χριστίναα95
Member
- Μηνύματα
- 194
- Likes
- 871
Επόμενο ταξίδι: Άμστερνταμ
Δύο μόλις εβδομάδες μετά την αναχώρηση των κοριτσιών, μου ήρθε η επόμενη επισκέπτρια, η οποία είχε το Άμστερνταμ πολύ ψηλά στο bucket list της. Περάσαμε τρεις όμορφες (και παγωμένες) ημέρες στις Βρυξέλλες και το πρωί της τέταρτης επιβιβαστήκαμε στο αγαπημένο flixbus με προορισμό το Άμστερνταμ. Τα εισιτήρια τα κλείσαμε ηλεκτρονικά περίπου τρεις εβδομάδες πριν και μας κόστισαν λιγότερο από 30 ευρώ πηγαινέλα στην κάθε μία (έναντι των 65 ευρώ το άτομο με νεανικό εισιτήριο τραίνου). Το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο και πραγματικά ήταν από τα πιο άνετα ταξίδια που έχω κάνει. Αποκοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως κι όταν ξυπνήσαμε, ήμασταν ήδη στο Άμστερνταμ. Ακολουθώντας τους υπόλοιπους επιβάτες, φτάσαμε στο σταθμό του μετρό, όπου βγάλαμε εισιτήριο για τα μέσα για 72 ώρες με 17 ευρώ (το οποίο η πανέξυπνη φίλη μου κατάφερε να χάσει περίπου 2 ώρες αργότερα) και πήραμε το τραίνο για τον κεντρικό σταθμό του Άμστερνταμ. Κανονικά θα έπρεπε να είχαμε βγάλει άλλο εισιτήριο για το τραίνο, αλλά δεν υπήρχε μηχάνημα στην αποβάθρα, το τραίνο ερχόταν και η διαδρομή ήταν μόλις 3 λεπτά οπότε απλά μπήκαμε μέσα. Η φίλη μου δεν ήθελε να μείνει σε χόστελ και οι τιμές στα ξενοδοχεία κοντά στο κέντρο του Άμστερνταμ ήταν απαγορευτικές για το budget μας. Τα μόνα δωμάτια που δεν ήταν υπερβολικά ακριβά είχαν πολύ χαμηλές κριτικές και δεν πρόσφεραν βασικές παροχές , όπως δωρεάν wifi και τη δυνατότητα να αφήσουμε τις αποσκευές μας μετά το checkout. Γι αυτό, αποφασίσαμε να μείνουμε λίγο πιο μακριά από το κέντρο και κλείσαμε αυτό το airbnb. Η επιλογή μας αποδείχθηκε πολύ καλή, μιας και το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο και πεντακάθαρο, η οικοδέσποινα ευγενέστατη και ευέλικτη με το check in και η πρόσβαση στο κέντρο της πόλης πολύ εύκολη. Αφού αφήσαμε τις βαλίτσες μας και πήραμε μια ανάσα, πήραμε το μετρό και κατεβήκαμε στον κεντρικό σταθμό του Άμστερνταμ. Μετά από ίσως το πιο κρύο σαββατοκύριακο που έζησα στις Βρυξέλλες, με σταθερή θερμοκρασία κάτω από το 0, οι 9 βαθμοί του Άμστερνταμ μας φαίνονταν καύσωνας. Περάσαμε την επόμενη ώρα κάνοντας βόλτες στους κεντρικούς δρόμους του Άμστερνταμ. Ο ήλιος είχε πλέον βγει στον ουρανό, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ζωή και η έντονη μυρωδιά του χόρτου και οι πολύχρωμες σημαίες στα γύρω κτίρια μας καλωσόριζαν στο Άμστερνταμ. Πήραμε κάτι στο χέρι να φάμε και βγήκαμε στην πλατεία Dam, όπου γινόταν χαμός από κόσμο και περιστέρια. Αφού απολαύσαμε για λίγο την πλατεία και τελειώσαμε το φαγητό, κατευθυνθήκαμε προς τα κανάλια, που σίγουρα αποδείχθηκαν αντάξια των προσδοκιών μας. Η φωτογραφική μηχανή πήρε φωτιά, όχι μόνο εξ’ αιτίας της ψύχωσης της φίλης μου με το να βγάλει την τέλεια φωτογραφία για το instagram, αλλά και χάρη στην απίστευτη ομορφιά του τοπίου. Η όμορφη αρχιτεκτονική, τα κανάλια, τα ποδήλατα που ήταν δεμένα σχεδόν σε κάθε γέφυρα πραγματικά δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα που περιμέναμε από αυτό ταξίδι. Χωρίς να ακολουθούμε πλέον κάποιο χάρτη, συνεχίσαμε τη βόλτα μας, περνώντας από τα μεγαλύτερα κανάλια και συνεχίζοντας προς τα πιο μικρά και απομονωμένα. Όποιον δρόμο και να βγαίναμε, ανταμειβόμασταν με υπέροχες εικόνες και όπου και να κοιτάζαμε υπήρχε κάτι άξιο να φωτογραφηθεί. Ανακαλύψαμε και ένα μαγαζί με πανέμορφα χειροποίητα καλσόν και ρούχα απ' όπου αγοράστηκαν τα απαραίτητα δώρα.
Κουρασμένες από περίπου 4 ώρες περπατήματος, καθίσαμε να πιούμε μία ζεστή σοκολάτα και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι της Άννα Φρανκ. Είχαμε κλείσει τα εισιτήρια ηλεκτρονικά, μιας και αυτό ήταν απαραίτητο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, λόγω κάποιων εργασιών στο χώρο. Όταν κάναμε την κράτηση περίπου 3 εβδομάδες πριν το ταξίδι, τα εισιτήρια για κάποιες ώρες είχαν ήδη εξαντληθεί, οπότε όσο το συντομότερο κλείσετε τόσο το καλύτερο. Είχαμε διαβάσει για πελώριες ουρές και τεράστια αναμονή, ακόμη και με ήδη κλεισμένα τα εισιτήρια, όμως δε συναντήσαμε τίποτα από αυτά. Πήγαμε περίπου 20 λεπτά νωρίτερα για να είμαστε σίγουρες και μας φώναξαν να μπούμε ακριβώς την ώρα που είχαμε κλείσει. Να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ιδιαίτερες προσδοκίες από το σπίτι της Άννας Φρανκ, μιας και αρκετοί φίλοι μού το είχαν περιγράψει ως tourist trap, αλλά η επίσκεψη σίγουρα ξεπέρασε τις προσδοκίες. Σίγουρα δεν είναι αυτό που πολλοί θα όριζαν ως «αξιοθέατο» και καταλαβαίνω τη λογική της φίλης που μου είπε ότι «δεν έχει κάτι να δεις», αλλά έχοντας διαβάσει το ημερολόγιο ως παιδί, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το ότι είδα το χώρο που συνέβησαν τα γεγονότα, ενώ η ξενάγηση στο audio guide που περιλαμβάνεται στο εισιτήριο ήταν κατατοπιστική. Κάποια δωμάτια και ιστορίες σίγουρα σε κάνουν να ανατριχιάζεις, ενώ η ταινία που προβάλλεται στο τέλος είναι επίσης ενδιαφέρουσα. Η ξενάγηση κράτησε περίπου μιάμιση ώρα, ενώ ο αριθμός των επισκεπτών δεν ήταν υπερβολικός, ώστε να δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα, όπως είχα διαβάσει ότι συχνά συμβαίνει. Σίγουρα, δε μετανιώνουμε αυτήν την επίσκεψη.
Όταν βγήκαμε από το σπίτι, είχε πλέον σκοτεινιάσει και τα νυχτερινά κανάλια ήταν πανέμορφα. Κατευθυνθήκαμε πάλι προς την Dam, όπου κάναμε μια ακόμα βόλτα, απολαμβάνοντας τους χριστουγεννιάτικα στολισμένους κεντρικούς δρόμους και πήγαμε προς το Red Light District, που επίσης έχει καθαρά τουριστική ατμόσφαιρα. Καμία σχέση με το Red Light District των Βρυξελλών, όπου είχα βρεθεί κατά λάθος, ακολουθώντας το gps και είχα φρικάρει λίγο με την εικόνα ενός μεθυσμένου πενηντάρη που κυριολεκτικά έγλειφε το τζάμι πίσω από το οποίο βρισκόταν η κοπέλα. Τελειώσαμε το βράδυ μας με μπύρες σε ένα από τα πολλά μαγαζιά του κέντρου, πήραμε κάτι να φάμε στο χέρι (είπαμε, είμαστε σε budget), και εξαντλημένες επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο.
Το επόμενο πρωί είχαμε κλείσει εισιτήρια για το μουσείο του Βαν Γκογκ. Η αλήθεια είναι πως όντας συνηθισμένη στις φοιτητικές εκπτώσεις ή ακόμη και τα δωρεάν μουσεία της Ευρώπης, τα 17 ευρώ μου φάνηκαν πολλά, Όμως, μας φαινόταν αδιανόητο να πάμε στο Άμστερνταμ και να μην επισκεφτούμε το συγκεκριμένο μουσείο. Πήραμε πρωινό από το σούπερ μάρκετ δίπλα στο δωμάτιό μας, βρήκαμε τη στάση του τραμ και σε περίπου ένα τέταρτο βρισκόμασταν έξω από το μουσείο. Μιας και δεν ταξιδεύαμε σε ιδιαίτερα τουριστική περίοδο, δεν υπήρχε καθόλου ουρά, οπότε και να μην είχαμε ήδη κλείσει τα εισιτήρια δε θα υπήρχε θέμα. Αυτό σίγουρα δεν ισχύει για άλλες εποχές του χρόνου. Αποφασίσαμε να πάρουμε και το audio guide (αφού είχαμε δώσει 17 ευρώ, τι ψυχή έχουν άλλα 5), και μετά από μια μικρή αναμονή μέχρι να παραδώσουμε τις τσάντες μας στο χώρο φύλαξης, ξεκινήσαμε την περιήγησή μας. Το μουσείο ήταν πραγματικά εξαιρετικό! Υπάρχουν αρκετά αναλυτικές περιγραφές με πληροφορίες κάτω από τους περισσότερους πίνακες, οπότε το audio guide δεν είναι απολύτως απαραίτητο, όμως είναι ίσως από τα καλύτερα audio guide που έχω χρησιμοποιήσει και έδινε πολλές επιπλέον πληροφορίες και για τους πίνακες, αλλά και για τη ζωή του Βαν Γκογκ.
Μετά από σχεδόν τρεις ώρες βγήκαμε από το μουσείο κουρασμένες αλλά και ενθουσιασμένες. Μπροστά στην έξοδο μας περίμενε μία Ολλανδή φίλη, την οποία είχα γνωρίζει όταν κάναμε μαζί Erasmus στην Πολωνία. Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό του reunion κατευθυνθήκαμε όλες μαζί προς τη διάσημη πινακίδα του I am Amsterdam για να βγάλουμε τις απαραίτητες τουριστικές φωτογραφίες. Περάσαμε και από το Riksmuseum, το οποίο και αποφασίσαμε τελικά να μην επισκεφτούμε. Λόγω του ακριβού εισιτηρίου είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε αυτό και στου Van Gogh και προτιμούσαμε κι οι δύο το δεύτερο. Αφού πρώτα σταματήσαμε για ένα σάντουιτς, πήραμε το δρόμο για το VoldenPark. Παρόλο που ήταν Δεκέμβρης, το πάρκο ήταν πολύ όμορφο. Είμαι σίγουρη πως είναι ακόμα πιο ωραία το καλοκαίρι, που σύμφωνα με τη φίλη μου, ντόπιοι και τουρίστες απολαμβάνουν τον ήλιο, αλλά οι βόλτα μας στο πάρκο και δίπλα στη λίμνη ήταν πολύ ευχάριστη, αν εξαιρέσεις λίγη λάσπη που είχε μείνει από τη βραδινή βροχή. Στη συνέχεια, η φίλη μου επέμενε ότι έπρεπε να δοκιμάσουμε Ολλανδικές βάφλες και ότι ήξερε που μπορούμε να βρούμε τις καλύτερες. Οι βάφλες ήταν αρκετά πιο μακριά απ΄ ότι περιμέναμε και μετά από περίπου είκοσι λεπτά περπάτημα φτάσαμε σε μια υπαίθρια αγορά, όπου περπατήσαμε περίπου ένα τέταρτο ακόμη για να φτάσουμε στον τύπο που έφτιαχνε βάφλες. Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη στιγμή αυτή η παράκαμψη μου φάνηκε λίγο ως χάσιμο χρόνου, αλλά χαίρομαι πολύ που την κάναμε μιας και τώρα που το σκέφτομαι, συνειδητοποιώ ότι ήταν ίσως η μόνη στιγμή του ταξιδιού που ακούγαμε παντού γύρω μας ολλανδικά και πήραμε μια γεύση από την καθημερινότητα των ντόπιων. Άλλωστε, είναι δύσκολο να μην απολαύσεις τη βόλτα, όταν είσαι με κάποια που έχει να σου πει για την καλοκαιρινή δουλειά της στη Νότια Αφρική, και το επικείμενο διδακτορικό της στο Cambridge. Όταν έβαλα τη βάφλα στο στόμα μου, είχα μια αναπαράσταση εκείνης της τελευταίας σκηνής από το Ρατατούι της Ντίσνευ, όπου ο κριτικός φαγητού τρώει μια μπουκιά από το φαγητό του και μεταφέρεται στα παιδικά του χρόνια. Αργότερα, οι γονείς μου μου είπαν ότι είχα ξαναδοκιμάσει αυτό το γλυκό πριν από χρόνια, όταν ο πατέρας μου μας το είχε φέρει μετά από ταξί στην Ολλανδία. Εγώ δε το θυμόμουν καθόλου, αλλά ο ουρανίσκος μου είχε μάλλον συγκρατήσει τη γεύση. Με γεμάτο στομάχι, πήραμε το δρόμο του γυρισμού, κατά τη διάρκεια των οποίων είδαμε και τα πρώτα boat houses του ταξιδιού, τα όποια δεν άργησαν να μου εξάψουν την περιέργεια.
Εδώ αποχαιρετήσαμε την Ολλανδή φίλη και πήραμε το τραμ μέχρι τον κεντρικό σταθμό, απ΄ όπου ξεκινάνε τα περισσότερα καραβάκια για κρουαζιέρα στα κανάλια. Επιλέξαμε το φθηνότερο που βρήκαμε, η τιμή του οποίου ήταν 11 ευρώ το άτομο. Δεν το λες και τσάμπα, αλλά η φίλη μου ήθελε πολύ την κρουαζιέρα και μετά από περίπου πέντε ώρες γεμάτες περπάτημα, η ιδέα του να δούμε την πόλη καθιστές και ζεστές ήταν πολύ δελεαστική. Βγάλαμε το εισιτήριο μία αγενέστατη πωλήτρια και μπήκα στο πλοίο, που θα ξεκίναγε σε 15 λεπτά. Εδώ θα ήθελα να πω ότι με εξαίρεση τη συγκεκριμένη, βρήκαμε τους ανθρώπους στο Άμστερνταμ ευγενέστατους. Για παράδειγμα, η φίλη μου περίμενε για περίπου 5 λεπτά στο σταθμό των τραίνων όσο ήμουν στην τουαλέτα και δύο διαφορετικοί ντόπιοι τη ρώτησαν αν χρειάζεται κάποια βοήθεια. Επίσης, με το που βγήκαμε από το σταθμό του μετρό την πρώτη μέρα με τις βαλίτσες στο χέρι, ένα ντόπιο ζευγάρι μας ρώτησε αν θέλουμε βοήθεια να βρούμε το δωμάτιό μας. Επιστρέφουμε τώρα στο πλοίο, το οποίο ήταν σχεδόν άδειο, με μόνο δύο ακόμη παρέες τουριστών. Δε θα έλεγα ότι η κρουαζιέρα στα κανάλια είναι κάτι που πρέπει να κάνετε οπωσδήποτε, όμως πράγματι, η βόλτα με το καράβι σου δίνει μια άλλη προοπτική της πόλης, αλλά και των boat houses των καναλιών, ενώ η ξενάγηση που γινόταν από τα μεγάφωνα δίνει κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες (από τις οποίες μου έχει μείνει ότι στο Άμστερνταμ ο μέσος όρος αμαξιών που πέφτουν στα κανάλια είναι ένα ανά βδομάδα!). Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να δύει και τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος έκαναν τη διαδρομή μαγική. Περάσαμε κάτω από τις γέφυρες, απολαύσαμε τα σπίτια του Άμστερνταμ από χαμηλά, περάσαμε δίπλα από πολλά boat houses, παίρνοντας μία γεύση από τις "βεράντες" και το εσωτερικό τους και γενικά, είχαμε μια υπέροχη βόλτα. Πιο ξεκούραστες πλέον χαζέψαμε λίγο τους μουσικούς του δρόμου στην Dam, πήραμε δυο κομμάτια πίτσα από έναν φούρνο κι έπειτα πήραμε το τραμ για τη Leidseplein. Η πλατεία ήταν όμορφα στολισμένη και γεμάτη κόσμο. Κάναμε τις βόλτες μας και εκεί κι έπειτα περάσαμε το βράδυ σε ένα από τα μπαρ της πλατείας.
Το λεωφορείο μας για Βρυξέλλες έφευγε κατά τις 6, οπότε είχαμε αρκετές ώρες μπροστά μας. Η ευγενέστατη ιδιοκτήτρια του airbnb μας, μας επέτρεψε να κάνουμε check out το απόγευμα, μιας και δεν περίμενε κάποιον άλλον επισκέπτη. Σκεφτόμασταν να κάνουμε μία εκδρομή στο Zaanse Schans, αλλά κάτι ο συννεφιασμένος ουρανός, κάτι το ότι δεν είχαμε χορτάσει το Άμστερνταμ, κάτι ένα άγχος μη γίνει καμία στραβή και αργήσουμε να γυρίσουμε, δεν το αποφασίσαμε. Πήραμε το μετρό προς το Bloemenmarkt, όπου χαζέψαμε τις τουλίπες και αγοράσαμε κάποια σουβενίρ σε τιμές πολύ καλύτερες από αυτές στους δρόμους γύρω από την Dam και καθώς κάναμε μια ακόμη όμορφη βόλτα δίπλα στο κανάλι συναντήσαμε το Café Blue, το οποίο μας είχαν προτείνει φίλοι που είχαν επισκεφτεί την πόλη. Έχουμε κι οι δύο μια αδυναμία στις ωραίες θέες (οι οποίες δεν είναι και πολλές στο Άμστερνταμ), οπότε είπαμε να δοκιμάσουμε να ανέβουμε, αν και ήμασταν σίγουρες ότι δε θα βρίσκαμε τραπέζι. Προς έκπληξή μας, ένα υπέροχο τραπέζι ακριβώς μπροστά στην κεντρική τζαμαρία του μαγαζιού είχε μόλις αδειάσει και οι τιμές δεν ήταν υψηλότερες από οποιαδήποτε άλλη καφετέρια είχαμε κάτσει. Οι πολυθρόνες ήταν τόσο άνετες και η θέα ήταν τόσο όμορφη που δεν γκρίνιαξα καν όταν η φίλη μου απαίτησε να μη φάω το γλυκό μου μέχρι να έρθει το κρουασάν της, ώστε να τα βγάλει μαζί φωτογραφία. Μετά από αυτό το εξαιρετικό διάλειμμα αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα στους πιο εμπορικούς δρόμους της πόλης, χαζέψαμε τα μαγαζιά κι έπειτα κατευθυνθήκαμε προς τα εντυπωσιακά μεγάλα εμπορικά γύρω από την Dam, που πουλάνε επώνυμα προϊόντα σε απλησίαστες τιμές. Κάναμε την τελευταία μας βόλτα στην πλατεία και τα κανάλια κι έπειτα ήταν δυστυχώς η ώρα να γυρίσουμε να πάρουμε τα πράγματά μας και να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Χωρίς ιδιαίτερα απρόοπτα, βρήκαμε το λεωφορείο προς Βρυξέλλες και είπαμε αντίο σε μια πόλη που μας άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Δύο μόλις εβδομάδες μετά την αναχώρηση των κοριτσιών, μου ήρθε η επόμενη επισκέπτρια, η οποία είχε το Άμστερνταμ πολύ ψηλά στο bucket list της. Περάσαμε τρεις όμορφες (και παγωμένες) ημέρες στις Βρυξέλλες και το πρωί της τέταρτης επιβιβαστήκαμε στο αγαπημένο flixbus με προορισμό το Άμστερνταμ. Τα εισιτήρια τα κλείσαμε ηλεκτρονικά περίπου τρεις εβδομάδες πριν και μας κόστισαν λιγότερο από 30 ευρώ πηγαινέλα στην κάθε μία (έναντι των 65 ευρώ το άτομο με νεανικό εισιτήριο τραίνου). Το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο και πραγματικά ήταν από τα πιο άνετα ταξίδια που έχω κάνει. Αποκοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως κι όταν ξυπνήσαμε, ήμασταν ήδη στο Άμστερνταμ. Ακολουθώντας τους υπόλοιπους επιβάτες, φτάσαμε στο σταθμό του μετρό, όπου βγάλαμε εισιτήριο για τα μέσα για 72 ώρες με 17 ευρώ (το οποίο η πανέξυπνη φίλη μου κατάφερε να χάσει περίπου 2 ώρες αργότερα) και πήραμε το τραίνο για τον κεντρικό σταθμό του Άμστερνταμ. Κανονικά θα έπρεπε να είχαμε βγάλει άλλο εισιτήριο για το τραίνο, αλλά δεν υπήρχε μηχάνημα στην αποβάθρα, το τραίνο ερχόταν και η διαδρομή ήταν μόλις 3 λεπτά οπότε απλά μπήκαμε μέσα. Η φίλη μου δεν ήθελε να μείνει σε χόστελ και οι τιμές στα ξενοδοχεία κοντά στο κέντρο του Άμστερνταμ ήταν απαγορευτικές για το budget μας. Τα μόνα δωμάτια που δεν ήταν υπερβολικά ακριβά είχαν πολύ χαμηλές κριτικές και δεν πρόσφεραν βασικές παροχές , όπως δωρεάν wifi και τη δυνατότητα να αφήσουμε τις αποσκευές μας μετά το checkout. Γι αυτό, αποφασίσαμε να μείνουμε λίγο πιο μακριά από το κέντρο και κλείσαμε αυτό το airbnb. Η επιλογή μας αποδείχθηκε πολύ καλή, μιας και το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο και πεντακάθαρο, η οικοδέσποινα ευγενέστατη και ευέλικτη με το check in και η πρόσβαση στο κέντρο της πόλης πολύ εύκολη. Αφού αφήσαμε τις βαλίτσες μας και πήραμε μια ανάσα, πήραμε το μετρό και κατεβήκαμε στον κεντρικό σταθμό του Άμστερνταμ. Μετά από ίσως το πιο κρύο σαββατοκύριακο που έζησα στις Βρυξέλλες, με σταθερή θερμοκρασία κάτω από το 0, οι 9 βαθμοί του Άμστερνταμ μας φαίνονταν καύσωνας. Περάσαμε την επόμενη ώρα κάνοντας βόλτες στους κεντρικούς δρόμους του Άμστερνταμ. Ο ήλιος είχε πλέον βγει στον ουρανό, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ζωή και η έντονη μυρωδιά του χόρτου και οι πολύχρωμες σημαίες στα γύρω κτίρια μας καλωσόριζαν στο Άμστερνταμ. Πήραμε κάτι στο χέρι να φάμε και βγήκαμε στην πλατεία Dam, όπου γινόταν χαμός από κόσμο και περιστέρια. Αφού απολαύσαμε για λίγο την πλατεία και τελειώσαμε το φαγητό, κατευθυνθήκαμε προς τα κανάλια, που σίγουρα αποδείχθηκαν αντάξια των προσδοκιών μας. Η φωτογραφική μηχανή πήρε φωτιά, όχι μόνο εξ’ αιτίας της ψύχωσης της φίλης μου με το να βγάλει την τέλεια φωτογραφία για το instagram, αλλά και χάρη στην απίστευτη ομορφιά του τοπίου. Η όμορφη αρχιτεκτονική, τα κανάλια, τα ποδήλατα που ήταν δεμένα σχεδόν σε κάθε γέφυρα πραγματικά δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα που περιμέναμε από αυτό ταξίδι. Χωρίς να ακολουθούμε πλέον κάποιο χάρτη, συνεχίσαμε τη βόλτα μας, περνώντας από τα μεγαλύτερα κανάλια και συνεχίζοντας προς τα πιο μικρά και απομονωμένα. Όποιον δρόμο και να βγαίναμε, ανταμειβόμασταν με υπέροχες εικόνες και όπου και να κοιτάζαμε υπήρχε κάτι άξιο να φωτογραφηθεί. Ανακαλύψαμε και ένα μαγαζί με πανέμορφα χειροποίητα καλσόν και ρούχα απ' όπου αγοράστηκαν τα απαραίτητα δώρα.
Κουρασμένες από περίπου 4 ώρες περπατήματος, καθίσαμε να πιούμε μία ζεστή σοκολάτα και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι της Άννα Φρανκ. Είχαμε κλείσει τα εισιτήρια ηλεκτρονικά, μιας και αυτό ήταν απαραίτητο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, λόγω κάποιων εργασιών στο χώρο. Όταν κάναμε την κράτηση περίπου 3 εβδομάδες πριν το ταξίδι, τα εισιτήρια για κάποιες ώρες είχαν ήδη εξαντληθεί, οπότε όσο το συντομότερο κλείσετε τόσο το καλύτερο. Είχαμε διαβάσει για πελώριες ουρές και τεράστια αναμονή, ακόμη και με ήδη κλεισμένα τα εισιτήρια, όμως δε συναντήσαμε τίποτα από αυτά. Πήγαμε περίπου 20 λεπτά νωρίτερα για να είμαστε σίγουρες και μας φώναξαν να μπούμε ακριβώς την ώρα που είχαμε κλείσει. Να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ιδιαίτερες προσδοκίες από το σπίτι της Άννας Φρανκ, μιας και αρκετοί φίλοι μού το είχαν περιγράψει ως tourist trap, αλλά η επίσκεψη σίγουρα ξεπέρασε τις προσδοκίες. Σίγουρα δεν είναι αυτό που πολλοί θα όριζαν ως «αξιοθέατο» και καταλαβαίνω τη λογική της φίλης που μου είπε ότι «δεν έχει κάτι να δεις», αλλά έχοντας διαβάσει το ημερολόγιο ως παιδί, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το ότι είδα το χώρο που συνέβησαν τα γεγονότα, ενώ η ξενάγηση στο audio guide που περιλαμβάνεται στο εισιτήριο ήταν κατατοπιστική. Κάποια δωμάτια και ιστορίες σίγουρα σε κάνουν να ανατριχιάζεις, ενώ η ταινία που προβάλλεται στο τέλος είναι επίσης ενδιαφέρουσα. Η ξενάγηση κράτησε περίπου μιάμιση ώρα, ενώ ο αριθμός των επισκεπτών δεν ήταν υπερβολικός, ώστε να δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα, όπως είχα διαβάσει ότι συχνά συμβαίνει. Σίγουρα, δε μετανιώνουμε αυτήν την επίσκεψη.
Όταν βγήκαμε από το σπίτι, είχε πλέον σκοτεινιάσει και τα νυχτερινά κανάλια ήταν πανέμορφα. Κατευθυνθήκαμε πάλι προς την Dam, όπου κάναμε μια ακόμα βόλτα, απολαμβάνοντας τους χριστουγεννιάτικα στολισμένους κεντρικούς δρόμους και πήγαμε προς το Red Light District, που επίσης έχει καθαρά τουριστική ατμόσφαιρα. Καμία σχέση με το Red Light District των Βρυξελλών, όπου είχα βρεθεί κατά λάθος, ακολουθώντας το gps και είχα φρικάρει λίγο με την εικόνα ενός μεθυσμένου πενηντάρη που κυριολεκτικά έγλειφε το τζάμι πίσω από το οποίο βρισκόταν η κοπέλα. Τελειώσαμε το βράδυ μας με μπύρες σε ένα από τα πολλά μαγαζιά του κέντρου, πήραμε κάτι να φάμε στο χέρι (είπαμε, είμαστε σε budget), και εξαντλημένες επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο.
Το επόμενο πρωί είχαμε κλείσει εισιτήρια για το μουσείο του Βαν Γκογκ. Η αλήθεια είναι πως όντας συνηθισμένη στις φοιτητικές εκπτώσεις ή ακόμη και τα δωρεάν μουσεία της Ευρώπης, τα 17 ευρώ μου φάνηκαν πολλά, Όμως, μας φαινόταν αδιανόητο να πάμε στο Άμστερνταμ και να μην επισκεφτούμε το συγκεκριμένο μουσείο. Πήραμε πρωινό από το σούπερ μάρκετ δίπλα στο δωμάτιό μας, βρήκαμε τη στάση του τραμ και σε περίπου ένα τέταρτο βρισκόμασταν έξω από το μουσείο. Μιας και δεν ταξιδεύαμε σε ιδιαίτερα τουριστική περίοδο, δεν υπήρχε καθόλου ουρά, οπότε και να μην είχαμε ήδη κλείσει τα εισιτήρια δε θα υπήρχε θέμα. Αυτό σίγουρα δεν ισχύει για άλλες εποχές του χρόνου. Αποφασίσαμε να πάρουμε και το audio guide (αφού είχαμε δώσει 17 ευρώ, τι ψυχή έχουν άλλα 5), και μετά από μια μικρή αναμονή μέχρι να παραδώσουμε τις τσάντες μας στο χώρο φύλαξης, ξεκινήσαμε την περιήγησή μας. Το μουσείο ήταν πραγματικά εξαιρετικό! Υπάρχουν αρκετά αναλυτικές περιγραφές με πληροφορίες κάτω από τους περισσότερους πίνακες, οπότε το audio guide δεν είναι απολύτως απαραίτητο, όμως είναι ίσως από τα καλύτερα audio guide που έχω χρησιμοποιήσει και έδινε πολλές επιπλέον πληροφορίες και για τους πίνακες, αλλά και για τη ζωή του Βαν Γκογκ.
Μετά από σχεδόν τρεις ώρες βγήκαμε από το μουσείο κουρασμένες αλλά και ενθουσιασμένες. Μπροστά στην έξοδο μας περίμενε μία Ολλανδή φίλη, την οποία είχα γνωρίζει όταν κάναμε μαζί Erasmus στην Πολωνία. Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό του reunion κατευθυνθήκαμε όλες μαζί προς τη διάσημη πινακίδα του I am Amsterdam για να βγάλουμε τις απαραίτητες τουριστικές φωτογραφίες. Περάσαμε και από το Riksmuseum, το οποίο και αποφασίσαμε τελικά να μην επισκεφτούμε. Λόγω του ακριβού εισιτηρίου είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε αυτό και στου Van Gogh και προτιμούσαμε κι οι δύο το δεύτερο. Αφού πρώτα σταματήσαμε για ένα σάντουιτς, πήραμε το δρόμο για το VoldenPark. Παρόλο που ήταν Δεκέμβρης, το πάρκο ήταν πολύ όμορφο. Είμαι σίγουρη πως είναι ακόμα πιο ωραία το καλοκαίρι, που σύμφωνα με τη φίλη μου, ντόπιοι και τουρίστες απολαμβάνουν τον ήλιο, αλλά οι βόλτα μας στο πάρκο και δίπλα στη λίμνη ήταν πολύ ευχάριστη, αν εξαιρέσεις λίγη λάσπη που είχε μείνει από τη βραδινή βροχή. Στη συνέχεια, η φίλη μου επέμενε ότι έπρεπε να δοκιμάσουμε Ολλανδικές βάφλες και ότι ήξερε που μπορούμε να βρούμε τις καλύτερες. Οι βάφλες ήταν αρκετά πιο μακριά απ΄ ότι περιμέναμε και μετά από περίπου είκοσι λεπτά περπάτημα φτάσαμε σε μια υπαίθρια αγορά, όπου περπατήσαμε περίπου ένα τέταρτο ακόμη για να φτάσουμε στον τύπο που έφτιαχνε βάφλες. Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη στιγμή αυτή η παράκαμψη μου φάνηκε λίγο ως χάσιμο χρόνου, αλλά χαίρομαι πολύ που την κάναμε μιας και τώρα που το σκέφτομαι, συνειδητοποιώ ότι ήταν ίσως η μόνη στιγμή του ταξιδιού που ακούγαμε παντού γύρω μας ολλανδικά και πήραμε μια γεύση από την καθημερινότητα των ντόπιων. Άλλωστε, είναι δύσκολο να μην απολαύσεις τη βόλτα, όταν είσαι με κάποια που έχει να σου πει για την καλοκαιρινή δουλειά της στη Νότια Αφρική, και το επικείμενο διδακτορικό της στο Cambridge. Όταν έβαλα τη βάφλα στο στόμα μου, είχα μια αναπαράσταση εκείνης της τελευταίας σκηνής από το Ρατατούι της Ντίσνευ, όπου ο κριτικός φαγητού τρώει μια μπουκιά από το φαγητό του και μεταφέρεται στα παιδικά του χρόνια. Αργότερα, οι γονείς μου μου είπαν ότι είχα ξαναδοκιμάσει αυτό το γλυκό πριν από χρόνια, όταν ο πατέρας μου μας το είχε φέρει μετά από ταξί στην Ολλανδία. Εγώ δε το θυμόμουν καθόλου, αλλά ο ουρανίσκος μου είχε μάλλον συγκρατήσει τη γεύση. Με γεμάτο στομάχι, πήραμε το δρόμο του γυρισμού, κατά τη διάρκεια των οποίων είδαμε και τα πρώτα boat houses του ταξιδιού, τα όποια δεν άργησαν να μου εξάψουν την περιέργεια.
Εδώ αποχαιρετήσαμε την Ολλανδή φίλη και πήραμε το τραμ μέχρι τον κεντρικό σταθμό, απ΄ όπου ξεκινάνε τα περισσότερα καραβάκια για κρουαζιέρα στα κανάλια. Επιλέξαμε το φθηνότερο που βρήκαμε, η τιμή του οποίου ήταν 11 ευρώ το άτομο. Δεν το λες και τσάμπα, αλλά η φίλη μου ήθελε πολύ την κρουαζιέρα και μετά από περίπου πέντε ώρες γεμάτες περπάτημα, η ιδέα του να δούμε την πόλη καθιστές και ζεστές ήταν πολύ δελεαστική. Βγάλαμε το εισιτήριο μία αγενέστατη πωλήτρια και μπήκα στο πλοίο, που θα ξεκίναγε σε 15 λεπτά. Εδώ θα ήθελα να πω ότι με εξαίρεση τη συγκεκριμένη, βρήκαμε τους ανθρώπους στο Άμστερνταμ ευγενέστατους. Για παράδειγμα, η φίλη μου περίμενε για περίπου 5 λεπτά στο σταθμό των τραίνων όσο ήμουν στην τουαλέτα και δύο διαφορετικοί ντόπιοι τη ρώτησαν αν χρειάζεται κάποια βοήθεια. Επίσης, με το που βγήκαμε από το σταθμό του μετρό την πρώτη μέρα με τις βαλίτσες στο χέρι, ένα ντόπιο ζευγάρι μας ρώτησε αν θέλουμε βοήθεια να βρούμε το δωμάτιό μας. Επιστρέφουμε τώρα στο πλοίο, το οποίο ήταν σχεδόν άδειο, με μόνο δύο ακόμη παρέες τουριστών. Δε θα έλεγα ότι η κρουαζιέρα στα κανάλια είναι κάτι που πρέπει να κάνετε οπωσδήποτε, όμως πράγματι, η βόλτα με το καράβι σου δίνει μια άλλη προοπτική της πόλης, αλλά και των boat houses των καναλιών, ενώ η ξενάγηση που γινόταν από τα μεγάφωνα δίνει κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες (από τις οποίες μου έχει μείνει ότι στο Άμστερνταμ ο μέσος όρος αμαξιών που πέφτουν στα κανάλια είναι ένα ανά βδομάδα!). Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να δύει και τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος έκαναν τη διαδρομή μαγική. Περάσαμε κάτω από τις γέφυρες, απολαύσαμε τα σπίτια του Άμστερνταμ από χαμηλά, περάσαμε δίπλα από πολλά boat houses, παίρνοντας μία γεύση από τις "βεράντες" και το εσωτερικό τους και γενικά, είχαμε μια υπέροχη βόλτα. Πιο ξεκούραστες πλέον χαζέψαμε λίγο τους μουσικούς του δρόμου στην Dam, πήραμε δυο κομμάτια πίτσα από έναν φούρνο κι έπειτα πήραμε το τραμ για τη Leidseplein. Η πλατεία ήταν όμορφα στολισμένη και γεμάτη κόσμο. Κάναμε τις βόλτες μας και εκεί κι έπειτα περάσαμε το βράδυ σε ένα από τα μπαρ της πλατείας.
Το λεωφορείο μας για Βρυξέλλες έφευγε κατά τις 6, οπότε είχαμε αρκετές ώρες μπροστά μας. Η ευγενέστατη ιδιοκτήτρια του airbnb μας, μας επέτρεψε να κάνουμε check out το απόγευμα, μιας και δεν περίμενε κάποιον άλλον επισκέπτη. Σκεφτόμασταν να κάνουμε μία εκδρομή στο Zaanse Schans, αλλά κάτι ο συννεφιασμένος ουρανός, κάτι το ότι δεν είχαμε χορτάσει το Άμστερνταμ, κάτι ένα άγχος μη γίνει καμία στραβή και αργήσουμε να γυρίσουμε, δεν το αποφασίσαμε. Πήραμε το μετρό προς το Bloemenmarkt, όπου χαζέψαμε τις τουλίπες και αγοράσαμε κάποια σουβενίρ σε τιμές πολύ καλύτερες από αυτές στους δρόμους γύρω από την Dam και καθώς κάναμε μια ακόμη όμορφη βόλτα δίπλα στο κανάλι συναντήσαμε το Café Blue, το οποίο μας είχαν προτείνει φίλοι που είχαν επισκεφτεί την πόλη. Έχουμε κι οι δύο μια αδυναμία στις ωραίες θέες (οι οποίες δεν είναι και πολλές στο Άμστερνταμ), οπότε είπαμε να δοκιμάσουμε να ανέβουμε, αν και ήμασταν σίγουρες ότι δε θα βρίσκαμε τραπέζι. Προς έκπληξή μας, ένα υπέροχο τραπέζι ακριβώς μπροστά στην κεντρική τζαμαρία του μαγαζιού είχε μόλις αδειάσει και οι τιμές δεν ήταν υψηλότερες από οποιαδήποτε άλλη καφετέρια είχαμε κάτσει. Οι πολυθρόνες ήταν τόσο άνετες και η θέα ήταν τόσο όμορφη που δεν γκρίνιαξα καν όταν η φίλη μου απαίτησε να μη φάω το γλυκό μου μέχρι να έρθει το κρουασάν της, ώστε να τα βγάλει μαζί φωτογραφία. Μετά από αυτό το εξαιρετικό διάλειμμα αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα στους πιο εμπορικούς δρόμους της πόλης, χαζέψαμε τα μαγαζιά κι έπειτα κατευθυνθήκαμε προς τα εντυπωσιακά μεγάλα εμπορικά γύρω από την Dam, που πουλάνε επώνυμα προϊόντα σε απλησίαστες τιμές. Κάναμε την τελευταία μας βόλτα στην πλατεία και τα κανάλια κι έπειτα ήταν δυστυχώς η ώρα να γυρίσουμε να πάρουμε τα πράγματά μας και να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Χωρίς ιδιαίτερα απρόοπτα, βρήκαμε το λεωφορείο προς Βρυξέλλες και είπαμε αντίο σε μια πόλη που μας άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις.