίγουρα μία από τις φωτογραφίες που θα μοιραστώ αύριο-μεθαύριο, πριν πάρω λεωφορείο από τη Βαρσοβία για το Λβιβ (Ουκρανία), κλείνοντας το πρώτο κεφάλαιο αυτού του ταξιδιού.
Πριν αρχίσω με τις “αλλού αντί αλλού” κειμενολεζάντες (μια και... αλλού αυτές, αλλού οι φωτογραφίες), διευκρινίζω το αυτονόητο. Κουκλίστικη η κεντρική πλατεία/παλιά αγορά του... Πόζναν για παράδειγμα, όμως δεν είδα τον λόγο να ανεβάσω τέτοιες φωτογραφίες, με τα ωραιότερα σημεία κάθε πόλης. Τέτοιες μπορεί σε ένα νανοδευτερόλεπτο να βρει κανείς βάζοντας “Πόζναν” σε μία μηχανή αναζήτησης στο ίντερνετ. Διάλεξα μία φωτογραφία από κάθε πόλη, μία που να “δένει” με τα κείμενα που ανέβασα τον τελευταίο μήνα, με πράγματα που έγραψα, επομένως οι φωτογραφίες θα “πούνε” κάτι μόνο -φαντάζομαι- σε εσάς που αφιερώσατε χρόνο (για το οποίο σας ευχαριστώ πολύ) αυτόν τον μήνα για να διαβάσετε κάποιες τουλάχιστον από τις αναρτήσεις μου.
Στο κείμενο για το Γκντανσκ εξήγησα γιατί ακριβώς η πόλη μου άρεσε, όμως δε με ξετρέλανε (χωρίς φυσικά να... φταίει εκείνη). Παρέλειψα όμως να αναφέρω ότι εκεί είδα κάτι που ομολογώ ότι δεν είχα δει ποτέ πριν, πουθενά. Αυτό που φαίνεται στη φωτογραφία είναι κάτι που ανάθεμά με αν ξέρω πώς το λέμε στα Ελληνικά, “σιφόνι”, “λούκι” (τρομάρα μου... Κάθισα να μάθω εκατοντάδες λέξεις στα Πολωνικά, κι ακόμα δεν είναι καν τα Ελληνικά μου πλήρη -όχι ότι θα γίνουν ποτέ), αυτό τέλος πάντων που “υποδέχεται” το βρόχινο νερό (ή το λιωμένο χιόνι) στην ταράτσα κτηρίων, στην περίπτωση του συγκεκριμένου, στην τριγωνική οροφή κτηρίου, και... φροντίζει να το μεταφέρει μέχρι το πεζοδρόμιο, ή, ακόμα καλύτερα, απευθείας σε κάποιον υπόγειο αγωγό. Σε έναν συγκεκριμένα δρόμο του Γκντανσκ, κάθετο στον κεντρικό πεζόδρομο της Παλιάς Πόλης, κάθε τέτοιο “πράγμα” είναι κι ένα μικρό έργο τέχνης. Το συγκεκριμένο είναι... ρέπλικα του τροπαίου που σήκωσε η Ισπανία το 2012 στο Euro. Άλλα ήταν... κεφαλή ελέφαντα, ολόκληρη κουκουβάγια, άλλα συμπαθή ζώα, ασπίδα, η λίστα συνεχίζεται και συνεχίζεται. Ευκαιρία για ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, και για υποτροπή σε διάστρεμμα (αν μόλις έχεις πάθει ένα, και χαζεύεις στον συγκεκριμένο δρόμο με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να προσέχεις το πλακόστρωτο και την ανισόπεδη επιφάνεια κάτω από τα πόδια σου).
Η φωτογραφία από το Γκλιβίτσε είναι τόσο χάλια όχι επειδή η μηχανή μου είναι -τόσο- χάλια, αλλά επειδή ΕΤΣΙ φαινόταν η συγκεκριμένη κερκίδα του γηπέδου από εκεί που καθόμουν εγώ, λόγω της έντονης χιονόπτωσης και του τρελού αέρα. Όπως έγραψα τότε, χιόνιζε τόσο που φοβήθηκα ότι θα ανέβαλαν το παιχνίδι. Τελικά έπαιξαν -κλοτσοπατινάδα. Δύο βδομάδες αργότερα όμως, όντως αναβλήθηκε παιχνίδι στο ίδιο γήπεδο λόγω χιονόπτωσης.
Το χαριτωμένο Μπιέλσκο-Μπιάγουα το αδικώ με τη φωτογραφία που διάλεξα, όμως ήθελα οπωσδήποτε να συμπεριλάβω μία με φουγάρο/καμινάδα, και στη συγκεκριμένη υπάρχουν ΔΥΟ, ΚΑΙ γήπεδο, οπότε... Αυτό με τα φουγάρα σε άλλες χώρες μάλλον θα με απωθούσε, θα το έβρισκα άσχημο, όμως στην Πολωνία, στις περισσότερες πόλεις που πήγα, τα φουγάρα ξεπρόβαλαν στο... βάθος πολλών φωτογραφιών με όμορφα κτήρια εκατέρωθεν πλακόστρωτων δρόμων, κάτι που με έναν παράξενο τρόπο τα έκανε να “δένουν” με την όλη εικόνα (ειδικά τα λιθόκτιστα φουγάρα, όχι τα συγκεκριμένα της φωτογραφίας πίσω από το γήπεδο της Ποντμπεσκίτζιε).
Η φωτογραφία από το Ζάμπζε δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από εκείνη που... χτύπησε το τατουάζ της στις αναμνήσεις μου από τη συγκεκριμένη πόλη. Σε ελεύθερη μετάφραση στα Ελληνικά, “εισιτήρια για το ντέρμπι, γιοκ”. Είναι η ανακοίνωση σε τζάμι σημείου πώλησης εισιτηρίων, την οποία φοβόμουν ότι θα έβλεπα φθάνοντας στο γήπεδο, και, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκα.
Για το Κατοβίτσε έγραψα πως ό,τι πιο ενδιαφέρον -αρχιτεκτονικά- είδα εκεί, ήταν ο “Ιπτάμενος Δίσκος” (κλειστό γήπεδο που φιλοξενεί... τα πάντα) και ο... sculpted (μ' αρέσει που απεχθάνομαι τα Grenglish/Greeklish, αλλά όταν βρίσκω τα σκούρα με τα Ελληνικά, πηδάω απευθείας στα Αγγλικά) λοφίσκος ακριβώς δίπλα. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από το κορυφαίο σκαλοπάτι. Η πλαγιά, καταπράσινη και απόλυτα ευθεία, ανεβαίνει άλλα 15-20 μέτρα, κι έτσι όταν στέκεσαι ακριβώς πίσω από τους προβολείς και κοιτάς ψηλά, νομίζεις ότι η πλαγιά πηγαίνει μέχρι... τον ουρανό.
Η φωτογραφία από την Κρακοβία είναι η... περίφημη που ανέφερα στο κείμενο για τη συγκεκριμένη πόλη, η πανοραμική, στην οποία φαίνεται πόσο κοντά είναι τα γήπεδα της Κρακόβια (δεξιά, στο τέλος της... πρασινάδας, ένα χαμηλό λευκό κτίσμα), και της “μισητής συμπολίτισσας” Βίσλα (το κτήριο στην αριστερή άκρη της φωτογραφίας, πίσω από... όλα αυτά τα δέντρα). Όπως έγραψα και τότε, τα γήπεδα δεν πρέπει να απέχουν περισσότερο από... 300 μέτρα το ένα από το άλλο.
Βρότσλαβ, αγαπημένη λεπτομέρεια που μ' έκανε να χασκογελάσω πολλές φορές και το 2011. Η πόλη είναι ΓΕΜΑΤΗ από τέτοια... φιγουρίνια, τα οποία συναντάς παντού, μερικές φορές ακόμα και... σκοντάφτεις πάνω τους. Με λίγη προσοχή, βλέπει κανείς ότι οι... χαρακτήρες τους δεν είναι τυχαίοι. Έξω από το μέγαρο μουσικής για παράδειγμα, υπάρχει ολόκληρη μπάντα από τέτοια. Έξω από πιτσαρία υπάρχει ένας τροφαντός τυπάκος πάνω σε μηχανή να κρατάει μία πίτσα και να ετοιμάζεται να παραδώσει παραγγελία. Έξω από ταχυδρομείο μπορείς να δεις (προφανώς) ταχυδρόμο. Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι έξω από ζαχαροπλαστείο, οπότε ο μοντέλος μου κρατάει κρουασάν.
Το Μπιαλίστοκ το... έθαψα κανονικά, οπότε είπα να μοστράρω την -παγωμένη- μουτσούνα μου από τις κερκίδες του γηπέδου του (το οποίο προφανώς ήταν το αγαπημένο μου μέρος της πόλης).
Το Πόζναν με έβαλε σε πειρασμό να ανεβάσω δέκα φωτογραφίες μόνο από εκεί, όμως μένοντας πιστός στο “μία φωτογραφία για κάθε πόλη”, η επιλογή για μένα ήταν αυτονόητη. Αναφέρθηκα στο κείμενό μου από εκεί σε ένα παρατημένο γήπεδο ακριβώς νότια του κέντρου της πόλης. Έγραψα ότι ο χώρος έχει... παραδοθεί στη φύση, τόσο που στέκεσαι στην κορυφή εκείνου που κάποτε ήταν κερκίδα, και με το ζόρι βλέπεις τον αγωνιστικό χώρο. ΒΛΕΠΕΙΣ όμως τις εστίες , έστω και... κρυμμένες ανάμεσα σε κλαδιά δέντρων.
Όσο για τη Βαρσοβία, η φωτογραφία δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη θέα από το μπαλκόνι του διαμερίσματος της φίλης μου εκεί, στην οποία αναφέρθηκα στο αντίστοιχο κείμενο. Στο κέντρο, στο βάθος, το κέντρο της πόλης, με το εντυπωσιακό, τεράστιο κατάλοιπο της κομμουνιστικής εποχής της πόλης/χώρας, πλαισιωμένο πλέον από μια ντουζίνα σύγχρονους ουρανοξύστες. Δεξιά, το Εθνικό Στάδιο, με το τεράστιο φωτεινό “ρούχο” του, το οποίο “φοράει” κάθε μέρα από τις έξι το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα. Συνήθως η επιγραφή που κάνει αδιάκοπα τον κύκλο είναι “PGE NARODOWY”, η επίσημη ονομασία του σταδίου, όμως σε ειδικές περιπτώσεις (Ημέρα της Γυναίκας, για παράδειγμα), η επιγραφή... προσαρμόζεται στα δεδομένα της ημέρας (την Ημέρα της Γυναίκας έγραφε “Ημέρα της Γυναίκας” στα Πολωνικά, με τρεις τεράστιες καρδιές στο τέλος).
Αυτά. Συγγνώμη αν “ακούστηκα” υπερβολικά γκρινιάρης χθες. Είμαι που είμαι, αλλά ειδικά συναχωμένος, το τερματίζω.
Έκτη μέρα στο Λβιβ, στο οποίο αισθάνομαι πλέον... σαν στο σπίτι μου, εν μέρει επειδή είναι σχεδόν σαν να μοιράζομαι το σπίτι κάποιου, με τον οποίο έχουμε αναπτύξει καλή σχέση. Σε χόστελ μένω, όμως το Λβιβ έχει πάααρα πολλά, όχι όμως και αντίστοιχα “μιλιούνια” επισκεπτών (τουλάχιστον όχι τον Μάρτιο), με αποτέλεσμα τις περισσότερες από αυτές τις έξι μέρες να ήμασταν εδώ ουσιαστικά... εμείς κι εμείς, ο συμπαθής νεαρός ιδιοκτήτης κι εγώ (συν κάποιοι “περαστικοί” επισκέπτες που έρχονται αργά το απόγευμα απλά για έναν ύπνο, και πριν τις εννιά το επόμενο πρωί έχουν ήδη εξαφανιστεί).
Χθες χιόνιζε, κι όταν πέρασα απέναντι από το κεντρικό ταχυδρομείο είδα ηλεκτρονικό δείκτη της θερμοκρασίας, έναν βαθμό Κελσίου, στις δύο το μεσημέρι. Τις δύο χθεσινές βόλτες τις έκανα με δύο ζευγάρια κάλτσες, ισοθερμικά, “στρώση” ρούχων επί “στρώσεων” ρούχων (είμαι και... κρυουλιάρης), και, και, και. Προχθές και σήμερα ο ουρανός ήταν/είναι καταγάλανος, κι ο ήλιος δυνατός. Ούτε γάντια δεν φόρεσα σήμερα, και κάποια στιγμή το φλις το έβγαλα και το κράταγα στο χέρι. Οι Ουκρανοί (κι οι Πολωνοί) έχουν μία έκφραση για το πόσο ευμετάβλητος είναι ο καιρός στη χώρα τους τον Μάρτιο. Το πώς την “εμπνεύστηκαν” το κατάλαβα τις τελευταίες αλλοπρόσαλλες καιρικά μέρες.
Όταν, σεργιανίζοντας ανέμελα, σκεφτόμουν σήμερα το πρωί τι θα έγραφα εδώ, θυμήθηκα τι μας ζητούσαν πολλές ασκήσεις στα βιβλία Αγγλικών που χρησιμοποιούσα παιδί, μαθητής φροντιστηρίου. “Περίγραψε ποιο είναι το αγαπημένο σου Χ, Ψ, Ω, και γιατί”. Αυτό το “και γιατί” μού έχει... κολλήσει από τότε, και πάντα προσπαθώ να εξηγήσω γιατί μου αρέσει κάτι, γιατί απεχθάνομαι κάτι, γιατί κάτι με αφήνει αδιάφορο. Το Λβιβ το περπάτησα αρκετά το 2011, τις λίγες ημέρες που πέρασα εδώ τότε, λιγότερο το 2012, τις δύο φορές που ήρθα για να δω αγώνες του Euro, και πολύ-πολύ περισσότερο αυτές τις τελευταίες ημέρες. Σε μία ιστορία το 2011 περιέγραψα γιατί μου άρεσε ΠΑΡΑ πολύ. Σήμερα έχω ένα πιο... διευρυμένο “και γιατί”...
Το Λβιβ λοιπόν θεωρώ ότι είναι σχεδόν απίθανο να σε κάνει να βαρεθείς ακόμα και μετά από παραμονή αρκετών ημερών εδώ, επειδή είναι έτσι όπως είναι ρυμοτομικά(!). Σας προκαλώ να μπείτε στο google maps, να κεντράρετε στο Λβιβ, να... ζουμάρετε, και να βρείτε ΔΥΟ δρόμους που να είναι παράλληλοι. Απλά, δεν υπάρχουν. Κάθε φορά που βγαίνω βόλτα έχω μία γενική ιδέα πού θέλω να πάω και πώς θέλω να φθάσω εκεί, όμως όλοι οι δρόμοι είναι καμπυλωτοί, και σταματώντας σε κάθε γωνία, όταν κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, βλέπω δευτερεύοντες δρόμους με γοητευτικά κτήρια (πολλά από τα οποία μοιάζουν κάπως... αφημένα στη μοίρα τους, κάτι όμως που για μένα τους προσδίδει ακόμα περισσότερη γοητεία) από τους οποίους δεν έχω περάσει ήδη. Κάπως έτσι, το... γενικό πλάνο μου πετιέται σε έναν νοερό κάλαθο αχρήστων, και βρίσκομαι να τριγυρνάω σε άγνωστα δρομάκια, σκαλοπάτια που οδηγούν σε λόφους, πύλες που οδηγούν σε εσωτερικές αυλές, μέχρι που ξαφνικά φθάνω σε ένα πάρκο ή μια πλατεία που μου είναι γνώριμα, επειδή ήδη έχω περάσει από εκεί, έχοντας ακολουθήσει όμως τελείως διαφορετική διαδρομή.
Το Λβιβ είναι σαν ταινία που μπορεί να την παρακολουθείς κάθε μέρα, η αρχή και το τέλος της να είναι τα ίδια, όμως η πλοκή, οι πρωταγωνιστές, τα σκηνικά, όλα είναι διαφορετικά, κι έτσι ναι μεν ξέρεις ότι το βράδυ θα επιστρέψεις στο ίδιο χόστελ και θα κοιμηθείς στο ίδιο κρεβάτι, όμως δεν ξέρεις τι καινούργιους δρόμους-διαμάντια θα έχεις περπατήσει, τι μαγαζάκια/καφέ/φαγάδικα/μπαράκια-μαργαριτάρια θα έχεις ανακαλύψει.
Επιπλέον, αν είσαι... φαν της παρατήρησης, το Λβιβ είναι ακόμα πιο ανεξάντλητα ενδιαφέρον ΑΥΤΟ ειδικά το διάστημα, για έναν επιπλέον λόγο. Από όλες τις πρωτοκλασάτες πόλεις της Ουκρανίας, είναι εκείνη που αβίαστα μπορεί να χαρακτηριστεί “η πιο ουκρανική”. Είναι η μόνη μεγάλη πόλη της Ουκρανίας στην οποία τα Ουκρανικά είναι κυρίαρχη γλώσσα, κάτι που το 2011 και το 2012 δεν ίσχυε ούτε καν για την Πρωτεύουσα Κίεβο (το αν αυτό έχει αλλάξει, θα το διαπιστώσω σύντομα, μια και είναι ο επόμενος προορισμός μου). Σε μία εποχή που η Ουκρανία είναι... τριχοτομημένη (ντε φάκτο αποσχισμένη Κριμαία, ημι-αποσχισμένες ανατολικές επαρχίες, υπόλοιπη χώρα), τα “μικρά-μικρά” που βλέπεις πάνω σε βόλτα κι έχουν κάτι να κάνουν με τη σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία, είναι αμέτρητα.
Μπορεί να είναι... οτιδήποτε, από αφίσες που να παροτρύνουν τον κόσμο να μποϊκοτάρει κάθε τι ρωσικό (συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής ποπ μουσικής, η οποία τις δύο προηγούμενες φορές που ήρθα στην Ουκρανία φαινόταν να είναι το κυρίαρχο είδος μουσικής σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα), μέχρι μπλουζάκια με το πρόσωπο του Πούτιν σε μαγαζιά με αναμνηστικά (με τον Βλαδίμηρο να εμφανίζεται σε μορφές όχι... κολακευτικές για εκείνον), μέχρι συγκεντρώσεις (σήμερα) κατά της παθητικής -για πολλούς- στάσης της κυβέρνησης στο θέμα της ανατολικής Ουκρανίας και της Κριμαίας.
Εννοείται ότι περπατώντας στο Λβιβ δεν έχεις την παραμικρή “υποψία” ότι είσαι σε μία χώρα στην οποία βρίσκεται σε εξέλιξη ένοπλη διαμάχη. Η ζωή φαίνεται να κυλάει το ίδιο “ήσυχα” όσο άλλοτε. Να όμως που συμβαίνουν πράγματα που στο θυμίζουν. Χθες το βράδυ βγήκαμε για μπίρα με μία Ουκρανή από το Χάρκοβο που είναι εδώ για ολιγοήμερες διακοπές, και κάποια στιγμή τής έστειλε μήνυμα στο κινητό το αγόρι της, ο οποίος είναι αξιωματικός του ουκρανικού στρατού και αυτό το διάστημα υπηρετεί στη ζώνη στα “σύνορα” με την περιοχή στην ανατολική Ουκρανία που έχει αυτοανακηρυχτεί ανεξάρτητη. Δεν ρώτησα τι ακριβώς της έγραψε, όμως η αλλαγή στη διάθεσή της ήταν άμεση κι απόλυτη. Σήμερα το πρωί διάβασα νέα στο Ukraine Today (αυτό τσεκάρω κάθε μέρα, και το σάιτ της Kyiv Post) για έξι τραυματίες Ουκρανούς στρατιώτες...
Ακόμα και το κεφάλαιο “ποδόσφαιρο” έχει έντονο “εθνικό” χαρακτήρα στο Λβιβ. Τη δεύτερη μέρα μου εδώ, πήγα να δω Καρπάτι-Ντινάμο Κιέβου, στο γήπεδο που έχτισαν οι Ουκρανοί για το Euro του 2012. Το παιχνίδι ήταν για το πρωτάθλημα. Μέρος του τελετουργικού πριν την έναρξη του αγώνα, ήταν η ανάκρουση του εθνικού ύμνου, κάτι που σε ελάχιστες χώρες έχω δει, στις 45 (νομίζω) που έχω παρακολουθήσει ποδόσφαιρο (με εξαίρεση, αυτονόητο, αγώνες εθνικών ομάδων). Προς το τέλος του αγώνα, οι ίδιοι οι οπαδοί των δύο ομάδων πήραν πρωτοβουλία και έψαλλαν ξανά τον εθνικό ύμνο. Μάλιστα, στις κερκίδες υπήρχε ένα μεγάλο τμήμα αποκλειστικά για ένστολους στρατιωτικούς. Όσο για την ατμόσφαιρα στο γήπεδο με οπαδούς και των δύο ομάδων, “συναδελφική”. Προς το τέλος, οι της Καρπάτι φώναζαν “Ντινάμο Κίγιβ”, και οι της Ντινάμο “Καρπάτι Λβιβ”, εναλλάξ. Οι “ούλτρας” των δύο ομάδων “φημίζονται” για τις σχέσεις τους, και μεταξύ άλλων θεωρούν ότι αυτοί είναι οι πιο... καθαρόαιμοι Ουκρανοί, μεταξύ των οπαδών όλων των ουκρανικών ομάδων.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον όμως ήταν το σκηνικό στο ίδιο γήπεδο μία μέρα νωρίτερα, τη μέρα που έφθασα στο Λβιβ. Η Σαχτάρ, ομάδα από το Ντόνετσκ, στο οποίο δεν μπορεί να αγωνιστεί λόγω της κατάστασης στην ανατολική Ουκρανία (μεγαλύτερη πόλη της οποίας είναι το Ντόνετσκ), έχει κάνει από την περσινή ακόμα περίοδο σπίτι της το γήπεδο του Λβιβ, εκεί/εδώ δίνει όλα τα ευρωπαϊκά παιχνίδια της, και τα περισσότερα του πρωταθλήματος. Από το πρωί που έφθασα από τη Βαρσοβία, έβλεπα κόσμο στον δρόμο με κασκόλ της Σαχτάρ και βαριά ρωσική προφορά, οι άνθρωποι είχαν “είμαι από το Ντόνετσκ” γραμμένο με τεράστια γράμματα από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Στο γήπεδο όμως, στο παιχνίδι κόντρα στην Άντερλεχτ, ο κόσμος, στη συντριπτική πλειοψηφία του, ήταν ντόπιος, από το Λβιβ, και πάρα-πάρα-πάρα πολλοί πήγαν στο γήπεδο με σημαίες της Ουκρανίας.
Την ώρα του αγώνα, σε κάθε φορά που από την κερκίδα ακουγόταν το “Σα-χτάρ, Σα-χτάρ”, αντιστοιχούσαν δύο φορές που ακουγόταν το “Ου-κρα-γίνα, Ου-κρα-γί-να”, όχι... σε αντιπαράθεση, αλλά... συμπληρωματικά.
Για να βοηθήσω τους μη κατέχοντες το αντικείμενο να καταλάβουν γιατί αυτό μου φάνηκε ΤΟΣΟ εντυπωσιακό, ας πούμε ότι... οι Τούρκοι εισβάλλουν στη δυτική Θράκη, και φθάνουν μέχρι τα σύνορα με τη Μακεδονία. Ας πούμε ότι ανακηρύσσουν ανεξάρτητη περιοχή με την υποστήριξη/ανοχή μέρους του τοπικού πληθυσμού. Ας πούμε ότι προπύργιό τους είναι η... Κομοτηνή, κι ότι ο τοπικός Πανθρακικός δεν είναι ο... Πανθρακικός, αλλά μία από τις δύο μεγαλύτερες ομάδες της χώρας. Τώρα, επειδή η κατάσταση είναι όπως είναι στην Κομοτηνή, ο Πανθρακικός δεν μπορεί να υποδεχθεί ομάδες στο γήπεδό του, κι αναγκάζεται να “μετακομίσει” σε άλλη πόλη. Ας πούμε λοιπόν ότι επιλέγει να δίνει τους εντός έδρας αγώνες του στη Θεσσαλονίκη, η οποία -επίσης ας πούμε- στο θέμα της “κατάληψης” της δυτικής Θράκης από τους Τούρκους είναι πιο... πατριωτική και ορκισμένη να αντισταθεί, απ' ότι ίσως άλλες περιοχές της Ελλάδας. Φανταστείτε λοιπόν μία ομάδα-ποδοσφαιρικό θηρίο προερχόμενη από περιοχή της Ελλάδας που λίγο-πολύ έχει αποδεχθεί την απόσχισή της από την υπόλοιπη χώρα, να παίζει στην “πιο ελληνική πόλη” (όπως ακριβώς το Λβιβ είναι όντως, χωρίς “ας πούμε”, η πιο ουκρανική πόλη). Το γεγονός αυτό καθεαυτό θα είχε το -τεράστιο- ενδιαφέρον του για ξένο που θα τύχαινε να παρακολουθήσει τον Πανθρακικό στην Τούμπα, ή στο Καυτανζόγλειο, με το γήπεδο γεμάτο από ντόπιους, με ελληνικές σημαίες και ιαχές “Ελλάς, Ελλάς”.
Ακόμα και χάλια να ήταν τα δύο παιχνίδια στο Λβιβ, θα με είχαν αποζημιώσει με το παραπάνω απλά και μόνο με το people watching και τα δύο βράδια στο γήπεδο. Το ότι και στα δύο χάρηκα επιτέλους ποδόσφαιρο (μετά από έναν μήνα στην Πολωνία στην οποία τα γήπεδα είναι σούπερ, η ατμόσφαιρα στα περισσότερα είναι ζεστή, αλλά από μπάλα... κλοτσοσκούφι), ήταν απλά ένα καλοδεχούμενο μπόνους.
Ανάλογα με τα κέφια, μπορεί να γράψω ένα ακόμα κείμενο-ύμνο για το Λβιβ. Διαφορετικά, Παρασκευή βράδυ παίρνω τρένο για Κίεβο, και θα τα “πούμε” από εκεί.
Παρασκευή απόγευμα, στο χόστελ, τακτοποιώ λεπτομέρειες/κρατήσεις κρεβατιών για τις επόμενες δέκα μέρες σε Κίεβο και Οδησσό, διπλοσώζω τις φωτογραφίες του ταξιδιού σε στικάκι και εξωτερικό σκληρό δίσκο, και κάνω... σούμα πόσα χρήματα ξόδεψα στο Λβιβ αυτές τις εννιά μέρες που πέρασα εδώ, πίνοντας καφέ που κατά κανόνα προσφέρουν δωρεάν τα χόστελ στην Ουκρανία (και φυσικά όχι μόνο εδώ).
Στο των εξόδων δεν μπορώ παρά να αφιερώσω μερικές γραμμές (μάλλον παραγράφους). Αν το 2011 και το 2012 έφυγα από την Ουκρανία σκεπτόμενος ότι πρέπει να ήταν η πιο budget-friendly χώρα της Ευρώπης, τα κόστη φέτος είναι τέτοια που με κάνουν να αισθάνομαι σχεδόν... ένοχος, σαν να κλέβω λεφτά από παιδάκι, ή σαν να τσιμπάω κουλούρι από πάγκο, ο ιδιοκτήτης του οποίου δεν είναι τριγύρω, και περιμένει οι πελάτες του να κάνουν το έντιμο και να αφήσουν μόνοι τους το αντίτιμο του κουλουριού.
Τις δύο προηγούμενες φορές μου εδώ, το ευρώ ήταν περίπου στα δέκα χρίβνια. Το κρεβάτι σε χόστελ στο Λβιβ το 2011 μου κόστισε πέντε ευρώ, και το εισιτήριο του μετρό στο Κίεβο κόστιζε 20 λεπτά του ευρώ. Φαντάζεται κανείς σας πόσα χρίβνια είναι το ευρώ αυτόν τον καιρό; Σχεδόν 30(!)...
“Ναι, αλλά προφανώς κι οι τιμές σε χρίβνια έχουν ανέβει, δεν μπορεί να είναι εκείνες του 2011 και του 2012”, θα πει κανείς. Όντως, το κρεβάτι σε χόστελ στο Λβιβ το 2011 μου κόστισε 50 χρίβνια, και φέτος 70. Η δε τιμή του εισιτηρίου του μετρό στο Κίεβο πέρσι διπλασιάστηκε, πήγε στα τέσσερα χρίβνια, όμως αυτές οι αυξήσεις δεν πλησιάζουν καν το... όφελος που -ένοχα- απολαμβάνω αυτές τις ημέρες. Εβδομήντα χρίβνια είναι κάτι περισσότερο από δύο ευρώ, και τέσσερα χρίβνια δεν είναι ούτε 15 λεπτά του ευρώ...
Στο των εξόδων αναφέρομαι όχι μόνο για να μοιραστώ την χαρά/ενοχή μου, αλλά κι επειδή αποτελεί σημαντικό λόγο που με κάνει να βλέπω το Λβιβ σχεδόν σαν... επίγειο ταξιδιωτικό παράδεισο. Θέλοντας και μη, από το 2009 και μετά, στα ταξίδια μου έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός με τα έξοδά μου. Δεν αισθάνομαι ότι μου στέρησα κάτι πραγματικά σημαντικό, διάολε, αν έλεγα κάτι τέτοιο με δεδομένο το ότι αυτά τα χρόνια έχω περάσει το 90% του χρόνου μου εκτός Ελλάδας, και κατά κανόνα εκτός Ευρώπης, θα ήμουν για... δέσιμο και λιθοβολισμό, όμως στο Λβιβ βρίσκομαι σε μία πόλη στην οποία τα πάντα είναι ΤΟΣΟ φθηνά, που καθώς κάνω βόλτα και περνάω μπροστά από ένα μαγαζί που μου αρέσει, δεν κοιτάζω καν τον κατάλογο με τις τιμές, απλά... μπαίνω και κάθομαι...
Μία μερίδα βαρενίκι (τα οποία σε μενού με Αγγλικά τα μεταφράζουν ως “dumplings”) κάνει μόλις 12 χρίβνια (υπολογίστε χονδρικά τρία και κάτι λεπτά του ευρώ για κάθε χρίβνια). Καφές, το ίδιο. Μπίρα μισού λίτρου σε “καλό” μαγαζί, από 15 χρίβνια. Γλυκά σε επίσης πολύ καλαίσθητα μαγαζιά, από 15 χρίβνια. Τραμ και λεωφορεία, από δύο μέχρι τέσσερα χρίβνια. Ακόμα και το εισιτήριο του αγώνα της Σαχτάρ με την Άντερλεχτ (το φθηνότερο τουλάχιστον), έκανε μόνο 100 χρίβνια, δηλαδή λιγότερο από 3,50 ευρώ! Για παιχνίδι που τα εισιτήρια παρόμοιου επιπέδου αγώνα σε χώρες της δυτικής Ευρώπης μπορεί να κάνουν και 30-35 ευρώ.
Χαρακτηριστική ήταν κουβέντα που είχα με Βέλγο, οπαδό της Άντερλεχτ, στο χόστελ “μου”, το πρωί μετά το παιχνίδι. Τον άκουσα να μιλάει Γαλλικά με δύο φίλους του, μάντεψα ότι ήταν Βέλγος κι ότι ήρθε για το ματς, και τον ρώτησα πώς του φάνηκε το παιχνίδι και το τελικό 3-1. “Ειλικρινά, πριν ακόμα αρχίσει το παιχνίδι, ήμουν τόσο μεθυσμένος που δεν θυμάμαι τίποτα. Δεν θυμάμαι ούτε καν πώς επέστρεψα στο χόστελ”, ήταν η δίχως ίχνος προσπάθειας να τα... μπαλώσει, απάντησή του. Σημαντικότατη λεπτομέρεια: η μπίρα στο γήπεδο, το μισό λίτρο, έκανε μόλις 25 χρίβνια, λιγότερο από ευρώ, σαφώς ακριβότερη ακόμα και από “καλό” μπαρ, όμως με δεδομένο ότι ήταν σε ΓΗΠΕΔΟ, οι τιμές στα οποία κατά κανόνα είναι... φαρμακείο σχεδόν παντού στον “αναπτυγμένο” κόσμο, στα 25 χρίβνια η μπίρα ήταν σχεδόν... δωρεάν για τους Βέλγους.
Θα μπορούσα να δώσω περισσότερα παραδείγματα -εξευτελιστικά- χαμηλών τιμών (ενάμισι ευρώ το εισιτήριο του Καρπάτι-Ντινάμο Κιέβου, τέσσερα ευρώ το βραδινό τρένο που θα πάρω σε λίγες ώρες για Κίεβο, για ΚΡΕΒΑΤΙ -έστω και στην φθηνότερη κατηγορία, όχι για απλή θέση), όμως... τη γενική εικόνα, την έχετε.
Κατά τα άλλα, σκεπτόμενος πώς θα έπρεπε να κλείσω αυτό το κείμενο από το λατρεμένο μου Λβιβ, “δένοντάς” το με όσα έγραψα προχθές για το πώς μου φαίνεται αδιανόητο να βαρεθεί εδώ κανείς (και γιατί), θυμήθηκα ένα τραγούδι της Βανδή, που λέει “κι όταν σε κοιτώ, πάντα ανακαλύπτω κάτι ακόμα, κάτι από τη μαγική σου εικόνα, που μ' αναγκάζει να(ααα) σ' ερωτευτώ ξανά”. Το έκανα ελαφρώς (τι “ελαφρώς” δηλαδή...) “cheesy” το κείμενο στο τέλος του, αλλά... η ουσία ΕΙΝΑΙ αυτή. Όπως έγραψα και προχθές, το Λβιβ είναι έτσι ρυμοτομικά που ακόμα και πολλές-πολλές ημέρες να περάσεις εδώ, εξακολουθείς καθημερινά να ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο. Μόνο σήμερα, χωρίς καλά-καλά να καταλάβω πώς, βρέθηκα να περπατάω σε κι εγώ δεν ξέρω πόσες στοές και “κρυμμένες” εσωτερικές αυλές που συνδέουν βασικούς δρόμους, από τις οποίες δεν είχα περάσει ούτε μία φορά τόσες ημέρες, αν και βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από το χόστελ που έκανα σπίτι μου εννιά μέρες τώρα.
Δεν ξέρω πώς ακριβώς θα βρω τα πράγματα στο Κίεβο, στην Οδησσό, στο Ντνιπροπετρόβσκ, στο Χάρκοβο, ήδη όμως, πριν ακόμα φύγω -απόψε- από το Λβιβ, αισθάνομαι πολύ-πολύ όμορφα που ακριβώς πριν φύγω από την Ουκρανία για να επιστρέψω στην Πολωνία, σε έναν μήνα από σήμερα, θα περάσω μερικές ακόμα ημέρες στο Λβιβ (με κερασάκι στην τούρτα τον προημιτελικό του Europa League κόντρα στη Σπόρτινγκ Μπράγκα, τον οποίο η... αυτοεξόριστη Σαχτάρ θα δώσει εδώ στις 14 Απριλίου. Θα προτιμούσα αντίπαλο πιο... “όνομα”, όμως δεν τολμώ να παραπονεθώ. Τον επαναληπτικό με βόλευε να παίζει εντός έδρας η Σαχτάρ, όχι το πρώτο παιχνίδι, και τον επαναληπτικό κληρώθηκε να παίξει εντός στις 14. “Παραγγελιά” ).
Έντονη συναισθηματικά μέρα... Έντονη πρώτα όμορφα, πανέμορφα, μετά θλιβερά, και στο τέλος πάλι ευχάριστα... Μέρα που πέρασα στο μεγαλύτερο μέρος της με ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο παγωμένο (λόγω παρατεταμένης διάρκειας, αλλά και λόγω κρρρρρύου, παρά τη λιακάδα) στο πρόσωπό μου, μέρα όμως που κάποια στιγμή έφθασα στα όριά μου να δακρύσω από λύπη (αν και γενικά “παχύδερμο”, από τη φύση μου).
Στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κιέβου ήμουν λίγο πριν τις εφτά και μισή το πρωί. Χιόνι παντού, πεντακάθαρος ουρανός, παγγγγωνιά. Στο μισάωρο που μου πήρε για να περπατήσω μέχρι το χόστελ που επέλεξα για απόψε και αύριο, θυμήθηκα τη μέρα που πάτησα για πρώτη φορά στο Μπουένος Άιρες, τέλη Οκτωβρίου του 2009...
Το να πάω στο Μπουένος Άιρες το είχα εφηβικό όνειρο. Τη μέρα που έφθασα εκεί (με πλοιάριο από Κολόνια ντελ Σακραμέντο, Ουρουγουάη), έτυχε να έχουν απεργία οι εργαζόμενοι στο μετρό. Ήξερα ότι το χόστελ μου ήταν ουσιαστικά μια -ατελείωτη, χιλιομέτρων- ευθεία δρόμος, κι ήμουν τόσο... ειλικρινά δεν βρίσκω λέξη στα Ελληνικά να περιγράψω τον ενθουσιασμό μου, που αντί να ψάξω άλλον τρόπο, κάποιο λεωφορείο, για να φθάσω στο χόστελ, απλά... άρχισα να περπατάω...
Τότε ακόμα, έκανα την αχαρακτήριστη βλακεία που μου πήρε χρόνια (και χρόνια, και χρόνια...) να σταματήσω να επαναλαμβάνω, ταξίδευα με ΠΟΛΛΑ πράγματα, με... 17-18 κιλά στην πλάτη, στον μεγάλο σάκο, και άλλα 7-8 κιλά μπροστά, στο στήθος, στο μικρότερο σακίδιο. Παρά το βάρος όμως (και τη ζέστη), επαναλαμβάνω πως ήμουν τόσο... “αν φύγω από ανακοπή αυτήν τη στιγμή, θα φύγω χαμογελώντας”, που όχι μόνο δεν... αισθανόμουν τα κιλά, αλλά επιπλέον σταματούσα κάθε τρεις και λίγο (μερικές φορές αναγκαστικά, στα φανάρια), για να βγάζω φωτογραφίες!
Χαμογελούσα, σιγοτραγουδούσα, σφύριζα, κι έβγαζα φωτογραφίες, επί χιλιόμετρα (αν και πρέπει να έκανα μία-δύο στάσεις για να... ανακάμψει η κυκλοφορία του αίματος στους ώμους μου).
Η απόσταση σήμερα ήταν ασύγκριτα μικρότερη, το βάρος που κουβαλάω είναι -ακόμα κι εγώ, ο ανεπίδεκτος διόρθωσης, έμαθα, επιτέλους, πρόπερσι- “πούπουλο”, σε σύγκριση με το τι κουβαλούσα παλιά, όμως κατά τα άλλα, ήμουν μία κατά εφτά(!) χρόνια γηραιότερη εκδοχή του Δημήτρη εκείνου του πρωινού Οκτωβρίου στο Μπουένος Άιρες. Χαμόγελο, μουρμούρισμα αγαπημένων τραγουδιών, σιγοσφύριγμα, και φωτογραφίες, παρά το ότι έκανε τόσο κρύο που κάθε φορά που έβγαζα τα χέρια από τις τσέπες για να βγάλω τη μηχανή, έπρεπε να ζεσταίνω τα δάκτυλα για να πατήσω τα πλήκτρα.
Εκεί μάλιστα που χασκογέλασα και κοίταξα πίσω μου για να δω αν τρόμαξα κανέναν, ήταν όταν σκέφτηκα, “αν κάνει ΤΩΡΑ τόσο κρύο, με τον ήλιο να με βλέπει, πόσο κρύο θα κάνει αύριο το βράδυ στο γήπεδο;” Όπως έχω ξαναγράψει, με το κρύο δεν έχω κα-θό-λου καλή σχέση. “Και πήγες Πολωνία-Ουκρανία Φλεβάρη και Μάρτη μήνα;”, θα πει -πολύ εύστοχα- κανείς. Είχα τους λόγους μου. ΟΜΩΣ, μου υποσχέθηκα, την επόμενη φορά που θα μπω στον πειρασμό να ταξιδέψω σε μέρος εποχή του χρόνου που θα είναι δεδομένο ότι θα κάνει ΠΟΛΥ κρύο, πριν αγοράσω τα αεροπορικά, θα γεμίσω μία μπανιέρα με παγάκια(!), και θα με αναγκάσω να μείνω εκεί μέσα για... όσο αντέξω, έτσι, για να μου θυμίσω αυτό που μου υποσχέθηκα, “να μην ξαναπάω ΠΟΤΕ κάπου που θα κάνει παγωνιά”.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το πρόβλημα με το κρύο δεν είναι τόσο οι βόλτες (στις οποίες κινείσαι, και ανά πάσα στιγμή μπορείς να μπεις σε ζεστό περιβάλλον, σε κάποιο μαγαζί), όσο οι επισκέψεις σε γήπεδα, στα οποία περνάω τουλάχιστον τρεις ώρες (αν όχι, συνήθως, τέσσερις), σχεδόν ακίνητος (εκτός από τις περιπτώσεις που φθάνω στα όριά μου κι αρχίζω να χοροπηδάω, κυριολεκτικά), και στα οποία μοναδικό ζεστό... καταφύγιο, είναι οι τουαλέτες. Στα ημίχρονα των αγώνων, ακόμα και η πιο πήχτρα στον κόσμο και βρόμικη τουαλέτα γηπέδου, μου μοιάζει σαν μια μικρή γωνιά του παραδείσου...
Το τρίπτυχο χαμόγελο/τραγούδι/σφύριγμα συνεχίστηκε αφού άφησα τα πράγματα στο χόστελ και βγήκα πρώτη κανονική βόλτα. Με ήδη δύο επισκέψεις στο Κίεβο το 2011 και το 2012, τα γνώριμα σημεία είναι δεκάδες. Όπως έγραψα και το 2011 σε μία ιστορία εδώ, το Κίεβο με... θάμπωσε τότε, με εντυπωσίασε, με... σήκωσε από το έδαφος, με έκανε τρεις γύρες στον αέρα, και με άφησε ξανά κάτω. Έχει κάτι, στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, μεγαλειώδες, κι όπως, επαναλαμβάνω, έγραψα τότε, αν υπάρχει ΕΝΑ στοιχείο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με κάνει να παραμιλάω, είναι οι πανύψηλες αψιδωτές είσοδοι κτηρίων, πύλες που... θα μπορούσαν να αποτελούν σκηνικό επικής ταινίας, πύλες τόσο ψηλές που... άνθρωπος θα μπορούσε να περάσει στεκόμενος όρθιος στην οροφή διώροφου λεωφορείου (λες και θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο).
Φθάνοντας στην Πλατεία Ανεξαρτησίας, τη Μαϊντάν, και συγκεκριμένα στο μακρόστενο δυτικό κομμάτι της, αισθάνθηκα να πεινάω, δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα από χθες το απόγευμα. Θυμήθηκα ένα μαγαζί στην υπόγεια διάβαση στο οποίο πριν από τέσσερα χρόνια αγόρασα πολλές φορές διάφορες λιχουδιές. Το βρήκα, αγόρασα κάτι, έφαγα την πρώτη μπουκιά ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς το κομμάτι της πλατείας που βρίσκεται ακριβώς μπροστά/κάτω από το ξενοδοχείο Ουκραγίνα, κι εκεί...
Πώς να το περιγράψω;... Σαν να τρως μπουνιά στο στομάχι, όχι εν μέσω καβγά, όχι ενώ ξέρεις ότι μπορεί και να συμβεί, αλλά... σε εντελώς ανέμελη στιγμή... Το είδος της μπουνιάς που σε... σαστίζει, σε κάνει να νομίζεις ότι κάποιος πάτησε το “pause”, σαν να παγώνει ο χρόνος, σαν να έχεις μεν συναίσθηση του πού βρίσκεσαι, χωρίς όμως να μπορείς να κάνεις κάτι περισσότερο από το να παραμείνεις διπλωμένος, περιμένοντας η γη να αρχίσει ξανά να κινείται, ο χρόνος να κυλάει, κι εσύ να είσαι ξανά ικανός να κινηθείς, το σώμα σου, τα πόδια σου, όχι μόνο να περιπλανιέται αργά-αργά το βλέμμα σου...
Ξέροντας τι συνέβη εκεί πριν από δύο χρόνια, περίμενα να δω κάτι, μία πλάκα με ονόματα νεκρών, κάτι, δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να περιμένω, όμως... αυτό που βλέπεις ακόμα και σήμερα στην πλατεία, σε ΕΚΕΙΝΟ το τμήμα της πλατείας, σε αφήνει με την αίσθηση πως ό,τι συνέβη, συνέβη... την περασμένη βδομάδα. Το πρώτο που είδα ανεβαίνοντας τα σκαλιά, ήταν ένας ξύλινος σταυρός, ψηλός, πάνω από δύο μέτρα, με λουλούδια στα χρώματα της Ουκρανίας στο σημείο που συναντώνται τα δύο ξύλα. Περισσότερα λουλούδια αφημένα στη βάση του σταυρού, με το χιόνι και τον πάγο πάνω τους να τα κάνει να φαντάζουν ακόμα πιο... δραματικά...
Φθάνοντας στην κορυφή των σκαλοπατιών, είδα ότι οι ξύλινοι σταυροί δεν είναι ένας, αλλά τουλάχιστον τέσσερις... Η ανηφόρα που οδηγεί στην είσοδο του Ουκραγίνα είναι κλειστή στην κυκλοφορία, είναι λες και έχει... οδόφραγμα, και κάπου στη μέση της υπάρχει κανονικό οδόφραγμα, με λάστιχα αυτοκινήτων, με φωτογραφίες Ουκρανών που σκοτώθηκαν τότε, ακόμα και με κράνη, εκείνα που φορούσαν τότε, και τα οποία πρέπει να θυμάστε αν παρακολουθούσατε στην τηλεόραση τα νέα από Κίεβο.
Εννοείται ότι το πρώτο που έκανα πριν τριγυρίσω στο ανατολικό μισό της Μαϊντάν ήταν να βάλω στο σακίδιο το σνακ που μόλις είχα αγοράσει. Δεν είναι μόνο ότι σου κόβεται η όρεξη βλέποντας ότι βρίσκεσαι σε έναν χώρο που μοιάζει με... απέραντο νεκροταφείο, είναι κυρίως ότι αισθάνεσαι πως ο ελάχιστος σεβασμός στον χώρο επιβάλει το να μην τρως. Δε γίνεται να περπατάς σε έναν χώρο που είναι γε-μά-τος από φωτογραφίες πεσόντων, κι εσύ να... μασουλάς. Κοινή λογική (αν και ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα βλέποντας ζευγαράκια που φαινόντουσαν να είναι Ουκρανοί από άλλες πόλεις, να χαμογελούν σε φωτογραφίες με φόντο την πλατεία. Δεν ξέρω... Μπορεί απλά εγώ να βλέπω τα πράγματα “βαριά” και σοβαρά).
Η δασκάλα μίας τάξης σχολείου αποτελούμενη από μικρά παιδιά, ξεναγούσε τους μαθητές της στον χώρο. Δύο εθελοντές μοίραζαν ενημερωτικό υλικό. Κάποιοι πουλούσαν αναμνηστικά περικάρπια-κορδελίτσες στα χρώματα της Ουκρανίας. Και παντού, παντού, παντού, κατάλοιπα των... “μαχών” του 2014. Ακόμα κι ένας προβολέας, από εκείνους που είναι μπηγμένοι στο χορτάρι για να φωτίζουν τον χώρο το βράδυ, έμοιαζε με... επιτύμβια στήλη, με 6-7 κράνη τοποθετημένα γύρω του, και ακόμα περισσότερα λουλούδια...
Το γιατί συνέβη ό,τι συνέβη στο Κίεβο (και αλλού στην Ουκρανία) τότε, το πώς... εξομαλύνθηκε (στον βαθμό και ό,που εξομαλύνθηκε) η κατάσταση, το ποιοι είχαν το δίκιο με το μέρος τους και ποιοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να προωθήσουν εντελώς ιδιοτελή συμφέροντα, είναι ζητήματα για τα οποία θα μπορούσε κανείς (που ενδιαφέρεται) να μιλάει επί ώρες, προφανώς όμως εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για τέτοιου είδους... μονόλογο εκ μέρους μου. Εκείνο που μπορώ να μοιραστώ είναι ότι πιστεύω ακράδαντα πως όσα συνέβησαν στο Κίεβο πριν από δύο χρόνια, δεν θα με είχαν αγγίξει ΤΟΣΟ, αν δεν είχα ονειρεμένες αναμνήσεις από την πόλη, από προηγούμενα ταξίδια μου εδώ...
Εκεί που σήμερα έβλεπα ξύλινους σταυρούς, το 2012 ήταν η σκηνή της fan zone, με γιγαντοοθόνη για να παρακολουθεί ο κόσμος του αγώνες του Euro. Εκεί που ήταν σήμερα ο προβολέας/επιτύμβια στήλη, καθόμουν με την Ουκρανή φίλη μου το 2012 στριμωγμένοι ανάμεσα σε χιλιάδες κόσμο, παρακολουθώντας το πάρτι που είχε στηθεί λίγο πριν το Ουκρανία-Σουηδία. Εκείνη έμεινε στη fan zone, εγώ κάποια στιγμή πήγα στο γήπεδο για το παιχνίδι. Εκεί που σήμερα είδα μικρά πολύχρωμα καντήλια να σχηματίζουν κάποιο όνομα (ένα μέτρο επί τέσσερα, ΠΟΛΛΑ καντηλάκια), το 2012 ήταν το κατάστημα με τα αναμνηστικά του Euro, τα κιόσκια των χορηγών, το μίνι γήπεδο στο οποίο πιτσιρίκια μπορούσαν να κερδίσουν δώρα στέλνοντας την μπάλα στα δίχτυα.
Τη Μαϊντάν την έχω δει στα... καλύτερά της, μάλλον, στα... “πιο χαρούμενά της”, στα “πιο ξέγνοιαστά της”, στα “πιο χαμογελαστά της”, (το “καλύτερα” είναι σχετικό. Για κάποιον, το να θυσιάζεται για κάτι που θεωρεί άξιο να θυσιαστεί, μπορεί να είναι ο ορισμός του “καλύτερου”), και αυτό που είδα σήμερα ήταν πραγματικά... πολύ περισσότερο απ' ότι περίμενα, πολύ πιο... μακάβριο, ίσως, ΙΣΩΣ, πολύ πιο πρέπον. “Μία πλάκα με ονόματα νεκρών κι αυτό είναι όλο”, αυτό ίσως το δω μετά από... 10-15 χρόνια, όταν τα γεγονότα του 2014 θα είναι πλέον -κάπως- μακρινά. Μόλις δύο χρόνια αργότερα όμως, ίσως είναι πιο πρέπον να είναι η πλατεία όπως είναι σήμερα.
Ούτως ή άλλως, δεν φαντάζομαι σημερινό επικεφαλής της κυβέρνησης στην Ουκρανία, ή τον δήμαρχο, να δίνουν εντολή να απομακρυνθούν από την πλατεία όλα αυτά που βλέπει κανείς σήμερα. Όχι μόνο οι αναμνήσεις είναι νωπές, αλλά και η... όλη κατάσταση, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν “σηκώνουν” τέτοια ρίσκα, με πολύ κόσμο να είναι αηδιασμένος από το πώς εξελίχθηκε πολιτικά η κατάσταση μετά τις αλλαγές του 2014...
Όσο για το σνακ που... πάγωσε στο σακίδιο, το έβγαλα ξανά αρκετή ώρα αργότερα, έξω από το Ολυμπιακό Στάδιο, αφού αγόρασα εισιτήρια για το αυριανό εντός έδρας παιχνίδι της Ντινάμο, και το προσεχές φιλικό της Ουκρανίας με την Ουαλία. Οι Ουκρανοί παίζουν φιλικό και με την Κύπρο, στις 24 του μήνα, στην Οδησσό, στην οποία θα είμαι τη Δευτέρα το βράδυ, και από την οποία θα είναι το επόμενο κείμενο.
Μπήκα πριν από λίγο στο facebook και είδα “It's the first day of spring!”, με ζωγραφιές μιας γυναίκας κι ενός άνδρα να ποτίζουν τρία τεράστια λουλούδια υπό καταγάλανο ουρανό. Η γυναίκα μάλιστα έχει το ένα πόδι πεταμένο πίσω, δείχνοντάς μας πόσο ενθουσιασμένη είναι που μπήκε η άνοιξη και φτιάχνει ο καιρός. Μπήκα αμέσως μετά στο weather.com και είδα “Κίεβο, 0 βαθμοί Κελσίου, feels like -6. Ελαφριά χιονόπτωση” (τι ελαφριά, που με το ζόρι βλέπω μία στάση λεωφορείων 30 μέτρα από το παράθυρο δίπλα στο οποίο κάθομαι, στη ζεστούλα του χόστελ).
Η αντίφαση μου θυμίζει το γνωστό, “όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει”. Στην προκειμένη περίπτωση, “όταν σε πολλές χώρες υποδέχονται 'επίσημα' την άνοιξη, οι Ουκρανοί ξεκαρδίζονται στα γέλια -και φοράνε ένα ακόμα πιο χοντρό πουλόβερ κάτω από το παλτό/πάπλωμά τους πριν βγουν έξω”...
Η -κάθε άλλο παρά- πλάκα της υπόθεσης είναι ότι σήμερα το πρόγραμμά μου έχει ΔΥΟ αγώνες, στις δύο και στις εφτά και μισή. Το μεσημέρι μία μικρή ομάδα του Ντόνετσκ “υποδέχεται” ομάδα από τη δυτική Ουκρανία σε ένα γηπεδάκι 500 μέτρα από το Ολυμπιακό Στάδιο του Κιέβου (“αυτοεξόριστη” κι αυτή, όπως κι η μεγάλη ομάδα του Ντόνετσκ, η Σαχτάρ, λόγω της κατάστασης στην ανατολική Ουκρανία), και αργά το απόγευμα η πρωτοπόρος στο πρωτάθλημα Ντινάμο παίζει δίπλα, στο Ολυμπιακό Στάδιο, με την τρίτη της βαθμολογίας, μία ομάδα από το επίσης... αποκομμένο/αποσχισμένο/διαφιλονικούμενο Λουχάνσκ (η οποία με τη σειρά της παίζει τους εντός έδρας αγώνες της τυπικά σαν γηπεδούχος κάπου στην κεντρική Ουκρανία).
Έχοντας δει ότι ακόμα και αρκετές στρώσεις ρούχων δε με έσωσαν από την παγωνιά στην Πολωνία και στο Λβιβ, σκέφτομαι σήμερα να αγοράσω ειδική αλοιφή, από εκείνες που ανεβάζουν τη θερμοκρασία του σώματος, από εκείνες που χρησιμοποιούν ποδοσφαιριστές (desperate times/situations call for desperate measures).
Γιώργο, όπως έγραψα προχθές, δέκα μέρες τώρα στην Ουκρανία αισθάνομαι μισοένοχος για το πόσο εξευτελιστικά χαμηλές είναι οι τιμές. Γενικά αισθάνομαι ένοχος που αφιερώνω κομμάτια των κειμένων μου στο ποδόσφαιρο (αναπόφευκτο όμως, μια και αν δεν ήταν αυτό, δε θα έκανα αυτό το ταξίδι όπως το κάνω). Τώρα που ξέρω ότι διάβασες διαδοχικά κατεβατά πλούσια πασπαλισμένα με αναφορές σε άθλημα που η μπάλα του είναι πολύ μικρότερη και άλλου χρώματος από την αγαπημένη σου, αισθάνομαι ακόμα πιο ένοχος (αυτό με τις ενοχές πρέπει να το κοιτάξω, αν και μάλλον παραμεγάλωσα για να το/με γιατρέψω).
Άσχετο... Το πόσο σε ντρέπομαι θα σου το γράψω ευθύς αμέσως σε προσωπικό μήνυμα.
Σκόρπιες σκέψεις-εντυπώσεις από Οδησσό... Είμαι σε ένα Πουζάτα Χάτα, ουκρανική αλυσίδα φαγάδικων (με μπουφέ πλούσιο σε επιλογές), είναι η ώρα του μεσημεριανού γεύματος, γίνεται ο κακός χαμός από κόσμο, πολύς ο θόρυβος, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ για να γράψω κάτι με αρχή-μέση-τέλος, οπότε... πατάω το “random”, και ό,τι προκύψει.
Όπως είπα προχθές σε έναν Καναδό οδηγό φορτηγών, από εκείνους που δουλεύουν έξι μήνες τον χρόνο (δέκα σερί μέρες, 10-12 ώρες την ημέρα, μετά παίρνουν τετραήμερο ρεπό, και πάλι απ' την αρχή, μέχρι που συμπληρώνουν εξάμηνο) και τους άλλους έξι μήνες... ξοδεύουν αυτά που έβγαλαν δουλεύοντας, η Οδησσός μού θυμίζει την Αβάνα(!!). Ο τύπος έχει πάει στην Κούβα, και ξαφνιάστηκε όταν του είπα αυτό που του είπα, όπως ομοίως φαντάζομαι ότι ξαφνιάστηκες κι εσύ που με διαβάζεις τώρα αν κι εσύ έχεις πάει/έρθει και στις δύο πόλεις. Εξηγούμαι...
Μία από τις εικόνες που μου έχουν μείνει από την Αβάνα είναι να στέκομαι στα σκαλοπάτια του Καπιτωλίου, κι απέναντι να βλέπω όμορφα κτήρια που έχουν δει ΠΟΛΥ καλύτερες ημέρες από άποψη συντήρησης (μάλλον... ΜΟΝΟ καλύτερες ημέρες), άνδρες γυμνούς από τη μέση και πάνω να καπνίζουν σε μικροσκοπικό μπαλκόνι ή δίπλα σε παράθυρο, και γυναίκες να κρεμάνε ρούχα που μόλις έχουν πλύνει. Επαναλαμβάνω, σε όμορφα (αλλά κραυγαλέα... καταπονημένα από την ελλειπή συντήρηση -τουλάχιστον το 2009 που ήμουν εκεί) κτήρια, απέναντι ακριβώς από το Καπιτώλιο.
Κάτι παρόμοιο βλέπεις στην Οδησσό. Στη μια πλευρά ενός δρόμου μπορεί να βρίσκεται ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή κατάλοιπα της σοβιετικής εποχής, στο οποίο μπορεί να στεγάζεται σήμερα κάποια σημαντική δημόσια υπηρεσία, και στην απέναντι πλευρά του δρόμου να βρίσκεται ένα κτήριο που άλλες εποχές πρέπει να στέγαζε εύπορες (ή έστω “μεγαλομεσαίες”) οικογένειες, αλλά σήμερα μοιάζει ημιπαρατημένο, με σπασμένα τζάμια και πολύχρωμα καλύμματα στις μπαλκονόπορτες (προφανώς για να προστατεύουν εκείνους που ζουν μέσα από τον αέρα, τη βροχή, γενικά τα στοιχεία της φύσης), κι ένα σχοινί τεντωμένο με δύο παντελόνια και τρεις μπλούζες να κρέμονται.
Γενικά, η Οδησσός είναι γ ε μ ά τ η από πανέμορφα κτήρια, σαν εκείνα που ευτυχώς κάποτε αναπαλαιώσαμε στη Θεσσαλονίκη στη Βασιλίσσης Όλγας, ειδικά τα κάτω μέρη των μπαλκονιών είναι... για χάζεμα, με περίτεχνα γλυπτά και διάφορα μοτίφια, μπαλκόνια όμως από τα οποία μπορεί να λείπουν κομμάτια, να έχουν αποκολληθεί κομμάτια, ή να έχουν “μπαλωμένα” τζάμια.
Ο δε κόσμος που βλέπεις να μπαινοβγαίνει σε αυτά τα μπαλκόνια, επίσης μου θυμίζει τους Κουβανούς, προφανώς όχι λόγω... χρώματος δέρματος, αλλά επειδή... η γιαγιά και ο παππούς που κάνουν τσιγάρο, φαίνονται άνθρωποι που έχουν περάσει δύσκολα, είναι από εκείνους που φαίνονται να έχουν γεράσει νωρίτερα από... σχετικά ανέμελους συνομηλίκους τους στη... Δανία, στη Σουηδία, σε περιοχές των ΗΠΑ με πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο. Ίσως πάλι, εννοείται, έτσι να τα βλέπω εγώ, και η πραγματικότητα να μην μπορούσε να μην είναι πιο διαφορετική...
Η Οδησσός είναι... στην τσίτα αυτές τις ημέρες. Μαγαζιά στήνουν τις προεκτάσεις τους στα πεζοδρόμια (αυτές που ο κόσμος προτιμά από το εσωτερικό των μαγαζιών τους μήνες που ο καιρός επιτρέπει να κάθεσαι έξω), άλλα μαγαζιά που μοιάζουν να έκαναν ανακαίνιση κάνουν κάτι τελευταία μερεμέτια και διαφημίζουν την επανέναρξη της λειτουργίας τους, χόστελ που έμειναν κλειστά τους χειμερινούς μήνες διαφημίζουν κι εκείνα την επανέναρξη της λειτουργίας τους, κι η πόλη είναι γεμάτη από ταμπέλες που προετοιμάζουν τον κόσμο για ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της χρονιάς στην Οδησσό, αν όχι ΤΟ μεγαλύτερο. Την Πρωταπριλιά(!).
Οι κάτοικοι της Οδησσού φημίζονται για την αίσθηση του χιούμορ τους, οι κάτοικοι κάθε πόλης στην Ουκρανία συνοδεύονται από κάποια “ταμπέλα”, κι εκείνη των της Οδησσού είναι ότι... έχουν πλάκα, ότι κάνουν πλάκα με τα πάντα, ότι δεν... χορταίνουν να αυτοσαρκάζονται, ότι λατρεύουν να πειράζουν ο ένας τον άλλον, να κάνουν φάρσες, κι έτσι “κολλάει” απόλυτα το ότι στη ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ πόλη η Πρωταπριλιά είναι ΤΟΣΟ σημαντική μέρα. Τόσο, που λαμβάνει χώρα ακόμα και παρέλαση αρμάτων, με θέματα εμπνευσμένα από την επικαιρότητα, και “δοσμένα” με τρόπο χιουμοριστικό.
Λεπτομέρεια: πέρσι, ίδιες ημέρες, οι τοπικές αρχές αποφάσισαν (και ζήτησαν από τους κατοίκους της πόλης την κατανόησή τους) να μην διοργανώσουν τη σχετική γιορτή, φοβούμενες ότι η τεταμένη -τότε- ατμόσφαιρα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε... ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Τότε, πλησίαζε η επέτειος του ενός έτους από όσα θλιβερά συνέβησαν στο κέντρο της Οδησσού τέλη Απριλίου/αρχές Μαΐου του 2014, κι έτσι...
Δεν μπορούσα να μην πάω... Οι εικόνες που είχα δει στην τηλεόραση και πολύ περισσότερο οι φωτογραφίες που είχα δει στο ίντερνετ, ήταν τόσο... πώς να τις χαρακτηρίσω... τόσο... “δεν γίνεται να συμβαίνει... Πρέπει να είναι ταινία με διεστραμμένη αίσθηση της ρεαλιστικής απεικόνισης”, που... θα μου μείνουν για πάντα, νομίζω/φοβάμαι.
Αναφέρομαι στον “Οίκο των Εργατικών Ενώσεων”, αν το μεταφράζω σωστά στα Ελληνικά, ένα μεγάλο κτήριο 100-150 μέτρα από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Οδησσού. Μαζοχιστικά πράττοντας, μπήκα στο ίντερνετ προχθές το πρωί, είδα ξανά φωτογραφίες από τότε, με καμμένα σώματα, κάποια χωρίς άκρα, και κυρίως διάβασα αρκετά για το “πριν” των γεγονότων που κορυφώθηκαν στις 2 Μαΐου του 2014. Μετά, περπάτησα τα δυόμισι χιλιόμετρα από το χόστελ μέχρι εκεί.
Υπάρχουν ακόμα καντηλάκια, λουλούδια, κι επιγραφές μνήμης σε εκείνους που σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα. Η κεντρική είσοδος του κτηρίου είναι... σφραγισμένη, υπάρχει λαμαρινένιος “τοίχος” γύρω-γύρω, κι ακόμα και σε τρύπες πάνω του υπάρχουν μπηγμένα λουλούδια. Στο έδαφος είναι γραμμένο “Ουκρανία” με τεράστια γράμματα σε μπλε και κίτρινο, τα χρώματα της σημαίας. Κάποια τζάμια είναι σπασμένα, και τμήματα της πρόσοψης γύρω από παράθυρα έχουν ακόμα εμφανή σημάδια φωτιάς, σαν να μην ασχολήθηκε κανείς με την επισκευή των υλικών καταστροφών εκείνων των ημερών. Ίσως και να πρόκειται για ηθελημένη επιλογή των τοπικών αρχών. Δεν ξέρω. Δεν το αποκλείω. Κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι η σημαία σε έναν στύλο εκεί μπροστά, κυμάτιζε μεσίστια. Καμία άλλη σημαία σε δημόσιο κτήρια δεν κυματίζει αυτές τις ημέρες μεσίστια στην Οδησσό, οπότε προφανώς πρόκειται για ένδειξη πένθους για τα γεγονότα του 2014.
Οι παράπλευρες είσοδοι του κτηρίου είναι πάντως ανοικτές. Μέχρι και καφέ (όχι μεγάλο. Κάτι σαν... κυλικείο) λειτουργεί στην πλευρά που “βλέπει” στον εντυπωσιακό σιδηροδρομικό σταθμό.
Ακόμα και σήμερα μου φαίνεται... εκτός λογικής το σκηνικό που στήθηκε εκείνες τις ημέρες. ΥΠΑΡΧΕΙ “λογική”, τίποτα δεν συνέβη τυχαία, όμως... τι να πω, τι να γράψω... Απλά, εύχομαι τις διαφορές τους να τις είχαν λύσει χωρίς να χυθεί αίμα, χωρίς να καούν άνθρωποι ζωντανοί, χωρίς να διχαστεί μία ολόκληρη πόλη έτσι όπως διχάστηκε.
Τέτοιες στιγμές είναι που θυμάμαι πρώην κοπέλα μου από την Κροατία, από την Κοπρίβνιτσα, μία μικρή πόλη πολύ κοντά στην Ουγγαρία. Κάποτε μου περιέγραψε τις ημέρες που... αγρίεψαν τα πράγματα, στην αρχή του πολέμου στην άλλοτε Γιουγκοσλαβία. Μου είπε πώς από τη μια μέρα στην άλλη, ή έστω από τη μια βδομάδα στην άλλη, Κροάτες και Σέρβοι (πολύ λιγότεροι οι τελευταίοι) που ζούσαν σε γειτονικά σπίτια επί δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια, άρχισαν να κυνηγούν με όπλα και μαχαίρια οι μεν τους δε, ή, για την ακρίβεια, οι πολλοί περισσότεροι Κροάτες τους άμοιρους Σέρβους που έψαχναν τρόπο να διαφύγουν στην Ουγγαρία, ή να “κατέβουν” νότια, στο Όσιγιεκ, στο οποίο αν και κροατικό, το σερβικό στοιχείο ήταν πιο πολυπληθές απ' ότι στην Κοπρίβνιτσα.
Χθες το βράδυ πήγα στο Ουκρανία-Κύπρος, φιλικό. Είδα μία παρέα τριών μεσήλικων κυρίων σε ένα σημείο της κερκίδας με σημαία της Κύπρου. Το γήπεδο ήταν σχεδόν γεμάτο, ο κόσμος ήταν ενθουσιώδης, οι Ουκρανοί κάνουν σαν μικρά παιδιά στο γήπεδο, όταν αρχίζουν να κάνουν το “κύμα” στις κερκίδες πρέπει να συμβεί κάτι συνταρακτικό στον αγωνιστικό χώρο για να σταματήσουν, βγάζουν σέλφις με την ίδια ταχύτητα που καταπίνει χιλιόμετρα (μίλια, whatever) αεροπλάνο στον αέρα, πίνουν, πίνουν, πίνουν, γελάνε, γενικά τους βλέπεις πιο ξέγνοιαστους από... οπουδήποτε αλλού, όμως... αυτό με τον ύμνο τους, να με συμπαθάνε, αλλά έχει πλάκα, και το γράφω με όλη την αγάπη μου για τους Ουκρανούς...
Παρά το γεγονός ότι γλωσσικά η Ουκρανία ήταν (και τελικά παραμένει) πρώτα ρωσική και μετά ουκρανική, ο εθνικός ύμνος είναι αποκλειστικά στα Ουκρανικά. Οι δύο γλώσσες κάθε άλλο παρά “μέρα με τη νύχτα” είναι, οι ομοιότητες είναι αμέτρητες και χτυπητές, όμως, όπως μάλλον κατά κανόνα συνέβαινε στην άλλοτε Σοβιετική Ένωση, οι ρωσόφωνοι δεν έμπαιναν ποτέ στον... κόπο να μάθουν τη γλώσσα της “Δημοκρατίας” στην οποία ζούσαν, σε αντίθεση με τους Ουκρανούς, τους Λετονούς, τους Λιθουανούς, τους Εσθονούς, τους Μολδαβούς, οι οποίοι, εκτός από τη μητρική γλώσσα τους, ΣΑΦΩΣ και μάθαιναν και Ρωσικά.
Ειδικά στην Οδησσό, εκείνοι που έχουν τα Ρωσικά σαν μητρική γλώσσα, και όχι τα Ουκρανικά, αποτελούν συντριπτική πλειοψηφία. Κάπως έτσι, στο γήπεδο, σε ένα σχεδόν γεμάτο επαναλαμβάνω γήπεδο, από κόσμο που πήγε με ουκρανικές σημαίες και κασκόλ, την ώρα της ανάκρουσης του ύμνου τους άκουγες χθες ένα... παρατεταμένο μουρμουρητό. Από όλους όσοι στέκονταν γύρω μου, ΔΥΟ πενηντάρηδες τραγούδησαν τον ύμνο δυνατά (έστω και εγκληματικά παράφωνα). Άλλοι, ακόμα και κόσμος που είχε το δεξί χέρι στην καρδιά, στην καλύτερη περίπτωση... ψέλλιζε τους στίχους.
Δεν ξέρω... Καταλαβαίνω ότι για κάποιους είναι δύσκολο να μάθουν άλλη γλώσσα πέρα από τη μητρική τους, αλλά... διάολε, δεν χρειάζεται να μάθεις άπταιστα Ουκρανικά για να μπορείς να τραγουδήσεις τον ύμνο. Εγώ στη Μαλαισία έμαθα τον ύμνο τους -από ενδιαφέρον και μόνο- στην τοπική γλώσσα, χωρίς καν να είμαι ο πιο προικισμένος στις γλώσσες άνθρωπος του κόσμου, κι οι ρωσόφωνοι της Ουκρανίας δεν μπορούν να μάθουν δέκα στίχους σε μία γλώσσα που είναι ΠΟΛΥ κοντινή στη μητρική τους; Σηκώνω τα χέρια ψηλά, ειλικρινά...
Γενικά, η Οδησσός είναι ρυμοτομικά το απόλυτο αντίθετο του Λβιβ, με τους δρόμους να σχηματίζουν τέλεια τετράγωνα, κάτι που σου επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να ξέρεις πού ακριβώς βρίσκεσαι. Οι δρόμοι στο κέντρο έχουν τρεις και τέσσερις λωρίδες, τα πεζοδρόμια είναι πλατιά, και γενικά η πόλη προσφέρεται για ατελείωτες βόλτες. Το ότι τους δρόμους μοιράζονται SUV-φρούρια με Ζάσταβα του... '60 και τραμ που σε άλλες χώρες πρέπει να αποτελούν εκθέματα μουσείων, κάνει το χάζι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Προσοχή όμως στα πεζοδρόμια, τα οποία πρέπει να είναι τα χειρότερα που έχω δει στην Ευρώπη. Με εξαίρεση τον κεντρικό πεζόδρομο, το περπάτημα στο υπόλοιπο κέντρο (πόσο μάλλον πιο “έξω”, είχα χρόνο τις τελευταίες ημέρες και... ξανοίχτηκα) μοιάζει με... βόλτα στη φύση, σε λόφο, με τα ups and downs να αποτελούν κανόνα. Τη μια στιγμή αποφεύγεις μια λακκούβα, την επόμενη βρίσκεσαι να ισορροπείς σε “μυτούλα” 20 και 30 εκατοστά πάνω από την “κανονική” επιφάνεια του εδάφους, κι αμέσως μετά προσέχεις πού πατάς για να μην πέσεις σε χωμάτινη επιφάνεια που μόλις έχει σκαφτεί (συνεργεία από δεκάδες γυναίκες σκάβουν τους χώρους γύρω από δέντρα σε κεντρικούς δρόμους, και μάλλον θα φυτέψουν λουλούδια, μέρος κι αυτό των... ετοιμασιών για την είσοδο της άνοιξης -η οποία τυπικά έχει μπει, αλλά καιρικά στην Οδησσό μάλλον αναγγέλλει την άφιξή της τον Απρίλιο).
Το παρατράβηξα -και- το σημερινό κείμενο, αλλά πρέπει να προσθέσω κάτι. Κάποτε ο Μπατιστούτα (σπουδαίος Αργεντινός ποδοσφαιριστής) είπε ότι για εκείνον η αίσθηση που είχε όταν πετύχαινε γκολ ήταν καλύτερη κι από την κορύφωση στο σεξ. Εμείς οι αθλητικογράφοι που δεν βιώσαμε ποτέ την αποθέωση από γεμάτα γήπεδα για κάποιο γκολ μας, χαιρόμαστε με τις μεγάλες διοργανώσεις που κάποιοι έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε με δημοσιογραφική διαπίστευση.
Αν θυμάστε, σε ένα κείμενο αυτής της ιστορίας έγραψα ότι όσο ήμουν στο Μπιαλίστοκ, στην Πολωνία, ενημερώθηκα από την ΟΥΕΦΑ ότι μου έδωσαν διαπίστευση για το Euro της Γαλλίας. Έγραψα τότε ότι είχα ζητήσει “match tickets” (άλλο γενικά η διαπίστευση, άλλο “εισιτήρια” για συγκεκριμένους αγώνες) για 13 παιχνίδια της φάσης των ομίλων, κι ότι περίμενα να μου πουν “ναι” στα 8-9.
Στην Οδησσό έφθασα Δευτέρα βράδυ, τσέκαρα το μέιλ μου κατά τις οκτώ και μισή, και είδα ότι η ΟΥΕΦΑ μόλις είχε αρχίσει να στέλνει “ραβασάκια” για τα “match tickets”. “Confirmed” το πρώτο (Γαλλία-Ρουμανία, το παιχνίδι με το οποίο αρχίζει η διοργάνωση), ομοίως το δεύτερο, ομοίως το τρίτο, κάθε 15 με 20 λεπτά μού έστελναν κι ένα μήνυμα, κάτι σαν... (συγγνώμη κιόλας) back to back οργασμοί , για να μνημονεύσω/παραφράσω τον μεγάλο Μπατιστούτα. Εκείνο το βράδυ σταμάτησαν στα εφτά “confirmed”. Το πρωί (σε δεύτερο... κύκλο back to back “οργασμών”) μου έστειλαν άλλα έξι(!). Δεκατρία στα 13, δεκατρία παιχνίδια σε δεκατρείς ημέρες (λογιστικά εξωφρενικό, αλλά πρακτικά εφικτό, και φυσικά προκλητικά άπληστο), Παρίσι, Μπορντό, Λιόν, Σεντ-Ετιέν, Μασσαλία, Τουλούζη (σε κάποιες πόλεις θα δω δύο αγώνες, στο Παρίσι τέσσερις). Όνειρο ( ; ).
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι ακόμα δεν ξέρω καν αν θα πάω(!). Για να πάω πρέπει να βρω κάποιο Μέσο να συνεργαστώ, για να καλύψω έστω τα έξοδά μου (δεν τρέφω αυταπάτες ότι θα βγάλω και λεφτά από αυτήν την υπόθεση. Τα οδοιπορικά μου στη Βραζιλία τα πήρα σε δόσεις, με τελευταία τον Ιούνιο του 2015). Αν δεν καταφέρω να βρω πηγή εσόδου, η μόνη ρεαλιστική επιλογή μου θα είναι, με πόνο καρδιάς , να ενημερώσω την ΟΥΕΦΑ ότι παραιτούμαι της διαπίστευσης (για να μην χρεωθώ “no-show”, που θα επηρέαζε μελλοντική αίτησή μου για διαπίστευση σε άλλη διοργάνωση). Σχεδόν εφτά χρόνια αδιάκοπων πήγαινε-έλα και ελάχιστων εσόδων, με έχουν αφήσει σχεδόν... ολόστεγνο, οπότε...
Τελευταία βόλτα, και μετά βραδινό τρένο για Κίεβο (για άλλους τρεις ποδοσφαιρικούς αγώνες σε τέσσερις ημέρες. Μην ξεχνιόμαστε).
Χαιρετίσματα από τη Μαύρη Θάλασσα.
Έχω σχεδόν μια βδομάδα να γράψω, φοβάμαι ότι το κείμενο θα μου βγει... τόμος εγκυκλοπαίδειας, οπότε αρχίζω και μάλλον θα το ανεβάσω σε... δόσεις, όχι -πολύ- μεγαλύτερες των χιλίων λέξεων, για να μη σας μπαφιάσω.
Μετράω τρεις εβδομάδες στην Ουκρανία, είδα κομμάτια του Λβιβ, του Κιέβου και της Οδησσού που δεν είδα το 2011 και το 2012, όμως απόψε είναι η πρώτη φορά που θα βρεθώ σε “καινούργια” πόλη για πρώτη φορά, “κάποια” Πολτάβα, πέντε ώρες με το -δικό μου, το αργό, το απλό- τρένο από το Κίεβο. Η αρχική ιδέα μου ήταν να επιστρέψω σε όλα τα μέρη που πέρασα χρόνο το 2012, όμως από τη στιγμή που δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να βγάλω βίζα για την Κριμαία, και το πέρασμα των “συνόρων” για να φθάσω στο Ντόνετσκ είναι... “υπερβολικά μπελαλίδικο” (πρακτικά εφικτό, αλλά με τόσα ρίσκα, που το καθιστούν -για μένα- ανόητο), σκέφτηκα να πάω και σε μία πόλη για πρώτη φορά. Την Κυριακή η τοπική Βόρσκλα παίζει εντός , η Πολτάβα είναι... στον δρόμο για το Χάρκοβο, στο οποίο δεν μπορώ να μην πάω, οπότε...
Σχόλια-εντυπώσεις από Κίεβο, στο οποίο πέρασα τις πέντε τελευταίες ημέρες...
Κάνοντας βόλτα, η διαφήμιση που βλέπεις σε μεγάλες ταμπέλες στους δρόμους περισσότερες φορές από οποιαδήποτε άλλη, είναι του ουκρανικού στρατού. Προσλαμβάνουν κόσμο. Έχουν φωτογραφίες στρατιωτών που φαίνονται πολύ περήφανοι που υπηρετούν την πατρίδα τους, παράλληλα όμως, σε πολύ ευδιάκριτο σημείο των “πόστερ”, διαβάζει κανείς για το “εγγυημένο και ικανοποιητικό συμβόλαιο” που συνοδεύει κάθε πρόσληψη. Χθες διάβασα κάπου ότι 45.000 άτομα που στρατολογήθηκαν όταν ξέσπασε η κρίση στην ανατολική Ουκρανία, επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ήταν απλοί πολίτες, οι οποίοι προφανώς δεν μπορούσαν να μείνουν στον στρατό για... πάντα. Τους έδωσαν κάτι... αναμνηστικά σαν “ευχαριστούμε” για τις υπηρεσίες τους. Στόχος της ουκρανικής Κυβέρνησης είναι να προσληφθούν τουλάχιστον 15.000 άτομα, άνδρες και γυναίκες. Η πόρτα είναι ανοικτή σε όλους.
Το Κίεβο είναι γεμάτο από... πολύ, ΠΟΛΥ όμως, βαρβάτους άντρακλες(...), που πρέπει να έχουν τεράστιο “μόριο”(!), κάτι που φροντίζουν να επιδείξουν με τη συμπεριφορά τους κρατώντας τιμόνι τεράστιου SUV, γκαζώνοντας σαν να είναι οδηγοί αγώνα ταχύτητας, από ένα φανάρι μέχρι το επόμενο. Ειλικρινά, υπάρχουν φορές που τους βλέπω και χασκογελάω, υπάρχουν και φορές που τσατίζομαι. Η απόσταση ανάμεσα σε δύο φανάρια μπορεί να είναι ακόμα και... εκατό μέρα, όμως με το που ανάβει πράσινο, το “σανιδώνουν”, έστω κι αν ξέρουν -προφανώς- ότι μετά από 3-4 δευτερόλεπτα ανείπωτης ηδονής θα πρέπει να φρενάρουν απότομα, μια και το επόμενο φανάρι παραμένει κόκκινο. Τα περισσότερα από αυτά τα αυτοκίνητα-θωρηκτά έχουν φιμέ τζάμια. Πώς μπορώ να είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για άνδρες οδηγούς και όχι γυναίκες; Απλά... δεν μπορώ να φανταστώ γυναίκα οδηγό να συμπεριφέρεται έτσι. Έχω δει, και μάλιστα πολλές, να οδηγούν αντίστοιχα τεράστια αυτοκίνητα (ένα... ζητηματάκι με το παρκάρισμα και το ξεπαρκάρισμα το έχουν), όμως... όχι, δεν μπορώ να φανταστώ γυναίκα να κάνει σπριντ από ένα φανάρι σε άλλο. Τη συγκεκριμένη... εξυπνάδα (για να μην χρησιμοποιήσω άλλη λέξη) την θεωρώ ανδρική αποκλειστικότητα...
Το 2011 και το 2012 πρόσεξα ότι πολλά-πολλά-πολλά “πράγματα” ήταν βαμμένα μπλε και κίτρινα, τα χρώματα της ουκρανικής σημαίας. Μπορεί να ήταν... οτιδήποτε, κάγκελα, κολόνες, παγκάκια, κάδοι, τοίχοι, σκαλοπάτια, παρτέρια, η λίστα ήταν... πάπυρος, ατελείωτη. Φέτος όμως βλέπω ότι οι Ουκρανοί “το έχουν τερματίσει”. Με έχω πιάσει μια ντουζίνα φορές να γελάω αυθόρμητα με το τι βλέπω βαμμένο μπλε και κίτρινο, κι αυτόματα να προσπαθώ να περιορίσω το γέλιο μου, επειδή περνάει και κόσμος από δίπλα, και δεν είναι ο ορισμός της διακριτικότητας και του σεβασμού να γελάς βλέποντας κάτι βαμμένο στα χρώματα της σημαίας της χώρας στην οποία βρίσκεσαι (όχι ότι οι γύρω μου μπορούν να είναι βέβαιοι γιατί ακριβώς γελάω σαν χάχας). Το αγαπημένο μου, ΤΟ αγαπημένο μου, έβαψαν ακόμα και το αστέρι που κοσμεί την κορυφή ενός εντυπωσιακού κτηρίου πάνω στον κεντρικό δρόμο, εκατό μέτρα από την Πλατεία Ανεξαρτησίας. Μου έκανε ΤΟΣΗ εντύπωση αφενός επειδή πρόκειται για λατρεμένο μου κτήριο, από αυτά που δεν χορταίνω να χαζεύω, κι αφετέρου επειδή... ακόμα κι ένα παιδάκι θα μπορούσε να βάψει ένα παγκάκι, αλλά το συγκεκριμένο αστέρι, εκεί ψηλά, κάποιος πρέπει να αφιέρωσε πολύ κόπο για να το φθάσει και να το βάψει. Του βγάζω το καπέλο...
Κάτι άλλο που πρόσεξα είναι ότι φέτος “λείπουν” ακόμα περισσότερα αγάλματα από το 2012. Εννοώ ότι βλέπεις πολλά... βάθρα, αν αυτή είναι η σωστή λέξη, πάνω στα οποία ΠΡΟΦΑΝΩΣ κάποτε υπήρχε ένα άγαλμα, και μάλιστα μεγάλο (κρίνοντας από το μέγεθος του βάθρου), βάθρα όμως από τα οποία έχουν πλέον αφαιρεθεί τα αγάλματα, κι έχουν... μπογιατιστεί οι επιγραφές στο μπροστά μέρος τους, έτσι ώστε αυτό που κάποτε αναγραφόταν εκεί, να είναι πλέον αδύνατο να διαβαστεί.
Κάτι αντίστοιχο με έκανε -ξανά- να χασκογελάσω στην Οδησσό, τη μέρα που πήγα βόλτα σε τρία... αρχαία στάδια. Σε ένα από αυτά, οι δύο από τους τέσσερις περιφερειακούς τοίχους του ήταν γεμάτοι από... σκαλιστά αστέρια, με “κάτι” γραμμένο από κάτω. Τα σκαλιστά που ήταν σε χαμηλό ύψος, ήταν επίσης μπογιατισμένα και φθαρμένα, τόσο που δεν μπορούσα να διακρίνω τι έγραφε κάποτε εκεί. Ακριβώς από πάνω όμως, σε ύψος απίθανο να φθάσει κανείς χωρίς σκάλα, υπήρχε δεύτερη σειρά ολόιδιων σκαλιστών. Εκεί οι επιγραφές ήταν άθικτες. “CCCP” . Αυτό που -οι κάπως παλιότεροι- μάθαμε σαν “ΕΣΣΔ”, Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (θεωρώ δεδομένο ότι οι περισσότεροι το ξέρετε, αλλά μπορεί να διαβάζει και κανένας 20άρης που τα περί Σοβιετικής Ένωσης να του φαίνονται... μεσαιωνική ιστορία).
Σχεδόν καθημερινά κουβεντιάζω με κόσμο που γνωρίζω σε χόστελ, κι η πιο ενδιαφέρουσα κουβέντα που είχα τις τελευταίες ημέρες ήταν με μία νεαρή Αγγλίδα που πέρασε τους τελευταίους μήνες στην Ουκρανία διδάσκοντας Αγγλικά σε πιτσιρίκια, για λογαριασμό μίας ΜΚΟ. Θα χρειαζόμουν ένα ξεχωριστό ποστ για να αναφερθώ σε όσα είπαμε περί Ουκρανίας, φαντάζομαι ότι για τους περισσότερους εξ υμών δεν θα είχαν τρελό ενδιαφέρον, όμως πρέπει να αναφέρω ΕΝΑ. Μιλούσε για το πόσο “ασαφές” είναι το τοπίο, φορολογικά, στην Ουκρανία. Συμφωνήσαμε ότι το ίδιο “ασαφές” είναι το πλαίσιο σε πολλούς τομείς, όχι μόνο στη φορολογία, κι εκεί μοιράστηκα την εμπειρία μου-παράδειγμα από τα τρία τρένα που έχω πάρει μέχρι στιγμής στην Ουκρανία -σε αυτό το ταξίδι, όχι γενικά. Το 2012 αγόρασα όλα τα εισιτήρια στο ίντερνετ, κι ήξερα ότι έπρεπε να πάω σε ειδική “κάσα” σε κάθε σταθμό, να παρουσιάσω το εκτυπωμένο από μένα “εισιτήριο”, και να μου δώσουν κανονικό εισιτήριο. Φέτος, στο Λβιβ-Κίεβο, οι υπεύθυνοι των βαγονιών (κάθε ένα έχει τον/την δικό/δική του), είχαν μηχανήματα με τα οποία σκάναραν τα εκτυπωμένα από τους επιβάτες εισιτήρια, δεν χρειαζόταν να πάμε σε “κάσα” και να τα ανταλλάξουμε με κανονικά εισιτήρια. Στο Κίεβο-Οδησσός λίγο έλειψε να χάσω το τρένο, επειδή η υπεύθυνη του βαγονιού “μου” δεν είχε τέτοιο μηχάνημα, κανείς συνάδελφός της δεν είχε, κι έπρεπε την τελευταία στιγμή να τρέξω σε “κάσα” για να μου δώσουν “κανονικό” εισιτήριο. Στο δε Οδησσός-Κίεβο, στον σταθμό επέμεναν ότι δεν χρειαζόταν να ανταλλάξω το εκτυπωμένο με κανονικό εισιτήριο. Όντως. Έδειξα το εκτυπωμένο, και επιβιβάστηκα. Ούτε καν μηχάνημα για να σκανάρουν τον κωδικό είχαν. Επιπλέον, στην πόρτα του βαγονιού “μου” είδα ότι κάποιοι επιβάτες δεν είχαν καν εκτυπώσει το εισιτήριό τους, έδειχναν στην υπεύθυνη απλά την οθόνη του κινητού τους (όπως θα έπρεπε να συμβαίνει, με δεδομένο ότι είμαστε στο 20-&*%$#-16 -κεκαλυμμένο μπινελίκι είναι όλο εκείνο στη μέση του 2016). Τρεις επιβιβάσεις σε τρία τρένα της ίδιας -και μοναδικής- εταιρείας στην ίδια χώρα, τρένα ΙΔΙΑΣ κατηγορίας, τρεις διαφορετικοί τρόποι επιβίβασης... Ένα μικρό αλλά, εκτιμώ, ΠΟΛΥ χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο... ασαφείς είναι οι κανόνες σε αμέτρητους τομείς στην Ουκρανία...
Προχθές το βράδυ, ελλείψει διαθέσιμου ποδοσφαιρικού αγώνα, πήρα την... αθλητική τζούρα μου στο μεγαλύτερο κλειστό γήπεδο του Κιέβου, δίπλα στο Ολυμπιακό Στάδιο, παρακολουθώντας τον τρίτο τελικό των πλέι-οφ του ουκρανικού πρωταθλήματος χόκεϊ(!). Μπήκε έτσι η Ουκρανία στην φτωχή λίστα μου των χωρών στις οποίες έχω παρακολουθήσει χόκεϊ, μαζί με την Τσεχία και τη Λετονία. Με τα φθηνότερα εισιτήρια στα 30 χρίβνια, ένα ευρώ, και με εγγυημένο απολαυστικό people-watching, δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσω. Κι όντως, τελικά, δεν χανόταν...
Το ότι η... ατμόσφαιρα ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη στα οκτώ ποδοσφαιρικά παιχνίδια που παρακολούθησα τις τρεις τελευταίες εβδομάδες στην Ουκρανία, έκανε μπαμ πριν ακόμα ανοίξουν οι πόρτες. Ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός. Ναι μεν υπήρχαν ζευγαράκια, ανδροπαρέες, γυναικοπαρέες, κόσμος που πηγαίνει και σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, ΟΜΩΣ, έλειπαν τα... “μπερδεμένα”, που θα έλεγε ο Άγγελος Αναστασιάδης (πρώην προπονητής του ΠΑΟΚ), έφηβοι και τύποι που μόλις έκλεισαν τα 20, με ξυρισμένα κεφάλια, ντυμένοι ολοκληρωτικά στα μαύρα, με κουκούλες, “γκρουπ” που σκάει μύτη, συνήθως μαζικά, σε ποδοσφαιρικούς αγώνες στην Ουκρανία.
Αντίθετα, ΗΤΑΝ εκεί πολλοί άνδρες στα 40 τους, στα 50, στα 60, με τις trophy-wives τους (ή απλά girlfriends, ποιος ξέρει), 20χρονα μοντέλα (κοπέλες τόσο όμορφες και περιποιημένες που άνετα θα μπορούσαν να φιγουράρουν σε σελίδες περιοδικών μόδας), κόσμος που έφθασε στο γήπεδο μέσα σε εκείνα τα γιγαντιαία SUV που ανέφερα και χθες, τα οποία πάρκαραν όχι... ό,που να'ναι, αλλά ακριβώς μπροστά στην κεντρική πύλη του γηπέδου (για να μην περπατήσουν και πολύ και κουραστούν). Η ατμόσφαιρα-εικόνα ήταν... κινηματογραφική, μου θύμισε αμερικάνικες ταινίες που μαφιόζοι πηγαίνουν σε αγώνα μποξ. Όταν άνοιξαν οι πόρτες, οι “βαρόνοι” (μαφιοζόφατσες πολλοί εξ αυτών) με τις συνοδούς τους μπήκαν στο γήπεδο, αφήνοντας πίσω τους μία... θάλασσα SUV, δίπλα στο κάθε ένα από τα οποία στέκονταν εύσωμοι τύποι, προφανώς οι οδηγοί-σωματοφύλακες των ιδιοκτητών των αυτοκινήτων.
Εντός του γηπέδου, η ατμόσφαιρα ήταν επίσης “κινηματογραφική”, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ήταν... μίνι ταξίδι πίσω στον χρόνο, αλλά με ταξιδιώτες του 2016. Εννοώ ότι όσοι ήμασταν μέσα ήμασταν ντυμένοι σαν ζώντες το 2016, όμως το γήπεδο είναι... old-school, παλιό, κάποιες σειρές θέσεων είναι ξύλινες, σαν σχολική αίθουσα του δημοτικού σχολείου μου, οι θέσεις των “επισήμων” έμοιαζαν θεαματικά παρόμοιες με καναπέδες που είχαν οι δικοί μου στο σπίτι μας αρχές δεκαετίας του '80, ο “πίνακας” πίσω από το ένα “πέταλο” του γηπέδου είναι από εκείνους που πρέπει να “δουλεύονται” χειροκίνητα (υπάρχει ΚΑΙ ηλεκτρονικός, ψηλά, στο κέντρο του αγωνιστικού χώρου), ενώ η μουσική... Αααααχ... Η μουσική...
Whitesnake, Def Leppard, Europe, Alice Cooper, μουσική που άκουγα τελειώνοντας το δημοτικό και αρχίζοντας το γυμνάσιο, πριν από πολλά(-πολλά-πολλά) χρόνια...
Για το παιχνίδι αυτό καθεαυτό, αναφέρω μόνο ότι επιτέλους είδα γκολ!! Γκολ υπήρχαν και στα δύο προηγούμενα παιχνίδια που είδα στην Πράγα και στη Ρίγα, όμως δεν θυμάμαι να “πρόλαβα” κάποιο εξ αυτών, πάντα... τελευταίος καταλάβαινα ότι είχε μπει γκολ, επειδή... (τι ντροπή...) δεν μπορώ να διακρίνω το καταραμένο το “πακ”, την “μπάλα” του χόκεϊ! Η δικαιολογία μου είναι ότι είναι μικροσκοπικό, και ναι μεν είναι μαύρο πάνω σε λευκό “γήπεδο” (ο πάγος), όμως, ΟΜΩΣ, ο αγωνιστικός χώρος έχει πολλές διαφημίσεις, και οι παίκτες φοράνε σκούρα παντελόνια, οπότε ένα μικροσκοπικό μαύρο “πράγμα” χάνεται, δεν το προλαβαίνεις, ειδικά αν είναι κρυμμένο ανάμεσα σε ένα μπουλούκι παικτών. Προχθές, ΕΙΔΑ ένα από τα τρία γκολ, και νοερά χτύπησα επιδοκιμαστικά τον ώμο μου για την “επιτυχία” μου...
Εξωαγωνιστικά, είτε το πιστεύετε είτε όχι, προχθές είδα την πιο καλά οργανωμένη κερκίδα που έχω δει στην Ουκρανία. Οι γηπεδούχοι “Στρατηγοί του Κιέβου”, φιλοξένησαν την “Ντονμπάς”, ομάδα από το Ντόνετσκ, η οποία είχε την υποστήριξη περίπου 150 οπαδών της, ο μέσος όρος ηλικίας των οποίων... άντε να ήταν 17 ετών. Το ακόμα “καλύτερο” είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι οπαδοί της Ντονμπάς, όλες ντυμένες με εκείνες τις τεράστιες φανέλες που φοράνε οι παίκτες στο χόκεϊ (ναι, ντυμένΕΣ, όχι ντιμένΟΙ), ήταν κοπέλες!! Στα τρία 20λεπτα που διαρκεί ένα παιχνίδι χόκεϊ, οι κοπελιές τα έδωσαν όλα, πραγματικά δεν σταμάτησαν να φωνάζουν συνθήματα, και, ΤΟ κλου, τα περισσότερα συνθήματα τα κραύγαζαν χοροπηδώντας!! Τέτοιο πάθος και τέτοια... αρμονία (στο πόσο πιστά ακολουθούσαν όλες/όλοι τα παραγγέλματα του οργανωτή της κερκίδας) δεν έχω δει σε οκτώ ποδοσφαιρικούς αγώνες στην Ουκρανία φέτος...
Κατά τα άλλα, κάτι που με έκανε να χασκογελάσω (κάτι που μάλλον κάνω αρκετά στην Ουκρανία, για πολλούς διαφορετικούς λόγους), ήταν οι οκτώ cheerleaders των “Στρατηγών”. Στην Πράγα, οι κοπέλες είχαν δική τους “σκηνή” σε ένα πέταλο των κερκίδων. Στη Ρίγα, χόρευαν στα λίγα μέτρα μεταξύ του αγωνιστικού χώρου και των κερκίδων. Προχθές, οι οκτώ κοπέλες, φορώντας πολύ-πολύ λίγα, έκαναν το σόου τους κατά τη διάρκεια του αγώνα (κάθε φορά που υπήρχε διακοπή και έπαιζαν δυνατά μουσική από τα ηχεία) στα σκαλοπάτια των κερκίδων, ελλείψει άλλου χώρου.
Εκείνο που έκανε το... θέαμα “αξέχαστο”, ήταν ο συνδυασμός χορογραφίες-απόσταση από τους θεατές, για την ακρίβεια... μη ύπαρξη απόστασης από τους θεατές, μια και τα σκαλοπάτια είναι στενά, κι όταν οι κοπέλες λικνίζονταν, το έκαναν με τους πλησιέστερους θεατές τόσο κοντά που από την ανάσα τους οι κοπέλες μπορούσαν να μαντέψουν τι είχαν φάει πριν από λίγο.
Πώς λικνίζονταν; Πώς να το περιγράψω -διακριτικά; Σκεφτείτε... lap dance σε στριπτιτζάδικο (πιο διακριτικά δεν μπορώ να το περιγράψω). Επαναλαμβάνω, σε -μη- απόσταση αναπνοής από τους θεατές. Κρίνοντας από το πόσο... απολάμβαναν κάποιοι τα χορευτικά των κοριτσιών, υποπτεύομαι ότι πήγαν στο γήπεδο πρώτα για αυτό, και μετά για οτιδήποτε άλλο...
Όχι ότι ξαφνιάστηκα τρελά από τις χορογραφίες... Σε όσες χώρες έχω δει cheerleaders, σε αγώνες διαφόρων αθλημάτων, η περιβολή είναι πάντα... ξέρετε, και οι χορογραφίες είναι πάντα... ξέρετε. Προχθές όμως, εκείνο που έβγαζε μάτι ήταν το πόσο κοντά ήταν οι κοπέλες στους θεατές. Επιπλέον, γενικότερα το θέμα της “πρόκλησης” μέσω της γλώσσας του σώματος, στην Ουκρανία (βασικά... στη Ρωσία, αλλά οτιδήποτε συμβαίνει στη Ρωσία φαίνεται να βρίσκει πιστή εφαρμογή και στην Ουκρανία), το έχουν ανεβάσει σε... άλλο επίπεδο.
Καλύτερο παράδειγμα είναι τα βίντεο κλιπ της ρωσικής ποπ μουσικής, η οποία φαίνεται να παραμένει το πιο δημοφιλές είδος μουσικής στην Ουκρανία, παρά τις τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών. Το συγκεκριμένο με τα βίντεο κλιπ με άφησε άναυδο και το 2012, την πρώτη φορά που πέρασα χρόνο χαζεύοντας (και σκουπίζοντας το πηγούνι μου από τα σάλια) μουσικά κλιπ στην τηλεόραση στην Ουκρανία. Τι να πρωτοθυμηθώ;...
Πάμπολλα από τα κλιπ που παίζονται σε μουσικά κανάλια, είναι, θα το γράψω χωρίς, ειλικρινά, να νιώθω ότι απέχω πολύ από την πραγματικότητα, μικρού μήκους ταινίες σοφτ πορνό(!). Έχω δει κλιπ με τις τραγουδίστριες γυμνές, σε ημισκοτεινούς χώρους, στους οποίους διαγραφόταν η σιλουέτα τους, αλλά δεν φαινόντουσαν τα “επίμαχα” σημεία”. Σε άλλο βίντεο κλιπ η τραγουδίστρια είναι ολόγυμνη σε σάουνα, κι απλά αλλοιώνεται η εικόνα στο στήθος και στο... σημείο ψηλά, ανάμεσα στα πόδια της, κάθε φορά που τα ανοίγει. Σε άλλο, η τραγουδίστρια, φορώντας ελαχιστότερα κι από ελάχιστα, φαίνεται να τρώει με τα μάτια της μια ντουζίνα πολύ γυμνασμένους άνδρες, και κάποια στιγμή να χύνει κάποιος πάνω της ολόκληρη... καρδάρα γάλα, εννοώ... μεγάλες σταγόνες, λευκές, και... ο νοών νοείτω. Κι όλα αυτά, σε κλιπ που μπορεί ακόμα και παιδί να δει μέρα μεσημέρι.
Η “πλάκα” είναι ότι όταν ρώτησα κοπέλα που με φιλοξένησε στο Χάρκοβο το 2012 για το πώς της φαίνονταν τα κλιπ, για την ώρα που παίζονταν, για το γυμνό, για τα υπονοούμενα, η αντίδρασή της ήταν ένα, “τι εννοείς;” Τόσο μα ΤΟΣΟ φυσιολογικό τής φαινόταν, που ούτε καν περνούσε από το μυαλό της ότι μπορεί σε κάποιον -ξένο, όχι όμως από τη Ρωσία- τέτοια κλιπ μέρα μεσημέρι να φαντάζουν... “seriously?! SERIOUSLY?!”
(Είμαι ήδη στην Πολτάβα, για την οποία θα είναι το επόμενο κείμενο, έχοντας ολοκληρώσει -για την ώρα- με τις εντυπώσεις από Κίεβο -και μουσικά κανάλια που βλέπει κανείς στην ουκρανική τηλεόραση).
Κάτι που δεν έχω αναφέρει πάνω από τρεις εβδομάδες τώρα, όσο είμαι στην Ουκρανία, είναι ότι η ατμόσφαιρα στα χόστελ εδώ, έχει τόση σχέση με εκείνη στα χόστελ που έμεινα στην Πολωνία, όση η... Άντζελα Δημητρίου με την πυρηνική φυσική (για να μην κάνω τον έξυπνο, και το δικό μου όνομα να έβαζα αντί της κυρίας Δημητρίου, το ίδιο θα έκανε).
Στην Πολωνία, τα δέκα χόστελ στα οποία έμεινα, ήταν χόστελ... χόστελ, έτσι όπως τα έχετε συνηθίσει εσείς που τα προτιμάτε στα ταξίδια σας στο εξωτερικό. Εννοώ, ήταν καταλύματα στα οποία βρήκα άλλους ταξιδιώτες, αρκετούς “Δυτικούς”, ακόμα και Λατινοαμερικάνους, τουρίστες.
Στην Ουκρανία, το χόστελ στο οποίο έμεινα τρία βράδια στην Πολτάβα, ήταν το έκτο τις τελευταίες τρεις -και κάτι- εβδομάδες, έκτο -επαναλαμβάνω, στα έξι- χόστελ στο οποίο οι “τουρίστες” ήμασταν ισχνή μειοψηφία, με συντριπτική πλειοψηφία τούς Ουκρανούς που μένουν εκεί για πολύ καιρό (βδομάδες, αν όχι μήνες), και κάποιους ξένους που επίσης έχουν κάνει το κάθε χόστελ... σπίτι τους, ζώντας, ο καθένας για τους λόγους του, στο Λβιβ, στο Κίεβο, στην Οδησσό, στην Πολτάβα.
Στο συγκεκριμένο, εκτός από μένα, τουρίστας ήταν κι ένας Ασιάτης. Τα άλλα 12-13 άτομα που είδα εκεί (είμαι ήδη στο Χάρκοβο) αυτές τις τρεις ημέρες, ανήκαν στις δύο κατηγορίες που προανέφερα, των long-term residents.
Τα αναφέρω όλα αυτά επειδή από τις περίπου 60 ώρες που πέρασα στην Πολτάβα, εκείνο που θα μου μείνει περισσότερο (εκτός από το παιχνίδι που είδα εκεί, το οποίο ήταν “ξεχωριστό” για δύο λόγους), είναι οι κουβέντες που είχα με δύο Άγγλους που μένουν εκεί καιρό τώρα. Όχι ότι η πόλη με απογοήτευσε... Κάθε άλλο. Εντυπωσιακό κεντρικό πάρκο/πλατεία (τεράστιος πράσινος “κύκλος” με οκτώ δρόμους να απλώνονται ακτινωτά γύρω του), όμορφος κεντρικός πεζόδρομος, ενδιαφέροντα κτήρια, αρκετά μικρά “ζεστά” πάρκα, κάποια μάλιστα σε ρόλο νησίδων μεταξύ αντίθετων ρευμάτων κυκλοφορίας αυτοκινήτων, πανοραμική θέα από “μπαλκόνι” από το οποίο έχεις “πιάτο” το “κάτω” μέρος της πόλης, και, last but most certainly not least, πανέμορφος κόσμος...
Από τη μέρα που ήρθα στην Ουκρανία απέφυγα να αναφερθώ στο του γυναικείου φύλλου, κυρίως επειδή μου φαίνεται ότι έχει καταντήσει κλισέ να διαβάζει κανείς για τις γυναίκες στην Ουκρανία (μπορεί φυσικά να είναι απλά εντύπωσή μου). Το ποσοστό των πανέμορφων γυναικών όμως στην Πολτάβα ήταν τέτοιο, που μου έκανε εντύπωση ακόμα και για τα ουκρανικά δεδομένα(!). Για να το θέσω αθλητικά, όχι όμως ποδοσφαιρικά, αλλά μπασκετικά, η Πολτάβα είναι σαν τον MVP ενός All-Star Game. Εξ ορισμού, είναι το παιχνίδι με τα μεγαλύτερα αστέρια του πρωταθλήματος μίας χώρας. Αν κερδίζεις τον τίτλο του Πολυτιμότερου Παίκτη σε έναν αγώνα που ΟΛΟΙ είναι ήδη αστέρια, δικαιούσαι μία ειδική αναφορά λίγων γραμμών σε αυτό το κείμενο...
Άρχισα λοιπόν να γράφω για τους δύο Άγγλους, οι οποίοι, ο καθένας για πολύ διαφορετικούς λόγους, θα μου μείνουν στη μνήμη. Τον έναν ελπίζω να τον μιμηθώ, τον άλλον αναρωτιέμαι αν θα τον μιμηθώ αν με κάποιον... μαγικό τρόπο βρεθώ στην θέση του...
Ο ένας είναι 61 ετών, πατέρας τριών μεγάλων -πλέον- παιδιών, χωρισμένος, ο οποίος μόλις πριν από λίγους μήνες ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τη διδασκαλία Αγγλικών, κι έχει εγκατασταθεί στην Πολτάβα αφενός επειδή του αρέσουν οι χαμηλοί ρυθμοί της ζωής εκεί, αφετέρου επειδή “πολιορκεί” μία ντόπια κυρία, με καλό σκοπό, για να την... αποκαταστήσει.
Όπως είπα και σ' εκείνον, μακάρι να είχα τη ΜΙΣΗ διάθεσή του για ζωή. Είναι 61, πρόσφατα ασχολήθηκε επαγγελματικά με κάτι για πρώτη φορά στη ζωή του (κάτι που λέει πράγματα για τη νοοτροπία κάποιου όταν συμβαίνει σε ΤΕΤΟΙΑ ηλικία), κυνηγάει με υπομονή και επιμονή μία γυναίκα, και φαίνεται να βρίσκει ευχαρίστηση στα απλά πράγματα, σε ένα καλό πρωινό, σε ένα παραγωγικό δίωρο στην δουλειά, σε ένα απογευματινό τσάι χαζεύοντας τα νέα στον υπολογιστή του, σε ένα δείπνο με την “καλή” του (ή εκείνη που θέλει κάποια στιγμή να γίνει η “καλή” του). Κάνει δε σχέδια για το μέλλον.
Εγώ είμαι 40, εργασιακά άκαμπτος (όχι επειδή θα έλεγα όχι στο να δοκιμάσω κάτι άλλο πέρα από τη δημοσιογραφία, αλλά επειδή με θεωρώ ανίκανο να κάνω οτιδήποτε άλλο), με εξανεμισμένη την όρεξη για ζωή (νόμιζα ότι κάνοντας αυτό το ταξίδι σε χώρες που πέρασα σπουδαία πριν από τέσσερα χρόνια θα με... ταρακουνούσα, θα με “ξυπνούσα”, αλλά... το κόλπο έπιασε σε πολύ μικρό βαθμό), αισθάνομαι ότι από πολλές απόψεις η ζωή μου έχει τελειώσει, κι από σχέδια... Το μόνο σχέδιο που κάνω είναι εντελώς σκοτεινό, και το μελετάω κυρίως όταν είμαι στο Κίεβο, σε σταθμό του μετρό, όπως στέκομαι ακριβώς πάνω στην κίτρινη γραμμή, και βλέπω κάποιον συρμό να έρχεται με ταχύτητα(...).
Ο άλλος Άγγλος είναι λίγο μεγαλύτερος από μένα, και περνάει πάρα πολύ καιρό στην Πολτάβα όχι επειδή του αρέσει ιδιαίτερα η πόλη, αλλά επειδή εκεί ζει η Ουκρανή πρώην γυναίκα του (που σύντομα ξαναπαντρεύεται. Για κάποιον λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι που πιάνουμε κουβέντα, σύντομα αρχίζουν να μου λένε πολύ προσωπικά τους πράγματα) με την πεντάχρονη κορούλα τους. Απόλυτη προτεραιότητα στη ζωή του είναι να περνάει χρόνο με την κόρη του, κάτι που αν ήταν άλλος δεν θα μου προκαλούσε μεγάλη έκπληξη, όμως ο συγκεκριμένος παραδέχθηκε ότι μέχρι τη στιγμή που έγινε πατέρας ήταν γενικά εγωιστής και δεν έβαζε κανενός άλλου τις προτεραιότητες και τις ανάγκες πάνω από τις δικές του (πολύ γνώριμά μου χαρακτηριστικά), κάτι που άλλαξε ΤΕΛΕΙΩΣ όταν ήρθε στον κόσμο η κόρη του, για την οποία, αφού χώρισε με τη σύζυγό του, και χώρα άλλαξε (στην Αυστραλία γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν), και πόλη άλλαξε (στο Κίεβο εγκαταστάθηκε αρχικά στην Ουκρανία, αλλά σύντομα άρχισε να περνάει τον περισσότερο χρόνο του στην Πολτάβα. Η δουλειά του είναι τέτοια που του το επιτρέπει).
Επαναλαμβάνω πως το ότι από τον χρόνο που πέρασα στην Πολτάβα θα μου μείνουν περισσότερο οι eye-opening κουβέντες μου με τους δύο Άγγλους στο χόστελ, δεν αποτελεί μομφή κατά της πόλης. Απλά... δεν μου ταρακούνησε τον κόσμο. Όχι ότι πήγα με τέτοια προσδοκία. Είδα αυτά που περίμενα, ξαφνιάστηκα ευχάριστα από το ασύλληπτο ποσοστό των όμορφων γυναικών, και... μέχρι εκεί.
Όσο για το παιχνίδι που είδα εκεί, για δύο λόγους “έγραψε ιστορία”. Από τους 230-235 αγώνες που έχω δει εκτός Ελλάδας, πολλούς τους είδα χωρίς να πληρώσω εισιτήριο (είτε επειδή είχα διαπίστευση, πρόσκληση, είτε επειδή, πολύ απλά, δεν υπήρχε εισιτήριο -έχει συμβεί κι αυτό, κι όχι μόνο μια και δυο). Από εκείνους όμως στους οποίους ΠΛΗΡΩΣΑ εισιτήριο, ο αγώνας στην Πολτάβα ήταν εκείνος με ΤΟ φθηνότερο εισιτήριο. Στις 2 Απριλίου, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία της ημέρας, 15 χρίβνια ήταν 0.4979 ευρώ, λιγότερο από μισό, για αγώνα μάλιστα της “μεγάλης” κατηγορίας της Ουκρανίας, όχι μικρότερης.
Ο άλλος λόγος που καθιστά το Βόρσκλα-Σταλ “ιστορικό”, ήταν ότι μου έδωσε την ευκαιρία να επιβεβαιώσω το πόσο “σαλεμένος” είμαι. Το γήπεδο στην Πολτάβα είναι παλιό, ούτε η κεντρική κερκίδα έχει σκέπαστρο, κι οι θεατές είναι εκτεθειμένοι στα... στοιχεία της φύσης. Ο καιρός προχθές ήταν... μεθυσμένος, τα σύννεφα κινούνταν πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια του αγώνα τη μια στιγμή να έχουμε ήλιο (και να μουρμουρίζω επειδή είχα ξεχάσει τα γυαλιά στο χόστελ), την επόμενη συννεφιά, την επόμενη βροχή, ΚΑΙ, εδώ έγκειται το “ιστορικό” της υπόθεσης, μία φορά κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου και μία του δευτέρου, για πέντε λεπτά κάθε φορά, είχαμε ΚΑΙ χαλαζόπτωση(!!). Αυτό, ομολογώ, δε μου είχε τύχει ποτέ σε γήπεδο.
Για να μην δραματοποιώ την κατάσταση, οι “μπαλίτσες” χαλαζιού ήταν ακριβώς “μπαλίτσες”, δεν ήταν μεγάλες, δεν ήταν ότι... κινδύνεψαν ζωές, αλλά ακόμα και κάτι πολύ μικρό, όταν πέφτει από μεγάλο ύψος και σε βρίσκει σε ακάλυπτο δέρμα (μάγουλα), πονάει, και κάθε φορά που αυτό συνέβαινε, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν, “δεν πάω καλά, δεν πάω καλά, δεν πάω καλά” (εννοείται ότι αντί να προστατέψω τον εαυτό μου, εγώ επικεντρώθηκα στην προστασία των δύο φωτογραφικών μηχανών που είχα μαζί μου).
Το επόμενο κείμενο θα είναι για το Χάρκοβο, στο οποίο βρίσκομαι από χθες το μεσημέρι και θα μείνω μέχρι αύριο το απόγευμα. Το ΜΕΘεπόμενο κείμενο όμως δεν θα είναι για το Ντνιπροπετρόβσκ (στο οποίο θα μείνω πέντε μέρες, άρα θα έχω χρόνο να... ασχοληθώ μαζί του αργότερα σε άλλο κείμενο), αλλά θα είναι φωτογραφίες από το Κίεβο. Κάποιοι μπορεί να θυμάστε ότι τη μέρα που ανέβασα φωτογραφίες από την Πολωνία, έκανα σαν κακομαθημένο παιδάκι, παίρνοντας όρκο να μην ασχοληθώ ποτέ ξανά με το ανέβασμα φωτογραφιών εδώ, θεωρώντας το πολύ χρονοβόρο. Πριν από λίγες ημέρες όμως, πρόσεξα τις φωτογραφίες που ανέβασε o ThanasisU2 σε δική του ιστορία από την Πλατεία Ανεξαρτησίας (και τριγύρω) του Κιέβου, από 2014 και 2015, κι όπως έγραψα εκεί, νομίζω ότι για κάποιους θα έχει ενδιαφέρον να δουν πώς είναι σήμερα τα ίδια σημεία του Κιέβου, τι έχει απομείνει από τον χώρο που αποτέλεσε “καρδιά” του αγώνα χιλιάδων Ουκρανών να ξεφορτωθούν τον Γιανουκόβιτς. Έχω ήδη διαλέξει τις φωτογραφίες, κι απλά ελπίζω να βρω τον σωστό τρόπο να τις ανεβάσω, για να μην επαναλάβω τη γελοιότητα της προηγούμενης φοράς, αλλού να είναι οι φωτογραφίες (σε ένα “άλμπουμ”), κι αλλού οι κειμενολεζάντες (σε απλή ανάρτηση στην ιστορία).
Το κείμενο για το Χάρκοβο (στο οποίο συνέβη ένα ευτράπελο που θα με κάνει να γελάω ακόμα κι αν φθάσω τα 99), το αφήνω για αύριο, επειδή δεν μπορώ να μη σχολιάσω τα πολύ-πολύ ενδιαφέροντα που ανέφερε ο Vasileti στο δικό του σχόλιο, κι εκείνα που έγραψε στο λινκ που μου/μας έκανε πάσα.
Με την ευκαιρία, Vasileti, να σου “πω” ότι με έκανες να χαμογελάσω αρκετές φορές, “δένοντας” όσα έγραψες με εικόνες που έχω ακόμα φρέσκες στη μνήμη μου.
“Έχει πολλά ομορφόσογα, βλέπεις δηλαδή μια ολόκληρη οικογένεια εξαιρετικού DNA” . Η μία από τις δύο γεμάτες ημέρες που πέρασα στην Πολτάβα, ήταν Σάββατο, κι ο κόσμος βγήκε σεργιάνι στον κεντρικό πεζόδρομο. Οι χαμογελαστές φατσούλες έχουν να κάνουν με το ότι όπως περπατούσα και χάζευα τον κόσμο, η προσοχή μου ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στις... 45άρες-50άρες μάνες, και τις 20άρες-25άρες κόρες, για να μην “πω” και στις γιαγιάδες της οικογένειας. Κοιτούσα τις τρεις γενιές γυναικών κάθε οικογένειας, κι εκείνο που σκεφτόμουν ήταν, “έτσι εξηγείται” . Ακόμα και οι περισσότερες κυρίες άνω των 60 ήταν αφενός κομψές, αφετέρου με πανέμορφα χαρακτηριστικά, κάτι που όσο να 'ναι δικαιολογεί το πώς... βγήκαν οι κόρες και οι εγγονές τους.
“αυτό που κάνει ιδιαίτερη την ομορφιά τους είναι ότι πρόκειται για εργαζόμενες του μόχθου και της προσπάθειας για τα 100 δολάρια το μήνα, της πανεπιστημιακής μόρφωσης και της εξαιρετικής αγωγής και τρόπων συμπεριφοράς” . Το σχόλιο που εγώ έχω να “προσφέρω” στην... κουβέντα, δεν είναι για τις Ουκρανές, αλλά για τις Μολδαβές, οι οποίες σε αυτόν τον τομέα πρέπει να μοιάζουν ΠΟΛΥ στις Ουκρανές. Το 2011, την πρώτη φορά που πήγα στο Κισινάου, πέρασα αρκετή ώρα μιλώντας με Έλληνα, απίθανο τύπο, “γενικό υπεύθυνο” ελληνικού ρεστοράν σε τσίλικο -τότε- εμπορικό κέντρο της πόλης. Μου έλεγε για τη ζωή στο Κισινάου, και σύντομα, μοιραία, αναπόφευκτα, η κουβέντα πήγε στις γυναίκες. Τον θυμάμαι να μου λέει ότι οι κοπελίτσες που δούλευαν στο μαγαζί έβγαζαν ψίχουλα, αλλά στη δουλειά τους ήταν “σκυλιά”, με την καλή και μόνο με την καλή έννοια.
Τον θυμάμαι να μου λέει ότι οι κοπέλες πήγαιναν στην δουλειά στην ώρα τους, ήταν σούπερ υπεύθυνες, αξιόπιστες, φιλότιμες, και γενικά τιμούσαν με το πολύ-πολύ παραπάνω τα χρήματα που έβγαζαν, ακόμα κι αν είχαν σπουδάσει κάτι και προφανώς το να δουλεύουν σε ρεστοράν δεν ήταν το... όνειρό τους. Γενικά, όπως μου είπε, “αν γυναίκες διοικούσαν τη Μολδαβία, θα ήταν μία από τις καλύτερα οργανωμένες χώρες. Δυστυχώς τη διοικούν άνδρες”, τους οποίους ο ίδιος συνομιλητής μού περιέγραψε σαν... χαμένα τομάρια, ανεύθυνους, ασυνεπείς, με σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού. Για να καταλήξω, και για να επιστρέψω στις Ουκρανές, ναι, κι η δική μου διαπίστωση είναι ότι έχουν τρόπους, κάτι που έχω προσέξει περισσότερο στα τρένα που πήρα, παρατηρώντας (και λίγο μιλώντας) με κοπέλες που δεν ήταν... ρεσεψιονίστ χόστελ, που δεν ήταν “αναμενόμενο” να είναι ευγενικές, επειδή για εκείνες είμαι πελάτης.
Περί bitchy τρόπου με τον οποίο εξαργυρώνεται η ομορφιά των γυναικών (όχι τόσο) στην Ουκρανία και (πολύ περισσότερο) αλλού, από την πρώτη φορά που ήρθα στην Ουκρανία το 2011 έχω να λέω για το πόσο “κοπέλα της διπλανής πόρτας” συμπεριφορά έχουν ακόμα και κοπέλες στην Ουκρανία με ομορφιά που σε κάνει να ξεστομίζεις ένα αυθόρμητο “πωωωωω” και να μένεις με το στόμα ανοικτό (απόρροια του παρατεταμένου “ωωω”). Κουβεντιάζοντάς το με άλλους “Δυτικούς”, έχουμε καταλήξει στο ότι πέρα από ζήτημα τρόπων/ανατροφής, είναι και θέμα... πληθώρας πανέμορφων γυναικών. Εννοώ ότι φαντάζομαι πως μία πολύ όμορφη Ουκρανή, μία από τα εκατομμύρια σε αυτήν την χώρα, ξέρει ότι μόνο με τα χαρακτηριστικά της, το κορμί της, το σεξ απίλ της, δεν φθάνει για να... ξεχωρίζει. Οι άνδρες, οι οποίοι αριθμητικά πρέπει να είναι κατά πολύ λιγότεροι από τις γυναίκες στην Ουκρανία, έχουν τόσες... επιλογές, που εκτός από την εμφάνιση “τσεκάρουν” κι άλλα πράγματα (λες κι οι ίδιοι είναι λαβράκια), κι έτσι οι Ουκρανές φροντίζουν -στο μέτρο του δυνατού για την κάθε μία- να έχουν... όλο το πακέτο, την εμφάνιση ΚΑΙ τη συμπεριφορά.
“βιβλίο-δείπνο-υγιεινή” . Ξανά στα τρένα θα αναφερθώ, στα οποία παρατηρείς πολύ ενδιαφέροντα πράγματα σε κάθε χώρα. Πόσες και πόσες φορές αυτόν τον τελευταίο μήνα, όντας σε τρένο, ή στο μετρό στο Κίεβο, δεν σκέφτηκα, “χμ, κοίτα, διαβάζει βιβλίο”. Όχι ότι δεν έχουν “έξυπνα” κινητά, ότι δεν περνούν χρόνο στο... facebook και δεν ξέρω πού αλλού, αλλά... ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΒΙΒΛΙΑ, και το γράφω έτσι, με κεφαλαία, για να δείξω την έκπληξή μου, επειδή δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκα σε χώρα όπου ο κόσμος φαινόταν να είναι τόσο ένθερμος αναγνώστης (κυρίως οι γυναίκες, πολύ λιγότερο οι άνδρες).
Περί σχολές χορού και αισθησιακούς χορούς, το δικό μου σχόλιο είναι για τις σχολές στις οποίες γυναίκες πηγαίνουν για να μάθουν pole dancing. Αυτό που εγώ στην Ελλάδα είχα συνδέσει με στριπτιτζάδικο, στην Ουκρανία είναι αυτό, αλλά και πολλά-πολλά περισσότερα. Το συγκεκριμένο ζήτημα το κουβέντιασα με την κοπέλα που με φιλοξένησε αμέτρητες ημέρες στο Κίεβο κατά τη διάρκεια του Euro το 2012. Το σπίτι της ήταν κοντά στον Ποζνιάκι, έναν σταθμό του μετρό στην ανατολική πλευρά του ποταμού, στην... ΠΟΛΥ ανατολική πλευρά του ποταμού, μακριά από το κέντρο. Ακόμα κι εκεί, στο ισόγειο του κτηρίου της, υπήρχε σχολή pole dancing, το οποίο, όπως μου είπε, οι Ουκρανές το “δουλεύουν” αφενός επειδή θεωρείται εξαιρετική άσκηση για όλο το σώμα, αφετέρου επειδή θεωρούν -ειδικά οι παντρεμένες- ότι βοηθάει στο να κρατάει τον γάμο τους... “πιπεράτο”. Το βρίσκουν πολύ θηλυκό, αυξάνει ακόμα περισσότερο την αυτοπεποίθησή τους, την... παιχνιδιάρικη διάθεσή τους, και... προφανώς όλο αυτό βγαίνει εντός σπιτιού(...).
Περί “επίδειξης” και καταναλωτισμού στο Κίεβο, τα τελευταία τρία βράδια μου εκεί τα πέρασα σε χόστελ δίπλα στον Κλόβσκα, σταθμό του μετρό πολύ κεντρικό. Με αφορμή τη “μετακόμισή” μου, περπάτησα σε δρόμους που δεν είχα περπατήσει νωρίτερα. Στον κεντρικό της περιοχής, βλέπεις το ένα SUV μετά το άλλο, καβάλα στο πεζοδρόμιο, με “παρκαδόρους” να βοηθάνε στο παρκάρισμα. Από μαγαζιά, βλέπεις για παράδειγμα... το “Napule”, ναπολιτάνικο ρεστοράν, κι ακριβώς δίπλα ένα τεράστιο μαγαζί ονόματι “Good Wine”. Μπαρ, κλαμπ, και δωσ' του ακόμα περισσότερα SUV. Όλα αυτά τα αναφέρω επειδή στον συγκεκριμένο δρόμο είδα κάτι που με έκανε να χασκογελάσω. Υπάρχει κάπου στριμωγμένο ένα πλυντήριο αυτοκινήτων, ΚΙ ΑΥΤΟ ΑΚΟΜΑ, “πλυντήριο αυτοκινήτων VIP” λέγεται , για να είναι στο... πνεύμα της περιοχής.
Κάτι τελευταίο για τις Ουκρανές... Όσο ξαφνιάστηκα βλέποντας πόσες διαβάζουν βιβλία (σε τρένα, σε πάρκα), άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο ξαφνιάστηκα διαπιστώνοντας πόσο δημοφιλές παραμένει στην Ουκρανία, ακόμα και μεταξύ γυναικών μικρής ηλικίας, το πλέξιμο(!). Πιο “κουφή” περίπτωση, οι κοπέλες που δουλεύουν το χόστελ στην Πολτάβα. Έφθασα σχεδόν μεσάνυχτα, μου έδειξαν τα κατατόπια, μπήκα για ντουζ, πήγαν εκείνες στην κουζίνα, κι αφού τελείωσα από το ντουζ, είπα να πιω ένα τσάι και να ρίξω μια ματιά στο μέιλ μου και κάτι άλλα στο ίντερνετ. Τις βρήκα λοιπόν στην κουζίνα, να χαζεύουν, κυρίως να ακούνε, μία ταινία σε ένα κινητό, και παράλληλα να πλέκουν , και οι δύο . Ακόμα και σε τρένο(!) έχω δει να πλέκουν. Απίστευτο μου φάνηκε...
Και κάτι πραγματικά τελευταίο (για σήμερα τουλάχιστον) για τις Ουκρανές... Σχόλιο-παραδοχή κοπελιών στην Πολωνία, σε παρέα που βρέθηκα το 2011, την πρώτη φορά μου σε αυτές τις χώρες (τις είχα πάρει κυκλικά, Βουλγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία, Ουκρανία, Πολωνία, και πίσω στην Θεσσαλονίκη μέσω Γερμανίας, Τσεχίας, Σλοβακίας, Ουγγαρίας, Σερβίας). “Εμείς μπορεί να σκοντάψουμε ακόμα και σε αίθουσα αεροδρομίου φορώντας επίπεδα παπούτσια, μία Ουκρανή όμως δεν σκοντάφτει ούτε με ψηλά τακούνια σε παγωμένο λιθόστρωτο δρόμο”. I rest my case (για το πόσο αρμονικά “δένουν” στην περίπτωση των Ουκρανών τα φυσικά χαρακτηριστικά με την “χάρη” στο περπάτημα και γενικά στις κινήσεις).
Περιττό-ξεπεριττό, θέλω να “πω” κι ένα “ευχαριστώ” για τα σχόλια του τελευταίου διημέρου.
Αρχίζω με απάντηση στην ερώτηση του Γιώργου, και συνεχίζω -επιτέλους- με Χάρκοβο.
Διευκρινίζω ότι διανύω σχετικά αντικοινωνική περίοδο (δηλαδή μία... φυσιολογική για μένα περίοδο), αποφεύγοντας να περνάω χρόνο με κόσμο εκτός χόστελ, κι ακόμα και στα χόστελ συνήθως μιλάω με μη Ουκρανούς, όχι επειδή τους... σνομπάρω, αλλά επειδή τα Ουκρανικά/Ρωσικά μου είναι καταγέλαστα, και τα δικά τους Αγγλικά είναι κατά κανόνα ακόμη χειρότερα.
Το αναφέρω αυτό για να καταστήσω εκ των προτέρων σαφές ότι αυτόν τον μήνα είχα πολύ λίγη συναναστροφή με Ουκρανούς, κι οι όποιες εντυπώσεις μου από αυτούς αφορούν κυρίως το πώς τους έζησα το 2012, όταν ήμουν σε εντελώς διαφορετικό state of mind, και -παραδόξως- πού με έχανες πού με έβρισκες με παρέα ήμουν, συχνά με Ουκρανούς, με τους οποίους τα κουτσοκαταφέρναμε στα Αγγλικά.
Αν έκανα μία λίστα με χαρακτηρισμούς για το πώς βλέπω τους Ουκρανούς, στην κορυφή θα έβαζα (αναρωτιέμαι αν εσείς που έχετε έρθει εδώ συμφωνείτε μαζί μου, ειδικά οι... τακτικοί επισκέπτες) τη λέξη “γενναιόδωροι”(!). Δεν υπάρχει περίπτωση να μπω σε κουζίνα χόστελ την ώρα που Ουκρανοί τρώνε, και να μη μου προτείνουν, κάποιοι ακόμα και να επιμείνουν, να μοιραστούν μαζί μου εκείνο που είχαν μαγειρέψει.
Το δε 2012, “Δυτικοί” που έψαχναν κρεβάτια και δωμάτια στην Ουκρανία για τον μήνα του Euro, άρχισαν να παραπονιούνται σε διάφορα σάιτ στο ίντερνετ για τις πολύ υψηλές τιμές των καταλυμάτων στις τέσσερις πόλεις που θα φιλοξενούσαν αγώνες. Πριν ακόμα αρχίσει το Euro, “ξεφύτρωσαν” δύο τουλάχιστον σάιτ με πρωτοβουλία απλών Ουκρανών, σάιτ στιλ couchsurfing.com, μέσω των οποίων μπορούσε κανείς να βρει κόσμο να τον φιλοξενήσει στο Κίεβο, στο Λβιβ, στο Χάρκοβο, στο Ντόνετσκ.
Πάμπολλοι Ουκρανοί έγιναν μέλη εκείνων των νέων σάιτ, που “στήθηκαν” αποκλειστικά για τον μήνα του Euro, από απλό κόσμο που αισθανόταν άσχημα που ξένοι που ήθελαν να επισκεφτούν τη χώρα για να παρακολουθήσουν αγώνες, έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης (αν και τα πάντα είναι θέμα ζήτησης και προσφοράς, οπότε το “εκμετάλλευση” ίσως είναι άστοχο. Τέλος πάντων) από ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και χόστελ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον πατέρα (που δεν μιλούσε γρι Αγγλικά) και την κόρη του στο Λβιβ, που όχι απλά με φιλοξένησαν και τις δύο φορές που πήγα εκεί για να δω αγώνες, αλλά... σκεφτόντουσαν πριν από μένα για μένα, για τις μετακινήσεις μου, για το φαγητό μου, για τα ρούχα μου, τι, τι, πραγματικά τι να πρωτοθυμηθώ για τους συγκεκριμένους ανθρώπους, ειδικά τον μπαμπά, οι οποίοι τα λίγα που είχαν, τα μοιράστηκαν απλόχερα και δίχως να δέχονται “όχι” σαν απάντηση .
Κατά τα άλλα, από το λίγο που επικοινώνησα με Ουκρανούς φέτος, σε χόστελ, σε γήπεδα, και σε μία συνάντηση του couchsurfing στο Λβιβ, τους βρήκα... συνειδητοποιημένους. Νεαροί που σπουδάζουν, μου είπαν ότι ήδη ψάχνονται να φύγουν στο εξωτερικό με το που θα τελειώσουν τις σπουδές τους. Ιδιοκτήτες χόστελ “ψάχνονται” κι εκείνοι για να προσελκύσουν κόσμο που μέχρι τώρα δεν είχαν σαν target group, επειδή βλέπουν ότι το target group που περίμεναν να πολλαπλασιαστεί μετά το Euro του 2012, οι “Δυτικοί”, οι Ρώσοι, δεν έρχονται, και δύσκολα θα επιστρέψουν, τουλάχιστον τόσοι που να αποτελούν εγγύηση βιωσιμότητας των επιχειρήσεών τους. Έτσι, έχουν στραφεί στον ντόπιο ταξιδιώτη, και κυρίως όχι εκείνον που ταξιδεύει για αναψυχή, αλλά εκείνον που μετακινείται για δουλειά, για κάποιον συγκεκριμένο λόγο που δεν έχει να κάνει με διακοπές.
Τους βρίσκω ευγενικούς. Με εξαίρεση το Κίεβο, οι οδηγοί των αυτοκινήτων σταματούν στις διαβάσεις των πεζών, και δύο φορές μού έτυχε να σταματήσουν στη... μέση του δρόμου, για μένα, επειδή, κλασικά, έκανα να περάσω δρόμο από μη διάβαση πεζών, “χύμα”, και δύο φορές οδηγοί σταμάτησαν στα καλά καθούμενα, βλέποντάς με στη διπλή γραμμή στη μέση του δρόμου, κάνοντάς μου σήμα να περάσω(!). Συνήθως δε, οι Ουκρανοί που έχω συναντήσει σε χόστελ (και τις λίγες φορές που βγήκα έξω με παρέα), συστήνονται. Απλώνουν το χέρι, και λένε “I am (όνομα)”. Μπορεί να μην ξέρουν τίποτε άλλο να πουν στα Αγγλικά, αλλά συστήνονται, και φροντίζουν να σε κάνουν να αισθανθείς άνετα όταν είσαι στον ίδιο χώρο μαζί τους.
Σκέφτομαι αν υπάρχει κάτι που να με ενοχλεί στους Ουκρανούς... Δεν βρίσκω... Όπως και στην Πολωνία, βλέπεις ΠΟΛΥ κόσμο να πίνει... παντού, ακόμα και στον δρόμο, είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις κάποιον με τεράστιο μπουκάλι μπίρα στο χέρι και στο στόμα ενώ περπατάει, εικόνα που για κάποιον λόγο μού προκαλεί αποστροφή, όχι επειδή έχω κάτι εναντίον του αλκοόλ, αλλά επειδή θεωρώ ότι για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και τόπος, και ο δρόμος δεν μπορώ να δεχτώ ότι είναι ο κατάλληλος χώρος για να πίνει κανείς “για την πλάκα” του ενάμισι λίτρο μπίρα (και να αφήσει το μπουκάλι πεταμένο στην άκρη). Πείτε το παραξενιά μου.
Ακόμα και σ' αυτό όμως, κάνω μερικώς τα στραβά μάτια στην Ουκρανία, επειδή παρά τις τεράστιες ποσότητες αλκοόλ που βλέπω μπροστά στα μάτια μου να καταναλώνονται, έναν μήνα τώρα έχω δει... δύο μεθυσμένους; Κι αυτούς σε γήπεδα. Αντίθετα, στην Πολωνία, τσατίστηκα αρκετές φορές (μην γράψω σε “καθεβραδινή” βάση και φανώ υπερβολικός) βλέποντας τύφλα στο μεθύσι κόσμο στον δρόμο, να παραπαίει, να κουτουλάει σε ντουβάρια, να φωνάζει, να κάνει όλα εκείνα που με αηδιάζουν σε όσους μεθούν σε δημόσιους χώρους.
Α! Είπα σε κάποιον στην Οδησσό τις προάλλες ότι η Ουκρανία έχει κάτι κοινό με τη Μολδαβία, κάτι που παρατήρησα κυρίως σε γήπεδα. Είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις ζευγαράκι σε κερκίδα, εκείνη κατά κανόνα κούκλα, κομψή, “περιποιημένη”, εκείνος συνήθως... φάτσα που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς γίνεται να έχει ΤΕΤΟΙΟ θηλυκό δίπλα του. Εκείνο όμως που κτυπάει περισσότερο στο μάτι δεν είναι η... μη “συμβατότητα” εμφανισιακά, αλλά το ότι οι κοπέλες συμπεριφέρονται στους άνδρες τους σαν να είναι... αγάδες. Έχω χάσει τον λογαριασμό πόσες φορές έχω δει ΘΕΑ να έχει τα χέρια της, τα χείλη της, το ένα πόδι της, πάνω στον άνδρα δίπλα της, να τον προσέχει, να τον χαϊδεύει, να τον... ταΐζει, να του καθαρίζει το πηγούνι από σνακ, κι εκείνος να είναι... στην κοσμάρα του, σχεδόν να αγνοεί τη γυναικάρα δίπλα του. Αν οι Ουκρανοί μαθαίνουν έτσι από μικροί σαν τρικ για να κάνουν τις γυναίκες να κολλάνε ακόμα περισσότερο πάνω τους, αναθεματίζω την ατυχία μου που δεν γεννήθηκα Ουκρανός, γιατί το συγκεκριμένο δεν το έχω, ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ όμως...
Προφανώς τα του Χαρκόβου τα αφήνω -ω ναι, ξανά- για αύριο, επειδή ήδη το κείμενο αρχίζει να... ξεχειλώνεται. Κάτι τελευταίο μόνο για σήμερα, γενικό σχόλιο για τις προετοιμασίες των Ουκρανών για την άνοιξη και την “υψηλή τουριστική σεζόν”, από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Η... ατμόσφαιρα και η κατάσταση στην Ουκρανία μού θυμίζει έντονα την “Where the bloody hell are you?” διαφημιστική καμπάνια των Αυστραλών πριν από αρκετά χρόνια. Ακριβώς λόγω της punch line της με το “bloody hell” μέσα, το σποτάκι και γενικά η καμπάνια “κόπηκαν” (αν θυμάμαι καλά) στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, ενώ ακόμα και στην ίδια την Αυστραλία το κόνσεπτ της καμπάνιας “έφαγε” ανελέητο “θάψιμο”.
Στο σποτάκι λοιπόν, διάρκειας ενός λεπτού, εμφανίζονται κάθε λίγα δευτερόλεπτα διάφοροι (με ομορφιές της Αυστραλίας σαν σκηνικό) να λένε, “σου βάλαμε μπίρα, λούσαμε τις καμήλες, σου κρατήσαμε θέση στην παραλία (εννοείται ότι όπως γράφω αυτές τις γραμμές, βλέπω ξανά το σποτάκι, για να θυμηθώ ακριβώς τις ατάκες), και βγάλαμε τους καρχαρίες από την πισίνα. Βγάλαμε τα καγκουρό από το χορτάρι (σε γήπεδο γκολφ), κι ο Μπιλ πηγαίνει να ανοίξει την πύλη (σε κάποιο ράντσο). Το ταξί περιμένει, και το δείπνο όπου να 'ναι σερβίρεται. Ανάψαμε τα φώτα (με σώου πυροτεχνημάτων στη γέφυρα του Σίδνεϊ από πίσω), κι έχουμε περάσει πάνω από 40.000 χρόνια κάνοντας πρόβες (Αβορίγινες καλλιτέχνες, χορευτές). So where the bloody hell ARE you?”, κατέληγε το σποτάκι με γνωστό μοντέλο να λέει την τελευταία ατάκα. Αν θυμάμαι καλά, το σποτάκι είχε σαν βάση το ότι τα νούμερα των αφίξεων από το εξωτερικό μετά τους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ, αντί να αυξηθούν, έπεσαν(!), με εξαίρεση, ξανά αν δεν κάνω λάθος, μόνο τη χρονιά ακριβώς μετά τους Ολυμπιακούς τους.
Στην Ουκρανία ένα παρόμοιο σποτάκι θα μπορούσε να λέει, “φυτέψαμε τα πάρκα μας με πολύχρωμα λουλούδια που σύντομα θα ανθίσουν, και στήσαμε τις εξωτερικές προεκτάσεις των μαγαζιών για να απολαμβάνεις από πιο κοντά την περατζάδα ενώ πίνεις το ποτό σου. Μαζέψαμε μέχρι και την τελευταία γόπα από τους πεζοδρόμους μας, βάψαμε τα πάντα μπλε και κίτρινα για να σου δείξουμε πόσο περήφανοι είμαστε για την χώρα μας, και κρατήσαμε τις τιμές σε επίπεδα που σε άλλες χώρες ούτε να ονειρευτείς δεν θα μπορούσες. Διάολε, το καλό που σου θέλουμε να έρθεις, γιατί τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά...” Η τελευταία πρόταση “σηκώνει” ένα κείμενο μόνη της, αλλά... επιφυλάσσομαι.
Φαντάσου να κάθεσαι αμέριμνος στο κρεβάτι σου, σε δωμάτιο χόστελ, με λάπτοπ στα πόδια και καφεδιά στο πλάι, και ξαφνικά να ανοίγει την πόρτα (την οποία είχες κλειστή, όχι όμως κλειδωμένη) ένας τύπος με ένα κατσαβίδι στο χέρι, να σε κοιτάει για δύο δευτερόλεπτα, να μη λέει τίποτα, κι αμέσως μετά να αρχίζει να... ξεβιδώνει την πόρτα!!!
Αυτό ακριβώς μου συνέβη το δεύτερο πρωινό στο Χάρκοβο, ευτράπελο που πολύ σύντομα βρήκα την εξήγησή του. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα... μη αντίδρασης από μέρους μου (ομολογώ ότι έμεινα εμβρόντητος όταν είδα τον τύπο να ξεβιδώνει την πόρτα. Μπείτε στην θέση μου), ζήτησα εξηγήσεις, ο τύπος με το κατσαβίδι δεν μιλούσε Αγγλικά, και κάλεσε κάποιον που μιλούσε όσο χρειαζόταν για να συνεννοηθούμε...
Ο αγγλομαθής ήταν ο συνιδιοκτήτης του κτηρίου στο οποίο στεγαζόταν το χόστελ, μου ζήτησε συγγνώμη για την... κατάσταση, αμέσως μετά με ρώτησε αν πιστεύω στον Θεό(!), και στο καπάκι με ρώτησε αν πιστεύω τουλάχιστον στην “ψυχή”, στο ότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να προσπαθεί να κάνει το σωστό, πρώτα και κύρια για να τα έχει καλά με τον εαυτό του (όλα αυτά, ενώ ο τύπος με το κατσαβίδι συνέχιζε ακάθεκτος την... δουλειά του).
Ο συνιδιοκτήτης του κτηρίου μού εξήγησε ότι το χόστελ το δούλευε επί κάποια χρόνια η αδερφή του, την οποία χαρακτήρισε “πολύ κακό άνθρωπο”, που έφθασε στο σημείο να σηκώσει χέρι στη σύζυγό του (η οποία ήταν λίγο έξω από το δωμάτιο και άκουγε την κουβέντα μας). Μου είπε λοιπόν ότι αφού επένδυσε πολλά λεφτά στο κτήριο και στο χόστελ, αλλά δεν είδε ποτέ αντίκρυσμα επειδή η αδερφή του δεν μοιράστηκε ποτέ τα έσοδα της επιχείρησης μαζί του, μου.. πέταξε τη βόμβα ότι από εκείνο το πρωί το χόστελ δεν ήταν πλέον... χόστελ, έπαυε να υπάρχει, έκλεινε, “effective immediately” που λένε σε αμερικάνικες ταινίες.
Διατηρώντας την ψυχραιμία μου(!!!), πηγαίνοντας δηλαδή τελείως κόντρα στη νευρόσπαστη φύση μου, του είπα ότι με την αδερφή του μπορεί να έχει όποιες διαφορές θέλει, όμως με το να κλείνει το χόστελ χωρίς προειδοποίηση εκείνοι που πλήττονται χωρίς να φταίνε σε τίποτα ήταν τα άτομα που έμεναν εκεί, τα άτομα που είχαμε ήδη πληρώσει για να περάσουμε κάποια βράδια εκεί. Ο τύπος αποδείχθηκε πολύ συνεργάσιμος, είπε αμέσως στον... κατσαβιδάκια να σταματήσει εκείνο που έκανε με την πόρτα, μου είπε ότι θα άφηναν το δικό μου δωμάτιο άθικτο, ότι μπορούσα να μείνω όσο είχα σχεδιάσει και προπληρώσει, κι ό,τι... όλα καλά, “δεν θέλω να προκαλέσω πρόβλημα σε κανέναν, απλά δεν πάει άλλο η κατάσταση με την αδερφή μου, έπρεπε να κάνω κάτι δραστικό”, ήταν τα τελευταία λόγια του, πριν πάρει το... συνεργείο του και κλείσει την πόρτα του δωματίου μου, αφήνοντάς με στο ίδιο σημείο που με είχαν βρει λίγα λεπτά νωρίτερα.
Αργότερα, μιλώντας με την κοπέλα που είχα βρει την προηγούμενη μέρα στη ρεσεψιόν, έμαθα ότι το παιδί συμφώνησε να αφήσει και τους Ουκρανούς πελάτες (long-term, όλοι τους) να μείνουν άλλες 10-15 μέρες, μέχρι να τακτοποιηθούν κάπου αλλού. Απλά, τους ζήτησε να συγκεντρωθούν όλοι σε έναν κοιτώνα, όχι δύο-δύο σε ξεχωριστό, έτσι ώστε το συνεργείο του να μπορούσε να συνεχίσει το... ξε-στήσιμο του χόστελ. Με αυτά και μ' αυτά, “τσίμπησα” ειδική μεταχείριση, ως ξένος (υποθέτω). Όλοι οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν σε έναν μεγάλο κοιτώνα στον πάνω όροφο, κι εγώ έμεινα μόνος σε δικό μου δωμάτιο στο ισόγειο.
Δυόμιση μέρες πέρασα στο Χάρκοβο, το οποίο δεν μου έμαθε, αλλά μου θύμισε ένα μάθημα που έμαθα (προφανώς όμως όχι αρκετά καλά, αφού χρειάστηκε μία πόλη να μου το θυμίσει μετά από χρόνια) το 2004, όταν πήγα στην Αυστραλία δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, νομίζοντας ότι η δεύτερη φορά θα ήταν το ίδιο “ουάου” με την πρώτη, μόνο για να καταλήξει σε... επικό φιάσκο.
Διευκρινίζω ότι στο Χάρκοβο πέρασα πολύ έντονες (αρκετές από αυτές καλές, άλλες... διδακτικές, αλλά όχι ευχάριστες) στιγμές το 2012, κι από τότε, κάθε φορά που άκουγα συγκεκριμένα τραγούδια (αργεντίνικη μουσική, Αουτέντικος Ντεκαδέντες, “Λα Μόνα” Χιμένες, Κατουπέκου Μάτσου, “Ελ Πότρο”, γενικά καμία σχέση με Ουκρανία, απλά μόλις πρόσφατα τότε τα είχα περάσει στο mp3, χαιρόμουν να τα ακούω, και τα άκουγα συνέχεια στην Ουκρανία), το μυαλό μου πήγαινε ειδικά στο Χάρκοβο, και σκεφτόμουν ότι κάποια στιγμή έπρεπε να επιστρέψω και να περπατήσω στους ίδιους δρόμους ακούγοντας εκείνα τα ίδια τραγούδια.
Αυτό έκανα τις δύο πρώτες ημέρες μου στο Χάρκοβο την περασμένη βδομάδα, όμως... όπως έμαθα πριν από δέκα και πλέον χρόνια, το να επιστρέφεις σε ένα μέρος από το οποίο έχεις έντονες αναμνήσεις, ΧΩΡΙΣ όμως την διάθεση ή την ψυχική δύναμη να... ματσάρεις εκείνες τις αναμνήσεις, πόσο μάλλον να τις ξεπεράσεις, να ζήσεις ακόμα πιο “ουάου” στιγμές, τότε... απλά περνώντας χρόνο στο ίδιο -αλλά πολύ διαφορετικό, άλλες συνθήκες, άλλος καιρός, άλλα τα πάντα- μέρος, είναι σαν να... ανάβεις κερί σε αναμνήσεις που πέρασαν, που ανήκουν στο παρελθόν, και που δεν μπορείς να ξαναζήσεις.
Έφθασα στο σημείο να... τα βάλω με τον εαυτό μου για την απόφασή μου να επιστρέψω στο Χάρκοβο ενώ ήξερα ότι είμαι όπως είμαι αυτές τις ημέρες, ευτυχώς όμως, την τρίτη και τελευταία -μισή- μέρα, άναψε το... λαμπάκι στο μυαλό μου, και θυμήθηκα πώς “έσωσα” (όσο μπορούσε να σωθεί) το δεύτερο ταξίδι μου στην Αυστραλία το 2004. Δεν επιδιώκεις να ξαναζήσεις τις ίδιες στιγμές, δεν... τις ανάβεις κερί, αλλά δημιουργείς νέες αναμνήσεις. Τόσο απλά.
Πρακτικά, το τρίτο πρωινό βγήκα από το -πρώην- χόστελ (και νυν απλά... κτήριο), και το πρώτο που έκανα ήταν να διαλέξω άλλη μουσική στο mp3, τραγούδια που ακούω τους τελευταίους μήνες και μου φτιάχνουν την διάθεση. Για να πάω στο γήπεδο της πόλης (όχι για αγώνα, απλά για βόλτα), πήρα άλλους δρόμους, όχι εκείνους που περπάτησα το 2012 πηγαίνοντας στο ίδιο γήπεδο να δω το Γερμανία-Ολλανδία. Αφού έκανα τη γύρα μου στο γήπεδο, κάθισα για φαγητό σε ένα μαγαζί που δεν είχα ξαναδεί, και διάλεξα κάτι που δεν είχα ξαναδοκιμάσει. Ακόμα και φωτογραφική μηχανή άλλαξα, χρησιμοποίησα την τρίτη που κουβαλάω σε αυτό το ταξίδι αλλά χρησιμοποιώ ελάχιστα, επειδή δεν είμαι συνηθισμένος στις ρυθμίσεις της.
Με αυτά και μ' αυτά, εκείνο το απόγευμα έφυγα από το Χάρκοβο έχοντας δει σημεία του που δεν είχα δει το 2012, έχοντας κάνει μία νέα γνωριμία (στο μαγαζί που κάθισα για φαγητό), γενικά έχοντας δημιουργήσει νέες αναμνήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνες του 2012, αλλά... τουλάχιστον “έσωσαν” το τριήμερο στο Χάρκοβο, και με έκαναν να πάρω το τρένο για Ντνιπροπετρόβσκ με την διάθεσή μου ΠΟΛΥ βελτιωμένη (και με τον σάκο μου βαρύτερο κατά 300 γραμμάρια, μια και στο επίσημο κατάστημα της Μέταλιστ αγόρασα δύο φανέλες της, νούμερο 267 και 268 στη συλλογή μου. Αρρώστια).
Σημαντική λεπτομέρεια, το ότι η τρίτη μέρα μου στο Χάρκοβο ήταν ουσιαστικά η πρώτη ανοιξιάτικη μέρα αυτού του ταξιδιού, η πρώτα μέρα που η θερμοκρασία και ο ήλιος με έκαναν να βγάλω το φλις και να το κρατάω στο χέρι όσο περπατούσα, η πρώτη μέρα που σκούπισα ίχνος ιδρώτα από το μέτωπό μου, η πρώτη μέρα που είδα κοπέλες με -πολύ- κοντά σορτσάκια, λες και... τα είχαν έτοιμα και απλά περίμεναν την πρώτη κατάλληλη μέρα για να τα φορέσουν (με το “πολύ” κοντά σορτσάκια εννοώ εκείνα που αφήνουν σε... κοινή θέα τα δύο χαμηλότερα εκατοστά του... πισινού, ΤΟΣΟ κοντά. Δύο κοπέλες είδα όλες κι όλες με τέτοια σορτσάκια, εικόνα που πολλές περισσότερες παρόμοιές της με έκαναν να ιδρώσω ακόμα περισσότερο τις τελευταίες ημέρες στο Ντνιπροπετρόβσκ, στο οποίο ο καιρός ήταν/είναι τόσο ανοιξιάτικος που νομίζεις ότι μέσα σε 2-3 ημέρες... πηδήξαμε απευθείας από τον χειμώνα στο καλοκαίρι).
Αν σκέφτεται κανείς, “εντάξει το ευτράπελο στο χόστελ, εντάξει το πώς έζησες εσύ το Χάρκοβο, αλλά... δε μας λες για την πόλη, πώς είναι, τι είναι, κάτι, οτιδήποτε”, δίκιο έχει. Το Χάρκοβο λοιπόν ανήκει στο... κλαμπ των τυχερών πόλεων που έχουν ΔΥΟ ποτάμια να συναντώνται στο κέντρο τους, κάτι που σημαίνει ότι τριγυρίζοντας στην πόλη, κάποια στιγμή βγαίνεις δίπλα σε ποτάμι, σε κάποιο από τα δύο, με καλές πιθανότητες να βρεις και χώρο για βόλτα δίπλα στο νερό (τομέας πάντως στον οποίο το Χάρκοβο θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο, με ενοποιημένα πεζοδρόμια, αντί για τμηματικά -και μη προσβάσιμους ιδιωτικούς χώρους να διακόπτουν συχνά τη βόλτα).
Το Χάρκοβο δεν έχει τον... αρχιτεκτονικό πλουραλισμό του Κιέβου, ή τη γοητεία του Λβιβ, πόσο μάλλον τη... μεσογειακή ατμόσφαιρα της Οδησσού, όμως ΚΑΙ αρχιτεκτονικά ενδιαφέρον είναι (με συνδυασμό “σοβιετικών” μεγαθηρίων και “γοητευτικά παραμελημένων” κτηρίων με διαμερίσματα), ΚΑΙ για αρκετή βόλτα προσφέρεται, ΚΑΙ... ενδιαφέρον αέρα έχει, απλά... όχι μεσογειακό. Το Κίεβο είναι πάνω από 500 χιλιόμετρα μακριά. Η Ρωσία; Με αυτοκίνητο, ούτε 40. Ακούς μόνο Ρωσικά, οι περισσότερες ταμπέλες (με εξαίρεση εκείνες στα δημόσια κτήρια) είναι στα Ρωσικά, το σάιτ της Μέταλιστ είναι πρώτα στα Ρωσικά και μετά στα Ουκρανικά (και στα Αγγλικά), και γενικά... χωρίς να θέλω να φανώ εριστικός προς Ουκρανούς γνωστούς μου (λες και μπορούν να διαβάσουν τι γράφω εδώ), έχεις, ή τουλάχιστον εγώ είχα την αίσθηση ότι... από πολλές απόψεις είσαι μεν στην Ουκρανία, αλλά... στην “πιο ρωσική από αυτό, δύσκολα”, εκδοχή της.
Ναι μεν το τεράστιο άγαλμα του Λένιν στον μεγαλύτερο ανοικτό χώρο της πόλης, στο κέντρο της, πλέον λείπει (από το άγαλμα έχει μείνει μόνο το δεξί παπούτσι, στο οποίο έχει “φυτευτεί” μία ουκρανική σημαία), όμως σε πολλά σημεία βλέπεις τα αρχικά “CCCP” σε... ανάγλυφα σε τοίχους, στα καπάκια των υπονόμων, σε, σε, σε, ΔΕΝ βλέπεις δηλαδή την άκρατη από-σοβιετοποίηση του Λβιβ, ή του κεντρικού Κιέβου.
Για να είμαι ειλικρινής, όταν συνέβη ό,τι συνέβη με την Κριμαία και τις επαρχίες της Ουκρανίας με πρωτεύουσα το Ντόνετσκ και το Λουχάνσκ, στο μυαλό μου είχα λίγες αμφιβολίες για το τι θα διάλεγαν οι του Χαρκόβου. Αν έβαζα στοίχημα, “πατώντας” στον κόσμο που γνώρισα εδώ το 2012, το τι μου είπαν, το πώς αισθάνονταν για τη Ρωσία και την Ουκρανία, αν έβαζα λοιπόν στοίχημα, θα πόνταρα στο ότι το Χάρκοβο θα γινόταν... Ντόνετσκ, θα ξέκοβε από την Ουκρανία, θα... αλλοίωνε τα σύνορα για 45-50 χιλιόμετρα, και θα “στριμωχνόταν” στην άκρη της Ρωσίας. Να που έκανα λάθος... Να που εκείνοι που ήθελαν να μείνουν στην Ουκρανία αποδείχθηκαν όχι απαραίτητα περισσότεροι, αλλά σίγουρα πιο... δυναμικοί, και οι φωνές που όντως ακούστηκαν για “απόσπαση” από την Ουκρανία σύντομα σίγησαν...
Πέμπτο και τελευταίο βράδυ το αποψινό στο Ντνιπροπετρόβσκ, αύριο το απόγευμα βλέπω αγώνα στο δεύτερο γήπεδο της πόλης και μετά παίρνω βραδινό τρένο για Κίεβο, είχα σκοπό να ανεβάσω φωτογραφίες από την Πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου όσο ήμουν εδώ (για τον λόγο που ανέφερα πριν από λίγες ημέρες), όμως... μία το κείμενο-απάντηση στον Vasileti, μία το κείμενο-απάντηση στον Γιώργο, με... έριξαν πίσω, και πλέον ποντάρω στο να βρω διάθεση όσο θα είμαι στο Κίεβο (τρεις ημέρες) για να ανεβάσω εκείνες τις φωτογραφίες και να γράψω ένα κείμενο για το πολύ... low-profile τουριστικά Ντνιπροπετρόβσκ, το οποίο όμως, αν του δώσεις την ευκαιρία, “έχει να δώσει, έχει να σου επιστρέψει” σαν επιβράβευση για τον χρόνο που περνάς εδώ.
Το πόσο τουριστική πόλη -δεν- είναι το Ντνιπροπετρόβσκ, το... υποπτεύεται κανείς ξεφυλλίζοντας ταξιδιωτικούς οδηγούς για την Ουκρανία. Στον Lonely Planet που έχω εγώ (σε PDF, δυστυχώς, μια και εδώ και καιρό έχω συμβιβαστεί με το ότι έπρεπε να γυρίσω την πλάτη μου στους αγαπημένους μου τυπωμένους οδηγούς, λόγω βάρους), το Κίεβο έχει προφανώς το δικό του κεφάλαιο, ουσιαστικά και το Λβιβ και η Οδησσός έχουν δικά τους κεφάλαια, ακόμα και το Χάρκοβο και η ίσως πιο αντιτουριστική μεγάλη πόλη της Ουκρανίας, το Ντονέτσκ, έχουν -έστω και οριακά- μεγαλύτερη κάλυψη από το Ντνιπροπετρόβσκ, με το τελευταίο οι του LP να το... ξεπετάνε σε τρεις μόλις σελίδες.
Το πρώτο δε που διαβάζεις στην εισαγωγή για την πόλη, σε κάνει (ΜΕ έκανε, μάλλον μόνο εμένα, αλλά... anyway) να σκεφτείς την Janice in accounting, την Τζάνις στο λογιστήριο, who just don't give a fuck. Αν είστε φαν του Last Week Tonight του Τζον Όλιβερ, ξέρετε σε τι αναφέρομαι. Στους υπόλοιπους που δεν είστε, αφενός ζητώ συγγνώμη που σας έκανα να χαραμίσετε λίγα δευτερόλεπτα για να διαβάσετε μία πρόταση που δεν σας “είπε” τίποτα, αφετέρου σας ΕΚΛΙΠΑΡΩ να αρχίσετε να παρακολουθείτε Last Week Tonight στο YouTube. Όσο για το “don't give a fuck”, δεν είναι δικό μου γραμματικό λάθος, έτσι πάει το αστείο στην εκπομπή.
Το Ντνιπροπετρόβσκ περιγράφεται σαν μία πόλη με πολλά προτερήματα, η οποία όμως διοικείται από ανθρώπους που το πρώτο (και δεύτερο, και τρίτο, και τέταρτο...) που τους ενδιαφέρει, είναι να κτιστεί ένα ακόμα εμπορικό κέντρο, κι ας γίνουν ρημάδια όσα παλιά όμορφα κτήρια χρειάζεται. They just don't give a fuck... (εδώ κολλάει και γραμματικά).
Πριν από λίγες ημέρες, γράφοντας για τους Ουκρανούς (για τους άνδρες, αλλά το συγκεκριμένο ισχύει και για τις γυναίκες), τους χαρακτήρισα “συνειδητοποιημένους”, εξηγώντας γιατί. Η ιδιοκτήτρια του χόστελ στο οποίο πέρασα τα τέσσερα από τα πέντε βράδια μου στο Ντνιπροπετρόβσκ, η Νατάσα, η οποία παρεμπιπτόντως έζησε δουλεύοντας δύο χρόνια στην Θεσσαλονίκη(!), μου είπε κι εκείνη ότι το Ντνιπροπετρόβσκ δεν είναι τουριστική πόλη. Το χόστελ συντηρείται από Ουκρανούς που για κάποιον -μη τουριστικό- λόγο επισκέπτονται την πόλη. Αντί λοιπόν να... επεκταθούν, έχουν κρατήσει το χόστελ -πολύ- μικρό, εννιά κρεβάτια έχει όλο κι όλο. “Είναι σαν να μένεις στο σπίτι κάποιου”, διάβασα σχόλια άλλων επισκεπτών στο booking.com. Αυτό είναι ίσως επειδή ΕΙΝΑΙ το σπίτι της Νατάσα και του Νικολάι, οι οποίοι μένουν εκεί. Θέλω να καταλήξω στο ότι οι δυο τους απλώνουν τα πόδια τους μέχρι εκεί που φθάνει το πάπλωμά τους, δεν τρέφουν φρούδες ελπίδες για το πόσο μπορεί να πολλαπλασιαστεί η πελατεία τους.
Το δε τελευταίο βράδυ μου στην πόλη, το πέρασα σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο(!), οι του οποίου έχουν μετατρέψει δύο μεγάλα δωμάτια (έξι κρεβάτια το καθένα) σε κοιτώνες για ταξιδιώτες στιλ backpackers. Για 75 χρίβνια, περίπου δυόμισι ευρώ, είχα για... την πάρτη μου μόνο, ένα από αυτά τα δωμάτια (για την ακρίβεια, δύο δωμάτια ενωμένα σε ένα). Όταν ρώτησα τον νεαρό μάνατζερ πώς και ένα τέτοιο ξενοδοχείο έχει κρεβάτια για 75 χρίβνια, το παιδί (οπαδός της... καημένης της Ντνίπρο, για την οποία τα είπαμε όσο με ξεναγούσε στο ξενοδοχείο), πολύ ειλικρινά και συνειδητοποιημένα, μου είπε ότι οι Ουκρανοί σήμερα προτιμούν μοντέρνα ξενοδοχεία, ενώ το δικό τους είναι παλιό, “με πολλές σοβιετικές αναμνήσεις”, κάτι που το έκανε να ακουστεί σαν μειονέκτημα, άσχετα αν στα δικά μου μάτια ήταν τεράστιο πλεονέκτημα. Έτσι, έχουν στραφεί σε άλλο target group. Μεταξύ άλλων, όσο ήμουν εκεί, είδα ένα μεγάλο γκρουπ νεαρών Αφρικανών(!!), και τρία τουλάχιστον ζευγάρια Τούρκων, κόσμο δηλαδή για τον οποίο οι χαμηλές τιμές τους και η σούπερ τοποθεσία του ξενοδοχείου είναι δέλεαρ να μείνουν εκεί, αδιαφορώντας για το πόσο “σοβιετικό” μοιάζει το μέρος (και μοιάζει, πολύ, ωωωω πόσο πολύ ).
Κι όμως, το Ντνιπροπετρόβσκ θα μπορούσε να είναι πολύ πιο δημοφιλές στους ξένους ταξιδιώτες, αν... δεν ξέρω... αν προβαλλόταν περισσότερο. Όχι απλά έχει ποτάμι (με χώρο για τσάρκα δίπλα του, τουλάχιστον στο κεντρικότερο κομμάτι της πόλης), αλλά έχει και νησάκι με αμμουδερή παραλία ουσιαστικά στο κέντρο της πόλης! Μία μικρή γέφυρα διαβαίνεις, και είσαι στο νησάκι, μακρόστενο, με παιδική χαρά, με χώρο για ποδήλατο, και βασικά με πολλή-πολλή άμμο, παραλία που έχω δει γεμάτη (το 2012), και ήταν... φάτε μάτια ψάρια...
Ο κεντρικός δρόμος της πόλης είναι μία μεγάλη ευθεία, στη μέση της οποίας υπάρχει μεγάλη νησίδα (“μεγάλη” και “νησίδα” δεν μου κάθονται καλά δίπλα-δίπλα, το “νησίδα” παραπέμπει σε μικρό μέγεθος, αλλά... τέλος πάντων) με ψηλά δέντρα, με χώρο για πεζούς, και με τις γραμμές του τραμ, για τα τόσο... χαριτωμένα τραμ του Ντνιπροπετρόβσκ, τα οποία πρέπει να είναι τα πιο αργά που έχω δει στη ζωή μου, αλλά ειδικά αν είσαι τουρίστας, το “αργό” μπορεί να είναι και καλό, μια και έχεις περισσότερο χρόνο να χαζεύεις από τα τζάμια. Επιπλέον, το εισιτήριό τους είναι μόλις μιάμιση χρίβνια, δηλαδή... πέντε λεπτά του ευρώ;
Κι αυτός δεν είναι ο μόνος δρόμος με πράσινη νησίδα στη μέση. Η πόλη έχει τουλάχιστον πέντε τέτοιους, χώροι “ταμάμ” για χαλαρή βόλτα, η οποία στο Ντνιπροπετρόβσκ αυτές τις πέντε μέρες που πέρασα εκεί ήταν σκέτη απόλαυση για έναν ακόμα λόγο. Ο καιρός φαίνεται σαν να... πήδηξε την άνοιξη, κι από τον χειμώνα να πήγε απευθείας στο καλοκαίρι. Πέντε μέρες στο Ντνιπροπετρόβσκ, ξέχασα τι σημαίνει φλις, ξέχασα τι σημαίνει ζακέτα, με ένα κοντομάνικο ήμουν, ακόμα και στις οκτώ το βράδυ, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο από το δεύτερο μεγαλύτερο γήπεδο της πόλης, στο οποίο είδα τη μικρή Σταλ να κάνει την κηδεία της χρονιάς -στην Ουκρανία- στην “πολλή” Σαχτάρ. 3-3 στις καθυστερήσεις, αντίο -ουσιαστικά- πρωτάθλημα για τη Σαχτάρ.
Τα δέντρα έχουν γεμίσει φύλλα, τα πάρκα έχουν γεμίσει με μαργαρίτες, κόσμος και κοσμάκης καθόταν στο γρασίδι για (πολύ οργανωμένα, μάλιστα) πικ-νικ, οι φούστες κόντυναν, οι γυναικείοι ώμοι πετάχτηκαν έξω, και αρκετοί νεαροί άνδρες κυκλοφορούσαν με σορτσάκια. Τα τζιτζίκια έλειπαν, και το σκηνικό θα ήταν τέλεια καλοκαιρινό.
Στο προηγούμενο κείμενο έγραψα ότι με βάση την αίσθηση που μου έμεινε το 2012 περνώντας χρόνο εκεί, το Χάρκοβο με ξάφνιασε το 2014, το περίμενα να... ξεγλιστρήσει από την Ουκρανία, να... γίνει Ντονέτσκ και Λουχάνσκ. Αντίθετα, το Ντνιπροπετρόβσκ δεν με ξάφνιασε που... επέλεξε να μην “τα σπάσει” με το Κίεβο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τότε, ήταν πώς είδα τον κόσμο στις δύο πόλεις να αντιμετωπίζει ένα καυτό για -κάποιους από- τους Ουκρανούς θέμα, τη γλώσσα τους. Τις ημέρες του 2012 που ήμουν εδώ, προς το τέλος του Euro, η κυβέρνηση τότε του απίθανου Γιανουκόβιτς προωθούσε αλλαγές, οι οποίες είχαν τους ένθερμους υποστηρικτές των Ουκρανικών στις... επάλξεις.
Στο Χάρκοβο, στον μεγαλύτερο ανοιχτό χώρο στο κέντρο της πόλης, εκεί που μέχρι το τέλος του Euro ήταν η fan zone, ένας μοναχικός... τρελός του χωριού (της πόλης), είχε στήσει... σκηνή, και διαδήλωνε υπέρ της ουκρανικής γλώσσας. Ένας. Λίγες ημέρες αργότερα, στο Ντνιπροπετρόβσκ, στο Ντνίπρο-Ταβρίγια, εναρκτήριο παιχνίδι του ουκρανικού πρωταθλήματος (στο οποίο είδα τον Κονοπλιάνκα της Σεβίλλης, πλέον, να χάνει πέναλτι και να αποβάλλεται με δύο κίτρινες στο 35΄!! -συγγνώμη μη ποδοσφαιρόφιλοι, συγγνώμη, συγγνώμη, δεν μπορούσα να μην το αναφέρω), στο γεμάτο “πέταλο” των φανατικών της Ντνίπρο, όχι ένας τρελός, αλλά χιλιάδες τρελοί, τέντωσαν τεράστιο πανό που έγραφε “γλώσσα μας είναι τα Ουκρανικά”. Χάρκοβο, Ντνιπροπετρόβσκ, αντιμετώπιση του ίδιου ζητήματος, μέρα με τη νύχτα...
Στα μάτια μου, το Ντνιπροπετρόβσκ είναι ο... πρεσβευτής της σώφρονος μέσης οδού. Είναι εκείνος που εν μέσω καβγά λειτουργεί κατευναστικά, σαν να λέει στους μεν και στους δε, “όπα, χαλαρώστε, χαλαρώστε, αφήστε τις φωνές, κρύψτε τα μαχαίρια, καθίστε να τα βρούμε, και θα τα βρούμε”. Ανάμεσα στους κάργα φιλοδυτικούς τού Λβιβ και στους σφόδρα ρωσόφιλους της ανατολικής Ουκρανίας, είναι ο... ειδικός διαμεσολαβητής. Δεν τα έσπασε με το νέο στάτους κβο του Κιέβου (μετά την... δραπέτευση Γιανουκόβιτς), αλλά ούτε επιδόθηκε σε κυνήγι όσων αισθάνονται περισσότερο Ρώσοι παρά Ουκρανοί.
Γκρέμισε το άγαλμα του Πετρόβσκι μπροστά από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης (κομμουνιστής του '20 από τον οποίο η πόλη πήρε το μισό όνομά της, το άλλο μισό προφανώς από τον Δνείπερο, το ποτάμι), όμως δεν άλλαξε όνομα (όπως όφειλε, πρόσφατα, μετά από νόμο που πέρασε στο Κίεβο, που λέει ότι πρέπει να αλλάξουν τα ονόματα που παραπέμπουν στη σοβιετική/κομμουνιστική εποχή), απλά άλλαξε την επίσημη εξήγηση γιατί η πόλη λέγεται όπως λέγεται, το έκανε από “προς τιμήν του Πετρόβσκι”, “προς τιμήν του Αγίου Πέτρου” (ομολογουμένως, θα ήταν μεγάλο... λούκι να αλλάξει το όνομα της πόλης έτσι ξαφνικά. Στη Ινδία το έκαναν αρκετές πόλεις, και για κάποια χρόνια... χάθηκε η μπάλα μεταξύ των ξένων τουριστών που δεν κατείχαν το... ιστορικό background της υπόθεσης).
Για να καταλήξω, προσωπικά, το Ντνιπροπετρόβσκ μού αρέσει. Μου αρέσει για το ποτάμι του, για το νησάκι του με την αμμουδερή παραλία του, για τις ανηφόρες/κατηφόρες του (βγάζεις πανοραμικές φωτογραφίες από πολλές διασταυρώσεις δρόμων), για τα πάρκα του, για τους μεγάλους δρόμους με τις πράσινες νησίδες τους στη μέση, για τα ΔΥΟ γήπεδά του (αδιόρθωτος), για τον συνδυασμό “παλιό/μοντέρνο” στην αρχιτεκτονική του, ακόμη και για το πόσο... overlooked είναι από τους “Δυτικούς” ταξιδιώτες. Αν είσαι ένας από τους λίγους “Δυτικούς” που κάνουν βόλτα στους κεντρικούς δρόμους, κάνεις “μπαμ” (κι όμως. Τέσσερις-πέντε φορές που μου έπιασαν κουβέντα στον δρόμο, μου μίλησαν απευθείας στα Αγγλικά, λες και είχα “ξένος” γραμμένο στο μέτωπό μου). Υπάρχουν μέρες που απολαμβάνω την έξτρα προσοχή, υπάρχουν και μέρες -συνήθως- που προτιμώ να χάνομαι στο πλήθος. Στο Ντνιπροπετρόβσκ δεν είχα πρόβλημα με την έξτρα προσοχή (λόγω βασικά του ότι είμαι ξένος), κι έτσι... ήρθε κι έδεσε, χαϊδεύτηκε η ματαιοδοξία μου...
Κλου της παραμονής μου στο χόστελ της Νατάσας και του Νικολάι, μία εκπομπή στην οποία τυχαία πέσαμε στην τηλεόραση ένα βράδυ. Ρίξτε μια ματιά εδώ,
και θα καταλάβετε γιατί ξεφώνισα ένα “χα;!” στα πρώτα δευτερόλεπτα της εκπομπής .
Τελευταίες σκέψεις για Κίεβο (πέρασα εκεί άλλες τρεις ημέρες μετά το Ντνιπροπετρόβσκ), Λβιβ (τέσσερις ακόμα μέρες ακριβώς πριν επιστρέψω στην Πολωνία), γενικά Ουκρανία, Ζέσουφ (πόλη-έκπληξη για μένα, εκεί που έσπασα τη διαδρομή Λβιβ-Βαρσοβία), Βαρσοβία (από εδώ γράφω, τελευταία μέρα του ταξιδιού σήμερα), γενικά Πολωνία, και... Ελλάδα.
Αρχές Απριλίου, όταν πήρα τρένο για Πολτάβα, το Κίεβο το άφησα ουσιαστικά χειμερινό. Λιγότερο από δύο βδομάδες αργότερα, ο κόσμος κυκλοφορούσε με κοντομάνικα, και στο Ukraine Today διάβασα ότι ακόμα και οι λευκές μανόλιες (όχι ότι ήξερα τι ακριβώς ήταν... Στο σχετικό ρεπορτάζ το είδα) που βρήκα φουλ ανθισμένες στο Κίεβο, άνθισαν δύο βδομάδες νωρίτερα από το συνηθισμένο, ακριβώς επειδή ο καιρός άλλαξε ΠΟΛΥ, και ΑΠΟΤΟΜΑ, με τις υψηλές θερμοκρασίες να... ξεγελούν τις μανόλιες.
Άλλη πόλη... Το ανοιξιάτικο/καλοκαιρινό Κίεβο σε σύγκριση με το χειμερινό Κίεβο είναι -σχεδόν- άλλη πόλη... Περπατάς και... μοσχοβολάει ο τόπος από τα λουλούδια. Ο κόσμος περπατάει πιο σιγά, επειδή δεν έχει να ανησυχεί για το κρύο και τη βροχή. Οι θαμώνες μαγαζιών κάθονται έξω, στα τραπεζοκαθίσματα που πάμπολλα μαγαζιά έχουν στήσει πάνω σε ξύλινες “εξέδρες” πολλαπλασιάζοντας τα τετραγωνικά μέτρα τους. Κόσμος και κοσμάκης στήνει πικ-νικ σε πάρκα, παρέες, ζευγάρια, παππούδες/γιαγιάδες με τα εγγόνια τους... Κάνεις βόλτα και ανοίγει η ψυχή σου...
Αλησμόνητη εμπειρία, το ότι παρακολούθησα το Ρεάλ Μαδρίτης-Βόλφσμπουργκ σε μπαρ κοντά στο χόστελ, παρέα με δύο Ουκρανούς επιχειρηματίες από την Οδησσό που ήταν στο Κίεβο για δουλειά, και ακούγοντάς με να λέω στην κοπέλα που δούλευε στο μπαρ ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσω ανάμεσα σε κόσμο που κάπνιζε, μου πρότειναν να καθίσω μαζί τους, στο δικό τους τραπέζι, σε χώρο του μαγαζιού που δεν κάπνιζε κανένας. Ο ένας μιλούσε εξαιρετικά Αγγλικά, και ειδικά μετά την δεύτερη μπίρα άρχισε να μου λέει πώς ακριβώς κάνουν δουλειές στην Ουκρανία, πώς... “φροντίζει” η επιχείρηση στην οποία εκείνος δουλεύει να μην ξεμένει ποτέ από συμφωνίες με την Κυβέρνηση του Κιέβου, με την τοπική Κυβέρνηση στην Οδησσό, με άλλες δημόσιες υπηρεσίες.
Η πλάκα ήταν ότι αφού μου είπε, μου είπε, μου είπε, αφού φθάσαμε σχεδόν στο τέλος του αγώνα, με ρώτησε τι δουλειά κάνω, και του είπα “δημοσιογράφος”. Την “όπα, μακακία έκανα τόση ώρα που του έλεγα όσα του έλεγα” αρχική αντίδρασή του την έχω ξαναδεί σε παρόμοιες περιπτώσεις, που κόσμος μού είπε πράγματα που κάποιος στην θέση μου θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί. Έσπευσα να διευκρινίσω “αθλητικογράφος”, κι ο Αλεξέι φάνηκε να ανακουφίζεται .
Αν το Κίεβο το βρήκα μία φορά ανοιξιάτικο, το Λβιβ το βρήκα δέκα. Σε ξεχωριστό κείμενο, πριν από βδομάδες, ύμνησα την πόλη λες και... είμαι βαλτός από τους τοπικούς “άρχοντες” να την προβάλω οπουδήποτε και όσο μπορώ. Αξίζει όμως να αναφέρω κουβέντα στο χόστελ, με μαύρο Άγγλο, και έναν Αμερικάνο τυπάκο που είχε σχεδόν... τσιγγάνικα χαρακτηριστικά. Ο Άγγλος φαινόταν να έχει συμβιβαστεί με το πόσο ρατσιστές και βασικά ηλίθιοι είναι κάποιοι, κατ' εκείνον “πολλοί”, στην Ουκρανία. Μας είπε ότι την προηγούμενη μέρα είχε ακούσει μέχρι και ήχο μαϊμούς ενώ περπατούσε, κάποιος δηλαδή είχε κάνει τη μαϊμού για να τον... πικάρει.
Είπε ότι ειδικά όταν πηγαίνει σε μπαρ και έχει λευκή γυναικεία παρέα, συγκεντρώνει πολλά ανδρικά βλέμματα που τα χαρακτήρισε “εχθρικά”, ενώ χρησιμοποίησε τη λέξη “hilarious” για να περιγράψει το σκηνικό κάθε φορά που πηγαίνει σε σούπερ μάρκετ και διαλέγει μπανάνες , στιγμές κατά τις οποίες αισθάνεται πολλοί τριγύρω του να τον κοιτάνε και να κρυφογελάνε...
Ο Αμερικάνος είπε ότι ακόμα κι εκείνος είχε αισθανθεί άβολα αρκετές φορές στην Ουκρανία, προφανώς λόγω των χαρακτηριστικών του. Δεν είναι... 1,90, με κατάλευκο δέρμα, ξανθός με γαλάζια μάτια, μυώδης, στιλάτος, αλλά κοντούλης, σκουρόχρωμος, κοκαλιάρης, και ντυμένος σαν backpacker, αλλά σαν... ΠΟΛΥ “on a budget” backpacker.
Η κουβέντα με τα παιδιά με έκανε να σκεφτώ ότι εκείνα που έγραψα τις προάλλες για τους Ουκρανούς, ειδικά το “δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι να γράψω εναντίον τους”, προφανώς δεν θα τα είχα γράψει αν ήμουν μαύρος, ή αν είχα τσιγγάνικα χαρακτηριστικά.
ΤΟ “κουφό” όμως της κουβέντας ήταν στο τέλος, όταν ρώτησα τον Άγγλο πόσο σκόπευε να μείνει στο Λβιβ και γενικά στην Ουκρανία. Μου είπε ότι για κάποιον λόγο θέλει να περάσει μήνες στο Λβιβ, είναι πρόθυμος να νοικιάσει διαμέρισμα, όχι όμως μόνος του, ψάχνει συγκάτοικο να μοιραστούν τα έξοδα, και μέχρι προχθές είχε βρει μόνο μία κοπέλα, υπήρχε όμως, για τον ίδιο, ένα τεράστιο “catch” στην υπόθεση. Για να χρησιμοποιήσω τις δικές του λέξεις, “I can't stand lesbians. I just can't stand fucking lesbians” . Επιτρέψτε μου να θεωρήσω εγώ ΑΥΤΟ “hilarious”...
Το Ζέσουφ μού προέκυψε την περασμένη βδομάδα. Τη μέρα που κάθισα να βρω λεωφορείο από Λβιβ για Βαρσοβία στο ίντερνετ, ξέροντας πώς είναι(...) ο έλεγχος των Πολωνών στα σύνορα, κι έχοντας κατά νου πόσο α-π-ε-χ-θ-ά-ν-ο-μ-α-ι τα βραδινά λεωφορεία, αποφάσισα να ταξιδέψω μέρα, και να σπάσω το Λβιβ-Βαρσοβία στα δύο. Να που ανταμείφθηκα με μία εμπειρία 15-16 ωρών (έφθασα το απόγευμα και συνέχισα για Βαρσοβία το πρωί) πολύ-πολύ ευχάριστη...
Το Ζέσουφ είναι μικρό, το κέντρο του το περπατάς σε λίγη ώρα, έχει μία κουκλίστικη κεντρική πλατεία (πάνω στην οποία ήταν το εξαιρετικό χόστελ μου), όμορφο κεντρικό πεζόδρομο, ποτάμι δίπλα στο οποίο υπάρχει χώρος για περπάτημα και ποδήλατο, περιτειχισμένο -κάτι σαν- φρούριο ουσιαστικά στο κέντρο της πόλης, πολλά ενδιαφέροντα/όμορφα κτήρια, ΠΟΛΥ περιποιημένα πάρκα, εμπορικά κέντρα ακόμα και στο κέντρο της πόλης, μέχρι και πολύ ενδιαφέρον γήπεδο έχει, σε απόσταση 20 λεπτών με τα πόδια από την κεντρική πλατεία (είμαι βέβαιος ότι ειδικά το τελευταίο έκανε τους περισσότερους εξ υμών να ψάχνετε ήδη παράθυρο στο πρόγραμμά σας για να επισκεφτείτε όσο γίνεται πιο σύντομα το Ζέσουφ).
Γενικά, έχει όλα όσα χρειάζεται να έχει μία μικρή πόλη (και ακόμα περισσότερα), για να σε αφήσει με πολύ θετικές εντυπώσεις κατά τη διάρκεια σύντομης παραμονής σου εκεί. Η απογευματινή/βραδινή βόλτα μού άρεσε τόσο, που έβαλα ξυπνητήρι για τις έξι και μισή το πρωί (το λεωφορείο έφευγε στις 11), για να κάνω και πρωινή βόλτα. Τότε ήταν που είδα ότι στη βόρεια πλευρά της κεντρικής πλατείας έχει 5-6 “κεμπαμπτζίδικα” με τουρκικά ονόματα το ένα δίπλα στο άλλο, με... σφηνωμένο ανάμεσά τους ένα στριπτιτζάδικο(!).
Το Ζέσουφ θα το θυμάμαι για έναν ακόμα λόγο, που μου έκανε εντύπωση όταν διάβασα σχετικά, πριν από λίγο. Μέλος του δημοτικού συμβουλίου του είπε δημόσια ότι δεν πρέπει να απομακρυνθεί/καταστραφεί το μνημείο σε μία πλατεία που “τιμάει” τον Κόκκινο Στρατό για την απελευθέρωση της πόλης από τους Ναζί το 1944. Η πολωνική βουλή έχει ψηφίσει σχετικό νόμο, και περίπου 500 μνημεία σε όλην την χώρα θα... εξαφανιστούν, όμως να που κάποιος στο Ζέσουφ έχει αντίθετη άποψη, την οποία φυσικά φρόντισαν να προβάλουν στο Russia Today (όχι θα έχαναν...).
Ο τύπος επιχειρηματολόγησε λέγοντας ότι ανεξάρτητα από το τι συνέβη ΜΕΤΑ την απελευθέρωση της πόλης από τον Κόκκινο Στρατό, “η πόλη όντως απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό, αυτό είναι ένα γεγονός, και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει”. Δεν θέλω να μετατρέψω το κείμενο σε... αντικομμουνιστικό μανιφέστο (αφενός επειδή δεν είναι ο κατάλληλος χώρος, αφετέρου επειδή, ειλικρινά, δεν έχω τις απαραίτητες ιστορικές γνώσεις για να “βάλω στην θέση του” τον συγκεκριμένο τύπο), όμως... συγγνώμη κιόλας, το επιχείρημά του το βρίσκω πολύ... weak, και με έκανε να θυμηθώ ιστορίες από το τσουνάμι του 2004 στον Ινδικό ωκεανό. Δεν ξέρω πόσοι τα διαβάσατε τότε, αλλά υπήρχαν πολλές αναφορές σε περιπτώσεις χωρικών σε χώρες που κτυπήθηκαν από το τσουνάμι, που “έσωσαν” παιδιά από το νερό, παιδιά που κανείς δεν αναζήτησε αργότερα επειδή προφανώς οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί, παιδιά τα οποία κατέληξαν να πέσουν θύματα σεξουαλικής και όχι μόνο εκμετάλλευσης από τους ίδιους τους “διασώστες” τους. Δεν ξέρω τι είναι γραμμένο στο μνημείο στο Ζέσουφ, δεν ξέρω αν είναι αφιερωμένο στους απλούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν κατά την απελευθέρωση από τους Ναζί, αλλά αν είναι αφιερωμένο γενικά στον Κόκκινο Στρατό, μου φαίνεται σαν να ζητάμε από τα πιτσιρίκια που “σώθηκαν” από τους μετέπειτα βιαστές τους να φιλούν κάθε μέρα τα πόδια τους επειδή τα τράβηξαν από το νερό (προφανώς όχι από την καλή τους την καρδιά).
Τέλος, σήμερα, κάνοντας βόλτα στη Βαρσοβία (βγάζοντας/βάζοντας την ομπρέλα από/στο σακίδιο κάθε δέκα λεπτά, επειδή ο καιρός ήταν... αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι), σκέφτηκα ότι... στην Πολωνία θα μπορούσα να ζήσω. Στην Ουκρανία, όχι. Δεν έχει να κάνει με το πόσο μου αρέσει η μία και η άλλη χώρα, με το πόσο μου αρέσουν συγκεκριμένες πόλεις σε κάθε χώρα. Έχει να κάνει με την προτίμησή μου στις χώρες που είναι ικανοποιητικά οργανωμένες, που τα πράγματα συμβαίνουν με συγκεκριμένους τρόπους σε συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια. Την Ουκρανία τη λατρεύω (από την πρώτη φορά μου εκεί, το 2011), όμως αυτό το... “ό,τι να 'ναι” της, το “άλλα ισχύουν παρά δύο, άλλα και δύο”, το “τι να κάνουμε; Μας έμεινε η σοβιετική νοοτροπία και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε” (εξήγηση που άκουσα από διψήφιο αριθμό συνομιλητών μου όταν πάνω σε κουβέντες φθάναμε στο ζήτημα της διαφθοράς, η οποία κάνει την δική μας στην Ελλάδα να φαντάζει ανάξια αναφοράς), δεν θα το άντεχα για περισσότερο από... μερικές εβδομάδες, όσες, αν σε παίρνει χρονικά, περνάς στην Ουκρανία σαν τουρίστας.
Η Πολωνία με... ενοχλεί με άλλους τρόπους. Με ενοχλεί το ότι μου φαίνονται “ψηλωμένοι”. Θαυμάζω ανθρώπους/λαούς με αυτοπεποίθηση, ίσως επειδή είναι κάτι που μου λείπει και θα ήθελα πολύ να έχω, θαυμάζω κόσμο που πιστεύει στον εαυτό του και παλεύει για να γίνει ο καλύτερος που μπορεί να γίνει, όμως η γραμμή μεταξύ της αυτοπεποίθησης και του “εμείς είμαστε, κι οι υπόλοιποι είναι μια τρίχα από τα αυτά μας”, είναι λεπτή, κι έχω την αίσθηση ότι οι Πολωνοί την έχουν περάσει, ή είναι στο όριο να την περάσουν. Μ' ενοχλεί ειδικά το πώς αντιμετωπίζουν τους Ουκρανούς στα σύνορα (και μετά από αυτά. Στα 80 χιλιόμετρα μεταξύ συνόρων και Ζέσουφ, προχθές, μας σταμάτησαν περιπολικά δύο φορές για έλεγχο, και την δεύτερη φορά μας κατέβασαν όλους από το λεωφορείο. Δικαίωμά τους είναι να κάνουν όσους ελέγχουν θέλουν, όμως με ενοχλεί το ότι οι έλεγχοι στα λεωφορεία από Ουκρανία είναι... όσοι και τέτοιοι που είναι, ενώ στα λεωφορεία που μπαίνουν στην Πολωνία από την... Γερμανία για παράδειγμα, δεν φαντάζομαι να γίνεται κανένας έλεγχος 30 χιλιόμετρα μετά τα σύνορα, και μετά ξανά 60 χιλιόμετρα μετά τα σύνορα).
Ειδικά το πώς μιλάνε οι Πολωνοί συνοριοφύλακες στους Ουκρανούς, το ύφος τους, ο τόνος τους, με έκαναν τόσο προχθές όσο και το 2011, την πρώτη φορά που πέρασα από την Ουκρανία στην Πολωνία, να σκεφτώ ότι αν ήμουν Ουκρανός, θα ήθελα ΠΟΛΥ να ρίξω κουτουλιά σε Πολωνό συνοριοφύλακα...
Having said all that, κι όμως, αν έπρεπε να επιλέξω μία από τις δύο χώρες για να δουλέψω και να ζήσω για... ας πούμε... έναν χρόνο, την Πολωνία θα διάλεγα, και θα πήγαινα στην Ουκρανία μόνο για διακοπές. Δεν αισθάνομαι πολύ περήφανος που το ομολογώ, όμως... αλήθεια είναι.
Αυτά... Έπρεπε να κλείσω τα εφτά (χρόνια σαν μέλος του travelstories), για να αρχίσω ΚΑΙ να ολοκληρώσω -έγκαιρα, πριν ακόμα τελειώσει το ταξίδι- μία ιστορία μου. Βάζω έναν αστερίσκο στο “ολοκληρώσω”, μια και εκκρεμεί μία ανάρτηση με φωτογραφίες από το Κίεβο, την οποία θέλω να πιστεύω ότι θα “σκαρώσω” αύριο-μεθαύριο, από την Θεσσαλονίκη.
Το πρόγραμμα πλέον “λέει” Γαλλία, έχω ήδη αγοράσει το Θεσσαλονίκη-Παρίσι (Ryanair, κοψοχρονιά), έχω αρχίσει (δειλά-δειλά) να βρίσκω άτομα να με φιλοξενήσουν στις πόλεις που θα γίνουν αγώνες του Euro, και κάαατι κινείται στο “μέτωπο” της συμφωνίας με κάποιο ελληνικό Μέσο για συνεργασία τον μήνα του Euro. Αν όντως προκύψει δουλειά/έσοδο, θα περάσω στη Γαλλία όλο τον μήνα του Euro. Αν όχι, θα μείνω τις δύο βδομάδες της φάσης των ομίλων, θα πάω στα 13 παιχνίδια για τα οποία έχω ήδη -κάτι σαν- εισιτήρια, και θα επιστρέψω στην Θεσσαλονίκη -ταπί και καθόλου ψύχραιμος- πριν αρχίσουν οι νοκ-άουτ αγώνες. Από το καθόλου...
Χαιρετίσματα από Βαρσοβία, και ευχαριστίες σε όσους “φωναχτά” (με σχόλια, με likes), και μη, μου κρατήσατε παρέα αυτές τις εβδομήντα μέρες.
Όλες οι φωτογραφίες είναι από την Πλατεία Ανεξαρτησίας, ή από κτήρια (οι τοιχογραφίες) σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από ένα χιλιόμετρο από τη “Μαϊντάν”, με εξαίρεση τη φωτογραφία με το... αίτημα των Ουκρανών να απελευθερωθεί η Σαβτσένκο, θέμα που απασχολεί πολύ τα ουκρανικά ΜΜΕ, για το οποίο όμως δεν θα σας κουράσω. Αν για οποιονδήποτε λόγο έχετε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα της Ουκρανίας, το θέμα το γνωρίζετε ήδη.
Οι τοιχογραφίες, αυτές και ΠΟΛΛΕΣ άλλες στο Κίεβο, έχουν έντονο πολιτικό και εθνικό συμβολισμό, και μπορείς να περάσεις ώρα χαζεύοντας κάθε μία, προσέχοντας αμέτρητες λεπτομέρειες, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι η προσπάθεια των Ουκρανών να δείξουν πόσο περήφανοι είναι για την πατρίδα τους, κι ότι δεν πρόκειται να αφήσουν κανέναν να τους αρπάξει σπιθαμή εδάφους (άσχετα αν αυτό συμβαίνει, και κατά πώς φαίνεται, θα συνεχίσει να συμβαίνει για... ένας Πούτιν ξέρει πόσο).
Τέλος, η τελευταία φωτογραφία είναι τραβηγμένη στην είσοδο μίας “εσωτερικής αυλής”, από τις οποίες το Κίεβο είναι γ-ε-μ-ά-τ-ο. Στην Ελλάδα έχουμε πολυκατοικίες, κάθε μία από τις οποίες έχει μία μπροστινή κεντρική είσοδο, κι ίσως κάποια δευτερεύουσα στην πίσω πλευρά της. Στο Κίεβο το... σύστημα είναι πιο περίπλοκο και ατελείωτα πιο γοητευτικό. Καθώς περπατάς στον δρόμο, περνάς μπροστά από μία καμάρα, συνήθως ψηλή και αρχιτεκτονικά “ψαγμένη”, την οποία διαβαίνεις (αν δεν είναι κλειστή από σιδερένια πόρτα με κωδικό), και μετά από 5-10 μέτρα είσαι στην άκρη μίας “εσωτερικής αυλής”, την οποία μοιράζονται όλα τα τριγύρω κτήρια. Αν μπαίνεις σε κάθε μία για να δεις “τι παίζει”, μία βόλτα ενός χιλιομέτρου που “κανονικά” δεν θα διαρκούσε πάνω από 15-20 λεπτά, μπορεί να σου πάρει πάνω από ώρα (προσωπικά, πολύ περισσότερο, μια και το συγκεκριμένο “μπόνους” του Κιέβου το βρίσκω εφάμιλλα ακαταμάχητο με το να παρακολουθώ ποδοσφαιρικούς αγώνες στην Ουκρανία -για να μην ξεχνάτε την “ιδιαιτερότητα” του γράφοντα).
Επιστρέφοντας στην φωτογραφία, εξηγώ ότι τη συμπεριέλαβα επειδή για μένα αυτή αποτελεί απλό αλλά πολύ αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του γιατί, κατά την γνώμη μου, η Ουκρανία θα συνεχίσει να είναι... δύο χώρες σε μία (με όλα τα καλά του, αλλά κυρίως με όλα τα στραβά του) για πολύ(-πολύ-πολύ) καιρό ακόμα...
Είναι μία ηλεκτρονική ταμπέλα, διαφημιστική, από την οποία μέσα σε δύο λεπτά “παρελαύνουν” 4-5 διαφημίσεις. Το κοινό τους είναι ότι η ταμπέλα παραμένει γαλάζια και κίτρινη, σαν σημαία της Ουκρανίας. Η συγκεκριμένη διαφήμιση είναι μίας συμβολαιογράφου, η οποία προφανώς έχει το γραφείο της σε κάποιο από τα κτήρια που μοιράζονται την “αυλή”. Στο Κίεβο, και σε ταμπέλα με την ουκρανική σημαία μεν, “mail.ru” δε...
Στο θέμα της κυριαρχίας -ακόμα- των Ρωσικών έναντι των Ουκρανικών στην Ουκρανία, με εξαίρεση το Λβιβ και τα δυτικά της χώρας, θα μπορούσα να αφιερώσω... τόμο εγκυκλοπαίδειας, επιχειρηματολογώντας για το πόσο σημαντικό το θεωρώ στο να “ξεκολλήσει” επιτέλους η Ουκρανία από τη Ρωσία, ΑΝ πραγματικά το επιθυμεί. Αντί δικού μου “κατεβατού” όμως, απλά παραθέτω τα ευρήματα δημοσκόπησης που έγινε πριν από 10-15 μέρες, με περίπου 3000 συμμετέχοντες από τη μία άκρη της Ουκρανίας μέχρι την άλλη. Στα δυτικά, εκεί όπου οι ΟΥΚΡΑΝΟΙ μιλάνε ΟΥΚΡΑΝΙΚΑ, το ποσοστό του κόσμου που θέλει πιο στενούς δεσμούς με την “Δύση”, με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνάει το 80%. Στο Κίεβο, το ποσοστό πέφτει λίγο κάτω από το 60%. Νότια και ανατολικά του Κιέβου, εκεί όπου τα Ρωσικά είναι ουσιαστικά όχι η πρώτη, αλλά η μόνη γλώσσα (με εξαίρεση τις επιγραφές στα δημόσια κτήρια), το “πιο κοντά στην Δύση” και το “πιο κοντά στη Ρωσία”, είναι... ντέρμπι, με τους μεν και τους δε να είναι αμφότεροι στο 30-35%...
Το μόνο βέβαιο είναι ότι 40 μέρες στην Ουκρανία, με εξαίρεση τις ημέρες στο Λβιβ, αισθανόμουν... βλάκας που περνούσα χρόνο στο memrise.com μαθαίνοντας λέξεις στα Ουκρανικά (ενώ αντίθετα, στην Πολωνία, το να εμπλουτίζω στο μέτρο των δυνατοτήτων μου το λεξιλόγιό μου στα Πολωνικά αποτελούσε καθημερινά ευχάριστο μπόνους). Σε μία χώρα στην οποία οι ίδιοι οι άνθρωποί της, σε μεγάλο ποσοστό, αδιαφορούν για την γλώσσα που θα έπρεπε ( ; ) να είναι η γλώσσα τους, το ότι πάλευα να μάθω κάθε μέρα όσες λέξεις μπορούσα (τις οποίες όμως έβλεπα... παραλλαγμένες, στα Ρωσικά, στους δρόμους), με έκανε ειλικρινά να αισθανθώ... αφελής κι ανόητος, άσχετα από το πόσο μου αρέσουν (ηχητικά) τα Ουκρανικά, και πόσο ενδιαφέρον έβρισκα το ότι έχουν ΠΟΛΛΑ κοινά με τα Πολωνικά.
Τέλος. Αν κάποιος από το σάιτ διαβάσει αυτό το κείμενο, μπορεί αν θέλει να... αποπέμψει τη συγκεκριμένη ιστορία από τις “σε εξέλιξη”.
Μία ακόμα φορά, ευχαριστώ όσους με διαβάζατε. Over and out .
Μετά από οκτώ μήνες στη Θεσσαλονίκη, χθες άρχισα να... κάνω απόσβεση των σχεδόν 100 ευρώ του νέου διαβατηρίου μου. Ένας μήνας στην Πολωνία, ένας στην Ουκρανία, κι άλλες δέκα μέρες στην Πολωνία, αυτό είναι το πλάνο. Μου έχει λείψει το γράψιμο, μου έχει λείψει η νοερή παρέα που κάποιοι από εσάς μου κρατούσατε σε προηγούμενα ταξίδια (για την ακρίβεια, σε κομμάτια του ίδιου -προκλητικά παρατραβηγμένου χρονικά- ταξιδιού), οπότε... βάζω μπροστά, κι όσο πάει (δεν τολμώ καν να αφήσω να εννοηθεί ότι θα γράφω τακτικά και μέχρι το τέλος του ταξιδιού. Ο πρώτος που δε με παίρνει στα σοβαρά πλέον είμαι εγώ ο ίδιος).
Το αποψινό κείμενο-μινιατούρα είναι ουσιαστικά... τρέιλερ του “σίριαλ” που θα αρχίσει να παίζεται αύριο. Θα μπορούσα να το παραλείψω και να αρχίσω απευθείας αύριο με το πρώτο... επεισόδιο, όμως η σημερινή είναι/ήταν (περασμένα μεσάνυχτα εδώ) η πρώτη γεμάτη μέρα του ταξιδιού, και σκέφτηκα να την εκμεταλλευτώ για να... ξεσκουριάσω λίγο τα δάχτυλά μου.
Στη Βαρσοβία άρχισε το ταξίδι χθες το απόγευμα, όμως είμαι ήδη στο Γκντανσκ, και το πρώτο -κανονικό- κείμενο θα είναι για τα 350 χιλιόμετρα με το λεωφορείο μεταξύ των δύο πόλεων, διαδρομή που αν ήταν ομιλητής δε θα... κρεμόσουν κι από τα χείλη του, όμως αν είσαι “άρρωστος” παρατηρητής κι έχεις περάσει καιρό ψαρεύοντας πληροφορίες για την Πολωνία στο ίντερνετ, στην τηλεόραση, σε βιβλία, πληροφορίες που δένουν με εικόνες που βλέπεις από το τζάμι ενός λεωφορείου, τα ίδια 350 φαινομενικά... ανιαρά χιλιόμετρα (άλλη λέξη που αρχίζει από -τονισμένο- άλφα και λήγει σε -μη τονισμένο- άλφα έχω στο μυαλό μου, αλλά... τέλος πάντων), γεμίζουν αρκετές σειρές στο σημειωματάριό σου.
Καλώς σας ξαναβρίσκω.
Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) γνωρίζετε τη φήμη που συνοδεύει τους Πολωνούς (μία από αυτές), ότι είναι ένθερμοι Καθολικοί. Ο σημαντικός ρόλος που παίζει στη ζωή τους η θρησκεία τους φαίνεται κι από κάτι που παρατηρείς χαζεύοντας από τζάμι λεωφορείου στη διαδρομή από Βαρσοβία για Γκντανσκ. Κάθε χωριό έχει, φυσικά, την εκκλησία του, οι οποίες λόγω όγκου και ύψους καμπαναριών τραβάνε το μάτι σου, όμως αυτό είναι αυτονόητο. Εκείνο που δεν περίμενα να δω και μου έκανε εντύπωση χθες ήταν ότι σε κάθε είσοδο χωριού υπήρχε ένα μικρό άγαλμα του Χριστού ή της Παναγίας, μέσα σε χαμηλούς ξύλινους φράκτες που δημιουργούσαν έναν χώρο δύο (μέτρα) επί δύο (πάνω-κάτω), με πολύχρωμες κορδέλες να ξεκινούν από την κορυφή του κάθε αγάλματος και να τεντώνονται ακτινωτά μέχρι μία ντουζίνα σημεία πάνω στους ξύλινους φράκτες. “Θρήσκοι οι Πολωνοί”, θα σκεφτεί κανείς. Ναι μεν, αλλά...
Πρόσφατα παρακολούθησα σε κάποιο ξένο κανάλι ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα σε όσα συμβαίνουν στην Πολωνία από τις τελευταίες εκλογές και μετά, κι ένα από τα σημεία που συγκράτησα είναι η ανησυχία νεαρών Πολωνών (20άρηδες και λίγο μεγαλύτεροι) που ζουν σε μεγάλες πόλεις, για τον... “ιδιαίτερου τύπου” Καθολικισμό που κερδίζει έδαφος -κυρίως- στην ύπαιθρο, πάνω στον οποίο πάτησε για τα καλά το κόμμα που βγήκε πρώτο στις τελευταίες εκλογές (κι από τότε έχει γίνει αρκετές φορές πρώτο θέμα στην Ευρώπη με το πώς θέλει να φέρει τα πάνω κάτω σε διάφορους τομείς της ζωής στην Πολωνία, με όχι ακριβώς και υποδειγματικά δημοκρατικό τρόπο). Τα αναφέρω αυτά απλά επειδή σκεφτόμουν ότι η σχέση των Πολωνών με τη θρησκεία τους, όπως σχεδόν τα πάντα στη ζωή, έχει τουλάχιστον δύο αναγνώσεις...
Αν αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ο επιβάτης λεωφορείου που ταξιδεύει από την πρωτεύουσα της Πολωνίας στο σημαντικότερο λιμάνι της χώρας (προφανώς σε αυτοκινητόδρομο) να περνάει από εισόδους χωριών, η εξήγηση είναι ότι παρά την αλματώδη οικονομική ανάπτυξη της Πολωνίας τα τελευταία 10-15 χρόνια, τουλάχιστον τα μισά από τα 350 χιλιόμετρα αυτής της τόσο σημαντικής διαδρομής, θυμίζουν ακόμα και σήμερα επαρχιακό δρόμο μεταξύ χωριών της Ελλάδας που κανείς μας δεν έχει ακουστά. Μία λωρίδα ανά κατεύθυνση. Αυτό. Κρίνοντας από όσα είδα χθες όμως, αν έκανα την ίδια διαδρομή σε έναν χρόνο από σήμερα, η εικόνα θα ήταν πολύ(υυυ) διαφορετική. Μέτρησα πάνω από δέκα εργοτάξια, σε κάθε ένα εκ των οποίων υπήρχαν δεκάδες εργάτες. Αν ήμουν Πολωνός και ήθελα να πάω από το Α στο Β όσο πιο γρήγορα γινόταν, θα χαιρόμουν. Σαν πρόσκαιρος επισκέπτης όμως, ομολογώ ότι προτιμώ τους... πιο απλούς δρόμους, αυτούς που σου επιτρέπουν να βλέπεις χωριά και κωμοπόλεις, αντί για “τοίχους” δεξιά κι αριστερά που σε (με) κάνουν να αισθάνεσαι παγιδευμένος (αναφέρομαι στους “τοίχους” που προφανώς καλώς υπάρχουν για να περιορίζουν τον θόρυβο από τον αυτοκινητόδρομο σε σημεία που αυτός περνάει από κατοικημένες περιοχές).
“Hala sportowa” (σε ελεύθερη μετάφραση, “κλειστό” γήπεδο -μπάσκετ, βόλεϊ, οτιδήποτε μπορεί να φιλοξενηθεί σε κλειστό χώρο), η μία μετά την άλλη, σε κάθε κωμόπολη, ακόμα και σε κάποια χωριά, κτίσματα μοντέρνα, που κραυγάζουν ότι έχουν χτιστεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Σου κάνει εντύπωση, επειδή είναι τα πιο μοντέρνα κτίσματα που βλέπεις σε όλη τη διαδρομή. Προσωπικά δεν ξαφνιάστηκα, μια και είμαι φανατικός επισκέπτης της σελίδας stadiumdb.com (κατά σύμπτωση τα παιδιά που την έστησαν είναι Πολωνοί), έχω κόλλημα από πιτσιρικάς με τα γήπεδα (όταν τα ζωγράφιζα, έβαζα μέχρι και καρεκλάκια, και μετρούσα τη χωρητικότητά τους), και ήξερα ότι στον τομέα “αθλητικές εγκαταστάσεις” αυτό που συντελείται στην Πολωνία τα τελευταία χρόνια κάνει τη λέξη “οργασμός” δίπλα στο “κατασκευαστικός” να μοιάζει πολύ φτωχή.
Τα μικρά “κλειστά” που χτίζονται κατά δεκάδες αποτελούν κομμάτι της γενικότερης πολιτικής των Πολωνών να αναβαθμίσουν τις αθλητικές εγκαταστάσεις τους. Για να μη μακρηγορήσω, σας διαβεβαιώ ότι πολλές ποδοσφαιρικές ομάδες της τρίτης κατηγορίας της Πολωνίας έχουν ολοκαίνουργια γήπεδα που με κάνουν σαν παοκτσή να ντρέπομαι για το... απολιθωμένο δικό μας γήπεδο. Πόσο συχνά παραδίδονται ολοκληρωμένα νέα γήπεδα στην Πολωνία; Σκεφτείτε... τελευταίους μήνες πριν τους Ολυμπιακούς στην Αθήνα, τότε που κάθε βδομάδα γίνονταν τα εγκαίνια κι ενός σταθμού του μετρό. ΤΟΣΟ συχνά...
Όσα εργοτάξια είδα χθες στη διαδρομή από τη Βαρσοβία στο Γκντανσκ, άλλα τόσα αιολικά πάρκα διέκρινα στην άκρη του ορίζοντα. Το πρώτο μού έκανε εντύπωση, επειδή δεν ήξερα τι βαρύτητα δίνουν οι Πολωνοί σε “νέες” πηγές ενέργειες (“νέες” ως προς τη διάδοση και εκμετάλλευσή τους, όχι ως προς την ύπαρξή τους, προφανώς). Μετά από λίγα χιλιόμετρα περάσαμε από ένα μεγαλύτερο, και 10-15 λεπτά αργότερα το τρίτο πάρκο έκανε τα δύο προηγούμενα να μοιάζουν νάνοι. Πολλά περισσότερα ακολούθησαν, με τα “κενά” (από πάρκα) κομμάτια της διαδρομής να έχουν κι αυτά διάσπαρτες μεμονωμένες ανεμογεννήτριες, στη μέση μεγάλων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Ομολογώ ότι το αντικείμενο δεν το κατέχω, δεν είμαι επαρκώς πληροφορημένος για τα θετικά και τα αρνητικά (αν υπάρχουν) των αιολικών πάρκων, εκείνο όμως που δεν μπορώ να χωνέψω είναι επιχειρήματα που άκουσα πριν από χρόνια από κατοίκους περιοχών στην Ελλάδα που αντιδρούσαν στη δημιουργία πάρκων κοντά σε εκείνους, λέγοντας συγκεκριμένα ότι οι ανεμογεννήτριες τούς φαινόντουσαν “πολύ άσχημες”(!!!).
Κάτι άλλο που μου προκάλεσε θετική εντύπωση για τους Πολωνούς είναι το ποσοστό της γης που καλλιεργούν. Νομίζεις ότι τα περισσότερα από τα 350 χιλιόμετρα μεταξύ Βαρσοβίας και Γκντανσκ είναι ένα ατελείωτο χωράφι. Θυμήθηκα έναν Κροάτη πιτσιρικά την πρώτη φορά που πήρα τρένο από Ζάγκρεμπ για Κοπρίβνιτσα (μία κωμόπολη μία ώρα ανατολικά του Ζάγκρεμπ), τρένο που έμελλε να πάρω αρκετές φορές τα δύο επόμενα χρόνια, έχοντας ξελογιαστεί από μία... Hrvatica . Ο πιτσιρικάς (γύρω στα 20) μού έπιασε κουβέντα, και σύντομα άρχισε να “θάβει” την ίδια τη χώρα του, δείχνοντάς μου πόσο ανεκμετάλλευτη άφηναν τη γη κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής (όλα αυτά, το 2005). Δεν είχε άδικο... Το μόνο για το οποίο δεν φαντάζομαι Πολωνό να μου “γκρινιάζει” για την πατρίδα του σήμερα είναι το πόσο ανεκμετάλλευτη -δεν- αφήνουν τη γη τους...
Κλείνω με τούτο: εκείνο που μου προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση χθες στη διαδρομή με το λεωφορείο, ήταν το... ίδιο το λεωφορείο. Την Polski Bus την έμαθα το 2011, την πρώτη φορά που ήρθα στην Πολωνία. Για όσους δεν την έχετε ακουστά, είναι μία... Ryanair με λεωφορεία, με όλα τα θετικά τής -τιμολογιακής πολιτικής της- Ryanair, χωρίς όμως τα ενοχλητικά στραβά της (όχι ότι μπορώ να γκρινιάξω πολύ για τη Ryanair. Το Θεσσαλονίκη-Μποβέ χθες μού κόστισε 10 ευρώ, και το Μποβέ-Μόντλιν 20 ευρώ, εισιτήρια αγορασμένα αρχές Δεκέμβρη). Τα λεωφορεία της Polski Bus είναι σύγχρονα, φεύγουν και φθάνουν στην ώρα τους, και το Βαρσοβία-Γκντανσκ μού κόστισε 10 ζλότι, δηλαδή κάτι περισσότερο από δύο ευρώ. Δύο! Για μία απόσταση 350 χιλιομέτρων με σύγχρονο/άνετο λεωφορείο.
Η εταιρεία έχει πλέον επεκταθεί σε άλλες χώρες, και συνεχίζει να μεγαλώνει, κάνοντας τα ταξίδια σε αυτό το κομμάτι της Ευρώπης όλο και πιο οικονομικά. Σκέφτηκα τι θα συνέβαινε αν οι ιδιοκτήτες της αποφάσιζαν να... κάνουν δουλειές στην Ελλάδα. Φαντάστηκα λεωφορεία ΚΤΕΛ να κλείνουν με μπλόκα τα Τέμπη, τα τελωνεία, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα, τα, τα, μέχρι να πετύχαιναν να ξεκουμπιστούν από την Ελλάδα οι εξυπνάκηδες οι ξένοι που θέλησαν να βγάλουν κέρδος στη χώρα μας συμβάλλοντας στην ανάπτυξη ανταγωνισμού που θα έσπρωχνε τις τιμές των εισιτηρίων πολύ χαμηλότερα από εκεί που είναι σήμερα...
Παρεμπιπτόντως, το Βαρσοβία-Κρακοβία που θα κάνω την προσεχή Πέμπτη, μου κόστισε κάτι λιγότερο από μισό ευρώ. Τη μέρα μάλιστα που αγόρασα το εισιτήριο, δεν ήμουν βέβαιος αν θα ταξίδευα Πέμπτη ή Παρασκευή, δεν ήθελα να χάσω την προσφορά, και αγόρασα δύο εισιτήρια, ένα για Πέμπτη, ένα για Παρασκευή, με λιγότερο από ένα ευρώ. “Φαρμακείο” η Polski Bus, “φαρμακείο”...
Κλείνω τον υπολογιστή κι ετοιμάζομαι για το γήπεδο, για τον βασικό λόγο που φρόντισα να είμαι στο Γκανσκ συγκεκριμένα αυτό το Σαββατοκύριακο. Η τοπική Λέχια παίζει εντός στην αγωνιστική τής επανέναρξης της πολωνικής “Εξτρακλάσα” μετά τη χειμερινή διακοπή (δεν είναι τυχαίο ότι στην Πολωνία ήρθα ακριβώς πριν την επανέναρξη του πρωταθλήματος. Καθένας με τις διαστροφές του, ή... κάδα λόκο κον σου τέμα, που θα έλεγε ένας γνωστός μου Ισπανός). Θα είμαι στο γήπεδο δυόμισι ώρες πριν αρχίσει το παιχνίδι, για να κάνω μισή ώρα τον κύκλο του εξωτερικά, και να μπω με το που θα ανοίξουν τις πύλες, στις τέσσερις, δύο ώρες πριν αρχίσει το παιχνίδι. Βραδιάζει νωρίτερα από την Ελλάδα, και για να βγάλω φωτογραφίες πριν σκοτεινιάσει πρέπει να μπω με το που θα ανοίξουν οι πόρτες. Να το ξαναγράψω; Κάθε τρελός με το... ζήτημά του...
Βλέποντας -ηλιόλουστες, ΠΟΛΥ σημαντική λεπτομέρεια- φωτογραφίες του γηπέδου της Λέχια Γκντανσκ στο ίντερνετ τον τελευταίο μήνα, αυτόματα και αβίαστα το μυαλό μου πήγαινε στη Σαρλίζ Θέρον(!) και στην -παλιά, πλέον- διαφήμιση ενός αρώματος στην οποία η Νοτιοαφρικανή φοράει ένα... αστραφτερό χρυσαφί φόρεμα (μια και αρχίζω το σημερινό κείμενο με αναφορά σε γήπεδο και ποδόσφαιρο, ρισκάροντας να χάσω τους μισούς -αν όχι περισσότερους- από εσάς από τις πρώτα κιόλας γραμμές, σκέφτηκα να θολώσω ύπουλα τα νερά μήπως και σας δελεάσω να διαβάσετε και την επόμενη παράγραφο).
Το “Στάντιον Ενέργκα Γκντανσκ” όπως είναι σήμερα η επίσημη ονομασία του, με τον ουρανό γαλανό και τον ήλιο να κάνει το... κιτρινομουσταρδοχρυσαφί περίβλημά του να αστράφτει, πρέπει να είναι ένα από τα πιο... σέξι γήπεδα του κόσμου (αν είσαι φαν της Θέρον και η παρουσία της στη συγκεκριμένη διαφήμιση σε έχει... σημαδέψει). Όπως πλησιάζαμε όμως στο γήπεδο με το τραμ νωρίς χθες το απόγευμα, μέσα στον χειμώνα, με τον ουρανό στις τρεις και μισή να είναι στην καλύτερη περίπτωση... ανθρακί, φρόντισα να μετριάσω τις προσδοκίες μου.
Τι σκέφτηκα όταν τελικά το πρωτοείδα; Ας το θέσω έτσι: η... Σαρλίζ φαινόταν σαν να διερχόταν περίοδο κατάθλιψης (από τα διακόσια μέτρα το χρυσαφί “ρούχο” της φαινόταν... σταχτί), σαν να ήταν σε καναπέ τυλιγμένη με ένα άχρωμο κουβερλί στη μέση ενός δωματίου με τις κουρτίνες και τα παράθυρα κλειστά, γενικά τα πάντα κραύγαζαν ότι το μεσαίο όνομά της ήταν “μουντή”, όμως κατά βάθος... ήταν ακόμα η Σαρλίζ, ίσως επειδή αν ξέρεις πώς είναι κάποιος, κάτι, στα καλύτερά του, τον/το εκτιμάς και θαυμάζεις ακόμα και στα... μουντά του...
Τον γύρο του γηπέδου εξωτερικά δεν μπορούσα να τον κάνω, επειδή κομμάτια της γύρω περιοχής είναι ιδιωτική ιδιοκτησία που κάνοντας τον γύρο της φθάνεις μακριά από το γήπεδο, και στην άλλη πλευρά έχεις απλά έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας που δεν... ενδύκνειται για περπάτημα στην άκρη του. Αυτή η... αναποδιά όμως, μου βγήκε σε καλό, μια και πέρασα ένα μισάωρο -μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες- στον “one of a kind” πολυχώρο κάτω από το γήπεδο, χώρος που είναι προσβάσιμος και επισκέψιμος εφτά μέρες τη βδομάδα, και δεν έχει καμία σχέση με τους αγώνες της Λέχια, χώρος που με έκανε να ψελλίσω ένα βαθιά σοφιστικέ “πλάαακα μού κάνεις” ξανά, και ξανά, και ξανά...
Πρώτη έκπληξη, η επιχείρηση “Escape Rooms” που λειτουργεί εκεί. Ξέρετε... Εκείνα τα δωμάτια που κλειδώνεσαι, και για να βγεις πρέπει να λύσεις κάποιο μυστήριο. Επόμενο, χώρος για παρκούρ! Αμέσως μετά, αίθουσα με μπιλιάρδα! Και στο βάθος, τεράστια... πίστα, το μεγαλύτερο κομμάτι της στεγασμένο και ένα μικρό εκτός βασικού κτιρίου, με καρτ!! Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, υπάρχει ένα μεγάλο γυμναστήριο, αναψυκτήριο με δεκάδες επιτραπέζια παιχνίδια, χώρος με τραμπολίνα(!), άλλος με πέντε οθόνες για Play Station, μαγαζί με επίσημα προϊόντα της Λέχια, και τουλάχιστον δύο μπαρ/ρεστοράν. Ένα γήπεδο ανοιχτό εφτά μέρες την εβδομάδα, στο οποίο όχι ολόκληρη οικογένεια, αλλά... ολόκληρο σόι μπορεί να πάει και να βρει κάτι διασκεδαστικό να κάνει.
“Άλλο οι χώροι κάτω από τις κερκίδες, κι άλλο το γήπεδο αυτό καθεαυτό”, θα πει κανείς. Διαβάστε αυτό: ακόμα και μέρος των κερκίδων είναι προσβάσιμο κάποιες ώρες την ημέρα, για όσους θέλουν να γυμναστούν, να ανεβοκατέβουν τα σκαλοπάτια! Η ειρωνεία/πλάκα της υπόθεσης είναι ότι πρόσφατα έγραψα σε κάποιον ότι αν το γήπεδο στην Τούμπα ήταν ανοικτό εφτά μέρες την εβδομάδα, αντί να πήγαινα στο γυμναστήριο και να έκανα αυτό που σιχαίνομαι όσο ελάχιστα πράγματα στη ζωή (διάδρομο, για να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα, τους τελευταίους μήνες πήρα τόσα κιλά που μοιάζω πλέον επικίνδυνα στο ανθρωπάκι της Μισελέν, αλλά στο πολύ λιγότερο χαριτωμένο του), θα πήγαινα στο γήπεδο (το σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη είναι πέντε λεπτά περπάτημα από εκεί), και θα ανεβοκατέβαινα τα σκαλιά. Την ίδια (ή την επομένη, δεν είμαι σίγουρος) μέρα, είδα στο facebook της Λέχια Γκντανσκ φωτογραφία με κόσμο που έκανε αυτό ακριβώς στο γήπεδό της! What were the chances?! (όπως είμαι σίγουρος ότι λένε στον Άγιο Αντώνιο Καστοριάς, το χωριό όπου όπως ενημερώθηκα πρόσφατα, γεννήθηκα).
Προφανώς στο παιχνίδι αυτό καθεαυτό δεν πρόκειται να αναφερθώ, μια και το παίρνω με απόδοση 1,01 ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει για τον διαιτητή που το επίθετό του θα μπορούσε άνετα να είναι Τραγελάφσκι (τραγέλαφος+χαρακτηριστική κατάληξη πολωνικών επιθέτων, με παρακολουθείτε, έτσι; ), που έδειξε δύο (τραβηγμένες από τις ρίζες των μαλλιών) κόκκινες κάρτες σε παίκτες της φιλοξενούμενης ομάδας στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, κι επέτρεψε στη Λέχια να κάνει πάρτι στο δεύτερο (0-0 ημίχρονο, 5-0 τελικό, με το “5” να κολακεύει τους φιλοξενούμενους). Όπως όμως δεν κουράζομαι να λέω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, το να παρακολουθείς ποδόσφαιρο (ή άλλο άθλημα) ενώ ταξιδεύεις, είναι σαν να ανοίγεις μία πόρτα που σε οδηγεί σε ένα δωμάτιο όπου μαθαίνεις ΠΟΛΛΑ για τη χώρα που επισκέπτεσαι, ακόμα κι αν περάσεις τα 90 λεπτά του αγώνα έχοντας στρέψει τα μάτια σου στον αγωνιστικό χώρο όχι περισσότερες από δέκα φορές, και μόνο φευγαλέα...
Από τα πολλά που μου έκαναν εντύπωση, θα αναφέρω μόνο δύο. Ένας στους τέσσερις τριγύρω μου στην κερκίδα, ήταν εμφανώς... “πιωμένος”, πολλοί πριν ακόμα αρχίσει το παιχνίδι. Είδα κόσμο ακόμα και να τρεκλίζει ανεβαίνοντας τις σκάλες πριν αρχίσει το παιχνίδι. Είδα μεθυσμένους να κάνουν... μανούρα για τη θέση τους, ζητώντας από άλλους να σηκωθούν, νομίζοντας -λανθασμένα- ότι κάθονταν στη δική τους θέση. Γενικά, η μυρωδιά του αλκοόλ σού έσπαγε τη μύτη καθώς πλησίαζαν κάποιοι. “Σιγά το πράγμα... Παοκτσής είσαι... Δεν έχεις δει μεθυσμένους στην Τούμπα;”, θα παρατηρούσε κάποιος που ξέρει τι συμβαίνει σε εμάς. Η απάντησή μου θα ήταν, ναι, αλλά στην 4 (για τους μη γνώστες, αυτή είναι η κερκίδα των “φανατικών”), όχι στην 6 (από την... 6 του γηπέδου της Λέχια είδα το παιχνίδι χθες. Όπου “6” της Τούμπας, η θύρα στην οποία η μυρωδιά του αλκοόλ μοιάζει πιο μακρινή κι από τον... Πλούτωνα).
Το του αλκοόλ το αναφέρω επειδή “δένει” με αυτό που μου έκανε ΠΟΛΥ μεγάλη εντύπωση και τις δύο προηγούμενες φορές που πέρασα λίγες ημέρες στην Πολωνία (μια βδομάδα το 2011, κι άλλη μία το 2012). Το να δεις μπουκάλια μπίρας ή βότκας ή άλλου αλκοολούχου ποτού άδεια, αφημένα στην άκρη δρόμου, σε περβάζια, σε σκαλοπάτια, σε, σε, σε, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σχεδόν σε οποιαδήποτε χώρα (εξαιρώντας εκείνες που η κατανάλωση αλκοόλ απαγορεύεται γενικώς, ή επιτρέπεται μόνο σε κλειστούς χώρους). Η συχνότητα όμως με την οποία βλέπεις την ίδια αυτή εικόνα στην Πολωνία είναι τέτοια που... αρπάζει την προσοχή σου από τον λαιμό και κολλάει το πρόσωπό σου στο γυαλί κάθε παρατημένου μπουκαλιού. Οι ίδιοι οι Πολωνοί αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα του αλκοολισμού εδώ είναι υπαρκτό και έντονο. Επιπλέον -μερική- απόδειξη; Τέσσερις φορές έχω επισκεφτεί μίνι-μάρκετ στο Γκντανσκ για να αγοράσω ψιλοπράγματα, και τις τέσσερις φορές υπήρχε άνθρωπος (ένας τουλάχιστον) στην ουρά του ταμείου που μύριζε αλκοόλ από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και κρατούσε μόνο μπίρες...
Έχοντας... “στολίσει” τους Πολωνούς για την... αδυναμία τους στο αλκοόλ, το δεύτερο (από όσα μου έκαναν εντύπωση χθες στο γήπεδο) που θα αναφέρω εδώ, είναι απόλυτα κολακευτικό για εκείνους. Όσοι ασχολείστε με το διεθνές ποδόσφαιρο, πρέπει να έχετε ακούσει για τα επίπεδα... καφριλικίου που συναντώνται στα πολωνικά γήπεδα. Αλήθεια είναι ότι σκληροπυρηνικοί συγκεκριμένων ομάδων πρωταγωνιστούν κατά καιρούς σε... σαματάδες που κάνουν τους δικούς μας κάφρους στην Ελλάδα να μοιάζουν μαθητευόμενα καφράκια. Άλλοι, “φημίζονται” για τις σχέσεις τους με ακροδεξιές οργανώσεις, και φροντίζουν να προβάλουν τα πιστεύω τους με πανό και σημαίες. Τουλάχιστον χθες όμως, όχι μόνο γενικά στις κερκίδες αλλά ακόμα και ειδικά στο πέταλο των “ούλτρας” της Λέχια, η... ανθρωπογεωγραφία ήταν πολύ-πολύ ευχάριστα ενδιαφέρουσα...
Δύο “αρχηγοί” στέκονταν σε μία ειδική πλατφόρμα κάτω-κάτω, ακριβώς πίσω από την εστία (το γήπεδο της Λέχια είναι αμιγώς ποδοσφαιρικό, χωρίς στίβο, οι κερκίδες είναι σε απόσταση αναπνοής από τον αγωνιστικό χώρο, και δεν υπάρχει δίχτυ, πουθενά, ούτε καν στο πέταλο των ούλτρας), κι έδιναν... παραγγέλματα. Οι πιο εκδηλωτικοί στις πρώτες 10-15 σειρές, ούρλιαζαν τα συνθήματα που τους έδιναν, όμως ήταν κόσμος... σαν εμένα, “κανονικά ντυμένος”, ούτε ξυρισμένα κεφάλια είδα, ούτε χαρακωμένα πρόσωπα, ούτε φάτσες που σε κάνουν να νομίζεις ότι πρόκειται για άτομα που έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε κελί απομόνωσης κάποιας φυλακής. Ακόμα και κοπέλες υπήρχαν, με μέικ-απ και ψηλοτάκουνες μπότες.
Στο υπόλοιπο του πετάλου, στο οποίο δεν καθόταν κανείς, έβλεπες κόσμο επίσης εκδηλωτικό, που συμμετείχε σε όλα τα... παραγγέλματα, αλλά με ελαφρώς λιγότερο... τεντωμένες φλέβες από εκείνους πιο κοντά στους “αρχηγούς”. Εκεί, έβλεπες... ακόμα κι οικογένειες με παιδάκια, ακόμα και κοριτσοπαρέες(!). Όλοι αυτοί μαζί, είναι οι “ούλτρας” της Λέχια Γκντανσκ, οι οποίοι έφτιαξαν πολύ-πολύ όμορφη ποδοσφαιρική ατμόσφαιρα.
Δύο σύντομα “σφηνάκια” πριν κλείσω για σήμερα: η στάση του τραμ που εξυπηρετεί όσους επισκέπτονται το γήπεδο (χτισμένο σε απόσταση 5-6 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης), με έκανε να χαμογελάσω . Το στέγαστρο και στις δύο πλευρές είναι... μικρογραφία του στεγάστρου του γηπέδου, για να “δένει” με το γήπεδο, τον λόγο για τον οποίο πηγαίνει κανείς εκεί. Μου θύμισε αντίστοιχες εικόνες/έξυπνες ιδέες σε άλλα γήπεδα, ειδικά μία στάση λεωφορείων λίγες δεκάδες μέτρα από το... πολύπαθο υπερ-γήπεδο της Σαχτιόρ στην ανατολική Ουκρανία, που είναι σχεδόν πιστή ρέπλικα των πάγκων που κάθονται εντός γηπέδου οι αναπληρωματικοί των ομάδων και ο προπονητής με τους συνεργάτες του.
Τέλος, πλάκα (εκνευριστική) είχε μετά το τέλος του αγώνα το ότι πήγα στην τουαλέτα, αλλά η... δουλειά μου έμεινε στη μέση, επειδή κάποιος υπάλληλος του γηπέδου έσβησε τα φώτα. Το έχω δει και σε άλλα γήπεδα σε άλλες χώρες, σβήνουν τα φώτα στις τουαλέτες μόλις 5-10 λεπτά μετά τη λήξη του αγώνα, προφανώς για να... παρακινήσουν τον κόσμο να αδειάσει το γήπεδο όσο γίνεται πιο σύντομα, στο συγκεκριμένο γήπεδο όμως το ίδιο φαινόμενο το βρήκα ειρωνικά αστείο (προς το... γελοίο), επειδή όπως έγραψα και νωρίτερα η επίσημη ονομασία του είναι “Stadion Energa Gdansk” (το “n” έχει μία “οξεία” από πάνω, αλλά αυτό θα είναι αντικείμενο φλυαρίας σε άλλο κείμενο), “Energa”, τεράστια επιχείρηση στον τομέα της Ενέργειας, που διαφημίζει στις τέσσερις μεγάλες οθόνες του γηπέδου πόσο... φωτίζει την καθημερινή ζωή των πελατών της με αστείρευτη ηλεκτρική ενέργεια. Το να ξεμένεις από φως στην τουαλέτα γηπέδου που έχει “βαφτιστεί” με το όνομα εταιρείας παροχής ενέργειας, έχει την ειρωνεία/πλάκα του...
Τρίτο “σφηνάκι”... μπόνους, η “άλλα αντ' άλλων” κουβέντα που είχα με οπαδό της Λέχια σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια του ημιχρόνου έξω από μία τουαλέτα. Πρόσεξε το σκουφάκι μου (με το σήμα του ΠΑΟΚ), και μου έπιασε -ενθουσιώδη- κουβέντα, μόνο που... είχε ήδη πιει μισή ζυθοποιεία, και επαναλάμβανε συνεχώς τα ίδια. “Κλου” της κουβέντας μας το ότι αν και φέσι, δοκίμασε να πει την αλφαβήτα στα Ελληνικά(!), με έστω και μικρό ποσοστό επιτυχίας(!!). Μέχρι το έψιλον τα πετύχαινε. Τα υπόλοιπα ακουγόντουσαν όπως θα ακουγόταν Έλληνας μη γνώστης Κινέζικων αν προσπαθούσε να πει μία πρόταση σε αυτά (και μάλιστα μεθυσμένος. Ανεκτίμητο).
Αύριο επιστρέφω στη Βαρσοβία, οπότε το επόμενο κείμενο θα είναι -επιτέλους- για το ίδιο το Γκντανσκ, εντυπώσεις, παρατηρήσεις, και σύντομη αναφορά σε επική γκάφα που έκανα χθες το βράδυ επιστρέφοντας στο χόστελ από το γήπεδο, και με έχει φαρμακώσει (ας πρόσεχα).
Στις εντυπώσεις μου από το Γκντανσκ (για τους γλωσσικούς νερντς αναφέρω ότι για να προφέρετε το όνομα της πόλης σωστά πρέπει να κάνετε το “ν” πριν το “σ” να ακουστεί σαν ελληνικό χωριάτικο “ν”, ή σαν το ισπανικό “ένιε”) ταιριάζει γάντι το “ναι μεν, αλλά”, με το “αλλά” όμως να είναι διπλό...
“Ναι”, το Γκντανσκ (εννοώ προφανώς την Παλιά Πόλη, εκεί που οι εννιά στους δέκα επισκέπτες του περνάμε το 90% του χρόνου μας στην πόλη) μου άρεσε, με τους πεντακάθαρους λιθόστρωτους δρόμους του, με τις πολύχρωμες προσόψεις των περιποιημένων κτηρίων του, με τον κεντρικό πεζόδρομό του-ορισμό των γοητευτικών πεζόδρομων στην καρδιά “Παλαιών Πόλεων” της Κεντρικής/Ανατολικής Ευρώπης, με το υγρό στοιχείο του που του δίνει επιπλέον πόντους όταν κάνεις... ταμείο εντυπώσεων, με τα πολύ-πολύ πάνω του μετρίου οικονομικά καταλύματά του, με τις άπειρες επιλογές όταν θέλεις να καθίσεις κάπου όμορφα, “ζεστά”, να πιεις/φας κάτι, με, με, με... Προσωπικά είχα και την επιπλέον “επιβράβευση” ότι είδα αγώνα σε γήπεδο που είχα απωθημένο εδώ και κάποια χρόνια. Δεν ξέρω αν κάποιος από εσάς έχει πάει στο Γκντανσκ και δεν του άρεσε, όμως... ειλικρινά νομίζω ότι για να “στραβώσει” επισκέπτης της συγκεκριμένης πόλης μαζί της, πρέπει να είναι τόσο στριφνός, δύστροπος, που να... σιχαίνεται τα κουταβάκια, να κλοτσάει το μπαστουνάκι αόμματου ενώ περπατάει, να του λένε καλημέρα με χαμόγελο και η απάντησή του να είναι “ξεφορτώσου με!” (το τελευταίο το έχω κάνει -μια και δύο...- οπότε... φανταστείτε, ακόμα ΚΙ ΕΓΩ δεν μπόρεσα να βρω κάτι για να “στραβώσω” με το Γκντανσκ).
“Ναι μεν”, λοιπόν, “αλλά”, το Γκντανσκ δεν το χάρηκα/γύρισα όσο ήθελα/είχα σχεδιάσει, λόγω... αντικειμενικής δυσκολίας. Δύο μέρες πριν πετάξω από Θεσσαλονίκη για Πολωνία, έπαθα διάστρεμμα παίζοντας μπάλα (τρομάρα μου... Εκατό κιλά ατσούμπαλος άνθρωπος). Έβαλα αμέσως πάγο, πέρασα τη βραδιά (γύρω στα μεσάνυχτα συνέβη το... κακό) με το πόδι φασκιωμένο με κομμάτια κρεμμύδι), πέρασα την επόμενη μέρα στο κρεβάτι (ούτε να το πατήσω δεν μπορούσα) βάζοντας πάγο κάθε δύο ώρες, κι έχοντας το πόδι πάνω σε μαξιλάρι, για να είναι πάνω από το ύψος της καρδιάς (έτσι μου είπαν να κάνω, έτσι έκανα), γενικά έκανα ό,τι μπορούσα/προλάβαινα να κάνω πριν πετάξω, όμως... έστω κι έτσι, φθάνοντας στο Γκντανσκ, ο αστράγαλός μου εξακολουθούσε να έχει τα χάλια του.
Επιπλέον, οι λιθόστρωτοι δρόμοι της Παλιάς Πόλης, όσο ευχάριστοι ήταν στο μάτι, τόσο επώδυνοι ήταν στο πόδι. Μπορούσα πλέον να το πατάω και να περπατάω σιγά-σιγά, όμως... άλλο επίπεδη επιφάνεια, άλλο αίθουσα αναχωρήσεων αεροδρομίου, κι άλλο λιθόστρωτος δρόμος, με κάθε δεύτερο βήμα να συνοδεύεται από “αχ” (κι από βροχή μπινελικίων με αποδέκτη τον ίδιο μου τον εαυτό, για αυτό που κατά κάποιον τρόπο προκάλεσα μόνος μου σε μένα). Για να μη μακρηγορήσω περισσότερο, κάθε φορά που έβγαινα -σύντομη- βόλτα, έκανα ό,τι κάνουν οι γυναίκες που φοράνε τακούνια και φοβούνται μη στραβοπατήσουν σε τέτοιους δρόμους... Σκάναρα τα επόμενα δέκα μέτρα του λιθόστρωτου και πήγαινα σιγά-σιγά προς τα κομμάτια του δρόμου που είχαν κάπως φαρδιές και σχετικά επίπεδες πλάκες, αποφεύγοντας τα κομμάτια που μου εγγυόντουσαν -περισσότερο- πόνο.
Το... κερασάκι στην τούρτα ήταν το τελευταίο πρωινό, τη Δευτέρα. Όταν αγόρασα το εισιτήριο της επιστροφής στη Βαρσοβία, επέλεξα λεωφορείο που έφευγε νωρίς το απόγευμα, έτσι ώστε να έχω ένα ακόμα γεμάτο πρωινό στο Γκντανσκ. Με τον αστράγαλο να είναι σε χειρότερα χάλια από εκείνα της ημέρας που έφθασα στην πόλη, τις τελευταίες ώρες μου τις πέρασα στον κοινόχρηστο χώρο του χόστελ, μουρμουρίζοντας βρισιές κάθε φορά που με την παραμικρή κίνηση που έκανα, πονούσα... Τόσο “όμορφα”...
Το δεύτερο “αλλά” είχα τους ενδοιασμούς μου αν έπρεπε να το μοιραστώ, αισθάνομαι ότι φλερτάρω επικίνδυνα με το να “ακουστώ” φαντασμένος, ψωνισμένος, όμως... κατέληξα στο ότι ακόμα κι έτσι να με χαρακτηρίσετε κάποιοι, θα ζήσω. Ναι μεν γραφική λοιπόν η Παλιά Πόλη του Γκντανσκ, ναι μεν μου προκάλεσαν θετικές εντυπώσεις όλα εκείνα που ανέφερα νωρίτερα, όμως... ευτυχώς ή δυστυχώς, έχω φθάσει πλέον στο σημείο, ταξιδιωτικά, να εντυπωσιάζομαι δύσκολα.
Απλοϊκά εξηγώντας το, είναι σαν να βλέπεις μία ταινία για πρώτη φορά, ταινία η οποία σε συναρπάζει (πρώτη φορά σε άριστα διατηρημένη -ή, στην περίπτωση του Γκντανσκ, άριστα ξαναχτισμένη από την αρχή, μετά τα πάνδεινα που υπέστη κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο- Παλιά Πόλη στην Κεντρική Ευρώπη). Μετά από λίγο καιρό τη βλέπεις ξανά, προσέχοντας λεπτομέρειες που σου ξέφυγαν την πρώτη φορά. Δεν τη χορταίνεις, καλείς παρέα που μοιράζεται τον ενθουσιασμό σου, οργανώνεις ειδική βραδιά στο σπίτι σου, και τη βλέπεις ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Κάποια στιγμή όμως, χωρίς να σταματήσει η ταινία να σου αρέσει, συμβαίνει... απλά αυτό, σου “αρέσει”, σταματά να σε “ξετρελαίνει”, σταματάς να ανυπομονείς να τη δεις ξανά. Η ίδια ταινία είναι, όλα εκείνα που λάτρεψες την πρώτη φορά που την είδες είναι ακόμα εκεί, στο χέρι σου είναι να το... σκαλίσεις και να ανακαλύψεις ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες που μπορεί να σου ξέφυγαν τις... δέκα φορές που την είδες, όμως... ο “wow factor” έχει ατονήσει. Πολύ.
Διευκρινίζω ότι δεν παραπονιέμαι, δική μου επιλογή ήταν να έρθω ξανά στην Πολωνία και να πάω στο Γκντανσκ, ήξερα τι να περιμένω... οπτικά, είχα δει φωτογραφίες κι είχα καλή εικόνα των προτερημάτων της Παλιάς Πόλης του, όλα ήταν όσο όμορφα τα είχα φανταστεί, απλά... επαναλαμβάνω, ευτυχώς ή -μάλλον- δυστυχώς, έχω φτάσει σε ένα σημείο να εντυπωσιάζομαι δύσκολα, και να έχω στρέψει το ταξιδιωτικό ενδιαφέρον μου κυρίως σε αυτό για το οποίο το πάθος μου κάθε άλλο παρά έχει... ξεθυμάνει. Εννοώ το να πηγαίνω σε μέρη με πρωταρχικό κίνητρο το να παρακολουθήσω κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα. Εκείνος που είδα στο Γκντανσκ ήταν ο 217ος εκτός Ελλάδας, και... συνεχίζω. Μετά τα τρία βράδια που πέρασα στη Βαρσοβία, σήμερα ήρθα στην Κρακοβία, κι αύριο... μεταφέρω τη βάση μου στο Κατοβίτσε. Τρία βράδια θα περάσω εκεί, σε τρία παιχνίδια της μεγάλης κατηγορίας της Πολωνίας θα πάω, με την ειρωνεία της υπόθεσης να είναι ότι κανένα από τα τρία δε θα είναι στο ίδιο το Κατοβίτσε (αλλά σε μικρότερες πόλεις σε απόσταση λίγων δεκάδων χιλιομέτρων).
Τη Δευτέρα θα επιστρέψω στην Κρακοβία για ένα ακόμα παιχνίδι. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα δω τέσσερα παιχνίδια σε τέσσερις διαδοχικές ημέρες σε τέσσερις διαφορετικές πόλεις (γνωστοί μου που τους αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο νομίζουν ότι... έχω ξεφύγει, οπότε μπορώ να φανταστώ πόσο “για δέσιμο” φαντάζει η εμμονή μου με το να βλέπω ποδόσφαιρο στο εξωτερικό σε κάποιους από εσάς που γενικά δε θα μπορούσε το ποδόσφαιρο να σας ενδιαφέρει λιγότερο ).
Στη διαδρομή με το λεωφορείο από τη Βαρσοβία στο Γκντανσκ σκεφτόμουν ότι η Πολωνία έχει κάνει αυτό που λένε στα Αγγλικά “reinvented itself”. Από τη χώρα που ήταν επί κομμουνισμού(...), έχει γίνει αυτό που είναι σήμερα, με όλα τα καλά και τα στραβά της, αλλά... ανανεωμένη, σε πάμπολλους τομείς. Κάτι παρόμοιο νομίζω ότι κάνω εγώ, έχοντας αλλάξει τις προτεραιότητές μου σαν ταξιδιώτης. Δεν έχω διαγράψει κάποιο από τα κίνητρα που πάντα είχα, απλά τα έχω... αλλάξει σειρά, βάζοντας ψηλότερα εκείνο που σήμερα είναι για μένα απόλυτη προτεραιότητα. Μόνο ο χρόνος θα δείξει πόσο θα πάρει και σε αυτόν τον κύκλο να ολοκληρωθεί (και να αρχίσει, ελπίζω, κάποιος άλλος).
Ένα... παράπλευρο “δώρο” τού να έχεις ένα πάθος και να το κυνηγάς με... λύσσα όταν ταξιδεύεις, είναι ότι πολύ συχνά η... αρρώστια σου σε πηγαίνει σε μέρη που υπό διαφορετικές συνθήκες δε θα πήγαινες, δε θα είχες λόγο να πας, δε θα είχες κίνητρο να πας, δε θα περνούσε καν από το μυαλό σου, ίσως να μην ήξερες καν την ύπαρξή του. Σε ταξίδια μου έχω συναντήσει κόσμο που ήταν πρόθυμος να πάει σε... extreme lengths (αν δεν πετάξω την αγγλικούρα μου σε κάθε κείμενο δεν μπορώ) για να δοκιμάσει τοπική σπεσιαλιτέ όχι οπουδήποτε, αλλά ΣΤΟ μαγαζί, εκεί που οι ντόπιοι έλεγαν ότι είναι καλύτερη από οπουδήποτε αλλού, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε μεγάλη διαδρομή με ταξί σε μακρινή από το κέντρο γειτονιά μίας πόλης...
Έχω συναντήσει άλλους που ήταν ενημερωμένοι μέχρι... ανατριχίλας για το πού μπορούσαν να βρουν τα ψηλότερα κύματα, για σέρφινγκ, κι ήταν αποφασισμένοι να φέρουν τα πάνω-κάτω για να βρουν τρόπο να πάνε εκεί. Άλλοι, ήταν πρόθυμοι να πάρουν δύο λεωφορεία για να πάνε σε μουσείο/χώρο τέχνης/μοναστήρι/κάστρο, οτιδήποτε ήταν προτεραιότητα για τον καθένα. Το δικό μου πάθος με έχει οδηγήσει στο/στην Αβεσανέδα (κολλητά στο Μπουένος Άιρες), στο Λανούς (πάλι Μπουένος Άιρες), στο Σανγκολκί (δέκα τραγούδια δρόμος με λεωφορείο από το Κίτο), στην Μπαρρανκίγια (κοντά στην Καρταχένα, στην Κολομβία), στη Σουίτα (προάστιο της Οσάκα), στο Νιούκασλ (της Αυστραλίας, λίγο βόρεια του Σίδνεϊ), σε δεκάδες άλλες πόλεις που αν δεν ήταν το ποδόσφαιρο δεν θα είχα πάει (ίσως και να μην τις είχα καν ακούσει), και, για να μπω επιτέλους στο... ψητό του σημερινού κειμένου, στο παντελώς άγνωστο σε εμάς τους Έλληνες (για την ακρίβεια, στο 99,9% όλων των Ευρωπαίων, μαντεύω), Γκλιβίτσε(!).
Στο μισάωρο που πέρασα την Παρασκευή στο λεωφορείο από το Κατοβίτσε μέχρι το Γκλιβίτσε, ο καιρός πέρασε από χιονόνερο σε χιόνι, από χιόνι σε “ίσα που το στρώνει...”, σε “κοίτα που το έστρωσε”, σε μίνι χιονοθύελλα, σε “κάνε πλάκα να αναβληθεί το παιχνίδι!” Λυτρώνοντάς σας από την αγωνία, σας καθησυχάζω αμέσως ενημερώνοντάς σας ότι το παιχνίδι έγινε κανονικά (μπορώ σχεδόν να ακούσω τα ξεφυσήματα ανακούφισης). Όσο για την πόλη, στη σύντομη βόλτα που μπόρεσα να κάνω κοροϊδεύοντας τον εαυτό μου νομίζοντας ότι η ομπρέλα θα με προστάτευε από το χιόνι που λόγω αέρα ερχόταν από... παντού, μου θύμισε την εκπομπή που χάζευα στα τελευταία λεπτά της κάθε Δευτέρα/Τρίτη/Τετάρτη περιμένοντας να αρχίσει το “Μην αρχίζεις τη μουρμούρα”. Ξέρετε, πέντε άτομα μαγειρεύουν όλοι για όλους, ένας κάθε βράδυ, και ανάλογα με το πώς τα πάνε, τσιμπάνε πόντους από τους υπόλοιπους...
Ανεξάρτητα από το πώς πετυχαίνουν (ή όχι) τα ίδια τα φαγητά, όλοι τους φαίνονται να ετοιμάζονται με ενθουσιασμό για τη βραδιά που φιλοξενούν στο σπίτι τους. Έχουν το τραπέζι με μεράκι στημένο, φροντίζουν να κάνουν τους καλεσμένους τους να αισθανθούν σαν στο σπίτι τους, βγάζουν ορεκτικό, κυρίως γεύμα, επιδόρπιο, κάποιοι καλούν και μουσικούς στο σπίτι για να διασκεδάσουν τους καλεσμένους τους, και στο τέλος, μοιράζουν και τα δωράκια που πήραν στους φιλοξενούμενούς τους. Επαναλαμβάνω, κάποιοι “το έχουν” πραγματικά με το μαγείρεμα, και εντυπωσιάζουν τους υπόλοιπους. Όλοι τους όμως, μα όλοι, το παλεύουν φιλότιμα για να είναι αν μη τι άλλο φιλόξενοι οικοδεσπότες/οικοδέσποινες.
Το Γκλιβίτσε καλύπτει πολύ ικανοποιητικά τα βασικά. Έχει -έστω και μικρή- Παλιά Πόλη, με τα κλασικά λιθόστρωτα δρομάκια και μεσαιωνικά κτήρια. Έχει -πάλι μικρό- κουκλίστικο rynek (κεντρική πλατεία/παλιά αγορά), όπως κάθε μεσαιωνική Παλιά Πόλη της Πολωνίας που... σέβεται τον εαυτό της. Έχει ποτάμι -τριτώνει το “μικρό”. Σχεδόν μπορείς να πηδήξεις από τη μια πλευρά του στην άλλη- με χώρο για περίπατο στις δύο πλευρές του. Έχει τεράστιο μοντέρνο εμπορικό κέντρο απέναντι από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό (για τον... καταναλωτή μέσα μας), έχει και σχετικά καινούργιο γήπεδο (είμαι βέβαιος ότι το τελευταίο σάς έπεισε να πάτε όσο γίνεται πιο σύντομα).
Με άλλα λόγια, έχει/κάνει τα πάντα για να ικανοποιήσει τον για πρώτη φορά επισκέπτη του, το παλεύει φιλότιμα, και μπορεί ο καιρός να μη με άφησε να το γυρίσω περισσότερο (αν και ειδικά στην Παλιά Πόλη το χιόνι ήταν συμπληρωματικό τής όλης... ρομαντικής ατμόσφαιρας), όμως του Γκλιβίτσε τού βάζω ένα 7, το οποίο θα ήταν 8 αν δεν είχα στραβοπατήσει στην αρχή της βόλτας (πάλι ο αριστερός αστράγαλος... Είναι αυτό που λένε, ότι κτυπάς εκεί που ήδη πονάς), κάνοντας το περπάτημα ένα βάσανο και μισό (ανέφερα λεπτομέρειες επί τούτου στο προηγούμενο κείμενο).
Σάββατο, καινούργια μέρα, μία ακόμα “ημερήσια” από το Κατοβίτσε, που όπως έγραψα πριν από λίγες ημέρες είχα επιλέξει σαν βάση μου για τρεις ημέρες. Προορισμός, μία ακόμα πόλη που αν δεν ήταν το ποδόσφαιρο δε θα είχα ούτε ακουστά. Λέγεται Μπιέλσκο-Μπιάγουα (με παύλα ανάμεσα, επειδή πρόκειται για δύο πόλεις που κάποια στιγμή ενώθηκαν σε μία), είναι... δυο βήματα από το τριεθνές, το σημείο στο οποίο συναντώνται τα σύνορα της Πολωνίας με την Τσεχία και τη Σλοβακία, και όσο “Μπιέ-τι;” άγνωστο και κενό ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος ακούγεται, τόσο... ανταποδοτικός ήταν ο χρόνος που πέρασα εκεί. Το Μπιέλσκο-Μπιάγουα έχει όλα τα θετικά του Γκλιβίτσε, με τη διαφορά ότι... “κάνει και παπάδες” στην κουζίνα. Τεράστιας σημασίας λεπτομέρεια: ο ουρανός ήταν γαλανός, και κάνοντας βόλτα στην Παλιά Πόλη του και δίπλα στο ποτάμι, μπορούσα να βγάζω φωτογραφίες ανέμελος, χωρίς να προσπαθώ να ισορροπήσω τη μηχανή στο ένα χέρι, κρατώντας με το άλλο την ομπρέλα, πασχίζοντας να προστατέψω τα πράγματά μου από τα... στοιχεία της φύσης.
Από τα... κλου του χρόνου που πέρασα στο Μπιέλσκο-Μπιάγουα, η επίσκεψή μου στο γραφείο τουριστικών πληροφοριών της πόλης, απέναντι από το επιβλητικό Δημαρχείο. Ρώτησα από περιέργεια τη συμπαθέστατη και εξυπηρετικότατη κοπέλα εκεί, αν επισκέπτονται την πόλη ξένοι τουρίστες. Το “Τσέχοι, Σλοβάκοι” δε με ξάφνιασε, μια και Τσέχοι και Σλοβάκοι που ζούνε κοντά στο “τριεθνές” μπορούν σχεδόν να... ποδηλατήσουν μέχρι το Μπιέλσκο-Μπιάγουα. Τόσο κοντά είναι. Ούτε το “αρκετοί Γερμανοί” με ξάφνιασε, μια και η Σιλεσία, το κομμάτι της Πολωνίας όπου βρίσκεται το Μπιέλσκο-Μπιάγουα, έχει στενούς ιστορικούς δεσμούς με τη Γερμανία. “Πολλοί Ιταλοί”, μου είπε ακόμα η κοπέλα με ενθουσιασμό, εξηγώντας μου όμως ότι στην πόλη έχουν επενδύσει πολλές ιταλικές εταιρείες, Ιταλοί ζούνε μόνιμα εκεί, και προφανώς τούς επισκέπτονται συγγενείς/φίλοι/γνωστοί. “Πέρσι είχαμε ακόμα και μία παρέα Αυστραλών!”, συνέχισε η κοπέλα, με τα μάτια της να ανοίγουν όσο περισσότερο μπορούν ανθρώπινα μάτια να ανοίξουν. “Αν επιτρέπεται, εσείς από πού είστε;” “Ελλάδα”. “Αααα... Δε θυμάμαι να μπήκε ποτέ στο γραφείο μας Έλληνας”. Προφανώς δεν υπάρχουν ελληνικές επιχειρήσεις στο Μπιέλσκο-Μπιάγουα, το οποίο πάντως φημίζεται για το πόσο business-friendly είναι, έχοντας προσελκύσει εταιρείες από μια ντουζίνα χώρες. Γενικά η κοπέλα έδειχνε να μην υποδέχεται πολύ κόσμο στο γραφείο, και να παρακαλούσε να της έδινε κάποιος κάτι να κάνει. Τέσσερις φορές έκανα να φύγω, και τέσσερις φορές μού πρότεινε να μου δώσει περισσότερα φυλλάδια, τέσσερις φορές με ρώτησε αν υπήρχε κάτι άλλο στο οποίο θα μπορούσε να με βοηθήσει.
Χθες, Κυριακή, ήταν η μέρα/σειρά του Ζάμπζε (Zabrze γράφεται, αλλά το “r” δεν προφέρεται σαν “ρ”, αλλά κάνει το “z”... παχύ. Γι' αυτό τον Warzycha του Παναθηναϊκού τον λέγαμε/λέμε Βαζέχα -το “y” ακούγεται κάτι μεταξύ “ι” και “ε”, σαν να μην μπορεί να αποφασίσει και να πηγαίνει στη... μέση). Το σχόλιό μου για τη συγκεκριμένη πόλη, είναι ότι είμαι ένας ηλίθιος και μισός(!). Πριν από έναν μήνα είδα ότι στο συγκεκριμένο παιχνίδι η τοπική Γκούρνικ (“χωριάτικο” το “νι”) θα άνοιγε για πρώτη φορά και τις τρεις καινούργιες κερκίδες του γηπέδου της (το κτίζουν σε... δόσεις. Τελείωσαν με τις τρεις κερκίδες, και τώρα αρχίζουν με την τελευταία). Επιπλέον, το παιχνίδι ήταν τοπικό ντέρμπι, κόντρα στη Ρουχ τού γειτονικού Χόζουφ. Γενικά, φέτος, η Γκούρνικ κυνηγά θεατές με το... δίκανο, όμως ήμουν βέβαιος ότι στο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ παιχνίδι τα εισιτήρια θα γίνονταν ανάρπαστα...
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο έγραψα στην ομάδα πριν από έναν μήνα, ρωτώντας πώς μπορούσα να αγοράσω εισιτήριο. Μου απάντησαν, αλλά ο τρόπος που μου πρότειναν συνεπαγόταν κατοχή πιστωτικής κάρτας που να έχει εκδοθεί από πολωνική τράπεζα. Όλο αυτό το διάστημα, τσέκαρα κάθε δεύτερη μέρα στο σάιτ τους πώς πήγαινε η προπώληση (μπορούσα να δω πόσες θέσεις ήταν ακόμα διαθέσιμες), και μέχρι πριν από λίγες ημέρες υπήρχαν ακόμα εισιτήρια. Χθες, όμως, όχι, και το συνειδητοποίησα (αν και το υποπτευόμουν) όταν έφθασα στο γήπεδο. Το είδα γραμμένο στο τζάμι μίας “κάσα” (κιόσκι έκδοσης/πώλησης εισιτηρίων).
Πώς το πήρα; Gracefully, σαν ανώτερος άνθρωπος... Κοκκίνισα αμέσως από τα νεύρα μου, γκρίνιαξα σε έναν υπάλληλο επειδή το σύστημά τους δέχεται μόνο πολωνικές πιστωτικές κάρτες, γάβγισα επειδή τα μέιλ που έστειλα στη γραμματεία του συλλόγου ρωτώντας πώς αλλιώς μπορούσα να εξασφαλίσω εισιτήριο δε μου τα απάντησε ποτέ κανείς, βάρεσα ένα κάγκελο φεύγοντας (ο καρπός μου με πονούσε μέχρι τη στιγμή που έπεσα ο βράδυ για ύπνο), και λίγο αργότερα καβγάδισα με έναν σεκιουριτά επειδή μου είπε να μη βγάζω φωτογραφίες εξωτερικά του γηπέδου(!). Gracefully, σαν ανώτερος άνθρωπος, όπως προανέφερα... (αν σου φταίνε δέκα άλλα, μία φαινομενικά ασήμαντη αφορμή είναι αρκετή για να ξεσπάσεις για τα άλλα δέκα που πραγματικά σού φταίνε).
Τσατισμένος, θυμωμένος 80% με τον εαυτό μου (υπήρχαν τρόποι να βρω εισιτήριο, απλά δεν τους επιστράτευσα, επειδή είμαι αλλεργικός στο να ζητάω χάρες/εξυπηρετήσεις) και 20% με την Γκούρνικ, όπως περπάτησα τα δυόμισι χιλιόμετρα από τον σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι το γήπεδο, έτσι τα περπάτησα και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στη μία ώρα και κάτι που είχα μέχρι το επόμενο τρένο πίσω στο Κατοβίτσε, τριγύρισα στην περιοχή γύρω από τον σταθμό, χρόνος κατά τον οποίο η βασική ανάμνησή μου θα είναι η κοκκινομπλέ (τα χρώματα της Γκούρνικ) λαοθάλασσα που κατευθυνόταν στο γήπεδο (υπό τη διακριτική παρακολούθηση μιας ντουζίνας περιπολικών), ρίχνοντας... αλάτι στην πληγή μου.
Τέλος, Κατοβίτσε. Με το ένα και το άλλο, την πόλη την περπάτησα λίγο μόνο σήμερα το πρωί, πριν επιστρέψω στην Κρακοβία. Σκεπτόμενος τι θα έγραφα εδώ, το μυαλό μου πήγε στην πιο συνηθισμένη, νομίζω, ονομασία αργεντίνικης τσουρρασκαρία, το “Γκαούτσο”. Στις μισές πόλεις (εκτός Αργεντινής) που έχω δει αργεντίνικη τσουρρασκαρία (φαγάδικα-ναοί της κρεατοφαγίας), το όνομά της ήταν “Γκαούτσο”. Το Κατοβίτσε λοιπόν, αν το επισκεφτείς... αδιάβαστος, είναι σαν να μπαίνεις σε “Γκαούτσο” βέβαιος ότι θα απολαύσεις κρεατικά, για να διαπιστώσεις όμως ότι ο τίτλος του μαγαζιού είναι παραπλανητικός, και στην πραγματικότητα έχεις μπει στο μοναδικό... vegetarian “Γκαούτσο” του πλανήτη...
Τι σχέση έχει αυτό με το Κατοβίτσε; Είναι η πρώτη πολωνική πόλη που είδα, η οποία δεν έχει μεσαιωνική “Παλιά Πόλη”, κάτι που αν έχεις ήδη πάει σε 6-7 πολωνικές πόλεις, φθάνεις να θεωρείς δεδομένο. Προσωπικά δεν ξαφνιάστηκα, επειδή είχα διαβάσει για το Κατοβίτσε, το οποίο σε αντίθεση με την Κρακοβία, το Γκντανσκ, το Βρότσγουαφ, ακόμα και το Γκλιβίτσε, το Μπιέλσκο-Μπιάγουα, είναι σχετικά “καινούργιο”, δεν έχει μεσαιωνική κληρονομιά, η κεντρική -κάτι σαν- πλατεία του δεν έχει μπαρόκ κτήρια, αλλά τεράστια σοβιετικού στιλ “κουτιά”. Το βρήκα τόσο... μη πολωνικό (όχι για κανέναν άλλον λόγο, παρά απλά επειδή όλες οι υπόλοιπες πόλεις που έχω ήδη δει στην Πολωνία έχουν “Παλιά Πόλη”), αλλά κι ενδιαφέρον, διαφορετικό, ξεχωριστό, με τον δικό του... μη μεσαιωνικά κληροδοτημένο τρόπο.
Επιπλέον, το Κατοβίτσε έχει κάτι που δεν έχω δει πουθενά αλλού, όχι ΕΤΣΙ. Λέγεται “Σπόντεκ”, είναι κλειστός χώρος στον οποίο φιλοξενούνται από αγώνες διαφόρων αθλημάτων μέχρι συναυλίες και εκθέσεις, κι εκείνο που το κάνει “περίπτωση” είναι το σχήμα του. “Ιπτάμενος δίσκος”, τεράστιος, βγαλμένος από... κόμικ, ή από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ακριβώς δίπλα του δε, υπάρχει ένας εξίσου “περίπτωση” λοφίσκος. Του έκαναν την κορυφή επίπεδη, και τον... σμίλεψαν με τέτοιο τρόπο που γύρω-γύρω είναι γεμάτος από αμβλείες γωνίες, σαν ένα υπερφυσικό χέρι να πήρε ένα... τιτανομαχαίρι και να έκοψε φέτες από τις πλαγιές του λοφίσκου. Ανεβαίνεις σκαλοπάτια μέχρι την κορυφή του, κι έχει πλάκα ότι αν σταθείς στην άκρη των σκαλοπατιών, δίπλα σε τοίχο, κοιτάς ψηλά και βλέπεις μια απόλυτα επίπεδη ανηφορική πράσινη λοφοπλαγιά. Αυτό, δίπλα στον “Ιπτάμενο Δίσκο”, ήταν ό,τι πιο ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά και landscape-ικά είδα στο Κατοβίτσε, το οποίο, τώρα που το σκέφτομαι, μου θυμίζει κάτι που έγραψα για την πόλη-σπίτι μου στη Γουατεμάλα, το 2009...
Έγραψα τότε για το Κετσαλτενάνγκο ότι είναι σαν ανέκδοτο που δεν “πιάνεις” με τη μία, δε σκας στα γέλια αμέσως μετά την punch line του, το αστείο του δεν είναι προφανές. Περνούν κάποια δευτερόλεπτα, συνδέεις στο μυαλό σου τις σκόρπιες λεπτομέρειες του ανέκδοτου, και μόνο τότε καταλαβαίνεις πόσο πραγματικά αστείο είναι. ΕΙΝΑΙ γοητευτικό (με τον τρόπο του), όμως... πρέπει να πάρεις τον χρόνο σου για να το εκτιμήσεις. Οι αρετές του δεν είναι προφανείς, όμως τις ανακαλύπτεις αν περάσεις χρόνο εκεί, κάτι που έκανα το 2009, όταν επέλεξα τη “Σέλα” για μαθήματα Ισπανικών.
Το Κατοβίτσε είναι -στο δικό μου μυαλό- κάτι παρόμοιο. Δεν είναι... Κρακοβία, δε σε “χαζεύει”, δεν το ερωτεύεσαι με την πρώτη ματιά, όμως έχει τα θετικά του, ίσως όχι τόσο για τους επισκέπτες του, όσο πολύ περισσότερο για εκείνους που ζουν και εργάζονται εκεί (έχει από τα υψηλότερα μέσα εισοδήματα στην Πολωνία, αν όχι ΤΟ υψηλότερο, πάνω ακόμα κι από την πρωτεύουσα Βαρσοβία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής που μπορεί κανείς να περιμένει σε μία ευημερούσα πόλη).
Το κείμενο αυτό το ανεβάζω μεσάνυχτα Δευτέρας από την Κρακοβία. Επέστρεψα σήμερα για να είμαι το απόγευμα στο γήπεδο της ομάδας που στην Ελλάδα (γενικά στην Ευρώπη, με εξαίρεση την ίδια την Πολωνία) έχουμε μάθει να λέμε “Βίσλα” (το “l” έχει μια διαγώνια γραμμούλα στη μέση, που αλλάζει τον ήχο του σε... κάτι άλλο, όχι “λ”. Το “σε τι ακριβώς”, εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, κυρίως από το πού ακριβώς στην Πολωνία βρίσκεσαι, πόσων ετών είναι εκείνος που σου μιλάει, ακόμα και πόσο... σπουδαγμένος είναι). Αύριο έχω όλη τη μέρα στην Κρακοβία (την Τετάρτη “μετακομίζω” στο “Βρότσλαβ” -αρκετά το κούρασα με τα Πολωνικά σήμερα, το αφήνω το “Βρότσλαβ” για άλλη μέρα), οπότε το επόμενο κείμενο θα είναι με εντυπώσεις από την “Κράκουφ”.
Σε ένα τραπέζι κάθεται μια μεγάλη παρέα Αργεντινών, σε άλλο Ισπανών, σε μια γωνιά δυο Ιάπωνες συνομιλούν, και σε μία άλλη δύο κοπέλες από την Πορτογαλία ασχολούνται με τα κινητά τους. Είμαστε ήδη 15 άτομα στην ψηλοτάβανη τραπεζαρία/κοινόχρηστο χώρο του χόστελ “μου” στην Κρακοβία, όμως αυτός είναι τόσο μεγάλος που χωράει άνετα άλλους τόσους. Στη μέση, ένας μπουφές με... όλα τα καλά. Η ποικιλία μού θυμίζει τα πρωινά σε χόστελ στη Βραζιλία, με τη διαφορά ότι από τον... εδώ μπουφέ λείπουν οι τρεις διαφορετικοί χυμοί εξωτικών φρούτων. Κερασάκι στην τούρτα, τα δύο μεγάλα παράθυρα που βλέπουν στο πάρκο που περιβάλει την Παλιά Πόλη, και κάνουν τον ούτως ή άλλως μεγάλο χώρο να μοιάζει ακόμα μεγαλύτερος.
Σε διπλανή σχεδόν εξίσου μεγάλη αίθουσα είδαμε χθες το βράδυ ένα μάτσο άνθρωποι την Μπάρσα να κερδίζει -μόνο- 0-2 την Άρσεναλ. Λίγο πριν αρχίσει το παιχνίδι, πήγα στη ρεσεψιόν και ζήτησα από την κοπέλα εκεί αν μπορούσε να αλλάξει το κανάλι, να το γυρίσει σε εκείνο που θα έδειχνε το παιχνίδι. Μου είπε ότι το τηλεκοντρόλ το είχε μία κοπέλα που είχε ήδη πάρει θέση και περίμενε κι εκείνη το παιχνίδι(!). Αποδείχθηκε Αργεντίνα.
Προσθέστε σε αυτά τον ευρύχωρο κοιτώνα, τις μοντέρνες ντουζιέρες, το σούπερ φιλικό προσωπικό, και τη “δεκάρι με τόνο” τοποθεσία του, και καταλαβαίνετε γιατί θεωρώ τα πέντε ευρώ τη βραδιά εδώ σχεδόν... κλοπή (με θύτες εμάς που μένουμε εδώ, και θύμα το ίδιο το χόστελ).
Σκεφτόμουν χθες το βράδυ ποιες λέξεις να χρησιμοποιήσω για να περιγράψω το πόσο μου αρέσει η Κρακοβία, όμως... είναι σχεδόν σαν να προσπαθείς να ζωγραφίσεις με λέξεις το πορτρέτο του Μέσι. Μπορείς να αφιερώσεις παραγράφους και παραγράφους πλέκοντας το εγκώμιό της, όμως πάλι ατελή θα αφήσεις τον ύμνο. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι προσωπικά είχα κάθε λόγο (μάλλον, για να είμαι ακριβής, ΕΝΑΝ λόγο, αλλά τεράστιο) για να... αντιπαθήσω την Κρακοβία(!).
Εξηγούμαι. Σε πολύ απλά Ελληνικά, “παίρνω ανάποδες” με μέρη για τα οποία γίνεται απύθμενα πομπώδης ντόρος. Σε προηγούμενη ιστορία πρέπει να ανέφερα ότι την πρώτη φορά που πήγα στο Ρίο ντε Ζανέιρο, το 2007, ήταν οι μέρες που κορυφωνόταν η καμπάνια για την επιλογή των “Επτά Σύγχρονων Θαυμάτων του Κόσμου”, και το άγαλμα του Χρηστού Λυτρωτή “έπαιζε δυνατά” στην... κούρσα. Ο ντόρος που ούτως ή άλλως γίνεται για το συγκεκριμένο αξιοθέατο του Ρίο είναι τεράστιος, αισθάνεσαι ότι είναι το ΕΝΑ μέρος στο οποίο ΠΡΕΠΕΙ οπωσδήποτε να πας, όμως εκείνες τις ημέρες η κατάσταση ήταν -για μένα τον περίεργο- ανυπόφορη. Αποτέλεσμα; Όσο ανόητο -καραηλίθιο του κερατά- φαντάζει, έφυγα από το Ρίο χωρίς να ανέβω στο άγαλμα! (δύο χρόνια αργότερα φάνηκα λιγότερο ανόητος και πήγα)
Την πρώτη φορά που ήρθα στην Κρακοβία, το 2012, η πόλη είχε πάψει προ πολλού να αποτελεί “κρυφό διαμάντι”. Ήταν ήδη ο πιο “ζεστός” προορισμός στην Πολωνία (τουλάχιστον μεταξύ των πόλεων), και η φήμη της είχε αγγίξει επίπεδα... Πράγας. Κάτω από τις συνθήκες όμως που ήρθα τότε, ούτε καν η απέχθειά μου στους πολυδιαφημισμένους προορισμούς μπορούσε να με εμποδίσει να ερωτευθώ την Κρακοβία. Ακόμα και... απεργία να έκαναν οι εργαζόμενοι στον οργανισμό καθαρισμού της πόλης, και τα σκουπίδια να έμοιαζαν βουνά σε κάθε δεύτερη γωνιά, πάλι θα είχα ξελογιαστεί, και η μπόχα τους θα μου φαινόταν πανάκριβο άρωμα. Πώς κι έτσι;
Στην Κρακοβία τότε, αρχές Ιούνη, ήρθα επειδή είχα πετάξει από Θεσσαλονίκη για Βουδαπέστη, με τελικό προορισμό τη Βαρσοβία. Είχα χρόνο, ήμουν σούπερ ευέλικτος, το αεροπορικό για Βουδαπέστη ήταν... τζάμπα, ένα διήμερο εκεί είναι πάντα καλοδεχούμενο, και με την ευκαιρία έσπασα το Βουδαπέστη-Βαρσοβία στα δύο, κάνοντας ολιγοήμερη στάση εδώ. Με -κάτι σαν- εισιτήρια για εφτά αγώνες της φάσης των ομίλων του Euro ήδη στην τσέπη, και με καλές προοπτικές να πάω σε άλλα τρία παιχνίδια (προημιτελικό, ημιτελικό, τελικό), πετούσα στα σύννεφα, και τα πρώτα δέκα λεπτά μου στην Κρακοβία απλά... με έσπρωξαν δυο σύννεφα ψηλότερα...
Έφθασα τότε νωρίς το απόγευμα, με τον ουρανό πεντακάθαρο, καλοκαιρινή θερμοκρασία, και τον σταθμό των λεωφορείων γεμάτο από κόσμο, πολλοί εκ των οποίων φορούσαν τη φανέλα της εθνικής ομάδας τους (η Κρακοβία δε φιλοξένησε αγώνες, όμως προφανώς πολλοί σκέφτηκαν να περάσουν κάποιες ημέρες εδώ πριν αρχίσει το Euro). Ο σταθμός των λεωφορείων είναι... μία υπόγεια διάβαση δρόμος από μία πλατεία στη βορειοανατολική άκρη της Παλιάς Πόλης, πλατεία η οποία είχε μετατραπεί σε “fan zone”, με μίνι γηπεδάκι για παιδιά, με “περίπτερα” εταιρειών-χορηγών της UEFA, με άλλα κιόσκια στα οποία στήνονταν “χάπενινγκς”, γενικά μία ατμόσφαιρα απόλυτα... εορταστική.
Μία ακόμα υπόγεια διάβαση αργότερα, κι ήμουν ήδη στο πάρκο που περιβάλει την Παλιά Πόλη. Περπατώντας προς το χόστελ που είχα επιλέξει τότε, πρέπει να είχα ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο, ή, ξέροντάς με, πρέπει να σιγοτραγουδούσα ή να σφύριζα τραγουδάκια που “κελαηδούν” οι οπαδοί των ομάδων στην Αργεντινή. Για κάποιον λόγο, είναι η αυθόρμητη ενέργειά μου όταν νιώθω ξέγνοιαστος. Το ότι το χόστελ ήταν πάνω στον κεντρικό πεζόδρομο της Παλιάς Πόλης, δύο βήματα από την κεντρική πλατεία, ήταν ένα ακόμα “καλύτερα δε γίνεται” μπόνους.
Με αυτά και μ' αυτά, οι βόλτες μου τότε στην Κρακοβία ήταν... μαραθώνιοι που διακόπτονταν μόνο όταν χρειαζόταν να επαναφορτίσω τις μπαταρίες των φωτογραφικών μηχανών που είχα μαζί μου. Έκανα όσα κάνουν οι για πρώτη φορά επισκέπτες της πόλης, βασικά όμως... περπάτησα, βγάζοντας φωτογραφίες, σιγοτραγουδώντας, σφυρίζοντας, απροκάλυπτα ενθουσιασμένος για το τι είχα τότε μπροστά μου. Τώρα που το σκέφτομαι, ο Δημήτρης εκείνων των ημερών ήταν σαν τον Δημήτρη τη μέρα που πήρε άδεια απολύσεως από τον στρατό, στα 21 μου, τότε που αφελώς πίστευα ότι δεν υπήρχε ταβάνι στο τι μπορούσα να πετύχω/απολαύσω στη ζωή μου. ΤΟΣΟ ξετρελαμένος ήμουν...
Αυτήν τη φορά ήταν... όλα διαφορετικά. Είναι Φλεβάρης, χθες έβρεχε όλη μέρα και το βράδυ το γύρισε σε χιόνι, κάνει παγωνιά, η ατμόσφαιρα είναι μουντή, και το... state of mind μου δεν έχει καμία -μα καμία- σχέση με εκείνη του 2012. Κατά κάποιον τρόπο όμως, το ότι ο καιρός κι εγώ είμαστε όπως είμαστε αυτές τις ημέρες, με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο πραγματικά μου αρέσει η Κρακοβία. Εννοώ ότι... άσχετα από όλα, την πόλη τη βρήκα ξανά γοητευτική, περπάτησα (έστω και υπό βροχή, με ομπρέλα, με ισοθερμικά, με σκούφο, με “κολάρο”, με, με, με) σε κομμάτια της που δεν είχα δει το 2012, και κατέληξα στο ότι η Κρακοβία είναι πόλη στην οποία θα μπορούσα να ζήσω. Για να είμαι ακριβής, στην οποία θα μου άρεσε να ζήσω (το “θα μπορούσα” εμπεριέχει ίχνος πραγματικής, υπαρκτής πιθανότητας, η οποία στην περίπτωσή μου δεν υφίσταται).
Επιπλέον, για να μην κρύβομαι πίσω από το δάκτυλό μου, όσο κι αν αποφεύγω -στο μέτρο του δυνατού- να αναφέρομαι στο ποδόσφαιρο, αυτήν τη φορά πήγα και σε αγώνα στο μεγαλύτερο γήπεδο της πόλης, κάτι που για μένα ήταν “M U S T” (με τα γράμματα έτσι, κεφαλαία, και με σπάσες ανάμεσα). Το... σουρεαλιστικό της υπόθεσης ήταν ότι πριν μπω στο γήπεδο της Βίσλα, περπάτησα μέχρι το -μικρότερο- γήπεδο της Κρακόβια. Πόσο μου πήρε; Υπολογίζω... τρία λεπτά(!!!). Στον... χώρο μας, οι κολλημένοι με το ποδόσφαιρο, ξέρουμε πόσο κοντά είναι τα γήπεδα της Λίβερπουλ και της Έβερτον (ουσιαστικά σε αντίθετες πλευρές του ίδιου πάρκου), της Παρτίζαν και του Ερυθρού Αστέρα, αν και χωρίς να το έχω ψάξει ενδελεχώς κάτι μου λέει ότι δεν υπάρχουν πουθενά στον πλανήτη γήπεδα “μισητών συμπολιτών” πιο κοντινά από εκείνα της Ιντεπεντιέντε και της Ράσινγκ στο Αβεσανέδα, εκεί που... πετώντας μπαλάκι του τένις με την πλάτη στον τοίχο του ενός γηπέδου, μπορείς να το στείλεις στον τοίχο του άλλου γηπέδου.
Στην Κρακοβία, στεκόμενος στη μέση του μεγάλου ανοικτού πράσινου χώρου ανάμεσα στα δύο γήπεδα, έβγαλα πανοραμική φωτογραφία ΚΑΙ με τα δύο γήπεδα μέσα, και μάλιστα πανοραμική φωτογραφία 180 μοιρών, όχι 360. Φαντάζεται κανείς το γήπεδο του Άρη στα 300-400 μέτρα από το γήπεδο του ΠΑΟΚ; Κι όμως, κάτι τέτοιο συμβαίνει στην Κρακοβία...
Σε τρεις ώρες παίρνω λεωφορείο για Βρότσλαβ (είπα σήμερα να μην κουράσω με... μαθήματα προφοράς πολωνικών λέξεων, όσο κι αν με τρώνε τα δάκτυλα), ένα ακόμα μέρος που έχω στην καρδιά μου από την προηγούμενη επίσκεψή μου εκεί (2011). Το μπόνους εκεί αυτές τις ημέρες είναι ότι σύμφωνα με τη μετεωρολογική πρόβλεψη ο καιρός θα είναι “mostly sunny”, με τα παστέλ χρώματα στις προσόψεις των κτηρίων στην Παλιά Πόλη να φαντάζουν πιο... ζεστά, πιο... “τι περιμένεις; Βγάλε τη μηχανή, αλλά πρόσεχε μη σου γλιστρήσει από το κρύο” (η μικρή που χρησιμοποιώ μου έπεσε τρεις φορές την προηγούμενη φορά που πήγα ταξίδι σε μέρος που έκανε κρύο -Βέλγιο, Οκτώβριος 2014- και τα μισά από εκείνα που είχα δώσει για να την αγοράσω, τα “έσκασα” ξανά πρόσφατα για να μου την επιδιορθώσουν).
Ασυναίσθητα, περιττά, πολλές φορές και καταχρηστικά, συνηθίζω να συγκρίνω κάθε μέρος στο οποίο ταξιδεύω με το αμέσως προηγούμενο. Δεν είναι ότι... θέλω καλά και ντε να βγάλω νικητή. Απλά, μ' αρέσει να παρατηρώ, και φυσιολογικό -μου φαίνεται να- είναι να βάζω στο ίδιο κάδρο σύγκρισης τα μέρη από τα οποία έχω πιο... φρέσκες εντυπώσεις.
Όλη αυτή η εισαγωγή για να καταλήξω να μοιραστώ την εντύπωσή μου ότι η Κρακοβία (ακριβώς προηγούμενος προορισμός μου) είναι κατά κάποιον τρόπο η Μαράια Κάρεϊ, και το Βρότσλαβ (από εδώ γράφω αυτό το κείμενο) η... Λάρα Φάμπιαν (46χρονη Βελγοκαναδή τραγουδίστρια, την οποία χρειάστηκε να ψάξω στο ίντερνετ για να δω... περί ποίας πρόκειται).
Τα ονόματα δε μου ήρθαν τυχαία. Η Κάρεϊ θα εμφανιστεί τον Απρίλιο στην Κρακοβία, και τεράστιες αφίσες της βλέπεις σε πολλά σημεία στην πόλη. Σε αυτές, θέλοντας και μη, το μάτι σου κάποια στιγμή πέφτει στο πληθωρικό μπούστο της. Η Μαράια φοράει ένα απλό σέξι φόρεμα, με βαθύ(υυυ) κόψιμο μπροστά, που πρέπει να κάνει ακόμα και ιερέα που έχει δώσει όρκο αγαμίας να... περιπλανιέται το βλέμμα του. Αυτό στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι η Παλιά Πόλη της Κρακοβίας είναι κάπως... Κάρεϊ, με την έννοια ότι τα κάλλη της είναι πλούσια, προφανή, και δεν κάνει καμία απολύτως προσπάθεια να τα κρύψει, αντίθετα, τα επιδεικνύει, χωρίς αυτό να τα μειώνει, μια και η Κρακοβία ΕΙΝΑΙ όντως πανέμορφη, όπως και η Κάρεϊ εκτός από πληθωρικό μπούστο έχει ΚΑΙ σπουδαία φωνή.
Αντίθετα, στο... ταπεινό, σε σύγκριση με την Κρακοβία, Βρότσλαβ, οι αφίσες της Φάμπιαν (η οποία όπως διάβασα στο ίντερνετ έχει πουλήσει πάνω από 30 εκατομμύρια δίσκους στην καριέρα της, αλλά προφανώς η φήμη της δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της Κάρεϊ) τη δείχνουν με ένα επίσης απλό αλλά σίγουρα όχι σέξι ρούχο που μετά βίας αφήνει λίγο τον αριστερό ώμο της ακάλυπτο, να χαμογελάει πλατιά. Όμορφη είναι η γυναίκα, απλά... τα σωματικά κάλλη της δεν είναι προφανή, δε σου βγάζουν το μάτι όπως τη βλέπεις στις αφίσες, εκείνο που προσέχεις πρώτο, δεύτερο, και τρίτο, είναι το τεράστιο χαμόγελό της.
Ομοίως, η Παλιά Πόλη του Βρότσλαβ, με εξαίρεση την κεντρική πλατεία που φαίνεται... “τσίλικη”, περιποιημένη στην τρίχα, έχει κι άλλες ομορφιές, οι οποίες όμως χρειάζονται αργό περπάτημα για να τις προσέξεις, δεν... κραυγάζουν.
Μία τεράστια διαφορά ανάμεσα στις Παλιές Πόλεις της Κρακοβίας και του Βρότσλαβ, είναι ότι η της πρώτης δεν έχει αρχιτεκτονικές... παραφωνίες. Δε θυμάμαι να είδα κτήριο και να σκέφτηκα “τι κάνει το 1950 σε μία μεσαιωνική πόλη;” Αντίθετα, στο Βρότσλαβ, τα κτήρια εντός Παλιάς Πόλης που θυμίζουν έντονα ακόμα και... παλιές εργατικές κατοικίες στον Φοίνικα Θεσσαλονίκης (χωρίς ίχνος διάθεσης πικαρίσματος στους συμπολίτες μου που μένουν εκεί, απλά αναφέρομαι στο πώς φαίνονται εξωτερικά), είναι πάμπολλα.
Αυτό που λείπει όμως από την Παλιά Πόλη του Βρότσλαβ σε... λάμψη, το αναπληρώνει με “καλούδια” που δύσκολα βρίσκεις στην Κρακοβία. Σε κτήρια που μοιάζουν πολύ... ταπεινά, πρέπει να ζούνε αντίστοιχα “ταπεινοί” άνθρωποι, οι οποίοι ικανοποιούν τις καθημερινές ανάγκες τους σε “ταπεινά” μαγαζιά. Η Πολωνία είναι γνωστή μεταξύ άλλων για τα “milk bar” της, μέρη που παρά το όνομά τους είναι στην ουσία απλά φαγάδικα, στα οποία μπορείς να δεις από φοιτητές μέχρι συνταξιούχους. Στην Παλιά Πόλη του Βρότσλαβ είδα τουλάχιστον έξι τέτοια. Στην Παλιά Πόλη της Κρακοβίας; Κανένα...
Στο Βρότσλαβ, οι περισσότεροι κάτοικοι της Παλιάς Πόλης, βγαίνοντας από το σπίτι τους, σε απόσταση 50 μέτρων έχουν έναν τσαγκάρη, μία μοδίστρα, ένα μπακάλικο, ένα μικρό μαγαζί που φτιάχνει κλειδιά. Στην Κρακοβία, ο κάτοικος της Παλιάς Πόλης που στέκεται στην εξώπορτα του πανέμορφου κτηρίου του, στα 50 μέτρα έχει ένα ταϊλανδέζικο ρεστοράν, μία ιρλανδική παμπ, μία ιταλική τρατορία, κι ένα ισπανικό τάπας μπαρ.
Αν “ακούγομαι” επιτιμητικός προς την Κρακοβία, κάθε άλλο παρά αυτό είμαι. Μόλις πριν από τρεις ημέρες έγραψα στο προηγούμενο κείμενο πόσο ερωτευμένος είμαι με την πόλη, και πόσο θα ήθελα μέχρι και να ζήσω εκεί για ένα διάστημα. Απλά... για να το θέσω διαφορετικά, ώρες-ώρες η “στην εντέλεια” περιποιημένη Παλιά Πόλη της Κρακοβίας, αψεγάδιαστη και αυτάρεσκη, μου φαινόταν... πολύ τέλεια για να είναι αληθινή. Σαν “θεά” που τη βλέπεις σε μπαρ, βγαλμένη από... τελετή απονομής Όσκαρ, κι αν είσαι σαν εμένα, άτομο με απογοητευτικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, δεν την πλησιάζεις καν, παίρνοντάς το σαν δεδομένο ότι είναι εντελώς εκτός βεληνεκούς σου.
Η Παλιά Πόλη του Βρότσλαβ από την άλλη, είναι η ίδια “θεά”, όπως τη βλέπεις όμως όχι το βράδυ σε μπαρ, αλλά το πρωί, αγουροξυπνημένη, αναμαλλιασμένη, χωρίς ίχνος μακιγιάζ, ακόμα πανέμορφη, αλλά με πιο... “κοπέλα της διπλανής πόρτας” λουκ.
Κάνοντας βόλτα δίπλα στο ποτάμι στην Κρακοβία, σηκώνεις το κεφάλι και βλέπεις ένα μεσαιωνικό κάστρο. Στο Βρότσλαβ, ανάλογα με το πού κοιτάς όταν περπατάς δίπλα στο ποτάμι, μπορεί να δεις φουγάρα εργοστασίων, που σε κάνουν να σκέφτεσαι “δεν είναι ΠΟΛΥ κοντά στο κέντρο της πόλης για να επιτρέπεται να λειτουργούν;” Κατά κάποιον τρόπο όμως, ακόμα και τα... καπνίζοντα φουγάρα δένουν με την όλη ατμόσφαιρα. Όπως δένει και ο “Sky Tower” σε απόσταση αναπνοής από την Παλιά Πόλη, νότιά της, το ψηλότερο κτήριο της Πολωνίας (πήγα προχθές στο “viewing point” στον 49ο όροφό του), το οποίο βλέπεις από το λεωφορείο τουλάχιστον μισή ώρα πριν φθάσεις στον σταθμό των λεωφορείων. Ξεχωρίζει τόσο στον ορίζοντα που μοιάζει όπως πρέπει να έμοιαζε ο Φασούλας σε σχολικές φωτογραφίες με συμμαθητές του στο δημοτικό και το γυμνάσιο...
Αν έπρεπε να διαλέξω ΕΝΑ στοιχείο του Βρότσλαβ σαν το αγαπημένο μου, χωρίς δεύτερη σκέψη αυτό θα ήταν, μάλλον αυτΕΣ θα ήταν, οι νησίδες στη μέση του ποταμού, ακριβώς βόρεια της Παλιάς Πόλης. Πρόκειται για μικρά πάρκα, τα οποία χθες και προχθές είχαν ελάχιστο κόσμο, όμως τα έχω δει κι αρχές Οκτωβρίου (το 2011) με καλό καιρό και γεμάτα κόσμο, και ήταν... σκέτη απόλαυση. Κάθε φορά που πηγαίνω κάπου, σκέφτομαι, “πού θα καθόμουν να διαβάσω αν περνούσα τρεις μήνες εδώ κάνοντας μαθήματα;” (της τοπικής γλώσσας) Στο Βρότσλαβ, το διάβασμα της νέας ύλης θα το έκανα σε αυτά τα νησάκια, και τις ασκήσεις θα τις έκανα καθισμένος σε ένα απλό μαγαζί, σε πάγκο δίπλα σε τζάμι, πίνοντας καφέ που δε θα μου είχε κοστίσει πάνω από πέντε ζλότι, και τρώγοντας ένα γεύμα για το οποίο δε θα είχα δώσει πάνω από δέκα (οι Πολωνοί μπορεί να γκρινιάζουν ότι τα πάντα είναι πανάκριβα στη χώρα τους, όμως προσωπικά τις -περισσότερες- τιμές τις βρίσκω από προσιτές μέχρι εξωπραγματικά χαμηλές).
Για να το κλείσω σιγά-σιγά, το “Βρότσγουαφ” το έχω στην καρδιά μου από το 2011, την πρώτη φορά που ήρθα εδώ. Τότε, είχα περάσει ένα δίμηνο στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη, παρακολουθώντας ποδόσφαιρο παντού, και γράφοντας τις εντυπώσεις μου σε ένα στοιχηματικό σάιτ. Είχα αρχίσει μάλιστα και ιστορία εδώ, την οποία όμως, κλασικά, άφησα στη μέση. Όπως και το 2012 στην Κρακοβία (αναφέρθηκα εκτενώς στο προηγούμενο κείμενο), έτσι και το 2011 εδώ, η διάθεσή μου ήταν... σούπερ, και το σπουδαίο μπόνους που χάρηκα στο Βρότσλαβ ήταν ότι συνάντησα ένα ντόπιο ζευγαράκι. Είχαν πρόταση να δουλέψουν στην Κουάλα Λούμπουρ, μέλη όμως ενός σάιτ τούς είχαν... αποθαρρύνει, λέγοντάς τους ότι με τον μισθό που τους πρόσφεραν θα το έβρισκαν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ζήσουν καλά εκεί. Η φίλη μου που ζει στην ΚΛ μας έφερε σε επαφή, βρεθήκαμε, τους διέλυσα τις αμφιβολίες (με τα λεφτά που τους έδιναν μπορούσαν να ζήσουν ΠΟΛΥ άνετα, ΚΑΙ να κάνουν ταξιδάκια, αν ήθελαν), και περάσαμε αρκετές ώρες κουβεντιάζοντας, πίνοντας, τρώγοντας, κάνοντας χαβαλέ, πίνοντας, πίνοντας, πίνοντας... Παρεμπιπτόντως, τα παιδιά όντως πήγαν στην Κουάλα Λούμπουρ, και πέρασαν ενάμιση χρόνο-ποίημα, απολαμβάνοντας τη ζωή τους με το εισόδημά τους, το ίδιο που ξερόλες expats σε κάποιο σάιτ είχαν χαρακτηρίσει “αρκετό για να τρως μια φορά την ημέρα και να μένεις σε κοιτώνα μαζί με είκοσι παράνομους μετανάστες από τη Μιανμάρ”.
Τέλος, χθες το βράδυ πήγα και στο “Δημοτικό Στάδιο” της πόλης, εκεί που, μεταξύ άλλων, η δική μας Εθνική έχασε το 2012 από την Τσεχία. Το 2011 το γήπεδο το είδα μόνο από έξω, αρχές Οκτωβρίου τότε, ήταν στα... πιο τελειώματά του, δε γίνεται. Κυριολεκτικά καθάριζαν τον περιβάλλοντα χώρο, πριν τον παραδώσουν επίσημα για τα εγκαίνιά του. Το παιχνίδι χθες το βράδυ ήταν... για να ψάχνεις κολλύριο να απαλύνεις τον πόνο των ματιών σου, όμως το γήπεδο αυτό καθεαυτό είναι... περίπτωση. Σε μία εποχή που τα μοντέρνα γήπεδα δεν έχουν και... θεαματικές διαφορές μεταξύ τους εσωτερικά, το γήπεδο στο Βρότσλαβ ξεχωρίζει επειδή οι κερκίδες του, στο μεγαλύτερο κομμάτι τους, είναι... μονοκόμματες. Θεωρητικά, ακόμα και τα “πέταλα” έχουν ΔΥΟ διαζώματα, όμως το κάτω έχει μόνο οκτώ σειρές καθισμάτων, και το πάνω διάζωμα έχει... 48! Στεκόμενος στην 56η σειρά καθισμάτων, βλέπεις μία αδιάκοπη πράσινη καθισματοθάλασσα να ξεκινά από τα πόδια σου και να φθάνει δίπλα στον αγωνιστικό χώρο, κάτι που κάνει το περίπου 43.000 θέσεων Δημοτικό Στάδιο του Βρότσλαβ να φαντάζει άκρως εντυπωσιακό, ειδικά όταν το φαντάζεσαι γεμάτο, κι όχι με λίγες μόνο χιλιάδες κόσμο, όπως χθες. Η τοπική Σλασκ (Σλονσκ) τα πηγαίνει χάλια, ούτε την ουραγό Γκούρνικ Ζάμπζε δεν κατάφερε να νικήσει χθες, και ο κόσμος στο γήπεδο έχει... αραιώσει.
Κλου του απογεύματος στο γήπεδο το ότι ο “αρχηγός” της κερκίδας των φανατικών της Σλασκ έδωσε κάποια στιγμή το μικρόφωνο σε έναν πιτσιρίκο, όχι πάνω από 10-11 ετών, ο οποίος το χάρηκε με την ψυχή του, δίνοντας παραγγέλματα για τα συνθήματα που ήθελε να φωνάξουν οι “ούλτρας” της ομάδας του.
Σε λίγες ώρες παίρνω λεωφορείο για Βαρσοβία, τα συνεχή πήγαινε-έλα των τελευταίων δέκα ημερών παίρνουν -προσωρινά- τέλος, στο σπίτι της φίλης μου εκεί θα έχω άπλετο χρόνο να ασχοληθώ με τις μέχρι τώρα φωτογραφίες του ταξιδιού, οπότε, chris7, θα δοκιμάσω να ανεβάσω κάποιες εντός των ημερών.
Αυτό που κάνω με τη Βαρσοβία, το ότι συνέχεια αναβάλλω να της αφιερώσω ένα κείμενο, μου θυμίζει εκείνο που έκανα με τον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη. Σκεφτόμουν ότι... ήταν/είναι ΕΚΕΙ, και “κάααποια στιγμή” θα ανέβαινα επιτέλους στην κορυφή του, έτσι, για να δω πώς φαίνεται η παραλία και η υπόλοιπη πόλη από εκεί. Με αυτά και μ' αυτά, μόλις στα 27-28 μου... αξιώθηκα να μπω και να ανέβω στην κορυφή του.
Στη Βαρσοβία πρωτοήρθα τον Οκτώβριο του 2011, όμως την ιστορία που είχα αρχίσει τότε την άφησα στη μέση ακριβώς πριν φθάσω εδώ. Επέστρεψα το 2012 για το εναρκτήριο παιχνίδι του Euro, το Πολωνία-Ελλάδα, όμως τότε δεν μπήκα καν στη διαδικασία να αρχίσω ιστορία. Τώρα, ήμουν εδώ στις 11 Φεβρουαρίου για το πρώτο βράδυ αυτού του ταξιδιού, επέστρεψα μετά από... τριήμερη εκδρομή στο Γκντανσκ, ξανάφυγα για 9-10 μέρες μέχρι που επέστρεψα το Σάββατο από Βρότσλαβ, κι αύριο φεύγω ξανά. Αν δε βάλω ΤΩΡΑ τέλος στην αναβλητικότητά μου, φοβάμαι ότι θα είναι το μοναδικό μέρος στο οποίο θα περάσω χρόνο σε αυτό το ταξίδι των 70 ημερών, και ΔΕΝ θα αφιερώσω ούτε καν λίγες παραγράφους...
Τον Οκτώβριο του 2011 έφθασα εδώ άγρια χαράματα με βραδινό λεωφορείο από το Λβιβ (Ουκρανία). Περπατώντας από τον -δυτικό- σταθμό λεωφορείων προς τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό (δεν ήταν και δίπλα), αν και... ζαλισμένος από την άβολη βραδιά στο λεωφορείο, θυμάμαι ότι το μυαλό μου πήγε στην πρώτη φορά που πέρασα τα σύνορα της Σερβίας με την Κροατία(!).
Τότε, μπαίνοντας στην Κροατία, η... ατμόσφαιρα, η κατάσταση των κτηρίων, τα καθαρά πεζοδρόμια, το ότι οι δρόμοι είχαν γραμμές ανάμεσα στις λωρίδες και μάλιστα φρεσκοβαμμένες, έντονες, διάφορες μικρές-μικρές λεπτομέρειες, με είχαν κάνει να αισθανθώ ότι πίσω μου είχα αφήσει τα Βαλκάνια, και μπροστά μου είχα την... Κεντρική Ευρώπη. Τα πάντα έμοιαζαν ασύγκριτα πιο... “τακτοποιημένα” απ' ότι στη Σερβία, και σωστά ή λανθασμένα, το “τακτοποιημένα” το έχω συνδέσει στο μυαλό μου με την Κεντρική Ευρώπη, και όχι τα Βαλκάνια...
Την ίδια ακριβώς αίσθηση είχα όταν πρωτοπάτησα στη Βαρσοβία, με τη διαφορά ότι πίσω μου είχα αφήσει όχι τα Βαλκάνια, αλλά την Ανατολική Ευρώπη. Όχι ότι η Ουκρανία με είχε αφήσει με την εντύπωση... “χύμα” χώρας, απλά, τα πάντα στη Βαρσοβία έμοιαζαν πιο... “σε τάξη”, μοντέρνα, “γυαλισμένα”, “ραφιναρισμένα”, απ' ότι στο Κίεβο και στο Λβιβ. Θυμάμαι για παράδειγμα ότι είδα μαζεμένα κτήρια με γυάλινες προσόψεις. Κάποια λεωφορεία και τραμ που ήδη κυκλοφορούσαν, έμοιαζαν να είναι τρεις γενιές νεότερα από εκείνα που είχα πάρει στο Κίεβο και στο Λβιβ.
Ίσως πάλι να ήμουν επηρεασμένος από τον τεράστιο θόρυβο που γινόταν τότε για το αν το Euro θα το φιλοξενούσαν και οι δύο χώρες, ή αν, λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στις εργασίες στα γήπεδα της Ουκρανίας, όλοι οι αγώνες θα γίνονταν στην Πολωνία, η οποία είχε φανεί σχεδόν απόλυτα συνεπής, και είχε τα γήπεδα έτοιμα εντός χρονοδιαγράμματος. Για παράδειγμα, τέλη Σεπτεμβρίου στο Κίεβο ακόμα “πάλευαν” να “τρέξουν” τις εργασίες στο Ολυμπιακό Στάδιό τους, και οι εργασίες στο γήπεδο του Λβιβ ήταν επίσης πολύ “πίσω”. Αντίθετα, αρχές Οκτωβρίου στη Βαρσοβία, είχα την τύχη να είμαι στην πόλη τη μέρα που το νεόκτιστο τότε Εθνικό Στάδιο άνοιγε τις πόρτες του για να το δει ο κόσμος, εκείνο και την “επίδειξη” του πώς ανοίγει και κλείνει η οροφή του.
Φεύγοντας από τη Βαρσοβία τότε, αισθανόμουν ότι μόλις είχα περάσει μερικές ημέρες σε μία όμορφη πόλη, “περιποιημένη”, ταχύτατα αναπτυσσόμενη, με την Παλιά Πόλη της (έστω και “ρέπλικα” της αυθεντικής, που καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), με το ποτάμι της, με το μετρό της, με τα πάρκα της, με τα ενδιαφέροντα μνημεία της, με τον όμορφο κόσμο της (τουλάχιστον του γυναικείου φύλλου, στις του οποίου είχα στραμμένη την προσοχή μου), με τα “τσίλικα” γήπεδά της, όμως...
Όμως, ήταν σαν να είχα γνωρίσει μία υπέροχη γυναίκα που είχαμε όλα τα... φόντα να κάνουμε σχέση, χωρίς όμως να “τσιμπηθώ” μαζί της στα πρώτα ραντεβού. Θα μέναμε σε επαφή, μπορεί να γινόμασταν και φίλοι, όμως... μέχρι εκεί. Δεν... ξελογιάστηκα από τη Βαρσοβία (σε αντίθεση με το Κίεβο). Ίσως “έφταιγε” το ότι έμεινα σε χόστελ, και δεν δοκίμασα να φιλοξενηθώ από κάποιον, άρα να έχω ντόπια παρέα. Ίσως να έφταιγε το ότι τότε δεν είχα ασχοληθεί καθόλου -μα καθόλου- με τα Πολωνικά, τα οποία -κακώς, τελικά- θεωρούσα το ίδιο... απλησίαστα με τα Ουγγρικά, ή τα Φινλανδικά. Ίσως να έφταιγε... η σύγκλιση των πλανητών εκείνες τις ημέρες, δεν ξέρω...
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να έφταιγε και το ότι πήγα σε μία συνάντηση μελών ενός σάιτ, ένα... “get-together” για καφέ-τσάι-ποτό, και το πρώτο που είπε η κοπέλα που κάθισε δίπλα μου όταν άκουσε ότι είμαι Έλληνας ήταν, “ε, πρέπει να το περιμένατε ότι κάποια στιγμή θα χρεοκοπούσατε, αφού πηγαίνετε στη δουλειά σας όποτε θέλετε και για όσο θέλετε”(!). Ακόμα κι αυτό όμως, ήταν... ύμνος μπροστά σε όσα άκουσα λίγες εβδομάδες αργότερα στην Μπρατισλάβα...
Οκτώ μήνες αργότερα, η Βαρσοβία ήταν ντυμένη στα Euro-ικά της, κι όλα φάνταζαν ονειρεμένα. Κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι γνώρισα και φιλοξενήθηκα από μία Πολωνή που είναι η κατά 12 χρόνια νεότερη θηλυκή έκδοσή μου. Εκείνο που μας έδεσε περισσότερο ήταν ο σαρκασμός, τον οποίο και οι δύο έχουμε για δεύτερη γλώσσα (όσο κι αν δυσκολεύεστε ίσως κάποιοι να πιστέψτε διαβάζοντας τα κατά κανόνα “φλατ” κείμενά μου εδώ).
Από τότε, όλο με καλούσε να ξανάρθω, κι όλο το ανέβαλα για... κάποια άλλη φορά, δίνοντας προτεραιότητα σε άλλους προορισμούς. Μέχρι πριν από τρεις εβδομάδες. Στο διαμέρισμά της γράφω αυτό το κείμενο, με το χιόνι να πέφτει σαν λυσσασμένο από το πρωί που άνοιξα τα μάτια. Ό,τι καιρό και να κάνει όμως, αυτό το διαμέρισμα έχει κάτι για το οποίο δε θα το άλλαζα ούτε με δωμάτιο πεντάστερου ξενοδοχείου. “Τη φίλη σου”, θα σκεφτεί κανείς. Εεεεεε, ννννναι, κι εκείνη. Βασικά όμως, δυόμισι χιλιόμετρα (όπως πετάει πουλί) βορειοδυτικά, βρίσκεται το Εθνικό Στάδιο. Το διαμέρισμα είναι στον τελευταίο όροφο (13ο) μοντέρνας οικοδομής, με κανένα άλλο κτήριο να είναι αρκετά ψηλό για να κρύβει έστω και μια γωνιά του σταδίου. Κάθε απόγευμα στις έξι, και μέχρι τα μεσάνυχτα, ανάβουν τα φώτα στο εξωτερικό “ρούχο” του σταδίου, κόκκινα και άσπρα, και η ένδειξη “PGE NARODOWY” (το επίσημο όνομα του σταδίου) κάνει αδιάκοπα... κύκλους. Δεν τη χορταίνω αυτήν τη θέα (όπως και το ιδιόρρυθμο χιούμορ της φίλης μου).
Κατά τα άλλα, τη Βαρσοβία αυτήν τη φορά τη βρήκα ακόμα πιο... μοντέρνα από το 2012. Ουρανοξύστες που τότε κτίζονταν, τώρα είναι ολοκληρωμένοι, έχοντας “εμπλουτίσει” το “skyline” της πόλης. Νέα μοντέρνα κτήρια σε αυτόνομα συγκροτήματα έχουν ξεφυτρώσει, στεγάζοντας την όλο και επεκτεινόμενη αριθμητικά μεγαλομεσαία τάξη. Τα πάρκα και τα μνημεία μοιάζουν καλύτερα διατηρημένα από ποτέ, κάτι που εξηγείται από την ακόμα μεγαλύτερη από παλιότερα προσοχή που δίνουν οι τοπικές αρχές στον καλλωπισμό της πόλης. Ακόμα και σε ώρα αιχμής, έχεις την αίσθηση ότι... δεν κολλάς στην κυκλοφορία αν είσαι σε αμάξι, ενώ τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας φαίνονται να λειτουργούν στην εντέλεια, με το εισιτήριο μάλιστα να κοστίζει λιγότερο από το αστικό λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη. Γενικά, έχεις την αίσθηση ότι η Βαρσοβία έχει... πατήσει γκάζι, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι είναι και κανένας... επί γης παράδεισος...
Ακόμα και στην “πιο καλλωπισμένη, δε γίνεται” Παλιά Πόλη, βλέπεις άστεγους που ψάχνουν στα σκουπίδια για... οτιδήποτε. Ο βασικός μισθός είναι στα 1200 ζλότι (καθαρά), δηλαδή λιγότερο από 300 ευρώ, χρήματα που δεν είναι αρκετά για να ζήσει κανείς μόνος του, όσο χαμηλές κι αν είναι οι τιμές στα τρόφιμα, στη βενζίνη, και στη στέγαση -μακριά από το κέντρο. Τουλάχιστον οι πολύ χαμηλά αμειβόμενοι παίρνουν κάποιο βοήθημα-συμπλήρωμα από το κράτος.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με τη λίστα εκείνων που δικαιολογούν το “δεν είναι και επί γης παράδεισος η Βαρσοβία”, όμως... νομίζω ότι θα ήταν άδικο να επεκταθώ σε δεινά της πόλης που είναι δεινά... μάλλον κάθε πόλης σε όλον τον πλανήτη. Εκείνο στο οποίο ούτως ή άλλως θέλω να καταλήξω είναι ότι σαν επισκέπτης της, παρατηρώντας, συγκρίνοντας, και μαζεύοντας πληροφορίες από κάθε πιθανή και απίθανη πηγή, μένω με την αίσθηση (που μπορεί φυσικά να είναι και λανθασμένη) ότι η Βαρσοβία, σε πολύ απλά Ελληνικά, “πηγαίνει μπροστά”, κι ότι ναι μεν υπάρχουν πολλοί που... μένουν πίσω (λογικό, σε μία μεγάλη πόλη), όμως υπάρχει κι ένας όλο κι αυξανόμενος αριθμός πολιτών της που... ανεβαίνει στο τρένο.
Για την Πολωνία γενικά, για τους Πολωνούς και τα Πολωνικά, έχω πολλά ακόμα σχόλια, όμως αυτό το κείμενο είναι ήδη μεγάλο, και ούτως ή άλλως έχω ακόμα... μέλλον στη χώρα, πριν πάρω λεωφορείο για Λβιβ, οπότε... θα επανέλθω. Επόμενος προορισμός μου είναι το “Μπιάλιστοκ” ή “Μπιαλίστοκ” (έτσι το γράφει στα Ελληνικά στη wikipedia, το πρώτο στον τίτλο, το δεύτερο στο κείμενο), τη μεγαλύτερη πόλη της βορειοανατολικής Πολωνίας. Το γιατί κυρίως πηγαίνω εκεί αύριο (μέρα με αγώνες εμβόλιμης αγωνιστικής του πολωνικού πρωταθλήματος), όσοι παρακολουθείτε αυτήν την ιστορία δεν χρειάζεται να... εξαντλήσετε τη φαντασία σας για να μαντέψετε...
Για να μοιραστώ τις εντυπώσεις μου από το Μπιαλίστοκ (ας το γράφω έτσι, χωρίς να το κουράσω με το πώς ακριβώς προφέρεται), πρέπει να κάνω έναν... αχταρμά στον οποίο θα συμπεριλάβω τον Ζαμπούνη(!), μια Αμερικάνα γνωστή μου (“μία γνωστή σου από τις ΗΠΑ”, όπως θα με διόρθωναν φίλοι μου από την Αργεντινή, τη Βραζιλία, γενικά από... οπουδήποτε αλλού στην Αμερική εκτός από τις ΗΠΑ -δεν τους αρέσει να λέμε “Αμερικάνους” τους ΗΠΑϊνούς, λες και οι υπόλοιποι στην ίδια ήπειρο δεν είναι Αμερικάνοι. Δεν έχουν άδικο), το πώς με φοβέριζε η μάνα μου για να φάω όταν ήμουν πιτσιρίκι, αλλά και το Σούκρε (Βολιβία), το Κάλι (Κολομβία), και τις Βρυξέλλες (Ο αχταρμάς).
Τον Ζαμπούνη, επειδή όσο ήμουν στο Μπιαλίστοκ (επέστρεψα χθες το βράδυ στη Βαρσοβία) και σκεφτόμουν τι θα έγραφα εδώ, θυμόμουν να τον ακούω στην τηλεόραση να λέει ότι ένας από τους κανόνες του “σαβουάρ βιβρ” είναι ότι “όταν έχουμε κάτι θετικό να πούμε για κάποιον/κάτι, το λέμε. Αν αυτό που έχουμε να πούμε είναι αρνητικό, το κρατάμε για τον εαυτό μας” (κάπως έτσι τέλος πάντων).
Τη γνωστή μου από τις ΗΠΑ επειδή κάποια στιγμή πρόπερσι πέρασε λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη (εγώ ήμουν αλλού), κι όταν μου έγραψε τις εντυπώσεις της μου περιέγραψε την πόλη με τη λέξη “μπλα”, λέξη που οι ΗΠΑϊνοί χρησιμοποιούν όταν κάτι/κάποιος τους αφήνει εντελώς αδιάφορους, όταν δεν τους προκαλεί καμία εντύπωση. Το ότι η Θεσσαλονίκη τής φάνηκε “μπλα” το αφήνω ασχολίαστο. Το “μπλα” της όμως το θυμήθηκα όσο περπατούσα στους δρόμους του Μπιαλίστοκ.
Τη μάνα μου, επειδή όταν ήμουν πιτσιρικάς, δύσκολος στο φαγητό, για να με κάνει να φάω κάτι που δεν ήθελα, με φοβέριζε με το... κλασικό -κι αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο, για να μη “στολίσω” τη μάνα μου δημόσια- “αν δεν το φας, θα φωνάξω τις γύφτισσες να σε πάρουν”. Στο Μπιαλίστοκ σκέφτηκα ότι η φοβέρα των Πολωνών μαμάδων στα μικρά παιδιά τους που κάνουν τα... δύσκολα στο φαγητό, πρέπει να είναι, “αν δεν το φας, θα σε στείλω να μείνεις με άλλη οικογένεια στο Μπιαλίστοκ”...
Το του Σούκρε, του Κάλι, και των Βρυξελλών, το αφήνω για το τέλος του κειμένου.
Λίγο-πολύ, έχετε ήδη καταλάβει πόσο με... σαγήνεψε το Μπιαλίστοκ. Για να... επεκτείνω το εγκώμιό του που ήδη άρχισα να πλέκω, προσθέτω ότι όσο ήμουν εκεί, σκεφτόμουν ακόμα “πότε ήταν η τελευταία φορά που μία πόλη με άφησε τόσο μα τόσο αδιάφορο”, και, περπατώντας προς τον σταθμό λεωφορείων (τον πιο dodgy που έχω δει εδώ και πολύ-πολύ καιρό, για την ακρίβεια από έναν στις Φιλιππίνες το 2013), σκεφτόμουν “πότε ήταν η τελευταία φορά που αισθανόμουν ΤΟΣΟ καλά που έφευγα από μία πόλη” (αυτό, όσο κι αν έστυψα το κεφάλι μου, το άφησα αναπάντητο).
Για να είμαι δίκαιος απέναντι στο Μπιαλίστοκ, αν προσέξατε, δεν έχω γράψει πουθενά μέχρι τώρα “το Μπιαλίστοκ είναι μπλα, είναι χάλια, είναι αίσχος, είναι, είναι, είναι”. “Μου φάνηκε”, γράφω. Πάντα -προσπαθώ να- είμαι όσο πιο ακριβής -κι ακριβοδίκαιος- μπορώ, και νομίζω ότι θα ήταν τουλάχιστον βλακώδες να χαρακτήριζα μία πόλη “μπλα” έχοντας περάσει εκεί μόλις 30 ώρες, από τις οποίες εφτά ήταν κοιμώμενος, και τέσσερις στο όμορφο μόλις ενός έτους γήπεδο της τοπικής Γιαγκελόνια. Εντυπώσεις μοιράζομαι, όχι... ετυμηγορία για το τι είναι πραγματικά το Μπιαλίστοκ.
Τι ήταν εκείνο που κυρίως με άφησε με αυτές τις... λιγότερο από λαμπρές εντυπώσεις; Το feeling περπατώντας επί ώρες σε μία πόλη που τουλάχιστον στα δικά μου μάτια φαντάζει ένας σχεδόν χωρίς ίχνος γοητείας συνδυασμός επαρχιακού “σοβιετικού” (ξέρω ότι η Πολωνία ήταν ξεχωριστή χώρα και όχι “Δημοκρατία” της ΕΣΣΔ, δεν είμαι τόσο άσχετος από πολωνική ιστορία του 20ού αιώνα, στο αρχιτεκτονικό στιλ αναφέρομαι) και απελπισμένα πεινασμένου (οικοδομικά) μοντέρνου. Εννοώ ότι η πόλη μού φάνηκε πολύ... “σοβιετική”, με πολύ φαρδιούς δρόμους, με τεράστιες... ανοιχτωσιές, με μεγάλα αλλά “άχρωμα” πάρκα, γενικά με χαρακτηριστικά που προσωπικά μού φάνηκαν ενδιαφέροντα τις πρώτες 2-3 φορές που βρέθηκα σε παρόμοιες πόλεις, πλέον όμως δε μου γαργαλάνε καθόλου το ενδιαφέρον. Το “μεγαλιθικό” το σοβιετικό έχει το ενδιαφέρον του (για μένα, ακόμα), ένα κακάσχημο κτήριο-κουτί μπορεί να με κάνει να το προσέξω για ώρα απλά και μόνο με το μέγεθός του, αλλά αυτό το επαρχιακό σοβιετικό με τα χαμηλά κτήρια και τα μαγαζιά με βιτρίνες που μοιάζουν βγαλμένα από τα πρώτα χρόνια της μετα-κομμουνιστικής “ελεύθερης” αγοράς, δεν μου... λένε τίποτα (σε μία κλίμακα από το ένα ως το δέκα για το πόσο “ψωνισμένος” ακούγομαι -”ακούγομαι” σε κείμενο”, τέλος πάντων...- πρέπει να με έχετε κάποιοι αυτήν τη στιγμή μεταξύ... 11 και 12).
Προσθέστε σε αυτά ότι η πόλη μοιάζει με ένα απέραντο εργοτάξιο, κάποια μεγάλα μοντέρνα κτήρια είναι έτοιμα, όμως ασύγκριτα περισσότερα είναι “στο ανέβασμα”, κάτι που σημαίνει ότι κάνοντας βόλτα περνάς συνέχεια μπροστά από ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα που είναι φασκιωμένα με τεράστιες ταμπέλες με το πώς ΘΑ είναι κάποτε ο ίδιος χώρος, όταν οι εργασίες θα έχουν ολοκληρωθεί. Μπράβο στους ανθρώπους, καλό είναι μία οικογένεια -αν δύναται οικονομικά- να ζει σε ένα διαμέρισμα άνετο, σύγχρονο, αντί για μία τρύπα σε κτήριο του '50 στο οποίο τα υδραυλικά του έχουν επιδιορθωθεί περισσότερες φορές κι από αυτοκίνητο της ίδιας δεκαετίας στην Αβάνα (που “κυκλοφορεί” ακόμα, αποτέλεσμα της ίσως ασύγκριτης επινοητικότητας των Κουβανών να καλύπτουν ελλείψεις -μάλλον σχεδόν ολική ανυπαρξία, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα- ανταλλακτικών παμπάλαιων αυτοκινήτων), όμως... δύσκολα μπορώ να φανταστώ επισκέπτη της πόλης να ψελλίζει “χμ... Ωραία πόλη”, κάνοντας βόλτα στους δρόμους του Μπιαλίστοκ.
Εγώ πάντως, εκείνο που ήθελα να κάνω, το έκανα. Είδα ένα ακόμα παιχνίδι σε γήπεδο-υπόδειγμα για το πώς πρέπει να είναι η έδρα μικρομεσαίας ομάδας (μοντέρνο, χωρητικότητα 20-25000 θεατές, εύκολη πρόσβαση, άριστες γωνίες θέασης του αγωνιστικού χώρου από παντού, χωρίς στίβο, αμιγώς ποδοσφαιρικό γήπεδο), κι αυτό για μένα ήταν αρκετό για να φύγω από την πόλη βάζοντας ένα νοερό “τικ” δίπλα στις 30 ώρες μου εκεί.
Εκτός όμως από το “τικ” δίπλα στο “να δω παιχνίδι στο καινούργιο γήπεδο του Μπιαλίστοκ”, την πόλη θα τη θυμάμαι -πάντα- με ένα μισοχαμόγελο επειδή -ποιος να το' λεγε- μπήκε σε ένα... εκλεκτό, κλειστό “κλαμπ” τεσσάρων, πλέον, πόλεων. Τον Απρίλιο του 2012 έμαθα στο Σούκρε ότι είχα πάρει δημοσιογραφική διαπίστευση για το Euro της Πολωνίας και της Ουκρανίας. Δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2014, στο Κάλι έμαθα (και με πήραν τα ζουμιά από την ανακούφιση και την εκτόνωση της πίεσης που αισθανόμουν τότε) ότι είχε γίνει αποδεκτό από τη ΦΙΦΑ το αίτημά μου για διαπίστευση για το Μουντιάλ της Βραζιλίας. Την ίδια χρονιά, τέλη Οκτωβρίου, ανήμερα της γιορτής μου, στις Βρυξέλλες έμαθα ότι η AFC, η... ΟΥΕΦΑ της Ασίας, μου είχε δώσει διαπίστευση για το Ασιατικό Κύπελλο που φιλοξενήθηκε τον Ιανουάριο του 2015 στην Αυστραλία.
Στο Μπιαλίστοκ, τσεκάροντας μία τελευταία φορά το μέιλ μου πριν περπατήσω τα τέσσερα χιλιόμετρα από τον ξενώνα μου μέχρι το γήπεδο της Γιαγκελόνια, έμεινα έκπληκτος να χαζεύω την οθόνη του υπολογιστή μου βλέποντας ότι η ΟΥΕΦΑ μού είπε “ναι” για διαπίστευση για το Euro της Γαλλίας . Γύρω στις 15 του μήνα θα μας ενημερώσουν για τα “match tickets” συγκεκριμένων αγώνων που ο καθένας έχει ζητήσει για τη φάση των ομίλων. Άπληστος -σε αυτόν τον τομέα- όπως πάντα, ζήτησα “εισιτήρια” για δεκατρία παιχνίδια σε δεκατρείς ημέρες, ένα για κάθε μέρα . Θα είμαι ικανοποιημένος αν μου πουν “ναι” για 6-7 παιχνίδια (η απληστία μου έχει όρια) της φάσης των ομίλων. Για τα νοκ-άουτ παιχνίδια αιτήσεις για “match tickets” γίνονται αφού πρώτα βγουν τα ζευγάρια.
Μια “εκδρομή” μού μένει στην Πολωνία (πριν “μετακομίσω” στην Ουκρανία), αύριο πηγαίνω στο Πόζναν και θα περάσω τρία βράδια εκεί. Ένα κείμενο θα αφιερώσω σε εκείνο, ένα λέω να γράψω με... γενικά σχόλιά μου για τον μήνα που θα έχω περάσει εδώ πριν πάρω λεωφορείο για Λβιβ, και μία ακόμα ανάρτηση θα είναι με φωτογραφίες, τις οποίες υποσχέθηκα και δεν έχω ξεχάσει.
Αν για να... καμουφλάρω στο προηγούμενο κείμενο τις αρνητικές εντυπώσεις μου από το Μπιαλίστοκ, μνημόνευσα -μεταξύ άλλων, σε έναν... πλούσιο αχταρμά- τον Ζαμπούνη(!), στην πρώτη παράγραφο του αποψινού κειμένου για το Πόζναν αρκεί να επαναλάβω μία ατάκα από το “Jerry Maguire”, την οποία χρησιμοποίησα και το 2009, την πρώτη, αν δεν κάνω λάθος, φορά, που “ανέβασα” κείμενο εδώ, από τη Φιλαδέλφεια. Το Πόζναν, “had me at hello”, από τη στιγμή κιόλας που κατέβηκα από το λεωφορείο...
Σε αντίθεση με το Μπιαλίστοκ στου οποίου τον σταθμό των λεωφορείων φθάνεις και νομίζεις ότι δεν αποβιβάζεσαι από λεωφορείο, αλλά από κάψουλα με την οποία ταξίδεψες τουλάχιστον 30 χρόνια πίσω στον χρόνο, στο Πόζναν το λεωφορείο της Polski Bus κάνει τέρμα σε σταθμό που αποτελεί προέκταση καινούργιου τεράστιου εμπορικού κέντρου, στη νοτιοδυτική άκρη τής καρδιάς τής πόλης. Μία υπόγεια διάβαση αργότερα, είσαι ουσιαστικά στις παρυφές τής Παλιάς Πόλης. Σε λιγότερο από 15 λεπτά είχα ήδη περπατήσει μέχρι το χόστελ που είχα επιλέξει για την πρώτη βραδιά μου εδώ, έχοντας περάσει από τον όμορφο κεντρικό πεζόδρομο της πόλης. Το ίδιο το χόστελ (Blooms) αποδείχθηκε τόσο καλό όσο το είχα δει σε φωτογραφίες (που καμιά φορά “απατούν”, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα), και δέκα λεπτά μετά το τσεκ-ιν ήμουν ήδη έξω για την πρώτη βόλτα, βραδινή, σε πεντακάθαρους πλακόστρωτους δρόμους με όμορφα κτήρια, αμέτρητα μπαρ-ρεστοράν, και καλοντυμένο κόσμο (Σάββατο βράδυ ήταν). Γενικά, όλα ήταν όπως έπρεπε να ήταν για να με έκαναν να αισθανθώ ΠΟΛΥ καλά για το μέρος που θα περνούσα τις επόμενες 2-3 μέρες, και όντως, το τελευταίο διήμερο στο Πόζναν ήταν το κερασάκι στην τούρτα τεσσάρων πολύ ευχάριστων εβδομάδων στην Πολωνία.
Κάτι που... πριμοδότησε το Πόζναν με αμέτρητους επιπλέον πόντους στην εκτίμησή μου, είναι ότι η Παλιά Πόλη του και η... ζώνη ακριβώς γύρω από αυτήν, είναι γεμάτες από -όχι απότομες- ανηφόρες/κατηφόρες, στοιχείο που λατρεύω σε κάθε πόλη που το συναντώ, επειδή πολλαπλασιάζει τις... προσφερόμενες γωνίες για λήψη φωτογραφιών. Κάθε κορυφή ανηφοριάς είναι κι ένα σημείο με -μερικώς, έστω- πανοραμική θέα, με πλακόστρωτο δρόμο κάτω από τα πόδια σου και μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι σου, με όμορφα -κάποια ακόμα κι επιβλητικά- κτήρια δεξιά κι αριστερά, και με τους δίδυμους πυργίσκους κάποιας εκκλησίας στο βάθος να εμπλουτίζουν ακόμα περισσότερο τη θέα-εικόνα-φωτογραφία.
Ξανά σε αντίθεση με το Μπιαλίστοκ, εδώ τα πάρκα δεν είναι απλά... πράσινες ανοιχτωσιές που πρέπει να διασχίσεις για να πας από το Α στο Β, αλλά χώροι στους οποίους κάνεις κέφι να καθίσεις και να χαζέψεις τον κόσμο, ακόμα και αρχές Μαρτίου, με τη θερμοκρασία λίγο πάνω από το μηδέν.
Η ποικιλία των κτηρίων επίσης μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Από το... ντισνεϊλαντικό παλιό δημαρχείο στο rynek, την πλατεία της αγοράς στην Παλιά Πόλη, μέχρι το “Αυτοκρατορικό Κάστρο”, στο Πόζναν βρίσκεις... “πολλά” (έχασα τον λογαριασμό) κτήρια που σε άλλες πόλεις θα ήταν μόνα τους σημεία αναφοράς και τοπικό καμάρι, ενώ εδώ είναι απλά μεμονωμένα κομμάτια ενός απίθανου αρχιτεκτονικού παζλ που σαν περιπατητή σε ξαφνιάζει συνέχεια, διατηρεί το ενδιαφέρον σου αμείωτο, σαν ταινία που σε κάθε σκηνή συμβαίνει κάτι που αλλάζει τα δεδομένα, ή, για να μην... ξεχνάτε τη μούρλα τού γράφοντα, σαν ποδοσφαιρικός αγώνας στον οποίο η μπάλα πηγαίνει πάνω-κάτω, και κάθε επίθεση “μυρίζει” γκολ...
Τεράστιο ρόλο στο να χαρώ τις βόλτες στο Πόζναν έπαιξε -σήμερα- ο καιρός. Αυτές τις τέσσερις εβδομάδες στην Πολωνία, οι μέρες με σχετικά καθαρό ουρανό ήταν... τρεις; Σήμερα, αντί να “χαραμίζω” το ένα χέρι κρατώντας την ομπρέλα μου, ρισκάροντας κάθε φορά που έβγαζα τη μηχανή αυτή να μου ξεφύγει από το -παγωμένο- άλλο χέρι, έχοντας συνέχεια τον νου μου στο έδαφος για να μην πέσω σε καμιά λακκούβα με νερό, (σήμερα λοιπόν) είχα την... πολυτέλεια να σεργιανίζω ξέγνοιαστος, κυνηγώντας την πλευρά κάθε δρόμου που “έβλεπε” ο ήλιος (που τόσο μου είχε λείψει).
Επιπλέον, ποδοσφαιρικά, στο Πόζναν είδα εικόνες που παρόμοιές τους δεν είχα δει πουθενά αλλού, στις 45 χώρες που έχω πάει σε γήπεδα. Η αρχή έγινε χθες το πρωί, σε ένα γηπεδάκι δέκα λεπτά περπάτημα από την Παλιά Πόλη. Η ερασιτεχνική ομάδα-περίπτωση Όντλεφ, η οποία στη σελίδα της στο ίντερνετ γράφει “είμαστε οι πιο αδύναμοι, αλλά θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι”, και αναρτά... ανάποδα τη βαθμολογία του πρωταθλήματος στο οποίο συμμετέχει, έτσι ώστε ο τελευταίος να φαίνεται στην κορυφή (συνήθως είναι τελευταίοι, όπως τώρα, και κάνουν πλάκα για να φαίνονται πρώτοι), φιλοξένησε σε διεθνές φιλικό παιχνίδι(!) ερασιτεχνική ομάδα από τη Γερμανία, παίκτες της οποίας εμφανίστηκαν στο γήπεδο στο ημίχρονο, “κατηγορώντας” τους υπόλοιπους ότι δεν τους ξύπνησαν το πρωί (το παιχνίδι άρχισε στις δέκα, κι εκείνοι... έσκασαν μύτη στο γήπεδο κατά τις έντεκα, με backpacks στην πλάτη και βλέμματα που... κραύγαζαν ότι το περασμένο βράδυ είχαν περάσει ώρες και ώρες πίνοντας σε κάποιο μπαρ).
Μετά τον πρωινό ερασιτεχνικό χαβαλέ, το απόγευμα πήγα σε ένα από τα τέσσερα γήπεδα που φιλοξένησαν αγώνες του Euro το 2012 στην Πολωνία, για να δω την περσινή πρωταθλήτρια Λεχ να καλωσορίζει την Κρακόβια. Το “καλωσορίζει” το εννοώ κυριολεκτικά. Είχα διαβάσει για τους στενούς δεσμούς φιλίας μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων, αλλά... σχεδόν με τσίμπησα για να πιστέψω αυτά που είδα. Χιλιάδες οπαδοί των δύο ομάδων πήγαν στο γήπεδο με δύο κασκόλ ο καθένας, μπλε (της Λεχ) στο ένα χέρι, κόκκινο (της Κρακόβια) στο άλλο. Κάποιοι φορούσαν σκουφάκι της μιας ομάδας, και κασκόλ της άλλης.
Πριν αρχίσει το παιχνίδι, στο γήπεδο ακούστηκε πρώτα ο ύμνος της φιλοξενούμενης Κρακόβια, τον οποίο τραγούδησαν όλοι μαζί, ακόμα και οι “σκληροπυρηνικοί” οπαδοί της Λεχ, όρθιοι, με τα κασκόλ υψωμένα και τεντωμένα. Αμέσως μετά, τον ύμνο της Λεχ τραγούδησαν κι οι της Κρακόβια, οι οποίοι κάθονταν... παντού στις κερκίδες, κι όχι στην -απομονωμένη και αποκομμένη με πλεξιγκλάς- γωνιά που σε κάθε γήπεδο στην Πολωνία διατίθεται στους οπαδούς της φιλοξενούμενης ομάδας.
Μετά δε το παιχνίδι, στο οποίο η Λεχ νίκησε με γκολ στα τελευταία λεπτά, ο κόσμος έφυγε από το γήπεδο φωνάζοντας τα ονόματα και των δύο ομάδων (και αρκετά... μπινελίκια για τη Λέγκια Βαρσοβίας, την οποία -ως μεγαλύτερη ομάδα της Πρωτεύουσας- σχεδόν κανείς άλλος στην Πολωνία δεν φαίνεται να συμπαθεί, εκτός φυσικά από τους ίδιους τους δικούς της οπαδούς).
Σήμερα, η... ποδοσφαιρική εμπειρία μου μπορεί να χαρακτηριστεί μέχρι και... απόκοσμη. Στον χάρτη είχα προσέξει ένα γήπεδο ακριβώς νότια του κέντρου της πόλης, για το οποίο διάβασα ότι έχει εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια. Περίμενα να το βρω κλειδωμένο, με την πρόσβαση αδύνατη, όμως...
Θυμήθηκα επεισόδια του “Εκατό χρόνια μετά το τέλος της ανθρωπότητας”, ή κάπως έτσι, μία σειρά που δείχνει πώς θα ήταν πασίγνωστα σημεία του πλανήτη αν αφήνονταν στις... ορέξεις της φύσης επί 100 χρόνια, με τους ανθρώπους να έχουμε εξαφανιστεί. Το γήπεδο “Edmunda Szyca” μοιάζει σήμερα με... δάσος, οι κερκίδες του έχουν καλυφθεί από δέντρα, και τα κλαδιά τους είναι τόσο πυκνά που στεκόμενος στην κορυφή των “κερκίδων” μετά βίας διακρίνεις αυτό που κάποτε ήταν ο αγωνιστικός χώρος. Οι τσιμεντένιες σειρές “καθισμάτων” έχουν εξαφανιστεί, κι έχουν απομείνει μόνο οι στύλοι πάνω στους οποίους κάποτε στηρίζονταν. Κάτω από τις κερκίδες, έχουν... στήσει σπιτικά δεκάδες άστεγοι, ενώ ο χώρος ακριβώς γύρω από το γήπεδο είναι ουσιαστικά σκουπιδότοπος και λασπότοπος, με όποια άσφαλτο υπήρχε κάποτε, να έχει... “φαγωθεί”.
Το... “κλου” του γηπέδου όμως, είναι ότι παρά την απερίγραπτη εγκατάλειψή του, παρά τη μετατροπή του σε καταφύγιο αστέγων, παρά το ότι στέκεσαι στην κορυφή των -άλλοτε- κερκίδων και νομίζεις ότι είσαι σε πλαγιά δάσους, παρά-παρά-παρά, οι εστίες είναι ακόμα εκεί!!! . Σκουριασμένες, σχεδόν... χαμένες ανάμεσα σε δέντρα και πανύψηλα χορτάρια, όμως εκεί... Αυτή θα είναι σίγουρα μία από τις φωτογραφίες που θα μοιραστώ αύριο-μεθαύριο, πριν πάρω λεωφορείο από τη Βαρσοβία για το Λβιβ (Ουκρανία), κλείνοντας το πρώτο κεφάλαιο αυτού του ταξιδιού.
Πριν αρχίσω με τις “αλλού αντί αλλού” κειμενολεζάντες (μια και... αλλού αυτές, αλλού οι φωτογραφίες), διευκρινίζω το αυτονόητο. Κουκλίστικη η κεντρική πλατεία/παλιά αγορά του... Πόζναν για παράδειγμα, όμως δεν είδα τον λόγο να ανεβάσω τέτοιες φωτογραφίες, με τα ωραιότερα σημεία κάθε πόλης. Τέτοιες μπορεί σε ένα νανοδευτερόλεπτο να βρει κανείς βάζοντας “Πόζναν” σε μία μηχανή αναζήτησης στο ίντερνετ. Διάλεξα μία φωτογραφία από κάθε πόλη, μία που να “δένει” με τα κείμενα που ανέβασα τον τελευταίο μήνα, με πράγματα που έγραψα, επομένως οι φωτογραφίες θα “πούνε” κάτι μόνο -φαντάζομαι- σε εσάς που αφιερώσατε χρόνο (για το οποίο σας ευχαριστώ πολύ) αυτόν τον μήνα για να διαβάσετε κάποιες τουλάχιστον από τις αναρτήσεις μου.
Στο κείμενο για το Γκντανσκ εξήγησα γιατί ακριβώς η πόλη μου άρεσε, όμως δε με ξετρέλανε (χωρίς φυσικά να... φταίει εκείνη). Παρέλειψα όμως να αναφέρω ότι εκεί είδα κάτι που ομολογώ ότι δεν είχα δει ποτέ πριν, πουθενά. Αυτό που φαίνεται στη φωτογραφία είναι κάτι που ανάθεμά με αν ξέρω πώς το λέμε στα Ελληνικά, “σιφόνι”, “λούκι” (τρομάρα μου... Κάθισα να μάθω εκατοντάδες λέξεις στα Πολωνικά, κι ακόμα δεν είναι καν τα Ελληνικά μου πλήρη -όχι ότι θα γίνουν ποτέ), αυτό τέλος πάντων που “υποδέχεται” το βρόχινο νερό (ή το λιωμένο χιόνι) στην ταράτσα κτηρίων, στην περίπτωση του συγκεκριμένου, στην τριγωνική οροφή κτηρίου, και... φροντίζει να το μεταφέρει μέχρι το πεζοδρόμιο, ή, ακόμα καλύτερα, απευθείας σε κάποιον υπόγειο αγωγό. Σε έναν συγκεκριμένα δρόμο του Γκντανσκ, κάθετο στον κεντρικό πεζόδρομο της Παλιάς Πόλης, κάθε τέτοιο “πράγμα” είναι κι ένα μικρό έργο τέχνης. Το συγκεκριμένο είναι... ρέπλικα του τροπαίου που σήκωσε η Ισπανία το 2012 στο Euro. Άλλα ήταν... κεφαλή ελέφαντα, ολόκληρη κουκουβάγια, άλλα συμπαθή ζώα, ασπίδα, η λίστα συνεχίζεται και συνεχίζεται. Ευκαιρία για ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, και για υποτροπή σε διάστρεμμα (αν μόλις έχεις πάθει ένα, και χαζεύεις στον συγκεκριμένο δρόμο με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να προσέχεις το πλακόστρωτο και την ανισόπεδη επιφάνεια κάτω από τα πόδια σου).
Η φωτογραφία από το Γκλιβίτσε είναι τόσο χάλια όχι επειδή η μηχανή μου είναι -τόσο- χάλια, αλλά επειδή ΕΤΣΙ φαινόταν η συγκεκριμένη κερκίδα του γηπέδου από εκεί που καθόμουν εγώ, λόγω της έντονης χιονόπτωσης και του τρελού αέρα. Όπως έγραψα τότε, χιόνιζε τόσο που φοβήθηκα ότι θα ανέβαλαν το παιχνίδι. Τελικά έπαιξαν -κλοτσοπατινάδα. Δύο βδομάδες αργότερα όμως, όντως αναβλήθηκε παιχνίδι στο ίδιο γήπεδο λόγω χιονόπτωσης.
Το χαριτωμένο Μπιέλσκο-Μπιάγουα το αδικώ με τη φωτογραφία που διάλεξα, όμως ήθελα οπωσδήποτε να συμπεριλάβω μία με φουγάρο/καμινάδα, και στη συγκεκριμένη υπάρχουν ΔΥΟ, ΚΑΙ γήπεδο, οπότε... Αυτό με τα φουγάρα σε άλλες χώρες μάλλον θα με απωθούσε, θα το έβρισκα άσχημο, όμως στην Πολωνία, στις περισσότερες πόλεις που πήγα, τα φουγάρα ξεπρόβαλαν στο... βάθος πολλών φωτογραφιών με όμορφα κτήρια εκατέρωθεν πλακόστρωτων δρόμων, κάτι που με έναν παράξενο τρόπο τα έκανε να “δένουν” με την όλη εικόνα (ειδικά τα λιθόκτιστα φουγάρα, όχι τα συγκεκριμένα της φωτογραφίας πίσω από το γήπεδο της Ποντμπεσκίτζιε).
Η φωτογραφία από το Ζάμπζε δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από εκείνη που... χτύπησε το τατουάζ της στις αναμνήσεις μου από τη συγκεκριμένη πόλη. Σε ελεύθερη μετάφραση στα Ελληνικά, “εισιτήρια για το ντέρμπι, γιοκ”. Είναι η ανακοίνωση σε τζάμι σημείου πώλησης εισιτηρίων, την οποία φοβόμουν ότι θα έβλεπα φθάνοντας στο γήπεδο, και, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκα.
Για το Κατοβίτσε έγραψα πως ό,τι πιο ενδιαφέρον -αρχιτεκτονικά- είδα εκεί, ήταν ο “Ιπτάμενος Δίσκος” (κλειστό γήπεδο που φιλοξενεί... τα πάντα) και ο... sculpted (μ' αρέσει που απεχθάνομαι τα Grenglish/Greeklish, αλλά όταν βρίσκω τα σκούρα με τα Ελληνικά, πηδάω απευθείας στα Αγγλικά) λοφίσκος ακριβώς δίπλα. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από το κορυφαίο σκαλοπάτι. Η πλαγιά, καταπράσινη και απόλυτα ευθεία, ανεβαίνει άλλα 15-20 μέτρα, κι έτσι όταν στέκεσαι ακριβώς πίσω από τους προβολείς και κοιτάς ψηλά, νομίζεις ότι η πλαγιά πηγαίνει μέχρι... τον ουρανό.
Η φωτογραφία από την Κρακοβία είναι η... περίφημη που ανέφερα στο κείμενο για τη συγκεκριμένη πόλη, η πανοραμική, στην οποία φαίνεται πόσο κοντά είναι τα γήπεδα της Κρακόβια (δεξιά, στο τέλος της... πρασινάδας, ένα χαμηλό λευκό κτίσμα), και της “μισητής συμπολίτισσας” Βίσλα (το κτήριο στην αριστερή άκρη της φωτογραφίας, πίσω από... όλα αυτά τα δέντρα). Όπως έγραψα και τότε, τα γήπεδα δεν πρέπει να απέχουν περισσότερο από... 300 μέτρα το ένα από το άλλο.
Βρότσλαβ, αγαπημένη λεπτομέρεια που μ' έκανε να χασκογελάσω πολλές φορές και το 2011. Η πόλη είναι ΓΕΜΑΤΗ από τέτοια... φιγουρίνια, τα οποία συναντάς παντού, μερικές φορές ακόμα και... σκοντάφτεις πάνω τους. Με λίγη προσοχή, βλέπει κανείς ότι οι... χαρακτήρες τους δεν είναι τυχαίοι. Έξω από το μέγαρο μουσικής για παράδειγμα, υπάρχει ολόκληρη μπάντα από τέτοια. Έξω από πιτσαρία υπάρχει ένας τροφαντός τυπάκος πάνω σε μηχανή να κρατάει μία πίτσα και να ετοιμάζεται να παραδώσει παραγγελία. Έξω από ταχυδρομείο μπορείς να δεις (προφανώς) ταχυδρόμο. Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι έξω από ζαχαροπλαστείο, οπότε ο μοντέλος μου κρατάει κρουασάν.
Το Μπιαλίστοκ το... έθαψα κανονικά, οπότε είπα να μοστράρω την -παγωμένη- μουτσούνα μου από τις κερκίδες του γηπέδου του (το οποίο προφανώς ήταν το αγαπημένο μου μέρος της πόλης).
Το Πόζναν με έβαλε σε πειρασμό να ανεβάσω δέκα φωτογραφίες μόνο από εκεί, όμως μένοντας πιστός στο “μία φωτογραφία για κάθε πόλη”, η επιλογή για μένα ήταν αυτονόητη. Αναφέρθηκα στο κείμενό μου από εκεί σε ένα παρατημένο γήπεδο ακριβώς νότια του κέντρου της πόλης. Έγραψα ότι ο χώρος έχει... παραδοθεί στη φύση, τόσο που στέκεσαι στην κορυφή εκείνου που κάποτε ήταν κερκίδα, και με το ζόρι βλέπεις τον αγωνιστικό χώρο. ΒΛΕΠΕΙΣ όμως τις εστίες , έστω και... κρυμμένες ανάμεσα σε κλαδιά δέντρων.
Όσο για τη Βαρσοβία, η φωτογραφία δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη θέα από το μπαλκόνι του διαμερίσματος της φίλης μου εκεί, στην οποία αναφέρθηκα στο αντίστοιχο κείμενο. Στο κέντρο, στο βάθος, το κέντρο της πόλης, με το εντυπωσιακό, τεράστιο κατάλοιπο της κομμουνιστικής εποχής της πόλης/χώρας, πλαισιωμένο πλέον από μια ντουζίνα σύγχρονους ουρανοξύστες. Δεξιά, το Εθνικό Στάδιο, με το τεράστιο φωτεινό “ρούχο” του, το οποίο “φοράει” κάθε μέρα από τις έξι το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα. Συνήθως η επιγραφή που κάνει αδιάκοπα τον κύκλο είναι “PGE NARODOWY”, η επίσημη ονομασία του σταδίου, όμως σε ειδικές περιπτώσεις (Ημέρα της Γυναίκας, για παράδειγμα), η επιγραφή... προσαρμόζεται στα δεδομένα της ημέρας (την Ημέρα της Γυναίκας έγραφε “Ημέρα της Γυναίκας” στα Πολωνικά, με τρεις τεράστιες καρδιές στο τέλος).
Αυτά. Συγγνώμη αν “ακούστηκα” υπερβολικά γκρινιάρης χθες. Είμαι που είμαι, αλλά ειδικά συναχωμένος, το τερματίζω.
Έκτη μέρα στο Λβιβ, στο οποίο αισθάνομαι πλέον... σαν στο σπίτι μου, εν μέρει επειδή είναι σχεδόν σαν να μοιράζομαι το σπίτι κάποιου, με τον οποίο έχουμε αναπτύξει καλή σχέση. Σε χόστελ μένω, όμως το Λβιβ έχει πάααρα πολλά, όχι όμως και αντίστοιχα “μιλιούνια” επισκεπτών (τουλάχιστον όχι τον Μάρτιο), με αποτέλεσμα τις περισσότερες από αυτές τις έξι μέρες να ήμασταν εδώ ουσιαστικά... εμείς κι εμείς, ο συμπαθής νεαρός ιδιοκτήτης κι εγώ (συν κάποιοι “περαστικοί” επισκέπτες που έρχονται αργά το απόγευμα απλά για έναν ύπνο, και πριν τις εννιά το επόμενο πρωί έχουν ήδη εξαφανιστεί).
Χθες χιόνιζε, κι όταν πέρασα απέναντι από το κεντρικό ταχυδρομείο είδα ηλεκτρονικό δείκτη της θερμοκρασίας, έναν βαθμό Κελσίου, στις δύο το μεσημέρι. Τις δύο χθεσινές βόλτες τις έκανα με δύο ζευγάρια κάλτσες, ισοθερμικά, “στρώση” ρούχων επί “στρώσεων” ρούχων (είμαι και... κρυουλιάρης), και, και, και. Προχθές και σήμερα ο ουρανός ήταν/είναι καταγάλανος, κι ο ήλιος δυνατός. Ούτε γάντια δεν φόρεσα σήμερα, και κάποια στιγμή το φλις το έβγαλα και το κράταγα στο χέρι. Οι Ουκρανοί (κι οι Πολωνοί) έχουν μία έκφραση για το πόσο ευμετάβλητος είναι ο καιρός στη χώρα τους τον Μάρτιο. Το πώς την “εμπνεύστηκαν” το κατάλαβα τις τελευταίες αλλοπρόσαλλες καιρικά μέρες.
Όταν, σεργιανίζοντας ανέμελα, σκεφτόμουν σήμερα το πρωί τι θα έγραφα εδώ, θυμήθηκα τι μας ζητούσαν πολλές ασκήσεις στα βιβλία Αγγλικών που χρησιμοποιούσα παιδί, μαθητής φροντιστηρίου. “Περίγραψε ποιο είναι το αγαπημένο σου Χ, Ψ, Ω, και γιατί”. Αυτό το “και γιατί” μού έχει... κολλήσει από τότε, και πάντα προσπαθώ να εξηγήσω γιατί μου αρέσει κάτι, γιατί απεχθάνομαι κάτι, γιατί κάτι με αφήνει αδιάφορο. Το Λβιβ το περπάτησα αρκετά το 2011, τις λίγες ημέρες που πέρασα εδώ τότε, λιγότερο το 2012, τις δύο φορές που ήρθα για να δω αγώνες του Euro, και πολύ-πολύ περισσότερο αυτές τις τελευταίες ημέρες. Σε μία ιστορία το 2011 περιέγραψα γιατί μου άρεσε ΠΑΡΑ πολύ. Σήμερα έχω ένα πιο... διευρυμένο “και γιατί”...
Το Λβιβ λοιπόν θεωρώ ότι είναι σχεδόν απίθανο να σε κάνει να βαρεθείς ακόμα και μετά από παραμονή αρκετών ημερών εδώ, επειδή είναι έτσι όπως είναι ρυμοτομικά(!). Σας προκαλώ να μπείτε στο google maps, να κεντράρετε στο Λβιβ, να... ζουμάρετε, και να βρείτε ΔΥΟ δρόμους που να είναι παράλληλοι. Απλά, δεν υπάρχουν. Κάθε φορά που βγαίνω βόλτα έχω μία γενική ιδέα πού θέλω να πάω και πώς θέλω να φθάσω εκεί, όμως όλοι οι δρόμοι είναι καμπυλωτοί, και σταματώντας σε κάθε γωνία, όταν κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, βλέπω δευτερεύοντες δρόμους με γοητευτικά κτήρια (πολλά από τα οποία μοιάζουν κάπως... αφημένα στη μοίρα τους, κάτι όμως που για μένα τους προσδίδει ακόμα περισσότερη γοητεία) από τους οποίους δεν έχω περάσει ήδη. Κάπως έτσι, το... γενικό πλάνο μου πετιέται σε έναν νοερό κάλαθο αχρήστων, και βρίσκομαι να τριγυρνάω σε άγνωστα δρομάκια, σκαλοπάτια που οδηγούν σε λόφους, πύλες που οδηγούν σε εσωτερικές αυλές, μέχρι που ξαφνικά φθάνω σε ένα πάρκο ή μια πλατεία που μου είναι γνώριμα, επειδή ήδη έχω περάσει από εκεί, έχοντας ακολουθήσει όμως τελείως διαφορετική διαδρομή.
Το Λβιβ είναι σαν ταινία που μπορεί να την παρακολουθείς κάθε μέρα, η αρχή και το τέλος της να είναι τα ίδια, όμως η πλοκή, οι πρωταγωνιστές, τα σκηνικά, όλα είναι διαφορετικά, κι έτσι ναι μεν ξέρεις ότι το βράδυ θα επιστρέψεις στο ίδιο χόστελ και θα κοιμηθείς στο ίδιο κρεβάτι, όμως δεν ξέρεις τι καινούργιους δρόμους-διαμάντια θα έχεις περπατήσει, τι μαγαζάκια/καφέ/φαγάδικα/μπαράκια-μαργαριτάρια θα έχεις ανακαλύψει.
Επιπλέον, αν είσαι... φαν της παρατήρησης, το Λβιβ είναι ακόμα πιο ανεξάντλητα ενδιαφέρον ΑΥΤΟ ειδικά το διάστημα, για έναν επιπλέον λόγο. Από όλες τις πρωτοκλασάτες πόλεις της Ουκρανίας, είναι εκείνη που αβίαστα μπορεί να χαρακτηριστεί “η πιο ουκρανική”. Είναι η μόνη μεγάλη πόλη της Ουκρανίας στην οποία τα Ουκρανικά είναι κυρίαρχη γλώσσα, κάτι που το 2011 και το 2012 δεν ίσχυε ούτε καν για την Πρωτεύουσα Κίεβο (το αν αυτό έχει αλλάξει, θα το διαπιστώσω σύντομα, μια και είναι ο επόμενος προορισμός μου). Σε μία εποχή που η Ουκρανία είναι... τριχοτομημένη (ντε φάκτο αποσχισμένη Κριμαία, ημι-αποσχισμένες ανατολικές επαρχίες, υπόλοιπη χώρα), τα “μικρά-μικρά” που βλέπεις πάνω σε βόλτα κι έχουν κάτι να κάνουν με τη σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία, είναι αμέτρητα.
Μπορεί να είναι... οτιδήποτε, από αφίσες που να παροτρύνουν τον κόσμο να μποϊκοτάρει κάθε τι ρωσικό (συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής ποπ μουσικής, η οποία τις δύο προηγούμενες φορές που ήρθα στην Ουκρανία φαινόταν να είναι το κυρίαρχο είδος μουσικής σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα), μέχρι μπλουζάκια με το πρόσωπο του Πούτιν σε μαγαζιά με αναμνηστικά (με τον Βλαδίμηρο να εμφανίζεται σε μορφές όχι... κολακευτικές για εκείνον), μέχρι συγκεντρώσεις (σήμερα) κατά της παθητικής -για πολλούς- στάσης της κυβέρνησης στο θέμα της ανατολικής Ουκρανίας και της Κριμαίας.
Εννοείται ότι περπατώντας στο Λβιβ δεν έχεις την παραμικρή “υποψία” ότι είσαι σε μία χώρα στην οποία βρίσκεται σε εξέλιξη ένοπλη διαμάχη. Η ζωή φαίνεται να κυλάει το ίδιο “ήσυχα” όσο άλλοτε. Να όμως που συμβαίνουν πράγματα που στο θυμίζουν. Χθες το βράδυ βγήκαμε για μπίρα με μία Ουκρανή από το Χάρκοβο που είναι εδώ για ολιγοήμερες διακοπές, και κάποια στιγμή τής έστειλε μήνυμα στο κινητό το αγόρι της, ο οποίος είναι αξιωματικός του ουκρανικού στρατού και αυτό το διάστημα υπηρετεί στη ζώνη στα “σύνορα” με την περιοχή στην ανατολική Ουκρανία που έχει αυτοανακηρυχτεί ανεξάρτητη. Δεν ρώτησα τι ακριβώς της έγραψε, όμως η αλλαγή στη διάθεσή της ήταν άμεση κι απόλυτη. Σήμερα το πρωί διάβασα νέα στο Ukraine Today (αυτό τσεκάρω κάθε μέρα, και το σάιτ της Kyiv Post) για έξι τραυματίες Ουκρανούς στρατιώτες...
Ακόμα και το κεφάλαιο “ποδόσφαιρο” έχει έντονο “εθνικό” χαρακτήρα στο Λβιβ. Τη δεύτερη μέρα μου εδώ, πήγα να δω Καρπάτι-Ντινάμο Κιέβου, στο γήπεδο που έχτισαν οι Ουκρανοί για το Euro του 2012. Το παιχνίδι ήταν για το πρωτάθλημα. Μέρος του τελετουργικού πριν την έναρξη του αγώνα, ήταν η ανάκρουση του εθνικού ύμνου, κάτι που σε ελάχιστες χώρες έχω δει, στις 45 (νομίζω) που έχω παρακολουθήσει ποδόσφαιρο (με εξαίρεση, αυτονόητο, αγώνες εθνικών ομάδων). Προς το τέλος του αγώνα, οι ίδιοι οι οπαδοί των δύο ομάδων πήραν πρωτοβουλία και έψαλλαν ξανά τον εθνικό ύμνο. Μάλιστα, στις κερκίδες υπήρχε ένα μεγάλο τμήμα αποκλειστικά για ένστολους στρατιωτικούς. Όσο για την ατμόσφαιρα στο γήπεδο με οπαδούς και των δύο ομάδων, “συναδελφική”. Προς το τέλος, οι της Καρπάτι φώναζαν “Ντινάμο Κίγιβ”, και οι της Ντινάμο “Καρπάτι Λβιβ”, εναλλάξ. Οι “ούλτρας” των δύο ομάδων “φημίζονται” για τις σχέσεις τους, και μεταξύ άλλων θεωρούν ότι αυτοί είναι οι πιο... καθαρόαιμοι Ουκρανοί, μεταξύ των οπαδών όλων των ουκρανικών ομάδων.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον όμως ήταν το σκηνικό στο ίδιο γήπεδο μία μέρα νωρίτερα, τη μέρα που έφθασα στο Λβιβ. Η Σαχτάρ, ομάδα από το Ντόνετσκ, στο οποίο δεν μπορεί να αγωνιστεί λόγω της κατάστασης στην ανατολική Ουκρανία (μεγαλύτερη πόλη της οποίας είναι το Ντόνετσκ), έχει κάνει από την περσινή ακόμα περίοδο σπίτι της το γήπεδο του Λβιβ, εκεί/εδώ δίνει όλα τα ευρωπαϊκά παιχνίδια της, και τα περισσότερα του πρωταθλήματος. Από το πρωί που έφθασα από τη Βαρσοβία, έβλεπα κόσμο στον δρόμο με κασκόλ της Σαχτάρ και βαριά ρωσική προφορά, οι άνθρωποι είχαν “είμαι από το Ντόνετσκ” γραμμένο με τεράστια γράμματα από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Στο γήπεδο όμως, στο παιχνίδι κόντρα στην Άντερλεχτ, ο κόσμος, στη συντριπτική πλειοψηφία του, ήταν ντόπιος, από το Λβιβ, και πάρα-πάρα-πάρα πολλοί πήγαν στο γήπεδο με σημαίες της Ουκρανίας.
Την ώρα του αγώνα, σε κάθε φορά που από την κερκίδα ακουγόταν το “Σα-χτάρ, Σα-χτάρ”, αντιστοιχούσαν δύο φορές που ακουγόταν το “Ου-κρα-γίνα, Ου-κρα-γί-να”, όχι... σε αντιπαράθεση, αλλά... συμπληρωματικά.
Για να βοηθήσω τους μη κατέχοντες το αντικείμενο να καταλάβουν γιατί αυτό μου φάνηκε ΤΟΣΟ εντυπωσιακό, ας πούμε ότι... οι Τούρκοι εισβάλλουν στη δυτική Θράκη, και φθάνουν μέχρι τα σύνορα με τη Μακεδονία. Ας πούμε ότι ανακηρύσσουν ανεξάρτητη περιοχή με την υποστήριξη/ανοχή μέρους του τοπικού πληθυσμού. Ας πούμε ότι προπύργιό τους είναι η... Κομοτηνή, κι ότι ο τοπικός Πανθρακικός δεν είναι ο... Πανθρακικός, αλλά μία από τις δύο μεγαλύτερες ομάδες της χώρας. Τώρα, επειδή η κατάσταση είναι όπως είναι στην Κομοτηνή, ο Πανθρακικός δεν μπορεί να υποδεχθεί ομάδες στο γήπεδό του, κι αναγκάζεται να “μετακομίσει” σε άλλη πόλη. Ας πούμε λοιπόν ότι επιλέγει να δίνει τους εντός έδρας αγώνες του στη Θεσσαλονίκη, η οποία -επίσης ας πούμε- στο θέμα της “κατάληψης” της δυτικής Θράκης από τους Τούρκους είναι πιο... πατριωτική και ορκισμένη να αντισταθεί, απ' ότι ίσως άλλες περιοχές της Ελλάδας. Φανταστείτε λοιπόν μία ομάδα-ποδοσφαιρικό θηρίο προερχόμενη από περιοχή της Ελλάδας που λίγο-πολύ έχει αποδεχθεί την απόσχισή της από την υπόλοιπη χώρα, να παίζει στην “πιο ελληνική πόλη” (όπως ακριβώς το Λβιβ είναι όντως, χωρίς “ας πούμε”, η πιο ουκρανική πόλη). Το γεγονός αυτό καθεαυτό θα είχε το -τεράστιο- ενδιαφέρον του για ξένο που θα τύχαινε να παρακολουθήσει τον Πανθρακικό στην Τούμπα, ή στο Καυτανζόγλειο, με το γήπεδο γεμάτο από ντόπιους, με ελληνικές σημαίες και ιαχές “Ελλάς, Ελλάς”.
Ακόμα και χάλια να ήταν τα δύο παιχνίδια στο Λβιβ, θα με είχαν αποζημιώσει με το παραπάνω απλά και μόνο με το people watching και τα δύο βράδια στο γήπεδο. Το ότι και στα δύο χάρηκα επιτέλους ποδόσφαιρο (μετά από έναν μήνα στην Πολωνία στην οποία τα γήπεδα είναι σούπερ, η ατμόσφαιρα στα περισσότερα είναι ζεστή, αλλά από μπάλα... κλοτσοσκούφι), ήταν απλά ένα καλοδεχούμενο μπόνους.
Ανάλογα με τα κέφια, μπορεί να γράψω ένα ακόμα κείμενο-ύμνο για το Λβιβ. Διαφορετικά, Παρασκευή βράδυ παίρνω τρένο για Κίεβο, και θα τα “πούμε” από εκεί.
Παρασκευή απόγευμα, στο χόστελ, τακτοποιώ λεπτομέρειες/κρατήσεις κρεβατιών για τις επόμενες δέκα μέρες σε Κίεβο και Οδησσό, διπλοσώζω τις φωτογραφίες του ταξιδιού σε στικάκι και εξωτερικό σκληρό δίσκο, και κάνω... σούμα πόσα χρήματα ξόδεψα στο Λβιβ αυτές τις εννιά μέρες που πέρασα εδώ, πίνοντας καφέ που κατά κανόνα προσφέρουν δωρεάν τα χόστελ στην Ουκρανία (και φυσικά όχι μόνο εδώ).
Στο των εξόδων δεν μπορώ παρά να αφιερώσω μερικές γραμμές (μάλλον παραγράφους). Αν το 2011 και το 2012 έφυγα από την Ουκρανία σκεπτόμενος ότι πρέπει να ήταν η πιο budget-friendly χώρα της Ευρώπης, τα κόστη φέτος είναι τέτοια που με κάνουν να αισθάνομαι σχεδόν... ένοχος, σαν να κλέβω λεφτά από παιδάκι, ή σαν να τσιμπάω κουλούρι από πάγκο, ο ιδιοκτήτης του οποίου δεν είναι τριγύρω, και περιμένει οι πελάτες του να κάνουν το έντιμο και να αφήσουν μόνοι τους το αντίτιμο του κουλουριού.
Τις δύο προηγούμενες φορές μου εδώ, το ευρώ ήταν περίπου στα δέκα χρίβνια. Το κρεβάτι σε χόστελ στο Λβιβ το 2011 μου κόστισε πέντε ευρώ, και το εισιτήριο του μετρό στο Κίεβο κόστιζε 20 λεπτά του ευρώ. Φαντάζεται κανείς σας πόσα χρίβνια είναι το ευρώ αυτόν τον καιρό; Σχεδόν 30(!)...
“Ναι, αλλά προφανώς κι οι τιμές σε χρίβνια έχουν ανέβει, δεν μπορεί να είναι εκείνες του 2011 και του 2012”, θα πει κανείς. Όντως, το κρεβάτι σε χόστελ στο Λβιβ το 2011 μου κόστισε 50 χρίβνια, και φέτος 70. Η δε τιμή του εισιτηρίου του μετρό στο Κίεβο πέρσι διπλασιάστηκε, πήγε στα τέσσερα χρίβνια, όμως αυτές οι αυξήσεις δεν πλησιάζουν καν το... όφελος που -ένοχα- απολαμβάνω αυτές τις ημέρες. Εβδομήντα χρίβνια είναι κάτι περισσότερο από δύο ευρώ, και τέσσερα χρίβνια δεν είναι ούτε 15 λεπτά του ευρώ...
Στο των εξόδων αναφέρομαι όχι μόνο για να μοιραστώ την χαρά/ενοχή μου, αλλά κι επειδή αποτελεί σημαντικό λόγο που με κάνει να βλέπω το Λβιβ σχεδόν σαν... επίγειο ταξιδιωτικό παράδεισο. Θέλοντας και μη, από το 2009 και μετά, στα ταξίδια μου έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός με τα έξοδά μου. Δεν αισθάνομαι ότι μου στέρησα κάτι πραγματικά σημαντικό, διάολε, αν έλεγα κάτι τέτοιο με δεδομένο το ότι αυτά τα χρόνια έχω περάσει το 90% του χρόνου μου εκτός Ελλάδας, και κατά κανόνα εκτός Ευρώπης, θα ήμουν για... δέσιμο και λιθοβολισμό, όμως στο Λβιβ βρίσκομαι σε μία πόλη στην οποία τα πάντα είναι ΤΟΣΟ φθηνά, που καθώς κάνω βόλτα και περνάω μπροστά από ένα μαγαζί που μου αρέσει, δεν κοιτάζω καν τον κατάλογο με τις τιμές, απλά... μπαίνω και κάθομαι...
Μία μερίδα βαρενίκι (τα οποία σε μενού με Αγγλικά τα μεταφράζουν ως “dumplings”) κάνει μόλις 12 χρίβνια (υπολογίστε χονδρικά τρία και κάτι λεπτά του ευρώ για κάθε χρίβνια). Καφές, το ίδιο. Μπίρα μισού λίτρου σε “καλό” μαγαζί, από 15 χρίβνια. Γλυκά σε επίσης πολύ καλαίσθητα μαγαζιά, από 15 χρίβνια. Τραμ και λεωφορεία, από δύο μέχρι τέσσερα χρίβνια. Ακόμα και το εισιτήριο του αγώνα της Σαχτάρ με την Άντερλεχτ (το φθηνότερο τουλάχιστον), έκανε μόνο 100 χρίβνια, δηλαδή λιγότερο από 3,50 ευρώ! Για παιχνίδι που τα εισιτήρια παρόμοιου επιπέδου αγώνα σε χώρες της δυτικής Ευρώπης μπορεί να κάνουν και 30-35 ευρώ.
Χαρακτηριστική ήταν κουβέντα που είχα με Βέλγο, οπαδό της Άντερλεχτ, στο χόστελ “μου”, το πρωί μετά το παιχνίδι. Τον άκουσα να μιλάει Γαλλικά με δύο φίλους του, μάντεψα ότι ήταν Βέλγος κι ότι ήρθε για το ματς, και τον ρώτησα πώς του φάνηκε το παιχνίδι και το τελικό 3-1. “Ειλικρινά, πριν ακόμα αρχίσει το παιχνίδι, ήμουν τόσο μεθυσμένος που δεν θυμάμαι τίποτα. Δεν θυμάμαι ούτε καν πώς επέστρεψα στο χόστελ”, ήταν η δίχως ίχνος προσπάθειας να τα... μπαλώσει, απάντησή του. Σημαντικότατη λεπτομέρεια: η μπίρα στο γήπεδο, το μισό λίτρο, έκανε μόλις 25 χρίβνια, λιγότερο από ευρώ, σαφώς ακριβότερη ακόμα και από “καλό” μπαρ, όμως με δεδομένο ότι ήταν σε ΓΗΠΕΔΟ, οι τιμές στα οποία κατά κανόνα είναι... φαρμακείο σχεδόν παντού στον “αναπτυγμένο” κόσμο, στα 25 χρίβνια η μπίρα ήταν σχεδόν... δωρεάν για τους Βέλγους.
Θα μπορούσα να δώσω περισσότερα παραδείγματα -εξευτελιστικά- χαμηλών τιμών (ενάμισι ευρώ το εισιτήριο του Καρπάτι-Ντινάμο Κιέβου, τέσσερα ευρώ το βραδινό τρένο που θα πάρω σε λίγες ώρες για Κίεβο, για ΚΡΕΒΑΤΙ -έστω και στην φθηνότερη κατηγορία, όχι για απλή θέση), όμως... τη γενική εικόνα, την έχετε.
Κατά τα άλλα, σκεπτόμενος πώς θα έπρεπε να κλείσω αυτό το κείμενο από το λατρεμένο μου Λβιβ, “δένοντάς” το με όσα έγραψα προχθές για το πώς μου φαίνεται αδιανόητο να βαρεθεί εδώ κανείς (και γιατί), θυμήθηκα ένα τραγούδι της Βανδή, που λέει “κι όταν σε κοιτώ, πάντα ανακαλύπτω κάτι ακόμα, κάτι από τη μαγική σου εικόνα, που μ' αναγκάζει να(ααα) σ' ερωτευτώ ξανά”. Το έκανα ελαφρώς (τι “ελαφρώς” δηλαδή...) “cheesy” το κείμενο στο τέλος του, αλλά... η ουσία ΕΙΝΑΙ αυτή. Όπως έγραψα και προχθές, το Λβιβ είναι έτσι ρυμοτομικά που ακόμα και πολλές-πολλές ημέρες να περάσεις εδώ, εξακολουθείς καθημερινά να ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο. Μόνο σήμερα, χωρίς καλά-καλά να καταλάβω πώς, βρέθηκα να περπατάω σε κι εγώ δεν ξέρω πόσες στοές και “κρυμμένες” εσωτερικές αυλές που συνδέουν βασικούς δρόμους, από τις οποίες δεν είχα περάσει ούτε μία φορά τόσες ημέρες, αν και βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από το χόστελ που έκανα σπίτι μου εννιά μέρες τώρα.
Δεν ξέρω πώς ακριβώς θα βρω τα πράγματα στο Κίεβο, στην Οδησσό, στο Ντνιπροπετρόβσκ, στο Χάρκοβο, ήδη όμως, πριν ακόμα φύγω -απόψε- από το Λβιβ, αισθάνομαι πολύ-πολύ όμορφα που ακριβώς πριν φύγω από την Ουκρανία για να επιστρέψω στην Πολωνία, σε έναν μήνα από σήμερα, θα περάσω μερικές ακόμα ημέρες στο Λβιβ (με κερασάκι στην τούρτα τον προημιτελικό του Europa League κόντρα στη Σπόρτινγκ Μπράγκα, τον οποίο η... αυτοεξόριστη Σαχτάρ θα δώσει εδώ στις 14 Απριλίου. Θα προτιμούσα αντίπαλο πιο... “όνομα”, όμως δεν τολμώ να παραπονεθώ. Τον επαναληπτικό με βόλευε να παίζει εντός έδρας η Σαχτάρ, όχι το πρώτο παιχνίδι, και τον επαναληπτικό κληρώθηκε να παίξει εντός στις 14. “Παραγγελιά” ).
Έντονη συναισθηματικά μέρα... Έντονη πρώτα όμορφα, πανέμορφα, μετά θλιβερά, και στο τέλος πάλι ευχάριστα... Μέρα που πέρασα στο μεγαλύτερο μέρος της με ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο παγωμένο (λόγω παρατεταμένης διάρκειας, αλλά και λόγω κρρρρρύου, παρά τη λιακάδα) στο πρόσωπό μου, μέρα όμως που κάποια στιγμή έφθασα στα όριά μου να δακρύσω από λύπη (αν και γενικά “παχύδερμο”, από τη φύση μου).
Στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κιέβου ήμουν λίγο πριν τις εφτά και μισή το πρωί. Χιόνι παντού, πεντακάθαρος ουρανός, παγγγγωνιά. Στο μισάωρο που μου πήρε για να περπατήσω μέχρι το χόστελ που επέλεξα για απόψε και αύριο, θυμήθηκα τη μέρα που πάτησα για πρώτη φορά στο Μπουένος Άιρες, τέλη Οκτωβρίου του 2009...
Το να πάω στο Μπουένος Άιρες το είχα εφηβικό όνειρο. Τη μέρα που έφθασα εκεί (με πλοιάριο από Κολόνια ντελ Σακραμέντο, Ουρουγουάη), έτυχε να έχουν απεργία οι εργαζόμενοι στο μετρό. Ήξερα ότι το χόστελ μου ήταν ουσιαστικά μια -ατελείωτη, χιλιομέτρων- ευθεία δρόμος, κι ήμουν τόσο... ειλικρινά δεν βρίσκω λέξη στα Ελληνικά να περιγράψω τον ενθουσιασμό μου, που αντί να ψάξω άλλον τρόπο, κάποιο λεωφορείο, για να φθάσω στο χόστελ, απλά... άρχισα να περπατάω...
Τότε ακόμα, έκανα την αχαρακτήριστη βλακεία που μου πήρε χρόνια (και χρόνια, και χρόνια...) να σταματήσω να επαναλαμβάνω, ταξίδευα με ΠΟΛΛΑ πράγματα, με... 17-18 κιλά στην πλάτη, στον μεγάλο σάκο, και άλλα 7-8 κιλά μπροστά, στο στήθος, στο μικρότερο σακίδιο. Παρά το βάρος όμως (και τη ζέστη), επαναλαμβάνω πως ήμουν τόσο... “αν φύγω από ανακοπή αυτήν τη στιγμή, θα φύγω χαμογελώντας”, που όχι μόνο δεν... αισθανόμουν τα κιλά, αλλά επιπλέον σταματούσα κάθε τρεις και λίγο (μερικές φορές αναγκαστικά, στα φανάρια), για να βγάζω φωτογραφίες!
Χαμογελούσα, σιγοτραγουδούσα, σφύριζα, κι έβγαζα φωτογραφίες, επί χιλιόμετρα (αν και πρέπει να έκανα μία-δύο στάσεις για να... ανακάμψει η κυκλοφορία του αίματος στους ώμους μου).
Η απόσταση σήμερα ήταν ασύγκριτα μικρότερη, το βάρος που κουβαλάω είναι -ακόμα κι εγώ, ο ανεπίδεκτος διόρθωσης, έμαθα, επιτέλους, πρόπερσι- “πούπουλο”, σε σύγκριση με το τι κουβαλούσα παλιά, όμως κατά τα άλλα, ήμουν μία κατά εφτά(!) χρόνια γηραιότερη εκδοχή του Δημήτρη εκείνου του πρωινού Οκτωβρίου στο Μπουένος Άιρες. Χαμόγελο, μουρμούρισμα αγαπημένων τραγουδιών, σιγοσφύριγμα, και φωτογραφίες, παρά το ότι έκανε τόσο κρύο που κάθε φορά που έβγαζα τα χέρια από τις τσέπες για να βγάλω τη μηχανή, έπρεπε να ζεσταίνω τα δάκτυλα για να πατήσω τα πλήκτρα.
Εκεί μάλιστα που χασκογέλασα και κοίταξα πίσω μου για να δω αν τρόμαξα κανέναν, ήταν όταν σκέφτηκα, “αν κάνει ΤΩΡΑ τόσο κρύο, με τον ήλιο να με βλέπει, πόσο κρύο θα κάνει αύριο το βράδυ στο γήπεδο;” Όπως έχω ξαναγράψει, με το κρύο δεν έχω κα-θό-λου καλή σχέση. “Και πήγες Πολωνία-Ουκρανία Φλεβάρη και Μάρτη μήνα;”, θα πει -πολύ εύστοχα- κανείς. Είχα τους λόγους μου. ΟΜΩΣ, μου υποσχέθηκα, την επόμενη φορά που θα μπω στον πειρασμό να ταξιδέψω σε μέρος εποχή του χρόνου που θα είναι δεδομένο ότι θα κάνει ΠΟΛΥ κρύο, πριν αγοράσω τα αεροπορικά, θα γεμίσω μία μπανιέρα με παγάκια(!), και θα με αναγκάσω να μείνω εκεί μέσα για... όσο αντέξω, έτσι, για να μου θυμίσω αυτό που μου υποσχέθηκα, “να μην ξαναπάω ΠΟΤΕ κάπου που θα κάνει παγωνιά”.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το πρόβλημα με το κρύο δεν είναι τόσο οι βόλτες (στις οποίες κινείσαι, και ανά πάσα στιγμή μπορείς να μπεις σε ζεστό περιβάλλον, σε κάποιο μαγαζί), όσο οι επισκέψεις σε γήπεδα, στα οποία περνάω τουλάχιστον τρεις ώρες (αν όχι, συνήθως, τέσσερις), σχεδόν ακίνητος (εκτός από τις περιπτώσεις που φθάνω στα όριά μου κι αρχίζω να χοροπηδάω, κυριολεκτικά), και στα οποία μοναδικό ζεστό... καταφύγιο, είναι οι τουαλέτες. Στα ημίχρονα των αγώνων, ακόμα και η πιο πήχτρα στον κόσμο και βρόμικη τουαλέτα γηπέδου, μου μοιάζει σαν μια μικρή γωνιά του παραδείσου...
Το τρίπτυχο χαμόγελο/τραγούδι/σφύριγμα συνεχίστηκε αφού άφησα τα πράγματα στο χόστελ και βγήκα πρώτη κανονική βόλτα. Με ήδη δύο επισκέψεις στο Κίεβο το 2011 και το 2012, τα γνώριμα σημεία είναι δεκάδες. Όπως έγραψα και το 2011 σε μία ιστορία εδώ, το Κίεβο με... θάμπωσε τότε, με εντυπωσίασε, με... σήκωσε από το έδαφος, με έκανε τρεις γύρες στον αέρα, και με άφησε ξανά κάτω. Έχει κάτι, στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, μεγαλειώδες, κι όπως, επαναλαμβάνω, έγραψα τότε, αν υπάρχει ΕΝΑ στοιχείο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με κάνει να παραμιλάω, είναι οι πανύψηλες αψιδωτές είσοδοι κτηρίων, πύλες που... θα μπορούσαν να αποτελούν σκηνικό επικής ταινίας, πύλες τόσο ψηλές που... άνθρωπος θα μπορούσε να περάσει στεκόμενος όρθιος στην οροφή διώροφου λεωφορείου (λες και θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο).
Φθάνοντας στην Πλατεία Ανεξαρτησίας, τη Μαϊντάν, και συγκεκριμένα στο μακρόστενο δυτικό κομμάτι της, αισθάνθηκα να πεινάω, δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα από χθες το απόγευμα. Θυμήθηκα ένα μαγαζί στην υπόγεια διάβαση στο οποίο πριν από τέσσερα χρόνια αγόρασα πολλές φορές διάφορες λιχουδιές. Το βρήκα, αγόρασα κάτι, έφαγα την πρώτη μπουκιά ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς το κομμάτι της πλατείας που βρίσκεται ακριβώς μπροστά/κάτω από το ξενοδοχείο Ουκραγίνα, κι εκεί...
Πώς να το περιγράψω;... Σαν να τρως μπουνιά στο στομάχι, όχι εν μέσω καβγά, όχι ενώ ξέρεις ότι μπορεί και να συμβεί, αλλά... σε εντελώς ανέμελη στιγμή... Το είδος της μπουνιάς που σε... σαστίζει, σε κάνει να νομίζεις ότι κάποιος πάτησε το “pause”, σαν να παγώνει ο χρόνος, σαν να έχεις μεν συναίσθηση του πού βρίσκεσαι, χωρίς όμως να μπορείς να κάνεις κάτι περισσότερο από το να παραμείνεις διπλωμένος, περιμένοντας η γη να αρχίσει ξανά να κινείται, ο χρόνος να κυλάει, κι εσύ να είσαι ξανά ικανός να κινηθείς, το σώμα σου, τα πόδια σου, όχι μόνο να περιπλανιέται αργά-αργά το βλέμμα σου...
Ξέροντας τι συνέβη εκεί πριν από δύο χρόνια, περίμενα να δω κάτι, μία πλάκα με ονόματα νεκρών, κάτι, δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να περιμένω, όμως... αυτό που βλέπεις ακόμα και σήμερα στην πλατεία, σε ΕΚΕΙΝΟ το τμήμα της πλατείας, σε αφήνει με την αίσθηση πως ό,τι συνέβη, συνέβη... την περασμένη βδομάδα. Το πρώτο που είδα ανεβαίνοντας τα σκαλιά, ήταν ένας ξύλινος σταυρός, ψηλός, πάνω από δύο μέτρα, με λουλούδια στα χρώματα της Ουκρανίας στο σημείο που συναντώνται τα δύο ξύλα. Περισσότερα λουλούδια αφημένα στη βάση του σταυρού, με το χιόνι και τον πάγο πάνω τους να τα κάνει να φαντάζουν ακόμα πιο... δραματικά...
Φθάνοντας στην κορυφή των σκαλοπατιών, είδα ότι οι ξύλινοι σταυροί δεν είναι ένας, αλλά τουλάχιστον τέσσερις... Η ανηφόρα που οδηγεί στην είσοδο του Ουκραγίνα είναι κλειστή στην κυκλοφορία, είναι λες και έχει... οδόφραγμα, και κάπου στη μέση της υπάρχει κανονικό οδόφραγμα, με λάστιχα αυτοκινήτων, με φωτογραφίες Ουκρανών που σκοτώθηκαν τότε, ακόμα και με κράνη, εκείνα που φορούσαν τότε, και τα οποία πρέπει να θυμάστε αν παρακολουθούσατε στην τηλεόραση τα νέα από Κίεβο.
Εννοείται ότι το πρώτο που έκανα πριν τριγυρίσω στο ανατολικό μισό της Μαϊντάν ήταν να βάλω στο σακίδιο το σνακ που μόλις είχα αγοράσει. Δεν είναι μόνο ότι σου κόβεται η όρεξη βλέποντας ότι βρίσκεσαι σε έναν χώρο που μοιάζει με... απέραντο νεκροταφείο, είναι κυρίως ότι αισθάνεσαι πως ο ελάχιστος σεβασμός στον χώρο επιβάλει το να μην τρως. Δε γίνεται να περπατάς σε έναν χώρο που είναι γε-μά-τος από φωτογραφίες πεσόντων, κι εσύ να... μασουλάς. Κοινή λογική (αν και ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα βλέποντας ζευγαράκια που φαινόντουσαν να είναι Ουκρανοί από άλλες πόλεις, να χαμογελούν σε φωτογραφίες με φόντο την πλατεία. Δεν ξέρω... Μπορεί απλά εγώ να βλέπω τα πράγματα “βαριά” και σοβαρά).
Η δασκάλα μίας τάξης σχολείου αποτελούμενη από μικρά παιδιά, ξεναγούσε τους μαθητές της στον χώρο. Δύο εθελοντές μοίραζαν ενημερωτικό υλικό. Κάποιοι πουλούσαν αναμνηστικά περικάρπια-κορδελίτσες στα χρώματα της Ουκρανίας. Και παντού, παντού, παντού, κατάλοιπα των... “μαχών” του 2014. Ακόμα κι ένας προβολέας, από εκείνους που είναι μπηγμένοι στο χορτάρι για να φωτίζουν τον χώρο το βράδυ, έμοιαζε με... επιτύμβια στήλη, με 6-7 κράνη τοποθετημένα γύρω του, και ακόμα περισσότερα λουλούδια...
Το γιατί συνέβη ό,τι συνέβη στο Κίεβο (και αλλού στην Ουκρανία) τότε, το πώς... εξομαλύνθηκε (στον βαθμό και ό,που εξομαλύνθηκε) η κατάσταση, το ποιοι είχαν το δίκιο με το μέρος τους και ποιοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να προωθήσουν εντελώς ιδιοτελή συμφέροντα, είναι ζητήματα για τα οποία θα μπορούσε κανείς (που ενδιαφέρεται) να μιλάει επί ώρες, προφανώς όμως εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για τέτοιου είδους... μονόλογο εκ μέρους μου. Εκείνο που μπορώ να μοιραστώ είναι ότι πιστεύω ακράδαντα πως όσα συνέβησαν στο Κίεβο πριν από δύο χρόνια, δεν θα με είχαν αγγίξει ΤΟΣΟ, αν δεν είχα ονειρεμένες αναμνήσεις από την πόλη, από προηγούμενα ταξίδια μου εδώ...
Εκεί που σήμερα έβλεπα ξύλινους σταυρούς, το 2012 ήταν η σκηνή της fan zone, με γιγαντοοθόνη για να παρακολουθεί ο κόσμος του αγώνες του Euro. Εκεί που ήταν σήμερα ο προβολέας/επιτύμβια στήλη, καθόμουν με την Ουκρανή φίλη μου το 2012 στριμωγμένοι ανάμεσα σε χιλιάδες κόσμο, παρακολουθώντας το πάρτι που είχε στηθεί λίγο πριν το Ουκρανία-Σουηδία. Εκείνη έμεινε στη fan zone, εγώ κάποια στιγμή πήγα στο γήπεδο για το παιχνίδι. Εκεί που σήμερα είδα μικρά πολύχρωμα καντήλια να σχηματίζουν κάποιο όνομα (ένα μέτρο επί τέσσερα, ΠΟΛΛΑ καντηλάκια), το 2012 ήταν το κατάστημα με τα αναμνηστικά του Euro, τα κιόσκια των χορηγών, το μίνι γήπεδο στο οποίο πιτσιρίκια μπορούσαν να κερδίσουν δώρα στέλνοντας την μπάλα στα δίχτυα.
Τη Μαϊντάν την έχω δει στα... καλύτερά της, μάλλον, στα... “πιο χαρούμενά της”, στα “πιο ξέγνοιαστά της”, στα “πιο χαμογελαστά της”, (το “καλύτερα” είναι σχετικό. Για κάποιον, το να θυσιάζεται για κάτι που θεωρεί άξιο να θυσιαστεί, μπορεί να είναι ο ορισμός του “καλύτερου”), και αυτό που είδα σήμερα ήταν πραγματικά... πολύ περισσότερο απ' ότι περίμενα, πολύ πιο... μακάβριο, ίσως, ΙΣΩΣ, πολύ πιο πρέπον. “Μία πλάκα με ονόματα νεκρών κι αυτό είναι όλο”, αυτό ίσως το δω μετά από... 10-15 χρόνια, όταν τα γεγονότα του 2014 θα είναι πλέον -κάπως- μακρινά. Μόλις δύο χρόνια αργότερα όμως, ίσως είναι πιο πρέπον να είναι η πλατεία όπως είναι σήμερα.
Ούτως ή άλλως, δεν φαντάζομαι σημερινό επικεφαλής της κυβέρνησης στην Ουκρανία, ή τον δήμαρχο, να δίνουν εντολή να απομακρυνθούν από την πλατεία όλα αυτά που βλέπει κανείς σήμερα. Όχι μόνο οι αναμνήσεις είναι νωπές, αλλά και η... όλη κατάσταση, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν “σηκώνουν” τέτοια ρίσκα, με πολύ κόσμο να είναι αηδιασμένος από το πώς εξελίχθηκε πολιτικά η κατάσταση μετά τις αλλαγές του 2014...
Όσο για το σνακ που... πάγωσε στο σακίδιο, το έβγαλα ξανά αρκετή ώρα αργότερα, έξω από το Ολυμπιακό Στάδιο, αφού αγόρασα εισιτήρια για το αυριανό εντός έδρας παιχνίδι της Ντινάμο, και το προσεχές φιλικό της Ουκρανίας με την Ουαλία. Οι Ουκρανοί παίζουν φιλικό και με την Κύπρο, στις 24 του μήνα, στην Οδησσό, στην οποία θα είμαι τη Δευτέρα το βράδυ, και από την οποία θα είναι το επόμενο κείμενο.
Μπήκα πριν από λίγο στο facebook και είδα “It's the first day of spring!”, με ζωγραφιές μιας γυναίκας κι ενός άνδρα να ποτίζουν τρία τεράστια λουλούδια υπό καταγάλανο ουρανό. Η γυναίκα μάλιστα έχει το ένα πόδι πεταμένο πίσω, δείχνοντάς μας πόσο ενθουσιασμένη είναι που μπήκε η άνοιξη και φτιάχνει ο καιρός. Μπήκα αμέσως μετά στο weather.com και είδα “Κίεβο, 0 βαθμοί Κελσίου, feels like -6. Ελαφριά χιονόπτωση” (τι ελαφριά, που με το ζόρι βλέπω μία στάση λεωφορείων 30 μέτρα από το παράθυρο δίπλα στο οποίο κάθομαι, στη ζεστούλα του χόστελ).
Η αντίφαση μου θυμίζει το γνωστό, “όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει”. Στην προκειμένη περίπτωση, “όταν σε πολλές χώρες υποδέχονται 'επίσημα' την άνοιξη, οι Ουκρανοί ξεκαρδίζονται στα γέλια -και φοράνε ένα ακόμα πιο χοντρό πουλόβερ κάτω από το παλτό/πάπλωμά τους πριν βγουν έξω”...
Η -κάθε άλλο παρά- πλάκα της υπόθεσης είναι ότι σήμερα το πρόγραμμά μου έχει ΔΥΟ αγώνες, στις δύο και στις εφτά και μισή. Το μεσημέρι μία μικρή ομάδα του Ντόνετσκ “υποδέχεται” ομάδα από τη δυτική Ουκρανία σε ένα γηπεδάκι 500 μέτρα από το Ολυμπιακό Στάδιο του Κιέβου (“αυτοεξόριστη” κι αυτή, όπως κι η μεγάλη ομάδα του Ντόνετσκ, η Σαχτάρ, λόγω της κατάστασης στην ανατολική Ουκρανία), και αργά το απόγευμα η πρωτοπόρος στο πρωτάθλημα Ντινάμο παίζει δίπλα, στο Ολυμπιακό Στάδιο, με την τρίτη της βαθμολογίας, μία ομάδα από το επίσης... αποκομμένο/αποσχισμένο/διαφιλονικούμενο Λουχάνσκ (η οποία με τη σειρά της παίζει τους εντός έδρας αγώνες της τυπικά σαν γηπεδούχος κάπου στην κεντρική Ουκρανία).
Έχοντας δει ότι ακόμα και αρκετές στρώσεις ρούχων δε με έσωσαν από την παγωνιά στην Πολωνία και στο Λβιβ, σκέφτομαι σήμερα να αγοράσω ειδική αλοιφή, από εκείνες που ανεβάζουν τη θερμοκρασία του σώματος, από εκείνες που χρησιμοποιούν ποδοσφαιριστές (desperate times/situations call for desperate measures).
Γιώργο, όπως έγραψα προχθές, δέκα μέρες τώρα στην Ουκρανία αισθάνομαι μισοένοχος για το πόσο εξευτελιστικά χαμηλές είναι οι τιμές. Γενικά αισθάνομαι ένοχος που αφιερώνω κομμάτια των κειμένων μου στο ποδόσφαιρο (αναπόφευκτο όμως, μια και αν δεν ήταν αυτό, δε θα έκανα αυτό το ταξίδι όπως το κάνω). Τώρα που ξέρω ότι διάβασες διαδοχικά κατεβατά πλούσια πασπαλισμένα με αναφορές σε άθλημα που η μπάλα του είναι πολύ μικρότερη και άλλου χρώματος από την αγαπημένη σου, αισθάνομαι ακόμα πιο ένοχος (αυτό με τις ενοχές πρέπει να το κοιτάξω, αν και μάλλον παραμεγάλωσα για να το/με γιατρέψω).
Άσχετο... Το πόσο σε ντρέπομαι θα σου το γράψω ευθύς αμέσως σε προσωπικό μήνυμα.
Σκόρπιες σκέψεις-εντυπώσεις από Οδησσό... Είμαι σε ένα Πουζάτα Χάτα, ουκρανική αλυσίδα φαγάδικων (με μπουφέ πλούσιο σε επιλογές), είναι η ώρα του μεσημεριανού γεύματος, γίνεται ο κακός χαμός από κόσμο, πολύς ο θόρυβος, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ για να γράψω κάτι με αρχή-μέση-τέλος, οπότε... πατάω το “random”, και ό,τι προκύψει.
Όπως είπα προχθές σε έναν Καναδό οδηγό φορτηγών, από εκείνους που δουλεύουν έξι μήνες τον χρόνο (δέκα σερί μέρες, 10-12 ώρες την ημέρα, μετά παίρνουν τετραήμερο ρεπό, και πάλι απ' την αρχή, μέχρι που συμπληρώνουν εξάμηνο) και τους άλλους έξι μήνες... ξοδεύουν αυτά που έβγαλαν δουλεύοντας, η Οδησσός μού θυμίζει την Αβάνα(!!). Ο τύπος έχει πάει στην Κούβα, και ξαφνιάστηκε όταν του είπα αυτό που του είπα, όπως ομοίως φαντάζομαι ότι ξαφνιάστηκες κι εσύ που με διαβάζεις τώρα αν κι εσύ έχεις πάει/έρθει και στις δύο πόλεις. Εξηγούμαι...
Μία από τις εικόνες που μου έχουν μείνει από την Αβάνα είναι να στέκομαι στα σκαλοπάτια του Καπιτωλίου, κι απέναντι να βλέπω όμορφα κτήρια που έχουν δει ΠΟΛΥ καλύτερες ημέρες από άποψη συντήρησης (μάλλον... ΜΟΝΟ καλύτερες ημέρες), άνδρες γυμνούς από τη μέση και πάνω να καπνίζουν σε μικροσκοπικό μπαλκόνι ή δίπλα σε παράθυρο, και γυναίκες να κρεμάνε ρούχα που μόλις έχουν πλύνει. Επαναλαμβάνω, σε όμορφα (αλλά κραυγαλέα... καταπονημένα από την ελλειπή συντήρηση -τουλάχιστον το 2009 που ήμουν εκεί) κτήρια, απέναντι ακριβώς από το Καπιτώλιο.
Κάτι παρόμοιο βλέπεις στην Οδησσό. Στη μια πλευρά ενός δρόμου μπορεί να βρίσκεται ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή κατάλοιπα της σοβιετικής εποχής, στο οποίο μπορεί να στεγάζεται σήμερα κάποια σημαντική δημόσια υπηρεσία, και στην απέναντι πλευρά του δρόμου να βρίσκεται ένα κτήριο που άλλες εποχές πρέπει να στέγαζε εύπορες (ή έστω “μεγαλομεσαίες”) οικογένειες, αλλά σήμερα μοιάζει ημιπαρατημένο, με σπασμένα τζάμια και πολύχρωμα καλύμματα στις μπαλκονόπορτες (προφανώς για να προστατεύουν εκείνους που ζουν μέσα από τον αέρα, τη βροχή, γενικά τα στοιχεία της φύσης), κι ένα σχοινί τεντωμένο με δύο παντελόνια και τρεις μπλούζες να κρέμονται.
Γενικά, η Οδησσός είναι γ ε μ ά τ η από πανέμορφα κτήρια, σαν εκείνα που ευτυχώς κάποτε αναπαλαιώσαμε στη Θεσσαλονίκη στη Βασιλίσσης Όλγας, ειδικά τα κάτω μέρη των μπαλκονιών είναι... για χάζεμα, με περίτεχνα γλυπτά και διάφορα μοτίφια, μπαλκόνια όμως από τα οποία μπορεί να λείπουν κομμάτια, να έχουν αποκολληθεί κομμάτια, ή να έχουν “μπαλωμένα” τζάμια.
Ο δε κόσμος που βλέπεις να μπαινοβγαίνει σε αυτά τα μπαλκόνια, επίσης μου θυμίζει τους Κουβανούς, προφανώς όχι λόγω... χρώματος δέρματος, αλλά επειδή... η γιαγιά και ο παππούς που κάνουν τσιγάρο, φαίνονται άνθρωποι που έχουν περάσει δύσκολα, είναι από εκείνους που φαίνονται να έχουν γεράσει νωρίτερα από... σχετικά ανέμελους συνομηλίκους τους στη... Δανία, στη Σουηδία, σε περιοχές των ΗΠΑ με πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο. Ίσως πάλι, εννοείται, έτσι να τα βλέπω εγώ, και η πραγματικότητα να μην μπορούσε να μην είναι πιο διαφορετική...
Η Οδησσός είναι... στην τσίτα αυτές τις ημέρες. Μαγαζιά στήνουν τις προεκτάσεις τους στα πεζοδρόμια (αυτές που ο κόσμος προτιμά από το εσωτερικό των μαγαζιών τους μήνες που ο καιρός επιτρέπει να κάθεσαι έξω), άλλα μαγαζιά που μοιάζουν να έκαναν ανακαίνιση κάνουν κάτι τελευταία μερεμέτια και διαφημίζουν την επανέναρξη της λειτουργίας τους, χόστελ που έμειναν κλειστά τους χειμερινούς μήνες διαφημίζουν κι εκείνα την επανέναρξη της λειτουργίας τους, κι η πόλη είναι γεμάτη από ταμπέλες που προετοιμάζουν τον κόσμο για ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της χρονιάς στην Οδησσό, αν όχι ΤΟ μεγαλύτερο. Την Πρωταπριλιά(!).
Οι κάτοικοι της Οδησσού φημίζονται για την αίσθηση του χιούμορ τους, οι κάτοικοι κάθε πόλης στην Ουκρανία συνοδεύονται από κάποια “ταμπέλα”, κι εκείνη των της Οδησσού είναι ότι... έχουν πλάκα, ότι κάνουν πλάκα με τα πάντα, ότι δεν... χορταίνουν να αυτοσαρκάζονται, ότι λατρεύουν να πειράζουν ο ένας τον άλλον, να κάνουν φάρσες, κι έτσι “κολλάει” απόλυτα το ότι στη ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ πόλη η Πρωταπριλιά είναι ΤΟΣΟ σημαντική μέρα. Τόσο, που λαμβάνει χώρα ακόμα και παρέλαση αρμάτων, με θέματα εμπνευσμένα από την επικαιρότητα, και “δοσμένα” με τρόπο χιουμοριστικό.
Λεπτομέρεια: πέρσι, ίδιες ημέρες, οι τοπικές αρχές αποφάσισαν (και ζήτησαν από τους κατοίκους της πόλης την κατανόησή τους) να μην διοργανώσουν τη σχετική γιορτή, φοβούμενες ότι η τεταμένη -τότε- ατμόσφαιρα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε... ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Τότε, πλησίαζε η επέτειος του ενός έτους από όσα θλιβερά συνέβησαν στο κέντρο της Οδησσού τέλη Απριλίου/αρχές Μαΐου του 2014, κι έτσι...
Δεν μπορούσα να μην πάω... Οι εικόνες που είχα δει στην τηλεόραση και πολύ περισσότερο οι φωτογραφίες που είχα δει στο ίντερνετ, ήταν τόσο... πώς να τις χαρακτηρίσω... τόσο... “δεν γίνεται να συμβαίνει... Πρέπει να είναι ταινία με διεστραμμένη αίσθηση της ρεαλιστικής απεικόνισης”, που... θα μου μείνουν για πάντα, νομίζω/φοβάμαι.
Αναφέρομαι στον “Οίκο των Εργατικών Ενώσεων”, αν το μεταφράζω σωστά στα Ελληνικά, ένα μεγάλο κτήριο 100-150 μέτρα από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Οδησσού. Μαζοχιστικά πράττοντας, μπήκα στο ίντερνετ προχθές το πρωί, είδα ξανά φωτογραφίες από τότε, με καμμένα σώματα, κάποια χωρίς άκρα, και κυρίως διάβασα αρκετά για το “πριν” των γεγονότων που κορυφώθηκαν στις 2 Μαΐου του 2014. Μετά, περπάτησα τα δυόμισι χιλιόμετρα από το χόστελ μέχρι εκεί.
Υπάρχουν ακόμα καντηλάκια, λουλούδια, κι επιγραφές μνήμης σε εκείνους που σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα. Η κεντρική είσοδος του κτηρίου είναι... σφραγισμένη, υπάρχει λαμαρινένιος “τοίχος” γύρω-γύρω, κι ακόμα και σε τρύπες πάνω του υπάρχουν μπηγμένα λουλούδια. Στο έδαφος είναι γραμμένο “Ουκρανία” με τεράστια γράμματα σε μπλε και κίτρινο, τα χρώματα της σημαίας. Κάποια τζάμια είναι σπασμένα, και τμήματα της πρόσοψης γύρω από παράθυρα έχουν ακόμα εμφανή σημάδια φωτιάς, σαν να μην ασχολήθηκε κανείς με την επισκευή των υλικών καταστροφών εκείνων των ημερών. Ίσως και να πρόκειται για ηθελημένη επιλογή των τοπικών αρχών. Δεν ξέρω. Δεν το αποκλείω. Κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι η σημαία σε έναν στύλο εκεί μπροστά, κυμάτιζε μεσίστια. Καμία άλλη σημαία σε δημόσιο κτήρια δεν κυματίζει αυτές τις ημέρες μεσίστια στην Οδησσό, οπότε προφανώς πρόκειται για ένδειξη πένθους για τα γεγονότα του 2014.
Οι παράπλευρες είσοδοι του κτηρίου είναι πάντως ανοικτές. Μέχρι και καφέ (όχι μεγάλο. Κάτι σαν... κυλικείο) λειτουργεί στην πλευρά που “βλέπει” στον εντυπωσιακό σιδηροδρομικό σταθμό.
Ακόμα και σήμερα μου φαίνεται... εκτός λογικής το σκηνικό που στήθηκε εκείνες τις ημέρες. ΥΠΑΡΧΕΙ “λογική”, τίποτα δεν συνέβη τυχαία, όμως... τι να πω, τι να γράψω... Απλά, εύχομαι τις διαφορές τους να τις είχαν λύσει χωρίς να χυθεί αίμα, χωρίς να καούν άνθρωποι ζωντανοί, χωρίς να διχαστεί μία ολόκληρη πόλη έτσι όπως διχάστηκε.
Τέτοιες στιγμές είναι που θυμάμαι πρώην κοπέλα μου από την Κροατία, από την Κοπρίβνιτσα, μία μικρή πόλη πολύ κοντά στην Ουγγαρία. Κάποτε μου περιέγραψε τις ημέρες που... αγρίεψαν τα πράγματα, στην αρχή του πολέμου στην άλλοτε Γιουγκοσλαβία. Μου είπε πώς από τη μια μέρα στην άλλη, ή έστω από τη μια βδομάδα στην άλλη, Κροάτες και Σέρβοι (πολύ λιγότεροι οι τελευταίοι) που ζούσαν σε γειτονικά σπίτια επί δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια, άρχισαν να κυνηγούν με όπλα και μαχαίρια οι μεν τους δε, ή, για την ακρίβεια, οι πολλοί περισσότεροι Κροάτες τους άμοιρους Σέρβους που έψαχναν τρόπο να διαφύγουν στην Ουγγαρία, ή να “κατέβουν” νότια, στο Όσιγιεκ, στο οποίο αν και κροατικό, το σερβικό στοιχείο ήταν πιο πολυπληθές απ' ότι στην Κοπρίβνιτσα.
Χθες το βράδυ πήγα στο Ουκρανία-Κύπρος, φιλικό. Είδα μία παρέα τριών μεσήλικων κυρίων σε ένα σημείο της κερκίδας με σημαία της Κύπρου. Το γήπεδο ήταν σχεδόν γεμάτο, ο κόσμος ήταν ενθουσιώδης, οι Ουκρανοί κάνουν σαν μικρά παιδιά στο γήπεδο, όταν αρχίζουν να κάνουν το “κύμα” στις κερκίδες πρέπει να συμβεί κάτι συνταρακτικό στον αγωνιστικό χώρο για να σταματήσουν, βγάζουν σέλφις με την ίδια ταχύτητα που καταπίνει χιλιόμετρα (μίλια, whatever) αεροπλάνο στον αέρα, πίνουν, πίνουν, πίνουν, γελάνε, γενικά τους βλέπεις πιο ξέγνοιαστους από... οπουδήποτε αλλού, όμως... αυτό με τον ύμνο τους, να με συμπαθάνε, αλλά έχει πλάκα, και το γράφω με όλη την αγάπη μου για τους Ουκρανούς...
Παρά το γεγονός ότι γλωσσικά η Ουκρανία ήταν (και τελικά παραμένει) πρώτα ρωσική και μετά ουκρανική, ο εθνικός ύμνος είναι αποκλειστικά στα Ουκρανικά. Οι δύο γλώσσες κάθε άλλο παρά “μέρα με τη νύχτα” είναι, οι ομοιότητες είναι αμέτρητες και χτυπητές, όμως, όπως μάλλον κατά κανόνα συνέβαινε στην άλλοτε Σοβιετική Ένωση, οι ρωσόφωνοι δεν έμπαιναν ποτέ στον... κόπο να μάθουν τη γλώσσα της “Δημοκρατίας” στην οποία ζούσαν, σε αντίθεση με τους Ουκρανούς, τους Λετονούς, τους Λιθουανούς, τους Εσθονούς, τους Μολδαβούς, οι οποίοι, εκτός από τη μητρική γλώσσα τους, ΣΑΦΩΣ και μάθαιναν και Ρωσικά.
Ειδικά στην Οδησσό, εκείνοι που έχουν τα Ρωσικά σαν μητρική γλώσσα, και όχι τα Ουκρανικά, αποτελούν συντριπτική πλειοψηφία. Κάπως έτσι, στο γήπεδο, σε ένα σχεδόν γεμάτο επαναλαμβάνω γήπεδο, από κόσμο που πήγε με ουκρανικές σημαίες και κασκόλ, την ώρα της ανάκρουσης του ύμνου τους άκουγες χθες ένα... παρατεταμένο μουρμουρητό. Από όλους όσοι στέκονταν γύρω μου, ΔΥΟ πενηντάρηδες τραγούδησαν τον ύμνο δυνατά (έστω και εγκληματικά παράφωνα). Άλλοι, ακόμα και κόσμος που είχε το δεξί χέρι στην καρδιά, στην καλύτερη περίπτωση... ψέλλιζε τους στίχους.
Δεν ξέρω... Καταλαβαίνω ότι για κάποιους είναι δύσκολο να μάθουν άλλη γλώσσα πέρα από τη μητρική τους, αλλά... διάολε, δεν χρειάζεται να μάθεις άπταιστα Ουκρανικά για να μπορείς να τραγουδήσεις τον ύμνο. Εγώ στη Μαλαισία έμαθα τον ύμνο τους -από ενδιαφέρον και μόνο- στην τοπική γλώσσα, χωρίς καν να είμαι ο πιο προικισμένος στις γλώσσες άνθρωπος του κόσμου, κι οι ρωσόφωνοι της Ουκρανίας δεν μπορούν να μάθουν δέκα στίχους σε μία γλώσσα που είναι ΠΟΛΥ κοντινή στη μητρική τους; Σηκώνω τα χέρια ψηλά, ειλικρινά...
Γενικά, η Οδησσός είναι ρυμοτομικά το απόλυτο αντίθετο του Λβιβ, με τους δρόμους να σχηματίζουν τέλεια τετράγωνα, κάτι που σου επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να ξέρεις πού ακριβώς βρίσκεσαι. Οι δρόμοι στο κέντρο έχουν τρεις και τέσσερις λωρίδες, τα πεζοδρόμια είναι πλατιά, και γενικά η πόλη προσφέρεται για ατελείωτες βόλτες. Το ότι τους δρόμους μοιράζονται SUV-φρούρια με Ζάσταβα του... '60 και τραμ που σε άλλες χώρες πρέπει να αποτελούν εκθέματα μουσείων, κάνει το χάζι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Προσοχή όμως στα πεζοδρόμια, τα οποία πρέπει να είναι τα χειρότερα που έχω δει στην Ευρώπη. Με εξαίρεση τον κεντρικό πεζόδρομο, το περπάτημα στο υπόλοιπο κέντρο (πόσο μάλλον πιο “έξω”, είχα χρόνο τις τελευταίες ημέρες και... ξανοίχτηκα) μοιάζει με... βόλτα στη φύση, σε λόφο, με τα ups and downs να αποτελούν κανόνα. Τη μια στιγμή αποφεύγεις μια λακκούβα, την επόμενη βρίσκεσαι να ισορροπείς σε “μυτούλα” 20 και 30 εκατοστά πάνω από την “κανονική” επιφάνεια του εδάφους, κι αμέσως μετά προσέχεις πού πατάς για να μην πέσεις σε χωμάτινη επιφάνεια που μόλις έχει σκαφτεί (συνεργεία από δεκάδες γυναίκες σκάβουν τους χώρους γύρω από δέντρα σε κεντρικούς δρόμους, και μάλλον θα φυτέψουν λουλούδια, μέρος κι αυτό των... ετοιμασιών για την είσοδο της άνοιξης -η οποία τυπικά έχει μπει, αλλά καιρικά στην Οδησσό μάλλον αναγγέλλει την άφιξή της τον Απρίλιο).
Το παρατράβηξα -και- το σημερινό κείμενο, αλλά πρέπει να προσθέσω κάτι. Κάποτε ο Μπατιστούτα (σπουδαίος Αργεντινός ποδοσφαιριστής) είπε ότι για εκείνον η αίσθηση που είχε όταν πετύχαινε γκολ ήταν καλύτερη κι από την κορύφωση στο σεξ. Εμείς οι αθλητικογράφοι που δεν βιώσαμε ποτέ την αποθέωση από γεμάτα γήπεδα για κάποιο γκολ μας, χαιρόμαστε με τις μεγάλες διοργανώσεις που κάποιοι έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε με δημοσιογραφική διαπίστευση.
Αν θυμάστε, σε ένα κείμενο αυτής της ιστορίας έγραψα ότι όσο ήμουν στο Μπιαλίστοκ, στην Πολωνία, ενημερώθηκα από την ΟΥΕΦΑ ότι μου έδωσαν διαπίστευση για το Euro της Γαλλίας. Έγραψα τότε ότι είχα ζητήσει “match tickets” (άλλο γενικά η διαπίστευση, άλλο “εισιτήρια” για συγκεκριμένους αγώνες) για 13 παιχνίδια της φάσης των ομίλων, κι ότι περίμενα να μου πουν “ναι” στα 8-9.
Στην Οδησσό έφθασα Δευτέρα βράδυ, τσέκαρα το μέιλ μου κατά τις οκτώ και μισή, και είδα ότι η ΟΥΕΦΑ μόλις είχε αρχίσει να στέλνει “ραβασάκια” για τα “match tickets”. “Confirmed” το πρώτο (Γαλλία-Ρουμανία, το παιχνίδι με το οποίο αρχίζει η διοργάνωση), ομοίως το δεύτερο, ομοίως το τρίτο, κάθε 15 με 20 λεπτά μού έστελναν κι ένα μήνυμα, κάτι σαν... (συγγνώμη κιόλας) back to back οργασμοί , για να μνημονεύσω/παραφράσω τον μεγάλο Μπατιστούτα. Εκείνο το βράδυ σταμάτησαν στα εφτά “confirmed”. Το πρωί (σε δεύτερο... κύκλο back to back “οργασμών”) μου έστειλαν άλλα έξι(!). Δεκατρία στα 13, δεκατρία παιχνίδια σε δεκατρείς ημέρες (λογιστικά εξωφρενικό, αλλά πρακτικά εφικτό, και φυσικά προκλητικά άπληστο), Παρίσι, Μπορντό, Λιόν, Σεντ-Ετιέν, Μασσαλία, Τουλούζη (σε κάποιες πόλεις θα δω δύο αγώνες, στο Παρίσι τέσσερις). Όνειρο ( ; ).
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι ακόμα δεν ξέρω καν αν θα πάω(!). Για να πάω πρέπει να βρω κάποιο Μέσο να συνεργαστώ, για να καλύψω έστω τα έξοδά μου (δεν τρέφω αυταπάτες ότι θα βγάλω και λεφτά από αυτήν την υπόθεση. Τα οδοιπορικά μου στη Βραζιλία τα πήρα σε δόσεις, με τελευταία τον Ιούνιο του 2015). Αν δεν καταφέρω να βρω πηγή εσόδου, η μόνη ρεαλιστική επιλογή μου θα είναι, με πόνο καρδιάς , να ενημερώσω την ΟΥΕΦΑ ότι παραιτούμαι της διαπίστευσης (για να μην χρεωθώ “no-show”, που θα επηρέαζε μελλοντική αίτησή μου για διαπίστευση σε άλλη διοργάνωση). Σχεδόν εφτά χρόνια αδιάκοπων πήγαινε-έλα και ελάχιστων εσόδων, με έχουν αφήσει σχεδόν... ολόστεγνο, οπότε...
Τελευταία βόλτα, και μετά βραδινό τρένο για Κίεβο (για άλλους τρεις ποδοσφαιρικούς αγώνες σε τέσσερις ημέρες. Μην ξεχνιόμαστε).
Χαιρετίσματα από τη Μαύρη Θάλασσα.
Έχω σχεδόν μια βδομάδα να γράψω, φοβάμαι ότι το κείμενο θα μου βγει... τόμος εγκυκλοπαίδειας, οπότε αρχίζω και μάλλον θα το ανεβάσω σε... δόσεις, όχι -πολύ- μεγαλύτερες των χιλίων λέξεων, για να μη σας μπαφιάσω.
Μετράω τρεις εβδομάδες στην Ουκρανία, είδα κομμάτια του Λβιβ, του Κιέβου και της Οδησσού που δεν είδα το 2011 και το 2012, όμως απόψε είναι η πρώτη φορά που θα βρεθώ σε “καινούργια” πόλη για πρώτη φορά, “κάποια” Πολτάβα, πέντε ώρες με το -δικό μου, το αργό, το απλό- τρένο από το Κίεβο. Η αρχική ιδέα μου ήταν να επιστρέψω σε όλα τα μέρη που πέρασα χρόνο το 2012, όμως από τη στιγμή που δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να βγάλω βίζα για την Κριμαία, και το πέρασμα των “συνόρων” για να φθάσω στο Ντόνετσκ είναι... “υπερβολικά μπελαλίδικο” (πρακτικά εφικτό, αλλά με τόσα ρίσκα, που το καθιστούν -για μένα- ανόητο), σκέφτηκα να πάω και σε μία πόλη για πρώτη φορά. Την Κυριακή η τοπική Βόρσκλα παίζει εντός , η Πολτάβα είναι... στον δρόμο για το Χάρκοβο, στο οποίο δεν μπορώ να μην πάω, οπότε...
Σχόλια-εντυπώσεις από Κίεβο, στο οποίο πέρασα τις πέντε τελευταίες ημέρες...
Κάνοντας βόλτα, η διαφήμιση που βλέπεις σε μεγάλες ταμπέλες στους δρόμους περισσότερες φορές από οποιαδήποτε άλλη, είναι του ουκρανικού στρατού. Προσλαμβάνουν κόσμο. Έχουν φωτογραφίες στρατιωτών που φαίνονται πολύ περήφανοι που υπηρετούν την πατρίδα τους, παράλληλα όμως, σε πολύ ευδιάκριτο σημείο των “πόστερ”, διαβάζει κανείς για το “εγγυημένο και ικανοποιητικό συμβόλαιο” που συνοδεύει κάθε πρόσληψη. Χθες διάβασα κάπου ότι 45.000 άτομα που στρατολογήθηκαν όταν ξέσπασε η κρίση στην ανατολική Ουκρανία, επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ήταν απλοί πολίτες, οι οποίοι προφανώς δεν μπορούσαν να μείνουν στον στρατό για... πάντα. Τους έδωσαν κάτι... αναμνηστικά σαν “ευχαριστούμε” για τις υπηρεσίες τους. Στόχος της ουκρανικής Κυβέρνησης είναι να προσληφθούν τουλάχιστον 15.000 άτομα, άνδρες και γυναίκες. Η πόρτα είναι ανοικτή σε όλους.
Το Κίεβο είναι γεμάτο από... πολύ, ΠΟΛΥ όμως, βαρβάτους άντρακλες(...), που πρέπει να έχουν τεράστιο “μόριο”(!), κάτι που φροντίζουν να επιδείξουν με τη συμπεριφορά τους κρατώντας τιμόνι τεράστιου SUV, γκαζώνοντας σαν να είναι οδηγοί αγώνα ταχύτητας, από ένα φανάρι μέχρι το επόμενο. Ειλικρινά, υπάρχουν φορές που τους βλέπω και χασκογελάω, υπάρχουν και φορές που τσατίζομαι. Η απόσταση ανάμεσα σε δύο φανάρια μπορεί να είναι ακόμα και... εκατό μέρα, όμως με το που ανάβει πράσινο, το “σανιδώνουν”, έστω κι αν ξέρουν -προφανώς- ότι μετά από 3-4 δευτερόλεπτα ανείπωτης ηδονής θα πρέπει να φρενάρουν απότομα, μια και το επόμενο φανάρι παραμένει κόκκινο. Τα περισσότερα από αυτά τα αυτοκίνητα-θωρηκτά έχουν φιμέ τζάμια. Πώς μπορώ να είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για άνδρες οδηγούς και όχι γυναίκες; Απλά... δεν μπορώ να φανταστώ γυναίκα οδηγό να συμπεριφέρεται έτσι. Έχω δει, και μάλιστα πολλές, να οδηγούν αντίστοιχα τεράστια αυτοκίνητα (ένα... ζητηματάκι με το παρκάρισμα και το ξεπαρκάρισμα το έχουν), όμως... όχι, δεν μπορώ να φανταστώ γυναίκα να κάνει σπριντ από ένα φανάρι σε άλλο. Τη συγκεκριμένη... εξυπνάδα (για να μην χρησιμοποιήσω άλλη λέξη) την θεωρώ ανδρική αποκλειστικότητα...
Το 2011 και το 2012 πρόσεξα ότι πολλά-πολλά-πολλά “πράγματα” ήταν βαμμένα μπλε και κίτρινα, τα χρώματα της ουκρανικής σημαίας. Μπορεί να ήταν... οτιδήποτε, κάγκελα, κολόνες, παγκάκια, κάδοι, τοίχοι, σκαλοπάτια, παρτέρια, η λίστα ήταν... πάπυρος, ατελείωτη. Φέτος όμως βλέπω ότι οι Ουκρανοί “το έχουν τερματίσει”. Με έχω πιάσει μια ντουζίνα φορές να γελάω αυθόρμητα με το τι βλέπω βαμμένο μπλε και κίτρινο, κι αυτόματα να προσπαθώ να περιορίσω το γέλιο μου, επειδή περνάει και κόσμος από δίπλα, και δεν είναι ο ορισμός της διακριτικότητας και του σεβασμού να γελάς βλέποντας κάτι βαμμένο στα χρώματα της σημαίας της χώρας στην οποία βρίσκεσαι (όχι ότι οι γύρω μου μπορούν να είναι βέβαιοι γιατί ακριβώς γελάω σαν χάχας). Το αγαπημένο μου, ΤΟ αγαπημένο μου, έβαψαν ακόμα και το αστέρι που κοσμεί την κορυφή ενός εντυπωσιακού κτηρίου πάνω στον κεντρικό δρόμο, εκατό μέτρα από την Πλατεία Ανεξαρτησίας. Μου έκανε ΤΟΣΗ εντύπωση αφενός επειδή πρόκειται για λατρεμένο μου κτήριο, από αυτά που δεν χορταίνω να χαζεύω, κι αφετέρου επειδή... ακόμα κι ένα παιδάκι θα μπορούσε να βάψει ένα παγκάκι, αλλά το συγκεκριμένο αστέρι, εκεί ψηλά, κάποιος πρέπει να αφιέρωσε πολύ κόπο για να το φθάσει και να το βάψει. Του βγάζω το καπέλο...
Κάτι άλλο που πρόσεξα είναι ότι φέτος “λείπουν” ακόμα περισσότερα αγάλματα από το 2012. Εννοώ ότι βλέπεις πολλά... βάθρα, αν αυτή είναι η σωστή λέξη, πάνω στα οποία ΠΡΟΦΑΝΩΣ κάποτε υπήρχε ένα άγαλμα, και μάλιστα μεγάλο (κρίνοντας από το μέγεθος του βάθρου), βάθρα όμως από τα οποία έχουν πλέον αφαιρεθεί τα αγάλματα, κι έχουν... μπογιατιστεί οι επιγραφές στο μπροστά μέρος τους, έτσι ώστε αυτό που κάποτε αναγραφόταν εκεί, να είναι πλέον αδύνατο να διαβαστεί.
Κάτι αντίστοιχο με έκανε -ξανά- να χασκογελάσω στην Οδησσό, τη μέρα που πήγα βόλτα σε τρία... αρχαία στάδια. Σε ένα από αυτά, οι δύο από τους τέσσερις περιφερειακούς τοίχους του ήταν γεμάτοι από... σκαλιστά αστέρια, με “κάτι” γραμμένο από κάτω. Τα σκαλιστά που ήταν σε χαμηλό ύψος, ήταν επίσης μπογιατισμένα και φθαρμένα, τόσο που δεν μπορούσα να διακρίνω τι έγραφε κάποτε εκεί. Ακριβώς από πάνω όμως, σε ύψος απίθανο να φθάσει κανείς χωρίς σκάλα, υπήρχε δεύτερη σειρά ολόιδιων σκαλιστών. Εκεί οι επιγραφές ήταν άθικτες. “CCCP” . Αυτό που -οι κάπως παλιότεροι- μάθαμε σαν “ΕΣΣΔ”, Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (θεωρώ δεδομένο ότι οι περισσότεροι το ξέρετε, αλλά μπορεί να διαβάζει και κανένας 20άρης που τα περί Σοβιετικής Ένωσης να του φαίνονται... μεσαιωνική ιστορία).
Σχεδόν καθημερινά κουβεντιάζω με κόσμο που γνωρίζω σε χόστελ, κι η πιο ενδιαφέρουσα κουβέντα που είχα τις τελευταίες ημέρες ήταν με μία νεαρή Αγγλίδα που πέρασε τους τελευταίους μήνες στην Ουκρανία διδάσκοντας Αγγλικά σε πιτσιρίκια, για λογαριασμό μίας ΜΚΟ. Θα χρειαζόμουν ένα ξεχωριστό ποστ για να αναφερθώ σε όσα είπαμε περί Ουκρανίας, φαντάζομαι ότι για τους περισσότερους εξ υμών δεν θα είχαν τρελό ενδιαφέρον, όμως πρέπει να αναφέρω ΕΝΑ. Μιλούσε για το πόσο “ασαφές” είναι το τοπίο, φορολογικά, στην Ουκρανία. Συμφωνήσαμε ότι το ίδιο “ασαφές” είναι το πλαίσιο σε πολλούς τομείς, όχι μόνο στη φορολογία, κι εκεί μοιράστηκα την εμπειρία μου-παράδειγμα από τα τρία τρένα που έχω πάρει μέχρι στιγμής στην Ουκρανία -σε αυτό το ταξίδι, όχι γενικά. Το 2012 αγόρασα όλα τα εισιτήρια στο ίντερνετ, κι ήξερα ότι έπρεπε να πάω σε ειδική “κάσα” σε κάθε σταθμό, να παρουσιάσω το εκτυπωμένο από μένα “εισιτήριο”, και να μου δώσουν κανονικό εισιτήριο. Φέτος, στο Λβιβ-Κίεβο, οι υπεύθυνοι των βαγονιών (κάθε ένα έχει τον/την δικό/δική του), είχαν μηχανήματα με τα οποία σκάναραν τα εκτυπωμένα από τους επιβάτες εισιτήρια, δεν χρειαζόταν να πάμε σε “κάσα” και να τα ανταλλάξουμε με κανονικά εισιτήρια. Στο Κίεβο-Οδησσός λίγο έλειψε να χάσω το τρένο, επειδή η υπεύθυνη του βαγονιού “μου” δεν είχε τέτοιο μηχάνημα, κανείς συνάδελφός της δεν είχε, κι έπρεπε την τελευταία στιγμή να τρέξω σε “κάσα” για να μου δώσουν “κανονικό” εισιτήριο. Στο δε Οδησσός-Κίεβο, στον σταθμό επέμεναν ότι δεν χρειαζόταν να ανταλλάξω το εκτυπωμένο με κανονικό εισιτήριο. Όντως. Έδειξα το εκτυπωμένο, και επιβιβάστηκα. Ούτε καν μηχάνημα για να σκανάρουν τον κωδικό είχαν. Επιπλέον, στην πόρτα του βαγονιού “μου” είδα ότι κάποιοι επιβάτες δεν είχαν καν εκτυπώσει το εισιτήριό τους, έδειχναν στην υπεύθυνη απλά την οθόνη του κινητού τους (όπως θα έπρεπε να συμβαίνει, με δεδομένο ότι είμαστε στο 20-&*%$#-16 -κεκαλυμμένο μπινελίκι είναι όλο εκείνο στη μέση του 2016). Τρεις επιβιβάσεις σε τρία τρένα της ίδιας -και μοναδικής- εταιρείας στην ίδια χώρα, τρένα ΙΔΙΑΣ κατηγορίας, τρεις διαφορετικοί τρόποι επιβίβασης... Ένα μικρό αλλά, εκτιμώ, ΠΟΛΥ χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο... ασαφείς είναι οι κανόνες σε αμέτρητους τομείς στην Ουκρανία...
Προχθές το βράδυ, ελλείψει διαθέσιμου ποδοσφαιρικού αγώνα, πήρα την... αθλητική τζούρα μου στο μεγαλύτερο κλειστό γήπεδο του Κιέβου, δίπλα στο Ολυμπιακό Στάδιο, παρακολουθώντας τον τρίτο τελικό των πλέι-οφ του ουκρανικού πρωταθλήματος χόκεϊ(!). Μπήκε έτσι η Ουκρανία στην φτωχή λίστα μου των χωρών στις οποίες έχω παρακολουθήσει χόκεϊ, μαζί με την Τσεχία και τη Λετονία. Με τα φθηνότερα εισιτήρια στα 30 χρίβνια, ένα ευρώ, και με εγγυημένο απολαυστικό people-watching, δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσω. Κι όντως, τελικά, δεν χανόταν...
Το ότι η... ατμόσφαιρα ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη στα οκτώ ποδοσφαιρικά παιχνίδια που παρακολούθησα τις τρεις τελευταίες εβδομάδες στην Ουκρανία, έκανε μπαμ πριν ακόμα ανοίξουν οι πόρτες. Ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός. Ναι μεν υπήρχαν ζευγαράκια, ανδροπαρέες, γυναικοπαρέες, κόσμος που πηγαίνει και σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, ΟΜΩΣ, έλειπαν τα... “μπερδεμένα”, που θα έλεγε ο Άγγελος Αναστασιάδης (πρώην προπονητής του ΠΑΟΚ), έφηβοι και τύποι που μόλις έκλεισαν τα 20, με ξυρισμένα κεφάλια, ντυμένοι ολοκληρωτικά στα μαύρα, με κουκούλες, “γκρουπ” που σκάει μύτη, συνήθως μαζικά, σε ποδοσφαιρικούς αγώνες στην Ουκρανία.
Αντίθετα, ΗΤΑΝ εκεί πολλοί άνδρες στα 40 τους, στα 50, στα 60, με τις trophy-wives τους (ή απλά girlfriends, ποιος ξέρει), 20χρονα μοντέλα (κοπέλες τόσο όμορφες και περιποιημένες που άνετα θα μπορούσαν να φιγουράρουν σε σελίδες περιοδικών μόδας), κόσμος που έφθασε στο γήπεδο μέσα σε εκείνα τα γιγαντιαία SUV που ανέφερα και χθες, τα οποία πάρκαραν όχι... ό,που να'ναι, αλλά ακριβώς μπροστά στην κεντρική πύλη του γηπέδου (για να μην περπατήσουν και πολύ και κουραστούν). Η ατμόσφαιρα-εικόνα ήταν... κινηματογραφική, μου θύμισε αμερικάνικες ταινίες που μαφιόζοι πηγαίνουν σε αγώνα μποξ. Όταν άνοιξαν οι πόρτες, οι “βαρόνοι” (μαφιοζόφατσες πολλοί εξ αυτών) με τις συνοδούς τους μπήκαν στο γήπεδο, αφήνοντας πίσω τους μία... θάλασσα SUV, δίπλα στο κάθε ένα από τα οποία στέκονταν εύσωμοι τύποι, προφανώς οι οδηγοί-σωματοφύλακες των ιδιοκτητών των αυτοκινήτων.
Εντός του γηπέδου, η ατμόσφαιρα ήταν επίσης “κινηματογραφική”, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ήταν... μίνι ταξίδι πίσω στον χρόνο, αλλά με ταξιδιώτες του 2016. Εννοώ ότι όσοι ήμασταν μέσα ήμασταν ντυμένοι σαν ζώντες το 2016, όμως το γήπεδο είναι... old-school, παλιό, κάποιες σειρές θέσεων είναι ξύλινες, σαν σχολική αίθουσα του δημοτικού σχολείου μου, οι θέσεις των “επισήμων” έμοιαζαν θεαματικά παρόμοιες με καναπέδες που είχαν οι δικοί μου στο σπίτι μας αρχές δεκαετίας του '80, ο “πίνακας” πίσω από το ένα “πέταλο” του γηπέδου είναι από εκείνους που πρέπει να “δουλεύονται” χειροκίνητα (υπάρχει ΚΑΙ ηλεκτρονικός, ψηλά, στο κέντρο του αγωνιστικού χώρου), ενώ η μουσική... Αααααχ... Η μουσική...
Whitesnake, Def Leppard, Europe, Alice Cooper, μουσική που άκουγα τελειώνοντας το δημοτικό και αρχίζοντας το γυμνάσιο, πριν από πολλά(-πολλά-πολλά) χρόνια...
Για το παιχνίδι αυτό καθεαυτό, αναφέρω μόνο ότι επιτέλους είδα γκολ!! Γκολ υπήρχαν και στα δύο προηγούμενα παιχνίδια που είδα στην Πράγα και στη Ρίγα, όμως δεν θυμάμαι να “πρόλαβα” κάποιο εξ αυτών, πάντα... τελευταίος καταλάβαινα ότι είχε μπει γκολ, επειδή... (τι ντροπή...) δεν μπορώ να διακρίνω το καταραμένο το “πακ”, την “μπάλα” του χόκεϊ! Η δικαιολογία μου είναι ότι είναι μικροσκοπικό, και ναι μεν είναι μαύρο πάνω σε λευκό “γήπεδο” (ο πάγος), όμως, ΟΜΩΣ, ο αγωνιστικός χώρος έχει πολλές διαφημίσεις, και οι παίκτες φοράνε σκούρα παντελόνια, οπότε ένα μικροσκοπικό μαύρο “πράγμα” χάνεται, δεν το προλαβαίνεις, ειδικά αν είναι κρυμμένο ανάμεσα σε ένα μπουλούκι παικτών. Προχθές, ΕΙΔΑ ένα από τα τρία γκολ, και νοερά χτύπησα επιδοκιμαστικά τον ώμο μου για την “επιτυχία” μου...
Εξωαγωνιστικά, είτε το πιστεύετε είτε όχι, προχθές είδα την πιο καλά οργανωμένη κερκίδα που έχω δει στην Ουκρανία. Οι γηπεδούχοι “Στρατηγοί του Κιέβου”, φιλοξένησαν την “Ντονμπάς”, ομάδα από το Ντόνετσκ, η οποία είχε την υποστήριξη περίπου 150 οπαδών της, ο μέσος όρος ηλικίας των οποίων... άντε να ήταν 17 ετών. Το ακόμα “καλύτερο” είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι οπαδοί της Ντονμπάς, όλες ντυμένες με εκείνες τις τεράστιες φανέλες που φοράνε οι παίκτες στο χόκεϊ (ναι, ντυμένΕΣ, όχι ντιμένΟΙ), ήταν κοπέλες!! Στα τρία 20λεπτα που διαρκεί ένα παιχνίδι χόκεϊ, οι κοπελιές τα έδωσαν όλα, πραγματικά δεν σταμάτησαν να φωνάζουν συνθήματα, και, ΤΟ κλου, τα περισσότερα συνθήματα τα κραύγαζαν χοροπηδώντας!! Τέτοιο πάθος και τέτοια... αρμονία (στο πόσο πιστά ακολουθούσαν όλες/όλοι τα παραγγέλματα του οργανωτή της κερκίδας) δεν έχω δει σε οκτώ ποδοσφαιρικούς αγώνες στην Ουκρανία φέτος...
Κατά τα άλλα, κάτι που με έκανε να χασκογελάσω (κάτι που μάλλον κάνω αρκετά στην Ουκρανία, για πολλούς διαφορετικούς λόγους), ήταν οι οκτώ cheerleaders των “Στρατηγών”. Στην Πράγα, οι κοπέλες είχαν δική τους “σκηνή” σε ένα πέταλο των κερκίδων. Στη Ρίγα, χόρευαν στα λίγα μέτρα μεταξύ του αγωνιστικού χώρου και των κερκίδων. Προχθές, οι οκτώ κοπέλες, φορώντας πολύ-πολύ λίγα, έκαναν το σόου τους κατά τη διάρκεια του αγώνα (κάθε φορά που υπήρχε διακοπή και έπαιζαν δυνατά μουσική από τα ηχεία) στα σκαλοπάτια των κερκίδων, ελλείψει άλλου χώρου.
Εκείνο που έκανε το... θέαμα “αξέχαστο”, ήταν ο συνδυασμός χορογραφίες-απόσταση από τους θεατές, για την ακρίβεια... μη ύπαρξη απόστασης από τους θεατές, μια και τα σκαλοπάτια είναι στενά, κι όταν οι κοπέλες λικνίζονταν, το έκαναν με τους πλησιέστερους θεατές τόσο κοντά που από την ανάσα τους οι κοπέλες μπορούσαν να μαντέψουν τι είχαν φάει πριν από λίγο.
Πώς λικνίζονταν; Πώς να το περιγράψω -διακριτικά; Σκεφτείτε... lap dance σε στριπτιτζάδικο (πιο διακριτικά δεν μπορώ να το περιγράψω). Επαναλαμβάνω, σε -μη- απόσταση αναπνοής από τους θεατές. Κρίνοντας από το πόσο... απολάμβαναν κάποιοι τα χορευτικά των κοριτσιών, υποπτεύομαι ότι πήγαν στο γήπεδο πρώτα για αυτό, και μετά για οτιδήποτε άλλο...
Όχι ότι ξαφνιάστηκα τρελά από τις χορογραφίες... Σε όσες χώρες έχω δει cheerleaders, σε αγώνες διαφόρων αθλημάτων, η περιβολή είναι πάντα... ξέρετε, και οι χορογραφίες είναι πάντα... ξέρετε. Προχθές όμως, εκείνο που έβγαζε μάτι ήταν το πόσο κοντά ήταν οι κοπέλες στους θεατές. Επιπλέον, γενικότερα το θέμα της “πρόκλησης” μέσω της γλώσσας του σώματος, στην Ουκρανία (βασικά... στη Ρωσία, αλλά οτιδήποτε συμβαίνει στη Ρωσία φαίνεται να βρίσκει πιστή εφαρμογή και στην Ουκρανία), το έχουν ανεβάσει σε... άλλο επίπεδο.
Καλύτερο παράδειγμα είναι τα βίντεο κλιπ της ρωσικής ποπ μουσικής, η οποία φαίνεται να παραμένει το πιο δημοφιλές είδος μουσικής στην Ουκρανία, παρά τις τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών. Το συγκεκριμένο με τα βίντεο κλιπ με άφησε άναυδο και το 2012, την πρώτη φορά που πέρασα χρόνο χαζεύοντας (και σκουπίζοντας το πηγούνι μου από τα σάλια) μουσικά κλιπ στην τηλεόραση στην Ουκρανία. Τι να πρωτοθυμηθώ;...
Πάμπολλα από τα κλιπ που παίζονται σε μουσικά κανάλια, είναι, θα το γράψω χωρίς, ειλικρινά, να νιώθω ότι απέχω πολύ από την πραγματικότητα, μικρού μήκους ταινίες σοφτ πορνό(!). Έχω δει κλιπ με τις τραγουδίστριες γυμνές, σε ημισκοτεινούς χώρους, στους οποίους διαγραφόταν η σιλουέτα τους, αλλά δεν φαινόντουσαν τα “επίμαχα” σημεία”. Σε άλλο βίντεο κλιπ η τραγουδίστρια είναι ολόγυμνη σε σάουνα, κι απλά αλλοιώνεται η εικόνα στο στήθος και στο... σημείο ψηλά, ανάμεσα στα πόδια της, κάθε φορά που τα ανοίγει. Σε άλλο, η τραγουδίστρια, φορώντας ελαχιστότερα κι από ελάχιστα, φαίνεται να τρώει με τα μάτια της μια ντουζίνα πολύ γυμνασμένους άνδρες, και κάποια στιγμή να χύνει κάποιος πάνω της ολόκληρη... καρδάρα γάλα, εννοώ... μεγάλες σταγόνες, λευκές, και... ο νοών νοείτω. Κι όλα αυτά, σε κλιπ που μπορεί ακόμα και παιδί να δει μέρα μεσημέρι.
Η “πλάκα” είναι ότι όταν ρώτησα κοπέλα που με φιλοξένησε στο Χάρκοβο το 2012 για το πώς της φαίνονταν τα κλιπ, για την ώρα που παίζονταν, για το γυμνό, για τα υπονοούμενα, η αντίδρασή της ήταν ένα, “τι εννοείς;” Τόσο μα ΤΟΣΟ φυσιολογικό τής φαινόταν, που ούτε καν περνούσε από το μυαλό της ότι μπορεί σε κάποιον -ξένο, όχι όμως από τη Ρωσία- τέτοια κλιπ μέρα μεσημέρι να φαντάζουν... “seriously?! SERIOUSLY?!”
(Είμαι ήδη στην Πολτάβα, για την οποία θα είναι το επόμενο κείμενο, έχοντας ολοκληρώσει -για την ώρα- με τις εντυπώσεις από Κίεβο -και μουσικά κανάλια που βλέπει κανείς στην ουκρανική τηλεόραση).
Κάτι που δεν έχω αναφέρει πάνω από τρεις εβδομάδες τώρα, όσο είμαι στην Ουκρανία, είναι ότι η ατμόσφαιρα στα χόστελ εδώ, έχει τόση σχέση με εκείνη στα χόστελ που έμεινα στην Πολωνία, όση η... Άντζελα Δημητρίου με την πυρηνική φυσική (για να μην κάνω τον έξυπνο, και το δικό μου όνομα να έβαζα αντί της κυρίας Δημητρίου, το ίδιο θα έκανε).
Στην Πολωνία, τα δέκα χόστελ στα οποία έμεινα, ήταν χόστελ... χόστελ, έτσι όπως τα έχετε συνηθίσει εσείς που τα προτιμάτε στα ταξίδια σας στο εξωτερικό. Εννοώ, ήταν καταλύματα στα οποία βρήκα άλλους ταξιδιώτες, αρκετούς “Δυτικούς”, ακόμα και Λατινοαμερικάνους, τουρίστες.
Στην Ουκρανία, το χόστελ στο οποίο έμεινα τρία βράδια στην Πολτάβα, ήταν το έκτο τις τελευταίες τρεις -και κάτι- εβδομάδες, έκτο -επαναλαμβάνω, στα έξι- χόστελ στο οποίο οι “τουρίστες” ήμασταν ισχνή μειοψηφία, με συντριπτική πλειοψηφία τούς Ουκρανούς που μένουν εκεί για πολύ καιρό (βδομάδες, αν όχι μήνες), και κάποιους ξένους που επίσης έχουν κάνει το κάθε χόστελ... σπίτι τους, ζώντας, ο καθένας για τους λόγους του, στο Λβιβ, στο Κίεβο, στην Οδησσό, στην Πολτάβα.
Στο συγκεκριμένο, εκτός από μένα, τουρίστας ήταν κι ένας Ασιάτης. Τα άλλα 12-13 άτομα που είδα εκεί (είμαι ήδη στο Χάρκοβο) αυτές τις τρεις ημέρες, ανήκαν στις δύο κατηγορίες που προανέφερα, των long-term residents.
Τα αναφέρω όλα αυτά επειδή από τις περίπου 60 ώρες που πέρασα στην Πολτάβα, εκείνο που θα μου μείνει περισσότερο (εκτός από το παιχνίδι που είδα εκεί, το οποίο ήταν “ξεχωριστό” για δύο λόγους), είναι οι κουβέντες που είχα με δύο Άγγλους που μένουν εκεί καιρό τώρα. Όχι ότι η πόλη με απογοήτευσε... Κάθε άλλο. Εντυπωσιακό κεντρικό πάρκο/πλατεία (τεράστιος πράσινος “κύκλος” με οκτώ δρόμους να απλώνονται ακτινωτά γύρω του), όμορφος κεντρικός πεζόδρομος, ενδιαφέροντα κτήρια, αρκετά μικρά “ζεστά” πάρκα, κάποια μάλιστα σε ρόλο νησίδων μεταξύ αντίθετων ρευμάτων κυκλοφορίας αυτοκινήτων, πανοραμική θέα από “μπαλκόνι” από το οποίο έχεις “πιάτο” το “κάτω” μέρος της πόλης, και, last but most certainly not least, πανέμορφος κόσμος...
Από τη μέρα που ήρθα στην Ουκρανία απέφυγα να αναφερθώ στο του γυναικείου φύλλου, κυρίως επειδή μου φαίνεται ότι έχει καταντήσει κλισέ να διαβάζει κανείς για τις γυναίκες στην Ουκρανία (μπορεί φυσικά να είναι απλά εντύπωσή μου). Το ποσοστό των πανέμορφων γυναικών όμως στην Πολτάβα ήταν τέτοιο, που μου έκανε εντύπωση ακόμα και για τα ουκρανικά δεδομένα(!). Για να το θέσω αθλητικά, όχι όμως ποδοσφαιρικά, αλλά μπασκετικά, η Πολτάβα είναι σαν τον MVP ενός All-Star Game. Εξ ορισμού, είναι το παιχνίδι με τα μεγαλύτερα αστέρια του πρωταθλήματος μίας χώρας. Αν κερδίζεις τον τίτλο του Πολυτιμότερου Παίκτη σε έναν αγώνα που ΟΛΟΙ είναι ήδη αστέρια, δικαιούσαι μία ειδική αναφορά λίγων γραμμών σε αυτό το κείμενο...
Άρχισα λοιπόν να γράφω για τους δύο Άγγλους, οι οποίοι, ο καθένας για πολύ διαφορετικούς λόγους, θα μου μείνουν στη μνήμη. Τον έναν ελπίζω να τον μιμηθώ, τον άλλον αναρωτιέμαι αν θα τον μιμηθώ αν με κάποιον... μαγικό τρόπο βρεθώ στην θέση του...
Ο ένας είναι 61 ετών, πατέρας τριών μεγάλων -πλέον- παιδιών, χωρισμένος, ο οποίος μόλις πριν από λίγους μήνες ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τη διδασκαλία Αγγλικών, κι έχει εγκατασταθεί στην Πολτάβα αφενός επειδή του αρέσουν οι χαμηλοί ρυθμοί της ζωής εκεί, αφετέρου επειδή “πολιορκεί” μία ντόπια κυρία, με καλό σκοπό, για να την... αποκαταστήσει.
Όπως είπα και σ' εκείνον, μακάρι να είχα τη ΜΙΣΗ διάθεσή του για ζωή. Είναι 61, πρόσφατα ασχολήθηκε επαγγελματικά με κάτι για πρώτη φορά στη ζωή του (κάτι που λέει πράγματα για τη νοοτροπία κάποιου όταν συμβαίνει σε ΤΕΤΟΙΑ ηλικία), κυνηγάει με υπομονή και επιμονή μία γυναίκα, και φαίνεται να βρίσκει ευχαρίστηση στα απλά πράγματα, σε ένα καλό πρωινό, σε ένα παραγωγικό δίωρο στην δουλειά, σε ένα απογευματινό τσάι χαζεύοντας τα νέα στον υπολογιστή του, σε ένα δείπνο με την “καλή” του (ή εκείνη που θέλει κάποια στιγμή να γίνει η “καλή” του). Κάνει δε σχέδια για το μέλλον.
Εγώ είμαι 40, εργασιακά άκαμπτος (όχι επειδή θα έλεγα όχι στο να δοκιμάσω κάτι άλλο πέρα από τη δημοσιογραφία, αλλά επειδή με θεωρώ ανίκανο να κάνω οτιδήποτε άλλο), με εξανεμισμένη την όρεξη για ζωή (νόμιζα ότι κάνοντας αυτό το ταξίδι σε χώρες που πέρασα σπουδαία πριν από τέσσερα χρόνια θα με... ταρακουνούσα, θα με “ξυπνούσα”, αλλά... το κόλπο έπιασε σε πολύ μικρό βαθμό), αισθάνομαι ότι από πολλές απόψεις η ζωή μου έχει τελειώσει, κι από σχέδια... Το μόνο σχέδιο που κάνω είναι εντελώς σκοτεινό, και το μελετάω κυρίως όταν είμαι στο Κίεβο, σε σταθμό του μετρό, όπως στέκομαι ακριβώς πάνω στην κίτρινη γραμμή, και βλέπω κάποιον συρμό να έρχεται με ταχύτητα(...).
Ο άλλος Άγγλος είναι λίγο μεγαλύτερος από μένα, και περνάει πάρα πολύ καιρό στην Πολτάβα όχι επειδή του αρέσει ιδιαίτερα η πόλη, αλλά επειδή εκεί ζει η Ουκρανή πρώην γυναίκα του (που σύντομα ξαναπαντρεύεται. Για κάποιον λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι που πιάνουμε κουβέντα, σύντομα αρχίζουν να μου λένε πολύ προσωπικά τους πράγματα) με την πεντάχρονη κορούλα τους. Απόλυτη προτεραιότητα στη ζωή του είναι να περνάει χρόνο με την κόρη του, κάτι που αν ήταν άλλος δεν θα μου προκαλούσε μεγάλη έκπληξη, όμως ο συγκεκριμένος παραδέχθηκε ότι μέχρι τη στιγμή που έγινε πατέρας ήταν γενικά εγωιστής και δεν έβαζε κανενός άλλου τις προτεραιότητες και τις ανάγκες πάνω από τις δικές του (πολύ γνώριμά μου χαρακτηριστικά), κάτι που άλλαξε ΤΕΛΕΙΩΣ όταν ήρθε στον κόσμο η κόρη του, για την οποία, αφού χώρισε με τη σύζυγό του, και χώρα άλλαξε (στην Αυστραλία γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν), και πόλη άλλαξε (στο Κίεβο εγκαταστάθηκε αρχικά στην Ουκρανία, αλλά σύντομα άρχισε να περνάει τον περισσότερο χρόνο του στην Πολτάβα. Η δουλειά του είναι τέτοια που του το επιτρέπει).
Επαναλαμβάνω πως το ότι από τον χρόνο που πέρασα στην Πολτάβα θα μου μείνουν περισσότερο οι eye-opening κουβέντες μου με τους δύο Άγγλους στο χόστελ, δεν αποτελεί μομφή κατά της πόλης. Απλά... δεν μου ταρακούνησε τον κόσμο. Όχι ότι πήγα με τέτοια προσδοκία. Είδα αυτά που περίμενα, ξαφνιάστηκα ευχάριστα από το ασύλληπτο ποσοστό των όμορφων γυναικών, και... μέχρι εκεί.
Όσο για το παιχνίδι που είδα εκεί, για δύο λόγους “έγραψε ιστορία”. Από τους 230-235 αγώνες που έχω δει εκτός Ελλάδας, πολλούς τους είδα χωρίς να πληρώσω εισιτήριο (είτε επειδή είχα διαπίστευση, πρόσκληση, είτε επειδή, πολύ απλά, δεν υπήρχε εισιτήριο -έχει συμβεί κι αυτό, κι όχι μόνο μια και δυο). Από εκείνους όμως στους οποίους ΠΛΗΡΩΣΑ εισιτήριο, ο αγώνας στην Πολτάβα ήταν εκείνος με ΤΟ φθηνότερο εισιτήριο. Στις 2 Απριλίου, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία της ημέρας, 15 χρίβνια ήταν 0.4979 ευρώ, λιγότερο από μισό, για αγώνα μάλιστα της “μεγάλης” κατηγορίας της Ουκρανίας, όχι μικρότερης.
Ο άλλος λόγος που καθιστά το Βόρσκλα-Σταλ “ιστορικό”, ήταν ότι μου έδωσε την ευκαιρία να επιβεβαιώσω το πόσο “σαλεμένος” είμαι. Το γήπεδο στην Πολτάβα είναι παλιό, ούτε η κεντρική κερκίδα έχει σκέπαστρο, κι οι θεατές είναι εκτεθειμένοι στα... στοιχεία της φύσης. Ο καιρός προχθές ήταν... μεθυσμένος, τα σύννεφα κινούνταν πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια του αγώνα τη μια στιγμή να έχουμε ήλιο (και να μουρμουρίζω επειδή είχα ξεχάσει τα γυαλιά στο χόστελ), την επόμενη συννεφιά, την επόμενη βροχή, ΚΑΙ, εδώ έγκειται το “ιστορικό” της υπόθεσης, μία φορά κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου και μία του δευτέρου, για πέντε λεπτά κάθε φορά, είχαμε ΚΑΙ χαλαζόπτωση(!!). Αυτό, ομολογώ, δε μου είχε τύχει ποτέ σε γήπεδο.
Για να μην δραματοποιώ την κατάσταση, οι “μπαλίτσες” χαλαζιού ήταν ακριβώς “μπαλίτσες”, δεν ήταν μεγάλες, δεν ήταν ότι... κινδύνεψαν ζωές, αλλά ακόμα και κάτι πολύ μικρό, όταν πέφτει από μεγάλο ύψος και σε βρίσκει σε ακάλυπτο δέρμα (μάγουλα), πονάει, και κάθε φορά που αυτό συνέβαινε, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν, “δεν πάω καλά, δεν πάω καλά, δεν πάω καλά” (εννοείται ότι αντί να προστατέψω τον εαυτό μου, εγώ επικεντρώθηκα στην προστασία των δύο φωτογραφικών μηχανών που είχα μαζί μου).
Το επόμενο κείμενο θα είναι για το Χάρκοβο, στο οποίο βρίσκομαι από χθες το μεσημέρι και θα μείνω μέχρι αύριο το απόγευμα. Το ΜΕΘεπόμενο κείμενο όμως δεν θα είναι για το Ντνιπροπετρόβσκ (στο οποίο θα μείνω πέντε μέρες, άρα θα έχω χρόνο να... ασχοληθώ μαζί του αργότερα σε άλλο κείμενο), αλλά θα είναι φωτογραφίες από το Κίεβο. Κάποιοι μπορεί να θυμάστε ότι τη μέρα που ανέβασα φωτογραφίες από την Πολωνία, έκανα σαν κακομαθημένο παιδάκι, παίρνοντας όρκο να μην ασχοληθώ ποτέ ξανά με το ανέβασμα φωτογραφιών εδώ, θεωρώντας το πολύ χρονοβόρο. Πριν από λίγες ημέρες όμως, πρόσεξα τις φωτογραφίες που ανέβασε o ThanasisU2 σε δική του ιστορία από την Πλατεία Ανεξαρτησίας (και τριγύρω) του Κιέβου, από 2014 και 2015, κι όπως έγραψα εκεί, νομίζω ότι για κάποιους θα έχει ενδιαφέρον να δουν πώς είναι σήμερα τα ίδια σημεία του Κιέβου, τι έχει απομείνει από τον χώρο που αποτέλεσε “καρδιά” του αγώνα χιλιάδων Ουκρανών να ξεφορτωθούν τον Γιανουκόβιτς. Έχω ήδη διαλέξει τις φωτογραφίες, κι απλά ελπίζω να βρω τον σωστό τρόπο να τις ανεβάσω, για να μην επαναλάβω τη γελοιότητα της προηγούμενης φοράς, αλλού να είναι οι φωτογραφίες (σε ένα “άλμπουμ”), κι αλλού οι κειμενολεζάντες (σε απλή ανάρτηση στην ιστορία).
Το κείμενο για το Χάρκοβο (στο οποίο συνέβη ένα ευτράπελο που θα με κάνει να γελάω ακόμα κι αν φθάσω τα 99), το αφήνω για αύριο, επειδή δεν μπορώ να μη σχολιάσω τα πολύ-πολύ ενδιαφέροντα που ανέφερε ο Vasileti στο δικό του σχόλιο, κι εκείνα που έγραψε στο λινκ που μου/μας έκανε πάσα.
Με την ευκαιρία, Vasileti, να σου “πω” ότι με έκανες να χαμογελάσω αρκετές φορές, “δένοντας” όσα έγραψες με εικόνες που έχω ακόμα φρέσκες στη μνήμη μου.
“Έχει πολλά ομορφόσογα, βλέπεις δηλαδή μια ολόκληρη οικογένεια εξαιρετικού DNA” . Η μία από τις δύο γεμάτες ημέρες που πέρασα στην Πολτάβα, ήταν Σάββατο, κι ο κόσμος βγήκε σεργιάνι στον κεντρικό πεζόδρομο. Οι χαμογελαστές φατσούλες έχουν να κάνουν με το ότι όπως περπατούσα και χάζευα τον κόσμο, η προσοχή μου ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στις... 45άρες-50άρες μάνες, και τις 20άρες-25άρες κόρες, για να μην “πω” και στις γιαγιάδες της οικογένειας. Κοιτούσα τις τρεις γενιές γυναικών κάθε οικογένειας, κι εκείνο που σκεφτόμουν ήταν, “έτσι εξηγείται” . Ακόμα και οι περισσότερες κυρίες άνω των 60 ήταν αφενός κομψές, αφετέρου με πανέμορφα χαρακτηριστικά, κάτι που όσο να 'ναι δικαιολογεί το πώς... βγήκαν οι κόρες και οι εγγονές τους.
“αυτό που κάνει ιδιαίτερη την ομορφιά τους είναι ότι πρόκειται για εργαζόμενες του μόχθου και της προσπάθειας για τα 100 δολάρια το μήνα, της πανεπιστημιακής μόρφωσης και της εξαιρετικής αγωγής και τρόπων συμπεριφοράς” . Το σχόλιο που εγώ έχω να “προσφέρω” στην... κουβέντα, δεν είναι για τις Ουκρανές, αλλά για τις Μολδαβές, οι οποίες σε αυτόν τον τομέα πρέπει να μοιάζουν ΠΟΛΥ στις Ουκρανές. Το 2011, την πρώτη φορά που πήγα στο Κισινάου, πέρασα αρκετή ώρα μιλώντας με Έλληνα, απίθανο τύπο, “γενικό υπεύθυνο” ελληνικού ρεστοράν σε τσίλικο -τότε- εμπορικό κέντρο της πόλης. Μου έλεγε για τη ζωή στο Κισινάου, και σύντομα, μοιραία, αναπόφευκτα, η κουβέντα πήγε στις γυναίκες. Τον θυμάμαι να μου λέει ότι οι κοπελίτσες που δούλευαν στο μαγαζί έβγαζαν ψίχουλα, αλλά στη δουλειά τους ήταν “σκυλιά”, με την καλή και μόνο με την καλή έννοια.
Τον θυμάμαι να μου λέει ότι οι κοπέλες πήγαιναν στην δουλειά στην ώρα τους, ήταν σούπερ υπεύθυνες, αξιόπιστες, φιλότιμες, και γενικά τιμούσαν με το πολύ-πολύ παραπάνω τα χρήματα που έβγαζαν, ακόμα κι αν είχαν σπουδάσει κάτι και προφανώς το να δουλεύουν σε ρεστοράν δεν ήταν το... όνειρό τους. Γενικά, όπως μου είπε, “αν γυναίκες διοικούσαν τη Μολδαβία, θα ήταν μία από τις καλύτερα οργανωμένες χώρες. Δυστυχώς τη διοικούν άνδρες”, τους οποίους ο ίδιος συνομιλητής μού περιέγραψε σαν... χαμένα τομάρια, ανεύθυνους, ασυνεπείς, με σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού. Για να καταλήξω, και για να επιστρέψω στις Ουκρανές, ναι, κι η δική μου διαπίστωση είναι ότι έχουν τρόπους, κάτι που έχω προσέξει περισσότερο στα τρένα που πήρα, παρατηρώντας (και λίγο μιλώντας) με κοπέλες που δεν ήταν... ρεσεψιονίστ χόστελ, που δεν ήταν “αναμενόμενο” να είναι ευγενικές, επειδή για εκείνες είμαι πελάτης.
Περί bitchy τρόπου με τον οποίο εξαργυρώνεται η ομορφιά των γυναικών (όχι τόσο) στην Ουκρανία και (πολύ περισσότερο) αλλού, από την πρώτη φορά που ήρθα στην Ουκρανία το 2011 έχω να λέω για το πόσο “κοπέλα της διπλανής πόρτας” συμπεριφορά έχουν ακόμα και κοπέλες στην Ουκρανία με ομορφιά που σε κάνει να ξεστομίζεις ένα αυθόρμητο “πωωωωω” και να μένεις με το στόμα ανοικτό (απόρροια του παρατεταμένου “ωωω”). Κουβεντιάζοντάς το με άλλους “Δυτικούς”, έχουμε καταλήξει στο ότι πέρα από ζήτημα τρόπων/ανατροφής, είναι και θέμα... πληθώρας πανέμορφων γυναικών. Εννοώ ότι φαντάζομαι πως μία πολύ όμορφη Ουκρανή, μία από τα εκατομμύρια σε αυτήν την χώρα, ξέρει ότι μόνο με τα χαρακτηριστικά της, το κορμί της, το σεξ απίλ της, δεν φθάνει για να... ξεχωρίζει. Οι άνδρες, οι οποίοι αριθμητικά πρέπει να είναι κατά πολύ λιγότεροι από τις γυναίκες στην Ουκρανία, έχουν τόσες... επιλογές, που εκτός από την εμφάνιση “τσεκάρουν” κι άλλα πράγματα (λες κι οι ίδιοι είναι λαβράκια), κι έτσι οι Ουκρανές φροντίζουν -στο μέτρο του δυνατού για την κάθε μία- να έχουν... όλο το πακέτο, την εμφάνιση ΚΑΙ τη συμπεριφορά.
“βιβλίο-δείπνο-υγιεινή” . Ξανά στα τρένα θα αναφερθώ, στα οποία παρατηρείς πολύ ενδιαφέροντα πράγματα σε κάθε χώρα. Πόσες και πόσες φορές αυτόν τον τελευταίο μήνα, όντας σε τρένο, ή στο μετρό στο Κίεβο, δεν σκέφτηκα, “χμ, κοίτα, διαβάζει βιβλίο”. Όχι ότι δεν έχουν “έξυπνα” κινητά, ότι δεν περνούν χρόνο στο... facebook και δεν ξέρω πού αλλού, αλλά... ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΒΙΒΛΙΑ, και το γράφω έτσι, με κεφαλαία, για να δείξω την έκπληξή μου, επειδή δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκα σε χώρα όπου ο κόσμος φαινόταν να είναι τόσο ένθερμος αναγνώστης (κυρίως οι γυναίκες, πολύ λιγότερο οι άνδρες).
Περί σχολές χορού και αισθησιακούς χορούς, το δικό μου σχόλιο είναι για τις σχολές στις οποίες γυναίκες πηγαίνουν για να μάθουν pole dancing. Αυτό που εγώ στην Ελλάδα είχα συνδέσει με στριπτιτζάδικο, στην Ουκρανία είναι αυτό, αλλά και πολλά-πολλά περισσότερα. Το συγκεκριμένο ζήτημα το κουβέντιασα με την κοπέλα που με φιλοξένησε αμέτρητες ημέρες στο Κίεβο κατά τη διάρκεια του Euro το 2012. Το σπίτι της ήταν κοντά στον Ποζνιάκι, έναν σταθμό του μετρό στην ανατολική πλευρά του ποταμού, στην... ΠΟΛΥ ανατολική πλευρά του ποταμού, μακριά από το κέντρο. Ακόμα κι εκεί, στο ισόγειο του κτηρίου της, υπήρχε σχολή pole dancing, το οποίο, όπως μου είπε, οι Ουκρανές το “δουλεύουν” αφενός επειδή θεωρείται εξαιρετική άσκηση για όλο το σώμα, αφετέρου επειδή θεωρούν -ειδικά οι παντρεμένες- ότι βοηθάει στο να κρατάει τον γάμο τους... “πιπεράτο”. Το βρίσκουν πολύ θηλυκό, αυξάνει ακόμα περισσότερο την αυτοπεποίθησή τους, την... παιχνιδιάρικη διάθεσή τους, και... προφανώς όλο αυτό βγαίνει εντός σπιτιού(...).
Περί “επίδειξης” και καταναλωτισμού στο Κίεβο, τα τελευταία τρία βράδια μου εκεί τα πέρασα σε χόστελ δίπλα στον Κλόβσκα, σταθμό του μετρό πολύ κεντρικό. Με αφορμή τη “μετακόμισή” μου, περπάτησα σε δρόμους που δεν είχα περπατήσει νωρίτερα. Στον κεντρικό της περιοχής, βλέπεις το ένα SUV μετά το άλλο, καβάλα στο πεζοδρόμιο, με “παρκαδόρους” να βοηθάνε στο παρκάρισμα. Από μαγαζιά, βλέπεις για παράδειγμα... το “Napule”, ναπολιτάνικο ρεστοράν, κι ακριβώς δίπλα ένα τεράστιο μαγαζί ονόματι “Good Wine”. Μπαρ, κλαμπ, και δωσ' του ακόμα περισσότερα SUV. Όλα αυτά τα αναφέρω επειδή στον συγκεκριμένο δρόμο είδα κάτι που με έκανε να χασκογελάσω. Υπάρχει κάπου στριμωγμένο ένα πλυντήριο αυτοκινήτων, ΚΙ ΑΥΤΟ ΑΚΟΜΑ, “πλυντήριο αυτοκινήτων VIP” λέγεται , για να είναι στο... πνεύμα της περιοχής.
Κάτι τελευταίο για τις Ουκρανές... Όσο ξαφνιάστηκα βλέποντας πόσες διαβάζουν βιβλία (σε τρένα, σε πάρκα), άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο ξαφνιάστηκα διαπιστώνοντας πόσο δημοφιλές παραμένει στην Ουκρανία, ακόμα και μεταξύ γυναικών μικρής ηλικίας, το πλέξιμο(!). Πιο “κουφή” περίπτωση, οι κοπέλες που δουλεύουν το χόστελ στην Πολτάβα. Έφθασα σχεδόν μεσάνυχτα, μου έδειξαν τα κατατόπια, μπήκα για ντουζ, πήγαν εκείνες στην κουζίνα, κι αφού τελείωσα από το ντουζ, είπα να πιω ένα τσάι και να ρίξω μια ματιά στο μέιλ μου και κάτι άλλα στο ίντερνετ. Τις βρήκα λοιπόν στην κουζίνα, να χαζεύουν, κυρίως να ακούνε, μία ταινία σε ένα κινητό, και παράλληλα να πλέκουν , και οι δύο . Ακόμα και σε τρένο(!) έχω δει να πλέκουν. Απίστευτο μου φάνηκε...
Και κάτι πραγματικά τελευταίο (για σήμερα τουλάχιστον) για τις Ουκρανές... Σχόλιο-παραδοχή κοπελιών στην Πολωνία, σε παρέα που βρέθηκα το 2011, την πρώτη φορά μου σε αυτές τις χώρες (τις είχα πάρει κυκλικά, Βουλγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία, Ουκρανία, Πολωνία, και πίσω στην Θεσσαλονίκη μέσω Γερμανίας, Τσεχίας, Σλοβακίας, Ουγγαρίας, Σερβίας). “Εμείς μπορεί να σκοντάψουμε ακόμα και σε αίθουσα αεροδρομίου φορώντας επίπεδα παπούτσια, μία Ουκρανή όμως δεν σκοντάφτει ούτε με ψηλά τακούνια σε παγωμένο λιθόστρωτο δρόμο”. I rest my case (για το πόσο αρμονικά “δένουν” στην περίπτωση των Ουκρανών τα φυσικά χαρακτηριστικά με την “χάρη” στο περπάτημα και γενικά στις κινήσεις).
Περιττό-ξεπεριττό, θέλω να “πω” κι ένα “ευχαριστώ” για τα σχόλια του τελευταίου διημέρου.
Αρχίζω με απάντηση στην ερώτηση του Γιώργου, και συνεχίζω -επιτέλους- με Χάρκοβο.
Διευκρινίζω ότι διανύω σχετικά αντικοινωνική περίοδο (δηλαδή μία... φυσιολογική για μένα περίοδο), αποφεύγοντας να περνάω χρόνο με κόσμο εκτός χόστελ, κι ακόμα και στα χόστελ συνήθως μιλάω με μη Ουκρανούς, όχι επειδή τους... σνομπάρω, αλλά επειδή τα Ουκρανικά/Ρωσικά μου είναι καταγέλαστα, και τα δικά τους Αγγλικά είναι κατά κανόνα ακόμη χειρότερα.
Το αναφέρω αυτό για να καταστήσω εκ των προτέρων σαφές ότι αυτόν τον μήνα είχα πολύ λίγη συναναστροφή με Ουκρανούς, κι οι όποιες εντυπώσεις μου από αυτούς αφορούν κυρίως το πώς τους έζησα το 2012, όταν ήμουν σε εντελώς διαφορετικό state of mind, και -παραδόξως- πού με έχανες πού με έβρισκες με παρέα ήμουν, συχνά με Ουκρανούς, με τους οποίους τα κουτσοκαταφέρναμε στα Αγγλικά.
Αν έκανα μία λίστα με χαρακτηρισμούς για το πώς βλέπω τους Ουκρανούς, στην κορυφή θα έβαζα (αναρωτιέμαι αν εσείς που έχετε έρθει εδώ συμφωνείτε μαζί μου, ειδικά οι... τακτικοί επισκέπτες) τη λέξη “γενναιόδωροι”(!). Δεν υπάρχει περίπτωση να μπω σε κουζίνα χόστελ την ώρα που Ουκρανοί τρώνε, και να μη μου προτείνουν, κάποιοι ακόμα και να επιμείνουν, να μοιραστούν μαζί μου εκείνο που είχαν μαγειρέψει.
Το δε 2012, “Δυτικοί” που έψαχναν κρεβάτια και δωμάτια στην Ουκρανία για τον μήνα του Euro, άρχισαν να παραπονιούνται σε διάφορα σάιτ στο ίντερνετ για τις πολύ υψηλές τιμές των καταλυμάτων στις τέσσερις πόλεις που θα φιλοξενούσαν αγώνες. Πριν ακόμα αρχίσει το Euro, “ξεφύτρωσαν” δύο τουλάχιστον σάιτ με πρωτοβουλία απλών Ουκρανών, σάιτ στιλ couchsurfing.com, μέσω των οποίων μπορούσε κανείς να βρει κόσμο να τον φιλοξενήσει στο Κίεβο, στο Λβιβ, στο Χάρκοβο, στο Ντόνετσκ.
Πάμπολλοι Ουκρανοί έγιναν μέλη εκείνων των νέων σάιτ, που “στήθηκαν” αποκλειστικά για τον μήνα του Euro, από απλό κόσμο που αισθανόταν άσχημα που ξένοι που ήθελαν να επισκεφτούν τη χώρα για να παρακολουθήσουν αγώνες, έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης (αν και τα πάντα είναι θέμα ζήτησης και προσφοράς, οπότε το “εκμετάλλευση” ίσως είναι άστοχο. Τέλος πάντων) από ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και χόστελ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον πατέρα (που δεν μιλούσε γρι Αγγλικά) και την κόρη του στο Λβιβ, που όχι απλά με φιλοξένησαν και τις δύο φορές που πήγα εκεί για να δω αγώνες, αλλά... σκεφτόντουσαν πριν από μένα για μένα, για τις μετακινήσεις μου, για το φαγητό μου, για τα ρούχα μου, τι, τι, πραγματικά τι να πρωτοθυμηθώ για τους συγκεκριμένους ανθρώπους, ειδικά τον μπαμπά, οι οποίοι τα λίγα που είχαν, τα μοιράστηκαν απλόχερα και δίχως να δέχονται “όχι” σαν απάντηση .
Κατά τα άλλα, από το λίγο που επικοινώνησα με Ουκρανούς φέτος, σε χόστελ, σε γήπεδα, και σε μία συνάντηση του couchsurfing στο Λβιβ, τους βρήκα... συνειδητοποιημένους. Νεαροί που σπουδάζουν, μου είπαν ότι ήδη ψάχνονται να φύγουν στο εξωτερικό με το που θα τελειώσουν τις σπουδές τους. Ιδιοκτήτες χόστελ “ψάχνονται” κι εκείνοι για να προσελκύσουν κόσμο που μέχρι τώρα δεν είχαν σαν target group, επειδή βλέπουν ότι το target group που περίμεναν να πολλαπλασιαστεί μετά το Euro του 2012, οι “Δυτικοί”, οι Ρώσοι, δεν έρχονται, και δύσκολα θα επιστρέψουν, τουλάχιστον τόσοι που να αποτελούν εγγύηση βιωσιμότητας των επιχειρήσεών τους. Έτσι, έχουν στραφεί στον ντόπιο ταξιδιώτη, και κυρίως όχι εκείνον που ταξιδεύει για αναψυχή, αλλά εκείνον που μετακινείται για δουλειά, για κάποιον συγκεκριμένο λόγο που δεν έχει να κάνει με διακοπές.
Τους βρίσκω ευγενικούς. Με εξαίρεση το Κίεβο, οι οδηγοί των αυτοκινήτων σταματούν στις διαβάσεις των πεζών, και δύο φορές μού έτυχε να σταματήσουν στη... μέση του δρόμου, για μένα, επειδή, κλασικά, έκανα να περάσω δρόμο από μη διάβαση πεζών, “χύμα”, και δύο φορές οδηγοί σταμάτησαν στα καλά καθούμενα, βλέποντάς με στη διπλή γραμμή στη μέση του δρόμου, κάνοντάς μου σήμα να περάσω(!). Συνήθως δε, οι Ουκρανοί που έχω συναντήσει σε χόστελ (και τις λίγες φορές που βγήκα έξω με παρέα), συστήνονται. Απλώνουν το χέρι, και λένε “I am (όνομα)”. Μπορεί να μην ξέρουν τίποτε άλλο να πουν στα Αγγλικά, αλλά συστήνονται, και φροντίζουν να σε κάνουν να αισθανθείς άνετα όταν είσαι στον ίδιο χώρο μαζί τους.
Σκέφτομαι αν υπάρχει κάτι που να με ενοχλεί στους Ουκρανούς... Δεν βρίσκω... Όπως και στην Πολωνία, βλέπεις ΠΟΛΥ κόσμο να πίνει... παντού, ακόμα και στον δρόμο, είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις κάποιον με τεράστιο μπουκάλι μπίρα στο χέρι και στο στόμα ενώ περπατάει, εικόνα που για κάποιον λόγο μού προκαλεί αποστροφή, όχι επειδή έχω κάτι εναντίον του αλκοόλ, αλλά επειδή θεωρώ ότι για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και τόπος, και ο δρόμος δεν μπορώ να δεχτώ ότι είναι ο κατάλληλος χώρος για να πίνει κανείς “για την πλάκα” του ενάμισι λίτρο μπίρα (και να αφήσει το μπουκάλι πεταμένο στην άκρη). Πείτε το παραξενιά μου.
Ακόμα και σ' αυτό όμως, κάνω μερικώς τα στραβά μάτια στην Ουκρανία, επειδή παρά τις τεράστιες ποσότητες αλκοόλ που βλέπω μπροστά στα μάτια μου να καταναλώνονται, έναν μήνα τώρα έχω δει... δύο μεθυσμένους; Κι αυτούς σε γήπεδα. Αντίθετα, στην Πολωνία, τσατίστηκα αρκετές φορές (μην γράψω σε “καθεβραδινή” βάση και φανώ υπερβολικός) βλέποντας τύφλα στο μεθύσι κόσμο στον δρόμο, να παραπαίει, να κουτουλάει σε ντουβάρια, να φωνάζει, να κάνει όλα εκείνα που με αηδιάζουν σε όσους μεθούν σε δημόσιους χώρους.
Α! Είπα σε κάποιον στην Οδησσό τις προάλλες ότι η Ουκρανία έχει κάτι κοινό με τη Μολδαβία, κάτι που παρατήρησα κυρίως σε γήπεδα. Είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις ζευγαράκι σε κερκίδα, εκείνη κατά κανόνα κούκλα, κομψή, “περιποιημένη”, εκείνος συνήθως... φάτσα που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς γίνεται να έχει ΤΕΤΟΙΟ θηλυκό δίπλα του. Εκείνο όμως που κτυπάει περισσότερο στο μάτι δεν είναι η... μη “συμβατότητα” εμφανισιακά, αλλά το ότι οι κοπέλες συμπεριφέρονται στους άνδρες τους σαν να είναι... αγάδες. Έχω χάσει τον λογαριασμό πόσες φορές έχω δει ΘΕΑ να έχει τα χέρια της, τα χείλη της, το ένα πόδι της, πάνω στον άνδρα δίπλα της, να τον προσέχει, να τον χαϊδεύει, να τον... ταΐζει, να του καθαρίζει το πηγούνι από σνακ, κι εκείνος να είναι... στην κοσμάρα του, σχεδόν να αγνοεί τη γυναικάρα δίπλα του. Αν οι Ουκρανοί μαθαίνουν έτσι από μικροί σαν τρικ για να κάνουν τις γυναίκες να κολλάνε ακόμα περισσότερο πάνω τους, αναθεματίζω την ατυχία μου που δεν γεννήθηκα Ουκρανός, γιατί το συγκεκριμένο δεν το έχω, ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ όμως...
Προφανώς τα του Χαρκόβου τα αφήνω -ω ναι, ξανά- για αύριο, επειδή ήδη το κείμενο αρχίζει να... ξεχειλώνεται. Κάτι τελευταίο μόνο για σήμερα, γενικό σχόλιο για τις προετοιμασίες των Ουκρανών για την άνοιξη και την “υψηλή τουριστική σεζόν”, από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Η... ατμόσφαιρα και η κατάσταση στην Ουκρανία μού θυμίζει έντονα την “Where the bloody hell are you?” διαφημιστική καμπάνια των Αυστραλών πριν από αρκετά χρόνια. Ακριβώς λόγω της punch line της με το “bloody hell” μέσα, το σποτάκι και γενικά η καμπάνια “κόπηκαν” (αν θυμάμαι καλά) στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, ενώ ακόμα και στην ίδια την Αυστραλία το κόνσεπτ της καμπάνιας “έφαγε” ανελέητο “θάψιμο”.
Στο σποτάκι λοιπόν, διάρκειας ενός λεπτού, εμφανίζονται κάθε λίγα δευτερόλεπτα διάφοροι (με ομορφιές της Αυστραλίας σαν σκηνικό) να λένε, “σου βάλαμε μπίρα, λούσαμε τις καμήλες, σου κρατήσαμε θέση στην παραλία (εννοείται ότι όπως γράφω αυτές τις γραμμές, βλέπω ξανά το σποτάκι, για να θυμηθώ ακριβώς τις ατάκες), και βγάλαμε τους καρχαρίες από την πισίνα. Βγάλαμε τα καγκουρό από το χορτάρι (σε γήπεδο γκολφ), κι ο Μπιλ πηγαίνει να ανοίξει την πύλη (σε κάποιο ράντσο). Το ταξί περιμένει, και το δείπνο όπου να 'ναι σερβίρεται. Ανάψαμε τα φώτα (με σώου πυροτεχνημάτων στη γέφυρα του Σίδνεϊ από πίσω), κι έχουμε περάσει πάνω από 40.000 χρόνια κάνοντας πρόβες (Αβορίγινες καλλιτέχνες, χορευτές). So where the bloody hell ARE you?”, κατέληγε το σποτάκι με γνωστό μοντέλο να λέει την τελευταία ατάκα. Αν θυμάμαι καλά, το σποτάκι είχε σαν βάση το ότι τα νούμερα των αφίξεων από το εξωτερικό μετά τους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ, αντί να αυξηθούν, έπεσαν(!), με εξαίρεση, ξανά αν δεν κάνω λάθος, μόνο τη χρονιά ακριβώς μετά τους Ολυμπιακούς τους.
Στην Ουκρανία ένα παρόμοιο σποτάκι θα μπορούσε να λέει, “φυτέψαμε τα πάρκα μας με πολύχρωμα λουλούδια που σύντομα θα ανθίσουν, και στήσαμε τις εξωτερικές προεκτάσεις των μαγαζιών για να απολαμβάνεις από πιο κοντά την περατζάδα ενώ πίνεις το ποτό σου. Μαζέψαμε μέχρι και την τελευταία γόπα από τους πεζοδρόμους μας, βάψαμε τα πάντα μπλε και κίτρινα για να σου δείξουμε πόσο περήφανοι είμαστε για την χώρα μας, και κρατήσαμε τις τιμές σε επίπεδα που σε άλλες χώρες ούτε να ονειρευτείς δεν θα μπορούσες. Διάολε, το καλό που σου θέλουμε να έρθεις, γιατί τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά...” Η τελευταία πρόταση “σηκώνει” ένα κείμενο μόνη της, αλλά... επιφυλάσσομαι.
Φαντάσου να κάθεσαι αμέριμνος στο κρεβάτι σου, σε δωμάτιο χόστελ, με λάπτοπ στα πόδια και καφεδιά στο πλάι, και ξαφνικά να ανοίγει την πόρτα (την οποία είχες κλειστή, όχι όμως κλειδωμένη) ένας τύπος με ένα κατσαβίδι στο χέρι, να σε κοιτάει για δύο δευτερόλεπτα, να μη λέει τίποτα, κι αμέσως μετά να αρχίζει να... ξεβιδώνει την πόρτα!!!
Αυτό ακριβώς μου συνέβη το δεύτερο πρωινό στο Χάρκοβο, ευτράπελο που πολύ σύντομα βρήκα την εξήγησή του. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα... μη αντίδρασης από μέρους μου (ομολογώ ότι έμεινα εμβρόντητος όταν είδα τον τύπο να ξεβιδώνει την πόρτα. Μπείτε στην θέση μου), ζήτησα εξηγήσεις, ο τύπος με το κατσαβίδι δεν μιλούσε Αγγλικά, και κάλεσε κάποιον που μιλούσε όσο χρειαζόταν για να συνεννοηθούμε...
Ο αγγλομαθής ήταν ο συνιδιοκτήτης του κτηρίου στο οποίο στεγαζόταν το χόστελ, μου ζήτησε συγγνώμη για την... κατάσταση, αμέσως μετά με ρώτησε αν πιστεύω στον Θεό(!), και στο καπάκι με ρώτησε αν πιστεύω τουλάχιστον στην “ψυχή”, στο ότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να προσπαθεί να κάνει το σωστό, πρώτα και κύρια για να τα έχει καλά με τον εαυτό του (όλα αυτά, ενώ ο τύπος με το κατσαβίδι συνέχιζε ακάθεκτος την... δουλειά του).
Ο συνιδιοκτήτης του κτηρίου μού εξήγησε ότι το χόστελ το δούλευε επί κάποια χρόνια η αδερφή του, την οποία χαρακτήρισε “πολύ κακό άνθρωπο”, που έφθασε στο σημείο να σηκώσει χέρι στη σύζυγό του (η οποία ήταν λίγο έξω από το δωμάτιο και άκουγε την κουβέντα μας). Μου είπε λοιπόν ότι αφού επένδυσε πολλά λεφτά στο κτήριο και στο χόστελ, αλλά δεν είδε ποτέ αντίκρυσμα επειδή η αδερφή του δεν μοιράστηκε ποτέ τα έσοδα της επιχείρησης μαζί του, μου.. πέταξε τη βόμβα ότι από εκείνο το πρωί το χόστελ δεν ήταν πλέον... χόστελ, έπαυε να υπάρχει, έκλεινε, “effective immediately” που λένε σε αμερικάνικες ταινίες.
Διατηρώντας την ψυχραιμία μου(!!!), πηγαίνοντας δηλαδή τελείως κόντρα στη νευρόσπαστη φύση μου, του είπα ότι με την αδερφή του μπορεί να έχει όποιες διαφορές θέλει, όμως με το να κλείνει το χόστελ χωρίς προειδοποίηση εκείνοι που πλήττονται χωρίς να φταίνε σε τίποτα ήταν τα άτομα που έμεναν εκεί, τα άτομα που είχαμε ήδη πληρώσει για να περάσουμε κάποια βράδια εκεί. Ο τύπος αποδείχθηκε πολύ συνεργάσιμος, είπε αμέσως στον... κατσαβιδάκια να σταματήσει εκείνο που έκανε με την πόρτα, μου είπε ότι θα άφηναν το δικό μου δωμάτιο άθικτο, ότι μπορούσα να μείνω όσο είχα σχεδιάσει και προπληρώσει, κι ό,τι... όλα καλά, “δεν θέλω να προκαλέσω πρόβλημα σε κανέναν, απλά δεν πάει άλλο η κατάσταση με την αδερφή μου, έπρεπε να κάνω κάτι δραστικό”, ήταν τα τελευταία λόγια του, πριν πάρει το... συνεργείο του και κλείσει την πόρτα του δωματίου μου, αφήνοντάς με στο ίδιο σημείο που με είχαν βρει λίγα λεπτά νωρίτερα.
Αργότερα, μιλώντας με την κοπέλα που είχα βρει την προηγούμενη μέρα στη ρεσεψιόν, έμαθα ότι το παιδί συμφώνησε να αφήσει και τους Ουκρανούς πελάτες (long-term, όλοι τους) να μείνουν άλλες 10-15 μέρες, μέχρι να τακτοποιηθούν κάπου αλλού. Απλά, τους ζήτησε να συγκεντρωθούν όλοι σε έναν κοιτώνα, όχι δύο-δύο σε ξεχωριστό, έτσι ώστε το συνεργείο του να μπορούσε να συνεχίσει το... ξε-στήσιμο του χόστελ. Με αυτά και μ' αυτά, “τσίμπησα” ειδική μεταχείριση, ως ξένος (υποθέτω). Όλοι οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν σε έναν μεγάλο κοιτώνα στον πάνω όροφο, κι εγώ έμεινα μόνος σε δικό μου δωμάτιο στο ισόγειο.
Δυόμιση μέρες πέρασα στο Χάρκοβο, το οποίο δεν μου έμαθε, αλλά μου θύμισε ένα μάθημα που έμαθα (προφανώς όμως όχι αρκετά καλά, αφού χρειάστηκε μία πόλη να μου το θυμίσει μετά από χρόνια) το 2004, όταν πήγα στην Αυστραλία δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, νομίζοντας ότι η δεύτερη φορά θα ήταν το ίδιο “ουάου” με την πρώτη, μόνο για να καταλήξει σε... επικό φιάσκο.
Διευκρινίζω ότι στο Χάρκοβο πέρασα πολύ έντονες (αρκετές από αυτές καλές, άλλες... διδακτικές, αλλά όχι ευχάριστες) στιγμές το 2012, κι από τότε, κάθε φορά που άκουγα συγκεκριμένα τραγούδια (αργεντίνικη μουσική, Αουτέντικος Ντεκαδέντες, “Λα Μόνα” Χιμένες, Κατουπέκου Μάτσου, “Ελ Πότρο”, γενικά καμία σχέση με Ουκρανία, απλά μόλις πρόσφατα τότε τα είχα περάσει στο mp3, χαιρόμουν να τα ακούω, και τα άκουγα συνέχεια στην Ουκρανία), το μυαλό μου πήγαινε ειδικά στο Χάρκοβο, και σκεφτόμουν ότι κάποια στιγμή έπρεπε να επιστρέψω και να περπατήσω στους ίδιους δρόμους ακούγοντας εκείνα τα ίδια τραγούδια.
Αυτό έκανα τις δύο πρώτες ημέρες μου στο Χάρκοβο την περασμένη βδομάδα, όμως... όπως έμαθα πριν από δέκα και πλέον χρόνια, το να επιστρέφεις σε ένα μέρος από το οποίο έχεις έντονες αναμνήσεις, ΧΩΡΙΣ όμως την διάθεση ή την ψυχική δύναμη να... ματσάρεις εκείνες τις αναμνήσεις, πόσο μάλλον να τις ξεπεράσεις, να ζήσεις ακόμα πιο “ουάου” στιγμές, τότε... απλά περνώντας χρόνο στο ίδιο -αλλά πολύ διαφορετικό, άλλες συνθήκες, άλλος καιρός, άλλα τα πάντα- μέρος, είναι σαν να... ανάβεις κερί σε αναμνήσεις που πέρασαν, που ανήκουν στο παρελθόν, και που δεν μπορείς να ξαναζήσεις.
Έφθασα στο σημείο να... τα βάλω με τον εαυτό μου για την απόφασή μου να επιστρέψω στο Χάρκοβο ενώ ήξερα ότι είμαι όπως είμαι αυτές τις ημέρες, ευτυχώς όμως, την τρίτη και τελευταία -μισή- μέρα, άναψε το... λαμπάκι στο μυαλό μου, και θυμήθηκα πώς “έσωσα” (όσο μπορούσε να σωθεί) το δεύτερο ταξίδι μου στην Αυστραλία το 2004. Δεν επιδιώκεις να ξαναζήσεις τις ίδιες στιγμές, δεν... τις ανάβεις κερί, αλλά δημιουργείς νέες αναμνήσεις. Τόσο απλά.
Πρακτικά, το τρίτο πρωινό βγήκα από το -πρώην- χόστελ (και νυν απλά... κτήριο), και το πρώτο που έκανα ήταν να διαλέξω άλλη μουσική στο mp3, τραγούδια που ακούω τους τελευταίους μήνες και μου φτιάχνουν την διάθεση. Για να πάω στο γήπεδο της πόλης (όχι για αγώνα, απλά για βόλτα), πήρα άλλους δρόμους, όχι εκείνους που περπάτησα το 2012 πηγαίνοντας στο ίδιο γήπεδο να δω το Γερμανία-Ολλανδία. Αφού έκανα τη γύρα μου στο γήπεδο, κάθισα για φαγητό σε ένα μαγαζί που δεν είχα ξαναδεί, και διάλεξα κάτι που δεν είχα ξαναδοκιμάσει. Ακόμα και φωτογραφική μηχανή άλλαξα, χρησιμοποίησα την τρίτη που κουβαλάω σε αυτό το ταξίδι αλλά χρησιμοποιώ ελάχιστα, επειδή δεν είμαι συνηθισμένος στις ρυθμίσεις της.
Με αυτά και μ' αυτά, εκείνο το απόγευμα έφυγα από το Χάρκοβο έχοντας δει σημεία του που δεν είχα δει το 2012, έχοντας κάνει μία νέα γνωριμία (στο μαγαζί που κάθισα για φαγητό), γενικά έχοντας δημιουργήσει νέες αναμνήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνες του 2012, αλλά... τουλάχιστον “έσωσαν” το τριήμερο στο Χάρκοβο, και με έκαναν να πάρω το τρένο για Ντνιπροπετρόβσκ με την διάθεσή μου ΠΟΛΥ βελτιωμένη (και με τον σάκο μου βαρύτερο κατά 300 γραμμάρια, μια και στο επίσημο κατάστημα της Μέταλιστ αγόρασα δύο φανέλες της, νούμερο 267 και 268 στη συλλογή μου. Αρρώστια).
Σημαντική λεπτομέρεια, το ότι η τρίτη μέρα μου στο Χάρκοβο ήταν ουσιαστικά η πρώτη ανοιξιάτικη μέρα αυτού του ταξιδιού, η πρώτα μέρα που η θερμοκρασία και ο ήλιος με έκαναν να βγάλω το φλις και να το κρατάω στο χέρι όσο περπατούσα, η πρώτη μέρα που σκούπισα ίχνος ιδρώτα από το μέτωπό μου, η πρώτη μέρα που είδα κοπέλες με -πολύ- κοντά σορτσάκια, λες και... τα είχαν έτοιμα και απλά περίμεναν την πρώτη κατάλληλη μέρα για να τα φορέσουν (με το “πολύ” κοντά σορτσάκια εννοώ εκείνα που αφήνουν σε... κοινή θέα τα δύο χαμηλότερα εκατοστά του... πισινού, ΤΟΣΟ κοντά. Δύο κοπέλες είδα όλες κι όλες με τέτοια σορτσάκια, εικόνα που πολλές περισσότερες παρόμοιές της με έκαναν να ιδρώσω ακόμα περισσότερο τις τελευταίες ημέρες στο Ντνιπροπετρόβσκ, στο οποίο ο καιρός ήταν/είναι τόσο ανοιξιάτικος που νομίζεις ότι μέσα σε 2-3 ημέρες... πηδήξαμε απευθείας από τον χειμώνα στο καλοκαίρι).
Αν σκέφτεται κανείς, “εντάξει το ευτράπελο στο χόστελ, εντάξει το πώς έζησες εσύ το Χάρκοβο, αλλά... δε μας λες για την πόλη, πώς είναι, τι είναι, κάτι, οτιδήποτε”, δίκιο έχει. Το Χάρκοβο λοιπόν ανήκει στο... κλαμπ των τυχερών πόλεων που έχουν ΔΥΟ ποτάμια να συναντώνται στο κέντρο τους, κάτι που σημαίνει ότι τριγυρίζοντας στην πόλη, κάποια στιγμή βγαίνεις δίπλα σε ποτάμι, σε κάποιο από τα δύο, με καλές πιθανότητες να βρεις και χώρο για βόλτα δίπλα στο νερό (τομέας πάντως στον οποίο το Χάρκοβο θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο, με ενοποιημένα πεζοδρόμια, αντί για τμηματικά -και μη προσβάσιμους ιδιωτικούς χώρους να διακόπτουν συχνά τη βόλτα).
Το Χάρκοβο δεν έχει τον... αρχιτεκτονικό πλουραλισμό του Κιέβου, ή τη γοητεία του Λβιβ, πόσο μάλλον τη... μεσογειακή ατμόσφαιρα της Οδησσού, όμως ΚΑΙ αρχιτεκτονικά ενδιαφέρον είναι (με συνδυασμό “σοβιετικών” μεγαθηρίων και “γοητευτικά παραμελημένων” κτηρίων με διαμερίσματα), ΚΑΙ για αρκετή βόλτα προσφέρεται, ΚΑΙ... ενδιαφέρον αέρα έχει, απλά... όχι μεσογειακό. Το Κίεβο είναι πάνω από 500 χιλιόμετρα μακριά. Η Ρωσία; Με αυτοκίνητο, ούτε 40. Ακούς μόνο Ρωσικά, οι περισσότερες ταμπέλες (με εξαίρεση εκείνες στα δημόσια κτήρια) είναι στα Ρωσικά, το σάιτ της Μέταλιστ είναι πρώτα στα Ρωσικά και μετά στα Ουκρανικά (και στα Αγγλικά), και γενικά... χωρίς να θέλω να φανώ εριστικός προς Ουκρανούς γνωστούς μου (λες και μπορούν να διαβάσουν τι γράφω εδώ), έχεις, ή τουλάχιστον εγώ είχα την αίσθηση ότι... από πολλές απόψεις είσαι μεν στην Ουκρανία, αλλά... στην “πιο ρωσική από αυτό, δύσκολα”, εκδοχή της.
Ναι μεν το τεράστιο άγαλμα του Λένιν στον μεγαλύτερο ανοικτό χώρο της πόλης, στο κέντρο της, πλέον λείπει (από το άγαλμα έχει μείνει μόνο το δεξί παπούτσι, στο οποίο έχει “φυτευτεί” μία ουκρανική σημαία), όμως σε πολλά σημεία βλέπεις τα αρχικά “CCCP” σε... ανάγλυφα σε τοίχους, στα καπάκια των υπονόμων, σε, σε, σε, ΔΕΝ βλέπεις δηλαδή την άκρατη από-σοβιετοποίηση του Λβιβ, ή του κεντρικού Κιέβου.
Για να είμαι ειλικρινής, όταν συνέβη ό,τι συνέβη με την Κριμαία και τις επαρχίες της Ουκρανίας με πρωτεύουσα το Ντόνετσκ και το Λουχάνσκ, στο μυαλό μου είχα λίγες αμφιβολίες για το τι θα διάλεγαν οι του Χαρκόβου. Αν έβαζα στοίχημα, “πατώντας” στον κόσμο που γνώρισα εδώ το 2012, το τι μου είπαν, το πώς αισθάνονταν για τη Ρωσία και την Ουκρανία, αν έβαζα λοιπόν στοίχημα, θα πόνταρα στο ότι το Χάρκοβο θα γινόταν... Ντόνετσκ, θα ξέκοβε από την Ουκρανία, θα... αλλοίωνε τα σύνορα για 45-50 χιλιόμετρα, και θα “στριμωχνόταν” στην άκρη της Ρωσίας. Να που έκανα λάθος... Να που εκείνοι που ήθελαν να μείνουν στην Ουκρανία αποδείχθηκαν όχι απαραίτητα περισσότεροι, αλλά σίγουρα πιο... δυναμικοί, και οι φωνές που όντως ακούστηκαν για “απόσπαση” από την Ουκρανία σύντομα σίγησαν...
Πέμπτο και τελευταίο βράδυ το αποψινό στο Ντνιπροπετρόβσκ, αύριο το απόγευμα βλέπω αγώνα στο δεύτερο γήπεδο της πόλης και μετά παίρνω βραδινό τρένο για Κίεβο, είχα σκοπό να ανεβάσω φωτογραφίες από την Πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου όσο ήμουν εδώ (για τον λόγο που ανέφερα πριν από λίγες ημέρες), όμως... μία το κείμενο-απάντηση στον Vasileti, μία το κείμενο-απάντηση στον Γιώργο, με... έριξαν πίσω, και πλέον ποντάρω στο να βρω διάθεση όσο θα είμαι στο Κίεβο (τρεις ημέρες) για να ανεβάσω εκείνες τις φωτογραφίες και να γράψω ένα κείμενο για το πολύ... low-profile τουριστικά Ντνιπροπετρόβσκ, το οποίο όμως, αν του δώσεις την ευκαιρία, “έχει να δώσει, έχει να σου επιστρέψει” σαν επιβράβευση για τον χρόνο που περνάς εδώ.
Το πόσο τουριστική πόλη -δεν- είναι το Ντνιπροπετρόβσκ, το... υποπτεύεται κανείς ξεφυλλίζοντας ταξιδιωτικούς οδηγούς για την Ουκρανία. Στον Lonely Planet που έχω εγώ (σε PDF, δυστυχώς, μια και εδώ και καιρό έχω συμβιβαστεί με το ότι έπρεπε να γυρίσω την πλάτη μου στους αγαπημένους μου τυπωμένους οδηγούς, λόγω βάρους), το Κίεβο έχει προφανώς το δικό του κεφάλαιο, ουσιαστικά και το Λβιβ και η Οδησσός έχουν δικά τους κεφάλαια, ακόμα και το Χάρκοβο και η ίσως πιο αντιτουριστική μεγάλη πόλη της Ουκρανίας, το Ντονέτσκ, έχουν -έστω και οριακά- μεγαλύτερη κάλυψη από το Ντνιπροπετρόβσκ, με το τελευταίο οι του LP να το... ξεπετάνε σε τρεις μόλις σελίδες.
Το πρώτο δε που διαβάζεις στην εισαγωγή για την πόλη, σε κάνει (ΜΕ έκανε, μάλλον μόνο εμένα, αλλά... anyway) να σκεφτείς την Janice in accounting, την Τζάνις στο λογιστήριο, who just don't give a fuck. Αν είστε φαν του Last Week Tonight του Τζον Όλιβερ, ξέρετε σε τι αναφέρομαι. Στους υπόλοιπους που δεν είστε, αφενός ζητώ συγγνώμη που σας έκανα να χαραμίσετε λίγα δευτερόλεπτα για να διαβάσετε μία πρόταση που δεν σας “είπε” τίποτα, αφετέρου σας ΕΚΛΙΠΑΡΩ να αρχίσετε να παρακολουθείτε Last Week Tonight στο YouTube. Όσο για το “don't give a fuck”, δεν είναι δικό μου γραμματικό λάθος, έτσι πάει το αστείο στην εκπομπή.
Το Ντνιπροπετρόβσκ περιγράφεται σαν μία πόλη με πολλά προτερήματα, η οποία όμως διοικείται από ανθρώπους που το πρώτο (και δεύτερο, και τρίτο, και τέταρτο...) που τους ενδιαφέρει, είναι να κτιστεί ένα ακόμα εμπορικό κέντρο, κι ας γίνουν ρημάδια όσα παλιά όμορφα κτήρια χρειάζεται. They just don't give a fuck... (εδώ κολλάει και γραμματικά).
Πριν από λίγες ημέρες, γράφοντας για τους Ουκρανούς (για τους άνδρες, αλλά το συγκεκριμένο ισχύει και για τις γυναίκες), τους χαρακτήρισα “συνειδητοποιημένους”, εξηγώντας γιατί. Η ιδιοκτήτρια του χόστελ στο οποίο πέρασα τα τέσσερα από τα πέντε βράδια μου στο Ντνιπροπετρόβσκ, η Νατάσα, η οποία παρεμπιπτόντως έζησε δουλεύοντας δύο χρόνια στην Θεσσαλονίκη(!), μου είπε κι εκείνη ότι το Ντνιπροπετρόβσκ δεν είναι τουριστική πόλη. Το χόστελ συντηρείται από Ουκρανούς που για κάποιον -μη τουριστικό- λόγο επισκέπτονται την πόλη. Αντί λοιπόν να... επεκταθούν, έχουν κρατήσει το χόστελ -πολύ- μικρό, εννιά κρεβάτια έχει όλο κι όλο. “Είναι σαν να μένεις στο σπίτι κάποιου”, διάβασα σχόλια άλλων επισκεπτών στο booking.com. Αυτό είναι ίσως επειδή ΕΙΝΑΙ το σπίτι της Νατάσα και του Νικολάι, οι οποίοι μένουν εκεί. Θέλω να καταλήξω στο ότι οι δυο τους απλώνουν τα πόδια τους μέχρι εκεί που φθάνει το πάπλωμά τους, δεν τρέφουν φρούδες ελπίδες για το πόσο μπορεί να πολλαπλασιαστεί η πελατεία τους.
Το δε τελευταίο βράδυ μου στην πόλη, το πέρασα σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο(!), οι του οποίου έχουν μετατρέψει δύο μεγάλα δωμάτια (έξι κρεβάτια το καθένα) σε κοιτώνες για ταξιδιώτες στιλ backpackers. Για 75 χρίβνια, περίπου δυόμισι ευρώ, είχα για... την πάρτη μου μόνο, ένα από αυτά τα δωμάτια (για την ακρίβεια, δύο δωμάτια ενωμένα σε ένα). Όταν ρώτησα τον νεαρό μάνατζερ πώς και ένα τέτοιο ξενοδοχείο έχει κρεβάτια για 75 χρίβνια, το παιδί (οπαδός της... καημένης της Ντνίπρο, για την οποία τα είπαμε όσο με ξεναγούσε στο ξενοδοχείο), πολύ ειλικρινά και συνειδητοποιημένα, μου είπε ότι οι Ουκρανοί σήμερα προτιμούν μοντέρνα ξενοδοχεία, ενώ το δικό τους είναι παλιό, “με πολλές σοβιετικές αναμνήσεις”, κάτι που το έκανε να ακουστεί σαν μειονέκτημα, άσχετα αν στα δικά μου μάτια ήταν τεράστιο πλεονέκτημα. Έτσι, έχουν στραφεί σε άλλο target group. Μεταξύ άλλων, όσο ήμουν εκεί, είδα ένα μεγάλο γκρουπ νεαρών Αφρικανών(!!), και τρία τουλάχιστον ζευγάρια Τούρκων, κόσμο δηλαδή για τον οποίο οι χαμηλές τιμές τους και η σούπερ τοποθεσία του ξενοδοχείου είναι δέλεαρ να μείνουν εκεί, αδιαφορώντας για το πόσο “σοβιετικό” μοιάζει το μέρος (και μοιάζει, πολύ, ωωωω πόσο πολύ ).
Κι όμως, το Ντνιπροπετρόβσκ θα μπορούσε να είναι πολύ πιο δημοφιλές στους ξένους ταξιδιώτες, αν... δεν ξέρω... αν προβαλλόταν περισσότερο. Όχι απλά έχει ποτάμι (με χώρο για τσάρκα δίπλα του, τουλάχιστον στο κεντρικότερο κομμάτι της πόλης), αλλά έχει και νησάκι με αμμουδερή παραλία ουσιαστικά στο κέντρο της πόλης! Μία μικρή γέφυρα διαβαίνεις, και είσαι στο νησάκι, μακρόστενο, με παιδική χαρά, με χώρο για ποδήλατο, και βασικά με πολλή-πολλή άμμο, παραλία που έχω δει γεμάτη (το 2012), και ήταν... φάτε μάτια ψάρια...
Ο κεντρικός δρόμος της πόλης είναι μία μεγάλη ευθεία, στη μέση της οποίας υπάρχει μεγάλη νησίδα (“μεγάλη” και “νησίδα” δεν μου κάθονται καλά δίπλα-δίπλα, το “νησίδα” παραπέμπει σε μικρό μέγεθος, αλλά... τέλος πάντων) με ψηλά δέντρα, με χώρο για πεζούς, και με τις γραμμές του τραμ, για τα τόσο... χαριτωμένα τραμ του Ντνιπροπετρόβσκ, τα οποία πρέπει να είναι τα πιο αργά που έχω δει στη ζωή μου, αλλά ειδικά αν είσαι τουρίστας, το “αργό” μπορεί να είναι και καλό, μια και έχεις περισσότερο χρόνο να χαζεύεις από τα τζάμια. Επιπλέον, το εισιτήριό τους είναι μόλις μιάμιση χρίβνια, δηλαδή... πέντε λεπτά του ευρώ;
Κι αυτός δεν είναι ο μόνος δρόμος με πράσινη νησίδα στη μέση. Η πόλη έχει τουλάχιστον πέντε τέτοιους, χώροι “ταμάμ” για χαλαρή βόλτα, η οποία στο Ντνιπροπετρόβσκ αυτές τις πέντε μέρες που πέρασα εκεί ήταν σκέτη απόλαυση για έναν ακόμα λόγο. Ο καιρός φαίνεται σαν να... πήδηξε την άνοιξη, κι από τον χειμώνα να πήγε απευθείας στο καλοκαίρι. Πέντε μέρες στο Ντνιπροπετρόβσκ, ξέχασα τι σημαίνει φλις, ξέχασα τι σημαίνει ζακέτα, με ένα κοντομάνικο ήμουν, ακόμα και στις οκτώ το βράδυ, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο από το δεύτερο μεγαλύτερο γήπεδο της πόλης, στο οποίο είδα τη μικρή Σταλ να κάνει την κηδεία της χρονιάς -στην Ουκρανία- στην “πολλή” Σαχτάρ. 3-3 στις καθυστερήσεις, αντίο -ουσιαστικά- πρωτάθλημα για τη Σαχτάρ.
Τα δέντρα έχουν γεμίσει φύλλα, τα πάρκα έχουν γεμίσει με μαργαρίτες, κόσμος και κοσμάκης καθόταν στο γρασίδι για (πολύ οργανωμένα, μάλιστα) πικ-νικ, οι φούστες κόντυναν, οι γυναικείοι ώμοι πετάχτηκαν έξω, και αρκετοί νεαροί άνδρες κυκλοφορούσαν με σορτσάκια. Τα τζιτζίκια έλειπαν, και το σκηνικό θα ήταν τέλεια καλοκαιρινό.
Στο προηγούμενο κείμενο έγραψα ότι με βάση την αίσθηση που μου έμεινε το 2012 περνώντας χρόνο εκεί, το Χάρκοβο με ξάφνιασε το 2014, το περίμενα να... ξεγλιστρήσει από την Ουκρανία, να... γίνει Ντονέτσκ και Λουχάνσκ. Αντίθετα, το Ντνιπροπετρόβσκ δεν με ξάφνιασε που... επέλεξε να μην “τα σπάσει” με το Κίεβο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τότε, ήταν πώς είδα τον κόσμο στις δύο πόλεις να αντιμετωπίζει ένα καυτό για -κάποιους από- τους Ουκρανούς θέμα, τη γλώσσα τους. Τις ημέρες του 2012 που ήμουν εδώ, προς το τέλος του Euro, η κυβέρνηση τότε του απίθανου Γιανουκόβιτς προωθούσε αλλαγές, οι οποίες είχαν τους ένθερμους υποστηρικτές των Ουκρανικών στις... επάλξεις.
Στο Χάρκοβο, στον μεγαλύτερο ανοιχτό χώρο στο κέντρο της πόλης, εκεί που μέχρι το τέλος του Euro ήταν η fan zone, ένας μοναχικός... τρελός του χωριού (της πόλης), είχε στήσει... σκηνή, και διαδήλωνε υπέρ της ουκρανικής γλώσσας. Ένας. Λίγες ημέρες αργότερα, στο Ντνιπροπετρόβσκ, στο Ντνίπρο-Ταβρίγια, εναρκτήριο παιχνίδι του ουκρανικού πρωταθλήματος (στο οποίο είδα τον Κονοπλιάνκα της Σεβίλλης, πλέον, να χάνει πέναλτι και να αποβάλλεται με δύο κίτρινες στο 35΄!! -συγγνώμη μη ποδοσφαιρόφιλοι, συγγνώμη, συγγνώμη, δεν μπορούσα να μην το αναφέρω), στο γεμάτο “πέταλο” των φανατικών της Ντνίπρο, όχι ένας τρελός, αλλά χιλιάδες τρελοί, τέντωσαν τεράστιο πανό που έγραφε “γλώσσα μας είναι τα Ουκρανικά”. Χάρκοβο, Ντνιπροπετρόβσκ, αντιμετώπιση του ίδιου ζητήματος, μέρα με τη νύχτα...
Στα μάτια μου, το Ντνιπροπετρόβσκ είναι ο... πρεσβευτής της σώφρονος μέσης οδού. Είναι εκείνος που εν μέσω καβγά λειτουργεί κατευναστικά, σαν να λέει στους μεν και στους δε, “όπα, χαλαρώστε, χαλαρώστε, αφήστε τις φωνές, κρύψτε τα μαχαίρια, καθίστε να τα βρούμε, και θα τα βρούμε”. Ανάμεσα στους κάργα φιλοδυτικούς τού Λβιβ και στους σφόδρα ρωσόφιλους της ανατολικής Ουκρανίας, είναι ο... ειδικός διαμεσολαβητής. Δεν τα έσπασε με το νέο στάτους κβο του Κιέβου (μετά την... δραπέτευση Γιανουκόβιτς), αλλά ούτε επιδόθηκε σε κυνήγι όσων αισθάνονται περισσότερο Ρώσοι παρά Ουκρανοί.
Γκρέμισε το άγαλμα του Πετρόβσκι μπροστά από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης (κομμουνιστής του '20 από τον οποίο η πόλη πήρε το μισό όνομά της, το άλλο μισό προφανώς από τον Δνείπερο, το ποτάμι), όμως δεν άλλαξε όνομα (όπως όφειλε, πρόσφατα, μετά από νόμο που πέρασε στο Κίεβο, που λέει ότι πρέπει να αλλάξουν τα ονόματα που παραπέμπουν στη σοβιετική/κομμουνιστική εποχή), απλά άλλαξε την επίσημη εξήγηση γιατί η πόλη λέγεται όπως λέγεται, το έκανε από “προς τιμήν του Πετρόβσκι”, “προς τιμήν του Αγίου Πέτρου” (ομολογουμένως, θα ήταν μεγάλο... λούκι να αλλάξει το όνομα της πόλης έτσι ξαφνικά. Στη Ινδία το έκαναν αρκετές πόλεις, και για κάποια χρόνια... χάθηκε η μπάλα μεταξύ των ξένων τουριστών που δεν κατείχαν το... ιστορικό background της υπόθεσης).
Για να καταλήξω, προσωπικά, το Ντνιπροπετρόβσκ μού αρέσει. Μου αρέσει για το ποτάμι του, για το νησάκι του με την αμμουδερή παραλία του, για τις ανηφόρες/κατηφόρες του (βγάζεις πανοραμικές φωτογραφίες από πολλές διασταυρώσεις δρόμων), για τα πάρκα του, για τους μεγάλους δρόμους με τις πράσινες νησίδες τους στη μέση, για τα ΔΥΟ γήπεδά του (αδιόρθωτος), για τον συνδυασμό “παλιό/μοντέρνο” στην αρχιτεκτονική του, ακόμη και για το πόσο... overlooked είναι από τους “Δυτικούς” ταξιδιώτες. Αν είσαι ένας από τους λίγους “Δυτικούς” που κάνουν βόλτα στους κεντρικούς δρόμους, κάνεις “μπαμ” (κι όμως. Τέσσερις-πέντε φορές που μου έπιασαν κουβέντα στον δρόμο, μου μίλησαν απευθείας στα Αγγλικά, λες και είχα “ξένος” γραμμένο στο μέτωπό μου). Υπάρχουν μέρες που απολαμβάνω την έξτρα προσοχή, υπάρχουν και μέρες -συνήθως- που προτιμώ να χάνομαι στο πλήθος. Στο Ντνιπροπετρόβσκ δεν είχα πρόβλημα με την έξτρα προσοχή (λόγω βασικά του ότι είμαι ξένος), κι έτσι... ήρθε κι έδεσε, χαϊδεύτηκε η ματαιοδοξία μου...
Κλου της παραμονής μου στο χόστελ της Νατάσας και του Νικολάι, μία εκπομπή στην οποία τυχαία πέσαμε στην τηλεόραση ένα βράδυ. Ρίξτε μια ματιά εδώ,
Τελευταίες σκέψεις για Κίεβο (πέρασα εκεί άλλες τρεις ημέρες μετά το Ντνιπροπετρόβσκ), Λβιβ (τέσσερις ακόμα μέρες ακριβώς πριν επιστρέψω στην Πολωνία), γενικά Ουκρανία, Ζέσουφ (πόλη-έκπληξη για μένα, εκεί που έσπασα τη διαδρομή Λβιβ-Βαρσοβία), Βαρσοβία (από εδώ γράφω, τελευταία μέρα του ταξιδιού σήμερα), γενικά Πολωνία, και... Ελλάδα.
Αρχές Απριλίου, όταν πήρα τρένο για Πολτάβα, το Κίεβο το άφησα ουσιαστικά χειμερινό. Λιγότερο από δύο βδομάδες αργότερα, ο κόσμος κυκλοφορούσε με κοντομάνικα, και στο Ukraine Today διάβασα ότι ακόμα και οι λευκές μανόλιες (όχι ότι ήξερα τι ακριβώς ήταν... Στο σχετικό ρεπορτάζ το είδα) που βρήκα φουλ ανθισμένες στο Κίεβο, άνθισαν δύο βδομάδες νωρίτερα από το συνηθισμένο, ακριβώς επειδή ο καιρός άλλαξε ΠΟΛΥ, και ΑΠΟΤΟΜΑ, με τις υψηλές θερμοκρασίες να... ξεγελούν τις μανόλιες.
Άλλη πόλη... Το ανοιξιάτικο/καλοκαιρινό Κίεβο σε σύγκριση με το χειμερινό Κίεβο είναι -σχεδόν- άλλη πόλη... Περπατάς και... μοσχοβολάει ο τόπος από τα λουλούδια. Ο κόσμος περπατάει πιο σιγά, επειδή δεν έχει να ανησυχεί για το κρύο και τη βροχή. Οι θαμώνες μαγαζιών κάθονται έξω, στα τραπεζοκαθίσματα που πάμπολλα μαγαζιά έχουν στήσει πάνω σε ξύλινες “εξέδρες” πολλαπλασιάζοντας τα τετραγωνικά μέτρα τους. Κόσμος και κοσμάκης στήνει πικ-νικ σε πάρκα, παρέες, ζευγάρια, παππούδες/γιαγιάδες με τα εγγόνια τους... Κάνεις βόλτα και ανοίγει η ψυχή σου...
Αλησμόνητη εμπειρία, το ότι παρακολούθησα το Ρεάλ Μαδρίτης-Βόλφσμπουργκ σε μπαρ κοντά στο χόστελ, παρέα με δύο Ουκρανούς επιχειρηματίες από την Οδησσό που ήταν στο Κίεβο για δουλειά, και ακούγοντάς με να λέω στην κοπέλα που δούλευε στο μπαρ ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσω ανάμεσα σε κόσμο που κάπνιζε, μου πρότειναν να καθίσω μαζί τους, στο δικό τους τραπέζι, σε χώρο του μαγαζιού που δεν κάπνιζε κανένας. Ο ένας μιλούσε εξαιρετικά Αγγλικά, και ειδικά μετά την δεύτερη μπίρα άρχισε να μου λέει πώς ακριβώς κάνουν δουλειές στην Ουκρανία, πώς... “φροντίζει” η επιχείρηση στην οποία εκείνος δουλεύει να μην ξεμένει ποτέ από συμφωνίες με την Κυβέρνηση του Κιέβου, με την τοπική Κυβέρνηση στην Οδησσό, με άλλες δημόσιες υπηρεσίες.
Η πλάκα ήταν ότι αφού μου είπε, μου είπε, μου είπε, αφού φθάσαμε σχεδόν στο τέλος του αγώνα, με ρώτησε τι δουλειά κάνω, και του είπα “δημοσιογράφος”. Την “όπα, μακακία έκανα τόση ώρα που του έλεγα όσα του έλεγα” αρχική αντίδρασή του την έχω ξαναδεί σε παρόμοιες περιπτώσεις, που κόσμος μού είπε πράγματα που κάποιος στην θέση μου θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί. Έσπευσα να διευκρινίσω “αθλητικογράφος”, κι ο Αλεξέι φάνηκε να ανακουφίζεται .
Αν το Κίεβο το βρήκα μία φορά ανοιξιάτικο, το Λβιβ το βρήκα δέκα. Σε ξεχωριστό κείμενο, πριν από βδομάδες, ύμνησα την πόλη λες και... είμαι βαλτός από τους τοπικούς “άρχοντες” να την προβάλω οπουδήποτε και όσο μπορώ. Αξίζει όμως να αναφέρω κουβέντα στο χόστελ, με μαύρο Άγγλο, και έναν Αμερικάνο τυπάκο που είχε σχεδόν... τσιγγάνικα χαρακτηριστικά. Ο Άγγλος φαινόταν να έχει συμβιβαστεί με το πόσο ρατσιστές και βασικά ηλίθιοι είναι κάποιοι, κατ' εκείνον “πολλοί”, στην Ουκρανία. Μας είπε ότι την προηγούμενη μέρα είχε ακούσει μέχρι και ήχο μαϊμούς ενώ περπατούσε, κάποιος δηλαδή είχε κάνει τη μαϊμού για να τον... πικάρει.
Είπε ότι ειδικά όταν πηγαίνει σε μπαρ και έχει λευκή γυναικεία παρέα, συγκεντρώνει πολλά ανδρικά βλέμματα που τα χαρακτήρισε “εχθρικά”, ενώ χρησιμοποίησε τη λέξη “hilarious” για να περιγράψει το σκηνικό κάθε φορά που πηγαίνει σε σούπερ μάρκετ και διαλέγει μπανάνες , στιγμές κατά τις οποίες αισθάνεται πολλοί τριγύρω του να τον κοιτάνε και να κρυφογελάνε...
Ο Αμερικάνος είπε ότι ακόμα κι εκείνος είχε αισθανθεί άβολα αρκετές φορές στην Ουκρανία, προφανώς λόγω των χαρακτηριστικών του. Δεν είναι... 1,90, με κατάλευκο δέρμα, ξανθός με γαλάζια μάτια, μυώδης, στιλάτος, αλλά κοντούλης, σκουρόχρωμος, κοκαλιάρης, και ντυμένος σαν backpacker, αλλά σαν... ΠΟΛΥ “on a budget” backpacker.
Η κουβέντα με τα παιδιά με έκανε να σκεφτώ ότι εκείνα που έγραψα τις προάλλες για τους Ουκρανούς, ειδικά το “δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι να γράψω εναντίον τους”, προφανώς δεν θα τα είχα γράψει αν ήμουν μαύρος, ή αν είχα τσιγγάνικα χαρακτηριστικά.
ΤΟ “κουφό” όμως της κουβέντας ήταν στο τέλος, όταν ρώτησα τον Άγγλο πόσο σκόπευε να μείνει στο Λβιβ και γενικά στην Ουκρανία. Μου είπε ότι για κάποιον λόγο θέλει να περάσει μήνες στο Λβιβ, είναι πρόθυμος να νοικιάσει διαμέρισμα, όχι όμως μόνος του, ψάχνει συγκάτοικο να μοιραστούν τα έξοδα, και μέχρι προχθές είχε βρει μόνο μία κοπέλα, υπήρχε όμως, για τον ίδιο, ένα τεράστιο “catch” στην υπόθεση. Για να χρησιμοποιήσω τις δικές του λέξεις, “I can't stand lesbians. I just can't stand fucking lesbians” . Επιτρέψτε μου να θεωρήσω εγώ ΑΥΤΟ “hilarious”...
Το Ζέσουφ μού προέκυψε την περασμένη βδομάδα. Τη μέρα που κάθισα να βρω λεωφορείο από Λβιβ για Βαρσοβία στο ίντερνετ, ξέροντας πώς είναι(...) ο έλεγχος των Πολωνών στα σύνορα, κι έχοντας κατά νου πόσο α-π-ε-χ-θ-ά-ν-ο-μ-α-ι τα βραδινά λεωφορεία, αποφάσισα να ταξιδέψω μέρα, και να σπάσω το Λβιβ-Βαρσοβία στα δύο. Να που ανταμείφθηκα με μία εμπειρία 15-16 ωρών (έφθασα το απόγευμα και συνέχισα για Βαρσοβία το πρωί) πολύ-πολύ ευχάριστη...
Το Ζέσουφ είναι μικρό, το κέντρο του το περπατάς σε λίγη ώρα, έχει μία κουκλίστικη κεντρική πλατεία (πάνω στην οποία ήταν το εξαιρετικό χόστελ μου), όμορφο κεντρικό πεζόδρομο, ποτάμι δίπλα στο οποίο υπάρχει χώρος για περπάτημα και ποδήλατο, περιτειχισμένο -κάτι σαν- φρούριο ουσιαστικά στο κέντρο της πόλης, πολλά ενδιαφέροντα/όμορφα κτήρια, ΠΟΛΥ περιποιημένα πάρκα, εμπορικά κέντρα ακόμα και στο κέντρο της πόλης, μέχρι και πολύ ενδιαφέρον γήπεδο έχει, σε απόσταση 20 λεπτών με τα πόδια από την κεντρική πλατεία (είμαι βέβαιος ότι ειδικά το τελευταίο έκανε τους περισσότερους εξ υμών να ψάχνετε ήδη παράθυρο στο πρόγραμμά σας για να επισκεφτείτε όσο γίνεται πιο σύντομα το Ζέσουφ).
Γενικά, έχει όλα όσα χρειάζεται να έχει μία μικρή πόλη (και ακόμα περισσότερα), για να σε αφήσει με πολύ θετικές εντυπώσεις κατά τη διάρκεια σύντομης παραμονής σου εκεί. Η απογευματινή/βραδινή βόλτα μού άρεσε τόσο, που έβαλα ξυπνητήρι για τις έξι και μισή το πρωί (το λεωφορείο έφευγε στις 11), για να κάνω και πρωινή βόλτα. Τότε ήταν που είδα ότι στη βόρεια πλευρά της κεντρικής πλατείας έχει 5-6 “κεμπαμπτζίδικα” με τουρκικά ονόματα το ένα δίπλα στο άλλο, με... σφηνωμένο ανάμεσά τους ένα στριπτιτζάδικο(!).
Το Ζέσουφ θα το θυμάμαι για έναν ακόμα λόγο, που μου έκανε εντύπωση όταν διάβασα σχετικά, πριν από λίγο. Μέλος του δημοτικού συμβουλίου του είπε δημόσια ότι δεν πρέπει να απομακρυνθεί/καταστραφεί το μνημείο σε μία πλατεία που “τιμάει” τον Κόκκινο Στρατό για την απελευθέρωση της πόλης από τους Ναζί το 1944. Η πολωνική βουλή έχει ψηφίσει σχετικό νόμο, και περίπου 500 μνημεία σε όλην την χώρα θα... εξαφανιστούν, όμως να που κάποιος στο Ζέσουφ έχει αντίθετη άποψη, την οποία φυσικά φρόντισαν να προβάλουν στο Russia Today (όχι θα έχαναν...).
Ο τύπος επιχειρηματολόγησε λέγοντας ότι ανεξάρτητα από το τι συνέβη ΜΕΤΑ την απελευθέρωση της πόλης από τον Κόκκινο Στρατό, “η πόλη όντως απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό, αυτό είναι ένα γεγονός, και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει”. Δεν θέλω να μετατρέψω το κείμενο σε... αντικομμουνιστικό μανιφέστο (αφενός επειδή δεν είναι ο κατάλληλος χώρος, αφετέρου επειδή, ειλικρινά, δεν έχω τις απαραίτητες ιστορικές γνώσεις για να “βάλω στην θέση του” τον συγκεκριμένο τύπο), όμως... συγγνώμη κιόλας, το επιχείρημά του το βρίσκω πολύ... weak, και με έκανε να θυμηθώ ιστορίες από το τσουνάμι του 2004 στον Ινδικό ωκεανό. Δεν ξέρω πόσοι τα διαβάσατε τότε, αλλά υπήρχαν πολλές αναφορές σε περιπτώσεις χωρικών σε χώρες που κτυπήθηκαν από το τσουνάμι, που “έσωσαν” παιδιά από το νερό, παιδιά που κανείς δεν αναζήτησε αργότερα επειδή προφανώς οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί, παιδιά τα οποία κατέληξαν να πέσουν θύματα σεξουαλικής και όχι μόνο εκμετάλλευσης από τους ίδιους τους “διασώστες” τους. Δεν ξέρω τι είναι γραμμένο στο μνημείο στο Ζέσουφ, δεν ξέρω αν είναι αφιερωμένο στους απλούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν κατά την απελευθέρωση από τους Ναζί, αλλά αν είναι αφιερωμένο γενικά στον Κόκκινο Στρατό, μου φαίνεται σαν να ζητάμε από τα πιτσιρίκια που “σώθηκαν” από τους μετέπειτα βιαστές τους να φιλούν κάθε μέρα τα πόδια τους επειδή τα τράβηξαν από το νερό (προφανώς όχι από την καλή τους την καρδιά).
Τέλος, σήμερα, κάνοντας βόλτα στη Βαρσοβία (βγάζοντας/βάζοντας την ομπρέλα από/στο σακίδιο κάθε δέκα λεπτά, επειδή ο καιρός ήταν... αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι), σκέφτηκα ότι... στην Πολωνία θα μπορούσα να ζήσω. Στην Ουκρανία, όχι. Δεν έχει να κάνει με το πόσο μου αρέσει η μία και η άλλη χώρα, με το πόσο μου αρέσουν συγκεκριμένες πόλεις σε κάθε χώρα. Έχει να κάνει με την προτίμησή μου στις χώρες που είναι ικανοποιητικά οργανωμένες, που τα πράγματα συμβαίνουν με συγκεκριμένους τρόπους σε συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια. Την Ουκρανία τη λατρεύω (από την πρώτη φορά μου εκεί, το 2011), όμως αυτό το... “ό,τι να 'ναι” της, το “άλλα ισχύουν παρά δύο, άλλα και δύο”, το “τι να κάνουμε; Μας έμεινε η σοβιετική νοοτροπία και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε” (εξήγηση που άκουσα από διψήφιο αριθμό συνομιλητών μου όταν πάνω σε κουβέντες φθάναμε στο ζήτημα της διαφθοράς, η οποία κάνει την δική μας στην Ελλάδα να φαντάζει ανάξια αναφοράς), δεν θα το άντεχα για περισσότερο από... μερικές εβδομάδες, όσες, αν σε παίρνει χρονικά, περνάς στην Ουκρανία σαν τουρίστας.
Η Πολωνία με... ενοχλεί με άλλους τρόπους. Με ενοχλεί το ότι μου φαίνονται “ψηλωμένοι”. Θαυμάζω ανθρώπους/λαούς με αυτοπεποίθηση, ίσως επειδή είναι κάτι που μου λείπει και θα ήθελα πολύ να έχω, θαυμάζω κόσμο που πιστεύει στον εαυτό του και παλεύει για να γίνει ο καλύτερος που μπορεί να γίνει, όμως η γραμμή μεταξύ της αυτοπεποίθησης και του “εμείς είμαστε, κι οι υπόλοιποι είναι μια τρίχα από τα αυτά μας”, είναι λεπτή, κι έχω την αίσθηση ότι οι Πολωνοί την έχουν περάσει, ή είναι στο όριο να την περάσουν. Μ' ενοχλεί ειδικά το πώς αντιμετωπίζουν τους Ουκρανούς στα σύνορα (και μετά από αυτά. Στα 80 χιλιόμετρα μεταξύ συνόρων και Ζέσουφ, προχθές, μας σταμάτησαν περιπολικά δύο φορές για έλεγχο, και την δεύτερη φορά μας κατέβασαν όλους από το λεωφορείο. Δικαίωμά τους είναι να κάνουν όσους ελέγχουν θέλουν, όμως με ενοχλεί το ότι οι έλεγχοι στα λεωφορεία από Ουκρανία είναι... όσοι και τέτοιοι που είναι, ενώ στα λεωφορεία που μπαίνουν στην Πολωνία από την... Γερμανία για παράδειγμα, δεν φαντάζομαι να γίνεται κανένας έλεγχος 30 χιλιόμετρα μετά τα σύνορα, και μετά ξανά 60 χιλιόμετρα μετά τα σύνορα).
Ειδικά το πώς μιλάνε οι Πολωνοί συνοριοφύλακες στους Ουκρανούς, το ύφος τους, ο τόνος τους, με έκαναν τόσο προχθές όσο και το 2011, την πρώτη φορά που πέρασα από την Ουκρανία στην Πολωνία, να σκεφτώ ότι αν ήμουν Ουκρανός, θα ήθελα ΠΟΛΥ να ρίξω κουτουλιά σε Πολωνό συνοριοφύλακα...
Having said all that, κι όμως, αν έπρεπε να επιλέξω μία από τις δύο χώρες για να δουλέψω και να ζήσω για... ας πούμε... έναν χρόνο, την Πολωνία θα διάλεγα, και θα πήγαινα στην Ουκρανία μόνο για διακοπές. Δεν αισθάνομαι πολύ περήφανος που το ομολογώ, όμως... αλήθεια είναι.
Αυτά... Έπρεπε να κλείσω τα εφτά (χρόνια σαν μέλος του travelstories), για να αρχίσω ΚΑΙ να ολοκληρώσω -έγκαιρα, πριν ακόμα τελειώσει το ταξίδι- μία ιστορία μου. Βάζω έναν αστερίσκο στο “ολοκληρώσω”, μια και εκκρεμεί μία ανάρτηση με φωτογραφίες από το Κίεβο, την οποία θέλω να πιστεύω ότι θα “σκαρώσω” αύριο-μεθαύριο, από την Θεσσαλονίκη.
Το πρόγραμμα πλέον “λέει” Γαλλία, έχω ήδη αγοράσει το Θεσσαλονίκη-Παρίσι (Ryanair, κοψοχρονιά), έχω αρχίσει (δειλά-δειλά) να βρίσκω άτομα να με φιλοξενήσουν στις πόλεις που θα γίνουν αγώνες του Euro, και κάαατι κινείται στο “μέτωπο” της συμφωνίας με κάποιο ελληνικό Μέσο για συνεργασία τον μήνα του Euro. Αν όντως προκύψει δουλειά/έσοδο, θα περάσω στη Γαλλία όλο τον μήνα του Euro. Αν όχι, θα μείνω τις δύο βδομάδες της φάσης των ομίλων, θα πάω στα 13 παιχνίδια για τα οποία έχω ήδη -κάτι σαν- εισιτήρια, και θα επιστρέψω στην Θεσσαλονίκη -ταπί και καθόλου ψύχραιμος- πριν αρχίσουν οι νοκ-άουτ αγώνες. Από το καθόλου...
Χαιρετίσματα από Βαρσοβία, και ευχαριστίες σε όσους “φωναχτά” (με σχόλια, με likes), και μη, μου κρατήσατε παρέα αυτές τις εβδομήντα μέρες.
Όλες οι φωτογραφίες είναι από την Πλατεία Ανεξαρτησίας, ή από κτήρια (οι τοιχογραφίες) σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από ένα χιλιόμετρο από τη “Μαϊντάν”, με εξαίρεση τη φωτογραφία με το... αίτημα των Ουκρανών να απελευθερωθεί η Σαβτσένκο, θέμα που απασχολεί πολύ τα ουκρανικά ΜΜΕ, για το οποίο όμως δεν θα σας κουράσω. Αν για οποιονδήποτε λόγο έχετε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα της Ουκρανίας, το θέμα το γνωρίζετε ήδη.
Οι τοιχογραφίες, αυτές και ΠΟΛΛΕΣ άλλες στο Κίεβο, έχουν έντονο πολιτικό και εθνικό συμβολισμό, και μπορείς να περάσεις ώρα χαζεύοντας κάθε μία, προσέχοντας αμέτρητες λεπτομέρειες, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι η προσπάθεια των Ουκρανών να δείξουν πόσο περήφανοι είναι για την πατρίδα τους, κι ότι δεν πρόκειται να αφήσουν κανέναν να τους αρπάξει σπιθαμή εδάφους (άσχετα αν αυτό συμβαίνει, και κατά πώς φαίνεται, θα συνεχίσει να συμβαίνει για... ένας Πούτιν ξέρει πόσο).
Τέλος, η τελευταία φωτογραφία είναι τραβηγμένη στην είσοδο μίας “εσωτερικής αυλής”, από τις οποίες το Κίεβο είναι γ-ε-μ-ά-τ-ο. Στην Ελλάδα έχουμε πολυκατοικίες, κάθε μία από τις οποίες έχει μία μπροστινή κεντρική είσοδο, κι ίσως κάποια δευτερεύουσα στην πίσω πλευρά της. Στο Κίεβο το... σύστημα είναι πιο περίπλοκο και ατελείωτα πιο γοητευτικό. Καθώς περπατάς στον δρόμο, περνάς μπροστά από μία καμάρα, συνήθως ψηλή και αρχιτεκτονικά “ψαγμένη”, την οποία διαβαίνεις (αν δεν είναι κλειστή από σιδερένια πόρτα με κωδικό), και μετά από 5-10 μέτρα είσαι στην άκρη μίας “εσωτερικής αυλής”, την οποία μοιράζονται όλα τα τριγύρω κτήρια. Αν μπαίνεις σε κάθε μία για να δεις “τι παίζει”, μία βόλτα ενός χιλιομέτρου που “κανονικά” δεν θα διαρκούσε πάνω από 15-20 λεπτά, μπορεί να σου πάρει πάνω από ώρα (προσωπικά, πολύ περισσότερο, μια και το συγκεκριμένο “μπόνους” του Κιέβου το βρίσκω εφάμιλλα ακαταμάχητο με το να παρακολουθώ ποδοσφαιρικούς αγώνες στην Ουκρανία -για να μην ξεχνάτε την “ιδιαιτερότητα” του γράφοντα).
Επιστρέφοντας στην φωτογραφία, εξηγώ ότι τη συμπεριέλαβα επειδή για μένα αυτή αποτελεί απλό αλλά πολύ αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του γιατί, κατά την γνώμη μου, η Ουκρανία θα συνεχίσει να είναι... δύο χώρες σε μία (με όλα τα καλά του, αλλά κυρίως με όλα τα στραβά του) για πολύ(-πολύ-πολύ) καιρό ακόμα...
Είναι μία ηλεκτρονική ταμπέλα, διαφημιστική, από την οποία μέσα σε δύο λεπτά “παρελαύνουν” 4-5 διαφημίσεις. Το κοινό τους είναι ότι η ταμπέλα παραμένει γαλάζια και κίτρινη, σαν σημαία της Ουκρανίας. Η συγκεκριμένη διαφήμιση είναι μίας συμβολαιογράφου, η οποία προφανώς έχει το γραφείο της σε κάποιο από τα κτήρια που μοιράζονται την “αυλή”. Στο Κίεβο, και σε ταμπέλα με την ουκρανική σημαία μεν, “mail.ru” δε...
Στο θέμα της κυριαρχίας -ακόμα- των Ρωσικών έναντι των Ουκρανικών στην Ουκρανία, με εξαίρεση το Λβιβ και τα δυτικά της χώρας, θα μπορούσα να αφιερώσω... τόμο εγκυκλοπαίδειας, επιχειρηματολογώντας για το πόσο σημαντικό το θεωρώ στο να “ξεκολλήσει” επιτέλους η Ουκρανία από τη Ρωσία, ΑΝ πραγματικά το επιθυμεί. Αντί δικού μου “κατεβατού” όμως, απλά παραθέτω τα ευρήματα δημοσκόπησης που έγινε πριν από 10-15 μέρες, με περίπου 3000 συμμετέχοντες από τη μία άκρη της Ουκρανίας μέχρι την άλλη. Στα δυτικά, εκεί όπου οι ΟΥΚΡΑΝΟΙ μιλάνε ΟΥΚΡΑΝΙΚΑ, το ποσοστό του κόσμου που θέλει πιο στενούς δεσμούς με την “Δύση”, με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνάει το 80%. Στο Κίεβο, το ποσοστό πέφτει λίγο κάτω από το 60%. Νότια και ανατολικά του Κιέβου, εκεί όπου τα Ρωσικά είναι ουσιαστικά όχι η πρώτη, αλλά η μόνη γλώσσα (με εξαίρεση τις επιγραφές στα δημόσια κτήρια), το “πιο κοντά στην Δύση” και το “πιο κοντά στη Ρωσία”, είναι... ντέρμπι, με τους μεν και τους δε να είναι αμφότεροι στο 30-35%...
Το μόνο βέβαιο είναι ότι 40 μέρες στην Ουκρανία, με εξαίρεση τις ημέρες στο Λβιβ, αισθανόμουν... βλάκας που περνούσα χρόνο στο memrise.com μαθαίνοντας λέξεις στα Ουκρανικά (ενώ αντίθετα, στην Πολωνία, το να εμπλουτίζω στο μέτρο των δυνατοτήτων μου το λεξιλόγιό μου στα Πολωνικά αποτελούσε καθημερινά ευχάριστο μπόνους). Σε μία χώρα στην οποία οι ίδιοι οι άνθρωποί της, σε μεγάλο ποσοστό, αδιαφορούν για την γλώσσα που θα έπρεπε ( ; ) να είναι η γλώσσα τους, το ότι πάλευα να μάθω κάθε μέρα όσες λέξεις μπορούσα (τις οποίες όμως έβλεπα... παραλλαγμένες, στα Ρωσικά, στους δρόμους), με έκανε ειλικρινά να αισθανθώ... αφελής κι ανόητος, άσχετα από το πόσο μου αρέσουν (ηχητικά) τα Ουκρανικά, και πόσο ενδιαφέρον έβρισκα το ότι έχουν ΠΟΛΛΑ κοινά με τα Πολωνικά.
Τέλος. Αν κάποιος από το σάιτ διαβάσει αυτό το κείμενο, μπορεί αν θέλει να... αποπέμψει τη συγκεκριμένη ιστορία από τις “σε εξέλιξη”.
Μία ακόμα φορά, ευχαριστώ όσους με διαβάζατε. Over and out .