Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια αρκούδα. Τεράστια. Και τόσο καλή. Μέσα στο δάσος που ζούσε ανέθρεψε ένα νεογέννητο κοριτσάκι. Το θήλαζε. Το κοίμιζε στη ζεστή αγκαλιά της. Του έδειχνε τις ομορφιές του δάσους. Και το προστάτευε ακόμη και με την ίδια τη ζωή της από κάθε κακό. Όταν μεγάλωσε όμως λίγο, το κοριτσάκι άρχισε να έχει απαιτήσεις. Και μια μέρα είπε στην αρκούδα: «Δεν μπορώ άλλο. Μου βρωμάς πολύ…».
Πικράθηκε η αρκούδα. Κι έτσι πήγε στο χωριό να ζήσει με τους ανθρώπους.
Στο μεταξύ μεγάλωσε κι άλλο το κοριτσάκι και μία μέρα παντρεύτηκε. Στο γάμο, ξαφνικά, εμφανίστηκε η αρκούδα. Χάρηκε τόσο πολύ η νύφη που την είδε, και αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε, της είπε: «Ζήτα μου ότι θες…».
«Δεν θέλω τίποτα άλλο παρά να μου κόψεις τη φτέρνα!» της είπε η αρκούδα.
«Τη φτέρνα; Μα αυτό μου είναι αδύνατον. Θα πονέσεις…».
Επέμενε τόσο πολύ η αρκούδα, που στο τέλος το κορίτσι υποχώρησε. Και με πόνο ψυχής, το έκανε…Έφυγε καταματωμένη η αρκούδα. Και ύστερα από ένα χρόνο ακριβώς, επέστρεψε. Ήταν θεραπευμένη. Και είπε στο κορίτσι: «Όπως βλέπεις το τραύμα του σώματος μου γρήγορα θεραπεύτηκε. Έγιανε. Όμως ο πόνος της ψυχής γι’ αυτό που κάποτε μου είπες και με ταπείνωσες και με πίκρανες πολύ, δεν θα φύγει ποτέ…»
Αυτό το παραμύθι συνήθιζε να λέει η μπάμπω στην εγγονή της, την Αϊσέ. Κι αυτή κάθε φορά που το άκουγε, έβλεπε στον ύπνο της όμορφα όνειρα. Πως μια μέρα έφευγε από το χωριό και πήγαινε στην πόλη να σπουδάσει, φορώντας ευρωπαϊκά ρούχα και χωρίς τεστεμέλ (μαντίλα) και την καταπίεση που της επέβαλε η θρησκεία και η οικογένεια της. Πόσες φορές δεν είδε αυτά τα όνειρα η μικρή Αϊσέ…
Ξύπνησα με κεφάλι βαρύ από τον μονότονο ήχο του τσεκουριού ενός ξυλοκόπου που έκοβε κούτσουρα. Βρίσκομαι στα Πομακοχώρια, ένα κρύο πρωινό του Νοέμβρη. Αρχίζω να εξερευνώ τον χώρο που με φιλοξένησε. Ένα δωμάτιο με μια ξεχαρβαλωμένη ντουλάπα, ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι και πάνω στο ξύλινο πάτωμα ένα φθαρμένο χαλί. Από το μακρόστενο παράθυρο κοιτάω έξω τους ανθρώπους που δουλεύουν στα χωράφια. Γι’ αυτούς η μέρα έχει ξεκινήσει από πολύ νωρίς. Ανοίγω το παράθυρο και μια βαριά μυρωδιά από καμένο ξύλο καίει τα πνευμόνια μου. Οι καμινάδες καπνίζουν ασταμάτητα και οι πρώτες πρωινές ηλιαχτίδες που ξεπροβάλλουν διστακτικά διαλύουν την πρωινή πάχνη.
Η τουριστική στράτα δύσκολα φτάνει μέχρι εδώ. Άλλωστε δεν πέρασαν και πολλά χρόνια (τέλη του 1995) από τότε που καταργήθηκε η περιβόητη «μπάρα» (φυλάκιο για έλεγχο χαρτιών και άδειας από την Αστυνομική Διεύθυνση Ξάνθης) και η περιοχή ουσιαστικά ενώθηκε με τον υπόλοιπο κορμό της Ελλάδας. Εδώ, ανάμεσα στον ορεινό όγκο της Δυτικής Ροδόπης βρίσκονται καλά κρυμμένα ένα σωρό πομάκικα χωριά που μοιάζουν σαν να ζουν σε μια άλλη εποχή. Σμίνθη, Μύκη, Εχίνος, Κοτύλη, Θέρμες, Γλαύκη, Κένταυρος Σάτρη, Κύκνος, Μέδουσα, Κοττάνη και καμιά σαρανταριά ακόμη οικισμοί που θυμίζουν την ελληνική επαρχία του ’50. Παλιά αγροτόσπιτα, χωμάτινοι δρόμοι γεμάτοι παιδιά που παίζουν, καπνοχώραφα, αλλά και πράγματα που μας πληγώνουν: οι μιναρέδες, το μόνιμο αγκάθι που σφίγγει τις καρδιές μας. Είναι κι αυτά τα δορυφορικά πιάτα με προσανατολισμό προς την Τουρκία που μας κάνουν να σκύβουμε ακόμη περισσότερο το κεφάλι. Γιατί αφήσαμε να περάσουν τόσα χρόνια; Η παμπόνηρη εξ ανατολών διπλωματία βρήκε εδώ πρόσφορο έδαφος εξαιτίας της δικής μας αναλγησίας. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι δεν μοιάζουν σε καμία περίπτωση μ’ αυτούς. Ούτε στα εξωτερικά χαρακτηριστικά (ανοιχτόχρωμοι, με μάτια γαλανά ή πράσινα), αλλά και λόγω του γεγονότος ότι ποτέ τούρκος δεν εγκαταστάθηκε στα βουνά. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι αυτή που αναφέρει ότι οι πομάκοι είναι απόγονοι της αρχαίας θρακικής φυλής των Αγριάνων, εκδοχή που ενισχύεται από το γεγονός ότι η λέξη «Αγριάνες», αυτούσια η παραφρασμένη, απαντάται αρκετά συχνά τόσο στην περιοχή της Ξάνθης όσο και στις γύρω περιοχές. Αντιθέτως, οι Βούλγαροι ερευνητές τους θεωρούν εξισλαμισμένους Βούλγαρους και οι Τούρκοι τούρκικης καταγωγής. Οι Βούλγαροι βασίστηκαν στο τοπικό ιδίωμα, το οποίο σε ποσοστό 50-70% είναι σλαβογενές, ενώ αντίθετα οι Τούρκοι στηρίχτηκαν στη θρησκεία. Στους κώδικες της ελληνορθόδοξης μητρόπολης Φιλιππουπόλεως αναφέρεται πως η αποδοχή του μουσουλμανισμού από τους πομάκους έγινε στα μέσα του 16ου αιώνα με στόχο τόσο την απαλλαγή τους από την τούρκικη καταπίεση όσο και για να εκδικηθούν τους Βούλγαρους για την παλαιότερη καταδυνάστευση τους. Σήμερα ο πληθυσμός των πομάκων πλησιάζει τους 350.000, από τους οποίους οι 35.000 ζουν στη Θράκη και ειδικότερα στις περιοχές της Ροδόπης και της Ξάνθης και οι υπόλοιποι σε ορεινά χωριά της Βουλγαρίας.
Φτάνουμε στον Εχίνο, την «πρωτεύουσα» της περιοχής. Μια γέφυρα, η οποία ενώνει τις όχθες ενός χειμάρρου, μας οδηγεί στον ημιορεινό αυτόν οικισμό των 3.500 περίπου κατοίκων. Ένας τυπικός μουσουλμανικός οικισμός με το μεγάλο τζαμί να τραβά το μάτι του επισκέπτη, αφού βρίσκεται σε ένα ψηλό σημείο του χωριού. Σε ένα παγκάκι παραδίπλα κάθονται ένα τσούρμο κοριτσόπουλα που μας κοιτούν με μάτια γεμάτα περιέργεια. Φορούν πολύχρωμα ρούχα και παρδαλά μαντήλια στα κεφάλια. Στην προσπάθειά μου να τα φωτογραφίσω, εξαφανίζονται αστραπιαία σαν να ήθελα να τους κάνω κάτι κακό. Ένας ηλικιωμένος πομάκος μας πλησιάζει βιαστικά και αρχίζει να λέει κάτι στη γλώσσα του, που μου δίνει την εντύπωση πως δεν επιτρέπεται να φωτογραφίζονται. Διακρίνω μια φιλικότητα στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται και σε σπαστά ελληνικά μας λέει πως τα κορίτσια μόλις είχαν τελειώσει το μάθημα του κατηχητικού που κάνουν μέσα στο τζαμί. Στο μειονοτικό σχολείο που πηγαίνουν διδάσκονται τέσσερις γλώσσες: ελληνικά, τούρκικα, αραβικά και μόλις πρόσφατα πομάκικα. Όσο κι αν σας κάνει εντύπωση, η μητρική γλώσσα των πομάκων μόλις τα τελευταία χρόνια καταγράφηκε σε λεξικά και επίσημα εγχειρίδια γραμματικής - συντακτικού με σκοπό τη θεσμοθετημένη πλέον σχολική της διδασκαλία. Όσο για το μέλλον τους, «τα περισσότερα θα παντρευτούν σε μικρή ηλικία τον άνδρα που θα διαλέξουν οι γονείς τους» είναι η απάντηση. Κι αν θελήσουν να μορφωθούν; «Πολύ δύσκολα. Μόνο αν καταφέρουν να φύγουν από δω» μας λέει ο πομάκος.
Με ανάμεικτα συναισθήματα φεύγουμε από τον Εχίνο κινούμενοι προς τις Θέρμες. Στην ουσία πρόκειται για τρεις μικρούς οικισμούς (Άνω, Μεσαίες και Κάτω Θέρμες) και αμέσως μετά ακολουθούν τα λουτρά Θερμών με τις ιαματικές πηγές. Η περιοχή είναι γνωστή όχι μόνο λόγω των λουτρών, αλλά κυρίως εξαιτίας μιας τοιχογραφίας που αναπαριστά τον Μίθρα, τον αρχαίο Πέρση θεό της σοφίας και του φωτός, να θυσιάζει τον κοσμικό ταύρο. Η τοιχογραφία χρονολογείται από τον 3ο αιώνα π.Χ. και δεν διακρίνεται πολύ καθαρά, γι’ αυτό αν δεν έχετε κάποιον κάτοικο από τα γειτονικά χωριά μαζί σας, είναι αδύνατο να τη βρείτε.
Λίγο πιο κάτω, ο δρόμος μας οδηγεί στη Μέδουσα. Ο οικισμός είναι κτισμένος σε υψόμετρο 340 μέτρων και κατά μήκος του ποταμού Κομψάτου, διεκδικώντας τον τίτλο ενός από τα ωραιότερα πομακοχώρια, κυρίως λόγω των σπιτιών του που διατηρούν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω συναντάμε την Κοττάνη, έναν μικροσκοπικό οικισμό στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Ο δρόμος που τη συνδέει με τη Μέδουσα είναι χωμάτινος και ανοίχτηκε μόλις πριν τις εκλογές του 1998, ενώ το ρεύμα ήρθε εδώ στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε. Το χωριό αποπνέει από την πρώτη στιγμή τη βεβαιότητα της επερχόμενης ερήμωσης. Μπορεί να περπατούν ακόμα άνθρωποι στα στενά σοκάκια του οικισμού, μπορεί ο ιμάμης να ανεβαίνει στην ώρα του για την προσευχή, μπορεί κάποιες γέρικες φιγούρες να ξεφυτρώνουν πίσω απ’ τις σκιές των παραθύρων, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει ελπίδα. Ξαφνικά ακούγεται μια φωνή. Ένας άνθρωπος σκαρφαλωμένος σε μια στέγη προσπαθούσε να την επιδιορθώσει. Μας φώναζε δυνατά κι η φωνή του αντηχούσε απόμακρη. «Να μας κάνουν το δρόμο. Να τους πείτε να μας κάνουν το δρόμο» φώναζε, λες και είμαστε από κάποια υπηρεσία. Οι αρμόδιοι ίσως να αγνοούν την ύπαρξη αυτού του χωριού και σε λίγα χρόνια ίσως σταματήσει να ακούγεται και αυτή η πικραμένη φωνή και το χωριό σβηστεί από το χάρτη. Μ’ αυτές τις σκέψεις φτάσαμε στην πλατεία της Κοττάνης την ώρα ακριβώς που αρχίζουν να ακούγονται τα πρώτα λόγια του χότζα. Οι άνδρες που βρίσκονταν ήδη μαζεμένοι στο παρακείμενο καφενείο αρχίζουν σιγά σιγά να σηκώνονται από τις καρέκλες τους και να μπαίνουν στο τέμενος. Τα περισσότερα σχεδόν τζαμιά στα πομακοχώρια είναι κτισμένα στο κέντρο του χωριού με ανατολικό προσανατολισμό προς τη Μέκκα. Στον προθάλαμο οι πιστοί μουσουλμάνοι αφήνουν τα παπούτσια τους και προσεύχονται καθισμένοι στα γόνατα πάνω στα τεράστια χαλιά με σχεδιασμένες θέσεις, ενώ στους τοίχους απεικονίζονται αποσπάσματα από το Κοράνι. Οι γυναίκες συγκεντρώνονται στο γυναικωνίτη, καθώς δεν επιτρέπεται να μπουν στον κυρίως χώρο του τζαμιού. Ακόμη και στο θέμα της θρησκείας, υπάρχει ένας απίστευτος φυλετικός διαχωρισμός. Οι γυναίκες θεωρούνται κατώτερα όντα από τους άντρες, παρ’ ότι συμμετέχουν κι αυτές σε σκληρές εργασίες (μάζεμα καπνού, τσάπισμα κ.α.), είναι υποχρεωμένες από την παιδική τους ακόμη ηλικία να τυλίγουν τα πρόσωπά τους και να έχουν τυφλή υπακοή προς τους άνδρες.
Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να ματαιώσει τα όνειρα της μικρής Αϊσε που μια μέρα θέλει να φύγει από το χωριό και να πάει στην πόλη να σπουδάσει, φορώντας ευρωπαϊκά ρούχα και χωρίς μαντίλα και την καταπίεση που της επιβάλει η θρησκεία και η οικογένεια της.
Πόσες φορές δεν είδε αυτά τα όνειρα η μικρή Αϊσέ…