Georgia86
Member
- Μηνύματα
- 179
- Likes
- 1.320
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ιαπωνία
Περιεχόμενα
Όταν ξεκινήσαμε να κάνουμε σχέδια για μια ολιγοήμερη απόδραση εκτός Αθηνών αλλά εντός Ελλάδος είχαμε στο νου μας κάποιο από τα πολλά Κυκλαδίτικα νησιά μας και όχι το Ναύπλιο που τελικά επιλέξαμε. Ο λόγος που τελικά αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την πρωτεύουσα της Αργολίδας ήταν καθαρά οικονομικός διότι τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια ήταν ακριβούτσικα. Ήταν ένας προορισμός που υπήρχε έτσι και αλλιώς στα σχέδια μας oπότε τα νησάκια θα έπρεπε να περιμένουν.
Από το Ναύπλιο το οποίο το έχω επισκεφτεί δυο φορές στην αρχή της εφηβείας μου δεν είχα καμία ανάμνηση πέραν του φρουρίου, το γνωστό και ως Παλαμήδι. Ούτε ο φίλος μου που και αυτός είχε επισκεφτεί το Ναύπλιο στο παρελθόν δεν θυμόταν πολλά απο την πόλη, οπότε νιώσαμε πως αυτή την φορά θα δημιουργούσαμε ολοκαίνουργιες αναμνήσεις.
Ο Στάθης ( ο φίλος μου) που αρέσκεται στην οργάνωση των ταξιδιών μας έκλεισε από νωρίς το δωμάτιο μας σε μια πανσιόν που στις φωτογραφίες φαινόταν πολύ γουστόζικο και βρισκόταν στην παλιά πόλη. Δυστυχώς ανακαλύψαμε πως οι τιμές είναι λίγο τσιμπημένες σε σχέση με αυτά που έχουμε δώσει σε προηγούμενα ταξίδια. Για δυο βράδια η τιμή ήταν στα 90 ευρώ, χωρίς πρωινό.
Κοιτάζοντας την γύρω περιοχή στο χάρτη και ψάχνοντας να βρούμε τι έχει να μας προσφέρει καταλήξαμε πως η εκδρομή μας θα περιλάμβανε εκτός από τις βόλτες μέσα στην παλιά πόλη του Ναυπλίου ,επισκέψεις στην αρχαία πόλη των Μυκηνών και στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Επιλέξαμε να φύγουμε μεσοβδόμαδα λόγο επαγγελματικών υποχρεώσεων. Ήμασταν άτυχοι και πέσαμε επάνω στις μέρες του μεγάλου καύσωνα ο οποίος μας ακολούθησε μέχρι τον προορισμό μας αν και η διαδρομή μέχρι τις Μυκήνες ήταν καλή διότι τέτοια μέρα η κίνηση ήταν μηδαμινή. Σε λιγότερο από δυο ώρες φτάσαμε έξω από τον αρχαιολογικό χώρο. Το εισιτήριο κοστίζει 12 ευρώ και περιλαμβάνει την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο και το μουσείο του αλλά και την είσοδο στον θολωτό τάφο του Αγαμέμνονα ή αλλιώς «Τον θησαυρό του Ατρέα» που βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο.
Ο ήλιος έκαιγε και η ζέστη ήταν αποπνικτική κάνοντας την ανάβαση μας προς την πανέμορφη και γνωστή σε όλο τον κόσμο πύλη με τα λιοντάρια πολύ δύσκολη. Η θέα όμως της πύλης μας αντάμειψε· τα δυο ανάγλυφα ζώα πάνω από την θολωτή είσοδο ήταν εξαίσια. Νομίζω πως κάτι τέτοια μνημεία αποπνέουν μεγάλη δύναμη και σε βάζουν στην θέση σου θυμίζοντας σου πως αυτά που μένουν πίσω είναι τα έργα των ανθρώπων και όχι εμείς οι ίδιοι!
Προετοιμαστήκαμε για την ανάβαση προς την ακρόπολη και τα αρχαία ερείπια αλλά πριν φτάσουμε εκεί και περάσουμε κάτω από την πύλη αποφασίσαμε να κάνουμε μια παράκαμψη και να επισκεφτούμε τους δυο θολωτούς τάφους που βρίσκονται κάτω από την ακρόπολη και μας τράβηξαν το βλέμμα. Σύμφωνα με τις επιγραφές οι τάφοι άνηκαν στην Κλυταιμνήστρα και στον Αίγισθο· επισκεφτήκαμε και τους δυο. Υπήρχαν και άλλοι τάφοι εκεί κοντά που είδαμε στα πεταχτά και άλλους που δεν επισκεφτήκαμε καθόλου. Η ατμόσφαιρα μέσα στους τάφους ήταν δροσερή. Ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί, οι χώροι μέσα στους τάφους ήταν μεγάλοι έμοιαζαν στο μέγεθος με ένα μικρό σπίτι -αν και ήταν κυκλικοί.
Ξεκινήσαμε την ανάβαση προς το ανάκτορο των Μυκηνών ήδη σκασμένοι από την ζέστη. Όπως το φαντάστηκα η θέα από τόσο ψηλά ήταν εξαιρετική. Από τόσο μακριά τα βουνά έμοιαζαν να έχουν διαφορετικές μπλε αποχρώσεις· σε έκαναν να νομίζεις πως ενώνονται με τον ουρανό. Το βρήκα πολύ όμορφο· τόσο που είχα απομείνει να χαζεύω την θέα αγνοώντας τα απομεινάρια ενός μεγάλου πολιτισμού που βρίσκονταν ακριβώς από πίσω μου. Αυτό είναι το ανάκτορο· απομεινάρια. Αν περιμένεις ότι θα δεις υψηλά χτίσματα θα απογοητευτείς, με εξαίρεση κάποιο ταφικό τμήμα ή μια αποθήκη που έχει κρατήσει το σχήμα του σχεδόν ολόκληρο, το ανάκτορο είναι απλά τειχίσματα. Έχει όμως μια ομορφιά που δυσκολεύομαι να εξηγήσω γιατί μου γεννάει σκέψεις που δεν μπορώ εύκολα να περιγράψω. Σε κάνει να σκέφτεσαι τους ανθρώπους που έζησαν εδώ χιλιάδες χρόνια πριν.
Υστέρα από αρκετή ώρα περιήγησης στα αρχαία αποφασίσαμε να κατέβουμε σίγα-σιγά προς το μουσείο και έπειτα να πάμε να δούμε και τον «Θησαυρό του Ατρέα». Το μουσείο είναι μικρό, τοποθετημένο στους πρόποδες του λόφου των Μυκηνών και φιλοξενεί τα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στις γύρω περιοχές. Στην είσοδο βρήκαμε και ένα συμπαθητικό αδέσποτο σκυλάκι που κάθισε χωρίς παράπονο να το χαϊδέψω.
Φύγαμε γεμάτοι εντυπωσιακές εικόνες τόσο στην κάμερα όσο και το μυαλό μας και οδηγήσαμε την μικρή απόσταση μέχρι τον θολωτό τάφο του Αγαμέμνονα ή «Θησαυρό του Ατρέα». Αυτός ο τάφος ήταν ακόμα μεγαλύτερος, πολύ πιο σκοτεινός και είχε μια πολύ άσχημη μυρωδιά. Δεν μπορώ να την περιγράψω αλλά την βρήκα πολύ ενοχλητική και δεν ήθελα να κάτσω μέσα για πολύ ώρα. Βγήκαμε από το σκοτάδι στο εκτυφλωτικό φως και αμέσως ο ήλιος μας έπνιξε με την ζέστη του. Είχε έρθει η ώρα να μεταβούμε στην παλιά πόλη του Ναυπλίου.
Σε είκοσι λεπτά με μισή ωρίτσα είχαμε φτάσει στο προορισμό μας και ψάχναμε με το gps να βρούμε τρόπο να ανεβούμε στην πανσiόν, μιας και τα στενάκια δεν έμοιαζαν car friendly. Παρκάραμε στο δημοτικό παρκινγκ που βρισκόταν ακριβώς δίπλα από το κατάλυμα μας.
Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα να κυριαρχεί στην περιοχή ήταν τα σκαλοπάτια και για να φτάσουμε το δωμάτιο μας έπρεπε να σκαρφαλώσουμε πολλά από δαύτα. Η κυρία Ελένη που μας εξυπηρέτησε και που είχε δώσει το όνομα της στην πανσιον ήταν γλυκύτατη και μας πήγε στο δωμάτιο μας με χαρά και πρόθυμη να απαντήσει σε κάθε ερώτηση μας.
Το δωμάτιο ήταν πανέμορφο με ψηλό τριγωνικό ταβάνι με ξύλινες δοκούς. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ένα συμπαθητικό ροζ και στους τοίχους είχαν κρεμάσει μερικούς ωραίους πίνακες. Το δωμάτιο ,μας είχαν ενημερώσει, δεν θα είχε θέα αλλά βγαίνοντας στο μικρό ξύλινο μπαλκόνι ανακάλυψα πως μπορούσα να δω ένα μικρό κομμάτι θάλασσας· χάρηκα πάρα πολύ. Τελικά και πρωινό μας πρόσφεραν, μερικές φρυγανιές με βούτυρο και μέλι, ότι πρέπει! Αφήσαμε τα πράγματα μας και ξεκινήσαμε για την παραλία.
Η Κ. Ελένη μας εξήγησε πως να πάμε στην παραλία αλλά αυτό που βρήκαμε δεν ήταν μια αμμουδιά αλλά μια προβλήτα από όπου μερικοί νεαροί βουτούσαν στο νερό. Δεν μας εντυπωσίασε καθόλου, δεν θέλαμε να κάνουμε μπάνιο εκεί αλλά δεν ξέραμε που αλλού να πάμε και αν θα χρειαστεί να πάρουμε το αμάξι. Λίγο πιο πέρα όμως βρισκόταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που μας επέδειξαν προς τα που να πάμε.
Πήραμε το μονοπάτι που υπήρχε στην βάση του λόφου – κάτω από το Παλαμήδι – και περπατήσαμε για δεκαπέντε με είκοσι λεπτά μέχρι να φτάσουμε στην παραλία Αρβανιτιά. Η διαδρομή ήταν πολύ όμορφη. Από την μία μεριά είχες τον γκρεμό και από κάτω την θάλασσα που έσκαγε επάνω στα βράχια και από την άλλη τον λόφο με το Παλαμήδι στην κορυφή του. Η παραλία είναι μικρή σε έκταση και μάλιστα μεγάλο της κομμάτι είναι στρωμένο με τσιμέντο σε επίπεδα όπου υπάρχουν ξαπλώστρες με ομπρέλες. Δεν με ενθουσίασε όσο περίμενα αλλά χαλαρώσαμε ξαπλωμένοι στις ξαπλώστρες και δροσιστήκαμε με μερικές βουτιές. Μετά από την επίσκεψη στις Μυκήνες χρειαζόμασταν την θάλασσα.
Αργά το απόγευμα ξεκινήσαμε για την πρώτη μας βόλτα στην παλιά πόλη. Στο τέλος του Ιουνίου ο τουρισμός ήταν σε καλά επίπεδα και μπορούσαμε να κυκλοφορούμε άνετα. Προχωρούσαμε αργά μέσα στα στενάκια και εντυπωσιαστήκαμε από τις γραφικές πανσιον και την αρχιτεκτονική της πόλης που επί το πλείστον έχει να ευχαριστεί τον Καποδίστρια που θέλησε να την φέρει στις προδιαγραφές των ευρωπαϊκών πόλεων. Περπατήσαμε στην πλατεία Συντάγματος, περάσαμε απέναντι στην προκυμαία και θαυμάσαμε το Μπούρτζι και όταν το στομάχι μας άρχισε να χουρχουρίζει τραβήξαμε προς τις ταβέρνες.
Μετά το φαγητό δεν ένιωθα καλά και δυστυχώς η βόλτα μας στην βραδινή πόλη δεν κράτησε πολύ και αναγκαστικά γυρίσαμε στο δωμάτιο όπου κοιμήθηκα σαν πουλάκι.
Από το Ναύπλιο το οποίο το έχω επισκεφτεί δυο φορές στην αρχή της εφηβείας μου δεν είχα καμία ανάμνηση πέραν του φρουρίου, το γνωστό και ως Παλαμήδι. Ούτε ο φίλος μου που και αυτός είχε επισκεφτεί το Ναύπλιο στο παρελθόν δεν θυμόταν πολλά απο την πόλη, οπότε νιώσαμε πως αυτή την φορά θα δημιουργούσαμε ολοκαίνουργιες αναμνήσεις.
Ο Στάθης ( ο φίλος μου) που αρέσκεται στην οργάνωση των ταξιδιών μας έκλεισε από νωρίς το δωμάτιο μας σε μια πανσιόν που στις φωτογραφίες φαινόταν πολύ γουστόζικο και βρισκόταν στην παλιά πόλη. Δυστυχώς ανακαλύψαμε πως οι τιμές είναι λίγο τσιμπημένες σε σχέση με αυτά που έχουμε δώσει σε προηγούμενα ταξίδια. Για δυο βράδια η τιμή ήταν στα 90 ευρώ, χωρίς πρωινό.
Κοιτάζοντας την γύρω περιοχή στο χάρτη και ψάχνοντας να βρούμε τι έχει να μας προσφέρει καταλήξαμε πως η εκδρομή μας θα περιλάμβανε εκτός από τις βόλτες μέσα στην παλιά πόλη του Ναυπλίου ,επισκέψεις στην αρχαία πόλη των Μυκηνών και στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Επιλέξαμε να φύγουμε μεσοβδόμαδα λόγο επαγγελματικών υποχρεώσεων. Ήμασταν άτυχοι και πέσαμε επάνω στις μέρες του μεγάλου καύσωνα ο οποίος μας ακολούθησε μέχρι τον προορισμό μας αν και η διαδρομή μέχρι τις Μυκήνες ήταν καλή διότι τέτοια μέρα η κίνηση ήταν μηδαμινή. Σε λιγότερο από δυο ώρες φτάσαμε έξω από τον αρχαιολογικό χώρο. Το εισιτήριο κοστίζει 12 ευρώ και περιλαμβάνει την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο και το μουσείο του αλλά και την είσοδο στον θολωτό τάφο του Αγαμέμνονα ή αλλιώς «Τον θησαυρό του Ατρέα» που βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο.
Ο ήλιος έκαιγε και η ζέστη ήταν αποπνικτική κάνοντας την ανάβαση μας προς την πανέμορφη και γνωστή σε όλο τον κόσμο πύλη με τα λιοντάρια πολύ δύσκολη. Η θέα όμως της πύλης μας αντάμειψε· τα δυο ανάγλυφα ζώα πάνω από την θολωτή είσοδο ήταν εξαίσια. Νομίζω πως κάτι τέτοια μνημεία αποπνέουν μεγάλη δύναμη και σε βάζουν στην θέση σου θυμίζοντας σου πως αυτά που μένουν πίσω είναι τα έργα των ανθρώπων και όχι εμείς οι ίδιοι!
Προετοιμαστήκαμε για την ανάβαση προς την ακρόπολη και τα αρχαία ερείπια αλλά πριν φτάσουμε εκεί και περάσουμε κάτω από την πύλη αποφασίσαμε να κάνουμε μια παράκαμψη και να επισκεφτούμε τους δυο θολωτούς τάφους που βρίσκονται κάτω από την ακρόπολη και μας τράβηξαν το βλέμμα. Σύμφωνα με τις επιγραφές οι τάφοι άνηκαν στην Κλυταιμνήστρα και στον Αίγισθο· επισκεφτήκαμε και τους δυο. Υπήρχαν και άλλοι τάφοι εκεί κοντά που είδαμε στα πεταχτά και άλλους που δεν επισκεφτήκαμε καθόλου. Η ατμόσφαιρα μέσα στους τάφους ήταν δροσερή. Ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί, οι χώροι μέσα στους τάφους ήταν μεγάλοι έμοιαζαν στο μέγεθος με ένα μικρό σπίτι -αν και ήταν κυκλικοί.
Ξεκινήσαμε την ανάβαση προς το ανάκτορο των Μυκηνών ήδη σκασμένοι από την ζέστη. Όπως το φαντάστηκα η θέα από τόσο ψηλά ήταν εξαιρετική. Από τόσο μακριά τα βουνά έμοιαζαν να έχουν διαφορετικές μπλε αποχρώσεις· σε έκαναν να νομίζεις πως ενώνονται με τον ουρανό. Το βρήκα πολύ όμορφο· τόσο που είχα απομείνει να χαζεύω την θέα αγνοώντας τα απομεινάρια ενός μεγάλου πολιτισμού που βρίσκονταν ακριβώς από πίσω μου. Αυτό είναι το ανάκτορο· απομεινάρια. Αν περιμένεις ότι θα δεις υψηλά χτίσματα θα απογοητευτείς, με εξαίρεση κάποιο ταφικό τμήμα ή μια αποθήκη που έχει κρατήσει το σχήμα του σχεδόν ολόκληρο, το ανάκτορο είναι απλά τειχίσματα. Έχει όμως μια ομορφιά που δυσκολεύομαι να εξηγήσω γιατί μου γεννάει σκέψεις που δεν μπορώ εύκολα να περιγράψω. Σε κάνει να σκέφτεσαι τους ανθρώπους που έζησαν εδώ χιλιάδες χρόνια πριν.
Υστέρα από αρκετή ώρα περιήγησης στα αρχαία αποφασίσαμε να κατέβουμε σίγα-σιγά προς το μουσείο και έπειτα να πάμε να δούμε και τον «Θησαυρό του Ατρέα». Το μουσείο είναι μικρό, τοποθετημένο στους πρόποδες του λόφου των Μυκηνών και φιλοξενεί τα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στις γύρω περιοχές. Στην είσοδο βρήκαμε και ένα συμπαθητικό αδέσποτο σκυλάκι που κάθισε χωρίς παράπονο να το χαϊδέψω.
Φύγαμε γεμάτοι εντυπωσιακές εικόνες τόσο στην κάμερα όσο και το μυαλό μας και οδηγήσαμε την μικρή απόσταση μέχρι τον θολωτό τάφο του Αγαμέμνονα ή «Θησαυρό του Ατρέα». Αυτός ο τάφος ήταν ακόμα μεγαλύτερος, πολύ πιο σκοτεινός και είχε μια πολύ άσχημη μυρωδιά. Δεν μπορώ να την περιγράψω αλλά την βρήκα πολύ ενοχλητική και δεν ήθελα να κάτσω μέσα για πολύ ώρα. Βγήκαμε από το σκοτάδι στο εκτυφλωτικό φως και αμέσως ο ήλιος μας έπνιξε με την ζέστη του. Είχε έρθει η ώρα να μεταβούμε στην παλιά πόλη του Ναυπλίου.
Σε είκοσι λεπτά με μισή ωρίτσα είχαμε φτάσει στο προορισμό μας και ψάχναμε με το gps να βρούμε τρόπο να ανεβούμε στην πανσiόν, μιας και τα στενάκια δεν έμοιαζαν car friendly. Παρκάραμε στο δημοτικό παρκινγκ που βρισκόταν ακριβώς δίπλα από το κατάλυμα μας.
Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα να κυριαρχεί στην περιοχή ήταν τα σκαλοπάτια και για να φτάσουμε το δωμάτιο μας έπρεπε να σκαρφαλώσουμε πολλά από δαύτα. Η κυρία Ελένη που μας εξυπηρέτησε και που είχε δώσει το όνομα της στην πανσιον ήταν γλυκύτατη και μας πήγε στο δωμάτιο μας με χαρά και πρόθυμη να απαντήσει σε κάθε ερώτηση μας.
Το δωμάτιο ήταν πανέμορφο με ψηλό τριγωνικό ταβάνι με ξύλινες δοκούς. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ένα συμπαθητικό ροζ και στους τοίχους είχαν κρεμάσει μερικούς ωραίους πίνακες. Το δωμάτιο ,μας είχαν ενημερώσει, δεν θα είχε θέα αλλά βγαίνοντας στο μικρό ξύλινο μπαλκόνι ανακάλυψα πως μπορούσα να δω ένα μικρό κομμάτι θάλασσας· χάρηκα πάρα πολύ. Τελικά και πρωινό μας πρόσφεραν, μερικές φρυγανιές με βούτυρο και μέλι, ότι πρέπει! Αφήσαμε τα πράγματα μας και ξεκινήσαμε για την παραλία.
Η Κ. Ελένη μας εξήγησε πως να πάμε στην παραλία αλλά αυτό που βρήκαμε δεν ήταν μια αμμουδιά αλλά μια προβλήτα από όπου μερικοί νεαροί βουτούσαν στο νερό. Δεν μας εντυπωσίασε καθόλου, δεν θέλαμε να κάνουμε μπάνιο εκεί αλλά δεν ξέραμε που αλλού να πάμε και αν θα χρειαστεί να πάρουμε το αμάξι. Λίγο πιο πέρα όμως βρισκόταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που μας επέδειξαν προς τα που να πάμε.
Πήραμε το μονοπάτι που υπήρχε στην βάση του λόφου – κάτω από το Παλαμήδι – και περπατήσαμε για δεκαπέντε με είκοσι λεπτά μέχρι να φτάσουμε στην παραλία Αρβανιτιά. Η διαδρομή ήταν πολύ όμορφη. Από την μία μεριά είχες τον γκρεμό και από κάτω την θάλασσα που έσκαγε επάνω στα βράχια και από την άλλη τον λόφο με το Παλαμήδι στην κορυφή του. Η παραλία είναι μικρή σε έκταση και μάλιστα μεγάλο της κομμάτι είναι στρωμένο με τσιμέντο σε επίπεδα όπου υπάρχουν ξαπλώστρες με ομπρέλες. Δεν με ενθουσίασε όσο περίμενα αλλά χαλαρώσαμε ξαπλωμένοι στις ξαπλώστρες και δροσιστήκαμε με μερικές βουτιές. Μετά από την επίσκεψη στις Μυκήνες χρειαζόμασταν την θάλασσα.
Αργά το απόγευμα ξεκινήσαμε για την πρώτη μας βόλτα στην παλιά πόλη. Στο τέλος του Ιουνίου ο τουρισμός ήταν σε καλά επίπεδα και μπορούσαμε να κυκλοφορούμε άνετα. Προχωρούσαμε αργά μέσα στα στενάκια και εντυπωσιαστήκαμε από τις γραφικές πανσιον και την αρχιτεκτονική της πόλης που επί το πλείστον έχει να ευχαριστεί τον Καποδίστρια που θέλησε να την φέρει στις προδιαγραφές των ευρωπαϊκών πόλεων. Περπατήσαμε στην πλατεία Συντάγματος, περάσαμε απέναντι στην προκυμαία και θαυμάσαμε το Μπούρτζι και όταν το στομάχι μας άρχισε να χουρχουρίζει τραβήξαμε προς τις ταβέρνες.
Μετά το φαγητό δεν ένιωθα καλά και δυστυχώς η βόλτα μας στην βραδινή πόλη δεν κράτησε πολύ και αναγκαστικά γυρίσαμε στο δωμάτιο όπου κοιμήθηκα σαν πουλάκι.